Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

61998J0420

Απόϕαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 13ης Απριλίου 2000. - W.N. κατά Staatssecretaris van Financiën. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες. - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 77/799/ΕΟΚ - Αμοιßαία συνδρομή των αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων ϕόρων - Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροϕοριών. - Υπόθεση C-420/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-02847


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Αμοιβαία συνδρομή των αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων και των εμμέσων φόρων - Οδηγία 77/799 - Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών - Πρϋπόθεση περί ρητής προβλέψεως της διαφυγής των φόρων σε συγκεκριμένη πράξη - Δεν προβλέπεται

(Οδηγία 77/799 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 1, στοιχ. αα)

2 Κοινοτικό δίκαιο - Κείμενα διατυπωμένα σε πλείονες γλώσσες - Ομοιόμορφη ερμηνεία - Διάσταση μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του κειμένου - Ως βάση αναφοράς λαμβάνονται η γενική οικονομία και o σκοπός της συγκεκριμένης ρυθμίσεως

3 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Αμοιβαία συνδρομή των αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων και των εμμέσων φόρων - Οδηγία 77/799 - Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών - «Διαφυγή φόρων» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας - Έννοια

(Οδηγία 77/799 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 1, στοιχ. αα)

Περίληψη


1 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 77/799, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων και εμμέσων φόρων, το οποίο υποχρεώνει την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου κράτους μέλους, χωρίς προηγούμενη αίτηση, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον ορθό προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, των φόρων εισοδήματος και περιουσίας, όταν έχει λόγους να υποθέτει ότι στο άλλο κράτος μέλος υφίσταται διαφυγή φόρων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαφυγή φόρων για την οποία γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή δεν χρειάζεται να προβλέπεται ρητώς σε πράξη της αρμόδιας αρχής του άλλου αυτού κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 13, 19 και διατακτ. )

2 Οι γλωσσικές αποδόσεις ενός κοινοτικού κειμένου πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα, πράγμα που σημαίνει ότι, όταν υφίσταται διάσταση μεταξύ τους, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τη γενική οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος. (βλ. σκέψη 21)

3 Με την έκφραση «διαφυγή φόρων», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 77/799, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων και εμμέσων φόρων, το οποίο υποχρεώνει την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου κράτους μέλους, χωρίς προηγούμενη αίτηση, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον ορθό προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, των φόρων εισοδήματος και περιουσίας, όταν έχει λόγους να υποθέτει ότι στο άλλο κράτος μέλος υφίσταται διαφυγή φόρων, νοείται η αδικαιολόγητη μείωση του φόρου εντός του άλλου αυτού κράτους μέλους. (βλ. σκέψη 24 και διατακτ.)

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-420/98,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Nederlandse Raad van State (Κάτω Ξώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

W. N.

και

Staatssecretaris van Financiλn,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Sevσn, πρόεδρο τμήματος, P. Jann (εισηγητή) και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Α. Fierstra, προϋστάμενο της υπηρεσίας ευρωπαϋκού δικαίου στο Υπουργείο Εξωτερικών,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Κ. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον S. Seam, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον E. Mennens, κύριο νομικό σύμβουλο, την H. Michard και τον H. Speyart, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 1999,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Νοεμβρίου 1998, το Nederlandse Raad van State υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του W. N. (στο εξής: προσφεύγων) και του Staatssecretaris van Financiλn (Υφυπουργού Οικονομικών των Κάτω Ξωρών) σχετικά με την απόφαση του τελευταίου αυτού να πληροφορήσει τις αρμόδιες ισπανικές αρχές ότι ο προσφεύγων είχε καταβάλει ορισμένα ποσά ως διατροφή στη σύζυγό του στην Ισπανία.

Νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία κάθε πληροφορία που δύναται να τους επιτρέπει τον ορθό προσδιορισμό των φόρων εισοδήματος και περιουσίας.»

4 Το άρθρο 4 της οδηγίας, που επιγράφεται: «Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών», ορίζει τα εξής:

«1. Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερομένου κράτους μέλους, χωρίς προηγούμενη αίτηση, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πληροφορίες, των οποίων έχει γνώση, όταν:

α) η αρμοδία αρχή ενός κράτους μέλους έχει λόγους να υποθέτει ότι στο άλλο κράτος μέλος υφίσταται διαφυγή φόρων·

β) ένας φορολογούμενος επιτυγχάνει σε ένα κράτος μέλος μείωση ή απαλλαγή φόρου, η οποία συνεπάγεται γι' αυτόν αύξηση φόρου ή υπαγωγή του σε φόρο στο άλλο κράτος μέλος·

(...).

3. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται, σε κάθε άλλη περίπτωση, να γνωστοποιούν οι μεν προς τις δε, χωρίς προηγούμενη αίτηση, τις πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και των οποίων έχουν γνώση.»

Η εθνική ρύθμιση

5 Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του Wet op de internationale bijstandsverlening bij de heffing van belastingen (νόμου περί διεθνούς συνδρομής κατά την επιβολή φόρων, στο εξής: WIB), όπως ο νόμος αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο των υπό κρίση περιστατικών, ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί εξ ιδίας πρωτοβουλίας να γνωστοποιήσει σε αρμόδια αρχή πληροφορίες που μπορούν να έχουν σημασία γι' αυτήν κατά τον καθορισμό φορολογικής οφειλής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες:

«a. τεκμαίρεται ότι, αν δεν γνωστοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές, θα χορηγηθεί χωρίς νόμιμο λόγο εντός του κράτους της αρμόδιας αρχής μείωση, εξαίρεση, επιστροφή ή απαλλαγή από φόρο ή θα δυσχερανθεί χωρίς νόμιμο λόγο η επιβολή του φόρου στο κράτος αυτό·

b. έχει χορηγηθεί εντός των Κάτω Ξωρών μείωση, εξαίρεση, επιστροφή ή απαλλαγή από φόρο που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην επιβολή φόρου εντός του κράτους της αρμόδιας αρχής».

6 Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του WIB, ο υπουργός δεν γνωστοποιεί τις πληροφορίες, όταν:

«a. η γνωστοποίησή τους δεν απορρέει από υποχρεώσεις βάσει της οδηγίας ή από άλλες υποχρεώσεις διεθνούς ή διατοπικού δικαίου·

b. το απαγορεύει η δημόσια τάξη των Κάτω Ξωρών·

c. οι πληροφορίες δεν θα επιτρεπόταν να συλλεγούν εντός των Κάτω Ξωρών δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή διοικητικής πρακτικής, όσον αφορά τους κατά το άρθρο 4 φόρους·

d. πιθανολογείται ότι η αρμόδια αρχή δεν έκανε προηγουμένως χρήση των συνήθων δυνατοτήτων εντός του κράτους στο οποίο υπάγεται για τη λήψη των πληροφοριών που ζητεί·

e. η αρμόδια αρχή για την οποία θα προορίζονταν οι πληροφορίες δεν είναι αρμόδια να γνωστοποιεί στον Υπουργό [Οικονομικών] τέτοιου είδους πληροφορίες ή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιεί τέτοιες πληροφορίες».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7 Με έγγραφο της 2ας Δεκεμβρίου 1992 ο Υφυπουργός Οικονομικών γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα την απόφαση που είχε λάβει, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του WIB, να πληροφορήσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας τις αρμόδιες ισπανικές αρχές σχετικά με τα ποσά που είχε καταβάλει ο προσφεύγων κατά τα έτη 1987-1991, μέσω της Τράπεζας ABN της Γενεύης (Ελβετία), ως διατροφή στη σύζυγό του στην Ισπανία, από την οποία είχε χωρίσει οριστικά.

8 Ο Υφυπουργός Οικονομικών θεώρησε συγκεκριμένα ότι τα ποσά αυτά, τα οποία ο προσφεύγων εξέπιπτε από το φορολογητέο εισόδημά του στις Κάτω Ξώρες, μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στην επιβολή του φόρου στην Ισπανία.

9 Στις 22 Δεκεμβρίου 1992 ο προσφεύγων υπέβαλε κατά της αποφάσεως αυτής αίτηση θεραπείας, την οποία ο Υφυπουργός Οικονομικών απέρριψε με απόφαση της 25ης Μαου 1993.

10 Ο Υφυπουργός Οικονομικών έκρινε ότι η υπόθεση που είχε υποβληθεί στην κρίση του ενέπιπτε στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας και ότι ο χρησιμοποιούμενος στο ολλανδικό κείμενο της διατάξεως αυτής όρος «abnormaal» («ανώμαλη») σημαίνει «παράνομη». Έκρινε επίσης ότι για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής αρκεί να υπάρχει το τεκμήριο ότι η επιβολή των φόρων δεν είναι, εν όλω ή εν μέρει, δυνατή.

11 Κατά της ανωτέρω απορριπτικής αποφάσεως ο προσφεύγων άσκησε στις 22 Ιουνίου 1993 προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

12 Το Nederlandse Raad van State, επειδή έκρινε ότι στην εκκρεμή ενώπιόν του διαφορά τίθενται ζητήματα ερμηνείας του κονοτικού δικαίου, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής τρία προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν οι λέξεις "απαλλαγή ή μείωση φόρου" [στο ολλανδικό κείμενο] του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ την έννοια ότι η απαλλαγή ή η μείωση πρέπει να προβλέπονται ρητώς σε πράξη της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους;

2) Πώς πρέπει εν προκειμένω να ερμηνευθεί η λέξη "ανώμαλη" [στο ολλανδικό κείμενο] της προαναφερθείσας διατάξεως;

3) Μπορεί, αν δεν έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα διάταξη, να απορρέει η υποχρέωση αυθόρμητης ανταλλαγής πληροφοριών από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της προαναφερθείσας οδηγίας;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

13 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας υποχρεώνει την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου κράτους μέλους, χωρίς προηγούμενη αίτηση, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον ορθό προσδιορισμό των φόρων εισοδήματος και περιουσίας, όταν έχει λόγους να υποθέτει ότι στο άλλο κράτος μέλος υφίσταται διαφυγή φόρων.

14 Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, αρκεί η διαφυγή των φόρων να τεκμαίρεται. Δεν είναι αναγκαίο να έχει αποδειχθεί.

15 Η γραμματική αυτή ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως είναι σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας. Συγκεκριμένα, η οδηγία, δεδομένου ότι αποβλέπει, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της, στον ορθό προσδιορισμό των φόρων εισοδήματος και περιουσίας εντός των διαφόρων κρατών μελών, προβλέπει την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι χρήσιμες προς τούτο.

16 Με το ίδιο πνεύμα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες που είναι χρήσιμες για τον ορθό προσδιορισμό των φόρων.

17 Συναφώς επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι μόνο αν οι πληροφορίες αυτές περιέρχονται στις αρχές για τις οποίες προορίζονται πριν οι αρχές αυτές εκδώσουν την πράξη βεβαιώσεως του φόρου είναι δυνατή η βέλτιστη αξιοποίησή τους από τις αρχές αυτές σύμφωνα με τον σκοπό της οδηγίας.

18 Επιπλέον, αν προϋπόθεση για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών στο άλλο κράτος μέλος ήταν να έχει εκδοθεί προηγουμένως από το κράτος αυτό η πράξη βεβαιώσεως του φόρου, αυτό θα σήμαινε ότι οι έχουσες τις πληροφορίες αρχές θα έπρεπε να έχουν άριστη γνώση της καταστάσεως που επικρατεί και της νομοθεσίας που ισχύει στο κράτος αυτό. Η επιβολή όμως της προϋποθέσεως αυτής σε σχέση με την υποχρέωση της αυθόρμητης ανταλλαγής πληροφοριών θα αντέβαινε προς τον προαναφερθέντα σκοπό της οδηγίας.

19 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαφυγή φόρων για την οποία γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή δεν χρειάζεται να προβλέπεται ρητώς σε πράξη της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

20 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο δανικό, στο ισπανικό, στο γαλλικό, στο ιταλικό, στο ολλανδικό, στο πορτογαλικό και στο φινλανδικό κείμενο του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας γίνεται λόγος για «ανώμαλη μείωση ή απαλλαγή φόρων», ενώ οι όροι που χρησιμοποιούνται στο γερμανικό, στο ελληνικό, στο σουηδικό και στο αγγλικό κείμενο, δηλαδή «Steuerverkόrzung», «διαφυγή φόρων», «fφrlust av skatt» και «loss of tax» αντίστοιχα, υποδηλώνουν «απώλεια φόρου».

21 Κατά πάγια νομολογία, οι γλωσσικές αποδόσεις ενός κοινοτικού κειμένου πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα, πράγμα που σημαίνει ότι, όταν υφίσταται διάσταση μεταξύ τους, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τη γενική οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau, Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 14, της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-449/93, Rockfon, Συλλογή 1995, σ. Ι-4291, σκέψη 28, και της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-236/97, Codan, Συλλογή 1998, σ. Ι-8679, σκέψη 28).

22 Αν ληφθεί υπόψη ο σκοπός της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται όχι μόνο στην πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, αλλά και στον ορθό προσδιορισμό των φόρων εισοδήματος και περιουσίας εντός των διαφόρων κρατών μελών, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη γνωστοποιούν τις πληροφορίες στις φορολογικές αρχές κάθε άλλου κράτους μέλους, χωρίς προηγούμενη αίτηση, εφόσον έχουν λόγους να τεκμαίρονται ότι, χωρίς την πληροφόρηση αυτή, θα μπορούσε να υπάρξει ή να χορηγηθεί αδικαιολόγητη μείωση φόρων εντός του άλλου αυτού κράτους μέλους. Συναφώς το ποσό της μειώσεως αυτής δεν χρειάζεται να είναι σημαντικό.

23 Η ερμηνεία αυτή επιρρωνύεται από την όλη οικονομία της οδηγίας, κατά την οποία η υποχρέωση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών δεν συναρτάται προς το μέγεθος της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής που θα μπορούσαν να προκύψουν σε περίπτωση μη γνωστοποιήσεως των πληροφοριών.

24 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με την έκφραση «διαφυγή φόρων» νοείται η αδικαιολόγητη μείωση του φόρου εντός άλλου κράτους μέλους.

Επί του τρίτου ερωτήματος

25 Κατόπιν των απαντήσεων που δόθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο τρίτο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

26 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998 το Nederlandse Raad van State, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την εξής έννοια:

- Η διαφυγή φόρων για την οποία γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή δεν χρειάζεται να προβλέπεται ρητώς σε πράξη της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους.

- Με την έκφραση «διαφυγή φόρων» νοείται η αδικαιολόγητη μείωση του φόρου εντός άλλου κράτους μέλους.