Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

61993J0484

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 14ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1995. - PETER SVENSSON ΚΑΙ LENA GUSTAVSSON ΚΑΤΑ MINSTRE DU LOGEMENT ET DE L'URBANISME. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: CONSEIL D'ETAT - ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ - ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ΔΑΝΕΙΩΝ ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ - ΔΑΝΕΙΟ ΣΥΝΑΦΘΕΝ ΜΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΜΗ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-484/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-03955


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων * Περιορισμοί * Σύστημα ενισχύσεων υπέρ της κατοικίας που εξαρτά τη χορήγηση επιδοτήσεως επιτοκίου στους δανειολήπτες από την προϋπόθεση συνάψεως του δανείου με πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο επί του εθνικού εδάφους * Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 67)

2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών * Περιορισμοί * Σύστημα ενισχύσεων υπέρ της κατοικίας που εξαρτά τη χορήγηση επιδοτήσεως επιτοκίου στους δανειολήπτες από την προϋπόθεση συνάψεως του δανείου με πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο επί του εθνικού εδάφους * Δικαιολόγηση με την επίκληση λόγων γενικού συμφέροντος ή της ανάγκης διασφαλίσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος * Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 56 και 59)

Περίληψη


1. Το άρθρο 67 της Συνθήκης δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικής ενισχύσεως υπέρ της κατοικίας, ιδίως την επιδότηση επιτοκίου, από τον όρο ότι τα δάνεια για την επιδοτούμενη χρηματοδότηση της κατασκευής, κτήσεως ή βελτιώσεως κατοικίας πρέπει να έχουν συναφθεί με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο εν λόγω κράτος μέλος, όρο που προϋποθέτει την εγκατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στο εν λόγω κράτος.

Πράγματι, η προϋπόθεση αυτή μπορεί να αποθαρρύνει τους ενδιαφερομένους να απευθυνθούν σε τράπεζες εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος και, κατά συνέπεια, παρακωλύει τις κινήσεις κεφαλαίων υπό μορφή τραπεζικών δανείων.

2. Το άρθρο 59 της Συνθήκης δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικής ενισχύσεως υπέρ της κατοικίας, ιδίως την επιδότηση επιτοκίου, από τον όρο ότι τα δάνεια για την επιδοτούμενη χρηματοδότηση της κατασκευής, κτήσεως ή βελτιώσεως κατοικίας πρέπει να έχουν συναφθεί με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο εν λόγω κράτος μέλος, όρο που προϋποθέτει την εγκατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στο εν λόγω κράτος.

Πράγματι, η προϋπόθεση αυτή δημιουργεί, ως προς την παροχή υπηρεσιών που συνιστά η χορήγηση εκ μέρους των τραπεζών δανείων για την κατασκευή κατοικιών, διάκριση εις βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, απαγορευόμενη από το εν λόγω άρθρο και μη δικαιολογούμενη ούτε βάσει των παρεκκλίσεων που επιτρέπει το άρθρο 56 της Συνθήκης, εφόσον αυτό δεν μπορεί να προβληθεί για την επιδίωξη σκοπών οικονομικής φύσεως, ούτε βάσει της ανάγκης διασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος, εφόσον δεν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της χορηγήσεως του ευεργετήματος αυτού στους δανειολήπτες και της χρηματοδοτήσεώς του από τα έσοδα του φόρου που επιβάλλεται επί των κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-484/93,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d' Etat του Λουξεμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Peter Svensson,

Lena Gustavsson

και

Ministre du Logement et de l' Urbanisme,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 67 και 71 της Συνθήκης ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, D. A. O. Edward και G. Hirsch, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), C. Gulmann, J. L. Murray, P. Jann, H. Ragnemalm και L. Sevon, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Β. Εlmer

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Fernand Entringer, δικηγόρο Λουξεμβούργου,

* η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Παναγιώτη Καμαρινέα, νομικό σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και τη Χριστίνα Σιταρά, δικαστικό αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις Marie-Jose Jonczy, νομικό σύμβουλο, και Helene Michard, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των προσφευγόντων, εκπροσωπουμένων από τον Fernand Entringer, της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου, εκπροσωπουμένης από τον A. Rodesch, δικηγόρο Λουξεμβούργου, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Παναγιώτη Καμαρινέα, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τις Marie-Jose Jonczy και Helene Michard, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 1995,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 1993, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Δεκεμβρίου 1993, το Conseil d' Etat του Λουξεμβούργου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία διατάξεων της εν λόγω Συνθήκης και, ιδίως, των άρθρων 67 και 71 αυτής.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του ζεύγους Svensson-Gustavsson, κατοίκων Λουξεμβούργου, και του Ministre du Logement et de l' Urbanisme (Υπουργείου Κατοικίας και Πολεοδομίας), το οποίο, με απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 1992, αρνήθηκε να τους χορηγήσει επιδότηση επιτοκίου λόγω συντηρουμένων τέκνων σχετικά με δάνειο προοριζόμενο για χρηματοδότηση της κατασκευής κατοικίας στην Bereldange και συναφθέν με το Comptoir d' escompte de Belgique SA, με έδρα τη Λιέγη (Βέλγιο).

3 Η αρνητική απόφαση στηρίχθηκε στο άρθρο 1, σημείο 3, του διατάγματος του Μεγάλου Δουκάτου, της 17ης Ιουνίου 1991, περί των προϋποθέσεων παροχής του ευεργετήματος της επιδοτήσεως επιτοκίου για την κατασκευή, απόκτηση ή βελτίωση κατοικίας, κατά το οποίο η επιδότηση επιτοκίου χορηγείται μόνο στα πρόσωπα που έχουν συνάψει δάνειο με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο Λουξεμβούργο. Την προϋπόθεση αυτή δεν πληροί το Comptoir d' escompte de Belgique.

4 Το Conseil d' Etat του Λουξεμβούργου, το οποίο επελήφθη προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως, μετά τη διαπίστωση ότι το διάταγμα του Μεγάλου Δουκάτου δεν υπερέβαινε τα όρια της εξουσιοδοτικής νομικής βάσεως, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

"Αντιβαίνει προς τις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης, και ειδικότερα προς τα άρθρα 67 και 71 αυτής, διάταξη με την οποία κράτος μέλος εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικής ενισχύσεως για την απόκτηση κατοικίας, ιδίως δε την επιδότηση επιτοκίου, από την προϋπόθεση ότι τα δάνεια που προορίζονται για τη χρηματοδότηση της κατασκευής, κτήσεως ή βελτιώσεως κατοικίας συνάπτονται με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο εντός αυτού του κράτους μέλους;"

5 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 203/80, Casati, Συλλογή 1981, σ. 2595, σκέψεις 8 έως 13), το άρθρο 67, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν συνεπάγεται, από του τέλους της μεταβατικής περιόδου, την κατάργηση των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων. Πράγματι, η κατάργηση αυτή απορρέει από τις στηριζόμενες στο άρθρο 69 οδηγίες του Συμβουλίου.

6 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων καταργήθηκαν με την οδηγία 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (ΕΕ L 178, σ. 5), η οποία εκδόθηκε βάσει των άρθρων 69 και 70, παράγραφος 1, και ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, κατά το άρθρο 1:

"Τα κράτη μέλη καταργούν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων. Για την ευχερέστερη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι κινήσεις κεφαλαίων ταξινομούνται σύμφωνα με την ονοματολογία του παραρτήματος Ι."

7 Το σημείο VΙΙΙ του παραρτήματος αυτού αναφέρεται, ακριβώς, στις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πιστώσεις. Επομένως, οι σχετικές με τις πράξεις αυτές κινήσεις κεφαλαίων έχουν ήδη ελευθερωθεί.

8 Συνεπώς, επιβάλλεται να εξεταστεί αν κανονιστική ρύθμιση όπως η παρούσα παρεμβάλλει εμπόδια στις ελευθερωμένες αυτές κινήσεις κεφαλαίων.

9 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 1 του προαναφερθέντος διατάγματος του Μεγάλου Δουκάτου, η επιδότηση επιτοκίου χορηγείται μόνον εφόσον τα πρόσωπα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις αποδείξουν, επιπλέον, ότι "έχουν συνάψει με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ή με συνταξιοδοτικούς φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δάνειο για την κατασκευή, απόκτηση ή τη βελτίωση κατοικίας κειμένης στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου την οποία κατέχει ο αιτών πραγματικώς και μονίμως". Από την απάντηση της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου σε ερώτηση του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να λάβει την έγκριση, η τράπεζα πρέπει να έχει συσταθεί, ή να είναι εγκατεστημένη, στο Λουξεμβούργο είτε μέσω θυγατρικής είτε με υποκατάστημά της.

10 Διατάξεις, όμως, που προϋποθέτουν την εγκατάσταση μιας τράπεζας σε κράτος μέλος για την παροχή σε δανειολήπτες που κατοικούν στο εν λόγω κράτος επιδοτήσεως του επιτοκίου, ευεργετήματος χορηγουμένου από πόρους του δημοσίου, αποθαρρύνουν τους ενδιαφερομένους να απευθυνθούν σε τράπεζες εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος και, κατά συνέπεια, παρακωλύουν τις κινήσεις κεφαλαίων υπό μορφή τραπεζικών δανείων.

11 Εξάλλου, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 61, παράγραφος 2, της Συνθήκης, "Η ελευθέρωση των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών που συνδέονται με τις κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να πραγματοποιηθεί σε αρμονία με την προοδευτική ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων." Εφόσον πράξεις όπως τα δάνεια για την κατασκευή κατοικίας που χορηγούν οι τράπεζες συνιστούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 59 της Συνθήκης, πρέπει επίσης να εξεταστεί αν η κανονιστική ρύθμιση στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

12 Πρώτον, διαπιστώνεται ότι κανονιστική ρύθμιση που θέτει ως προϋπόθεση για την παροχή επιδοτήσεως επιτοκίου τη σύναψη των δανείων με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο οικείο κράτος μέλος συνιστά, επίσης, διάκριση εις βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, απαγορευόμενη από το άρθρο 59, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης.

13 Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί ενόψει των διατάξεων της Συνθήκης. Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, υποστηριζόμενη προς τούτο από την Ελληνική Κυβέρνηση, παρατηρεί ότι η επίμαχη προϋπόθεση εντάσσεται σε μια κοινωνική πολιτική με σοβαρές δημοσιονομικές και οικονομικές επιπτώσεις. Μόνο για το έτος 1994 η αναγραφείσα στον κρατικό προϋπολογισμό πίστωση για τις επιδοτήσεις ανήλθε σε 1 410 236 417 βελγικά φράγκα (BFR), δηλαδή στο 1 % περίπου του συνολικού προϋπολογισμού. Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, όμως, ανακτά, μέσω της φορολογήσεως των κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων, σημαντικό μέρος, περίπου το ήμισυ, του ποσού που καταβάλλει υπό μορφή επιδοτήσεως επιτοκίου, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα να εφαρμόζει μια κοινωνική πολιτική υπέρ της κατοκίας και να διαθέτει σημαντικά ποσά υπέρ του ειδικού ταμείου κατοικίας. Συνεπώς, ελλείψει της συγκεκριμένης κανονιστικής ρυθμίσεως, η πολιτική ενισχύσεως της κατοικίας θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία ή τουλάχιστον δεν θα μπορούσε να είναι τόσο πλουσιοπάροχη όσο η εφαρμοζόμενη σήμερα, ώστε μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση να μην αντίκειται στο άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

14 Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

15 Πράγματι, όπως τονίστηκε στη σκέψη 12, η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση συνεπάγεται δυσμενή διάκριση λόγω τόπου εγκαταστάσεως. Μια τέτοια δυσμενή διάκριση μπορούν να δικαιολογήσουν μόνον οι λόγοι γενικού συμφέροντος που μνημονεύονται στο άρθρο 56, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 66, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται σκοποί οικονομικής φύσεως (βλ., ιδίως, απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-288/89, Collectieve Antennevoorziening Gouda κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-4007, σκέψη 11).

16 Βεβαίως, με τις αποφάσεις του της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann (Συλλογή 1992, σ. Ι-249), και C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1992, σ. Ι-305), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής ενός φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογήσει κανονιστική ρύθμιση δυνάμενη να περιορίσει τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

17 Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν συντρέχει στην παρούσα υπόθεση.

18 Πράγματι, ενώ στις προαναφερθείσες υποθέσεις υφίστατο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της δυνατότητας εκπτώσεως των εισφορών και της φορολογήσεως των ποσών που όφειλαν να καταβάλλουν οι ασφαλιστές προς εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων γήρατος και θανάτου, σύνδεσμος που έπρεπε να διατηρηθεί προκειμένου να διασφαλισθεί η συνοχή του συγκεκριμένου φορολογικού συστήματος, στην προκειμένη υπόθεση δεν υφίσταται κανένας άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της παροχής στους δανειολήπτες του ευεργετήματος της επιδοτήσεως επιτοκίου και της χρηματοδοτήσεως αυτού του ευεργετήματος από τα έσοδα του φόρου που επιβάλλεται επί των κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων.

19 Συνεπώς, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 59 και 67 της Συνθήκης δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικής ενισχύσεως υπέρ της κατοικίας, ιδίως την επιδότηση επιτοκίου, από τον όρον ότι τα δάνεια για την επιδοτούμενη χρηματοδότηση της κατασκευής, κτήσεως ή βελτιώσεως κατοικίας πρέπει να έχουν συναφθεί με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο εν λόγω κράτος μέλος, όρο που προϋποθέτει την εγκατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στο εν λόγω κράτος.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

20 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Conseil d' Etat του Λουξεμβούργου με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 1993, αποφαίνεται:

Τα άρθρα 59 και 67 της Συνθήκης ΕΚ δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικής ενισχύσεως υπέρ της κατοικίας, ιδίως την επιδότηση επιτοκίου, από τον όρον ότι τα δάνεια για την επιδοτούμενη χρηματοδότηση της κατασκευής, κτήσεως ή βελτιώσεως κατοικίας πρέπει να έχουν συναφθεί με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο εν λόγω κράτος μέλος, όρο που προϋποθέτει την εγκατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στο εν λόγω κράτος.