Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Υπόθεση C-128/08

Jacques Damseaux

κατά

État belge

(αίτηση του tribunal de première instance de Liège για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φορολόγηση κινητών αξιών – Σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας – Υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 293 ΕΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Φόρος επί των μερισμάτων

(Άρθρο 56 ΕΚ)

1.        Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ, να αποφαίνεται επί της ενδεχόμενης παραβάσεως, εκ μέρους συμβαλλόμενου κράτους μέλους, των διατάξεων διμερών συμβάσεων οι οποίες σκοπούν στην εξάλειψη ή στην άμβλυνση των συνεπειών της συνυπάρξεως διαφορετικών εθνικών φορολογικών συστημάτων. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τη σχέση μεταξύ εθνικού μέτρου και διατάξεων συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, καθόσον το ζήτημα αυτό δεν αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου.

(βλ. σκέψη 22)

2.        Κατά το μέτρο που το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν θέτει γενικά κριτήρια κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το άρθρο 56 ΕΚ δεν απαγορεύει διμερή φορολογική σύμβαση η οποία προβλέπει ότι τα μερίσματα που διανέμει μια εταιρία, εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, σε μέτοχό της, κάτοικο άλλου κράτους μέλους, μπορούν να φορολογηθούν σε αμφότερα τα κράτη μέλη, χωρίς να επιβάλλει στο κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μια άνευ αιρέσεων υποχρέωση πρόληψης της διπλής φορολογίας που απορρέει από την κατάσταση αυτή.

Συγκεκριμένα, τα μερίσματα που διανέμει μια εταιρία, εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, σε μέτοχό της, κάτοικο άλλου κράτους μέλους, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διπλής φορολογήσεως, οσάκις τα δύο κράτη μέλη επιλέγουν να ασκήσουν τη φορολογική τους αρμοδιότητα και να επιβάλουν φόρο στους μετόχους στους οποίους καταβάλλονται τα μερίσματα αυτά. Τα μειονεκτήματα που τυχόν απορρέουν από την παράλληλη άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των διαφόρων κρατών μελών δεν συνιστούν απαγορευόμενους από τη Συνθήκη ΕΚ περιορισμούς, κατά το μέτρο που η άσκηση αυτή δεν συνεπάγεται διακρίσεις.

Συναφώς, σε μια κατάσταση κατά την οποία τόσο το κράτος μέλος της προελεύσεως των μερισμάτων όσο και το κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μπορούν να φορολογήσουν τα οικεία μερίσματα, η άποψη ότι απόκειται κατ’ ανάγκη στο κράτος μέλος της κατοικίας να αποτρέψει τη διπλή φορολογία ισοδυναμεί με την αναγνώριση, υπέρ του κράτους μέλους προελεύσεως, προτεραιότητας στη φορολόγηση αυτού του είδους των εισοδημάτων. Ναι μεν η κατανομή αυτή θα ήταν σύμφωνη με τη διεθνή νομική πρακτική, όπως αντικατοπτρίζεται στο υπόδειγμα φορολογικής σύμβασης το οποίο έχει καταρτίσει ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), πλην όμως δεν αμφισβητείται ότι το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του και σε μια παρόμοια κατάσταση, δεν θέτει γενικά κριτήρια κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στο εσωτερικό της Κοινότητας. Συνεπώς, καίτοι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί διμερή συμφωνία για να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ, εντούτοις το γεγονός ότι τόσο το κράτος μέλος της προελεύσεως των μερισμάτων όσο και το κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μπορούν να φορολογήσουν τα οικεία μερίσματα δεν συνεπάγεται ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στο κράτος μέλος της κατοικίας την υποχρέωση να αποτρέψει τα μειονεκτήματα που ενδεχομένως απορρέουν από την άσκηση της αρμοδιότητας την οποία τα δύο κράτη μέλη κατένειμαν κατ’ αυτόν τον τρόπο.

(βλ. σκέψεις 26-27, 32-35 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 2009 (*)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φορολόγηση κινητών αξιών – Σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας – Υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 293 ΕΚ»

Στην υπόθεση C-128/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το tribunal de première instance de Liège (Βέλγιο) με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Μαρτίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Jacques Damseaux

κατά

État belge,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή) και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Φεβρουαρίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο J. Damseaux, εκπροσωπούμενος από τον E. Traversa, avocat,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.-C. Halleux,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και C. Blaschke,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J.-C. Gracia,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την I. Bruni, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Noort και C. Wissels, καθώς και τον Y. de Vries,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον L. Seeboruth και την S. Ford,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και J.-P. Keppenne,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 56 ΕΚ έως 293 ΕΚ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του J. Damseaux και της βελγικής φορολογικής αρχής, με αντικείμενο τη φορολόγηση, στο Βέλγιο, μερισμάτων τα οποία αυτός εισέπραξε από εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία, όπου είχαν ήδη φορολογηθεί.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 15 της Συμβάσεως της 10ης Μαρτίου 1964 μεταξύ Βελγίου και Γαλλίας, για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και τη θέσπιση κανόνων αμοιβαίας διοικητικής και δικαστικής συνδρομής όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος, ως έχει μετά την τροποποιητική σύμβαση που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 8 Φεβρουαρίου 1999 (στο εξής: γαλλοβελγική σύμβαση), προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα μερίσματα που προέρχονται από το ένα συμβαλλόμενο κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου συμβαλλομένου κράτους φορολογούνται στο κράτος της κατοικίας.

2.      Ωστόσο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, τα εν λόγω μερίσματα είναι δυνατό να φορολογηθούν στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος, στο οποίο η καταβάλλουσα το μέρισμα εταιρία έχει την έδρα της, και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού, αλλά ο επιβαλλόμενος με το σύστημα αυτό φόρος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει:

[…]

b)      το 15 % του ακαθαρίστου ποσού του μερίσματος […]

Η παρούσα παράγραφος δεν αφορά τη φορολογία που επιβάλλεται στα κέρδη της εταιρίας από τα οποία χρηματοδοτείται η διανομή του μερίσματος.

[...]

4.      Εξαιρουμένης της περιπτώσεως που τυγχάνει του πλεονεκτήματος της προβλεπομένης από την παράγραφο 3 καταβολής, ο κάτοικος Βελγίου ο οποίος εισπράττει μερίσματα από εγκατεστημένη στη Γαλλία εταιρία μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του παρακρατούμενου για τα μερίσματα αυτά φόρου, τον οποίο έχει καταβάλει ενδεχομένως η διανέμουσα εταιρία. Η Γαλλία μπορεί να αφαιρέσει από τα επιστρεφόμενα ποσά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου παρακράτηση στην πηγή, εφαρμόζοντας τον συντελεστή που ισχύει για τα μερίσματα στα οποία αντιστοιχούν τα επιστρεφόμενα ποσά φόρου.

[…]»

4        Το άρθρο 19, A, της γαλλοβελγικής σύμβασης ορίζει τα εξής:

«Η διπλή φορολογία αποφεύγεται με τον ακόλουθο τρόπο:

A.      Όσον αφορά το Βέλγιο:

1.      Τα εισοδήματα και το προϊόν κινητών αξιών τα οποία εμπίπτουν στο καθεστώς του άρθρου 15, παράγραφοι 2 έως 4, έχουν φορολογηθεί στη Γαλλία με παρακράτηση στην πηγή και εισπράττονται από εγκατεστημένες στο Βέλγιο εταιρίες, υποκείμενες στον φόρο εταιρειών, απαλλάσσονται του φόρου εταιριών και του φόρου διανομής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπει η βελγική νομοθεσία, εφόσον καταβληθεί ο επιβαλλόμενος με τον συνήθη συντελεστή φόρος κινητών αξιών επί του ποσού που προέκυψε μετά την παρακράτηση φόρου στη Γαλλία.

Όσον αφορά τα κατά την έννοια του προηγουμένου εδαφίου εισοδήματα και προϊόν, τα οποία πραγματοποιούνται από τους λοιπούς κατοίκους του Βελγίου […] και έχουν υποβληθεί στη Γαλλία σε παρακράτηση στην πηγή, ο φόρος που οφείλεται στο Βέλγιο επί του ποσού που απομένει μετά την παρακράτηση φόρου στη Γαλλία μειώνεται, αφενός, κατά το ποσό του εισπραττομένου με τον κανονικό συντελεστή φόρου κινητών αξιών και, αφετέρου, κατά ένα κατ’ αποκοπήν ποσοστό του αλλοδαπού φόρου, το οποίο εκπίπτει υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η βελγική νομοθεσία και δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 15 % του καθαρού ποσού.

Όσον αφορά τα μερίσματα τα οποία εμπίπτουν στο καθεστώς του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 3, και καταβάλλονται σε φυσικό πρόσωπο με κατοικία στο Βέλγιο, το πρόσωπο αυτό μπορεί, αντί της κατά τα ανωτέρω εκπτώσεως του κατ’ αποκοπήν ποσοστού του αλλοδαπού φόρου, να επιλέξει για τα εν λόγω εισοδήματα αναγνώριση δικαιώματος εκπτώσεως φόρου, με τον συντελεστή και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η βελγική νομοθεσία για τα μερίσματα τα οποία διανέμονται από εταιρίες που έχουν την έδρα τους στο Βέλγιο, υπό τον όρο ότι θα υποβάλει σχετική έγγραφη αίτηση το αργότερο εντός της προθεσμίας υποβολής της ετήσιας φορολογικής του δηλώσεως.

[…]»

5        Κατά το άρθρο 171 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος, που ενοποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 10ης Απριλίου 1992 και κυρώθηκε με τον νόμο της 12ης Ιουνίου 1992 (συμπλήρωμα του Moniteur belge της 30ής Ιουλίου 1992, στο εξής: CIR 1992):

«Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 130 έως 168, φορολογούνται χωριστά, εκτός εάν ο ούτως υπολογιζόμενος φόρος, προσαυξανόμενος κατά το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στα λοιπά εισοδήματα, είναι υψηλότερος από τον φόρο που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των εν λόγω άρθρων για το σύνολο των φορολογητέων εισοδημάτων:

[…]

2° bis με συντελεστή 15 %:

[…]

b)      τα μερίσματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 269, παράγραφος 2, 2°, εδάφιο 3 και εδάφιο 11.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

6        Ο J. Damseaux, κάτοικος Βελγίου, εισέπραξε κατά τα έτη 2005 έως 2007 μερίσματα από την εγκατεστημένη στη Γαλλία ανώνυμη εταιρία Total, στην οποία κατείχε 5 463 μετοχές.

7        Επί των μερισμάτων αυτών παρακρατήθηκε, κατ’ αρχάς, στη Γαλλία φόρος στην πηγή, ύψους 25 %. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της γαλλοβελγικής συμβάσεως, ο J. Damseaux ζήτησε την επιστροφή μέρους του ποσού που παρακρατήθηκε, ώστε ο σχετικός φόρος επί των μερισμάτων αυτών να μην υπερβαίνει, στη Γαλλία, το 15 %.

8        Για το ποσόν που απέμεινε μετά την ως άνω φορολόγηση στη Γαλλία οφείλεται, στο Βέλγιο, φόρος κινητών αξιών ύψους 15 %.

9        O J. Damseaux άσκησε ενστάσεις κατά των πράξεων επιβολής φόρου που εξέδωσε η βελγική φορολογική αρχή όσον αφορά τα εισπραττόμενα μερίσματα, ισχυριζόμενος ότι τα προερχόμενα από τη Γαλλική Δημοκρατία μερίσματά του φορολογούνται βαρύτερα από εκείνα που διανέμουν οι εταιρίες με έδρα το Βασίλειο του Βελγίου και ότι, εφόσον αποδέχθηκε την παρακράτηση φόρου στην πηγή από τη Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο του Βελγίου, ως κράτος της κατοικίας, όφειλε είτε να προβλέψει τη δυνατότητα συμψηφισμού του γαλλικού με τον βελγικό φόρο κινητών αξιών είτε να παραιτηθεί από την είσπραξη του βελγικού φόρου προς εξάλειψη της διπλής φορολογίας.

10      Αφού η βελγική φορολογική αρχή απέρριψε τις ενστάσεις αυτές για τον λόγο ότι το άρθρο 15 της γαλλοβελγικής συμβάσεως προβλέπει τη φορολόγηση των μερισμάτων τόσο στη Γαλλία όσο και στο Βέλγιο, ο J. Damseaux προσέφυγε ενώπιον του tribunal de première instance de Liège (Πρωτοδικείου της Λιέγης).

11      Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι, χωρίς η κατάστασή τους να διαφέρει αντικειμενικώς, οι κάτοικοι του Βελγίου υπόκεινται σε διαφορετικά συστήματα φορολογήσεως ανάλογα με το αν εισπράττουν μερίσματα από εταιρία εγκατεστημένη στο Βέλγιο ή σε άλλο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, τα μεν μερίσματα που καταβάλλει μια αλλοδαπή εταιρία σε κάτοικο του Βελγίου υφίστανται, από νομικής απόψεως, διπλή φορολόγηση σε διεθνές επίπεδο, τα δε μερίσματα που καταβάλλει μια βελγική εταιρία σε κάτοικο του Βελγίου φορολογούνται αποκλειστικώς και μόνο με συντελεστή 15 %, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 171, 2°bis, στοιχείο b, του CIR 1992, και δεν υπόκεινται σε διπλή φορολόγηση.

12      Αφού τόνισε ότι η γαλλοβελγική σύμβαση δεν αποτελούσε το αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2006, C-513/04, Kerckhaert και Morres (Συλλογή 2006, σ. I-10967), το tribunal de première instance de Liège έκρινε ότι η σύμβαση αυτή αποτελεί μέρος της βελγικής φορολογικής νομοθεσίας και, επομένως, πρέπει να είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο. Το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν έλαβε κανένα μέτρο προς εξάλειψη της διπλής φορολογίας των οικείων μερισμάτων.

13      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Tribunal de première instance de Liège αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 56 [ΕΚ] την έννοια ότι απαγορεύει περιορισμό απορρέοντα από τη [γαλλοβελγική σύμβαση], βάσει της οποίας εξακολουθεί να ισχύει εν μέρει διπλή φορολογία των μερισμάτων από συμμετοχές σε εταιρίες εγκατεστημένες στη Γαλλία και καθίσταται η φορολόγηση των εν λόγω μερισμάτων βαρύτερη σε σχέση με την επιβολή ενός και μόνο βελγικού φόρου κινητών αξιών επί των μερισμάτων που διανέμουν οι βελγικές εταιρίες στους κατοίκους Βελγίου μετόχους τους;

2)      Έχει το άρθρο 293 [ΕΚ] την έννοια ότι η αδράνεια του Βελγίου ενέχει υπαιτιότητα, καθόσον δεν διεξήγε νέες διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία για την εξεύρεση ενός νέου τρόπου εξαλείψεως της διπλής φορολογίας των μερισμάτων των εταιριών που εδρεύουν στη Γαλλία;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

14      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το άρθρο 56 ΕΚ απαγορεύει διμερή φορολογική σύμβαση βάσει της οποίας τα μερίσματα που διανέμει μια εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος εταιρία σε μέτοχό της, κάτοικο άλλου κράτους μέλους, μπορούν να φορολογηθούν σε αμφότερα τα κράτη μέλη, χωρίς το κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου να λαμβάνει οποιοδήποτε μέτρο για την πρόληψη της διπλής φορολογίας που απορρέει από την κατάσταση αυτή.

15      Εν προκειμένω, δυνάμει του άρθρου 15 της γαλλοβελγικής συμβάσεως, τα προερχόμενα από το ένα συμβαλλόμενο κράτος μερίσματα που καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου συμβαλλόμενου κράτους όχι μόνο φορολογούνται στο κράτος κατοικίας, αλλά υπόκεινται και στο συμβαλλόμενο κράτος στο οποίο έχει την έδρα της η διανέμουσα τα μερίσματα εταιρία σε φόρο που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15 % του ακαθάριστου ποσού των οικείων μερισμάτων.

16      Μολονότι τα μερίσματα που διανέμει μια εγκατεστημένη στη Γαλλία εταιρία σε μέτοχό της, κάτοικο Βελγίου, μπορούν κατ’ αυτόν τον τρόπο να φορολογηθούν σε αμφότερα τα κράτη μέλη, από τη γαλλοβελγική σύμβαση προκύπτει, όπως επισημαίνει άλλωστε και το αιτούν δικαστήριο, ότι αυτή περιέχει και διατάξεις σχετικές με την αποτροπή του ενδεχομένου διπλής φορολογίας.

17      Πράγματι, κατά το άρθρο 19, A, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της γαλλοβελγικής συμβάσεως, όσον αφορά τα μερίσματα που καταβάλλονται σε μετόχους-κατοίκους Βελγίου και έχουν υποβληθεί στη Γαλλία σε παρακράτηση στην πηγή, ο φόρος που οφείλεται στο Βέλγιο επί του ποσού που απομένει μετά την παρακράτηση φόρου στη Γαλλία μειώνεται, αφενός, κατά το ποσό του εισπραττομένου με τον κανονικό συντελεστή φόρου κινητών αξιών και, αφετέρου, κατά ένα κατ’ αποκοπήν ποσοστό του αλλοδαπού φόρου, το οποίο εκπίπτει υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η βελγική νομοθεσία και δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 15 % του καθαρού ποσού. Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 19, A, παράγραφος 1, της γαλλοβελγικής συμβάσεως, όσον αφορά τα μερίσματα τα οποία εμπίπτουν στο καθεστώς του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 3, και καταβάλλονται σε φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο Βέλγιο, το πρόσωπο αυτό μπορεί, αντί της κατά τα ανωτέρω εκπτώσεως του κατ’ αποκοπήν ποσοστού του αλλοδαπού φόρου, να επιλέξει για τα εν λόγω εισοδήματα αναγνώριση δικαιώματος εκπτώσεως φόρου, με τον συντελεστή και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η βελγική νομοθεσία για τα μερίσματα τα οποία διανέμονται από εταιρίες που έχουν την έδρα τους στο Βέλγιο, υπό τον όρο ότι θα υποβάλει σχετική έγγραφη αίτηση το αργότερο εντός της προθεσμίας υποβολής της ετήσιας φορολογικής του δηλώσεως.

18      Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίσθηκε ότι, καθόσον η γαλλοβελγική σύμβαση έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα την αποφυγή της διπλής φορολογήσεως των μερισμάτων που καταβάλλει μια εγκατεστημένη στη Γαλλία εταιρία στους μετόχους της οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στο Βέλγιο, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

19      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης συμφωνεί ότι η εκ μέρους του Βασιλείου του Βελγίου ορθή εφαρμογή του άρθρου 19, A, της γαλλοβελγικής συμβάσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την πρόληψη της διπλής φορολογήσεως των γαλλικών μερισμάτων που εισπράττει ο μέτοχος ο οποίος είναι κάτοικος Βελγίου. Εντούτοις, κατά την άποψή του, το Βασίλειο του Βελγίου δεν εφαρμόζει το άρθρο 19, A, κατά το μέτρο που η βελγική νομοθεσία δεν προβλέπει πλέον τη δυνατότητα συμψηφισμού του κατ’ αποκοπήν ποσοστού, παράλειψη που συνιστά όχι μόνον παραβίαση της γαλλοβελγικής συμβάσεως, αλλά και διάκριση την οποία απαγορεύει το άρθρο 56 ΕΚ.

20      Στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 19, A, της γαλλοβελγικής συμβάσεως και να προσδιορίσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό, δεδομένου ότι αρμόδια προς τούτο είναι τα εθνικά δικαστήρια.

21      Αν, στο πλαίσιο της ερμηνείας αυτής, το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι το Βασίλειο του Βελγίου υπέχει από το άρθρο 19, A, της γαλλοβελγικής συμβάσεως την υποχρέωση αποτροπής του ενδεχομένου διπλής φορολογίας μέσω είτε του συμψηφισμού ενός κατ’ αποκοπήν ποσοστού είτε της αναγνώρισης δικαιώματος εκπτώσεως φόρου, στο δικαστήριο αυτό απόκειται επίσης να αντλήσει, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, τις συνέπειες της παραλείψεως εφαρμογής του άρθρου αυτού.

22      Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 234 ΕΚ, να αποφαίνεται επί της ενδεχόμενης παραβάσεως, εκ μέρους συμβαλλόμενου κράτους μέλους, των διατάξεων διμερών συμβάσεων οι οποίες σκοπούν στην εξάλειψη ή στην άμβλυνση των συνεπειών της συνυπάρξεως διαφορετικών εθνικών φορολογικών συστημάτων (βλ., σχετικώς, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C-298/05, Columbus Container Services, Συλλογή 2007, σ. I-10451, σκέψη 46). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τη σχέση μεταξύ εθνικού μέτρου και διατάξεων συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, όπως είναι η επίμαχη εν προκειμένω διμερής φορολογική σύμβαση, καθόσον το ζήτημα αυτό δεν αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-141/99, AMID, Συλλογή 2000, σ. I-11619, σκέψη 18, καθώς και Columbus Container Services, προπαρατεθείσα, σκέψη 47).

23      Πάντως, από τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει ως δεδομένο ότι, παρά τη γαλλοβελγική σύμβαση, εξακολουθεί να υφίσταται διπλή φορολόγηση των μερισμάτων που διανέμει μια εγκατεστημένη στη Γαλλία εταιρία στους μετόχους της οι οποίοι κατοικούν στο Βέλγιο. Συνεπώς, το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν το άρθρο 56 ΕΚ απαγορεύει διμερή φορολογική σύμβαση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας τα μερίσματα που διανέμει μια εταιρία, εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, σε μέτοχό της, κάτοικο άλλου κράτους μέλους, μπορούν να φορολογηθούν σε αμφότερα τα κράτη μέλη, χωρίς να επιβάλλει στο κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μια άνευ αιρέσεων υποχρέωση πρόληψης της διπλής φορολογίας που απορρέει από την κατάσταση αυτή.

24      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, πρέπει να την ασκούν τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03, Marks & Spencer, Συλλογή 2005, σ. I-10837, σκέψη 29· της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψη 40· της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-374/04, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11673, σκέψη 36, και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-379/05, Amurta, Συλλογή 2007, σ. I-9569, σκέψη 16).

25      Κάθε κράτος μέλος οφείλει, μεταξύ άλλων, να οργανώνει, τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο, το σύστημά του φορολογήσεως των διανεμομένων κερδών και, στο πλαίσιο αυτό, να καθορίζει τη φορολογική βάση και τον φορολογικό συντελεστή που θα έχουν εφαρμογή για τη φορολογία του δικαιούχου μετόχου (βλ., ιδίως, αποφάσεις Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, προπαρατεθείσα, σκέψη 50· της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11753, σκέψη 47, και της 20ής Μαΐου 2008, C-194/06, Orange European Smallcap Fund, Συλλογή 2008, σ. I-3747, σκέψη 30).

26      Προκύπτει εντεύθεν, αφενός, ότι τα μερίσματα που διανέμει μια εταιρία, εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, σε μέτοχό της, κάτοικο άλλου κράτους μέλους, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διπλής φορολογήσεως, οσάκις τα δύο κράτη μέλη επιλέγουν να ασκήσουν τη φορολογική τους αρμοδιότητα και να επιβάλουν φόρο στους μετόχους στους οποίους καταβάλλονται τα μερίσματα αυτά.

27      Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα μειονεκτήματα που τυχόν απορρέουν από την παράλληλη άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των διαφόρων κρατών μελών δεν συνιστούν απαγορευόμενους από τη Συνθήκη ΕΚ περιορισμούς, κατά το μέτρο που η άσκηση αυτή δεν συνεπάγεται διακρίσεις (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Kerckhaert και Morres, σκέψεις 19, 20 και 24, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Orange European Smallcap Fund, σκέψεις 41, 42 και 47).

28      Μολονότι η εξάλειψη της διπλής φορολογίας στο εσωτερικό της Κοινότητας καταλέγεται μεταξύ των σκοπών της Συνθήκης ΕΚ, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι μέχρι σήμερα, εκτός από τη σύμβαση της 23ης Ιουλίου 1990, για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων (ΕΕ 1990, L 225, σ. 10), τα κράτη μέλη δεν έχουν συνάψει, βάσει του άρθρου 293 ΕΚ, καμία σχετική πολυμερή σύμβαση (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, C-336/96, Gilly, Συλλογή 1998, σ. I-2793, σκέψη 23).

29      Ομοίως, με εξαίρεση την οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (EE L 225, σ. 6), και την οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 157, σ. 38), δεν έχει ληφθεί μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, κανένα μέτρο ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως που να έχει ως σκοπό την εξάλειψη των καταστάσεων διπλής φορολογίας (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση Orange European Smallcap Fund, σκέψη 32).

30      Ελλείψει κοινοτικών μέτρων ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα να καθορίζουν, συμβατικώς ή μονομερώς, τα κριτήρια κατανομής της φορολογικής τους αρμοδιότητας, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξαλείψουν τη διπλή φορολογία (αποφάσεις Gilly, προπαρατεθείσα, σκέψεις 24 και 30· της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-307/97, Saint-Gobain ZN, Συλλογή 1999, σ. I-6161, σκέψη 57· Amurta, προπαρατεθείσα, σκέψη 17, καθώς και Orange European Smallcap Fund, προπαρατεθείσα, σκέψη 32). Απόκειται, συνεπώς, στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια κατανομής που ακολουθούνται στη διεθνή φορολογική πρακτική (βλ. απόφαση Kerckhaert και Morres, προπαρατεθείσα, σκέψη 23).

31      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, εν προκειμένω, από την κατανομή των φορολογικών αρμοδιοτήτων στην οποία συμφώνησαν η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο του Βελγίου προκύπτει ότι τα μερίσματα που διανέμει σε κάτοικο του Βελγίου μια εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία φορολογούνται σε αμφότερα τα κράτη μέλη.

32      Σε μια κατάσταση κατά την οποία τόσο το κράτος μέλος της προελεύσεως των μερισμάτων όσο και το κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μπορούν να φορολογήσουν τα οικεία μερίσματα, η άποψη ότι απόκειται κατ’ ανάγκη στο κράτος μέλος κατοικίας να αποτρέψει τη διπλή φορολογία ισοδυναμεί με την αναγνώριση, υπέρ του κράτους μέλους προελεύσεως, προτεραιότητας στη φορολόγηση αυτού του είδους των εισοδημάτων.

33      Ακόμη και αν η κατανομή αυτή ήταν σύμφωνη με τη διεθνή νομική πρακτική, όπως αντικατοπτρίζεται στο υπόδειγμα φορολογικής σύμβασης το οποίο έχει καταρτίσει ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), και συγκεκριμένα στο άρθρο της 23 B, δεν αμφισβητείται ότι το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του και σε μια κατάσταση όπως της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν επιβάλλει γενικά κριτήρια κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στο εσωτερικό της Κοινότητας (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Kerckhaert και Morres, σκέψη 22, καθώς και Columbus Container Services, σκέψη 45).

34      Συνεπώς, καίτοι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί διμερή συμφωνία για να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ (βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-170/05, Denkavit Internationaal και Denkavit France, Συλλογή 2006, σ. Ι-11949, σκέψη 53, και Amurta, προπαρατεθείσα, σκέψη 55), εντούτοις το γεγονός ότι τόσο το κράτος μέλος της προελεύσεως των μερισμάτων όσο και το κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μπορούν να φορολογήσουν τα οικεία μερίσματα δεν συνεπάγεται ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στο κράτος μέλος κατοικίας την υποχρέωση να αποτρέψει τα μειονεκτήματα που ενδεχομένως απορρέουν από την άσκηση της αρμοδιότητας την οποία τα δύο κράτη μέλη κατένειμαν κατ’ αυτόν τον τρόπο.

35      Υπ’ αυτές τις συνθήκες και καθόσον το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά αποκλειστικώς και μόνον τη γαλλοβελγική σύμβαση, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά το μέτρο που το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του και σε μια κατάσταση όπως της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν επιβάλλει γενικά κριτήρια κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στο εσωτερικό της Κοινότητας, το άρθρο 56 ΕΚ δεν απαγορεύει διμερή φορολογική σύμβαση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι τα μερίσματα που διανέμει μια εταιρία, εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, σε μέτοχό της, κάτοικο άλλου κράτους μέλους, μπορούν να φορολογηθούν σε αμφότερα τα κράτη μέλη, χωρίς να επιβάλλει στο κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μια άνευ αιρέσεων υποχρέωση πρόληψης της διπλής φορολογίας που απορρέει από την κατάσταση αυτή.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

36      Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Κατά το μέτρο που το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του και σε μια κατάσταση όπως της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν επιβάλλει γενικά κριτήρια κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το άρθρο 56 ΕΚ δεν απαγορεύει διμερή φορολογική σύμβαση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι τα μερίσματα που διανέμει μια εταιρία, εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, σε μέτοχό της, κάτοικο άλλου κράτους μέλους, μπορούν να φορολογηθούν σε αμφότερα τα κράτη μέλη, χωρίς να επιβάλλει στο κράτος μέλος της κατοικίας του μετόχου μια άνευ αιρέσεων υποχρέωση πρόληψης της διπλής φορολογίας που απορρέει από την κατάσταση αυτή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.