C-276/91 - ?p?t??p? ?at? Ga???a?

Printed via the EU tax law app / web

EUR-Lex - 61991C0276 - EL

61991C0276

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 17ης Φεβρουαρίου 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΕΡΙ ΦΠΑ - ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-276/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-04413


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Α * Εισαγωγή

1. Η παρούσα προσφυγή κατά παραβάσεως κράτους μέλους εντάσσεται στα πλαίσια του κοινού συστήματος του φόρου προστιθεμένης αξίας που θέσπισε η έκτη οδηγία (1), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η εισαγωγή (υπό την έννοια της φυσικής εισόδου ενός αγαθού στο έδαφος ενός κράτους) από άλλο κράτος μέλος είχε ακόμη τον χαρακτήρα γενεσιουργού γεγονότος του φόρου (2). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Κυβέρνηση ότι θέσπισε με το άρθρο 414 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα και έθεσε σε εφαρμογή σύστημα κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως της νομοθεσίας περί ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, το οποίο από ορισμένες απόψεις είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

"Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, κατάσχεση του αντικειμένου της απάτης, κατάσχεση των μεταφορικών μέσων, κατάσχεση των αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκάλυψη της απάτης και πρόστιμο το οποίο κυμαίνεται από το ισάξιο μέχρι το διπλάσιο της αξίας του αντικειμένου της απάτης, κάθε πράξη λαθρεμπορίας καθώς και κάθε εισαγωγή ή εξαγωγή χωρίς την υποβολή διασαφήσεως, οσάκις οι παραβάσεις αυτές αφορούν εμπορεύματα ανήκοντα στην κατηγορία εκείνων που απαγορεύονται ή επί των οποίων επιβάλλεται υψηλός φόρος κατά την έννοια του παρόντος κώδικα.

Οι παραβάσεις που αφορούν μη απαγορευμένα εμπορεύματα, των οποίων η αξία δεν υπερβαίνει τα 5 000 γαλλικά φράγκα (FF), τιμωρούνται με πρόστιμο ίσο με την αξία των εν λόγω εμπορευμάτων."

2. 'Εναυσμα για την πρωτοβουλία της Επιτροπής υπήρξε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως αυτής, στα πλαίσια της οποίας το Cour d' appel d' Amiens, κρίνοντας σε δεύτερο βαθμό, επέβαλε στην Yetta Patron, Βελγίδα υπήκοο, πρόστιμο 20 000 FF και επιπλέον διέταξε την κατάσχεση του ταξινομημένου στο Βέλγιο αυτοκινήτου της. Συγκεκριμένα, κατά την απόφαση αυτή (3), η Patron εισήγαγε το 1983 το αυτοκίνητό της στη Γαλλία, όπου είχε τότε την κατοικία της, χωρίς να υποβάλει την απαιτούμενη διασάφηση. Το γεγονός αυτό τιμωρείται κατά το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα, διότι το εισαχθέν αυτοκίνητο υπέκειτο σε ΦΠΑ με συντελεστή 33 % και θεωρούνταν επομένως υποκείμενο σε "φορολογία με υψηλό συντελεστή" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

3. Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει δύο αιτιάσεις πηγάζουσες από το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ.

4. Η πρώτη αιτίαση πηγάζει από το γεγονός ότι οι παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ για τις συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας δεν υπάγονται στο άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα, αλλά σε ειδικό σύστημα κυρώσεων. Για τα χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού, όπως προκύπτουν από τις εθνικές διατάξεις που παρουσίασε το καθού κράτος μέλος, παραπέμπω στην έκθεση ακροατηρίου (4).

5. Η Επιτροπή φρονεί συναφώς ότι το άρθρο 414 είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο 95 της Συνθήκης, με το αιτιολογικό ότι παραβιάζει την αρχή της αποφάσεως Drexl (5). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

"Είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 95 της Συνθήκης η εθνική νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει αυστηρότερες κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων περί επιβολής ΦΠΑ κατά την εισαγωγή από ό,τι για τις παραβάσεις των διατάξεων περί ΦΠΑ λόγω μεταβιβάσεως αγαθών στο εσωτερικό της χώρας, εφόσον η διαφοροποίηση αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανομοιότητα των δύο κατηγοριών παραβάσεων."

6. Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στο άρθρο 414 ότι δεν περιέχει καμιά διάταξη διασφαλίζουσα την εφαρμογή των αρχών που αναπτύχθηκαν με την απόφαση Schul (6). Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Patron, το ποσό του ΦΠΑ που καταβλήθηκε στο κράτος μέλος εξαγωγής έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του προστίμου βάσει του οφειλομένου ΦΠΑ.

7. Με την απάντησή της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα κύρωση στη συγκεκριμένη περίπτωση της Patron ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τον οφειλόμενο ΦΠΑ. Εξάλλου, η Patron αμφισβήτησε ότι ήταν κάτοικος Γαλλίας. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, για τα πρόσωπα που έχουν διπλή κατοικία, πρέπει να συνεκτιμώνται πολλά στοιχεία προκειμένου να καθοριστεί το κράτος μέλος στο οποίο το αυτοκίνητο που τους ανήκει πρέπει να καταχωρηθεί και να καταβληθούν οι αναλογούντες φόροι. Η Επιτροπή αναφέρεται συναφώς στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/182 (7) καθώς και στην απόφαση Ryborg (8).

8. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο

* να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας βάσει του άρθρου 414 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα νομοθεικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι οποίες τιμωρούν τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή από άλλο κράτος μέλος αυστηρότερα σε σχέση με τις κυρώσεις που προβλέπονται για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που επιβάλλεται επί των εξ επαχθούς αιτίας συναλλαγών στο εσωτερικό της χώρας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης

* να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Η Γαλλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο

* να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη

* να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

9. Θεωρεί τις αιτιάσεις της Επιτροπής ως στερούμενες βάσεως και φρονεί επιπλέον ότι ορισμένοι ισχυρισμοί της απαντήσεως προβάλλονται πολύ καθυστερημένα.

B * Eκτίμηση

Ι * Ως προς την αιτίαση κατά την οποία το άρθρο 414 του τελωνειακού κώδικα παραβιάζει την αρχή της αποφάσεως Drexl

10. Προκειμένου να εκτιμηθεί ορθώς η αιτίαση αυτή, πρέπει καταρχάς να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά την αρχή που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της αποφάσεως Drexl, προτού καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενο της μομφής που προσάπτει η Επιτροπή στη Γαλλική Δημοκρατία.

11. 1. Στην υπόθεση Drexl, το Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα δύο συστημάτων κυρώσεων * τα οποία προβλέπονταν αντιστοίχως για τις παραβάσεις που διαπράττονται κατά τις εισαγωγές και για τις παραβάσεις που διαπράττονται στα πλαίσια συναλλαγών στο εσωτερικό της χώρας * των οποίων οι λεπτομέρειες εφαρμογής διέφεραν όσον αφορά τη φύση και τη βαρύτητα των κυρώσεων (9). 'Οπως και στην προκειμένη περίπτωση και για τα αγαθά που "υπόκεινται σε υψηλό φορολογικό συντελεστή", το ισχύον καθεστώς επί των διαπραττομένων κατά τις εισαγωγές παραβάσεων απέρρεε από τις διατάξεις περί λαθρεμπορίας.

12. Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, το Δικαστήριο αναγκάστηκε να συνδυάσει τις δύο αρχές: αφενός, την αρχή ότι οι ποινικές κυρώσεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (10) και, αφετέρου, την αρχή του άρθρου 95 της Συνθήκης περί ουδετερότητας των εσωτερικών φόρων σε σχέση με τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

13. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένες διαφορές στα συστήματα κυρώσεων μπορεί να είναι θεμιτές (σκέψη 22 της αποφάσεως).

"(...) οι δύο αυτές κατηγορίες παραβάσεων διαφέρουν σε πολλά σημεία, τα οποία αφορούν τόσο την αντικειμενική υπόσταση της παραβάσεως όσο και τις δυσχέρειες που παρουσιάζει η διαπίστωσή της. Πράγματι, ο ΦΠΑ κατά την εισαγωγή επιβάλλεται λόγω απλώς της υλικής εισόδου του αγαθού στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και όχι λόγω μιας συναλλαγής. Αποτέλεσμα των διαφορών αυτών είναι ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν την υποχρέωση να θεσπίζουν το ίδιο ακριβώς σύστημα και για τις δύο κατηγορίες παραβάσεων."

14. Το Δικαστήριο εντούτοις έκρινε ότι η ανομοιότητα των δύο αυτών κατηγοριών δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δικαιολογήσει τη δυσανάλογη διαφορά ως προς την αυστηρότητα των κυρώσεων που προβλέπονται για καθεμιά από αυτές (11).

15. Το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη έχει επομένως δύο βασικά χαρακτηριστικά. Αφενός, όσον αφορά το γενεσιουργό γεγονός του ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν για τις παραβάσεις που διαπράττονται κατά την εισαγωγή διαφορετικό σύστημα κυρώσεων, ήτοι σύστημα το οποίο συνδέεται με τις διατάξεις περί λαθρεμπορίας (υπό την έννοια της απάτης όσον αφορά τους φόρους που επιβάλλονται επί των εισαγομένων). Αφετέρου, όπως οι παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ που διαπράττονται κατά την εισαγωγή είναι κατά κανόνα δυσκολότερο να αποκαλυφθούν από ό,τι οι διαπραττόμενες στα πλαίσια συναλλαγών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας, τα κράτη μέλη έχουν κατά συνέπεια το δικαίωμα να κλιμακώνουν την αυστηρότητα των κυρώσεων.

16. Σε σχέση επίσης με τη αυστηρότητα των κυρώσεων το Δικαστήριο οριοθέτησε το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών όσον αφορά το δικαίωμά τους να νομοθετούν σε θέματα ποινικού δικαίου (12). Ο περιορισμός αυτός απαγορεύει στα κράτη μέλη να παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τη φορολόγηση, αφενός, των πράξεων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας και, αφετέρου, των εισαγωγών, προβλέποντας για τις εισαγωγές κυρώσεις τέτοιας αυστηρότητας που η διαφορά των κυρώσεων δεν θα αντικατόπτριζε πλέον την ανομοιότητα των δύο κατηγοριών παραβάσεων: συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μεγαλύτερη αυστηρότητα των εφαρμοζομένων επί των εισαγωγών κυρώσεων θα φαινόταν πλέον όχι μόνον ως αντίδραση στις μεγαλύτερες δυσχέρειες εντοπισμού των παραβάσεων αυτών, αλλά και ως απαράδεκτο εμπόδιο στις εισαγωγές (τουλάχιστον εν μέρει).

17. Εξάλλου, το Δικαστήριο, στο αιτιολογικό της αποφάσεως (13), παρέσχε διευκρινίσεις ως προς την απαγόρευση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη αναφέροντας ότι πρέπει να πρόκειται για "προφανείς δυσαναλογίες στην αυστηρότητα των κυρώσεων (...)".

Κατά τη γνώμη μου, η κατ' αυτόν τον τρόπο αποσαφήνιση της απαγορεύσεως δεν προκύπτει από τη στάθμιση μεταξύ του συμφέροντος των κρατών μελών να προασπίσουν την ελευθερία τους να νομοθετούν στον τομέα του ποινικού δικαίου και του συμφέροντος της Κοινότητας να προστατεύει τις θεμελιώδεις ελευθερίες και να επιτύχει την απρόσκοπτη λειτουργία του κοινού συστήματος του φόρου προστιθεμένης αξίας (14). Εξηγείται μάλλον από το γεγονός ότι η "δυσαναλογία" αυτού του είδους δεν μπορεί κατά γενικό κανόνα να αμφισβητηθεί με μαθηματική ακρίβεια. Επιτρέψτε μου να σας το αποδείξω με τη βοήθεια των εξής ερωτημάτων:

* Ποια είναι η σημασία της διαφοράς μεταξύ των δύο κατηγοριών παραβάσεων όσον αφορά τη δυνατότητα εντοπισμού τους;

* Ποια σημασία πρέπει να αποδοθεί στη διαφορά αυτή κατά τον προσδιορισμό των κυρώσεων;

* Επομένως, μέχρι ποίου σημείου μπορούν να εξικνούνται οι αποκλίσεις των κυρώσεων ως προς τη φύση και τη σπουδαιότητα, ώστε να μην είναι δυσανάλογες σε σχέση με τις διαφορές μεταξύ των δύο κατηγοριών παραβάσεων;

18. Το έργο της διαπιστώσεως της υπάρξεως ή μη δυσαναλογίας μπορεί να καθίσταται ακόμη δυσκολότερο οσάκις, όπως στην προκειμένη περίπτωση και όπως στην υπόθεση Drexl, τα συστήματα κυρώσεων δεν είναι δομημένα κατά τον ίδιο τρόπο.

19. Εκκινώντας από τις σκέψεις αυτές, μπορώ εν τέλει να καθορίσω με ποιο τρόπο πρέπει να προβώ στη σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων κυρώσεων, προκειμένου να διαπιστώσω την ύπαρξη ή μη δυσαναλογίας υπό την ανωτέρω έννοια. Η διευκρίνιση αυτή έχει επίσης τη σημασία της όσον αφορά την εκτίμηση της συγκεκριμένης αιτιάσεως της Επιτροπής.

20. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω συστήματα κυρώσεων δεν είναι δομημένα κατά τον ίδιο τρόπο. Επομένως, η σύγκριση πρέπει να ενσωματώσει όλα τα βασικά στοιχεία των δύο συστημάτων, αντιπαραβάλλοντας, στο μέτρο του δυνατού και του αναγκαίου, συγκρίσιμους παράγοντες (κανονική ποινή και επαυξήσεις της ποινής, κυρώσεις για τις απόπειρες, καθεστώς για τις ασήμαντες παραβάσεις, παρεπόμενες ποινές [κατάσχεση] κ.λπ.). Οσάκις οι αποκλίσεις είναι ιδιαίτερ&