-

Printed via the EU tax law app / web

C_2022266EL.01001602.xml

11.7.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 266/16


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (Ουγγαρία) στις 3 Μαΐου 2022 — A.T.S. 2003 Vagyonvédelmi és Szolgáltató Zrt. (υπό εκκαθάριση) κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

(Υπόθεση C-289/22)

(2022/C 266/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Fővárosi Törvényszék

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: A. T.S. 2003 Vagyonvédelmi és Szolgáltató Zrt. (υπό εκκαθάριση)

Καθής: Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν το άρθρο 167, το άρθρο 168, στοιχείο α', και το άρθρο 178, στοιχείο α', της οδηγίας ΦΠΑ (1) την έννοια ότι, εάν η φορολογική αρχή διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε από τα μέρη μιας αλυσίδας παροχής υπηρεσιών παρέβη τους ειδικούς κανόνες που διέπουν την παροχή υπηρεσιών η οποία έχει συμφωνηθεί σε σύμβαση συναφθείσα με τον υποκείμενο στον φόρο ή μεταξύ των μερών της αλυσίδας αυτής, ή παρέβη οιουσδήποτε άλλους κανόνες, η διαπίστωση της παράβασης αυτή καθεαυτήν αποτελεί, ως αντικειμενικό στοιχείο, επαρκή απόδειξη της ύπαρξης φοροδιαφυγής, ακόμη και αν η δραστηριότητα των μερών της αλυσίδας είναι νόμιμη από κάθε άλλη άποψη, ή η φορολογική αρχή υποχρεούται και στην περίπτωση αυτή να επισημάνει σε τι συνίσταται συγκεκριμένα η φοροδιαφυγή και να διευκρινίσει ποιο είναι το μέρος της αλυσίδας που την τέλεσε και μέσω ποιων ενεργειών; Στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης, οφείλει η φορολογική αρχή να εξακριβώσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του δικαιώματος έκπτωσης του υποκειμένου στον φόρο και της παράβασης των νομικών και κανονιστικών υποχρεώσεων που διέπουν την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να δύναται να αρνηθεί το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ του εν λόγω υποκειμένου στον φόρο μόνον εφόσον αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας αιτιώδους συνάφειας;

2)

Μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων άρθρων της οδηγίας ΦΠΑ και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου, καθώς και των αρχών της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, να απαιτηθεί από τον υποκείμενο στον φόρο, στο πλαίσιο της γενικής υποχρέωσης ελέγχου που υπέχει, να επαληθεύσει ότι τα μέρη που βρίσκονται σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας έχουν τηρήσει, αφενός, τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι ειδικοί κανόνες δικαίου που διέπουν την εκτέλεση των τιμολογούμενων υπηρεσιών και, αφετέρου, τους όρους νόμιμης λειτουργίας που ισχύουν ως προς αυτούς; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, υπόκειται ο υποκείμενος στον φόρο στην υποχρέωση αυτή αδιαλείπτως καθ’ όλη τη διάρκεια της έννομης σχέσης, εάν δε τούτου δεν ισχύει, με ποια συχνότητα μπορεί να αναμένεται ότι θα εκπληρώνει την υποχρέωση αυτή;

3)

Έχουν το άρθρο 167, το άρθρο 168, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 178, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΦΠΑ την έννοια ότι ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος διαπιστώνει παράβαση εκ μέρους οιουδήποτε παρόχου υπηρεσιών σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας έχει την υποχρέωση να μην ασκήσει, στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμά του προς έκπτωση του ΦΠΑ που έχει μετακυλιστεί σε αυτόν, διότι άλλως θα θεωρηθεί ότι έχει διαπράξει φοροδιαφυγή;

4)

Έχουν τα προαναφερθέντα άρθρα της οδηγίας ΦΠΑ, σύμφωνα με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της φορολογικής ουδετερότητας, την έννοια ότι, κατά την εξέταση και τον χαρακτηρισμό των στοιχείων της αλυσίδας αυτής που ενδεχομένως ενέχουν απάτη, καθώς και κατά τον προσδιορισμό των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, η φορολογική αρχή δεν μπορεί να παραβλέψει τις διατάξεις των ειδικών κανόνων δικαίου που διέπουν την παροχή των τιμολογούμενων υπηρεσιών, ιδίως δε τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών;

5)

Αντιτίθενται τα προαναφερθέντα άρθρα της οδηγίας ΦΠΑ, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατά το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου, καθώς και η αρχή της ασφάλειας δικαίου σε διοικητική πρακτική κατά την οποία, κατά τον έλεγχο του δικαιώματος έκπτωσης που στηρίζεται σε οικονομική συναλλαγή στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, το υποστατό της συναλλαγής αυτής, όπως τεκμηριώνεται από τιμολόγια, συμβάσεις και λοιπά λογιστικά έγγραφα, μπορεί να αντικρουστεί από τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει κατά τη διάρκεια έρευνας η αρχή που εξετάζει τη συναλλαγή, από τις καταθέσεις των υπό έρευνα προσώπων στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας καθώς και από τις καταθέσεις εργαζομένων υπό καθεστώς προσωρινής απασχόλησης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον αξιολογούν τη σχέση εργασίας τους, το πώς την χαρακτηρίζουν από νομικής απόχης καθώς και όσον αφορά το πρόσωπο το οποίο θεωρούν ότι ενεργεί ως εργοδότης;

6)

Αντιτίθενται τα προαναφερθέντα άρθρα της οδηγίας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατά το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου, καθώς και η αρχή της ασφάλειας δικαίου σε διοικητική πρακτική κατά την οποία η επιλογή του υποκειμένου στον φόρο να ασκήσει την οικονομική δραστηριότητά του κατά τρόπον που του παρέχει τη δυνατότητα να μειώσει στον μέγιστο βαθμό τις δαπάνες του χαρακτηρίζεται ως μη νομότυπη άσκηση δικαιώματος και, βάσει αυτού, η διοικητική αρχή επαναχαρακτηρίζει τις συμβάσεις κατά τρόπον ώστε να δημιουργείται συμβατική σχέση μεταξύ μερών τα οποία προηγουμένως δεν συνδέονταν με συμβατική σχέση;


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (EE 2006., L 347, σ. 1.).