C-257/86 - ?p?t??p? ?at? ?ta??a?

Printed via the EU tax law app / web

EUR-Lex - 61986C0257 - EL

61986C0257

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 1ης Μαρτίου 1988. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΠΑ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΔΩΡΕΑΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΑΣΗΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΑΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 77/388/ΕΟΚ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 257/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03249


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του ΦΠΑ στα χορηγούμενα δωρεάν δείγματα τίθεται στην Ιταλία, διαφορετικά διατυπωμένο αφότου εκδόθηκε το διάταγμα της 29ης Ιανουαρίου 1979 ακριβώς δε τη θέση σε εφαρμογή της τελευταίας αυτής ρυθμίσεως αμφισβητεί η Επιτροπή με την παρούσα προσφυγή.

2. Πριν από το διάταγμα αυτό, η ιταλική νομοθεσία απήλλασσε από τον ΦΠΑ τις "εκχωρήσεις δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας ρητώς χαρακτηριζομένων ως τοιούτων", εφαρμόζοντας συγχρόνως την ίδια απαλλαγή στις εισαγωγές παρόμοιων δωρεάν δειγμάτων. Το διάταγμα του 1979 κατάργησε τη διάταξη που επέκτεινε την απαλλαγή στις εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων.

3. 'Εχοντας υπόψη την κατάργηση αυτή, ο ιταλός Υπουργός των Οικονομικών θεώρησε ότι οι εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων υπόκεινταν στο εξής στον ΦΠΑ και επιβεβαίωσε επισήμως την άποψη αυτή με τις αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1979 και της 10ης Δεκεμβρίου 1982, που απαντούσαν αντιστοίχως σε αιτήσεις της πρεσβείας του Ηνωμένου Βασιλείου και μιας εταιρίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή θεώρησε ότι, από της δημοσιεύσεως του διατάγματος της 29ης Ιανουαρίου 1979, η εφαρμογή εκ μέρους της Ιταλίας του συστήματος ΦΠΑ επί των εισαγωγών χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας συνιστούσε παράβαση του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΟΚ (στο εξής άρθρο 95) και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α) (στο εξής: άρθρο 14) της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (1) , οπότε κίνησε την παρούσα διαδικασία λόγω παραβάσεως.

4. Το άρθρο 95 εμπλέκεται εδώ καθόσον απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους υψηλότερους από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα (εδάφιο 1) ή που μπορούν να προστατεύσουν έμμεσα άλλα προϊόντα (εδάφιο 2). 'Οσον αφορά το άρθρο 14, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, απαλλάσσουν "τις οριστικές εισαγωγές αγαθών, των οποίων η παράδοση από υποκειμένους στο φόρο απαλλάσσεται οπωσδήποτε του φόρου στο εσωτερικό της χώρας". Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εισαγωγές από κάθε κράτος, είτε αυτό είναι είτε δεν είναι μέλος της ΕΟΚ.

5. Η άμυνα της Ιταλικής Δημοκρατίας συνδέεται κυρίως με τη λήψη υπόψη των αποτελεσμάτων, στο εσωτερικό δίκαιο, των διεθνών συμβάσεων. Η Ιταλία θεωρεί ότι οι αποφάσεις του 1979 και του 1982, με τις οποίες ο Υπουργός της των Οικονομικών ερμήνευσε την ισχύουσα νομοθεσία υπό την έννοια της εφαρμογής του ΦΠΑ στις εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων, δεν έλαβαν υπόψη το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης της 7ης Νοεμβρίου 1952 (Διεθνής Σύμβαση για τη διευκόλυνση της εισαγωγής εμπορικών δειγμάτων και διαφημιστικού υλικού), η οποία επικυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ στην Ιταλία με νόμο της 26ης Νοεμβρίου 1957 κατ' αυτόν, τα δείγματα ευτελούς αξίας απαλλάσσονται των εισαγωγικών δασμών. Λόγω της διατάξεως αυτής, τα δωρεάν χορηγούμενα δείγματα που προέρχονται από όλα τα κράτη τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως, μεταξύ των οποίων όλα τα κράτη μέλη, πρέπει να απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ. Η απαλλαγή αυτή πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στις εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων που προέρχονται από κράτη τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως, αλλά ως προς τα οποία εφαρμόζεται στην Ιταλία η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους.

6. Επίσης, η Ιταλία θεωρεί ότι από την εξέταση όλων των κανόνων που έχουν νομική ισχύ στο έδαφός της αποδεικνύεται ότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ δεν υφίσταται - μόνο - για τα δωρεάν δείγματα που εισάγονται από κράτη τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης και ως προς τα οποία δεν εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους και ότι μόνο έναντι των εισαγωγών αυτών υφίσταται παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 14. Η ίση μεταχείριση, προκειμένου για τα δωρεάν χορηγούμενα δείγματα που εισάγονται από πολλά κράτη τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης ή ως προς τα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, έχει διασφαλιστεί με την απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών της 18ης Ιουνίου 1984, η οποία υπενθυμίζει τα αποτελέσματα της Συμβάσεως της Γενεύης, και με τις οδηγίες του εν λόγω Υπουργού προς όλες τις Διευθύνσεις Τελωνείων που υπενθυμίζουν, επιπλέον, τα αποτελέσματα της ρήτρας του πλέον ευνοουμένου κράτους και ορίζουν την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών. 'Οσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ για τα δωρεάν δείγματα που έχουν εισαχθεί από τα ολίγα λοιπά κράτη, το κείμενο του ενιαίου νόμου περί ΦΠΑ - υπό ψήφιση στην Ιταλία - θα τερματίσει την κατάσταση αυτή και θα θεσπίσει έτσι μια απόλυτα σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο νομοθεσία.

7. Η επιχειρηματολογία αυτή με οδηγεί στη διαπίστωση, συμφωνώντας με την Επιτροπή, ότι η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 14 αναγνωρίζεται καθόσον αφορά τις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων από κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης και ως προς τα οποία δεν εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους. Επομένως, εξακολουθεί να είναι συζητήσιμο το αν η κατάσταση, όσον αφορά τις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων από τα κράτη που έχουν προσυπογράψει τη Σύμβαση της Γενεύης ή ως προς τα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, αποτελεί, παρά τις εξηγήσεις που δόθηκαν από την Ιταλία, συστατικό στοιχείο της προβαλλόμενης παράβασης.

8. Προς σαφήνεια της συζητήσεως αυτής, θεωρώ σημαντικό να αναφέρω ότι, κατά την ίδια τη νομολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας, η επικρινόμενη διάταξη του διατάγματος του 1972, όπως τροποποιήθηκε το 1979, εξεταζόμενη μεμονωμένα, αντίκειται ευθέως προς το κοινοτικό δίκαιο, το δε ουσιώδες της αμυντικής επιχειρηματολογίας έγκειται στον ισχυρισμό ότι κακώς λαμβάνεται υπόψη μεμονωμένα η εν λόγω διάταξη και εφαρμόζεται μεμονωμένα από το 1979 μέχρι το 1984.

9. Με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η Επιτροπή ενέμεινε στα αιτήματά της, στηριζόμενη σε δύο σειρές επιχειρημάτων.

10. Καταρχάς, αναφέρει ότι οι διοικητικές οδηγίες τις οποίες επικαλείται η ιταλική κυβέρνηση βελτίωσαν μεν την κατάσταση σε σχέση προς την πρώτη περίοδο που ακολούθησε την επελθούσα το 1979 τροποποίηση της νομοθεσίας, πλην όμως η νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ιταλία με την εν λόγω τροποποίηση προκάλεσε σημαντική σύγχυση, την οποία μαρτυρούν εξάλλου οι πρώτες θέσεις τις οποίες έλαβε ο Υπουργός των Οικονομικών. Με τον τρόπο αυτό, το εσωτερικό ιταλικό δίκαιο κατέστη γενεσιουργό αβεβαιοτήτων για τους ενδιαφερομένους, οι οποίοι, ενόψει ενός κειμένου που καταργούσε την προηγούμενη εξομοίωση των εισαγωγών με τις εσωτερικές συναλλαγές, είναι δυνατό να αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην επίκληση των δικαιωμάτων που η θεμελίωσή τους τους φαίνεται αμφίβολη. Η Επιτροπή αναφέρει, ιδίως, ότι η ύπαρξη της Συμβάσεως της Γενεύης του 1952 δεν μπορεί να είναι περισσότερο εμφανής για τους ενδιαφερομένους απ' όσο ήταν, κατά την πρώτη περίοδο, για την αρμόδια διοίκηση.

11. Εν συνεχεία, επικουρικώς, παρατηρεί ότι η απαίτηση για ομοιόμορφη εφαρμογή της απαλλαγής όλων των εισαγωγών ανταποκρίνεται στη μέριμνα για ίση μεταχείριση που εμφανίζει ενωτικό χαρακτήρα και ότι είναι δυνατό η εν λόγω απαίτηση να ικανοποιηθεί μερικώς. Επομένως, στην περίπτωση αυτή κατ' ανάγκη υπάρχει παράβαση κατά τρόπο ενιαίο και καθολικό.

12. Η πρώτη σειρά επιχειρημάτων της Επιτροπής αναφέρεται στην απαίτηση για σαφήνεια, επαναλαμβανόμενη από το άρθρο 14, καθώς και στη νομολογία που προκύπτει από τις αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1974, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (2), και της 25ης Οκτωβρίου 1979, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (3). Κατά τη νομολογία αυτή, η διατήρηση ή η θέση σε ισχύ διατάξεως που δημιουργεί διφορούμενη πραγματική κατάσταση διατηρώντας, για τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου, μια κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά τις δυνατότητες που τους επιφυλάσσονται προκειμένου να επικαλεστούν το κοινοτικό δίκαιο, μπορεί να συνιστά παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 169 της Συνθήκης.

13. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, η Ιταλική Δημοκρατία θεώρησε ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, βασιζόμενη στο διφορούμενο της διατηρήσεως της διατάξεως όπως τροποποιήθηκε το 1979 και στις αβεβαιότητες που προκαλεί στους ενδιαφερομένους, αποτελούσε "απαράδεκτη μεταβολή της causa petendi" σε σχέση με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.

14. Η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου δεν νομίζω ότι πρέπει να γίνει δεκτή. Το Δικαστήριο έχει διακρίνει από μακρού χρόνου μεταξύ της προβολής νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, καταρχήν απαγορευόμενης, εκτός αν οι εν λόγω ισχυρισμοί βασίζονται σε νομικά στοιχεία που έχουν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας, και της αναπτύξεως νέων επιχειρημάτων. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τίποτε δεν αντιτίθεται στην εξέταση όσων επιχειρημάτων αναπτύσσονται προς στήριξη ισχυρισμών που έχουν ήδη αναφερθεί στο δικόγραφο.

15. Στο εισαγωγικό της παρούσας δίκης έγγραφο αναφέρεται ότι, κατά την Επιτροπή, η κατάσταση των εισαγωγέων δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων από κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης αποτελεί απλώς μία "εκ των πραγμάτων λύση που δεν διασφαλίζει τα δικαιώματα των εισαγωγέων οι οποίοι, αν φορολογούνταν, μπορούσαν να έχουν δυσχέρειες στην επίκληση του δικαίου τους ενώπιον των δικαστηρίων". Ο χαρακτηρισμός της "εκ των πραγμάτων λύσεως", τον οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή σχετικά με την κατάσταση που αναλύει, δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στη νομική κατάσταση που αναλύεται, στο υπόμνημα απαντήσεως, ως διφορούμενη και γενεσιουργός αβεβαιοτήτων, αλλά παρατηρείται ότι η Επιτροπή απλώς επανέλαβε, στο εισαγωγικό της δικόγραφο, το χαρακτηρισμό που δόθηκε από την ίδια την Ιταλική Δημοκρατία με το τηλετύπημά της. Θεωρώ ότι τα αναπτυχθέντα στο από 8 Ιουλίου 1985 υπόμνημα απαντήσεως σχετικά με τη διφορούμενη νομική κατάσταση - γενεσιουργό αβεβαιοτήτων - δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανάπτυξη νέου ισχυρισμού σε σχέση προς τα αναπτυχθέντα στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Στο τελευταίο αυτό έγγραφο, όπως εξάλλου στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, ο ισχυρισμός εκτίθεται συνοπτικώς, επειδή στο στάδιο αυτό είναι επικουρικός. 'Ομως, νομίζω ότι στο υπόμνημα απαντήσεως επεξηγείται ο προηγουμένως αναφερθείς ισχυρισμός και δεν εκτίθεται εντελώς νέος ισχυρισμός.

16. Για το λόγο αυτό πρέπει, τώρα, να εξεταστεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, εν σχέσει προς την ανασκευή που η Ιταλική Δημοκρατία επιδιώκει να επιφέρει επί της ουσίας. Η σύγκριση των στοιχείων της παρούσας διαδικασίας με αυτά που οδήγησαν στην προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1979, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τους "εκτελωνιστές" μου φαίνεται ιδιαίτερα πειστική υπό την έννοια του βασίμου της ασκηθείσας από την Επιτροπή προσφυγής. Ενόψει μιας νομοθετικής διατάξεως η οποία εξαρτά τη χορήγηση της άδειας εκτελωνιστή από την ιταλική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια κράτους το οποίο προβλέπει στον τομέα αυτό την ύπαρξη αμοιβαιότητας ως προς τους Ιταλούς, και της οποίας τη διατήρηση η Επιτροπή έκρινε ως παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 52 της Συνθήκης, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση &ta