Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

13.8.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 238/8


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Administrativen Sad της Βάρνας (Βουλγαρία) στις 8 Ιουνίου 2011 — Bonik EOOD κατά Direktor na Direktsia «Obzhalvane i upravlenie na izpalnenieto» — grad Varna pri Tsentralno upravlenie na Natsionalnata agentsia po prihodite

(Υπόθεση C-285/11)

2011/C 238/13

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Administrativen Sad της Βάρνας

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Bonik EOOD

Καθού: Direktor na Direktsia «Obzhalvane i upravlenie na izpalnenieto» — grad Varna pri Tsentralno upravlenie na Natsionalnata agentsia po prihodite

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Μπορεί από τις διατάξεις των άρθρων 178, στοιχεία α' και β', 14, 62, 63, 167 και 168 της οδηγίας 2006/112 (1) να συναχθεί ερμηνευτικά η έννοια «μη ύπαρξη πραγματικής παράδοσης» και, αν ναι, συμπίπτει η έννοια «μη ύπαρξη πραγματικής παράδοσης», από την άποψη του ορισμού της, με την έννοια της «φοροδιαφυγής» ή έστω εμπεριέχεται στην έννοια αυτή; Τι καλύπτει, σύμφωνα με την οδηγία, η έννοια «φοροδιαφυγή»;

2)

Αν ληφθούν υπόψη ο ορισμός της έννοιας της «φοροδιαφυγής» και η εικοστή έκτη και η πεντηκοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/112, σε συνδυασμό με το άρθρο 178, στοιχείο β', επιβάλλει η εν λόγω οδηγία ρητά την υποχρέωση καθορισμού των διατυπώσεων με πράξη του ανώτατου νομοθετικού οργάνου του κράτους μέλους ή επιτρέπει να μην καθορίζονται οι διατυπώσεις αυτές με νομοθετική πράξη, αλλά να αποτελούν διοικητική πρακτική (και ενδεχομένως πρακτική φορολογικού ελέγχου) ή να καθορίζονται νομολογιακά; Επιτρέπεται η επιβολή διατυπώσεων με νομοθετικού περιεχομένου πράξεις των διοικητικών αρχών και/ή με διοικητικές οδηγίες;

3)

Αποτελεί η «μη ύπαρξη πραγματικής παράδοσης», εφόσον πρόκειται για έννοια που διαφέρει από τη «φοροδιαφυγή» και δεν καλύπτεται από τον ορισμό της έννοιας αυτής, «διατύπωση» κατά το άρθρο 178, στοιχείο β', ή «μέτρο» κατά την πεντηκοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, που να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του δικαιώματος για έκπτωση του φόρου εισροών και που να οδηγεί σε διακύβευση της ουδετερότητας του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), δηλαδή μιας θεμελιώδους αρχής του κοινού συστήματος ΦΠΑ, την οποία έχει καθιερώσει το εν προκειμένω εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο;

4)

Επιτρέπεται η επιβολή διατυπώσεων στα υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, ώστε να είναι υποχρεωμένα να αποδεικνύουν την πραγματοποίηση των παραδόσεων που έχουν προηγηθεί της μεταξύ τους παράδοσης (της παράδοσης μεταξύ του τελευταίου αποδέκτη και του προμηθευτή του), προκειμένου να θεωρείται ότι η παράδοση έχει όντως πραγματοποιηθεί, αν η δημόσια αρχή δεν αμφισβητεί ότι οι ενδιαφερόμενοι (οι τελευταίοι προμηθευτές) έχουν πραγματοποιήσει μεταγενέστερες παραδόσεις προς επόμενους αποδέκτες με τα ίδια εμπορεύματα και στις ίδιες ποσότητες;

5)

Πρέπει, στο πλαίσιο του κοινού συστήματος ΦΠΑ και των διατάξεων των άρθρων 168 και 178 της οδηγίας 2006/112, το δικαίωμα του εμπόρου για αναγνώριση των καταβολών ΦΠΑ για ορισμένη πράξη

α)

να εκτιμάται σε σχέση μόνο με τη συγκεκριμένη πράξη στην πραγματοποίηση της οποίας μετέχει ο έμπορος, σε συνδυασμό με την πρόθεσή του να μετάσχει στην πραγματοποίηση της πράξης αυτής, και/ή

β)

να εκτιμάται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των προγενέστερων και των μεταγενέστερων πράξεων που συναποτελούν μια αλυσίδα παραδόσεων και στην οποία ανήκει η επίμαχη πράξη, καθώς και αφενός οι προθέσεις των λοιπών εμπλεκόμενων στην αλυσίδα αυτή προσώπων, τις οποίες ο έμπορος ούτε γνωρίζει και/ή ούτε μπορεί να μάθει, και αφετέρου οι πράξεις και/ή οι παραλείψεις του εκδώσαντος το τιμολόγιο και των λοιπών εμπλεκόμενων στην αλυσίδα αυτή προσώπων, δηλαδή των προμηθευτών στα προγενέστερα στάδια, τους οποίους ο αποδέκτης της παράδοσης δεν μπορεί να ελέγξει και από τους οποίους δεν μπορεί να απαιτήσει να επιδείξουν ορισμένη συμπεριφορά, και/ή

γ)

να εκτιμάται αφού ληφθούν υπόψη οι απάτες και οι προθέσεις τέλεσης απάτης άλλων εμπλεκόμενων στην αλυσίδα αυτή προσώπων, την εμπλοκή των οποίων δεν γνώριζε ο έμπορος και για τις πράξεις ή προθέσεις των οποίων δεν μπορεί να εξακριβωθεί κατά πόσον ο έμπορος θα μπορούσε να τις γνωρίζει, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν οι πράξεις ή προθέσεις αυτές είναι προγενέστερες ή μεταγενέστερες μιας δεδομένης πράξης;

6)

Ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα 5: Πρέπει οι πράξεις που ανήκουν στην κατηγορία των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεων να χαρακτηρίζονται ως παραδόσεις που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2006/112, ή ως μέρος της οικονομικής δραστηριότητας του υποκείμενου στον φόρο προσώπου, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας;

7)

Επιτρέπεται να μην χαρακτηρίζονται ως παραδόσεις που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2006/112, οι πράξεις που ο προμηθευτής έχει δηλώσει νομότυπα για την επιβολή του ΦΠΑ, υποβάλλοντας τα σχετικά δικαιολογητικά, όπως είναι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεις, σχετικά με τις οποίες διαπιστώνεται αφενός ότι ο αποδέκτης έχει πράγματι αποκτήσει την κυριότητα του εμπορεύματος που εμφαίνεται στο τιμολόγιο και αφετέρου ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για το αν παρέλαβε πράγματι το εμπόρευμα από άλλο πρόσωπο και όχι από αυτό που εξέδωσε το τιμολόγιο, αν ο μόνος λόγος για να μην προσδοθεί ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ότι ο προμηθευτής δεν βρέθηκε στην αναγραφόμενη διεύθυνση και δεν υπέβαλε τα απαιτούμενα για τον φορολογικό έλεγχο έγγραφα ή δεν απέδειξε ενώπιον των φορολογικών αρχών όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι παραδόσεις και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η προέλευση του πωληθέντος εμπορεύματος;

8)

Αποτελεί επιτρεπτό μέτρο για τη διασφάλιση της είσπραξης του φόρου και για την πρόληψη της φοροδιαφυγής η εξάρτηση του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου εισροών από τη συμπεριφορά του τελευταίου προμηθευτή και/ή των προηγούμενων προμηθευτών του στα προγενέστερα στάδια εμπορίας;

9)

Ανάλογα με τις απαντήσεις στα ερωτήματα 2, 3 και 4: Αντιβαίνουν στις αρχές της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου, τις οποίες προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο, ορισμένα μέτρα των φορολογικών αρχών, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή της ρύθμισης περί ΦΠΑ στις συναλλαγές που έχει συνάψει ένα καλόπιστος έμπορος;

10)

Ανάλογα με τις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα: Έχει ο αποδέκτης των παραδόσεων, υπό περιστάσεις ανάλογες με αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που έχει προκαταβάλει με βάση τα τιμολόγια των προμηθευτών του;


(1)  ΕΕ L 347, σ. 1.