Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Υπόθεση C-287/10

Tankreederei I SA

κατά

Directeur de l’administration des contributions directes

[αίτηση του tribunal administratif (Λουξεμβούργο)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων – Χορήγηση της εκπτώσεως υπό την προϋπόθεση ότι η επένδυση υλοποιείται στην ημεδαπή – Εκμετάλλευση σκαφών ποταμοπλοΐας που χρησιμοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη»

Περίληψη της αποφάσεως

Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία

(Άρθρο 56 ΣΛΕΕ)

Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει διάταξη κράτους μέλους δυνάμει της οποίας δεν χορηγείται η έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων σε επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη αποκλειστικά στο κράτος μέλος αυτό, για τον λόγο ότι το επενδυτικό αγαθό, για το οποίο ζητείται η εν λόγω έκπτωση, υλοποιείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

Συγκεκριμένα, μία τέτοια εθνική διάταξη, η οποία υπάγει τις επενδύσεις που υλοποιούνται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο οποίο η οικεία επιχείρηση δεν είναι εγκατεστημένη, σε φορολογικό καθεστώς λιγότερο ευνοϊκό από εκείνο στο οποίο υπάγονται οι επενδύσεις που υλοποιούνται σε εθνικό έδαφος, ενδέχεται, αν όχι να αποθαρρύνει τις εθνικές επιχειρήσεις από το να παρέχουν, σε άλλο κράτος μέλος, υπηρεσίες για τις οποίες πρέπει να χρησιμοποιηθούν επενδυτικά αγαθά που βρίσκονται στο εν λόγω κράτος μέλος, αλλά τουλάχιστον να καθιστά λιγότερο ελκυστική ή δυσχερέστερη αυτή την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών στο εθνικό έδαφος μέσω επενδυτικών αγαθών που βρίσκονται στο εν λόγω έδαφος.

Η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος, εφόσον δεν υπάρχει άμεση σχέση, από την πλευρά του οικείου εθνικού φορολογικού καθεστώτος, μεταξύ, αφενός, της χορηγήσεως σε ημεδαπή επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη της εκπτώσεως φόρου λόγω επενδυτικών αγαθών που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό και, αφετέρου, της χρηματοδότησης του φορολογικού αυτού πλεονεκτήματος από τον φόρο που εισπράττεται από τα έσοδα που πραγματοποιούν οι αποδέκτες των υπηρεσιών που παρέχονται χάρη στα αγαθά αυτά.

Η εν λόγω ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη προλήψεως καταχρηστικών πρακτικών εφόσον θίγει όλες τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν επενδυτικά αγαθά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τούτο δε παρά την έλλειψη, αντικειμενικών στοιχείων που να αποδεικνύουν την ύπαρξη αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων, άσχετων προς την οικονομική πραγματικότητα, αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι η αποκόμιση φορολογικού πλεονεκτήματος.

Εξάλλου, μια τέτοια εθνική διάταξη, η οποία αποκλείει κατά κανόνα τη χορήγηση του φορολογικού πλεονεκτήματος εάν η επένδυση δεν υλοποιείται εντός της εθνικής επικράτειας, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω επένδυση δεν έχει καμία σχέση με οποιοδήποτε κοινωνικό σκοπό, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση την αρμοδιότητα των κρατών μελών να προβαίνουν στην επιλογή των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου που επιθυμούν να προωθήσουν με τη χορήγηση φορολογικών πλεονεκτημάτων.

(βλ. σκέψεις 17, 23, 25, 28-30, 32, 34 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων – Χορήγηση της εκπτώσεως υπό την προϋπόθεση ότι η επένδυση υλοποιείται στην ημεδαπή – Εκμετάλλευση σκαφών ποταμοπλοΐας που χρησιμοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη»

Στην υπόθεση C-287/10,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal administratif (Λουξεμβούργο) με απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

Tankreederei I SA

κατά

Directeur de l’administration des contributions directes,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, D. Šváby, E. Juhász, Γ. Αρέστη και T. von Danwitz, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η Tankreederei I SA, εκπροσωπούμενη από τον F. Collot, avocat,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και B. Cabouat,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και J.-P. Keppenne,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 56 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Tankreederei I SA (στο εξής: Tankreederei), εταιρίας λουξεμβουργιανού δικαίου, με τον Directeur de l’administration luxembourgeoise des contributions directes (διευθυντή της διοίκησης αμέσων φόρων του Λουξεμβούργου), κατόπιν της αρνήσεως της διοίκησης αυτής να χορηγήσει στην εν λόγω εταιρία την έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων.

 Το εθνικό δίκαιο

3        Το άρθρο 152 bis, παράγραφος 1, του νόμου της 4ης Δεκεμβρίου 1967 για τον φόρο εισοδήματος (Mémorial A 1967, σ. 1228), όπως έχει τροποποιηθεί από τον νόμο της 19ης Δεκεμβρίου 1986 (Mémorial A 1986, σ. 2330, στο εξής: LIR), ορίζει:

«Κατόπιν αιτήματός τους, οι φορολογούμενοι εξασφαλίζουν τις κάτωθι προσδιοριζόμενες εκπτώσεις φόρου εισοδήματος λόγω επενδύσεων, εκ των αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 7 κατωτέρω, τις οποίες πραγματοποιούν στις επιχειρήσεις τους κατά την έννοια του άρθρου 14. Οι επενδύσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε εγκατάσταση ευρισκόμενη στο Μεγάλο Δουκάτο και προοριζόμενη να παραμείνει σε αυτό μόνιμα· επίσης, πρέπει να υλοποιούνται εντός του Λουξεμβούργου.»

 Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

4        Η Tankreederei, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, εκμεταλλεύεται, με βάση το κράτος μέλος αυτό, δύο ποταμόπλοια στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της εφοδιασμού θαλάσσιων σκαφών με βαρύ πετρέλαιο (τροφοδοσία σκαφών ή «bunkering») στους λιμένες της Αμβέρσας (Βέλγιο) και του Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες).

5        Η Tankreederei ζήτησε να της χορηγηθούν, για τις χρήσεις των ετών 2000 έως 2003, οι εκπτώσεις φόρου λόγω επενδύσεων βάσει του άρθρου 152 bis του LIR, η αίτησή της όμως απορρίφθηκε, στις 11 Μαΐου 2005, από τη διοίκηση αμέσων φόρων του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου για τον λόγο ότι τα οικεία σκάφη χρησιμοποιούνταν στο εξωτερικό.

6        Στις 28 Ιουνίου 2005, υπέβαλε ένσταση στον διευθυντή της εν λόγω διοίκησης, η οποία απορρίφθηκε με απόφασή του της 29ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009).

7        Στις 23 Απριλίου 2009, άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της αποφάσεως της 29ης Ιανουαρίου 2009. Προς στήριξη της προσφυγής της, προβάλλει ότι το άρθρο 152 bis του LIR είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ. Υπογραμμίζοντας, αφενός, ότι διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση αποκλειστικά στο Λουξεμβούργο και ότι πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 14 του LIR και, αφετέρου, ότι τα σκάφη της εμφανίζονται στον ισολογισμό που καταρτίζει στο κράτος μέλος αυτό και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία είναι αποκλειστικά φορολογητέα στο έδαφός του, υποστηρίζει ότι η απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009 ισοδυναμεί με φορολογική μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που επιφυλάσσεται στις εταιρίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Προβάλλει ότι η μεταχείριση που της επιφυλάσσεται συνιστά, κατά συνέπεια, αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Προσθέτει ότι, μολονότι τα σκάφη της είναι κατάλληλα για να πλεύσουν στον ποταμό Μοζέλα του Λουξεμβούργου, η υπηρεσία εσωτερικής ναυσιπλοΐας του Υπουργείου Μεταφορών απέρριψε τα αιτήματά της για νηολόγηση των εν λόγω σκαφών στον λιμένα του Mertert και, ως εκ τούτου, υποχρεώθηκε να νηολογήσει τα πλοία της στον λιμένα της Αμβέρσας.

8        Με αφετηρία τη διαπίστωση ότι η Tankreederei είναι εγκατεστημένη και φορολογείται στο Λουξεμβούργο και ότι η απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009 στηρίχθηκε στο ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση της υλοποίησης του επενδυτικού αγαθού εντός της επικράτειας του Λουξεμβούργου, όπως απαιτείται από το άρθρο 152 bis του LIR, το tribunal administratif επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς την άποψη που υποστήριξε ενώπιόν του η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει μόνον εθνικές ρυθμίσεις που εισάγουν διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά ενδέχεται να απαγορεύει επίσης εθνική ρύθμιση που έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέψει ημεδαπό από το να παρέχει υπηρεσίες ή να επενδύει σε άλλο κράτος μέλος.

9        Το tribunal administratif, διερωτώμενο κατά πόσον το άρθρο 152 bis του LIR συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνουν οι διατάξεις του άρθρου 152 bis, παράγραφος 1, του [LIR] προς τα άρθρα [56] ΣΕΕ και [63] ΣΕΕ καθόσον προβλέπουν για τους Λουξεμβούργιους φορολογούμενους δικαίωμα εκπτώσεως φόρου λόγω επενδύσεων υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επενδύσεις πραγματοποιούνται σε εγκατάσταση ευρισκόμενη εντός του Μεγάλου Δουκάτου και η οποία προορίζεται για μόνιμη παραμονή σε αυτό και ότι οι εν λόγω επενδύσεις […] αφορούν επενδύσεις όντως υλοποιούμενες εντός της επικράτειας του Λουξεμβούργου;».

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

10      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 56 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν διάταξη κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη χορήγηση εκπτώσεως φόρου λόγω επενδύσεων από την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επενδύσεις πραγματοποιούνται σε εγκατάσταση ευρισκόμενη εντός του εθνικού εδάφους και προοριζόμενη για μόνιμη παραμονή σε αυτό και ότι οι εν λόγω επενδύσεις όντως υλοποιούνται εντός της επικράτειας.

11      Όπως προκύπτει από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και από τη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά, ειδικότερα, τη συμβατότητα των άρθρων 56 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ με την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 152 του LIR, κατά την οποία η χορήγηση του επίμαχου στην κύρια δίκη φορολογικού πλεονεκτήματος εξαρτάται από την υλοποίηση της οικείας επένδυσης εντός της εθνικής επικράτειας.

12      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί, όπως το επισημαίνουν η Tankreederei και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται έναντι αμοιβής από την εν λόγω εταιρία η οποία είναι αποκλειστικά εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ανεφοδιασμού που εκτελούνται στους λιμένες της Αμβέρσας και του Άμστερνταμ με τα δύο σκάφη για τα οποία ζήτησε την έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων, συνιστούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 57 ΣΛΕΕ.

13      Κατά συνέπεια οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης.

14      Συναφώς, καίτοι, βεβαίως, η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκησή της, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης (βλ., ιδίως, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, C-72/09, Établissements Rimbaud, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 23).

15      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αποκλείει την εφαρμογή κάθε εθνικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσκολότερη απ’ ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, C-155/08 και C-157/08, X και Passenheim-van Schoot, Συλλογή 2009, σ. I-5093, σκέψη 32). Τα εθνικά μέτρα που απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής συνιστούν περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2008, C-330/07, Jobra, Συλλογή 2008, σ. I-9099, σκέψη 19).

16      Εξάλλου, μια επιχείρηση μπορεί να επικαλείται το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών έναντι του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη εφόσον οι αποδέκτες των υπηρεσιών της είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, γενικότερα δε, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παρέχων υπηρεσίες τις προσφέρει εντός κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-208/05, ITC, Συλλογή 2007, σ. I-181, σκέψη 56).

17      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εθνική διάταξη όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία υπάγει τις επενδύσεις που υλοποιούνται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο οποίο η οικεία επιχείρηση δεν είναι εγκατεστημένη, σε φορολογικό καθεστώς λιγότερο ευνοϊκό από εκείνο στο οποίο υπάγονται οι επενδύσεις που υλοποιούνται σε εθνικό έδαφος, ενδέχεται, αν όχι να αποθαρρύνει τις εθνικές επιχειρήσεις από το να παρέχουν, σε άλλο κράτος μέλος, υπηρεσίες για τις οποίες πρέπει να χρησιμοποιηθούν επενδυτικά αγαθά που βρίσκονται στο εν λόγω κράτος μέλος, αλλά τουλάχιστον να καθιστά λιγότερο ελκυστική ή δυσχερέστερη αυτή την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών στο εθνικό έδαφος μέσω επενδυτικών αγαθών που βρίσκονται στο εν λόγω έδαφος (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Jobra, σκέψη 24).

18      Η επιβολή τέτοιας υποχρεώσεως συνιστά, επομένως, περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

19      Ο εν λόγω περιορισμός μπορεί να γίνει δεκτός μόνον αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, όμως, θα έπρεπε η εφαρμογή του μέτρου αυτού να μπορεί να εγγυηθεί την επίτευξη του σκοπού αυτού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2007, C-150/04, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 2007, σ. I-1163, σκέψη 46, και της 15ης Απριλίου 2010, C-96/08, CIBA, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

20      Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, όμως, δεν επικαλέσθηκε καμία πιθανή δικαιολόγηση στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ούτε άλλωστε το αιτούν δικαστήριο πρότεινε κάτι τέτοιο.

21      Εν πάση περιπτώσει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο διαπιστωθείς περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη θεμιτή κατά την κρίση του Δικαστηρίου επιταγή για ισόρροπη κατανομή της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03, Marks & Spencer, Συλλογή 2005, σ. I-10837, σκέψεις 45, 46 και 51).

22      Συγκεκριμένα, αρκεί να διαπιστωθεί συναφώς, όπως επισήμανε η Tankreederei και η Επιτροπή, ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, οι δραστηριότητες της Tankreederei σχετικά με τις υπηρεσίες ανεφοδιασμού που παρείχε στους λιμένες της Αμβέρσας και του Άμστερνταμ με τα σκάφη για τα οποία ζητείται η έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων, φορολογούνται αποκλειστικά στο Λουξεμβούργο. Επομένως, το δικαίωμα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου να ασκήσει τη φορολογική του αρμοδιότητα σε σχέση με τις εν λόγω δραστηριότητες ουδόλως διακυβεύεται εάν δεν τεθεί η προϋπόθεση περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Jobra, σκέψεις 32 και 33).

23      Ο επίμαχος περιορισμός δεν μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος, η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (βλ. αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann, Συλλογή 1992, σ. I-249, σκέψη 28, και C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. I-305, σκέψη 21).

24      Συγκεκριμένα, για να ευδοκιμήσει επιχείρημα στηριζόμενο σ’ αυτήν τη δικαιολογία πρέπει να αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της παροχής του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση (βλ., ιδίως, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2007, C-347/04, Rewe Zentralfinanz, Συλλογή 2007, σ. I-2647, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Πάντως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ουδόλως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβιβάσθηκε στο Δικαστήριο ότι υπάρχει άμεση σχέση, από πλευράς φορολογικού καθεστώτος του Λουξεμβούργου, μεταξύ, αφενός, της χορηγήσεως σε επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες όπως αυτές της κύριας δίκης της εκπτώσεως φόρου λόγω επενδυτικών αγαθών που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό και, αφετέρου, τη χρηματοδότηση του φορολογικού αυτού πλεονεκτήματος από τον φόρο που εισπράττεται από τα έσοδα που πραγματοποιούν οι αποδέκτες των υπηρεσιών που παρέχονται χάρη στα αγαθά αυτά (βλ., συναφώς, απόφαση Jobra, προπαρατεθείσα, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Συνεπώς, είναι άνευ σημασίας για τους σκοπούς της χορηγήσεως της επίμαχης στην κύρια δίκη εκπτώσεως φόρου το γεγονός ότι υπόκεινται σε φόρο οι αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών που είναι εγκατεστημένοι στο Λουξεμβούργο, ενώ δεν υπόκεινται σε φόρο αυτοί που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, C-251/98, Baars, Συλλογή 2000, σ. I-2787, σκέψη 40).

27      Όσον αφορά την ανάγκη αποτροπής του ενδεχομένου μειώσεως των εθνικών φορολογικών εσόδων –η οποία θα επέρχετο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ως αποτέλεσμα της χορηγήσεως της επίμαχης εκπτώσεως στην Tankreederei–, η ανάγκη αυτή δεν περιλαμβάνεται στις επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν έναν περιορισμό μιας ελευθερίας που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2002, C-136/00, Danner, Συλλογή 2002, σ. I-8147, σκέψη 56, και της 27ης Ιανουαρίου 2009, C-318/07, Persche, Συλλογή 2009, σ. I-359, σκέψη 46).

28      Όσον αφορά την ανάγκη προλήψεως καταχρηστικών πρακτικών, προκύπτει, βεβαίως, από πάγια νομολογία ότι περιορισμός της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών μπορεί να δικαιολογείται εφόσον αφορά ειδικώς στις αμιγώς τεχνητές μεθοδεύσεις, άσχετες προς την οικονομική πραγματικότητα, αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι η αποκόμιση φορολογικού πλεονεκτήματος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Jobra, προπαρατεθείσα, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Εντούτοις, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη θίγει όλες τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν επενδυτικά αγαθά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους εκτός του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, τούτο δε παρά την έλλειψη, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, αντικειμενικών στοιχείων που να αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων μεθοδεύσεων (βλ., συναφώς, απόφαση Jobra, προπαρατεθείσα, σκέψεις 36 έως 38).

30      Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Γαλλικής Κυβερνήσεως σχετικά με τη δυνατότητα των κρατών μελών να εξαρτούν τη χορήγηση ενός φορολογικού πλεονεκτήματος, που αποσκοπεί στο να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες ανάγκες του συνόλου ή μέρους του πληθυσμού της, με την απαίτηση να υπάρχει ορισμένος βαθμός σύνδεσης μεταξύ του δικαιούχου του πλεονεκτήματος και της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους, πρέπει να τονιστεί ότι, βεβαίως, η επιλογή των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου που επιθυμεί να προωθήσει ένα κράτος μέλος με τη χορήγηση φορολογικών πλεονεκτημάτων εμπίπτει στη δικαιοδοσία του (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-386/04, Centro di Musicologia Walter Stauffer, Συλλογή 2006, σ. I-8203, σκέψη 39).

31      Περαιτέρω, όσον αφορά την απαίτηση να υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός σύνδεσης του δικαιούχου της παροχής με την κοινωνία του οικείου κράτους μέλους, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκειμένου περί παροχής όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία δεν ρυθμίζεται από το κοινοτικό δίκαιο, τα κράτη μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολογήσεως ενός τέτοιου συνδέσμου (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, C-103/08, Gottwald, Συλλογή 2009, σ. I-9117, σκέψεις 32 και 34).

32      Εντούτοις, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, υπό τις οποίες εθνική διάταξη αποκλείει κατά κανόνα τη χορήγηση του φορολογικού πλεονεκτήματος εάν η επένδυση δεν υλοποιείται εντός της εθνικής επικράτειας, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω επένδυση δεν έχει καμία σχέση με οποιοδήποτε κοινωνικό σκοπό, η άρνηση χορηγήσεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τέτοια επιχειρήματα.

33      Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι εθνική διάταξη όπως αυτή της κύριας δίκης δεν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

34      Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει διάταξη κράτους μέλους δυνάμει της οποίας δεν χορηγείται η έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων σε επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη αποκλειστικά στο κράτος μέλος αυτό, για τον λόγο ότι το επενδυτικό αγαθό, για το οποίο ζητείται η εν λόγω έκπτωση, υλοποιείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση περί του αν η εν λόγω εθνική διάταξη μπορεί επίσης να προσκρούει στις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (βλ., συναφώς, απόφαση Jobra, προπαρατεθείσα, σκέψη 42).

 Επί των δικαστικών εξόδων

36      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει διάταξη κράτους μέλους δυνάμει της οποίας δεν χορηγείται η έκπτωση φόρου λόγω επενδύσεων σε επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη αποκλειστικά στο κράτος μέλος αυτό, για τον λόγο ότι το αγαθό επενδύσεως, για το οποίο ζητείται η εν λόγω έκπτωση, υλοποιείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.