C-451/99 - Cura Anlagen

Printed via the EU tax law app / web

EUR-Lex - 61999J0451 - EL

61999J0451

Απόϕαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 21ης Μαρτίου 2002. - Cura Anlagen GmbH κατά Auto Service Leasing GmbH (ASL). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Handelsgericht Wien - Αυστρία. - Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing) αυτοκινήτων - Απαγόρευση χρησιμοποιήσεως αυτοκινήτου οχήματος ταξινομημένου σε άλλο κράτος μέλος πέραν ορισμένου χρονικού διαστήματος - Υποχρεώσεις ταξινομήσεως και πληρωμής ϕόρου καταναλώσεως στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται - Υποχρέωση ασϕαλίσεως σε ασϕαλιστική εταιρία με άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται το όχημα - Υποχρέωση τεχνικού ελέγχου - Περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δικαιολογητικοί λόγοι. - Υπόθεση C-451/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-03193


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Διατάξεις της Συνθήκης - εδίο εφαρμογής - Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing) - εριλαμβάνεται

(Άρθρο 50 ΕΚ)

2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - εριορισμοί - Υποχρέωση ταξινομήσεως στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται το όχημα που έχει μισθώσει με leasing επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος - Φορολογική αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τη φορολόγηση αυτοκινήτων οχημάτων - ροϋποθέσεις που συνδέονται με την προθεσμία ταξινομήσεως, την κατοικία ή την έδρα της επιχειρήσεως leasing, με την ασφάλεια, τον τεχνικό έλεγχο και την πληρωμή φόρου καταναλώσεως - Δεν επιτρέπονται - Κριτήρια

(Άρθρα 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ)

Περίληψη


1. Η χρηματοδοτική μίσθωση συνιστά υπηρεσία υπό την έννοια του άρθρου 50 ΕΚ. Συγκεκριμένα, συνιστά οικονομική παροχή έναντι αμοιβής. Το γεγονός ότι η δραστηριότητα αυτή συνεπάγεται την παράδοση των εμπορευμάτων από τον εκμισθωτή στον μισθωτή δεν μπορεί να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό αυτό στον βαθμό που η παροχή δεν αφορά τόσο τα ίδια τα εμπορεύματα όσο τη χρησιμοποίησή τους από τον μισθωτή, καθότι ο εκμισθωτής εξακολουθεί να έχει την κυριότητα των εμπορευμάτων αυτών.

( βλ. σκέψη 18 )

2. Όταν ένα όχημα για το οποίο έχει συναφθεί χρηματοδοτική μίσθωση με εταιρία εδρεύουσα σε κάποιο κράτος μέλος χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα στο οδικό δίκτυο άλλου κράτους μέλους, το τελευταίο μπορεί να προβλέψει την υποχρέωση ταξινομήσεως του οχήματος αυτού στο έδαφός του, εφόσον η ταξινόμηση είναι το φυσικό επιστέγασμα της φορολογικής αρμοδιότητας που, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ασκούν όσον αφορά τη φορολόγηση αυτοκινήτων οχημάτων.

άντως, οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ) απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους που, σε παρόμοια περίπτωση, εξαρτά την ταξινόμηση από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

- προθεσμία ταξινομήσεως τόσο βραχεία ώστε να καθίσταται αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής η τήρηση των επιβαλλομένων υποχρεώσεων, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων διατυπώσεων·

- υποχρέωση κατοικίας ή εγκαταστάσεως του προσώπου στο όνομα του οποίου έχει ταξινομηθεί το όχημα στο κράτος μέλος όπου το χρησιμοποιεί, καθότι υποχρεώνει την επιχείρηση leasing είτε να έχει κύρια εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος μέλος είτε να δεχθεί την ταξινόμηση του οχήματος στο όνομα του μισθωτή και τον από το γεγονός αυτό απορρέοντα περιορισμό των δικαιωμάτων της επί του οχήματος·

- υποχρέωση ασφαλίσεως του οχήματος από ασφαλιστική εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος χρησιμοποιήσεως, στην περίπτωση που η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται την υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας να έχει την κύρια εγκατάστασή της στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον είναι το κράτος μέλος καταγωγής, υπό την έννοια των οδηγιών σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, και να κατέχει «επίσημη άδεια»·

- υποχρέωση τεχνικού ελέγχου, όταν το όχημα έχει ήδη υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η εταιρία leasing, εκτός αν η υποχρέωση αυτή αποβλέπει στο να επαληθευθεί ότι το όχημα πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται στα οχήματα που ταξινομούνται στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται οι οποίες δεν καλύπτονται από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει η εταιρία leasing και/ή ότι η κατάσταση του οχήματος δεν επιδεινώθηκε αφότου ελέγχθηκε στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, αν τέθηκε εν τω μεταξύ σε κυκλοφορία, υπό την προϋπόθεση ότι παρόμοιος έλεγχος επιβάλλεται όταν ένα όχημα που έχει προηγουμένως ελεγχθεί στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται πρόκειται να ταξιμονηθεί στο κράτος αυτό·

- πληρωμή, στο κράτος μέλος χρησιμοποιήσεως, φόρου καταναλώσεως το ποσό του οποίου δεν είναι ανάλογο προς τη διάρκεια ταξινομήσεως του οχήματος στο εν λόγω κράτος.

( βλ. σκέψεις 40-42, 46, 71 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-451/99,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Handelsgericht Wien (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Cura Anlagen GmbH

και

Auto Service Leasing GmbH (ASL),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ καθώς και του άρθρου 28 ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. von Bahr, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, D. A. O. Edward, A. La Pergola, Μ. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Auto Service Leasing GmbH (ASL), εκπροσωπούμενη από τον H. Asenbauer, Rechtsanwalt,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Längle,

- η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx,

- η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde,

- η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Pynnä,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. ατακιά, επικουρούμενη από τον B. Wägenbaur, Rechtsanwalt,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Auto Service Leasing GmbH (ASL), εκπροσωπουμένης από τον H. Asenbauer, της Βελγικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον F. van de Craen, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τη Μ. ατακιά, επικουρούμενη από τον B. Wägenbaur, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 1999, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 1999, το Handelsgericht Wien υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ καθώς και του άρθρου 28 ΕΚ.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Cura Anlagen GmbH (στο εξής: Cura Anlagen), με έδρα την Αυστρία, και της Auto Service Leasing GmbH (στο εξής: ASL), με έδρα τη Γερμανία και χωρίς εγκατάσταση στην Αυστρία, σχετικά με την εκτέλεση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως αυτοκινήτου οχήματος την οποία συνήψαν οι δύο αυτές εταιρίες.

Το νομικό πλαίσιο

3 Κατά το άρθρο 79 του Kraftfahrgesetz του 1967 (αυστριακού νόμου περί αυτοκινήτων οχημάτων, στο εξής: KFG), ένα όχημα με αλλοδαπές πινακίδες κυκλοφορίας που δεν σταθμεύει μόνιμα στην Αυστρία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Αυστρία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους.

4 Το άρθρο 82, παράγραφος 2, του KFG προβλέπει ότι ένα όχημα με αλλοδαπές πινακίδες που εισάγεται στην Αυστρία από νομικό πρόσωπο εδρεύον στο εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Αυστρία για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ημερών. Όταν παρέλθει το διάστημα αυτό, οι αλλοδαπές πινακίδες πρέπει να αφαιρεθούν και να παραδοθούν στις αρμόδιες αρχές, το δε όχημα πρέπει, εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθεί περαιτέρω στην Αυστρία, να ταξινομηθεί στην Αυστρία σύμφωνα με το άρθρο 37 του KFG.

5 Η ταξινόμηση ενός οχήματος στην Αυστρία εξαρτάται από τις ακόλουθες προϋπόθεσεις:

- το νομικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου πρέπει να ταξινομηθεί το όχημα πρέπει να είναι ο νόμιμος κάτοχός του και να έχει την έδρα του ή τουλάχιστον μια κύρια εγκατάσταση στην Αυστρία (άρθρο 37, παράγραφος 2, του KFG),

- για το όχημα πρέπει να έχει συναφθεί, με ασφαλιστική εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας στην Αυστρία, ασφαλιστική σύμβαση καλύπτουσα υποχρεωτικώς την αστική ευθύνη (άρθρα 37, παράγραφος 2, στοιχείο b, 59 και 61 του KFG),

- πρέπει να έχει συνταχθεί έκθεση πραγματογνωμοσύνης σχετική με την ασφάλεια κυκλοφορίας και λειτουργίας του οχήματος που να αποδεικνύει ότι το όχημα δεν δημιουργεί υπερβολικές οχλήσεις (άρθρο 37, παράγραφος 2, στοιχείο h, και 57 a του KFG),

- πρέπει να καταβληθεί φόρος καταναλώσεως [άρθρο 37, παράγραφος 2, στοιχείο d, του KFG, και 1, σημεία 3 και 5, στοιχείο f, του Normverbrauchsabgabegesetz (αυστριακού νόμου περί φόρου καταναλώσεως, στο εξής: NoVAG)].

6 Συγκεκριμένα, όσον αφορά την τελευταία αυτή προϋπόθεση, από τα άρθρα 1 και 2 του NoVAG προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, φόρος καταναλώσεως καταβάλλεται για κάθε όχημα που παραδίδεται εξ επαχθούς αιτίας, που αποτελεί αντικείμενο χρηματοδοτικής μισθώσεως βάσει εμπορικής συμβάσεως ή ταξινομείται το πρώτον στην Αυστρία.

7 Σύμφωνα με το άρθρο 5 του NoVAG, το ποσό του φόρου αντιστοιχεί σε ποσοστό του τιμήματος που καταβλήθηκε για το όχημα, αν αυτό παραδίδεται καινούριο, ή της κανονικής του αξίας χωρίς τον ΦΑ, στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, του NoVAG, το ποσοστό αυτό ποικίλλει ανάλογα με το είδος του καυσίμου και την κατανάλωση του οχήματος. Το ποσό του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 16 % της αξίας του οχήματος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 3, του NoVAG.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8 Τον Φεβρουάριο του 1999, οι ASL και Cura Anlagen συνήψαν σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, βάσει της οποίας η ASL εκμίσθωσε στην Cura Anlagen, για διάρκεια 36 μηνών, επιβατηγό όχημα (εν προκειμένω αυτοκίνητο μάρκας Audi, μοντέλο Α3), ταξινομημένο στη Γερμανία, με αντίτιμο ένα σταθερό μηνιαίο ποσό που έπρεπε να της καταβάλει η τελευταία, το οποίο περιελάμβανε το κόστος της υποχρεωτικής ασφαλίσεως προσαυξανόμενο κατά ένα πρόσθετο ποσό για κάθε 1000 χλμ. που θα διένυε το όχημα πέραν ορισμένης αποστάσεως.

9 Συμφωνήθηκε ότι η Cura Anlagen, η οποία έπρεπε να παραλάβει το όχημα από την ASL στο Μόναχο, θα το χρησιμοποιούσε κυρίως στην Αυστρία. Συμφωνήθηκε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, το όχημα θα εξακολουθούσε να είναι ταξινομημένο στο όνομα της ASL και, ως εκ τούτου, θα εξακολουθούσε να φέρει τις γερμανικές πινακίδες.

10 Τον Φεβρουάριο του 1999, η Cura Anlagen, αφού εισήλθε με το όχημά της στην Αυστρία, δεν μπόρεσε να το χρησιμοποιήσει σύμφωνα με τις ρήτρες της συμβάσεως, λόγω των διατάξεων του KFG που απαγόρευαν την κυκλοφορία στην Αυστρία οχήματος με αλλοδαπές πινακίδες για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ημερών.

11 Κατόπιν τούτου, η Cura Anlagen άσκησε προσφυγή ενώπιον του Handelsgericht Wien, ζητώντας είτε να συναινέσει η ASL στην ταξινόμηση του οχήματος που εκμίσθωσε στην Cura Anlagen στην Αυστρία και στο όνομα της τελευταίας και να καταβάλει, προς τούτο, τον οφειλόμενο φόρο καταναλώσεως ύψους 2 460 ευρώ είτε να ταξινομήσει το εν λόγω όχημα στην Αυστρία, στο όνομά της και για λογαριασμό της. Επικουρικώς, η Cura Anlagen ζήτησε τη λύση της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως.

12 Η ASL ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής. Ισχυρίστηκε ότι οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 37, 79 και 82, παράγραφος 8, του KFG καθιστούσαν τη διασυνοριακή χρηματοδοτική μίσθωση οχημάτων τόσο δυσχερή ώστε να μην μπορεί στην πράξη να παράσχει την υπηρεσία αυτή εντός της Αυστρίας, οπότε οι διατάξεις αυτές δεν έπρεπε να τύχουν εφαρμογής ως αντίθετες προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και, επικουρικώς, προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

13 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Handelsgericht Wien αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 49 ΕΚ επ. της Συνθήκης ΕΚ (ή άρθρο 28 ΕΚ) την έννοια ότι απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, η οποία απαγορεύει σε επιχείρηση εδρεύουσα στο κράτος μέλος Α να χρησιμοποιεί στο κράτος αυτό αυτοκίνητο όχημα που έχει μισθώσει στο πλαίσιο χρηματοδοτικής μισθώσεως από επιχείρηση leasing εδρεύουσα στο κράτος μέλος Β και το οποίο έχει ταξινομηθεί στο κράτος μέλος Β από την εδρεύουσα εκεί επιχείρηση leasing, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τρεις ημέρες ή από ένα έτος, εφόσον δεν έχει προβεί σε δεύτερη ταξινόμηση του οχήματος αυτού στο κράτος μέλος Α;»

Επί του αντικειμένου και του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

14 Εκ προοιμίου, η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για τρεις λόγους.

15 Υποστηρίζει, κατ' αρχάς, ότι το υποβληθέν ερώτημα, καθόσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 28 ΕΚ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

16 Κατά πάγια νομολογία, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι αδυνατεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C-36/99, Idéal tourisme, Συλλογή 2000, σ. Ι-6049, σκέψη 20, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

17 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κυρίως αν η αυστριακή νομοθεσία δημιουργεί περιορισμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και αν, ενδεχόμενως, μπορούν να δικαιολογηθούν. Για τον σκοπό αυτό, ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τη συμβατότητα μιας νομοθεσίας αυτού του είδους είτε με τα άρθρα 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ είτε με τα άρθρα 28 ΕΚ έως 31 ΕΚ, ανάλογα με το αν η χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων συνιστά παροχή υπηρεσιών ή παράδοση εμπορευμάτων.

18 ρέπει να σημειωθεί ότι η χρηματοδοτική μίσθωση συνιστά υπηρεσία υπό την έννοια του άρθρου 50 ΕΚ. Συγκεκριμένα, συνιστά οικονομική παροχή έναντι αμοιβής. Το γεγονός ότι η δραστηριότητα αυτή συνεπάγεται την παράδοση των εμπορευμάτων από τον εκμισθωτή στον μισθωτή, εν προκειμένω ενός οχήματος στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν μπορεί να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό αυτό στον βαθμό που η παροχή δεν αφορά τόσο τα ίδια τα εμπορεύματα όσο τη χρησιμοποίησή τους από τον μισθωτή, καθότι ο εκμισθωτής εξακολουθεί να έχει την κυριότητα των εμπορευμάτων αυτών.

19 Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η εκμίσθωση αυτοκινήτων με το σύστημα leasing συνιστά παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 9 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145, σ. 1, στο εξής: έκτη οδηγία ΦΑ), καθότι οι υπηρεσίες αυτές συνίστανται κυρίως στη διαπραγμάτευση, την κατάρτιση, την υπογραφή και την εκτέλεση συμβάσεων, καθώς και στη διάθεση των συμφωνημένων αυτοκινήτων στους πελάτες, τα οποία παραμένουν στην κυριότητα της εταιρίας leasing (απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-190/95, ARO Lease, Συλλογή 1997, σ. Ι-4383, σκέψεις 11 και 18).

20 Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά μόνον την ερμηνεία των άρθρων 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ.

21 Ακολούθως, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την ερμηνεία και την εκτέλεση συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου που δεν έχει καμία σχέση με το προδικαστικό ερώτημα.

22 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας της Συνθήκης ή πράξεων των οργάνων της Κοινότητας μπορεί, αν κρίνει ότι είναι αναγκαία μια απόφαση για την έκδοση της δικής του αποφάσεως, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1995, C-412/93, Leclerc-Siplec, Συλλογή 1995, σ. Ι-179, σκέψη 9).

23 Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο, ως το μόνο που έχει άμεση γνώση των περιστατικών της υποθέσεως, είναι καλύτερα σε θέση να εκτιμήσει, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της, κατά πόσον του είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Leclerc-Siplec, σκέψη 10).

24 Επιπλέον, όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 23 των προτάσεών του, είναι σημαντικό, όταν το εθνικό δικαστήριο καλείται να διατάξει την εκτέλεση ή την ακύρωση συμβάσεως, να γνωρίζει αν οι εθνικές διατάξεις στις οποίες φαινομενικά αντίκειται η εκτέλεση αυτή είναι ή δεν είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, το υποβληθέν ερώτημα παρίσταται λυσιτελές.

25 Τέλος, η Αυστριακή Κυβέρνηση αμφισβητεί το υποστατό της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία, κατά την άποψή της, είναι σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένη.

26 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σ'αυτό εναπόκειται, ενόψει της έρευνας της δικής του αρμοδιότητας, να ερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες απευθύνθηκε προς αυτό ο εθνικός δικαστής. ράγματι, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής συνεπάγεται ότι ο εθνικός δικαστής λαμβάνει υπόψη την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, που συνίσταται στη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών για ζητήματα γενικά ή υποθετικά (αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1983, 149/82, Robards, Συλλογή 1983, σ. 171, σκέψη 19, και της 16ης Ιουλίου 1992, C-83/91, Meilicke, Συλλογή 1992, σ. Ι-4871, σκέψη 25).

27 Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι από ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας μπορεί να συναχθεί ότι η κατάσταση που οδήγησε στην κύρια δίκη κατασκευάστηκε προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο επί ζητήματος κοινοτικού δικαίου γενικού ενδιαφέροντος, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί η ύπαρξη αληθούς συμβάσεως, η εκτέλεση ή η ακύρωση της οποίας εξαρτώνται αδιαμφισβήτητα από ζήτημα του κοινοτικού δικαίου.

28 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

Επί της ουσίας

29 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει την εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικώς, εμποδίζει τη δυνατότητα του παρέχοντος υπηρεσίες να ασκεί πράγματι το εν λόγω δικαίωμα (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-381/93, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1994, σ. Ι-5145, σκέψη 16).

30 Το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει, επίσης, την εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσκολότερη απ' ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 17).

31 Εντούτοις, το άρθρο 46 ΕΚ, το οποίο εφαρμόζεται στον τομέα αυτό δυνάμει του άρθρου 55 ΕΚ, επιτρέπει τους περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, λαμβανομένου υπόψη ότι τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου δεν μπορούν να είναι δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Συγκεκριμένα, ως εξαίρεση από θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης, το άρθρο 46 ΕΚ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα αποτελέσματά του να περιορίζονται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων στην κατοχύρωση των οποίων αποσκοπεί (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, 352/85, Bond van Adverteerders κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 2085, σκέψη 36).

32 Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, τα εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που απορρέουν από εθνικά μέτρα εφαρμοζόμενα αδιακρίτως δεν μπορούν να γίνουν δεκτά παρά μόνον αν τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την πραγματοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν και δεν βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι απόλυτα αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. Ι-4165, σκέψη 37, και της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-67/98, Zenatti, Συλλογή 1999, σ. Ι-7289, σκέψη 29).

33 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν μια νομοθεσία όπως η υπό κρίση στην κύρια δίκη συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και αν, ενδεχομένως, ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να γίνει δεκτός στο πλαίσιο των ρητά προβλεπομένων από τη Συνθήκη εξαιρέσεων ή να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

34 Αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό κρίση στην κύρια δίκη αυστριακή νομοθεσία όχι μόνον απαγορεύει σε επιχείρηση εδρεύουσα στο αυστριακό έδαφος να χρησιμοποιεί στο έδαφος αυτό όχημα ταξινομημένο σε άλλο κράτος μέλος πέραν ορισμένου χρονικού διαστήματος, αλλά, προς αποφυγή της προηγούμενης απαγορεύσεως, εξαρτά επιπλέον τη δυνατότητα ταξινομήσεως του εν λόγω οχήματος στην Αυστρία από την τήρηση διαφόρων απαριθμούμενων προϋποθέσεων.

35 Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μόνον την κατάσταση που ανέκυψε από σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως διάρκειας τριών ετών, η οποία συνήφθη μεταξύ εταιρίας εδρεύουσας στην Αυστρία και εταιρίας εδρεύουσας σε άλλο κράτος μέλος και αφορά όχημα προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί κυρίως στην Αυστρία. Συνεπώς, δεν εξετάζονται απλές συμβάσεις εκμισθώσεως συναφθείσες για μικρά χρονικά διαστήματα, όπως η μίσθωση οχήματος αντικαταστάσεως από εταιρία εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος.

36 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν οι σχετικές με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών διατάξεις της Συνθήκης (άρθρα 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ) απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους που, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη νομοθεσία, υποχρεώνει επιχείρηση εδρεύουσα σ'αυτό το κράτος μέλος, η οποία συνάπτει χρηματοδοτική μίσθωση για όχημα ταξινομημένο σε άλλο κράτος μέλος, να το ταξινομήσει στο πρώτο κράτος μέλος για να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει πέραν ορισμένου χρονικού διαστήματος. Ερωτά, επίσης, αν οι ίδιες διατάξεις της Συνθήκης απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους που, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη νομοθεσία, υποχρεώνει επιχείρηση εδρεύουσα σ' αυτό το κράτος μέλος, η οποία συνάπτει χρηματοδοτική μίσθωση για όχημα ταξινομημένο σε άλλο κράτος μέλος, να το ταξινομήσει στο πρώτο κράτος μέλος επιβάλλοντάς της ορισμένες προϋποθέσεις.

Επί της υποχρεώσεως ταξινομήσεως

37 Δεν αμφισβητείται ότι η υποχρέωση ταξινομήσεως, στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιούνται, των οχημάτων για τα οποία έχει συναφθεί χρηματοδοτική μίσθωση με επιχείρηση εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος καθιστά δυσχερέστερες τις διασυνοριακές πράξεις leasing.

38 Κατ' αρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν ο απορρέων από την υποχρέωση αυτή περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί.

39 Για τον σκοπό αυτό, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η Φινλανδική Κυβέρνηση τόνισε τον δεσμό μεταξύ της υποχρεώσεως ταξινομήσεως και της πληρωμής των φόρων που θεσπίζει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου χρησιμοποιείται το όχημα. Συναφώς ισχυρίστηκε ότι η ταξινόμηση είναι αναγκαία για τη φορολόγηση των οχημάτων, η οποία ακολουθεί τη γενικώς αποδεκτή αρχή για τους εναρμονισμένους έμμεσους φόρους, ότι τα εμπορεύματα φορολογούνται κατά κανόνα στο κράτος μέλος στο οποίο καταναλώνονται, οπότε, εν προκειμένω, τα οχήματα πρέπει να φορολογούνται στο κράτος στο οποίο πράγματι χρησιμοποιούνται. ρόσθεσε ότι ο φορολογικός έλεγχος θα αποδυναμωνόταν, αν δεν μπορούσε να επιβληθεί η ταξινόμηση στο οικείο κράτος μέλος κάθε οχήματος υποκειμένου, κατ' αρχήν, σε φόρο λόγω της χρησιμοποιήσεώς του στο κράτος αυτό.

40 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εκτός από τα οχήματα που τελούν σε ειδική κατάσταση προσωρινής εισαγωγής στο εσωτερικό της Κοινότητας και τα οχήματα με κινητήρα που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων και έχουν μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος τουλάχιστον ίσο προς δώδεκα τόνους, τα οποία δεν εξετάζονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, η φορολόγηση των αυτοκινήτων οχημάτων δεν έχει εναρμονιστεί και διαφέρει αισθητά μεταξύ των κρατών μελών. Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ασκούν τη φορολογική τους αρμοδιότητα στον τομέα αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι την ασκούν σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Έχουν τη δυνατότητα να κατανέμουν μεταξύ τους τη φορολογική αυτή αρμοδιότητα βάσει κριτηρίων όπως το έδαφος στο οποίο χρησιμοποιείται πράγματι ένα όχημα ή η κατοικία του οδηγού, κριτήρια που αποτελούν διαφορετικές συνιστώσες της αρχής της εδαφικότητας, και να συνάπτουν μεταξύ τους συμφωνίες που να διασφαλίζουν την έμμεση φορολόγηση του οχήματος σε ένα μόνον από τα συμβαλλόμενα κράτη.

41 Στο πλαίσιο αυτό, η ταξινόμηση φαίνεται ως το φυσικό επιστέγασμα της ασκήσεως της φορολογικής αυτής αρμοδιότητας. Διευκολύνει τους ελέγχους τόσο για το κράτος ταξινομήσεως όσο και για τα άλλα κράτη μέλη, για τα οποία η ταξινόμηση σε κάποιο κράτος μέλος αποδεικνύει την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας οχημάτων στο κράτος αυτό.

42 Συνεπώς, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, ήτοι όταν ένα όχημα για το οποίο έχει συναφθεί χρηματοδοτική μίσθωση με εταιρία εδρεύουσα σε κάποιο κράτος μέλος χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα στο οδικό δίκτυο άλλου κράτους μέλους, το τελευταίο μπορεί να προβλέψει την υποχρέωση ταξινομήσεως του οχήματος αυτού στο έδαφός του.

43 Κατόπιν των προεκτεθέντων, παρέλκει η εξέταση των λοιπών δικαιολογητικών λόγων που προέβαλαν η Αυστριακή, η Βελγική, η Δανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη δημόσια τάξη και την οδική ασφάλεια.

44 ρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί αν μπορεί να δικαιολογηθεί η προθεσμία που διαθέτει ο χρήστης του οχήματος για να το ταξινομήσει στην Αυστρία.

45 Συναφώς, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο για την επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, αρκεί να εξεταστεί αν δικαιολογείται η προθεσμία των τριών ημερών, η οποία εφαρμόζεται στα οχήματα που εισέρχονται στην Αυστρία από νομικό πρόσωπο που κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος, δεδομένου ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά μόνον την προθεσμία αυτή.

46 Ελλείψει σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ακόμη και στις περιπτώσεις που, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, η υποχρέωση ταξινομήσεως μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τα άρθρα 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν προθεσμία τόσο βραχεία ώστε να καθίσταται αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής η τήρηση των επιβαλλομένων υποχρεώσεων, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων διατυπώσεων.

47 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η προβλεπόμενη από την αυστριακή νομοθεσία προθεσμία των τριών ημερών φαίνεται εξαιρετικά βραχεία και βαίνει προδήλως πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τη νομοθεσία αυτή σκοπού. Συνεπώς, συνιστά αδικαιολόγητο, κατά το μέτρο αυτό, εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, υπό την έννοια των άρθρων 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ.

Επί της υποχρεώσεως κατοικίας ή εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως leasing, εκτός αν γίνει δεκτή η ταξινόμηση του οχήματος στο όνομα του μισθωτή

48 Το άρθρο 37, παράγραφος 2, του KFG επιβάλλει στην επιχείρηση leasing που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, όπως η ASL, είτε να έχει μια κύρια εγκατάσταση στην Αυστρία είτε να συναινέσει στο να επιτραπεί στον μισθωτή να ταξινομήσει το όχημα στο όνομά του στην Αυστρία, γεγονός που περιορίζει τα δικαιώματά της ως κατόχου του οχήματος.

49 Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι είναι συχνά αναγκαίο, σε περίπτωση οδικής παραβάσεως, να απαιτείται από το πρόσωπο στο όνομα του οποίου έχει ταξινομηθεί το όχημα να προσκομίσει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα του οδηγού σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Θα ήταν, όμως, δύσκολο να ληφθούν τα στοιχεία αυτά, αν το εν λόγω πρόσωπο ήταν εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

50 Συναφώς, η υποχρέωση αυτή φαίνεται δυσανάλογη σε σχέση με τον προβαλλόμενο από την Αυστριακή Κυβέρνηση σκοπό.

51 Συγκεκριμένα, όπως προτείνει η Επιτροπή, θα αρκούσε, χωρίς να αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών leasing, να μπορεί το όχημα που εκμισθώνεται με leasing να ταξινομηθεί στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κυκλοφορεί, εν προκειμένω στην Αυστρία, στο όνομα της επιχειρήσεως leasing με αναφορά των στοιχείων του μισθωτή ο οποίος, εξ ορισμού κάτοικος Αυστρίας, θα ήταν υπεύθυνος, ενδεχομένως εις ολόκληρον με την επιχείρηση leasing, για την τήρηση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ταξινόμηση και τη χρησιμοποίηση του οχήματος.

52 Η γένεση παρόμοιας ευθύνης του μισθωτή παρέχει, εξάλλου, τη δυνατότητα επιτεύξεως του επιδιωκόμενου από την Αυστριακή Κυβέρνηση σκοπού, όπως περιγράφεται στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, αν το όχημα παραμένει ταξινομημένο στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως leasing.

Επί της υποχρεώσεως ασφαλίσεως

53 Από τα άρθρα 37, παράγραφος 2, στοιχείο b, 59 και 61 του KFG προκύπτει ότι, για να μπορέσει να ταξινομηθεί στην Αυστρία το όχημα που εκμισθώνεται με χρηματοδοτική μίσθωση σε πρόσωπο εγκατεστημένο στην Αυστρία και το οποίο το χρησιμοποιεί στο κράτος αυτό, το εν λόγω όχημα πρέπει να ασφαλιστεί από ασφαλιστική εταιρία έχουσα άδεια λειτουργίας στην Αυστρία.

54 Μια τέτοια διάταξη, περιορίζοντας την ελεύθερη επιλογή ως προς την ασφαλιστική εταιρία, εμποδίζει την ελευθερία των επιχειρήσεων leasing αυτοκινήτων που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος να παράσχουν τις υπηρεσίες τους σε πελάτες που είναι εγκατεστημένοι ή κατοικούν στην Αυστρία. Μπορεί, μεταξύ άλλων, να αναγκάσει τις επιχειρήσεις leasing αυτοκινήτων που έχουν συνάψει προτιμησιακές συμφωνίες με ασφαλιστικές εταιρίες εγκατεστημένες εκτός Αυστρίας να συνάψουν λιγότερο ευνοϊκές συμβάσεις.

55 Η ενδεχόμενη δικαιολόγηση του περιορισμού αυτού πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των κοινοτικών οδηγιών που διέπουν την παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών, ειδικότερα όσον αφορά την ασφάλιση αυτοκινήτων οχημάτων [βλ. την πλέον πρόσφατη οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μα_ου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων), ΕΕ L 181, σ. 65], δεδομένου ότι την τήρηση της υποχρεώσεως ασφαλίσεως κάθε οχήματος που τίθεται σε κυκλοφορία ελέγχουν και εγγυώνται οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει ταξινομηθεί.

56 Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, η εκτίμηση της νομιμότητας της υποχρεώσεως ασφαλίσεως βάσει του κοινοτικού δικαίου εξαρτάται από την έννοια της εκφράσεως «ασφαλιστική εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας» κατά την επίδικη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία. Αν με την έκφραση αυτή πρέπει να νοηθεί ότι η ασφαλιστική εταιρία πρέπει να έχει την κύρια εγκατάστασή της στην Αυστρία και να διαθέτει «επίσημη άδεια» στο κράτος αυτό, εφόσον είναι το κράτος μέλος καταγωγής, υπό την έννοια των οδηγιών σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής [βλ., ιδίως, την οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) ΕΕ L 228, σ. 1], επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο περιορισμός βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Εντούτοις, αυτό δεν ισχύει, αν η έκφραση «ασφαλιστική εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας» σημαίνει ότι η ασφαλιστική εταιρία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι οδηγίες αυτές προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες της εντός άλλου κράτους μέλους από αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένη.

Επί της υποχρεώσεως τεχνικού ελέγχου

57 Από τα άρθρα 37, παράγραφος 2, στοιχείο h, και 57 a του KFG προκύπτει ότι η ταξινόμηση ενός οχήματος εξαρτάται από τα πορίσματα τεχνικού ελέγχου σχετικού με την ασφάλεια κυκλοφορίας και λειτουργίας του οχήματος, ο οποίος πρέπει να αποδεικνύει ότι το εν λόγω όχημα δεν δημιουργεί υπερβολικές οχλήσεις.

58 Στην περίπτωση του διασυνοριακού leasing αυτοκινήτων, η διάταξη αυτή επιβάλλει ένα όχημα που διατίθεται με leasing εντός της Αυστρίας και έχει ήδη υποβληθεί επιτυχώς στους τεχνικούς και περιβαλλοντικούς ελέγχους που ισχύουν σε άλλο κράτος μέλος να υποβάλλεται σε πρόσθετους ελέγχους στην Αυστρία. Η υποχρέωση αυτή καθιστά λιγότερο ελκυστική την παροχή υπηρεσιών leasing αυτοκινήτων στην Αυστρία από επιχείρηση εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, εμποδίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

59 ρέπει, επιπλέον, να υπομνησθεί ότι, μολονότι η οδική ασφάλεια συνιστά σοβαρό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει το εν λόγω εμπόδιο (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-55/93, Van Schaik, Συλλογή 1994, σ. Ι-4837, σκέψη 19), τα κράτη μέλη πρέπει, στο πλαίσιο του ελέγχου της ασφάλειας κυκλοφορίας και λειτουργίας του οχήματος καθώς και της οικολογικής ποιότητας των οχημάτων, να τηρούν τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις.

60 Συναφώς, πρέπει, κατ' αρχάς, να σημειωθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (ΕΕ 1997, L 46, σ. 1), προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που κρίνουν αναγκαία ούτως ώστε να καθίσταται δυνατόν να αποδεικνύεται ότι ένα όχημα υποβλήθηκε επιτυχώς σε τεχνικό έλεγχο σύμφωνα τουλάχιστον με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Τα εν λόγω μέτρα ανακοινώνονται στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/96 προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει το αποδεικτικό που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, με το οποίο αποδεικνύεται ότι ένα μηχανοκίνητο όχημα που είναι ταξινομημένο στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και το ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενό του, έχουν υποβληθεί επιτυχώς σε τεχνικό έλεγχο σύμφωνα τουλάχιστον με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ως εάν είχε το ίδιο εκδώσει το εν λόγω αποδεικτικό.

61 Το άρθρο 5 της οδηγίας 96/96 παρέχει, ωστόσο, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν ευρύτερους, συχνότερους ή αυστηρότερους ελέγχους από τους ελάχιστους ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 1 σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με το παράρτημα ΙΙ της ίδιας οδηγίας.

62 Έτσι, όταν ένα όχημα έχει υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο σε ένα κράτος μέλος, η αρχή της ισοδυναμίας και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/96, απαιτεί την αναγνώριση από όλα τα κράτη μέλη του αποδεικτικού που εκδίδεται για τον σκοπό αυτό, χωρίς αυτό να τα εμποδίζει να απαιτήσουν περαιτέρω ελέγχους ενόψει της ταξινομήσεως στο έδαφός τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν καλύπτονται ήδη από το εν λόγω αποδεικτικό.

63 εραιτέρω, από την απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, 50/85, Schloh (Συλλογή 1986, σ. 1855, σκέψεις 13 έως 16), η οποία αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, προκύπτει ότι το γεγονός ότι ένα όχημα τέθηκε σε κυκλοφορία μετά τον τελευταίο τεχνικό έλεγχο μπορεί να δικαιολογήσει, κατά την ταξινόμησή του σε άλλο κράτος μέλος, την εξακρίβωση, που έχει ως σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας και ζωής, ότι δεν έχει υποστεί ατύχημα και ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση συντηρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι παρόμοιος έλεγχος επιβάλλεται για τα οχήματα εγχώριας κατασκευής που πρόκειται να ταξινομηθούν υπό τις ίδιες συνθήκες.

64 Συνεπώς, σε μια περίπτωση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, όταν ένα όχημα το οποίο μισθώνεται με leasing από εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος έχει ήδη υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο στο κράτος αυτό, οι αρχές ενός άλλου κράτους μέλους δεν μπορούν να επιβάλλουν, ενόψει της ταξινομήσεώς του στο κράτος αυτό, πρόσθετο έλεγχο, παρά μόνον προκειμένου να επαληθεύσουν ότι το όχημα πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται στα οχήματα που ταξινομούνται στο κράτος αυτό και δεν καλύπτονται από τους ελέγχους του πρώτου κράτους μέλους και/ή ότι η κατάσταση του οχήματος δεν επιδεινώθηκε αφότου ελέγχθηκε στο πρώτο κράτος μέλος, αν τέθηκε εν τω μεταξύ σε κυκλοφορία, υπό την προϋπόθεση ότι παρόμοιος έλεγχος επιβάλλεται στην περίπτωση οχήματος το οποίο, ενώ έχει προηγουμένως ελεγχθεί στο δεύτερο κράτος μέλος, πρόκειται να ταξινομηθεί στο κράτος αυτό.

Επί της υποχρεώσεως σχετικά με τον φόρο καταναλώσεως

65 Η ASL ισχυρίζεται ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, απαγορεύοντας τη χρησιμοποίηση οχημάτων με αλλοδαπές πινακίδες, δεν επιδιώκει τη διασφάλιση συμφερόντων σχετικών με την οδική ασφάλεια και την ασφαλιστική κάλυψη, αλλά, στην πραγματικότητα, επιδιώκει φορολογικό σκοπό. Ο φόρος καταναλώσεως αποτελεί συγκεκαλυμμένη αύξηση του ΦΑ, αντίθετη προς το άρθρο 12, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας ΦΑ, η οποία επιτρέπει αποκλειστικά έναν κανονικό συντελεστή και δύο μειωμένους συντελεστές. Ο επίδικος στην κύρια δίκη φόρος καταναλώσεως επιβλήθηκε προκειμένου να αντισταθμιστεί η κατάργηση του αυξημένου συντελεστή του 32 %, ο οποίος ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1991 ειδικά για την πώληση και τη μίσθωση αυτοκινήτων οχημάτων. Επιπλέον, ο φόρος αυτός συνίσταται σε ποσοστό επί της αξίας του οχήματος.

66 Σύμφωνα με την Αυστριακή Κυβέρνηση, ο επίδικος φόρος έχει ως σκοπό να εξασφαλίζει φιλική προς το περιβάλλον συμπεριφορά, στο πλαίσιο της αγοράς ή της χρηματοδοτικής μισθώσεως ιδιωτικών αυτοκινήτων. Δεδομένου ότι ο συντελεστής του φόρου καθορίζεται ανάλογα με την κατανάλωση του οχήματος, η αγορά ή η χρηματοδοτική μίσθωση οχήματος με αυξημένη κατανάλωση θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη φορολόγηση απ' ό,τι η αγορά ή η χρηματοδοτική μίσθωση οχήματος με χαμηλή κατανάλωση.

67 Για την Επιτροπή, το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει την επιβολή ενός τέτοιου φόρου, αν αυτός εισπράττεται στο σύνολό του. Όπως και η ASL, τονίζει ότι ο εν λόγω φόρος επιβάλλεται με τον ίδιο συντελεστή, ανεξαρτήτως της διάρκειας χρησιμοποιήσεως ή της ταξινομήσεως του οχήματος στην Αυστρία, ενώ η απόσβεση του φόρου για μια επιχείρηση leasing αυτοκινήτων ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τη διάρκεια αυτή. Επομένως, ένα σύστημα κατ' αναλογία, ήτοι ο καθορισμός του ποσού του φόρου ανάλογα με την πραγματική διάρκεια της συμβάσεως leasing, θα ήταν σύμφωνο και με την αρχή της αναλογικότητας.

68 Συναφώς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ένας φόρος καταναλώσεως, όπως ο επίδικος στην κύρια δίκη, μπορεί να έχει ως σκοπό γενικού συμφέροντος την αποθάρρυνση της αγοράς ή της κατοχής οχημάτων με μεγάλη κατανάλωση καυσίμων.

69 Εντούτοις, ένας τέτοιος φόρος είναι αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας, στον βαθμό που ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με την επιβολή φόρου αναλόγου προς τη διάρκεια ταξινομήσεως του οχήματος στο κράτος στο οποίο χρησιμοποιείται, οπότε αποτρέπεται η διάκριση ως προς την απόσβεση του φόρου εις βάρος των επιχειρήσεων leasing αυτοκινήτων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

70 εραιτέρω, η σχέση μεταξύ του εν λόγω φόρου και της έκτης οδηγίας ΦΑ ουδεμία επιρροή ασκεί στο ζήτημα της συμβατότητας της αυστριακής νομοθεσίας προς τις σχετικές με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κοινοτικές διατάξεις.

71 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Handelsgericht Wien πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ) απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους που, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, υποχρεώνει επιχείρηση εδρεύουσα στο κράτος αυτό, η οποία μισθώνει με leasing όχημα ταξινομημένο σε άλλο κράτος μέλος, να το ταξινομήσει στο πρώτο κράτος μέλος προκειμένου να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει πέραν ορισμένου χρονικού διαστήματος τόσο συντόμου, εν προκειμένω τριών ημερών, ώστε να καθίσταται αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής η τήρηση των επιβαλλομένων υποχρεώσεων. Οι ίδιες διατάξεις της Συνθήκης απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, υποχρεώνει επιχείρηση εδρεύουσα στο κράτος αυτό, η οποία μισθώνει με το σύστημα leasing όχημα ταξινομημένο σε άλλο κράτος μέλος, να το ταξινομήσει στο πρώτο κράτος μέλος επιβάλλοντάς της μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

- την υποχρέωση κατοικίας ή εγκαταστάσεως του προσώπου στο όνομα του οποίου έχει ταξινομηθεί το όχημα στο κράτος μέλος όπου το χρησιμοποιεί, καθότι υποχρεώνει την επιχείρηση leasing είτε να έχει κύρια εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος μέλος είτε να δεχθεί την ταξινόμηση του οχήματος στο όνομα του μισθωτή και τον από το γεγονός αυτό απορρέοντα περιορισμό των δικαιωμάτων της επί του οχήματος·

- την υποχρέωση ασφαλίσεως του οχήματος από ασφαλιστική εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος χρησιμοποιήσεως, στην περίπτωση που η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται την υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας να έχει την κύρια εγκατάστασή της στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον είναι το κράτος μέλος καταγωγής, υπό την έννοια των οδηγιών σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, και να κατέχει «επίσημη άδεια»·

- την υποχρέωση τεχνικού ελέγχου, όταν το όχημα έχει ήδη υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η εταιρία leasing, εκτός αν η υποχρέωση αυτή αποβλέπει στο να επαληθευθεί ότι το όχημα πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται στα οχήματα που ταξινομούνται στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται οι οποίες δεν καλύπτονται από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει η εταιρία leasing και/ή ότι η κατάσταση του οχήματος δεν επιδεινώθηκε αφότου ελέγχθηκε στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, αν τέθηκε εν τω μεταξύ σε κυκλοφορία, υπό την προϋπόθεση ότι παρόμοιος έλεγχος επιβάλλεται όταν ένα όχημα που έχει προηγουμένως ελεγχθεί στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται πρόκειται να ταξιμονηθεί στο κράτος αυτό·

- την πληρωμή, στο κράτος μέλος χρησιμοποιήσεως, φόρου καταναλώσεως το ποσό του οποίου δεν είναι ανάλογο προς τη διάρκεια ταξινομήσεως του οχήματος στο εν λόγω κράτος.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

72 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή, η Βελγική, η Δανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 1999 το Handelsgericht Wien, αποφαίνεται:

Οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 ΕΚ έως 55 ΕΚ) απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους που, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, υποχρεώνει επιχείρηση εδρεύουσα στο κράτος αυτό, η οποία μισθώνει με leasing όχημα ταξινομημένο σε άλλο κράτος μέλος, να το ταξινομήσει στο πρώτο κράτος μέλος προκειμένου να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει πέραν ορισμένου χρονικού διαστήματος τόσο συντόμου, εν προκειμένω τριών ημερών, ώστε να καθίσταται αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής η τήρηση των επιβαλλομένων υποχρεώσεων. Οι ίδιες διατάξεις της Συνθήκης απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, υποχρεώνει επιχείρηση εδρεύουσα στο κράτος αυτό, η οποία μισθώνει με leasing όχημα ταξινομημένο σε άλλο κράτος μέλος να το ταξινομήσει στο πρώτο κράτος μέλος επιβάλλοντάς της μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

- την υποχρέωση κατοικίας ή εγκαταστάσεως του προσώπου στο όνομα του οποίου έχει ταξινομηθεί το όχημα στο κράτος μέλος όπου το χρησιμοποιεί, καθότι υποχρεώνει την επιχείρηση leasing είτε να έχει κύρια εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος μέλος είτε να δεχθεί την ταξινόμηση του οχήματος στο όνομα του μισθωτή και τον από το γεγονός αυτό απορρέοντα περιορισμό των δικαιωμάτων της επί του οχήματος·

- την υποχρέωση ασφαλίσεως του οχήματος από ασφαλιστική εταιρία που έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος χρησιμοποιήσεως, στην περίπτωση που η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται την υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας να έχει την κύρια εγκατάστασή της στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον είναι το κράτος μέλος καταγωγής, υπό την έννοια των οδηγιών σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, και να κατέχει «επίσημη άδεια»·

- την υποχρέωση τεχνικού ελέγχου, όταν το όχημα έχει ήδη υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η εταιρία leasing, εκτός αν η υποχρέωση αυτή αποβλέπει στο να επαληθευθεί ότι το όχημα πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται στα οχήματα που ταξινομούνται στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται οι οποίες δεν καλύπτονται από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει η εταιρία leasing και/ή ότι η κατάσταση του οχήματος δεν επιδεινώθηκε αφότου ελέγχθηκε στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, αν τέθηκε εν τω μεταξύ σε κυκλοφορία, υπό την προϋπόθεση ότι παρόμοιος έλεγχος επιβάλλεται όταν ένα όχημα που έχει προηγουμένως ελεγχθεί στο κράτος μέλος όπου χρησιμοποιείται πρόκειται να ταξιμονηθεί στο κράτος αυτό·

- την πληρωμή, στο κράτος μέλος χρησιμοποιήσεως, φόρου καταναλώσεως το ποσό του οποίου δεν είναι ανάλογο προς τη διάρκεια ταξινομήσεως του οχήματος στο εν λόγω κράτος.