Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

14.8.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 221/26


Προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας που ασκήθηκε την 1η Ιουνίου 2010

(Υπόθεση C-274/10)

()

2010/C 221/42

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Δ. Τριανταφύλλου και B. D. Simon)

Καθής: Δημοκρατία της Ουγγαρίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, υποχρεώνοντας τους φορολογουμένους, στη φορολογική δήλωση των οποίων υπάρχει «διαφορά» κατά την έννοια του άρθρου 183 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (1), κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης φορολογικής περιόδου, να μεταφέρουν τη διαφορά αυτή πλήρως ή μερικώς στην επόμενη φορολογική περίοδο, όταν οι φορολογούμενοι δεν έχουν καταβάλει πλήρως τον φόρο για την αντίστοιχη αγορά στον προμηθευτή τους, και, λόγω της υποχρεώσεως αυτής, ορισμένοι φορολογούμενοι, στη φορολογική δήλωση των οποίων εμφανίζεται συστηματικώς «διαφορά», υποχρεούνται να μεταφέρουν πλέον της μίας φοράς τη διαφορά αυτή στην επόμενη φορολογική περίοδο, δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή·

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο ουγγρική φορολογική ρύθμιση κατά την οποία, στο τέλος της φορολογικής περιόδου, οι φορολογούμενοι μπορούν να ζητήσουν την επιστροφή της διαφοράς του φόρου προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) μόνον καθόσον η εν λόγω διαφορά υπερβαίνει τον ΦΠΑ επί των αγορών για τις οποίες δεν έχουν ακόμα καταβάλει τον φόρο. Επομένως, από την επίδικη ουγγρική ρύθμιση προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να ζητηθεί η επιστροφή που αφορά το μέρος της διαφοράς που αντιστοιχεί στο ποσό του ΦΠΑ επί των αγορών που δεν έχουν ακόμα πληρωθεί και ο φορολογούμενος πρέπει να μεταφέρει το εν λόγω ποσό στην επόμενη φορολογική περίοδο. Όταν το ποσό της διαφοράς του ΦΠΑ που δηλώνεται στο τέλος της φορολογικής περιόδου είναι χαμηλότερο ή ίσο με το ποσό του ΦΠΑ που βαρύνει τις αγορές που δεν έχουν πληρωθεί, ο φορολογούμενος πρέπει να μεταφέρει το σύνολο της διαφοράς του ΦΠΑ στην επόμενη φορολογική περίοδο. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται στο τέλος της επόμενης φορολογικής περιόδου: η ρύθμιση δεν θέτει κανένα χρονικό όριο για τη διαδικασία αυτή, οπότε, είναι δυνατόν ο φορολογούμενος να υποχρεούται να μεταφέρει αενάως τη διαφορά του ΦΠΑ.

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι το άρθρο 183 της οδηγίας 2006/112 (στο εξής: οδηγία) αφήνει στα κράτη μέλη την επιλογή μεταξύ της μεταφοράς ή της επιστροφής της διαφοράς του ΦΠΑ. Τα κράτη μέλη δύνανται να ασκήσουν την εξουσία αυτή μόνον τηρώντας τις αρχές του συνόλου του συστήματος του ΦΠΑ και, ειδικότερα, την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Δεδομένου ότι το άρθρο 183 της οδηγίας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να μεταφέρουν άπαξ τη διαφορά του ΦΠΑ στην επόμενη φορολογική περίοδο, αποτελεί διάταξη εμποδίζουσα το πλήρες αποτέλεσμα της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς και δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τη θέσπιση εθνικών κανόνων αντίθετων προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας ή τον σκοπό του μηχανισμού των εκπτώσεων.

Από την άποψη της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, ο μηχανισμός των εκπτώσεων αποσκοπεί στην πλήρη απαλλαγή του επιχειρηματία από την επιβάρυνση του οφειλομένου ή καταβληθέντος ΦΠΑ στο πλαίσιο όλων των οικονομικών του δραστηριοτήτων. Η αρχή αυτή απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξαρτούν την επιστροφή της διαφοράς του ΦΠΑ από προϋποθέσεις που συνεπάγονται επιβάρυνση του φορολογούμενου και επιδρούν στην οικονομική και ταμειακή του κατάσταση, καθώς και στις εμπορικές αποφάσεις του. Ωστόσο, η μη επιστροφή της διαφοράς του ΦΠΑ, την οποία προβλέπει η επίδικη ουγγρική ρύθμιση παράγει τα αρνητικά αυτά αποτελέσματα για τον φορολογούμενο για δύο λόγους.

Αφενός, διότι η διαφορά του ΦΠΑ που μπορεί να εκπέσει σε σχέση με το ποσό του οφειλομένου ΦΠΑ πρέπει να θεωρηθεί ως πίστωση υπέρ του φορολογουμένου, οπότε η καθυστέρηση πληρωμής της πιστώσεως αυτής μειώνει τις δυνατότητες κέρδους και τη ρευστότητα του φορολογουμένου πιστωτή και, επομένως, αυξάνει τον εμπορικό του κίνδυνο. Ο φορολογούμενος πρέπει να καταβάλει τον ΦΠΑ που αντιστοιχεί στις παραδόσεις αγαθών και την παροχή υπηρεσιών που πραγματοποίησε, ακόμη και αν δεν του έχουν πληρωθεί, ενώ μπορεί να ανακτήσει τον ΦΠΑ για τις παραδόσεις αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών που έχει λάβει, μόνον εάν τις έχει πράγματι πληρώσει.

Αφετέρου, η μη επιστροφή της διαφοράς του ΦΠΑ δεν αποτελεί επιβάρυνση μόνον για τον φορολογούμενο που ζητεί την επιστροφή, αλλά και για το έτερο μέρος της φορολογούμενης πράξης, ήτοι για τον πωλητή. Συγκεκριμένα, μειώνοντας τη ρευστότητα του αγοραστή, αυξάνεται συγχρόνως ο κίνδυνος να μην μπορεί ο πωλητής, ή τουλάχιστον να μπορεί μόνον με σημαντική καθυστέρηση, να λάβει την οφειλόμενη αντιπαροχή για τα παραδοθέντα αγαθά ή τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, ενώ, ανεξαρτήτως αυτού, ο πωλητής πρέπει να καταβάλει τον ΦΠΑ που αντιστοιχεί στην εν λόγω παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.

Η Επιτροπή φρονεί ότι, το γεγονός ότι η νομοθεσία επιβάλλει ορισμένη επιβάρυνση στους φορολογούμενους, δεν μπορεί να αντισταθμιστεί επιβάλλοντας νέες επιβαρύνσεις στους φορολογούμενους. Η ισορροπία την οποία επιδιώκει η νομοθεσία διασφαλίζεται μόνον αν η επιβάρυνση του φορολογουμένου ως οφειλέτη, δηλαδή η υποχρέωσή του πληρωμής, αντισταθμίζεται με τη δυνατότητα, την οποία έχει ο ίδιος φορολογούμενος ως πιστωτής, να ανακτά τον ΦΠΑ που έχει καταβάλει ως οφειλέτης.

Τέλος, δεδομένου ότι το άρθρο 183 της οδηγίας επιτρέπει μόνο την άπαξ μεταφορά της διαφοράς του ΦΠΑ «στην επόμενη φορολογική περίοδο», η επίδικη ουγγρική ρύθμιση παραβιάζει το άρθρο αυτό, καθόσον δεν επιτρέπει στον φορολογούμενο να ανακτά τη μεταφορά το αργότερο στο τέλος της δεύτερης φορολογικής περιόδου. Επιπλέον, η ουγγρική ρύθμιση η οποία, μειώνοντας τη ρευστότητα του αγοραστή, έχει, κατ’ ουσίαν, ως αποτέλεσμα τη μείωση της πιθανότητας επιστροφής και δεν διασφαλίζει ότι ο φορολογούμενος μπορεί πράγματι να ανακτήσει κάποτε τη διαφορά. Συγκεκριμένα, αν ο φορολογούμενος παύσει τις δραστηριότητές του χωρίς να πληρώσει όλες τις αγορές του λόγω αφερεγγυότητας, δεν προβλέπεται τίποτα σχετικό στην περίπτωση αυτή για επιστροφή του ΦΠΑ επί των συναλλαγών για τις οποίες δεν έχει πληρώσει και ο ΦΠΑ παραμένει τελικώς στο Δημόσιο.

Για τους προεκτεθέντες λόγους, η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι ο Ούγγρος νομοθέτης υπερέβη τα όρια της διακριτικής εξουσίας που του αναγνωρίζεται και παρέβη το άρθρο 183 της οδηγίας, θεσπίζοντας ρύθμιση σχετικά με τις προϋποθέσεις επιστροφής της διαφοράς του ΦΠΑ η οποία παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και επιτρέπει επαναληπτικές και διαδοχικές μεταφορές της διαφοράς.


(1)  ΕΕ L 347, σ. 1.