Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

61991J0234

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 1ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ. - ΑΡΘΡΟ 33 ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΦΠΑ - ΦΟΡΟΣ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-234/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-06273


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως * Αντικείμενο της διαφοράς * Καθορισμός κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία * Μεταγενέστερη διεύρυνση * Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 169)

2. Φορολογικές διατάξεις * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Φόροι κύκλου εργασιών * Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας * Απαγόρευση επιβολής άλλων εθνικών επιβαρύνσεων που έχουν τον χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών * Εισφορά για τη στήριξη της αγοράς εργασίας που θεσπίστηκε στη Δανία * Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 33)

Περίληψη


1. Το αντικείμενο προσφυγής που ασκείται κατ' εφαρμογή του άρθρου 169 της Συνθήκης οριοθετείται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητική διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή καθώς και από τα αιτήματα της προσφυγής. Η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η προσφυγή πρέπει να στηρίζονται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς. Δεν είναι παραδεκτή καμία αιτίαση που δεν προβλήθηκε στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

2. Παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 33 της έκτης οδηγίας 77/388, σχετικά με την απαγόρευση επιβολής φόρων, δικαιωμάτων και τελών που έχουν τον χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών, και παραβαίνει επομένως τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη και ιδίως από το άρθρο 189 το κράτος μέλος, εν προκειμένω η Δανία, που επιβάλλει και διατηρεί σε ισχύ φορολογικό καθεστώς που προβλέπει την καταβολή εισφοράς για τη στήριξη της αγοράς εργασίας, η οποία συνιστά επιβάρυνση δημοσιονομικής φύσεως που εισπράττεται γενικά σύμφωνα με την ίδια βάση όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας, αλλά χωρίς να τηρούνται οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου που ισχύουν για τον φόρο αυτό, καθόσον η εισφορά αυτή:

* καταβάλλεται τόσο για υποκείμενες σε φόρο προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες όσο και για άλλες βιομηχανικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητες που συνίστανται στην επ' ανταλλάγματι παροχή υπηρεσιών,

* εισπράττεται, όσον αφορά τις υποκείμενες σε φόρο προστιθέμενης αξίας επιχειρήσεις, σύμφωνα με φορολογική βάση πανομοιότυπη με εκείνη που χρησιμοποιείται για τον φόρο αυτό, ήτοι ως ποσοστό επί του ύψους των πραγματοποιουμένων πωλήσεων, μετά από έκπτωση της αξίας των πραγματοποιηθεισών αγορών,

* σε αντίθεση με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, δεν καταβάλλεται κατά την εισαγωγή, αλλ' εισπράττεται επί του συνόλου της τιμής πωλήσεως των εισαγομένων εμπορευμάτων κατά τη διενέργεια της πρώτης πωλήσεως εντός του ενδιαφερομένου κράτους μέλους,

* σε αντίθεση με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, δεν αποτελεί αντικείμενο χωριστής ενδείξεως επί του τιμολογίου και

* εισπράττεται παράλληλα με τον φόρο προστιθέμενης αξίας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-234/91,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Johannes Foens Buhl, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicola Annecchino, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Δανίας, εκπροσωπουμένου από τον Joergen Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Βασιλική Πρεσβεία της Δανίας, 4, boulevard Royal,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί, βάσει του άρθρου 169, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, ότι το Βασίλειο της Δανίας, επειδή εφάρμοσε και διατήρησε σε ισχύ το θεσπισθέν με τον νόμο 840 της 18ης Δεκεμβρίου 1987, όπως τροποποιήθηκε, φορολογικό σύστημα που προβλέπει την καταβολή εισφοράς για τη στήριξη της αγοράς εργασίας, η οποία συνιστά επιβάρυνση δημοσιονομικής φύσεως που εισπράττεται γενικώς σύμφωνα με την ίδια βάση όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας αλλά χωρίς να τηρούνται οι ισχύοντες για τον φόρο αυτό κανόνες του κοινοτικού δικαίου, παρέβη το άρθρο 33 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών * κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), και επομένως παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως δε από το άρθρο 189,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini και J. C. Moitinho de Almeida, προέδρους τμήματος, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: J.-J. Giraud

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 1993, κατά την οποία τη Δανική Κυβέρνηση εκπροσώπησαν ο Joergen Molde και ο Gregers Larsen, δικηγόρος Κοπεγχάγης,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Σεπτεμβρίου 1991, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή διώκουσα να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο της Δανίας, επειδή εφάρμοσε και διατήρησε σε ισχύ το θεσπισθέν με τον νόμο 840 της 18ης Δεκεμβρίου 1987, όπως τροποποιήθηκε, φορολογικό σύστημα που προβλέπει την καταβολή εισφοράς για τη στήριξη της αγοράς εργασίας, η οποία συνιστά επιβάρυνση δημοσιονομικής φύσεως που εισπράττεται γενικώς σύμφωνα με την ίδια βάση όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) αλλά χωρίς να τηρούνται οι ισχύοντες για τον φόρο αυτό κανόνες του κοινοτικού δικαίου, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 33 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών * κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία), και επομένως παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως δε από το άρθρο 189.

2 Στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί η Δανική Κυβέρνηση προκειμένου να προκαλέσει ανάκαμψη της οικονομίας, ο νόμος 840 της 18ης Δεκεμβρίου 1987 (lov om arbejdsmarkedsbidrag, στο εξής: νόμος 840), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1988, θέσπισε εις βάρος των επιχειρήσεων φόρο, την εισφορά για τη στήριξη της αγοράς εργασίας (στο εξής: AMBI, κατά τα αρχικά που συνήθως χρησιμοποιούνται στη Δανία), ο οποίος προορίζεται να καταστήσει δυνατή τη χρηματοδότηση από τις δημόσιες αρχές ορισμένων κοινωνικών δαπανών με τις οποίες επιβαρύνονταν προηγουμένως οι εργοδότες.

3 Η βάση υπολογισμού της εισφοράς αυτής, ο συντελεστής της οποίας ανερχόταν στο 2,5 %, εφαρμοζόταν διαφορετικά ανάλογα με το αν η επιχείρηση υπέκειτο στον ΦΠΑ ή είχε απαλλαγεί πλήρως ή εν μέρει από τον ΦΠΑ. Για τις επιχειρήσεις που υπόκεινταν πλήρως στον ΦΠΑ, η ΑΜΒΙ υπολογιζόταν επί της ίδιας φορολογικής βάσεως όπως ο ΦΠΑ, ήτοι βάσει του κύκλου εργασιών (η αποκαλούμενη μέθοδος υπολογισμού ΦΠΑ). Για τις άλλες επιχειρήσεις, ο νόμος 840 προέβλεπε άλλοτε μεν την πρώτη αυτή μέθοδο υπολογισμού, άλλοτε δε μια δεύτερη μέθοδο, η οποία συνίστατο στον υπολογισμό του ΑΜΒΙ βάσει του συνόλου των μισθών που κατέβαλε η επιχείρηση, αυξημένου κατά 90 % (η καλούμενη μέθοδος υπολογισμού βάσει του συνόλου των μισθών).

4 Τόσο οι ιδιώτες όσο και η Επιτροπή αμφισβήτησαν τη συμβατότητα της ΑΜΒΙ προς το κοινοτικό δίκαιο, οσάκις υπολογίζεται κατά τη μέθοδο του ΦΠΑ.

5 Οι δανικές εταιρίες Dansk Denkavit και P. Poulsen Trading ζήτησαν από τη διοίκηση τελωνείων την επιστροφή της εισφοράς που καταβλήθηκε το 1988 και το 1989. Προς στήριξη της αιτήσεώς τους, επικαλέστηκαν το ασύμβατο του δανικού νόμου προς το άρθρο 33 της έκτης οδηγίας, καθώς και προς τα άρθρα 9 επ. και προς το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η διαφορά αυτή έφθασε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, του OEstre Landsret, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο, με απόφαση της 20ής Ιουνίου 1990, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα.

6 Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992, C-200/90, Dansk Denkavit (Συλλογή 1992, σ. Ι-2217), το Δικαστήριο, κρίνοντας επί των ερωτημάτων αυτών, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 33 της έκτης οδηγίας απαγορεύει τη θέσπιση ή τη διατήρηση εισφοράς δημοσιονομικής φύσεως η οποία:

* καταβάλλεται τόσο για υποκείμενες σε ΦΠΑ δραστηριότητες όσο και για οποιαδήποτε άλλη βιομηχανικής ή εμπορικής φύσεως πράξη που συνίσταται στην επ' ανταλλάγματι παροχή υπηρεσιών,

* εισπράττεται, όσον αφορά τις υποκείμενες σε ΦΠΑ επιχειρήσεις, σύμφωνα με φορολογική βάση πανομοιότυπη με εκείνη που χρησιμοποιείται για τον ΦΠΑ, ήτο ως ποσοστό επί του ύψους των πραγματοποιουμένων πωλήσεων, μετά από έκπτωση της αξίας των πραγματοποιηθεισών αγορών,

* σε αντίθεση με τον ΦΠΑ, δεν καταβάλλεται κατά την εισαγωγή, αλλ' εισπράττεται επί του συνόλου της τιμής πωλήσεως των εισαγομένων εμπορευμάτων κατά τη διενέργεια της πρώτης πωλήσεως εντός του ενδιαφερομένου κράτους μέλους,

* σε αντίθεση με τον ΦΠΑ, δεν αποτελεί αντικείμενο χωριστής ενδείξεως επί του τιμολογίου και

* εισπράττεται παράλληλα με τον ΦΠΑ.

7 Με έγγραφο οχλήσεως της 22ας Μαΐου 1989, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Δανική Κυβέρνηση ότι θεωρούσε ότι η ΑΜΒΙ αποτελούσε φόρο κύκλου εργασιών υπό την έννοια της έκτης οδηγίας και ότι κατά συνέπεια αντέβαινε προς την απαγόρευση του άρθρου 33 της έκτης οδηγίας, η οποία εμπδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν εσωτερικούς φόρους που έχουν τον χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών.

8 Δεδομένου ότι η Δανική Κυβέρνηση της γνωστοποίησε ότι δεν συμφωνούσε με τις αντιρρήσεις αυτές, η Επιτροπή εξέδωσε στις 27 Σεπτεμβρίου 1990 αιτιολογημένη γνώμη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 169 της Συνθήκης, καλώντας την να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να προσαρμόσει τη νομοθεσία της προς το κοινοτικό δίκαιο εντός προθεσμίας ενός μήνα από της κοινοποιήσεως της γνώμης αυτής.

9 Με έγγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 1990, η Δανική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι, κατά την άποψή της, οι ισχυρισμοί της Επιτροπής δεν ήσαν βάσιμοι. Κατά την κυβέρνηση αυτή, η ΑΜΒΙ δεν συνιστούσε φόρο κύκλου εργασιών τον οποίο αφορούσε η απαγόρευση του άρθρου 33 της έκτης οδηγίας. Επομένως, ο νόμος που την επέβαλε ουδόλως παραβιάζει τις αρχές της έκτης οδηγίας ούτε εμποδίζει την ορθή εφαρμογή της.

10 Mε δικόγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 1991, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο της Δανίας παρέβη τις κοινοτικές υποχρεώσεις του.

11 Στις 21 Δεκεμβρίου 1991, ο Δανός νομοθέτης εξέδωσε τον νόμο 891 που κατάργησε τον νόμο περί εισφοράς για τη στήριξη της αγοράς εργασίας και τροποποίησε τον νόμο περί προστιθέμενης αξίας [lom om ophaevelse af lov om arbejdsmarkedsbidrag og om aendring af mervaerdiafgiftsloven (momsloven) m.v., στο εξής: νόμος 891], με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1992. Ο νόμος αυτός κατάργησε πλήρως τις διατάξεις του νόμου 840 που είχαν θεσπίσει την ΑΜΒΙ η οποία βάρυνε τις δανικές επιχειρήσεις. Εξάλλου, τροποποίησε τους συντελεστές του ΦΠΑ που ίσχυαν στη Δανία.

12 Παρά την προπαρατεθείσα προδικαστική απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992 και την έκδοση του νόμου 891 περί καταργήσεως της επίδικης εισφοράς, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να εμμείνει στην προσφυγή της.

13 Εν όψει του υπομνήματος απαντήσεως της Επιτροπής, η προσφυγή αυτή πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα δύο αιτιάσεις.

14 Η πρώτη αιτίαση αφορά την εισφορά που υπολογίζεται βάσει του συνόλου των μισθών. Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως διατηρεί το ενδιαφέρον της διότι δεν είναι βέβαιον ότι ο νόμος 891 κατάργησε την AMBI οσάκις υπολογίζεται βάσει του συνόλου των μισθών.

15 Επισημαίνεται συναφώς, όπως υποστηρίζει η Δανική Κυβέρνηση στο υπόμνημα ανταπαντήσεως και όπως αναγνώρισε η ίδια η Επιτροπή, ότι η αιτίαση αυτή προβλήθηκε στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και όχι στο στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας η οποία επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην εισφορά που υπολογίζεται κατά τη μέθοδο του ΦΠΑ.

16 Από παγία νομολογία, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της οποίας αποτελεί η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 166/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1984, σ. 459, σκέψη 16), προκύπτει ότι το αντικείμενο προσφυγής που ασκείται βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης προσδιορίζεται από τη διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής και την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη καθώς και από τα αιτήματα της προσφυγής, ενώ τόσο η προσφυγή όσο και η αιτιολογημένη γνώμη πρέπει να στηρίζονται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς.

17 Επομένως, η προσφυγή, στο μέτρο που αφορά την εισφορά που υπολογίζεται βάσει του συνόλου των μισθών, είναι απαράδεκτη.

18 Η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής αφορά την εισφορά που υπολογίζεται κατά τη μέθοδο του ΦΠΑ.

19 Με το υπόμνημα αντικρούσεως της 4ης Μαΐου 1992, η Δανική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι το Βασίλειο της Δανίας παρέβη το κοινοτικό δίκαιο θεσπίζοντας την εισφορά στηρίξεως της αγοράς εργασίας που υπολογίζεται κατά τη μέθοδο του ΦΠΑ. Επέμεινε ωστόσο στο γεγονός ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως έχασε το ενδιαφέρον της λόγω της εκδόσεως του νόμου 891 και της προπαρατεθείσας προδικαστικής αποφάσεως της 31ης Μαρτίου 1992.

20 Στο επιχείρημα αυτό η Επιτροπή αντιτάσσει ότι ο νόμος 891, ο οποίος κατάργησε την εισφορά αυτή, τέθηκε σε ισχύ μόλις την 1η Ιανουαρίου 1992, ήτοι μετά την εκπνοή της μηνιαίας προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη.

21 Τονίζεται συναφώς ότι, ακόμη και αν από την προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς το ασυμβίβαστο του δανικού νόμου προς το κοινοτικό δίκαιο, άπαξ η επίδικη εισφορά καταργήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας που θέτει η αιτιολογημένη γνώμη, εναπόκειται αποκλειστικά στην Επιτροπή να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα να εμμείνει στην προσφυγή περί αναγνωρίσεως της παραβάσεως.

22 Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι το Βασίλειο της Δανίας, καθόσον εφάρμοσε και διατήρησε σε ισχύ το θεσπισθέν με τον νόμο 840 της 18ης Δεκεμβρίου 1987, όπως τροποποιήθηκε, φορολογικό σύστημα που προβλέπει την καταβολή της εισφοράς στηρίξεως της αγοράς εργασίας, η οποία είναι επιβάρυνση δημοσιονομικής φύσεως που επιβάλλεται γενικώς σύμφωνα με την ίδια βάση όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας αλλά χωρίς να τηρούνται οι ισχύοντες για τον φόρο αυτό κανόνες του κοινοτικού δικαίου, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 33 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών * κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, και επομένως παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως δε από το άρθρο 189.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

23 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, κατά την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ιδίου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.

24 Επειδή και οι δύο διάδικοι ηττήθηκαν ως προς ορισμένους από τους λόγους που προέβαλαν, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Το Βασίλειο της Δανίας, καθόσον εφάρμοσε και διατήρησε σε ισχύ το θεσπισθέν με τον νόμο 840 της 18ης Δεκεμβρίου 1987, όπως τροποποιήθηκε, φορολογικό σύστημα που προβλέπει την καταβολή της εισφοράς στηρίξεως της αγοράς εργασίας, η οποία είναι επιβάρυνση δημοσιονομικής φύσεως που επιβάλλεται γενικώς σύμφωνα με την ίδια βάση όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας αλλά χωρίς να τηρούνται οι ισχύοντες για τον φόρο αυτό κανόνες του κοινοτικού δικαίου, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 33 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών * κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, και επομένως παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως δε από το άρθρο 189.

2) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.