Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

62000J0062

Απόϕαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2002. - Marks & Spencer plc κατά Commissioners of Customs & Excise. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο. - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Εθνική νομοθετική ρύθμιση περί αναδρομικής συντομεύσεως προθεσμίας παραγραϕής για την επιστροϕή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών - Συμϕωνία με τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. - Υπόθεση C-62/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-06325


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Εκτέλεση από τα κράτη μέλη - Ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των οδηγιών - Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 5 και 189, εδ. 3 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 10 ΕΚ και 249, εδ. 3, ΕΚ)]

2. ράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Άμεσο αποτέλεσμα - εριεχόμενο - Δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις ελλείψεως ορθής μεταφοράς ή σε περιπτώσεις μη ορθής μεταφοράς - Δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλεστούν συνδυασμένες διατάξεις αμέσου αποτελέσματος σε περίπτωση ατελούς εφαρμογής των μέτρων μεταφοράς

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189, εδ. 3 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 249, εδ. 3, ΕΚ)]

3. Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας - Επιστροφή ποσών εισπραχθέντων κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων αμέσου αποτελέσματος - ροθεσμία παραγραφής - Μείωση με αναδρομικό αποτέλεσμα - Απαράδεκτο - Αντίθετη με τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Περίληψη


1. Η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει καθώς και το καθήκον που αυτά έχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης (νυν άρθρου 10 ΕΚ), να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής βαρύνει όλες τις αρχές των κρατών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Εξ αυτού έπεται ότι, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να πράξει τούτο στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ).

( βλ. σκέψη 24 )

2. Οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν ενώπιον του εθνικού δικαστή και έναντι του κράτους τις διατάξεις μιας οδηγίας που είναι, από απόψεως περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, σε κάθε περίπτωση όπου η πλήρης εφαρμογή της δεν διασφαλίζεται αποτελεσματικώς, ήτοι όχι μόνο σε περίπτωση μη μεταφοράς ή μη ορθής μεταφοράς αυτής της οδηγίας, αλλά επίσης στην περίπτωση που τα εθνικά μέτρα για την ορθή μεταφορά της εν λόγω οδηγίας δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει. Η έκδοση εθνικών νομοθετικών μέτρων για την ορθή μεταφορά μιας οδηγίας δεν έχει ως αποτέλεσμα την εξάντληση των αποτελεσμάτων της και ότι ένα κράτος μέλος παραμένει υποχρεωμένο να διασφαλίζει αποτελεσματικώς την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας ακόμη και μετά τη λήψη αυτών των μέτρων.

( βλ. σκέψη 27 )

3. Εθνική νομοθετική ρύθμιση που θεσπίζει, με αναδρομικό αποτέλεσμα, συντομότερη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων λόγω φόρου προστιθεμένης αξίας, όταν τούτα έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση των διατάξεων της έκτης οδηγίας 77/388 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, που έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως εκείνες του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

ράγματι, εθνική νομοθετική ρύθμιση περί συντομεύσεως της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου δεν αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας υπό την προϋπόθεση όχι μόνον ότι η νέα οριζόμενη προθεσμία είναι εύλογη, αλλά επίσης ότι η νέα νομοθετική ρύθμιση περιέχει μεταβατικό καθεστώς που παρέχει στους ιδιώτες αρκετό χρόνο, μετά την έκδοσή της, για την υποβολή αιτήσεων επιστροφής υπό το καθεστώς της προηγουμένης ρυθμίσεως. Ένα τέτοιο μεταβατικό καθεστώς είναι αναγκαίο, εφόσον η άμεση εφαρμογή μικρότερης αποσβεστικής προθεσμίας σε αυτές τις αιτήσεις θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδρομική στέρηση ορισμένων ιδιωτών του δικαιώματός τους επιστροφής ή θα τους άφηνε ένα πολύ μικρό περιθώριο για την προβολή αυτού του δικαιώματος.

Επίσης, σε μία κατάσταση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει εφαρμογή και αντίκειται προς αυτή μία τροποποίηση εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως που στερεί έναν ιδιώτη, με αναδρομικό αποτέλεσμα, του δικαιώματος το οποίο είχε πριν από την εν λόγω τροποποίηση σχετικά με την είσπραξη φόρων που έγινε κατά παράβαση διατάξεων της έκτης οδηγίας με άμεσο αποτέλεσμα.

( βλ. σκέψεις 38, 46-47 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-62/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Marks & Spencer plc

και

Commissioners of Customs & Excise,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της αποδόσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward και A. La Pergola (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Marks & Spencer, εκπροσωπούμενη από τον D. Waelbroeck, avocat, και D. Milne, QC, εντολοδόχο του Walker Martineau και στη συνέχεια από τους Forbes Hall, solicitors,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, επικουρούμενη από τους J. E. Collins, επικουρούμενο από τον K. P. E. Lasok, QC, και P. Mantle, barrister,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον P. Oliver,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Marks & Spencer, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 18ης Οκτωβρίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 1999, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Φεβρουαρίου 2000, το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της αποδόσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Marks & Spencer plc (στο εξής: Marks & Spencer) και των Commissioners of Customs & Excise (στο εξής: Commissioners), που είναι αρμόδιοι στο Ηνωμένο Βασίλειο για την είσπραξη του φόρου προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΑ), σχετικά με την επιστροφή ΦΑ που η εν λόγω εταιρία κατέβαλε αχρεωστήτως.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3 Το άρθρο 11 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145, σ. 1, στο εξής: έκτη οδηγία), ορίζει τα εξής:

«Α. Στο εσωτερικό της χώρας

1. Βάση επιβολής του φόρου είναι:

α) για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, εκτός των αναφερομένων κατωτέρω στις περιπτώσεις β_, γ_, και δ_, οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται αμέσως με την τιμή των πράξεων αυτών·

[...]».

Η εθνική νομοθετική ρύθμιση

4 Σύμφωνα με τους διαδίκους στην κύρια δίκη και το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας μεταφέρθηκε ορθώς στο Ηνωμένο Βασίλειο μόλις την 1η Αυγούστου 1992, με τον Finance (αριθ. 2) Act 1992 (δεύτερο δημοσιονομικό νόμο του 1992), που τροποποίησε το άρθρο 10, παράγραφος 3, της Value Added Tax Act 1983 (νόμου του 1983 περί ΦΑ).

5 Η τελευταία διάταξη ορίζει έκτοτε τα ακόλουθα:

«Αν για την παροχή προβλέπεται αντιπαροχή που δεν συνίσταται ή δεν συνίσταται εξ ολοκλήρου σε χρήμα, ως αξία της παροχής θεωρείται το χρηματικό ποσό το οποίο, κατόπιν προσθέσεως του επιβλητέου φόρου, ισοδυναμεί με την αντιπαροχή».

6 Σχετικά με τη νομοθετική ρύθμιση περί αποδόσεως των αχρεστήτως καταβληθέντων ποσών λόγω ΦΑ, οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 24 της Finance Act 1989 (δημοσιονομικού νόμου του 1989) είχαν ως εξής: (με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1990):

«1) Σε περίπτωση που, στο πλαίσιο αποδόσεως του ΦΑ, καταβλήθηκαν αχρεωστήτως χρηματικά ποσά στους Commissioners, αυτοί υποχρεούνται στην επιστροφή τους.

2) Βάσει του παρόντος άρθρου οι Commissioners υποχρεούνται στην επιστροφή των χρηματικών ποσών μόνο στην περίπτωση που υποβληθεί σχετική αίτηση.

[...]

4) Δεν είναι δυνατή η αναζήτηση ποσών, βάσει του παρόντος άρθρου, μετά την παρέλευση εξαετίας από την ημερομηνία καταβολής τους, πλην των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η κατωτέρω παράγραφος 5.

5) Σε περίπτωση εκ λάθους καταβολής χρηματικού ποσού στους Commissioners, αίτηση για την επιστροφή του ποσού αυτού βάσει του παρόντος άρθρου μπορεί να υποβληθεί ανά πάσα στιγμή πριν από την πάροδο εξαετίας από την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών ανακάλυψε το λάθος ή μπορούσε να το ανακαλύψει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.

[...]

7) λην των προβλεπομένων στο παρόν άρθρο περιπτώσεων, οι Commissioners δεν υποχρεούνται στην επιστροφή καταβληθέντων ποσών ΦΑ λόγω του ότι πρόκειται για καταβολή αχρεωστήτου.

[...]»

7 Το άρθρο 24 του Finance Act 1989 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 80 του Value Added Tax Act 1994 (νόμου του 1994 περί ΦΑ) από την 1η Σεπτεμβρίου 1994. Οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 80 έχουν περίπου την ίδια διατύπωση με το άρθρο 24.

8 Στις 18 Ιουλίου 1996, ένα μέλος της κυβερνήσεως, ο Paymaster General της Αυτής Μεγαλειότητος, ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο ότι, ενόψει της αυξήσεως των επισφαλών εσόδων λόγω των αιτήσεων για αναδρομική επιστροφή των ποσών που εκ λάθους είχαν καταβληθεί ως φόρος, η κυβέρνηση προετίθετο να τροποποιήσει, στον Finance Bill 1997 (νομοσχέδιο περί δημοσιονομικών του 1997), την προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων για αναδρομική επιστροφή του ΦΑ και των λοιπών εμμέσων φόρων, συντομεύοντάς την σε τρία έτη. Αυτή η νέα προθεσμία παραγραφής θα είχε άμεση εφαρμογή στις υφιστάμενες την ημερομηνία της ανακοινώσεως αιτήσεις περί επιστροφής, προκειμένου να μη χάσει η τροποποίηση την αποτελεσματικότητά της με την παρέλευση του αναγκαίου για την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας χρόνου.

9 Στις 4 Δεκεμβρίου 1996, η Βουλή των Κοινοτήτων υπερψήφισε τον προϋπολογισμό της κυβερνήσεως, περιλαμβανομένης της προτάσεως που είχε ανακοινωθεί στις 18 Ιουλίου 1996 και είχε περιληφθεί στο Finance Bill 1997 ως άρθρο 47.

10 Ο Finance Act 1997 ψηφίστηκε στην τελική του μορφή στις 19 Μαρτίου 1997. Το άρθρο του 47, παράγραφος 1, τροποποιεί το άρθρο 80 της Value Added Tax Act 1994, διάταξη της οποίας καταργεί την πέμπτη παράγραφο και τροποποιεί την τέταρτη παράγραφο, που ορίζει, κατόπιν της τροποποιήσεως:

«Οι Commissioners δεν υποχρεούνται, κατόπιν υποβολής αιτήσεως βάσει του παρόντος άρθρο, να επιστρέψουν ποσά που τους έχουν καταβληθεί, εφόσον από την καταβολή μέχρι την υποβολή της αιτήσεως έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της τριετίας.»

11 Το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Finance Act 1997 ορίζει:

«[...] η ανωτέρω παράγραφος 1 λογίζεται ισχύουσα από τη 18η Ιουλίου 1996 ως διάταξη που εφαρμόζεται, για τους σκοπούς της πραγματοποιήσεως οποιασδήποτε επιστροφής σε εκείνη ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία, σε όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 80 του Value Added Tax Act 1994, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή και των αιτήσεων που αφορούν ποσά καταβληθέντα πριν από την ημερομηνία αυτή.»

Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία στην κύρια δίκη

12 Η Marks & Spencer είναι εταιρία λιανικής πωλήσεως με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ειδικεύεται στην πώληση ειδών διατροφής και ενδυμάτων.

13 Η Marks & Spencer πωλούσε σε επιχειρήσεις δελτία δωρεάν παροχής αγαθών σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική αξία του δελτίου. Στη συνέχεια, τα δελτία αυτά πωλούνταν ή δίδονταν σε τρίτους που μπορούσαν να τα εξαργυρώσουν στη Marks & Spencer και να λάβουν αγαθά ίσης αξίας με την ονομαστική αξία του δελτίου.

14 Τον Δεκέμβριο του 1990, η Marks & Spencer ισχυρίστηκε ενώπιον των Commissioners ότι θα πρέπει να αποδίδει τον ΦΑ βάσει των ποσών που εισπράττει κατά των πώληση των δελτίων και όχι βάσει της ονομαστικής τους αξίας.

15 Τον Ιανουάριο του 1991, οι Commissioners αποφάσισαν ότι η Marks & Spencer έπρεπε να αποδίδει τον ΦΑ βάσει της ονομαστικής αξίας των δελτίων. Η Marks & Spencer συμμορφώθηκε μέχρις ότου το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-288/94, Argos Distributors, Συλλογή 1996, σ. Ι-5311). Το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση αυτή, ότι το άρθρο 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι, οσάκις ο προμηθευτής έχει πωλήσει στον αγοραστή με έκπτωση ένα δελτίο, υποσχόμενος να δεχθεί μεταγενεστέρως το δελτίο αυτό στην ονομαστική του αξία, προς πλήρη ή μερική εξόφληση του τιμήματος αγαθού που αγοράζεται από πελάτη ο οποίος δεν είναι ο αγοραστής του δελτίου και δεν γνωρίζει κατ' αρχήν την πραγματική τιμή πωλήσεως του δελτίου αυτού από τον προμηθευτή, η αντιπαροχή την οποία αντιπροσωπεύει το δελτίο συνίσταται στο ποσό που πράγματι εισέπραξε ο προμηθευτής κατά την πώληση του δελτίου.

16 Κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Argos Distributors, κατέστη σαφές ότι η αντιμετώπιση των δελτίων της Marks & Spencer από άποψη ΦΑ ήταν εσφαλμένη. Έτσι, με το από 31 Οκτωβρίου 1996 έγγραφό της, η Marks & Spencer υπέβαλε στους Commissioners αίτηση για την επιστροφή του ΦΑ που είχε καταβάλει αχρεωστήτως συνεπεία αυτού του σφάλματος για το διάστημα από τον Μάιο του 1991 έως τον Αύγουστο του 1996, ήτοι 2 638 057 λιρών στερλίνων (GBP). Αυτή η αίτηση συμπληρώθηκε με έγγραφα της 6ης και της 22ας Νοεμβρίου 1996.

17 Με το από 11 Δεκεμβρίου 1996 έγγραφό τους, οι Commissioners δήλωσαν ότι ήσαν πρόθυμοι να επιστρέψουν το μέρος του ΦΑ που αφορούσε την πώληση δελτίων για το διάστημα που δεν θιγόταν από τη θέσπιση της τριετούς προθεσμίας παραγραφής που άρχιζε να ισχύει από τις 18 Ιουλίου 1996. Η σχετική επιστροφή ποσού, ήτοι 1 913 462 GBP, έγινε υπέρ της Marks & Spencer στις 15 Ιανουαρίου 1997.

18 Η Marks & Spencer υπέβαλε ενώπιον των Commissioners αίτηση θεραπείας κατά της αποφάσεώς τους περί εφαρμογής της τριετούς προθεσμίας παραγραφής, πλην όμως εκείνοι την απέρριψαν.

19 Στις 15 Απριλίου 1997, η Marks & Spencer προσέβαλε αυτή την απορριπτική απόφαση ενώπιον του VAT and Duties Tribunal, Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο απέρριψε την προσφυγή αυτή στις 2 Απριλίου 1998. Η Marks & Spencer προσέβαλε αυτή την απόφαση ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Crown Office) (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο επίσης απέρριψε το αίτημά της με την από 21 Δεκεμβρίου 1998 απόφασή του, την οποία η Marks & Spencer προσέβαλε ενώπιον του Court of Appeal.

20 Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1999, το τελευταίο απέρριψε το ένδικο μέσο της Marks & Spencer με αντικείμενο την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΑ λόγω της πωλήσεως δελτίων αγορών για το διάστημα από τον Αύγουστο του 1992 μέχρι τον Αύγουστο του 1996.

21 Εκτιμώντας, αντιθέτως, ότι η επίλυση της διαφοράς με αντικείμενο την επιστροφή του αχρεστήτως καταβληθέντος ΦΑ για την πώληση δελτίων αγορών από τον Μάιο του 1991 έως τον Ιούλιο του 1992 εξηρτάτο από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Court of Appeal ανέστειλε τη διαδικασία, ως προς αυτό το μέρος της διαφοράς, και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος παρέλειψε να μεταφέρει ορθώς στην εθνική του νομοθεσία το άρθρο 11, Α, της οδηγίας 77/388 του Συμβουλίου, συμβιβάζεται με την αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων που ο υποκείμενος στον φόρο αντλεί από το άρθρο 11, Α, ή με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η θέσπιση νομοθεσίας που καταργεί αναδρομικώς ένα παρεχόμενο από το εσωτερικό δίκαιο δικαίωμα για την αναζήτηση ποσών που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της αποδόσεως του ΦΑ, εφόσον έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της τριετίας από την καταβολή μέχρι την υποβολή της αιτήσεως;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22 Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η διαπίστωση ότι από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το Court of Appeal κρίνει ότι το άρθρο 11, Α, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και επαρκώς ακριβές και ως εκ τούτου απονέμει στη Marks & Spencer δικαιώματα που μπορεί να προβάλλει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, αλλά αποκλειστικά για το διάστημα κατά το οποίο η εν λόγω διάταξη δεν είχε ακόμη μεταφερθεί ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι πριν την 1η Αυγούστου 1992. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το ερώτημά του στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν έχει μεταφέρει ορθώς το άρθρο 11, Α, της έκτης οδηγίας.

23 Το αιτούν δικαστήριο εξέλαβε στην ουσία ως βάση της συλλογιστικής του το ότι η ορθή μεταφορά εκ μέρους κράτους μέλους των διατάξεων μιας οδηγίας, όπως το άρθρο 11, Α, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας, στο εσωτερικό του δίκαιο στερεί τους ιδιώτες του δικαιώματος να προβάλλουν ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους τα δικαιώματα που ενδεχομένως αντλούν από αυτές τις διατάξεις.

24 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί, κατ' αρχάς, ότι η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει καθώς και το καθήκον που αυτά έχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης (νυν άρθρου 10 ΕΚ), να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής βαρύνει όλες τις αρχές των κρατών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-168/95, Arcaro, Συλλογή 1996, σ. Ι-4705, σκέψη 41). Εξ αυτού έπεται ότι, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να πράξει τούτο στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ) (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8, και της 16ης Δεκεμβρίου 1993, C-334/92, Wagner Miret, Συλλογή 1993, σ. Ι-6911, σκέψη 20).

25 Εν συνεχεία, επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παραλείπει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προβαίνει σε πλημμελή μεταφορά της (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker, Συλλογή 1982, σ. 53, σκέψη 25· της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Fratelli Costanzo, Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 29· και της 1ης Ιουνίου 1999, C-319/97, Kortas, Συλλογή 1999, σ. Ι-3143, σκέψη 21).

26 Τέλος, κατά πάγια νομολογία, η μεταφορά μιας οδηγίας πρέπει να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή της (βλ., συναφώς, ιδίως την απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1999, C-217/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-5087, σκέψη 31, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-214/98, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 2000, σ. Ι-9601, σκέψη 49).

27 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η έκδοση εθνικών νομοθετικών μέτρων για την ορθή μεταφορά μιας οδηγίας δεν έχει ως αποτέλεσμα την εξάντληση των αποτελεσμάτων της και ότι ένα κράτος μέλος παραμένει υποχρεωμένο να διασφαλίζει αποτελεσματικώς την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας ακόμη και μετά τη λήψη αυτών των μέτρων. Επομένως, οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν ενώπιον του εθνικού δικαστή και έναντι του κράτους τις διατάξεις μιας οδηγίας που είναι, από απόψεως περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, σε κάθε περίπτωση όπου η πλήρης εφαρμογή της δεν διασφαλίζεται αποτελεσματικώς, ήτοι όχι μόνο σε περίπτωση μη μεταφοράς ή μη ορθής μεταφοράς αυτής της οδηγίας, αλλά επίσης στην περίπτωση που τα εθνικά μέτρα για την ορθή μεταφορά της εν λόγω οδηγίας δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει.

28 Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, η δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλεστούν μία οδηγία όταν δεν έχει γίνει ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαια, ενώ δεν μπορούν να το πράξουν όταν η εθνική διοίκηση εφαρμόζει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς αυτής της οδηγίας παραβιάζοντας τις διατάξεις της, είναι ασυμβίβαστη με την κοινοτική έννομη τάξη.

29 Επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας, απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί μπορούν να επικαλούνται των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, C-62/93, BP Soupergaz, Συλλογή 1995, σ. Ι-1883, σκέψη 35).

30 Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το δικαίωμα προς επιστροφή ποσών που έχουν εισπραχθεί από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί στους ιδιώτες με τις κοινοτικές διατάξεις όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 309/85, Barra, Συλλογή 1988, σ. 355, σκέψη 17· την προπαρατεθείσα BP Soupergaz, σκέψη 40, της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-343/96, Dilexport, Συλλογή 1999, σ. Ι-579, σκέψη 23, και της 8ης Μαρτίου 2001, C-397/98 και C-410/98, Metallgesellschaft κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. Ι-1727, σκέψη 84).

31 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος έχει μεταφέρει ορθώς στο εθνικό του δίκαιο τις διατάξεις του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας δεν στερεί τους ιδιώτες από τη δυνατότητα να προβάλλουν, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα δικαιώματα που αντλούν από αυτές τις διατάξεις και ιδίως το δικαίωμα επιστροφής των ποσών που ένα κράτος μέλος εισέπραξε κατά παράβαση των διατάξεων αυτών.

32 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, στο Δικαστήριο απόκειται να δίνει στο αιτούν δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (βλ, ιδίως, τις αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C-334/95, Krüger, Συλλογή 1997, σ. Ι-4517, σκέψη 22, και της 28ης Νοεμβρίου 2000, C-88/99, Roquette Frères, Συλλογή 199, σ. Ι-10465, σκέψη 18). Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί ενδεχομένως να αναδιατυπώσει το ερώτημα που του υποβλήθηκε (προπαρατεθείσες αποφάσεις Krüger, σκέψη 23, και Roquette Frères, σκέψη 18).

33 Επομένως, το προδικαστικό ερώτημα ανάγεται στην ουσία στο αν εθνική νομοθετική ρύθμιση που θεσπίζει, με αναδρομικό αποτέλεσμα, συντόμευση της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν λόγω ΦΑ, όταν τούτα έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση των διατάξεων της έκτης οδηγίας που έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως οι διατάξεις του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Επί της αρχής της αποτελεσματικότητας

34 Επιβάλλεται να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως όσον αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραττομένων εθνικών επιβαρύνσεων, απόκειται όντως στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-228/96, Aprile, Συλλογή 1998, σ. Ι-7141, σκέψη 18, καθώς και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Dilexport, σκέψη 25, και Metallgesellschaft κ.λπ., σκέψη 85).

35 Όσον αφορά την τελευταία αυτή αρχή, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο ο καθορισμός ευλόγων αποσβεστικών προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο όσο και την εμπλεκόμενη διοίκηση (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Aprile, σκέψη 19, και την παρατεθείσα νομολογία). ράγματι, τέτοιες προθεσμίες δεν είναι ικανές να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη. Συναφώς, μια τριετής προθεσμία παραγραφής του εσωτερικού δικαίου, αρχόμενη από την ημερομηνία της αμφισβητουμένης καταβολής, φαίνεται εύλογη (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Aprile, σκέψη 19 και Dilexport, σκέψη 26).

36 Επιπλέον, από τις αποφάσεις Aprile (σκέψη 28) και Dilexport (σκέψεις 41 και 42) προκύπτει ότι μια εθνική νομοθετική ρύθμιση που θεσπίζει συντόμευση της προθεσμίας, εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, συμβιβάζεται με αυτό υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αφενός, αυτή η νομοθετική ρύθμιση δεν πρέπει να έχει ως σκοπό τον ειδικό περιορισμό των συνεπειών μιας αποφάσεως του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι εθνική νομοθετική ρύθμιση περί συγκεκριμένης φορολογήσεως είναι ασυμβίβαστη με το κοινοτικό δίκαιο. Αφετέρου, μία τέτοια νομοθετική ρύθμιση πρέπει, όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της στον χρόνο, να θεσπίζει προθεσμία επαρκή ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος επιστροφής. Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι μία νομοθετική ρύθμιση που δεν έχει, στην ουσία, αναδρομικό αποτέλεσμα πληροί αυτή την προϋπόθεση.

37 Επιβάλλεται, αντιθέτως, η διαπίστωση ότι την προϋπόθεση αυτή δεν πληροί εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία συντομεύει από έξι σε τρία έτη το διάστημα εντός του οποίου μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών λόγω ΦΑ, προβλέποντας ότι αυτή η νέα προθεσμία έχει άμεση εφαρμογή σε όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την ημερομηνία εκδόσεως αυτής της νομοθετικής ρυθμίσεως, καθώς και στις αιτήσεις που υποβλήθηκαν μεταξύ της τελευταίας ημερομηνίας και ημερομηνίας προγενέστερης, ήτοι της ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως, καθώς και στις αιτήσεις περί επιστροφής που υποβλήθηκαν πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της ρυθμίσεως και εκκρεμούν ακόμη κατά τον χρόνο αυτό.

38 ράγματι, εθνική νομοθετική ρύθμιση περί συντομεύσεως της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου δεν αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας υπό την προϋπόθεση όχι μόνον ότι η νέα οριζόμενη προθεσμία είναι εύλογη, αλλά επίσης ότι η νέα νομοθετική ρύθμιση περιέχει μεταβατικό καθεστώς που παρέχει στους ιδιώτες αρκετό χρόνο, μετά την έκδοσή της, για την υποβολή αιτήσεων επιστροφής υπό το καθεστώς της προηγουμένης ρυθμίσεως. Ένα τέτοιο μεταβατικό καθεστώς είναι αναγκαίο, εφόσον η άμεση εφαρμογή μικρότερης αποσβεστικής προθεσμίας σε αυτές τις αιτήσεις θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδρομική στέρηση ορισμένων ιδιωτών του δικαιώματός τους επιστροφής ή θα τους άφηνε ένα πολύ μικρό περιθώριο για την προβολή αυτού του δικαιώματος.

39 Επιβάλλεται να τονιστεί, συναφώς, ότι ένα κράτος μέλος υποχρεούται, κατ' αρχήν, να επιστρέφει τους φόρους που έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου (αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-192/95 έως C-218/95, Comateb κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-165, σκέψη 20, και προπαρατεθείσα Dilexport, σκέψη 23) και ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, κατ' εξαίρεση απ' αυτή την αρχή, το συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο της θεσπίσεως ευλόγων προθεσμιών εντός των οποίων μπορεί να ζητηθεί επιστροφή, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως. Για να εκπληρώσει τη λειτουργία της εξασφαλίσεως της ασφάλειας δικαίου, η προθεσμία παραγραφής πρέπει να είναι καθορισμένη εκ των προτέρων (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 19).

40 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστη με την αρχή της αποτελεσματικότητας νομοθετική ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, το αναδρομικό αποτέλεσμα της οποίας στερεί τους ιδιώτες κάθε δυνατότητας ασκήσεως δικαιώματος που είχαν προηγουμένως και που αφορά την επιστροφή ποσών που κατέβαλαν λόγω ΦΑ και κατά παράβαση των διατάξεων της έκτης οδηγίας που έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

41 Αυτή η διαπίστωση δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η εν λόγω νοθετική ρύθμιση δικαιολογείται από τον θεμιτό στόχο της επιτεύξεως μιας κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των ιδιωτών και του συλλογικού συμφέροντος και προκειμένου να επιτραπεί στο κράτος να προγραμματίσει τα έσοδά του και τις δαπάνες του χωρίς να εμποδίζεται από σημαντικά ανεξόφλητα χρέη.

42 ράγματι, παρά το γεγονός ότι ένας τέτοιος στόχος μπορεί να δικαιολογήσει, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, τη θέσπιση εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, δεν μπορεί ωστόσο να επιτρέψει την εφαρμογή αυτών των προθεσμιών υπό προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν διασφαλίζεται πλέον η διατήρηση των δικαιωμάτων που η κοινοτική έννομη τάξη απονέμει στους ιδιώτες .

Επί της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

43 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν ασκεί επιρροή σε μία διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι ο ορισμός των διαδικαστικών προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένας ιδιώτης μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των εκ λάθους καταβληθέντων ποσών λόγω ΦΑ απόκειται πλήρως στον εθνικό νομοθέτη, υπό τη μόνη επιφύλαξη της τηρήσεως των κοινοτικών αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Σύμφωνα μ' αυτή την κυβέρνηση, αν η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είχε εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, τούτο θα συνέβαινε μόνον υπό την έννοια ότι ένας ιδιώτης έχει δικαίωμα η προσφυγή του να εξεταστεί σύμφωνα με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο, όπως θα συνέβαινε εν προκειμένω.

44 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά πάγια νομολογία η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να την τηρούν κατά την άσκηση των εξουσιών που τους απονέμουν οι κοινοτικές οδηγίες (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, τις αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988 316/86, Krücken, Συλλογή 1988, σ. 2213, σκέψη 22· της 1ης Απριλίου 1993, C-33/91 έως C-44/91, Lageder κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. Ι-1761, σκέψη 33· της 3ης Δεκεμβρίου 1998, C-381/97, Belgocodex, Συλλογή 1998, σ. Ι-8153, σκέψη 26, και της 8ης Ιουνίου 2000, C-396/98, Schlossstrasse, Συλλογή 2000, σ. Ι-4279, σκέψη 44).

45 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικότερα ότι μία τροποποίηση εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως που στερεί τον ιδιώτη, με αναδρομικό αποτέλεσμα, ενός δικαιώματος εκπτώσεως που απέκτησε βάσει της έκτης οδηγίας αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (προπαρατεθείσα απόφαση Schlossstrasse, σκέψη 47).

46 Σημειωτέον επίσης, ότι, σε μία κατάσταση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει εφαρμογή και αντίκειται προς αυτή μία τροποποίηση εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως που στερεί έναν ιδιώτη, με αναδρομικό αποτέλεσμα, του δικαιώματος το οποίο είχε πριν από την εν λόγω τροποποίηση σχετικά με την είσπραξη φόρων που έγινε κατά παράβαση διατάξεων της έκτης οδηγίας με άμεσο αποτέλεσμα.

47 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι εθνική νομοθετική ρύθμιση που θεσπίζει, με αναδρομικό αποτέλεσμα, συντομότερη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων λόγω ΦΑ, όταν τούτα έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση των διατάξεων της έκτης οδηγίας που έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως εκείνες του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

48 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 14 Δεκεμβρίου 199 το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division), αποφαίνεται:

Εθνική νομοθετική ρύθμιση που θεσπίζει, με αναδρομικό αποτέλεσμα, συντομότερη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων λόγω φόρου προστιθεμένης αξίας, όταν τούτα έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση των διατάξεων της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, που έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως εκείνες του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.