C-367/13 - Fabretti

Printed via the EU tax law app / web

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί — Φορολογική νομοθεσία — Εισοδήματα προερχόμενα από κέρδη σε τυχηρά παίγνια — Διαφορετική φορολόγηση των κερδών που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό και εκείνων τα οποία προέρχονται από ημεδαπές επιχειρήσεις»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑344/13 και C‑367/13,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι οποίες υποβλήθηκαν από την Commissione tributaria provinciale di Roma (Ιταλία), με αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2013, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο την 24η Ιουνίου και την 1η Ιουλίου 2013 στο πλαίσιο των δικών

Cristiano Blanco (C‑344/13),

Pier Paolo Fabretti (C‑367/13)

κατά

Agenzia delle Entrate — Direzione Provinciale I di Roma — Ufficio Controlli,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh, C. Toader (εισηγήτρια), E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο C. Blanco και o P. P. Fabretti, εκπροσωπούμενοι από τους M. Rosa και S. Cristaldi, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. De Bellis, avvocato dello Stato,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την L. Van den Broeck, καθώς και τον J.-C. Halleux, επικουρούμενους από τους P. Vlaemminck και de R. Verbeke, advocaten,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την D. Recchia και τον W. Roels,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 46 και 49 ΕΚ, νυν άρθρων 52 και 56 ΣΛΕΕ.

2        Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, των C. Blanco και P. P. Fabretti και της l’Agenzia delle Entrate — Direzione Provinciale I di Roma — Ufficio Controlli (στο εξής: Agenzia) σχετικά με εις βάρος τους εκδοθείσες πράξεις επιβολής φόρου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309, σ. 15), προβλέπει στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο στ΄, ότι αυτή εφαρμόζεται στα καζίνα.

 Το ιταλικό δίκαιο

4        Το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος αριθ. 917 του Προέδρου της Δημοκρατίας σχετικά με την έγκριση του ενοποιημένου νόμου περί εισοδήματος (decreto del Presidente della Republica n. 917 — approvazione del testo unico delle imposte sui redditi), της 22ας Δεκεμβρίου 1986 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 302, της 31ης Δεκεμβρίου 1986), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: DPR 917/86) εξομοιώνει προς διάφορα έσοδα τα οποία, καθεαυτά, αποτελούν τμήμα της βάσεως επιβολής του φόρου εισοδήματος, «τα κέρδη από κληρώσεις, διαγωνισμούς με έπαθλα, παίγνια και στοιχήματα τα οποία διοργανώνονται για το κοινό, καθώς και τα έπαθλα τα οποία κερδίζονται κατόπιν δοκιμασιών δεξιοτεχνίας ή κληρώσεως».

5        Το άρθρο 69, παράγραφος 1, του διατάγματος αυτού ορίζει ότι τα έπαθλα και τα κέρδη τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο d, αυτού «αποτελούν εισόδημα ως προς το σύνολο του εισπραχθέντος ποσού κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, χωρίς καμία έκπτωση».

6        Το άρθρο 30, πρώτο εδάφιο, του διατάγματος αριθ. 600 του Προέδρου της Δημοκρατίας, της 29ης Σεπτεμβρίου 1973, περί θεσπίσεως κοινών κανόνων για τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος (τακτικό συμπλήρωμα GURI, αριθ. 268 της 16ης Οκτωβρίου 1973), ορίζει τα εξής:

«[...] τα κέρδη τα οποία προκύπτουν κατόπιν κληρώσεως, από παίγνια δεξιοτήτων, καθώς και εκείνα που προκύπτουν από διαγωνισμούς με έπαθλο, από προγνωστικά ή στοιχήματα, τα οποία καταβάλλονται από το δημόσιο, δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις και από τα πρόσωπα τα οποία ορίζονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 23 του παρόντος διατάγματος, υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου στην πηγή, με δυνατότητα επιστροφής, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου άλλες διατάξεις προβλέπουν ήδη παρακράτηση φόρου στην πηγή. Παρακράτηση φόρου στην πηγή δεν εφαρμόζεται εάν η συνολική αξία των επάθλων [...] δεν υπερβαίνει τις 50 000 λίρες [25,82 ευρώ]∙ εάν υπερβαίνει το όριο αυτό, το ποσόν υπόκειται εξ ολοκλήρου σε παρακράτηση φόρου.»

7        Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στα κέρδη που καταβάλλονται από ιταλικές επιχειρήσεις τυχηρών παιγνίων, δυνάμει του άρθρου 30, έβδομο εδάφιο, του ως άνω διατάγματος, δεδομένου ότι η παρακράτηση φόρου επί των κερδών τα οποία καταβλήθηκαν από τις επιχειρήσεις αυτές περιλαμβάνεται στον φόρο θεαμάτων, νυν φόρο ψυχαγωγίας, ο οποίος θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 60 της 26ης Φεβρουαρίου 1999 (GURI αριθ. 59, της 12ης Μαρτίου 1999, σ. 5).

8        Επιπροσθέτως, δυνάμει του άρθρου 3 του διατάγματος αριθ. 640 του Προέδρου της Δημοκρατίας σχετικά με τον φόρο θεαμάτων (decreto del Presidente della Republica n. 640 — Ιmposta sugli spettacoli), της 26ης Οκτωβρίου 1972 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 292, της 11ης Νοεμβρίου 1972), όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 60 της 26ης Φεβρουαρίου 1999, οι επιχειρήσεις τυχηρών παιγνίων οι οποίες υπέχουν την υποχρέωση καταβολής φόρου ψυχαγωγίας απαλλάσσονται από την υποχρέωση να μετακυλίσουν τον φόρο στους θεατές, τους συμμετέχοντες και τους παίκτες. Η βάση επιβολής του φόρου αυτού συνίσταται στο ποσό που προέκυψε από την πώληση εισιτηρίων στο κοινό, στην ημερήσια θετική διαφορά μεταξύ των ποσών τα οποία εισπράχθηκαν για το παίγνιο και εκείνων τα οποία καταβλήθηκαν στους παίκτες ως κέρδη, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα έσοδα συναφή προς την εκμετάλλευση του παιγνίου.

 Οι υποθέσεις της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

 Υπόθεση C‑344/13

9        Η Agenzia επέδωσε στον C. Blanco, την 1η Δεκεμβρίου 2011, τρεις πράξεις επιβολής φόρου, με τις οποίες του προσήπτε ότι δεν είχε υποβάλει δήλωση εισοδήματος για το σύνολο των φορολογικών ετών 2007 έως 2009, καθώς και ότι παρέλειψε να δηλώσει, για το 2007, το ποσό των 410 227 ευρώ, για το 2008, το ποσό των 25 969 ευρώ, και για το 2009, το ποσό των 46 028 ευρώ, ποσά τα οποία αντιστοιχούν σε κέρδη σε διάφορα καζίνα ευρισκόμενα τόσο σε άλλα κράτη μέλη όσο και σε τρίτα κράτη. Η Agenzia υποστηρίζει ότι τα ποσά αυτά θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί στο φορολογητέο εισόδημα του C. Blanco διότι αποτελούν «διάφορα εισοδήματα», υπό την έννοια του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο d, του DPR 917/86. Κατά συνέπεια, εκδόθηκε εις βάρος του C. Blanco διορθωτική πράξη επιβολής φόρου ύψους 488 703,16 ευρώ για το φορολογικό έτος 2007, 23 919,86 ευρώ για το φορολογικό έτος 2008 και 41 291,89 ευρώ για το φορολογικό έτος 2009, ως φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, προσαυξήσεις φόρου και πρόστιμα.

10      Ο C. Blanco άσκησε πλείονες προσφυγές κατά των εν λόγω πράξεων επιβολής φόρου. Οι προσφυγές αυτές συνεκδικάστηκαν λόγω της συνάφειάς τους ως προς το αντικείμενό τους και ως προς το πρόσωπο του προσφεύγοντος στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ο προσφεύγων εκτιμά, αφενός, ότι οι πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε η Agenzia θα έπρεπε να γίνουν δεκτές με επιφυλάξεις καθόσον προέρχονται από ιστοσελίδα στην οποία παρατίθενται τα ακαθάριστα ποσά των κερδών και δεν λαμβάνονται υπόψη ορισμένα στοιχεία τα οποία επηρεάζουν τα εν λόγω κέρδη όπως η πρακτική του «stacking», οι ζημίες και τα έξοδα. Αφετέρου, επισημαίνει ότι οι πράξεις επιβολής φόρου παραβιάζουν, μεταξύ άλλων, την αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογήσεως η οποία κατοχυρώνεται σε διεθνείς συνθήκες, αναφερόμενος στο άρθρο 2 του προτύπου συμβάσεως του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, καθώς και στα άρθρα 18 και 49 ΣΛΕΕ. Ο C. Blanco επικαλείται διακριτική μεταχείριση για τον λόγο ότι τα κέρδη τα οποία αποκόμισε στην Ιταλία εξαιρούνται, όπως υποστηρίζει, από την υποχρέωση δηλώσεως και δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος καθόσον υπόκεινται, και δη στην πηγή, στον εναλλακτικό φόρο ψυχαγωγίας και ότι τα κέρδη που ο ίδιος αποκόμισε σε άλλα κράτη μέλη, δεδομένου ότι ήδη φορολογήθηκαν στην πηγή σε αυτά, δεν θα έπρεπε να φορολογηθούν στην Ιταλία.

11      Συναφώς, ο C. Blanco αναφέρεται στην παρεμφερή, κατ’ αυτόν, υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Lindman (C‑42/02, EU:C:2003:613), με την οποία το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία τα κέρδη που αποκτώνται από τυχηρά παίγνια τα οποία διοργανώνονται σε άλλα κράτη μέλη εκλαμβάνονται, από άποψη φορολογίας εισοδήματος, ως φορολογητέο εισόδημα του αποκτήσαντος τα κέρδη, ενώ τα κέρδη που αποκτώνται από τυχηρό παίγνιο το οποίο διοργανώνεται στο εν λόγω κράτος μέλος δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, αντίκειται στο άρθρο 49 ΕΚ. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει την επίμαχη εθνική νομοθεσία για τον λόγο ότι εισάγει διακριτική μεταχείριση ενόψει, ιδίως, της αντιθέσεώς της προς το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

12      Η Agenzia αμφισβητεί το βάσιμο των προσφυγών στην κύρια δίκη και ζητεί την απόρριψή τους. Εκτιμά ότι ενήργησε σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και αναφέρεται, γενικώς, στη λεπτομερέστερη έκθεση η οποία περιλαμβάνεται στην πράξη επιβολής φόρου, στην οποία επισήμανε ότι ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης παρέλειψε να δηλώσει εισοδήματα για τα επίμαχα φορολογικά έτη.

13      Το αιτούν δικαστήριο απορρίπτει τον προβληθέντα λόγο περί διπλής φορολογήσεως, κρίνοντας ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του φόρου τον οποίο οφείλει να καταβάλει η επιχείρηση παιγνίων και εκείνου που πρέπει να πληρώσει ο αποκτήσας τα κέρδη. Συγκεκριμένα, οι φόροι οι οποίοι καταβάλλονται από την επιχείρηση παιγνίων και εκείνοι οι οποίοι καταβάλλονται από τον αποκτήσαντα τα κέρδη εισπράττονται βάσει διαφορετικών πράξεων επιβολής φόρου.

14      Μολονότι το εν λόγω δικαστήριο παραδέχεται ότι υφίσταται διαφορά ως προς τη φορολογική μεταχείριση αναλόγως προς το εάν τα κέρδη από τυχηρά παίγνια αποκτήθηκαν στην Ιταλία ή σε άλλο κράτος μέλος, αυτή η διαφορά μεταχειρίσεως συνιστά απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση μόνο ελλείψει λόγων δυνάμενων να δικαιολογήσουν τέτοια διαφορά.

15      Το ως άνω δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τέτοια διαφορά μεταχειρίσεως θα μπορούσε να κριθεί ως δικαιολογημένη εάν ενέπιπτε σε ρητή εξαίρεση, όπως εκείνη του άρθρου 52 ΣΛΕΕ στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 62 ΣΛΕΕ, και είχε ως σκοπό να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια υγεία, παραμένοντας, ωστόσο, σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας και εγγυώμενη αποτελεσματικώς την επίτευξη του σκοπού αυτού με συνεπή και συστηματικό τρόπο.

16      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ιταλική νομοθεσία δεν είχε τόσο ως σκοπό την προστασία των εθνικών επιχειρήσεων παιγνίων όσο την αποτροπή των πρακτικών ξεπλύματος και αυτοξεπλύματος κεφαλαίων στο εξωτερικό, καθώς και τον περιορισμό της φυγής στο εξωτερικό ή την εισαγωγή στην Ιταλία κεφαλαίων των οποίων η προέλευση δεν μπορεί να ελεγχθεί.

17      Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να προβεί σε ακριβή εκτίμηση των λόγων οι οποίοι οδήγησαν τον εθνικό νομοθέτη στη θέσπιση παρόμοιας νομοθεσίας, και ότι η Ιταλική Κυβέρνηση μπορεί να είναι σε θέση να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να φορολογήσει τα κέρδη από τυχηρά παίγνια τα οποία αποκτήθηκαν στο εξωτερικό.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Commissione tributaria provinciale di Roma αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντίκειται στο άρθρο [56 ΣΛΕΕ] η επιβολή υποχρεώσεων δηλώσεως και φορολογήσεως των κερδών τα οποία αποκτώνται σε επιχειρήσεις παιγνίων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από πρόσωπα τα οποία είναι κάτοικοι Ιταλίας, όπως προβλέπει το άρθρο 67, [παράγραφος 1], στοιχείο d, του [DPR 917/86], ή πρέπει να εκληφθεί ως δικαιολογούμενη από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας, υπό την έννοια του άρθρου [52 ΣΛΕΕ]»;

 Υπόθεση C‑367/13

19      Η Agenzia επέδωσε, στις 6 Δεκεμβρίου 2011, στον P. P. Fabretti πράξη επιβολής φόρου για το έτος 2009, με την οποία ζητεί την καταβολή ποσού ύψους 45 327,48 ευρώ για τον λόγο ότι αυτός παρέλειψε να δηλώσει ποσό ύψους 52 000 ευρώ το οποίο κέρδισε παίζοντας πόκερ σε καζίνο ευρισκόμενο σε άλλο κράτος μέλος.

20      Ο P. P. Fabretti αμφισβητεί, για λόγους όμοιους προς εκείνους που εκθέτει ο C. Blanco, αυτή την πράξη επιβολής φόρου και άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής. Η Agenzia αντιτάσσει επιχειρήματα ανάλογα προς εκείνα που προέβαλε έναντι του C. Blanco.

21      H Commissione tributaria provinciale di Roma δικαιολογεί την ανάγκη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν της πρώτης αποφάσεώς της από την οποία προέκυψε η υπόθεση C‑344/13. Αποφάσισε δε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα όμοιο προς εκείνο που υπέβαλε με την εν λόγω προδικαστική παραπομπή.

22      Με την από 11 Ιουλίου 2013 απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, οι υποθέσεις C‑344/13 και C‑367/13 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 52 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία τα κέρδη από τυχηρά παίγνια τα οποία αποκτήθηκαν σε ημεδαπές επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στον φόρο εισοδήματος, εν αντιθέσει προς εκείνα τα οποία αποκτήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, και εάν τέτοια διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας.

24      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, αυτά υποχρεούνται να ασκούν την αρμοδιότητά τους αυτή συμμορφούμενα προς το δίκαιο της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Lindman, EU:C:2003:613, σκέψη 18 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

26      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως, λόγω της ιθαγένειάς του, εις βάρος του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, έστω και αν αυτός τυγχάνει αδιακρίτως εφαρμογής τόσο επί των ημεδαπών παρεχόντων υπηρεσίες όσο και εκείνων των άλλων κρατών μελών, οσάκις μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Dirextra Alta Formazione, C‑523/12, EU:C:2013:831, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Οι διατάξεις της ΣΛΕΕ περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφαρμόζονται, όπως το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, επί δραστηριότητας συνισταμένης στην παροχή προς τους χρήστες της δυνατότητας να συμμετάσχουν, έναντι αμοιβής, σε παίγνιο επί χρήμασι (απόφαση Zenatti, C‑67/98, EU:C:1999:514, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών ισχύει τόσο υπέρ του παρέχοντος τις υπηρεσίες όσο και υπέρ του αποδέκτη των υπηρεσιών (απόφαση Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International, C‑42/07, EU:C:2009:519, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκύπτει από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, καθώς και από τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως, ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα κέρδη τα οποία αποκτήθηκαν σε επιχειρήσεις τυχηρών παιγνίων ευρισκόμενες στην Ιταλία υποβάλλονται σε φορολόγηση στην πηγή, συνιστάμενη στη φορολόγηση των επιχειρήσεων αυτών. Ειδικότερα, τα κέρδη τα οποία αποκτώνται στις ημεδαπές επιχειρήσεις τυχηρών παιγνίων υπολογίζονται με βάση τη διαφορά μεταξύ των ποσών που εισπράττονται για τα παίγνια και εκείνων τα οποία καταβάλλονται στους παίκτες ως κέρδη. Η Ιταλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι τα κέρδη τα οποία αποκτήθηκαν σε επιχειρήσεις τυχηρών παιγνίων ευρισκόμενες στην Ιταλία απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος προκειμένου να αποφευχθεί διπλή φορολόγηση των ιδίων ποσών ανάντη, επί της επιχειρήσεως παιγνίων, και κατάντη, επί του παίκτη.

29      Αντιθέτως, τα κέρδη από τυχηρά παίγνια τα οποία αποκτώνται σε επιχειρήσεις ευρισκόμενες στην αλλοδαπή εκλαμβάνονται ως εισοδήματα. Τα εισοδήματα αυτά πρέπει να εμφαίνονται στη δήλωση εισοδήματος και, συνεκδοχικώς, να υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος.

30      Επομένως, η επίμαχη νομοθεσία, η οποία παρέχει το ευεργέτημα απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος μόνο στα κέρδη από τυχηρά παίγνια τα οποία αποκτώνται εντός του οικείου κράτους μέλους, υπάγει την παροχή υπηρεσιών την οποία αποτελεί η επί χρήμασι διοργάνωση παιγνίων με χρηματικά έπαθλα σε φορολογικό καθεστώς το οποίο διαφέρει αναλόγως του εάν η παροχή αυτή λαμβάνει χώρα στο οικείο κράτος μέλος ή σε άλλα κράτη μέλη (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Laboratoires Fournier, C‑39/04, EU:C:2005:161, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Επιπροσθέτως, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγοντες στην υπόθεση της κύριας δίκης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαφορετική φορολογική μεταχείριση δυνάμει της οποίας μόνον τα κέρδη τα οποία αποκτώνται από παίγνια που διοργανώνονται σε άλλο κράτος μέλος εκλαμβάνονται ως εισοδήματα υποκείμενα σε φόρο καθιστά λιγότερο ελκυστική τη μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό τη συμμετοχή σε τυχηρά παίγνια. Συγκεκριμένα, οι αποδέκτες των οικείων υπηρεσιών οι οποίοι κατοικούν στο κράτος μέλος όπου υφίσταται παρόμοια διαφορετική μεταχείριση, αποθαρρύνονται από τη συμμετοχή σε τυχηρά παίγνια των οποίων οι διοργανωτές είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει γι’ αυτούς η δυνατότητα να τύχουν φορολογικών απαλλαγών (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Vestergaard, C‑55/98, EU:C:1999:533, σκέψη 21, καθώς και Επιτροπή κατά Δανίας, C‑150/04, EU:C:2007:69, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Το γεγονός ότι οι πάροχοι τυχηρών παιγνίων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος υπόκεινται σε φόρο ως διοργανωτές παιγνίων επί χρήμασι δεν απαλλάσσει την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία από τον προδήλως διακριτικό χαρακτήρα της δεδομένου ότι ο εν λόγω φόρος δεν είναι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ανάλογος προς τον φόρο εισοδήματος ο οποίος επιβάλλεται στα κέρδη από τη συμμετοχή των υποκείμενων σε φόρο σε τυχηρά παίγνια τα οποία διοργανώνονται σε άλλα κράτη μέλη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Lindman, EU:C:2003:613, σκέψη 22).

33      Ως εκ τούτου, εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη θεσπίζει περιορισμό ο οποίος εισάγει διάκριση σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, όχι μόνο ως προς τους παρόχους αλλά, επίσης, ως προς τους αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών.

34      Δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί εάν ο περιορισμός αυτός, ο οποίος εισάγει διάκριση, δύναται να δικαιολογηθεί.

35      Το αιτούν δικαστήριο και η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία έχει ως σκοπό την πρόληψη του ξεπλύματος και αυτοξεπλύματος κεφαλαίων στο εξωτερικό, καθώς και τον περιορισμό της φυγής στο εξωτερικό ή την εισαγωγή στην Ιταλία κεφαλαίων των οποίων η προέλευση είναι ιδιαιτέρως αβέβαιη.

36      Όπως επισημαίνει η ως άνω κυβέρνηση, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η νομοθεσία περί τυχηρών παιγνίων περιλαμβάνεται μεταξύ των τομέων εκείνων στους οποίους υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσεως μεταξύ των κρατών μελών. Ελλείψει συναφούς εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, σε κάθε κράτος μέλος απόκειται να εκτιμήσει, στους τομείς αυτούς, σύμφωνα με τη δική του αξιολογική κλίμακα, τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των εμπλεκομένων συμφερόντων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Stanleybet International κ.λπ., C‑186/11 και C‑209/11, EU:C:2013:33, σκέψη 24, καθώς και Digibet και Albers, C‑156/13, EU:C:2014:1756, σκέψη 24).

37      Εντούτοις, μολονότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει δεχθεί ορισμένους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση προκειμένου να δικαιολογηθεί περιορισμός στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, όπως η προστασία των καταναλωτών, η πάταξη της απάτης και η πρόληψη των κοινωνικών προβλημάτων που σχετίζονται με τα παίγνια, εντούτοις δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών προκειμένου να δικαιολογηθούν περιορισμοί οι οποίοι εισάγουν διάκριση (απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑153/08, EU:C:2009:618, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Συνεπώς, περιορισμός ο οποίος εισάγει διάκριση μπορεί να κριθεί ως συμβατός προς το δίκαιο της Ένωσης μόνον εάν εμπίπτει σε ρητή εξαίρεση, όπως αυτή του άρθρου 52 ΣΛΕΕ στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 62 ΣΛΕΕ, και έχει ως σκοπό να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑546/07, EU:C:2010:25, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Dickinger και Ömer, C‑347/09, EU:C:2011:582, σκέψη 79).

39      Κατά συνέπεια, εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να δικαιολογείται μόνον καθόσον επιδιώκονται με αυτήν σκοποί δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημόσιας υγείας, υπό την έννοια του άρθρου 52 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις αναλογικότητας. Επομένως, η εθνική νομοθεσία μπορεί να διασφαλίζει την επίτευξη του σκοπού που υποτίθεται ότι επιδιώκει μόνον εάν εξυπηρετεί πράγματι την επίτευξή του με συνέπεια και συστηματικότητα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Engelmann, C‑64/08, EU:C:2010:506, σκέψη 35, καθώς και Pfleger κ.λπ., C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Ο προσδιορισμός των σκοπών τους οποίους όντως επιδιώκει η εθνική ρύθμιση εμπίπτει, στο πλαίσιο υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου. Επιπροσθέτως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται επίσης να εξακριβώσει, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις δοθείσες από το Δικαστήριο κατευθύνσεις, αν οι επιβληθέντες από το οικείο κράτος μέλος περιορισμοί πληρούν τις προϋποθέσεις αναλογικότητας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Pfleger κ.λπ., EU:C:2014:281, σκέψεις 47 και 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Καταρχάς, όσον αφορά τους σκοπούς τους οποίους επικαλείται η Ιταλική Κυβέρνηση, σχετικά με το ξέπλυμα κεφαλαίων και την ανάγκη να περιοριστεί η φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό ή η εισαγωγή στην Ιταλία κεφαλαίων των οποίων η προέλευση είναι αβέβαιη, και χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί εάν οι σκοποί αυτοί εμπίπτουν στην έννοια της δημοσίας τάξεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, καταρχάς, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι αρχές κράτους μέλους δεν μπορούν ευλόγως να τεκμαίρουν, γενικώς και αδιακρίτως, ότι οι οργανισμοί και οι οντότητες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος επιδίδονται σε εγκληματικές δραστηριότητες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2009:618, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προσκομίζει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι, μολονότι το προϊόν του οργανωμένου εγκλήματος στην Ιταλία ανέρχεται σε υψηλά ποσοστά, παρήχθη εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον στο εξωτερικό.

43      Επιπροσθέτως, ο αποκλεισμός, γενικώς, του ευεργετήματος φορολογικής απαλλαγής φαίνεται δυσανάλογος, διότι βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την πάταξη του ξεπλύματος κεφαλαίων, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν άλλα μέσα στη διάθεσή τους προς τον σκοπό αυτόν, όπως η οδηγία 2005/60, η οποία επιδιώκει την πάταξη του ξεπλύματος κεφαλαίων και η οποία εφαρμόζεται στα καζίνα δυνάμει του άρθρου της 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο στ΄.

44      Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εμπίπτει η αντιμετώπιση του εθισμού στα τυχηρά παίγνια στην προστασία της δημόσιας υγείας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2009:618, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), κάτι που θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να δικαιολογεί περιορισμό εισάγοντα διάκριση στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

45      Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Βελγική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως δεχθεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του τομέα των τυχηρών παιγνίων όπου, αντιθέτως προς την καθιέρωση ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού εντός παραδοσιακής αγοράς, η δημιουργία παρόμοιου ανταγωνισμού στην εν λόγω εντελώς ιδιάζουσα αγορά, δηλαδή μεταξύ της πληθώρας των επιχειρηματιών που θα έχουν την άδεια να εκμεταλλεύονται τα ίδια τυχηρά παίγνια, δύναται να έχει επιβλαβές αποτέλεσμα, οφειλόμενο στο ότι οι επιχειρηματίες αυτοί θα είχαν την τάση να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε εφευρετικότητα, προκειμένου να καθιστούν την προσφορά τους ελκυστικότερη από την προσφορά των ανταγωνιστών τους αυξάνοντας, έτσι, τις δαπάνες των καταναλωτών για τα τυχηρά παίγνια, καθώς και τους κινδύνους εξαρτήσεώς τους από τα παίγνια αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Pfleger κ.λπ., EU:C:2014:281, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Digibet και Albers, EU:C:2014:1756, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Εντούτοις, υπό συνθήκες όμοιες με τις επίμαχες στην κύρια δίκη, το να υποβάλλει κράτος μέλος σε φόρο τα κέρδη τα οποία προέρχονται από επιχειρήσεις τυχηρών παιγνίων ευρισκόμενες σε άλλα κράτη μέλη ενώ απαλλάσσει τα αντίστοιχα κέρδη τα οποία προέρχονται από επιχειρήσεις τυχηρών παιγνίων οι οποίες βρίσκονται στο έδαφός του δεν δύναται να διασφαλίσει με συνοχή την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως του εθισμού σε τυχηρά παίγνια, δεδομένου ότι τέτοιου είδους απαλλαγή θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους χρήστες να συμμετέχουν σε τυχηρά παίγνια τα οποία τους επιτρέπουν να τύχουν αυτής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2009:618, σκέψη 41).

47      Ως εκ τούτου, η επίμαχη διάκριση στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν είναι δικαιολογημένη υπό την έννοια του άρθρου 52 ΣΛΕΕ.

48      Επομένως, βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων συλλογισμών, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 52 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία τα κέρδη από τυχηρά παίγνια τα οποία αποκτήθηκαν σε επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε άλλα κράτη μέλη υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, ενώ απαλλάσσονται του ως άνω φόρου παρόμοια εισοδήματα όταν αυτά προέρχονται από επιχειρήσεις ευρισκόμενες εντός της εδαφικής του επικράτειας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 52 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία τα κέρδη από τυχηρά παίγνια τα οποία αποκτήθηκαν σε επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε άλλα κράτη μέλη υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, ενώ απαλλάσσονται του ως άνω φόρου παρόμοια εισοδήματα όταν αυτά προέρχονται από επιχειρήσεις ευρισκόμενες εντός της εδαφικής του επικράτειας.

(υπογραφές)


** Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.