C-408/97 - ?p?t??p? ?at? ??t? ?????

Printed via the EU tax law app / web

EUR-Lex - 61997J0408 - EL

61997J0408

Απόϕαση του Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμßρίου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών. - Παράßαση κράτους μέλους - Άρθρο 4, παράγραϕος 5, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ - Διάθεση προς χρήση οδών έναντι καταßολής διοδίων - Μη υπαγωγή τους στον ΦΠΑ. - Υπόθεση C-408/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-06417


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Απόδειξη της παραβάσεως - Το βάρος αποδείξεως φέρει η Eπιτροπή - ροσκόμιση πραγματικών και νομικών στοιχείων εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους - Αδυναμία του να επικαλεστεί την έλλειψη σαφηνείας των στοιχείων αυτών

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 5 και 169 (νυν άρθρα 10 ΕΚ και 226 ΕΚ)]

2. Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας - αροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας - Έννοια - Διάθεση προς χρήση οδικών υποδομών έναντι καταβολής διοδίων - Εμπίπτει

(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 2, σημ. 1)

3. Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας - Υποκείμενοι στον φόρο - Οργανισμοί δημοσίου δικαίου - Δεν υπόκεινται στον φόρο για τις δραστηριότητες που ασκούν ως δημόσια αρχή - Έννοια

(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 5)

Περίληψη


1. Αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρο 226 ΕΚ), η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι υφίσταται η φερόμενη παράβαση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται την έλλειψη σαφήνειας των νομικών και πραγματικών στοιχείων σε εθνικό επίπεδο που προσκομίζει η Επιτροπή και, κατά συνέπεια, να επικαλούνται το απαράδεκτον της προσφυγής, εφόσον το ως άνω θεσμικό όργανο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από στοιχεία που παρέχει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, υποχρεούμενο να διευκολύνει την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της.

( βλ. σκέψεις 15-17 )

2. Η διάθεση προς χρήση οδικής υποδομής έναντι καταβολής διοδίων συνιστά παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας 77/388 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών. ράγματι, η χρήση της οδικής υποδομής υπόκειται σε διόδια, το ύψος των οποίων είναι συνάρτηση, ιδίως, της κατηγορίας του χρησιμοποιουμένου οχήματος και της διανυομένης αποστάσεως. Επομένως, υφίσταται άμεση και αναγκαία σχέση μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης χρηματικής αντιπαροχής.

( βλ. σκέψεις 29-30 )

3. Για την εφαρμογή του κανόνα της απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμεένης αξίας των οργανισμών δημοσίου δικαίου, όσον αφορά τις δραστηριότητες ή πράξεις που πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, ήτοι η άσκηση δραστηριοτήτων από οργανισμό δημοσίου δικαίου και η άσκηση δραστηριοτήτων που διενεργούνται ως δημόσια εξουσία. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, ως δραστηριότητες που ασκούνται με την ιδιότητα της δημόσιας εξουσίας νοούνται εκείνες των οργανισμών δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο του ιδιαιτέρου νομικού καθεστώτος που ισχύει γι' αυτούς, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων τους που ασκούν υπό τις ίδιες νομικές προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τους ιδιώτες επιχειρηματίες.

( βλ. σκέψεις 34-35 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-408/97,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την Η. Michard και τον B. J. Drijber, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, ακολούθως από την Η. Michard και τον H. van Vliet, μέλη της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπουμένου από τη C. Wissels και τον Μ. Fierstra, αναπληρωτές νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη επιβάλλοντας, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), τον φόρο προστιθέμενης αξίας στα διόδια που εισπράττονται, κατά τη χρήση οδικών υποδομών, ως αντιπαροχή έναντι της παρεχόμενης στους χρήστες υπηρεσίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), L. Sevón και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, P. Jann, H. Ragnemalm, Β. Σκουρή και F. Macken, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau και H. A. Rühl, κύριοι υπάλληλοι διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη επιβάλλοντας, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία), τον φόρο προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΑ) στα διόδια που εισπράττονται, κατά τη χρήση οδικών υποδομών, ως αντιπαροχή έναντι της παρεχόμενης στους χρήστες υπηρεσίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.

Νομικό πλαίσιο

2 Κατά το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας:

«Στον φόρο προστιθέμενης αξίας υπόκεινται:

1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν·

2. οι εισαγωγές αγαθών.»

3 Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 5, της έκτης οδηγίας:

«1. Θεωρείται ως "υποκείμενος στον φόρο" οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μια από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού ή των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας αυτής.

2. Οικονομικές δραστηριότητες, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι όλες οι δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξορύξεως, των γεωργικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελευθέρων επαγγελμάτων ή των εξομοιουμένων προς αυτές. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται επίσης η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.

(...)

5. Τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, έστω και αν, επ' ευκαιρία αυτών των δραστηριοτήτων ή πράξεων, εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις.

Εντούτοις, όταν πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες ή πράξεις, πρέπει να θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές, κατά το μέτρο που η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού.

Οπωσδήποτε, οι προαναφερθέντες οργανισμοί θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο, ιδίως για τις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ, και κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές δεν είναι αμελητέες.

Τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως δραστηριότητες δημόσιας εξουσίας τις δραστηριότητες των προαναφερθέντων οργανισμών που απαλλάσσονται δυνάμει των άρθρων 13 ή 28.»

4 Είναι βέβαιον ότι η δραστηριότητα που συνίσταται στη διάθεση προς χρήση μιας οδικής υποδομής διά της καταβολής διοδίων δεν εμπίπτει σε καμία από τις απαριθμούμενες στο παράρτημα Δ της έκτης οδηγίας πράξεις.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

5 Με έγγραφο της 20ής Απριλίου 1988, η Επιτροπή προσήψε στην Ολλανδική Κυβέρνηση τη μη τήρηση της έκτης οδηγίας λόγω της μη υπαγωγής στον ΦΑ των διοδίων που εισπράττονται επί ορισμένων οδικών υποδομών. Όχλησε, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης, την Ολλανδική Κυβέρνηση να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, τις παρατηρήσεις της επί του θέματος.

6 Εκτιμώντας ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν απάντησε στο έγγραφό της οχλήσεως, η Επιτροπή τής απηύθυνε στις 19 Οκτωβρίου 1989 αιτιολογημένη γνώμη.

7 Η Ολλανδική Κυβέρνηση πληροφόρησε στις 8 Δεκεμβρίου 1989 την Επιτροπή ότι είχε δώσει τη δέουσα απάντηση στην όχληση της με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 1988, αντίγραφο του οποίου τής διαβίβασε και με το οποίο απέρριπτε τις αιτιάσεις της Επιτροπής.

8 Ενόψει της απαντήσεως αυτής και εκτιμώντας ότι οι διευκρινίσεις εκ μέρους της Ολλανδικής Κυβερνήσεως δεν ήσαν ικανοποιητικές, η Επιτροπή απηύθυνε, με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1996, στην Ολλανδική Κυβέρνηση συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν τηρούσε τις απορρέουσες από την έκτη οδηγία υποχρεώσεις. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή κάλεσε το οικείο κράτος μέλος να λάβει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, τα αναγκαία μέτρα συμμορφώσεώς του προς τις ανωτέρω υποχρεώσεις.

9 Η Ολλανδική Κυβέρνηση αντέδρασε στην ως άνω γνώμη με έγγραφο της 27ης Φεβρουαρίου 1997.

10 Επειδή η απάντηση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως στην αιτιολογημένη γνώμη θεωρήθηκε ανεπαρκής, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

Επί του παραδεκτού

11 Η Ολλανδική Κυβέρνηση διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το παραδεκτόν της προσφυγής. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι συντρέχει η φερόμενη παράβαση, προσκομίζοντας στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκ μέρους του διαπίστωση της παραβάσεως (βλ., ιδίως, απόφαση της 25ης Μα_ου 1982 στην υπόθεση 96/81, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1982, σ. 1791, σκέψη 6).

12 Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή περιορίστηκε να βεβαιώσει, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις του, ουδόλως όμως εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η ολλανδική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική παραβιάζει την έκτη οδηγία, ούτε διευκρίνισε ποια μέτρα όφειλε να θεσπίσει το οικείο κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. Ομοίως, κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής φάσεως, η Επιτροπή δεν προσήψε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών καμία συγκεκριμένη παράβαση της έκτης οδηγίας.

13 Η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι ουδέποτε αναγνώρισε, ούτε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου, την ύπαρξη νομοθετικής διατάξεως ή διοικητικής πράξεως παραβιάζουσας υποχρεώσεις επιβαλλόμενες από την έκτη οδηγία. Η απάντηση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη διευκρίνιζε ασφαλώς ότι στις Κάτω Χώρες υφίσταται πλέον μία μόνον οδική υποδομή και αναγνώρισε ότι δεν εισπράττεται ο ΦΑ επί των καταβαλλομένων διοδίων. άντως, η ως άνω ανακοίνωση, η οποία αφορούσε μόνο μία συγκεκριμένη περίπτωση, ουδόλως επέτρεπε στην Επιτροπή να συναγάγει το γενικό συμπέρασμα ότι «τα» διόδια που εισπράττονται ως αντιπαροχή για τη χρήση οδικών υποδομών δεν υπάγονται στον ΦΑ. Εξάλλου, το γενικό αυτό συμπέρασμα της Επιτροπής είναι στην πραγματικότητα εσφαλμένο στον βαθμό που το Westerscheldetunnel, η κατασκευή του οποίου προβλέπεται να ολοκληρωθεί το 2003 και η χρήση του οποίου εξαρτάται από την καταβολή τέλους, πρόκειται να υπόκειται στον ΦΑ. Επομένως, δεν υφίσταται ούτε γενική διάταξη ούτε γενική πολιτική συνιστάμενη στη μη υπαγωγή στον ΦΑ των εισπραττομένων από τους οργανισμούς του Δημοσίου διοδίων.

14 Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, με την προσφυγή της, η Επιτροπή δεν επιδιώκει να διαπιστωθεί μεμονωμένη παράβαση, αλλά να καταγγελθεί γενική πρακτική, η οποία, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι ασυμβίβαστη με τις επιβαλλόμενες από την οδηγία υποχρεώσεις.

15 Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης, η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι υφίσταται η φερόμενη παράβαση. Αυτή οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της παραβάσεως, χωρίς να υφίσταται η δυνατότητα στηρίξεως σε οποιοδήποτε τεκμήριο (προαναφερθείσα απόφαση της 25ης Μα_ου 1982, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 6).

16 άντως, όπως προκύπτει επίσης από τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης (νυν άρθρου 10 ΕΚ), να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της, η οποία συνίσταται ιδίως, σύμφωνα με το άρθρο 155 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 211 ΕΚ), στη μέριμνα για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988 στην υπόθεση 272/86, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1988, σ. 4875, σκέψη 30).

17 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών του, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται την έλλειψη σαφήνειας των νομικών και πραγματικών στοιχείων σε εθνικό επίπεδο που προσκομίζει η Επιτροπή και, κατά συνέπεια, να επικαλούνται το απαράδεκτον της προσφυγής, εφόσον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το ως άνω θεσμικό όργανο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από στοιχεία που παρέχει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

18 Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να της κοινοποιήσει τα αναγκαία για την προετοιμασία της άμυνάς της στοιχεία, γεγονός που θα έθιγε το νομότυπον της διαδικασίας παραβάσεως κατά κράτους μέλους (βλ., ιδίως, απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985 στην υπόθεση 274/83, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1985, σ. 1077, σκέψεις 19 και 20).

19 Κατά τα λοιπά, στον βαθμό που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αμφισβητεί με την επιχειρηματολογία του τη φερόμενη παράβαση, η εξέτασή της εμπίπτει στην ουσία.

Επί της ουσίας

20 Κατά την Επιτροπή, η διάθεση προς χρήση οδικών υποδομών έναντι καταβολής διοδίων από τον χρήστη συνιστά οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των άρθρων 2 και 4 της έκτης οδηγίας. Η ως άνω δραστηριότητα πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο, στο πλαίσιο της εκμεταλλεύσεως αγαθού με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας.

21 Το γεγονός ότι η δραστηριότητα αυτή ασκείται από οργανισμούς δημοσίου δικαίου, όπως συμβαίνει στις Κάτω Χώρες, δεν σημαίνει, κατά την άποψη της Επιτροπής, ότι οι επίδικες πράξεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας.

22 Συναφώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, μόνον οσάκις οι δημόσιες αρχές ασκούν τις δραστηριότητες ή πράξεις ως οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται υποκείμενοι στον φόρο. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει με την επίδικη δραστηριότητα, η οποία δεν καταλέγεται μεταξύ των ευθυνών που προσιδιάζουν στη δημόσια εξουσία, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε ιδιωτικούς φορείς, ενώ ο κανόνας περί μη υπαγωγής των οργανισμών δημοσίου δικαίου σε φόρο τυγχάνει κατ' ανάγκη στενής ερμηνείας.

23 Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ευθύς εξ αρχής ότι η έκτη οδηγία καθορίζει ένα πολύ ευρύ πεδίο εφαρμογής του ΦΑ, δοθέντος ότι καταλαμβάνει, στο άρθρο 2, σχετικά με τις φορολογούμενες πράξεις, εκτός από τις εισαγωγές αγαθών, τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας, ορίζει δε, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, ως υποκείμενο στον φόρο οποιονδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο, οικονομική δραστηριότητα ασχέτως του σκοπού ή των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας αυτής (απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987 στην υπόθεση 235/85, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1987, σ. 1471, σκέψη 6).

24 Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες. Λογίζεται ιδίως ως οικονομική δραστηριότητα η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.

25 Η ανάλυση των ορισμών αυτών καθιστά εμφανή την έκταση του πεδίου εφαρμογής που καλύπτει η έννοια των οικονομικών δραστηριοτήτων και τον αντικειμενικό χαρακτήρα της, ως εκ του ότι η δραστηριότητα αυτή λαμβάνεται αυτούσια, ανεξαρτήτως των σκοπών ή των αποτελεσμάτων της (προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 8).

26 Ενόψει της εκτάσεως του πεδίου εφαρμογής, όπως αυτό προσδιορίζεται από την έννοια των οικονομικών δραστηριοτήτων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επιχειρηματίες στις Κάτω Χώρες ασκούν οικονομική δραστηριότητα, κατά την έννοια της έκτης οδηγίας, στον βαθμό που θέτουν στη διάθεση των χρηστών, έναντι αμοιβής, οδική υποδομή.

27 Λόγω της αντικειμενικού χαρακτήρα που έχει η έννοια των οικονομικών δραστηριοτήτων, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η κατά την προηγούμενη σκέψη δραστηριότητα έγκειται στην κατά παραχώρηση άσκηση καθηκόντων, η ρύθμιση των οποίων προβλέπεται νομοθετικώς, με σκοπό το γενικό συμφέρον. ράγματι, το άρθρο 6 της έκτης οδηγίας προβλέπει ρητώς την υπαγωγή στο σύστημα του ΦΑ ορισμένων δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται σε εκτέλεση του νόμου (προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 10).

28 Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως, αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 1988 στην υπόθεση 102/86, Apple and Pear Development Council, Συλλογή 1988, σ. 1443, σκέψη 12, και της 16ης Οκτωβρίου 1997 στην υπόθεση C-258/95, Fillibeck, Συλλογή 1997, σ. Ι-5577, σκέψη 12), η έννοια της παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας, κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας, προϋποθέτει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης αντιπαροχής.

29 Όπως υπογράμμισε ορθά η Επιτροπή, η διάθεση προς χρήση οδικής υποδομής έναντι καταβολής διοδίων εμπίπτει στον ως άνω ορισμό. ράγματι, η χρήση της οδικής υποδομής υπόκειται σε διόδια, το ύψος των οποίων είναι συνάρτηση, ιδίως, της κατηγορίας του χρησιμοποιουμένου οχήματος και της διανυομένης αποστάσεως. Επομένως, υφίσταται άμεση και αναγκαία σχέση μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης χρηματικής αντιπαροχής.

30 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η διάθεση προς χρήση οδικής υποδομής έναντι καταβολής διοδίων συνιστά παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας.

31 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, με το από 5 Ιουλίου 1988 έγγραφό της σε απάντηση του εγγράφου οχλήσεως της 20ής Απριλίου 1988, η Ολλανδική Κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι στις Κάτω Χώρες η είσπραξη των διοδίων αυτοκινητοδρόμου επιφυλασσόταν στη δημόσια αρχή και σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ότι η εκμετάλλευση δύο γεφυρών και μιας σήραγγας γινόταν από τη δημόσια αρχή και ότι τα εισπραττόμενα διόδια για τη χρήση των ως άνω υποδομών δεν υπάγονταν στον ΦΑ. Ακολούθως, όπως προκύπτει από το έγγραφο της ιδίας κυβερνήσεως, της 27ης Φεβρουαρίου 1997, σε απάντηση της αιτιολογημένης γνώμης της 23ης Δεκεμβρίου 1996, η σήραγγα που διέρχεται υπό το Dordtse Kil ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο η μόνη οδική υποδομή, η χρήση της οποίας εξακολουθούσε να είναι συνάρτηση της καταβολής διοδίων, και τούτο υπέρ του οργανισμού δημοσίου δικαίου Wegschap Tunnel Dodtse Kil, στον βαθμό που η χρήση των λοιπών υποδομών δεν υπόκειτο πλέον στην καταβολή διοδίων. Με το ίδιο αυτό έγγραφο, η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρίνισε επίσης ότι η διάθεση προς χρήση οδικών υποδομών εκ μέρους οργανισμών δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνταν στις Κάτω Χώρες ως δραστηριότητα υποκείμενη στον ΦΑ.

32 Επιβάλλεται, συνεπώς, να ελεγχθεί αν οι εν λόγω επιχειρηματίες απολαύουν επί της δραστηριότητας η οποία συνίσταται στη διάθεση προς χρήση οδικής υποδομής, έναντι καταβολής διοδίων, της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας απαλλαγής.

33 Το πρώτο εδάφιο της ως άνω διατάξεως προβλέπει ότι οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις που πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία.

34 Όπως έχει υπενθυμίσει επανειλημμένα το Δικαστήριο, από την ανάλυση της διατάξεως αυτής, υπό το φως των σκοπών της οδηγίας, καθίσταται προφανές ότι πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανόνα της απαλλαγής, ήτοι η άσκηση δραστηριοτήτων από οργανισμό δημοσίου δικαίου και η άσκηση δραστηριοτήτων που διενεργούνται ως δημόσια εξουσία (βλ., ιδίως, απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-202/90, Ayuntamiento de Sevilla, Συλλογή 1991, σ. Ι-4247, σκέψη 18).

35 Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1989 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 231/87 και 129/88, Comune di Carpaneto Piacentino κ.λπ., Συλλογή 1989, σ. 3233, σκέψη 16, της 15ης Μα_ου 1990 στην υπόθεση C-4/89, Comune di Carpaneto Piacentino κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-1869, σκέψη 8, και της 6ης Φεβρουαρίου 1997 στην υπόθεση C-247/95, Marktgemeinde Welden, Συλλογή 1997, σ. Ι-779, σκέψη 17), ως δραστηριότητες που ασκούνται με την ιδιότητα της δημόσιας εξουσίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, νοούνται εκείνες των οργανισμών δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο του ιδιαιτέρου νομικού καθεστώτος που ισχύει γι' αυτούς, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων τους που ασκούν υπό τις ίδιες νομικές προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τους ιδιώτες επιχειρηματίες.

36 Ενόψει της ως άνω νομολογίας, είναι απορριπτέα η άποψη της Επιτροπής, όπως εκτίθεται στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία ένας οργανισμός ενεργεί «ως δημόσια εξουσία» μόνον ως προς τις δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στη δημόσια εξουσία, κατά την αυστηρή του όρου έννοια, και στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η δραστηριότητα της διαθέσεως προς χρήση οδικής υποδομής έναντι καταβολής διοδίων.

37 Η Επιτροπή, η νομική προσέγγιση της οποίας δεν έπεισε το Δικαστήριο, δεν απέδειξε, ούτε καν επιδίωξε να αποδείξει, ότι οι οργανισμοί που εκμεταλλεύονται στις Κάτω Χώρες οδική υποδομή έναντι καταβολής διοδίων ενεργούν υπό τις αυτές προϋποθέσεις με τον ιδιώτη επιχειρηματία, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

38 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να δεχθεί την ύπαρξη της φερόμενης παραβάσεως ενόψει της προϋποθέσεως που απαιτεί την άσκηση δραστηριότητας υπό την ιδιότητα της δημόσιας εξουσίας.

39 άντως, όπως υπενθυμίζεται και στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας κανόνας της μη υπαγωγής στον φόρο προϋποθέτει, πέραν του ότι η δραστηριότητα πρέπει να ασκείται ως δημόσια εξουσία, την άσκησή της εκ μέρους οργανισμού δημοσίου δικαίου.

40 Επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι δραστηριότητα ασκούμενη από ιδιώτη δεν απαλλάσσεται του ΦΑ λόγω απλώς και μόνον του γεγονότος ότι έγκειται στη διενέργεια πράξεων που συγκαταλέγονται μεταξύ των προνομιών της δημόσιας εξουσίας (προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 21, και προαναφερθείσα απόφαση Ayuntamiento de Sevilla, σκέψη 19). Το Δικαστήριο συνήγαγε περαιτέρω, στη σκέψη 20 της αποφάσεως Ayuntamiento de Sevilla που προαναφέρθηκε, ότι άπαξ και ένας δήμος αναθέσει τη δραστηριότητα της εισπράξεως φόρων σε ανεξάρτητο τρίτο, δεν έχει εφαρμογή η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας. Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 22 της προαναφερθείσας αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, ότι, ακόμα και αν θεωρούνταν ότι οι συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές ασκούν, στα πλαίσια των δημόσιων καθηκόντων τους, προνομίες δημόσιας εξουσίας δυνάμει δημόσιου διορισμού, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να τύχουν της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας απαλλαγής, δεδομένου ότι ασκούν τις δραστηριότητες αυτές όχι ως οργανισμοί δημοσίου δικαίου, εφόσον δεν είναι ενσωματωμένοι στην οργάνωση της δημόσιας διοικήσεως, αλλά υπό τη μορφή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας που ασκείται στο πλαίσιο ελεύθερου επαγγέλματος.

41 Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι στις Κάτω Χώρες η δραστηριότητα που έγκειται στη διάθεση οδικής υποδομής στους χρήστες έναντι καταβολής διοδίων ασκείται, όπως προκύπτει ιδίως από τα έγγραφα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως της 5ης Ιουλίου 1988 και της 27ης Φεβρουαρίου 1997, από οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

42 Επομένως, επειδή η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή επιχειρηματολογία δεν μπόρεσε να γίνει δεκτή, η αντλούμενη από την παράβαση της έκτης οδηγίας αιτίαση παρίσταται αβάσιμη και ως εκ τούτου η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

43 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Επειδή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής και η τελευταία ηττήθηκε επί των ισχυρισμών της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.