Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

61997J0006

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 19ης Μαΐου 1999. - Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατική ενίσχυση - Έννοια - Πίστωση φόρου - Αξίωση επιστροφής - Απόλυτη αδυναμία. - Υπόθεση C-6/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-02981


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Έννοια - Παροχή από τις δημόσιες αρχές φορολογικής απαλλαγής σε ορισμένες επιχειρήσεις - Περιλαμβάνεται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

2 Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Προσβολή του ανταγωνισμού - Φορολογική απαλλαγή που παρέχεται στις εγκατεστημένες εντός κράτους μέλους επιχειρήσεις χωρίς αποτελεσματικό αντιστάθμισμα όσον αφορά τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

3 Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Ανάκτηση παρανόμου ενισχύσεως - Υποχρέωση - Μη εκτέλεση - Δικαιολόγηση - Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως - Δεν υφίσταται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 2 (νυν άρθρο 88 § 2 ΕΚ)]

Περίληψη


1 Η έννοια της ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ) περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα.

Ένα μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές χορηγούν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, η οποία, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά πόρων του κράτους, θέτει τους εξ αυτής επωφελουμένους σε οικονομική κατάσταση περισσότερο ευνοϋκή απ' ό,τι οι λοιποί φορολογούμενοι, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

2 Ένα σύστημα πιστώσεως φόρου υπέρ των οδικών μεταφορέων εμπορευμάτων που είναι υπήκοοι κράτους μέλους συνεπάγεται αρνητικά αποτελέσματα επί των ανταγωνιστών των εξ αυτού επωφελουμένων, δηλαδή των οδικών μεταφορέων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, και εκτελούν οδικές μεταφορές είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό άλλου, και τούτο εφόσον έστω και αν η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους προβλέπει τη χορήγηση κάποιου αντισταθμιστικού οφέλους στους μεταφορείς αυτούς, οι τελευταίοι δεν δύνανται, ελλείψει διατάξεων που να διασαφηνίζουν τις σχετικές με τη χορήγηση αυτού του αντισταθμιστικού οφέλους λεπτομέρειες, να προβάλλουν λυσιτελώς το δικαίωμα για τη λήψη αυτού.

3 Μολονότι γίνεται δεκτό ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως κοινοτικής αποφάσεως που το υποχρεώνει να ανακτήσει μια παρανόμως χορηγηθείσα ενίσχυση, ωστόσο η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται όταν το οικείο κράτος μέλος περιορίζεται στο να επικαλείται τις νομικής φύσεως δυσχέρειες ή πρακτικές που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια για την ανάκτηση της ενισχύσεως από τις εν λόγω επιχειρήσεις.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-6/97,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Umberto Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adιlaοde,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την Laura Pignataro και τον Anders C. Jessen, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και από τον Enrico Altieri, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην υπηρεσία αυτή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

" που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 97/270/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1996, όσον αφορά το καθεστώς πίστωσης φόρου στον κλάδο της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων στην Ιταλία (C 45/95 ex ΝΝ 48/95) (ΕΕ 1997, L 106, σ. 22),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch (εισηγητή), G. F. Mancini, H. Ragnemalm και R. Schintgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 1998, κατά την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε από τον Oscar Fiumara και η Επιτροπή από τη Laura Pignataro και τον Δημήτριο Τριανταφύλλου, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιανουαρίου 1997, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), την ακύρωση της αποφάσεως 97/270/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1996, όσον αφορά το καθεστώς πίστωσης φόρου στον κλάδο της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων στην Ιταλία (C 45/95 ex ΝΝ 48/95) (ΕΕ 1997, L 106, σ. 22, στο εξής: επίδικη απόφαση).

2 Η Ιταλική Δημοκρατία θέσπισε, για τα οικονομικά έτη 1993 και 1994, ένα καθεστώς πιστώσεως φόρου υπέρ των Ιταλών μεταφορέων που εκτελούν οδικές μεταφορές εμπορευμάτων καθώς και αντισταθμιστικές πληρωμές για τους μη Ιταλούς κοινοτικούς μεταφορείς, ανάλογα με την κατανάλωση καυσίμων κατά τα δρομολόγια που εκτελούν στο ιταλικό έδαφος, και τούτο σύμφωνα με τις διαδικαστικές λεπτομέρειες που εκτίθενται στους νόμους 162, της 27ης Μαου 1993 (GURI αριθ. 123, της 28ης Μαου 1993), και 84, της 22ας Μαρτίου 1995 (GURI αριθ. 68, της 22ας Μαρτίου 1995), καθώς και στο νομοθετικό διάταγμα 402, της 26ης Σεπτεμβρίου 1995 (GURI αριθ. 226, της 27ης Σεπτεμβρίου 1995).

3 Η πίστωση φόρου χορηγούνταν υπό τη μορφή μιας ενισχύσεως η οποία συνίστατο στο γεγονός ότι οι Ιταλοί οδικοί μεταφορείς μπορούσαν να εκπίπτουν, με δική τους επιλογή, ένα ορισμένο ποσό από τα ποσά που όφειλαν ως φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, τοπικό φόρο επί του εισοδήματος και φόρο επί της προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ), καθώς και από τις παρακρατήσεις στην πηγή για τα εισοδήματα των μισθωτών και τις εξισωτικές πληρωμές για την αυτοτελώς ασκούμενη εργασία. Οι Ιταλοί οδικοί μεταφορείς εμπορευμάτων επί των οποίων εφαρμοζόταν αυτό το καθεστώς πιστώσεως φόρου ήσαν οι μεταφορείς εκείνοι που ήσαν εγγεγραμμένοι στο διεπόμενο από τον νόμο 298 της 6ης Ιουνίου 1974 μητρώο.

4 Το ύψος της πιστώσεως φόρου ναι μεν καθοριζόταν ως ποσοστιαία αναλογία επί του πραγματικού κόστους των καυσίμων και λιπαντικών, εκτός ΦΠΑ, πλην όμως δεν μπορούσε να υπερβαίνει ορισμένα ανώτατα όρια, τα οποία ορίζονταν σε αναλογία με το βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου του φορτίου, ανάλογα με το αν το συνολικό βάρος ήταν κάτω των 6 000 kg, μεταξύ 6 000 και 11 500 kg, μεταξύ 11 500 και 24 000 kg και άνω των 24 000 kg. Τα μέγιστα ποσά υπολογίζονταν με βάση την υπόθεση ότι οι τέσσερις κατηγορίες οχημάτων μπορούσαν να διανύουν αντιστοίχως 8, 6, 3,5 και 2,2 χιλιόμετρα ανά λίτρο καταναλισκομένου πετρελαίου.

5 Εξάλλου, το καθεστώς προέβλεπε, για κάθε χρονική περίοδο εφαρμογής του, την καταβολή αντισταθμιστικών πληρωμών υπέρ των επιχειρήσεων μεταφορών που ήσαν εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, και τούτο με βάση την κατανάλωση του πετρελαίου κινήσεως που ήταν αναγκαίο για την πραγματοποίηση της διαδρομής επί του ιταλικού εδάφους. Ο προϋπολογισμός που είχε διατεθεί για την καταβολή αυτών των αντισταθμιστικών πληρωμών ανερχόταν, αντιστοίχως, για το έτος 1993 και για το πρώτο και δεύτερο εξάμηνο του 1994, σε 30, 15 και 8 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες (LIT).

6 Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ 1996, C 3, σ. 2), η Επιτροπή πληροφόρησε τις ιταλικές αρχές σχετικά με την απόφασή της να κινήσει κατά του φορολογικού αυτού καθεστώτος τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ). Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία, αφενός, να της αποστείλει όλα τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία που ήσαν αναγκαία για να μπορέσει να εξετάσει το συμβατό της ενισχύσεως και, αφετέρου, την άμεση αναστολή καταβολής κάθε νέας, υπό τη μορφή πιστώσεως φόρου, ενισχύσεως.

7 Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 1996. Μεταξύ άλλων, διευκρίνισε ότι δεν είχαν εισέτι οριστικοποιηθεί τα κείμενα των υπουργικών αποφάσεων με τις οποίες επρόκειτο να καθοριστούν οι εκτελεστικές λεπτομέρειες σχετικά με την καταβολή των αντισταθμιστικών πληρωμών στις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις και ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτές οι υπουργικές αποφάσεις δεν θα εκδίδονταν, και τούτο προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις εντολές της Επιτροπής.

8 Μετά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 22 Οκτωβρίου 1996, την επίδικη απόφαση, της οποίας τα άρθρα 1, 2 και 3 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Το καθεστώς ενισχύσεων που θέσπισε η Ιταλία υπέρ των ιταλών μεταφορέων που εκτελούν οδικές μεταφορές εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων υπό την μορφή πίστωσης φόρου, με βάση την αναλυτική διαδικασία που εκτίθεται στον νόμο 162 της 27ης Μαου 1993 (GURI αριθ. 123 της 28. 5. 1993) και στον νόμο 84 της 22ας Μαρτίου 1995 (GURI αριθ. 68 της 22.3.1995), καθώς και με το νομοθετικό διάταγμα 402 της 26ης Σεπτεμβρίου 1995 (GURI αριθ. 226 της 27.9.1995) είναι αθέμιτο, επειδή τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 92 παράγραφος 3. Το καθεστώς αυτό είναι επιπλέον ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, βάσει των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επειδή δεν πληροί κανέναν από τους όρους που απαιτούνται για την εφαρμογή των εξαιρέσεων του άρθρου 92, παράγραφοι 2 και 3, ενώ δεν πληροί ούτε τους όρους του κανονισμού (ΕΟΚ) 1107/70.

Άρθρο 2

Η Ιταλία καταργεί την προαναφερθείσα ενίσχυση, απέχει από την θέσπιση νέων νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων, στόχος των οποίων είναι η καθιέρωση νέων ενισχύσεων με την μορφή που αναπτύχθηκε στο άρθρο 1 και θα ζητήσει την επιστροφή των ενισχύσεων. Η επιστροφή των ενισχύσεων γίνεται με βάση τους διαδικαστικούς και εκτελεστικούς κανόνες της ιταλικής νομοθεσίας και το ποσό προσαυξάνεται κατά τους τόκους υπερημερίας, οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων, από την ημερομηνία καταβολής των ενισχύσεων έως την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής του ποσού.

Άρθρο 3

Η Ιταλική Κυβέρνηση ενημερώνει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή.»

9 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από την παράβαση των άρθρων 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης, λόγο ο οποίος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, ένα κύριο και ένα επικουρικό.

10 Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά κύριο λόγο, ότι το καθεστώς του φορολογικού χαρακτήρα ενισχύσεως δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, και τούτο για τον λόγο ότι δεν υφίσταται χορήγηση - άμεση ή έμμεση - κρατικών πόρων, πράγμα που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό επηρεάζοντας τον ενδοκοινοτικό εμπόριο. Επικουρικώς, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως αξίωση επιστροφής της ενισχύσεως είναι απολύτως αδύνατη.

Όσον αφορά τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης

11 Με βάση τη διαπίστωση, στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του τμήματος IV της επίδικης αποφάσεως, ότι «Το άρθρο 92 δεν διακρίνει ανάλογα με τη μορφή, τα αίτια ή τους αντικειμενικούς στόχους των σχετικών παρεμβάσεων αλλά ότι αυτές ορίζονται σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους», η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι θα μπορούσε να έχει νομίμως επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που πέτυχε με την πίστωση φόρου μειώνοντας το ποσό φόρου επί των καυσίμων, πράγμα που θα συνεπαγόταν αναλογική μείωση του ΦΠΑ και της τιμής του πετρελαίου κινήσεως στην αντλία. Όμως, τέτοιο καθεστώς δεν καθιερώθηκε για τον λόγο ότι, αν τούτο είχε επεκταθεί επί του συνόλου των καταναλωτών που χρησιμοποιούν πετρέλαιο κινήσεως - επιχειρήσεις και ιδιώτες - θα είχε προκαλέσει μια απαράδεκτη συνολική μείωση των φορολογικών πόρων, ενώ, αν είχε υπάρξει διαφοροποίηση τιμής όσον αφορά την πώληση πετρελαίου μεταξύ των οδικών μεταφορέων και των λοιπών χρηστών (μεταξύ άλλων των ιδιοκτητών αυτοκινήτων) δεν θα μπορούσε να έχει εξευρεθεί καμία ικανοποιητική λύση για την πρόληψη απατών, και τούτο λόγω του ότι θα ήταν αδύνατη η θέσπιση διακρίσεως μεταξύ των πόρων που χορηγούνται στους μεν και των πόρων που χορηγούνται στους άλλους.

12 Περαιτέρω, η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι, αντίθετα με τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του τμήματος IV της επίδικης αποφάσεως, η πίστωση φόρου υπέρ των Ιταλών οδικών μεταφορέων δεν αποτελεί ούτε προσωρινή ούτε οριστική παρέκκλιση από την εφαρμογή ενός γενικού φορολογικού καθεστώτος. Πράγματι, ο φόρος εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων, ο ακαθάριστος φόρος επί του εισοδήματος και ο ΦΠΑ, καθώς και οι κρατήσεις στην πηγή του εισοδήματος των μισθωτών και οι εξισωτικές πληρωμές για την αυτοτελώς ασκούμενη εργασία θα παρέμεναν αναλλοίωτοι τόσο όσον αφορά τον τύπο όσο και την ουσία. Όντως, η φορολογική ελάφρυνση, που συνδέεται στενώς με την ποσότητα πετρελαίου κινήσεως και ορυκτελαίων που έχουν αγοραστεί στην Ιταλία, αποτελεί απλώς μια λογιστική πράξη υπό τη μορφή «ταμειακής αντισταθμίσεως», δηλαδή έμμεση επιστροφή των καταβληθεισών επί των καυσίμων φορολογικών επιβαρύνσεων.

13 Σύμφωνα με την Επιτροπή, η προβλεπόμενη από τη Συνθήκη και αναγνωριζόμενη από τη νομολογία του Δικαστηρίου έννοια της ενισχύσεως, που είναι εξαιρετικώς ευρεία, καθιστά όλως περιττή την έρευνα επί της ιδίας της φύσεως του μέτρου κατά το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές της οικείας επιχειρήσεως, και τούτο εφόσον δεν αμφισβητείται ότι το μέτρο αυτό συνεπάγεται μείωση των εισροών για τον προϋπολογισμό του κράτους (εν προκειμένω, πρόκειται ακριβώς για φορολογικές εισροές) και μεταφράζεται σε αντίστοιχο για ορισμένες επιχειρήσεις πλεονέκτημα.

14 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϋκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

15 Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (βλ. τις αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547, ειδικότερα 557, και της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-200/97, Ecotrade, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

16 Ένα μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές χορηγούν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, η οποία, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά πόρων του κράτους, θέτει τους δικαιούχους σε οικονομική κατάσταση περισσότερο ευνοϋκή απ' ό,τι οι λοιποί φορολογούμενοι, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de Espaρa, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 14).

17 Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η αποτελούσα το αντικείμενο της επίδικης αποφάσεως εθνική νομοθεσία είχε ως αντικείμενο τη μείωση του φορολογικού βάρους των οδικών μεταφορέων εμπορευμάτων για λογαριασμό άλλου. Δεδομένου ότι πληρούται η προϋπόθεση του ειδικού χαρακτήρα, πράγμα που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Ecotrade, σκέψη 40), δεν έχει σημασία να προσδιοριστεί αν άλλες φορολογικές ρυθμίσεις από τις οποίες επωφελήθηκε επίσης ο οικείος τομέας δεν θα χαρακτηρίζονταν ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

18 Η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ακόμη ότι, στην Ιταλία, οι ειδικοί φόροι επί του πετρελαίου κινήσεως, όπως ακριβώς και οι ειδικοί φόροι επί των λοιπών ορυκτελαίων, αποτελούν πάντοτε σημαντικό στοιχείο των εσόδων του κράτους και, όπως είναι επόμενο, είναι πάντοτε υψηλοί, οι υψηλότεροι σ' ολόκληρη την Κοινότητα. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία παραπέμπει στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του τμήματος IV της επίδικης αποφάσεως, απ' όπου προκύπτει ότι ειδικοί φόροι επί του πετρελαίου κινήσεως που ισχύουν στα όμορα κράτη είναι σαφώς χαμηλότεροι αυτών που επιβάλλονται στην Ιταλία.

19 Σύμφωνα με την Ιταλική Δημοκρατία, αντίθετα προς τη διαπίστωση της έβδομης αιτιολογικής σκέψης κατά την οποία οι διαφορές που υφίστανται στις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και οδηγούν σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού δεν δικαιολογούν τη χορήγηση αντισταθμιστικών κρατικών ενισχύσεων, το θεσπισθέν καθεστώς αποκατέστησε μια νομοθετική ισοτιμία (μέσω ενός συστήματος επιστροφών περισσότερου μεν εύκαμπτου απ' όσο μια μείωση της φορολογικής πιέσεως, έχοντος όμως απολύτως ισοδύναμα αποτελέσματα) απαραίτητη για το σύνολο του οικείου τομέα.

20 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι μια διαφοροποίηση ως προς τη φορολογική επιβάρυνση μιας δραστηριότητας δεν μπορεί, από μόνη της, να αποτελεί χορήγηση κρατικής ενισχύσεως. Εν προκειμένω, το καθεστώς της πιστώσεως φόρου σημαίνει αύξηση του ακαθαρίστου περιθωρίου αυτοχρηματοδοτήσεως ενός και μόνο οικονομικού τομέα, συγκεκριμένα αυτού των Ιταλών οδικών μεταφορέων εμπορευμάτων για λογαριασμό άλλου, και τούτο μέσω της προβλέψεως μιας προσωρινής παρεκκλίσεως από την εφαρμογή ενός γενικού φορολογικού καθεστώτος. Επομένως, δεν πρόκειται για απαλλαγή δικαιολογούμενη από τη φύση ή από την οικονομία του καθεστώτος.

21 Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού κάποιου οικονομικού τομέα προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να αφαιρέσει από τα μέτρα αυτά τον χαρακτήρα ενισχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 6/69 και 11/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 193, σκέψη 21). Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η πίστωση φόρου συνεπάγεται αρνητικά αποτελέσματα επί των ανταγωνιστών των δικαιούχων, δηλαδή αυτών που όντας εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη εκτελούν οδικές μεταφορές για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου.

22 Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι καμιά επιστροφή δεν προβλέπεται υπέρ των επιχειρήσεων που εκτελούν μεταφορές για ίδιο λογαριασμό, οπότε η τιμή του πετρελαίου κινήσεως βαρύνει εξ ολοκλήρου το κόστος διανομής των προϋόντων. Παρ' όλ' αυτά, αυτό το μέρος του συνολικού κόστους ελάχιστη μόνο έχει επίπτωση, εφόσον αποτελεί απλώς ένα ασήμαντο παρεπόμενο στοιχείο στο γενικότερο πλαίσιο του συνολικού κόστους της κύριας δραστηριότητας της επιχειρήσεως και βεβαίως δεν συνδέεται άμεσα με το κόστος παραγωγής που βαρύνει τις λοιπές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της κοινής αγοράς. Λόγω της ανομοιογενείας που χαρακτηρίζει τις οικείες δραστηριότητες, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του τμήματος IV της επίδικης αποφάσεως, η σύγκριση των συνθηκών ασκήσεως ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άλλες δραστηριότητες που θα μπορούσαν να ασκούνται από τις επιχειρήσεις.

23 Όσον αφορά την επίπτωση της φορολογικού χαρακτήρα ενισχύσεως στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων μεταφορών σε κοινοτικό επίπεδο, η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι, αντίθετα προς ό,τι αναφέρεται στην ένατη αιτιολογική σκέψη, ο μηχανισμός υπολογισμού του ποσού της πιστώσεως φόρου, ιδίως ενόψει των ανωτάτων ορίων που προβλέπονται για κάθε μια από τις κατηγορίες οχημάτων, δεν ευνοεί τα οχήματα με μεγάλες δυνατότητες μεταφοράς, δηλαδή αυτά μεταξύ των οποίων παρατηρείται, συχνότατα, ανταγωνισμός στις διεθνείς αγορές. Διασαφηνίζει ότι καθώς οι Ιταλοί μεταφορείς κινούνται εκτός της χώρας, δεν ασκούν δραστηριότητες μόνο στο έδαφος επί του οποίου μεταβαίνουν με καύσιμα που έχουν αγοράσει επιτοπίως σε χαμηλότερη τιμή· όπως ακριβώς και οι μη Ιταλοί μεταφορείς, επιστρέφουν στην Ιταλία αφού έχουν γεμίσει το ρεζερβουάρ τους, το δε αγορασθέν στην αλλοδαπή πετρέλαιο κινήσεως δεν παίζει ρόλο όσον αφορά τον καθορισμό της φορολογικού χαρακτήρα ενισχύσεως. Επομένως, αυτοί που επωφελούνται περισσότερο από το καθεστώς είναι οι Ιταλοί μεταφορείς που δεν πραγματοποιούν μεταφορές στην αλλοδαπή.

24 Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ισορροπία στον ανταγωνισμό μεταξύ των μεταφορέων για ίδιο λογαριασμό και αυτών που εκτελούν μεταφορές για λογαριασμό άλλου μπορεί να διασαλευθεί από μια ενίσχυση η οποία μειώνει, για μια από τις κατηγορίες αυτές, ένα κόστος που όλες οφείλουν να λαμβάνουν κατά τον ίδιο τρόπο υπόψη κατά τον υπολογισμό των κερδών τους. Τούτο ισχύει, προφανέστατα, τόσο όσον αφορά την εισαγωγή διακρίσεων μεταξύ των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων που εκτελούν μεταφορές για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου όσο και όσον αφορά την εισαγωγή διακρίσεων μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων μεταφορών (ενόψει του μεγίστου αριθμού οχημάτων για τα οποία ο ιταλικός νόμος επιτρέπει την πίστωση φόρου).

25 Πρέπει να υπομνησθεί ότι από το κείμενο της δεκάτης τετάρτης αιτιολογικής σκέψεως του τμήματος IV της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι «οι Ιταλοί μεταφορείς που εκτελούν οδικές μεταφορές εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων ανταγωνίζονται τόσο τους οδικούς μεταφορείς άλλων εθνικοτήτων όσο και τις επιχειρήσεις μεταφοράς εμπορευμάτων για ίδιο λογαριασμό».

26 Όσον αφορά τις μεταφορές για ίδιο λογαριασμό, στη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι αυτές αντιπροσώπευαν στην ουσία, το 1992, ποσοστό 19,2 % των εθνικών μεταφορών και 3,8 % των διεθνών μεταφορών που εκτελούνταν από ιταλικές επιχειρήσεις. Όσον αφορά τον ανταγωνισμό με άλλες κοινοτικές επιχειρήσεις μεταφορών για λογαριασμό άλλου, στη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη αναφέρεται ότι, το 1992, οι διεθνείς μεταφορές αντιπροσώπευαν, με κριτήριο τους χιλιομετρικούς τόνους της δραστηριότητας των Ιταλών οδικών μεταφορέων για λογαριασμό άλλου, περίπου το 16,2 %.

27 Η Ιταλική Δημοκρατία παραδέχεται ότι το επίμαχο σύστημα πιστώσεως φόρου συνεπάγεται αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεταξύ Ιταλών και αλλοδαπών οδικών μεταφορέων. Προκειμένου περί της θέσεως κατά την οποία τα οχήματα με μεγάλες δυνατότητες μεταφοράς, δηλαδή αυτά μεταξύ των οποίων υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να υφίσταται ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά, δεν επωφελούνται περισσότερο από το σύστημα, δεδομένου ότι ασκούν δραστηριότητες στο ιταλικό έδαφος κινούμενα με πετρέλαιο αγορασθέν στην αλλοδαπή, πράγμα που δεν παίζει ρόλο όσον αφορά τον προσδιορισμό της φορολογικού χαρακτήρα ενισχύσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η θέση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο.

28 Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τη διαπίστωση της ενδέκατης αιτιολογικής σκέψεως κατά την οποία οι λεπτομέρειες εφαρμογής των αντισταθμιστικών πληρωμών δεν υπήρξαν ούτε σαφείς ούτε το αντικείμενο κάποιας ρυθμίσεως σχετικά με την εφαρμογή τους, η θέσπιση της εκτελεστικής αποφάσεως αναφορικά με την καταβολή των αντισταθμιστικών πληρωμών στους μη Ιταλούς μεταφορείς παρεμποδίστηκε από την κίνηση της διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Όμως, η μη έγκαιρη θέσπιση, όπως επιβαλλόταν από τις περιστάσεις, της ρυθμίσεως για την οργάνωση της διαδικασίας δεν εμποδίζει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν ακόμα και σήμερα την αίτησή τους για επιστροφή βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Η ανυπαρξία, μέχρι σήμερα, οποιασδήποτε τέτοιου είδους αιτήσεως αποδεικνύει ότι οι αλλοδαποί επιχειρηματίες, οι οποίοι άσκησαν δραστηριότητες στην Ιταλία έχοντας γεμίσει το ρεζερβουάρ τους με καύσιμα αγορασθέντα σε χαμηλότερη τιμή στο έδαφος προελεύσεως, δεν εκδηλώνουν κατ' ουσίαν κανένα ενδιαφέρον για το σύστημα.

29 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, μολονότι είναι αληθές ότι τα εν λόγω διατάγματα δεν εκδόθηκαν, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν χορηγήθηκε εν τω μεταξύ στους Ιταλούς οδικούς μεταφορείς πίστωση φόρου δυνάμει των ισχυουσών νομοθετικών πράξεων. Επομένως, η Ιταλική Κυβέρνηση αρκέστηκε στο να μη θεσπίσει άλλες διατάξεις, σεβόμενη την εντολή που μνημονεύεται στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως και περιοριζόμενη στο ισχύον και εισάγον δυσμενείς διακρίσεις καθεστώς, κάνοντας έτσι μια «επιλογή» μεταξύ των διατάξεων και εφαρμόζοντας, στην πραγματικότητα, το καθεστώς σχετικά με το οποίο η Επιτροπή είχε ήδη κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως. Επομένως, η στάση των μη Ιταλών μεταφορέων οι οποίοι δεν υπέβαλαν καμία αίτηση επιστροφής εξηγείται ακριβώς από την ανυπαρξία σχετικής ρυθμίσεως.

30 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, ελλείψει διατάξεων που να διασαφηνίζουν τις σχετικές με τη χορήγηση των αναγγελθεισών αντισταθμιστικών πληρωμών λεπτομέρειες, οι οδικοί μεταφορείς που ήσαν υπήκοοι των λοιπών κρατών μελών δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να επικαλούνται λυσιτελώς το δικαίωμα για μια τέτοιου είδους αντισταθμιστική πληρωμή.

31 Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που αντλούνται από το γεγονός ότι το επίμαχο καθεστώς πιστώσεως φόρου δεν έχει τον χαρακτήρα ενισχύσεως.

Όσον αφορά την αδυναμία αξιώσεως επιστροφής της ενισχύσεως

32 Όσον αφορά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως υποχρέωση να ζητηθεί η επιστροφή της χορηγηθείσας ενισχύσεως, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, αφενός, αν ζητηθεί επιστροφή των ποσών από τους μεταφορείς, ασχέτως του τρόπου με τον οποίο θα υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, τούτο θα προκαλέσει κοινωνική σύγκρουση από την οποία το κράτος δεν μπορεί να βγεί παρά χαμένο και, αφετέρου, η αναγκαία για την επιστροφή των ποσών περί των οποίων πρόκειται μεθόδευση δημιουργεί δυσχέρειες που πρέπει λογικώς να θεωρηθούν ως ανυπέρβλητες λόγω του μεγάλου αριθμού των επωφεληθέντων και της ανάγκης επιμερισμού της φορολογικού χαρακτήρα ενισχύσεως μεταξύ διαφόρων φόρων και διαφόρων φορολογικών συντελεστών.

33 Προκειμένου, πρώτον, για το τελευταίο αυτό επιχείρημα, ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως παραδέχθηκε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι ιταλικές φορολογικές αρχές είναι σε θέση να εντοπίσουν τους διάφορους Ιταλούς μεταφορείς που έχουν τύχει της εν λόγω ενισχύσεως και να τους ζητήσουν, με τον συνήθη τρόπο ή μέσω δικαστικής οδού, την επιστροφή.

34 Όσον αφορά, δεύτερον, το πρώτο επιχείρημα, αρκεί να υπομνησθεί ότι, δεδομένου ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν έχει καταβάλει καμιά προσπάθεια για την ανάκτηση της επιμάχου πιστώσεως φόρου, δεν μπορεί να αποδειχθεί η αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως περί αναζητήσεως αυτής (βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-259, σκέψη 15).

35 Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

36 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε και η Επιτροπή είχε ζητήσει την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.