Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Απριλίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ — Φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων — Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μερισμάτων που καταβάλλονται σε ημεδαπούς οργανισμούς επενδύσεων και εκείνων που καταβάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων — Αποκλεισμός από τη φορολογική απαλλαγή — Αδικαιολόγητος περιορισμός»

Στην υπόθεση C-190/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Wojewódzki Sąd Administracyjny (Πολωνία) με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company

κατά

Dyrektor Izby Skarbowej w Bydgoszczy,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή), M. Berger, και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Σεπτεμβρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company, εκπροσωπούμενη από τον M. Rudnicki, νομικό σύμβουλο,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Szpunar καθώς και από την A. Kramarczyk,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την K. Petersen,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, J.-S. Pilczer και D. Colas,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον A. De Stefano, avvocato dello Stato,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον W. Roels,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Νοεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 ΣΛΕΕ, 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του οργανισμού επενδύσεων Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company, ο οποίος εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και του Dyrektor Izby Skarbowej w Bydgoszczy (διευθυντή της φορολογικής υπηρεσίας του Bydgoszcz), σχετικά με την άρνηση της διοικητικής αυτής αρχής να βεβαιώσει και να επιστρέψει επιπλέον ποσό το οποίο καταβλήθηκε έναντι του κατ’ αποκοπήν φόρου εταιριών των ετών 2005 και 2006 και αφορούσε φόρο επί μερισμάτων που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης από κεφαλαιουχικές εταιρίες που εδρεύουν στην Πολωνία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το πολωνικό δίκαιο

3        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εισοδήματος εταιριών (ustawy o podatku dochodowym od osób prawnych), της 15ης Φεβρουαρίου 1992 (Dz. U. αριθ. 54, θέση 654), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ήτοι κατά τα έτη 2005 και 2006 (στο εξής: νόμος για τον φόρο εταιριών), όριζε τα εξής:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο:

[...]

10)      οι οργανισμοί επενδύσεων οι οποίοι ασκούν τις δραστηριότητές τους βάσει των διατάξεων του [νόμου για τους οργανισμούς επενδύσεων (ustawy o funduszach inwestycyjnych), της 27ης Μαΐου 2004 (Dz. U. αριθ. 146, θέση 1546, στο εξής: νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων)].»

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εταιριών τροποποιήθηκε με τον νόμο για την τροποποίηση του νόμου για τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, του νόμου για τον φόρο εταιριών και του νόμου για τον κατ’ αποκοπήν φόρο εισοδήματος επί ορισμένων εισοδημάτων φυσικών προσώπων (ustawa - Zmiana ustawy o podatku dochodowym od osób fizycznych, ustawy o podatku dochodowym od osób prawnych oraz ustawy o zryczałtowanym podatku dochodowym od niektórych przychodów osiąganych przez osoby fizyczne), της 25ης Νοεμβρίου 2010 (Dz. U. του 2010, αριθ. 226, θέση 1478). Η διάταξη αυτή, η οποία άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2011, ορίζει τα εξής:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο:

[...]

10)      οι οργανισμοί επενδύσεων οι οποίοι ασκούν τις δραστηριότητές τους βάσει των διατάξεων του [νόμου για τους οργανισμούς επενδύσεων]·

10a)      οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δημοκρατίας της Πολωνίας ή σε άλλο κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου [ΕΟΧ], εφόσον πληρούν σωρευτικά τις εξής προϋποθέσεις:

a)      υπόκεινται στο κράτος της έδρας σε φόρο εταιριών για το σύνολο των εισοδημάτων τους, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους,

b)      έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τις συλλογικές επενδύσεις σε κινητές αξίες, σε τίτλους της χρηματαγοράς και σε άλλα περιουσιακά δικαιώματα, οικονομικών πόρων που συλλέγουν κατόπιν δημόσιας ή ιδιωτικής προτάσεως πωλήσεως των επενδυτικών τους τίτλων,

c)      ασκούν τις δραστηριότητές τους δυνάμει άδειας που έχουν χορηγήσει οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία της κεφαλαιαγοράς του κράτους της έδρας τους [...]

d)      οι δραστηριότητές τους είναι υπό τον άμεσο έλεγχο των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία της κεφαλαιαγοράς του κράτους της έδρας τους,

e)      έχουν ορίσει θεματοφύλακα για τη φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού τους,

f)      τη διαχείρισή τους ασκούν πρόσωπα τα οποία έχουν λάβει για την άσκηση της δραστηριότητάς τους άδεια των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία της κεφαλαιαγοράς του κράτους της έδρας τους.»

5        Το άρθρο 22 του νόμου για τον φόρο εταιριών έχει ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο συντελεστής του φόρου επί μερισμάτων και άλλων εισοδημάτων από τη συμμετοχή στα κέρδη νομικών προσώπων με έδρα στο έδαφος […] της Πολωνίας ορίζεται σε 19 % του εισπραχθέντος εισοδήματος.

2.      Ο συντελεστής του φόρου επί των εισοδημάτων της παραγράφου 1 που εισπράττονται από τα πρόσωπα που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ορίζεται σε 19 % του εισοδήματος, εκτός εάν ορίζει άλλως σύμβαση προς αποτροπή της διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με το κράτος της έδρας ή της διοικήσεως του φορολογουμένου.»

6        Κατά το άρθρο 1 του νόμου για τους οργανισμούς επενδύσεων, όπως έχει τροποποιηθεί:

«Ο νόμος ορίζει τους κανόνες που διέπουν την ίδρυση και τη δραστηριότητα των οργανισμών επενδύσεων που εδρεύουν στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας και τους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητα των αλλοδαπών οργανισμών επενδύσεων και εταιρειών διαχειρίσεως στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας.»

7        Το άρθρο 2, σημεία 7 και 9, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Κατά την έννοια του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

[...]

7)      Κράτη μέλη: τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της [Δημοκρατίας της] Πολωνίας·

[...]

9)      Αλλοδαπός οργανισμός επενδύσεων: οι οργανισμοί επενδύσεων ανοικτού τύπου ή οι εταιρίες επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος και ασκούν τη δραστηριότητά τους σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που διέπουν τις συλλογικές επενδύσεις σε κινητές αξίες·

[...]».

8        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Οι οργανισμοί επενδύσεων είναι νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τις συλλογικές επενδύσεις σε κινητές αξίες, σε τίτλους της χρηματαγοράς και σε άλλα περιουσιακά δικαιώματα οριζόμενα από τον νόμο, οικονομικών πόρων που συλλέγουν κατόπιν δημόσιας ή ιδιωτικής προτάσεως πωλήσεως των επενδυτικών τους τίτλων.»

 Η Σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας

9        Κατά το άρθρο 11 της Συμβάσεως μεταξύ της Κυβερνήσεως της [Δημοκρατίας της Πολωνίας] και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, περί αποτροπής της διπλής φορολογίας και περί αποτροπής της φοροαποφυγής (Umowy miedzy Rządem [Polskiej] Rzeczypospolitej Ludowej a Rządem Stanów Zjednoczonych Ameryki o uniknięciu podwójnego opodatkowania i zapobieżeniu uchylaniu się od opodatkowania w zakresie podatków od dochodu), η οποία υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον στις 8 Οκτωβρίου 1974 (Dz. U. 1976, αριθ. 31, θέση 178, στο εξής: Σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας):

«1.      Τα μερίσματα που προέρχονται από το ένα συμβαλλόμενο κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου συμβαλλομένου κράτους φορολογούνται στο δεύτερο αυτό κράτος.

2.      Το συμβαλλόμενο κράτος στο έδαφος του οποίου εδρεύει η εταιρία δύναται επίσης να φορολογεί τα μερίσματα αυτά σύμφωνα με το δίκαιό του, ο φόρος όμως αυτός δεν θα υπερβαίνει:

a)      το 5 % του μικτού ποσού των μερισμάτων αν δικαιούχος τους είναι νομικό πρόσωπο που κατέχει ποσοστό κάτω του 10 % των μετοχών μετά δικαιώματος ψήφου της διανέμουσας εταιρίας,

b)      το 15 % του μικτού ποσού των μερισμάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

Η παρούσα παράγραφος δεν αφορά τη φορολογία των κερδών του νομικού προσώπου από τα οποία προέρχονται τα καταβληθέντα μερίσματα.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, που είναι οργανισμός επενδύσεων με έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η δραστηριότητα του οποίου συνίσταται μεταξύ άλλων στην απόκτηση συμμετοχών σε πολωνικές εταιρίες, ζήτησε τον Δεκέμβριο του 2010 από την πολωνική φορολογική αρχή την επιστροφή επιπλέον ποσού το οποίο καταβλήθηκε έναντι του κατ’ αποκοπήν φόρου εταιριών και αφορούσε φόρο, ο οποίος υπολογίστηκε με συντελεστή 15 %, επί των μερισμάτων που του κατέβαλαν εταιρίες με έδρα στην Πολωνία. Ο προσφεύγων της κύριας δίκης εκτιμούσε ότι δικαιούταν να του επιστραφεί το ποσό αυτό βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εταιριών, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας.

11      Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 2ας Μαΐου 2011, επειδή, ως οργανισμός επενδύσεων που εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών.

12      Μετά από την επιβεβαίωση της ως άνω αποφάσεως με απόφαση του Dyrektor της 6ης Οκτωβρίου 2011, ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις του νόμου για τον φόρο εταιριών εισάγουν διάκριση μεταξύ των οργανισμών επενδύσεων που εδρεύουν σε τρίτα κράτη και εκείνων που εδρεύουν στην Πολωνία.

13      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως της φορολογικής απαλλαγής που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών, η οποία ισοδυναμεί με πλήρη προσωπική απαλλαγή από τον φόρο εταιριών υπέρ των οργανισμών επενδύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων, και του στενού συνδέσμου μεταξύ των διατάξεων του νόμου αυτού και της εν λόγω απαλλαγής, πρέπει η ως άνω διάταξη του πολωνικού νόμου να εξεταστεί όχι υπό το πρίσμα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, αλλά υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

14      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στην περίπτωση που η εξέταση αυτή πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση στην κύρια δίκη εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας αυτής.

15      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η ομοιότητα ως προς τον τρόπο ασκήσεως και το πεδίο των ασκούμενων δραστηριοτήτων αρκεί για να γίνει δεκτό ότι οργανισμός επενδύσεων με έδρα στην Πολωνία είναι συγκρίσιμος με εκείνον που εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες, μολονότι οι προϋποθέσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης για την ίδρυση και τη λειτουργία των οργανισμών αυτών διαφέρουν από εκείνες που θέτει το δίκαιο του τρίτου κράτους και δεν εφαρμόζονται στον οργανισμό αυτόν.

16      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο ενδεχόμενος περιορισμός θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, λόγω της προσωπικής φύσεως της απαλλαγής, ενώ θα τηρούσε επίσης την αρχή της αναλογικότητας.

17      Υπ’ αυτές τις συνθήκες το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Bydgoszczy αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εφαρμόζεται το άρθρο [63 ΣΛΕΕ] προκειμένου να εκτιμηθεί η νομιμότητα της εφαρμογής από κράτος μέλος κανόνων του εθνικού δικαίου, οι οποίοι εισάγουν διαφοροποιήσεις όσον αφορά τη νομική θέση των φορολογουμένων, καθόσον χορηγούν σε οργανισμό επενδύσεων που έχει την έδρα του εντός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] απαλλαγή από τον κατ’ αποκοπή φόρο εισοδήματος εταιριών για ληφθέντα μερίσματα, πλην όμως δεν προβλέπουν την απαλλαγή αυτή για οργανισμό επενδύσεων, ο οποίος έχει τη φορολογική εγκατάστασή του στις Ηνωμένες Πολιτείες;

2)      Μπορεί η διαφορετική φορολογική μεταχείριση οργανισμών επενδύσεων που έχουν την έδρα τους σε τρίτο κράτος και οργανισμών επενδύσεων που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο σχετικά με την προσωπική απαλλαγή στον τομέα του φόρου εισοδήματος εταιριών, να θεωρηθεί δικαιολογημένη υπό το πρίσμα του [άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 65, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ];»

 Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

18      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2013 με την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα.

19      Με δικόγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 2013, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Δεκεμβρίου 2013, ο προσφεύγων της κύριας δίκης, επικαλούμενος το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ζήτησε, κατ’ ουσίαν, να επαναληφθεί η προφορική διαδικασία υποστηρίζοντας ότι συντρέχουν νέα πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Κατά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, οι φορολογικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών τον ενημέρωσαν ότι οι πολωνικές φορολογικές αρχές είχαν κινήσει διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών για υπόθεση που τον αφορά και η οποία έχει όμοιο αντικείμενο με την υπόθεση της κύριας δίκης.

20      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 83 του Κανονισμού του Διαδικασίας, μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψή της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, C-228/12 έως C-232/12 και C-254/12 έως C-258/12, Vodafone Omnitel, σκέψη 26).

21      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο και ότι το νέο πραγματικό περιστατικό που ανέφερε ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν δύναται να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

22      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

23      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 63 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις, όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά τις οποίες βάσει της φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους δεν τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εταιρίες εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ενώ τέτοια απαλλαγή ισχύει για τους οργανισμούς επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

24      Μόνο η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εθνική αυτή κανονιστική ρύθμιση πρέπει να εκτιμηθεί όχι υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, αλλά υπό το πρίσμα είτε της ελευθερίας εγκαταστάσεως είτε της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η επίμαχη προσωπική απαλλαγή στην κύρια δίκη, η οποία εφαρμόζεται σε ορισμένους επιχειρηματίες ανεξαρτήτως του είδους των συναλλαγών που έχουν πραγματοποιήσει, δεν έχει σκοπό να εισαγάγει κριτήριο διακρίσεως βάσει του τόπου εγκαταστάσεως, αλλά να παροτρύνει τους καταναλωτές να επιλέγουν τις υπηρεσίες οργανισμών επενδύσεων που ασκούν τη δραστηριότητά τους υπό επακριβώς καθορισμένο νομικό πλαίσιο. Εξάλλου, η δραστηριότητα που ασκούν οι οργανισμοί επενδύσεων αποτελεί υπηρεσία οικονομικής διαμεσολαβήσεως ή διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου ενεργητικού, κατά την έννοια των άρθρων 49 ΣΛΕΕ ή 56 ΣΛΕΕ.

25      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ως προς το σημείο αυτό ότι η φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων δύναται να εμπίπτει στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και ότι, όσον αφορά το ζήτημα αν μια εθνική ρύθμιση εμπίπτει σε μία από τις ελευθερίες κυκλοφορίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της εν λόγω ρυθμίσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, C-35/11, Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψεις 89 και 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Ειδικότερα, στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως εμπίπτει εθνική ρύθμιση η οποία εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση εταιρικών συμμετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Κατά συνέπεια, όσον αφορά μερίσματα προερχόμενα από τρίτη χώρα, στην περίπτωση που από το αντικείμενο μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση εταιρικών συμμετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως αναμφισβήτητης επιρροής στις αποφάσεις της οικείας εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της, δεν μπορεί να γίνει επίκληση ούτε του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ούτε του άρθρου 63 ΣΛΕΕ (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 98).

28      Αντιθέτως, εθνικές διατάξεις οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση εταιρικών συμμετοχών που αποκτώνται με μοναδικό σκοπό την πραγματοποίηση χρηματικής επενδύσεως, χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και στον έλεγχο της επιχειρήσεως, πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 92).

29      Σε πλαίσιο το οποίο αφορά τη φορολογική μεταχείριση μερισμάτων προερχομένων από τρίτη χώρα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αρκεί η εξέταση του αντικειμένου μιας εθνικής ρυθμίσεως προκειμένου να εκτιμηθεί αν η φορολογική μεταχείριση μερισμάτων προερχομένων από τρίτη χώρα εμπίπτει στις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 96).

30      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι εθνική ρύθμιση που αφορά τη φορολογική μεταχείριση μερισμάτων προερχομένων από τρίτη χώρα, η οποία δεν εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μητρική εταιρία ασκεί ουσιώδη επιρροή στη διανέμουσα τα μερίσματα εταιρία, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 63 ΣΛΕΕ. Εταιρία εγκατεστημένη σε ορισμένο κράτος μέλος μπορεί, συνεπώς, να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της ρυθμίσεως αυτής, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής της στη διανέμουσα μερίσματα εταιρία η οποία είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 99).

31      Πρέπει εντούτοις να αποτρέπεται το ενδεχόμενο η ερμηνεία του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως προς τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, να παρέχει σε επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως, τη δυνατότητα να επωφεληθούν από την εν λόγω ελευθερία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 100).

32      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 21 των προτάσεών του, οι εκτιμήσεις αυτές που αφορούν τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων που καταβάλλει εταιρία τρίτης χώρας σε πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν επίσης να εφαρμοστούν στην περίπτωση κατά την οποία τα μερίσματα καταβάλλονται από εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος στον μέτοχό της που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

33      Ειδικότερα, αφενός, η επίμαχη απαλλαγή στην κύρια δίκη, την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εταιριών, δεν διακρίνει ανάλογα με το είδος της εταιρικής συμμετοχής από την οποία προήλθαν τα μερίσματα που εισέπραξε ο οργανισμός επενδύσεων. Αφετέρου, δεν υφίσταται ενδεχόμενο να αντλήσει όφελος από την ελευθερία εγκαταστάσεως επιχειρηματίας ο οποίος δεν εμπίπτει στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της, δεδομένου ότι η επίμαχη φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη αφορά τη φορολογική μεταχείριση των ως άνω μερισμάτων και δεν έχει σκοπό να θέσει προϋποθέσεις για την πρόσβαση των επιχειρηματιών που προέρχονται από τρίτες χώρες στην αγορά του οικείου κράτους μέλους.

34      Η διαπίστωση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα που προέβαλε ιδίως η Πολωνική Κυβέρνηση, όπως εκτέθηκαν στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον, προκειμένου να καθοριστεί εάν η ρύθμιση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 63 ΣΛΕΕ, δεν πρέπει να εξεταστεί η φύση της απαλλαγής που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση ούτε η φύση της ασκούμενης από τον οργανισμό επενδύσεως δραστηριότητας, αλλά η μορφή της συμμετοχής των οργανισμών επενδύσεων στις ημεδαπές εταιρίες.

35      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 63 ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις, όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά τις οποίες βάσει της εθνικής φορολογικής νομοθεσίας δεν τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εγκατεστημένες σε κράτος μέλος εταιρίες σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ενώ τέτοια απαλλαγή ισχύει για τους οργανισμούς επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

36      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας δεν μπορούν να τύχουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος εταιρίες σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα.

37      Ειδικότερα, κατά τον νόμο για τον φόρο εταιριών, ο οποίος έχει εφαρμογή ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης όπως ίσχυε το 2005 και το 2006 και ως τον Ιανουάριο 2011, τα διανεμόμενα μερίσματα από ημεδαπή εταιρία σε αλλοδαπό οργανισμό επενδύσεων που εδρεύει σε τρίτη χώρα υπέκειντο, κατ’ αρχήν, σε παρακρατούμενο στην πηγή φόρο με συντελεστή 19 %, πλην της περιπτώσεως εφαρμογής διαφορετικού συντελεστή δυνάμει συμβάσεως αποτροπής διπλής φορολογίας, ενώ τα μερίσματα αυτά απαλλάσσονταν στην περίπτωση που καταβάλλονταν σε ημεδαπό οργανισμό επενδύσεων, εφόσον αυτός πληρούσε επίσης τις προϋποθέσεις που όριζε ο πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων.

 Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων

38      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, μολονότι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις τα τελευταία οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 10ης Μαΐου 2012, C-338/11 έως C-347/11, Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στα μέτρα που απαγορεύονται από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ως περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων συγκαταλέγονται εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους αλλοδαπής από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κράτος μέλος ή να αποτρέψουν τους κατοίκους του εν λόγω κράτους μέλους από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλα κράτη (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-101/05, A, Συλλογή 2007, σ. I-11531, σκέψη 40· της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C-436/08 και C-437/08, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, Συλλογή 2011, σ. I-305, σκέψη 50, καθώς και Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 15).

40      Εν προκειμένω, μόνον οι οργανισμοί επενδύσεων που ασκούσαν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τον νόμο για τους οργανισμούς επενδύσεων ετύγχαναν της φορολογικής απαλλαγής που προέβλεπε η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική φορολογική νομοθεσία.

41      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι, κατά την επίμαχη εθνική νομοθεσία στην κύρια δίκη, αναγκαία προϋπόθεση για να τύχουν οι οργανισμοί επενδύσεων της απαλλαγής αυτής είναι η έδρα τους να βρίσκεται στο πολωνικό έδαφος. Ως εκ τούτου, τα καταβαλλόμενα σε αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων μερίσματα δεν μπορούσαν να τύχουν της απαλλαγής από τον παρακρατούμενο στην πηγή φόρο, μόνο λόγω του τόπου της εγκαταστάσεως των οργανισμών αυτών, ακόμα και αν τα μερίσματα ετύγχαναν μειώσεως του συντελεστή του φόρου κατ’ εφαρμογή συμβάσεως αποτροπής διπλής φορολογίας.

42      Μια τέτοια διαφορά, όμως, στη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων μεταξύ των ημεδαπών και των αλλοδαπών οργανισμών επενδύσεων μπορεί να αποτρέψει, αφενός, την απόκτηση συμμετοχών σε εταιρίες εγκατεστημένες στην Πολωνία από τους οργανισμούς επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα και, αφετέρου, την απόκτηση από τους επενδυτές που κατοικούν στο κράτος μέλος αυτό μεριδίων σε αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 17).

43      Συνεπώς, εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να αποτελεί περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ο οποίος αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

44      Πρέπει όμως να εξετασθεί αν ο ως άνω περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των διατάξεων της Συνθήκης.

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

45      Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 63 ΣΛΕΕ δεν θίγει την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, των περιορισμών που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 1993, δυνάμει του εθνικού ή του δικαίου της Ένωσης, σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση, παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές.

46      Η Πολωνική και η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξαν ως προς το σημείο αυτό, τόσο με τις παρατηρήσεις τους όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, πρώτον, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη, η οποία προβλέπει τη φορολόγηση των μερισμάτων που καταβάλλουν πολωνικές εταιρίες σε αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων, ίσχυε ήδη πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1993, χωρίς μεταγενέστερη τροποποίηση του τρόπου της φορολογήσεως αυτής, και ότι, δεύτερον, καθόσον η εν λόγω φορολόγηση εφαρμοζόταν αδιακρίτως, ήτοι ανεξαρτήτως του αριθμού των κατεχόμενων μετοχών στις πολωνικές εταιρίες, οι επίμαχες κινήσεις κεφαλαίων στην κύρια δίκη ενδέχεται επίσης να εμπίπτουν στην έννοια των «άμεσων επενδύσεων», όπως την έχει διευκρινίσει η νομολογία του Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση δε, ο επίμαχος περιορισμός αφορά παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

47      Όσον αφορά το χρονικό κριτήριο που ορίζει το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι απόκειται, κατ’ αρχήν, στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει το περιεχόμενο της ισχύουσας σε δεδομένο χρόνο νομοθεσίας, προσδιοριζόμενο με πράξη της Ένωσης, στο Δικαστήριο απόκειται να παράσχει τα στοιχεία ερμηνείας της έννοιας του δικαίου της Ένωσης από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή ορισμένης παρεκκλίσεως που προβλέπει το δίκαιο αυτό σε εθνική νομοθεσία «που ίσχυε» σε συγκεκριμένη ημερομηνία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation, Συλλογή 2006, σ. I-11753, σκέψη 191).

48      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι κάθε εθνική ρύθμιση που θεσπίζεται μετά από την καθορισμένη αυτή ημερομηνία δεν αποκλείεται αυτομάτως, εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, από την εξαίρεση που προβλέπει η οικεία πράξη της Ένωσης. Συγκεκριμένα, θα τύχει της παρεκκλίσεως διάταξη που κατ’ ουσίαν ταυτίζεται με την προηγούμενη ή απλώς περιορίζει ή εξαλείφει προβλεπόμενο από την προγενέστερη νομοθεσία εμπόδιο στην άσκηση των κοινοτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που καθιερώνει το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, νομοθεσία βασιζόμενη σε διαφορετική λογική απ’ ό,τι η προηγούμενη, η οποία θέτει σε εφαρμογή νέες διαδικασίες, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με νομοθεσία που ίσχυε κατά την ημερομηνία που ορίζει η σχετική πράξη της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, προπαρατεθείσα, σκέψη 192, και της 24ης Μαΐου 2007, C-157/05, Holböck, Συλλογή 2007, σ. I-4051, σκέψη 41).

49      Προκύπτει συναφώς από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, χωρίς το στοιχείο αυτό να αμφισβητείται από την Πολωνική Κυβέρνηση, ότι η φορολογική απαλλαγή την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών θεσπίστηκε με νόμο της 28ης Αυγούστου 1997.

50      Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, προ της 31ης Δεκεμβρίου 1993 δεν ίσχυε περιορισμός, κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος διατηρήθηκε μετά από την ημερομηνία αυτή.

51      Ειδικότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1993, τα μερίσματα που κατέβαλλαν πολωνικές εταιρίες σε αλλοδαπές οντότητες υπέκειντο είτε στην ίδια παρακράτηση στην πηγή όπως και τα καταβαλλόμενα σε οντότητες εγκατεστημένες στην Πολωνία είτε σε φορολόγηση με μειωμένο συντελεστή κατ’ εφαρμογή συμβάσεως αποτροπής διπλής φορολογίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και του οικείου κράτους. Για πρώτη φορά θεσπίστηκε περιορισμός με τον νόμο της 28ης Αυγούστου 1997, του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον με τον νόμο αυτό προβλέφθηκε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ημεδαπών και των αλλοδαπών οργανισμών επενδύσεων με την απαλλαγή των πρώτων από την παρακράτηση στην πηγή και τις διοικητικές διαδικασίες για την είσπραξη κατ’ αποκοπήν φόρου επί των διανεμόμενων σε αυτούς μερισμάτων.

52      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία στην κύρια δίκη αποτελεί περιορισμό που ίσχυε στις 31 Δεκεμβρίου 1993, εφόσον η ρύθμιση που συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ήτοι η φορολογική απαλλαγή την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών, θεσπίστηκε μεταγενέστερα, απομακρύνεται δε από τη λογική της προηγούμενης νομοθεσίας και θεσπίζει νέα διαδικασία, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως.

53      Εφόσον δεν πληρούται το χρονικό κριτήριο και δεδομένου ότι τα δύο κριτήρια, χρονικό και καθ’ ύλην, που προβλέπει το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί εάν πληρούται το καθ’ ύλην κριτήριο.

 Επί του δικαιολογημένου χαρακτήρα του περιορισμού

54      Κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, το άρθρο 63 ΣΛΕΕ δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους.

55      Η διάταξη αυτή, καθόσον εισάγει παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι κάθε φορολογική ρύθμιση που διακρίνει μεταξύ των φορολογουμένων αναλόγως του τόπου κατοικίας τους ή του κράτους μέλους εντός του οποίου έχουν επενδύσει τα κεφάλαιά τους είναι οπωσδήποτε συμβατή με τη Συνθήκη (βλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C-11/07, Eckelkamp κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-6845, σκέψη 57· της 22ας Απριλίου 2010, C-510/08, Mattner, Συλλογή 2010, σ. I-3553, σκέψη 32, και Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, προπαρατεθείσα, σκέψη 56).

56      Πράγματι, η παρέκκλιση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη περιορίζεται από το άρθρο 65, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού «δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 63» (προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 57).

57      Οι διαφορές μεταχειρίσεως τις οποίες επιτρέπει το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ πρέπει, επομένως, να διακρίνονται από τις απαγορευόμενες από την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου διακρίσεις. Από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου μια εθνική φορολογική ρύθμιση όπως αυτή της κύριας δίκης να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει η διαφορετική μεταχείριση την οποία προβλέπει να αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της αντικειμενικής συγκρισιμότητας των καταστάσεων

58      Όσον αφορά το ζήτημα της συγκρισιμότητας, πρέπει, πρώτον, να διευκρινιστεί ότι, έναντι φορολογικής διατάξεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία σκοπό έχει να μην υπόκεινται σε φόρο τα κέρδη που διανέμονται από ημεδαπές εταιρίες, η κατάσταση ημεδαπού δικαιούχου οργανισμού επενδύσεων είναι συγκρίσιμη με εκείνη ενός αλλοδαπού δικαιούχου οργανισμού επενδύσεων, καθόσον, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα πραγματοποιούμενα κέρδη ενδέχεται, κατ’ αρχήν, να αποτελέσουν αντικείμενο διπλής ή αλλεπάλληλης φορολογήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, προπαρατεθείσα, σκέψη 62· Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, προπαρατεθείσα, σκέψη 113· της 20ής Οκτωβρίου 2011, C-284/09, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2011, σ. I-9879, σκέψη 56, καθώς και Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59      Καθόσον όμως η άσκηση από το συγκεκριμένο κράτος μέλος της φορολογικής αρμοδιότητάς του ενέχει αφ’ εαυτής το ενδεχόμενο αλλεπάλληλης ή διπλής φορολογήσεως, ανεξαρτήτως της όποιας επιβολής φόρου από τρίτο κράτος, το άρθρο 63 ΣΛΕΕ επιβάλλει στο ίδιο αυτό κράτος που θεσπίζει φορολογική απαλλαγή για τα μερίσματα που καταβάλλονται σε εγκατεστημένους στο κράτος αυτό επιχειρηματίες από ημεδαπές εταιρίες να επιφυλάσσει αντίστοιχη μεταχείριση των μερισμάτων τα οποία καταβάλλονται σε επιχειρηματίες εγκατεστημένους σε τρίτη χώρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, σκέψη 72· Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 60, και Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 57).

60      Η επίμαχη όμως φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη δεν προβλέπει τέτοια αντίστοιχη μεταχείριση. Ειδικότερα, ενώ η νομοθεσία αυτή αποτρέπει τη διπλή φορολόγηση των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως που εισπράττονται από ημεδαπούς οργανισμούς επενδύσεων, ευθυγραμμίζοντας την κατάσταση των μεριδιούχων των οργανισμών αυτών με εκείνη των μεμονωμένων επενδυτών, δεν εξαλείφει, ούτε μειώνει, το ενδεχόμενο διπλής φορολογήσεως ενός αλλοδαπού οργανισμού επενδύσεων στην περίπτωση που εισπράττει τέτοια μερίσματα.

61      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι προκειμένου να εκτιμηθεί η αντικειμενική συγκρισιμότητα των καταστάσεων για τις οποίες προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο τα κριτήρια διακρίσεως για τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών τα οποία προβλέπει η επίμαχη εθνική φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 28).

62      Δεν αμφισβητείται συναφώς ότι το μοναδικό κριτήριο διακρίσεως που προβλέπει η επίμαχη φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη στηρίζεται στον τόπο της έδρας των οργανισμών επενδύσεων, δεδομένου ότι μόνο οι οργανισμοί επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στην Πολωνία μπορούν να τύχουν απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου στην πηγή για τα μερίσματα που εισπράττουν. Ειδικότερα, η φορολογική απαλλαγή της οποίας τυγχάνουν οι ημεδαποί οργανισμοί επενδύσεων δεν εξαρτάται από τη φορολόγηση των μεριδιούχων τους για τα διανεμόμενα εισοδήματα.

63      Λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου αυτού διακρίσεως, η εκτίμηση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων πρέπει να γίνει μόνο στο επίπεδο του επενδυτικού φορέα, καθόσον η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη την από φορολογικής απόψεως κατάσταση των μεριδιούχων τους (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψεις 32, 39 και 41).

64      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προέβαλε η Γερμανική Κυβέρνηση ότι τα αποτελέσματα περιορισμού μπορούν κατά κανόνα να εξαλειφθούν στην περίπτωση που ο επενδυτής έχει τη δυνατότητα, στο κράτος κατοικίας του, είτε να τύχει εκπτώσεως από την προσωπική του φορολογική οφειλή του φόρου στον οποίο υποβλήθηκε ο οργανισμός επενδύσεων στην πηγή είτε να αφαιρέσει τον φόρο αυτόν κατά τον καθορισμό της βάσεως επιβολής του φόρου στον οποίο υπόκειται στο κράτος κατοικίας του.

65      Τρίτον, από την απόφαση περί παραπομπής και τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν η Πολωνική, η Γερμανική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή προκύπτει ότι η κατάσταση οργανισμού επενδύσεων που εδρεύει σε τρίτο κράτος δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη των οργανισμών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στην Πολωνία και υπόκεινται στον νόμο για τους οργανισμούς επενδύσεων, ή ακόμη με την κατάσταση των οργανισμών επενδύσεων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος.

66      Ειδικότερα, η διαφορά μεταξύ των οργανισμών επενδύσεων που εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και εκείνων που εδρεύουν στα κράτη μέλη της Ένωσης έγκειται κατ’ ουσίαν στην υπαγωγή των δεύτερων σε ομοιόμορφη κανονιστική ρύθμιση η οποία έχει εφαρμογή για την ίδρυση και λειτουργία των ευρωπαϊκών οργανισμών επενδύσεων, ήτοι την οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 145, σ. 1, στο εξής: οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ), τις απαιτήσεις της οποίας επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν ο νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων. Δεδομένου ότι μόνο οι οργανισμοί επενδύσεων που τηρούν τις απαιτήσεις αυτές μπορούν να τύχουν της απαλλαγής που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών, οι αλλοδαποί οργανισμοί επενδύσεων, οι οποίοι δεν υπόκεινται στην οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ, βρίσκονται κατά συνέπεια σε νομική και πραγματική κατάσταση ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη στην οποία βρίσκονται οι οργανισμοί επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη της Ένωσης.

67      Η μη υπαγωγή όμως των αλλοδαπών οργανισμών επενδύσεων στο ομοιόμορφο ρυθμιστικό πλαίσιο της Ένωσης, το προβλεπόμενο από την οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ η οποία διέπει τους όρους ιδρύσεως και λειτουργίας των οργανισμών επενδύσεων εντός της Ένωσης, όπως μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τον πολωνικό νόμο για τους οργανισμούς επενδύσεων, δεν αρκεί αυτή καθ’ εαυτήν για να στοιχειοθετήσει ότι οι καταστάσεις των εν λόγω οργανισμών διαφέρουν. Ειδικότερα, καθόσον η οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ δεν έχει εφαρμογή στους οργανισμούς επενδύσεων με έδρα σε τρίτες χώρες, δεδομένου ότι βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η απαίτηση να ρυθμίζονται οι οργανισμοί αυτοί κατά τρόπο όμοιο με τους ημεδαπούς οργανισμούς επενδύσεων θα καθιστούσε την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

68      Σε κάθε περίπτωση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 37 και 38 των προτάσεών του και όπως εκτέθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον το κύριο κριτήριο διακρίσεως που προβλέπει η επίμαχη εθνική φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη στηρίζεται στον τόπο της έδρας των οργανισμών επενδύσεων, παρέχοντας μόνο στους οργανισμούς επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στην Πολωνία τη δυνατότητα να τύχουν φορολογικής απαλλαγής, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, δεν έχει σημασία η σύγκριση του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τους οργανισμούς επενδύσεων που εδρεύουν σε τρίτη χώρα και του ομοιόμορφου ρυθμιστικού πλαισίου που εφαρμόζεται εντός της Ένωσης, εφόσον δεν σχετίζεται με την επίμαχη εφαρμοστέα ρύθμιση στην κύρια δίκη.

69      Κατόπιν των προεκτεθέντων, υπό το πρίσμα φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως ο νόμος για τον φόρο εταιριών, κατά την οποία κύριο κριτήριο διακρίσεως το οποίο καθορίζει αν θα εισπραχθεί ή όχι φόρος παρακρατούμενος στην πηγή επί των μερισμάτων που διανέμουν πολωνικές εταιρίες σε οργανισμούς επενδύσεων αποτελεί ο τόπος της έδρας των οργανισμών αυτών, η κατάσταση των οργανισμών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες είναι από αντικειμενικής απόψεως συγκρίσιμη με την κατάσταση των οργανισμών επενδύσεων που εδρεύουν στο πολωνικό έδαφος.

70      Τούτου δοθέντος, πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί αν ο περιορισμός που προκύπτει από εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της συνδρομής επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος

–       Η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων

71      Κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011, C-493/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2011, σ. I-9247, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Ως προς το σημείο αυτό, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και όπως υποστήριξαν όλες οι κυβερνήσεις καθώς και η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ελλείψει κοινού νομικού πλαισίου για τη διοικητική συνεργασία με τα τρίτα κράτη, όπως το νομικό πλαίσιο που θέτει εντός της Ένωσης η οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86), οι πολωνικές φορολογικές αρχές δεν είναι σε θέση να ελέγξουν κατά πόσον ορισμένος αλλοδαπός οργανισμός επενδύσεων πληροί τις ειδικές προϋποθέσεις που θέτει η πολωνική νομοθεσία και να εκτιμήσουν το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα του ασκούμενου επί του οργανισμού αυτού ελέγχου σε σύγκριση με τους μηχανισμούς ενισχυμένης συνεργασίας που προβλέπει η οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ στο πλαίσιο της Ένωσης.

73      Όσον αφορά όμως το επιχείρημα που αφορά την έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου το οποίο να καθιστά δυνατή την εκ μέρους των πολωνικών φορολογικών αρχών επαλήθευση των αποδεικτικών στοιχείων και των πληροφοριών που υποβάλλουν οι εγκατεστημένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες οργανισμοί επενδύσεων προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτοί είναι συγκρίσιμοι με τους οργανισμούς επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στην Πολωνία ή σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει εκ προοιμίου να διευκρινιστεί ότι ο μηχανισμός ανταλλαγής πληροφοριών που θεσπίζει η οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ εντάσσεται στο προβλεπόμενο σύστημα συνεργασίας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τις άδειες λειτουργίας και την εποπτεία των οργανισμών επενδύσεων, με το οποίο επιδιώκεται να διασφαλιστεί η εκπλήρωση της αποστολής τους και του οποίου την έκταση προσδιορίζει το άρθρο 50, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής.

74      Κατά το ως άνω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές στις οποίες περιέρχονται εμπιστευτικές πληροφορίες μπορούν να τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους είτε προκειμένου να εξακριβώσουν εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ανάληψη δραστηριότητας εκ μέρους των ΟΣΕΚΑ ή των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, και να διευκολύνουν τον έλεγχο των όρων ασκήσεως αυτής της δραστηριότητας, της διοικητικής και λογιστικής οργανώσεως και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, είτε για να επιβάλουν κυρώσεις είτε στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεως των αρμόδιων αρχών είτε τέλος στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ.

75      Επιπλέον, οι υπόλοιπες διατάξεις της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ που αφορούν το σύστημα αυτό ανταλλαγής πληροφοριών τονίζουν την ανάγκη τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου στο ως άνω πλαίσιο.

76      Από το άρθρο 50, παράγραφος 5, της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ και την όλη οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι το εν λόγω σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών εντάσσεται στο σύστημα εποπτείας που θεσπίζει η ίδια οδηγία. Κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη αυτή μορφή συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών δεν αφορά φορολογικά θέματα αλλά αποκλειστικά τη δραστηριότητα των οργανισμών επενδύσεων στο πλαίσιο των ΟΣΕΚΑ.

77      Κατά συνέπεια, η οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ δεν παρέχει στις πολωνικές φορολογικές αρχές την εξουσία να διεξαγάγουν έλεγχο, ή να ζητήσουν τη διεξαγωγή του, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν οι οργανισμοί επενδύσεων έχουν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του νόμου για τους οργανισμούς επενδύσεων, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή επιφυλάσσεται στις αρχές εποπτείας στις οποίες παρέχει την εξουσία ελέγχου η εν λόγω οδηγία.

78      Η οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ δεν παρέχει εξάλλου τη δυνατότητα σε αρχή εποπτείας ενός κράτους μέλους να προβεί με την αρχή εποπτείας του κράτους μέλους φορολογήσεως σε ανταλλαγή πληροφοριών, οι οποίες έχουν προκύψει κατόπιν ελέγχων που η πρώτη αρχή διεξήγαγε σε οργανισμούς επενδύσεων εγκατεστημένους στο γεωγραφικό πεδίο αρμοδιότητάς της, προκειμένου η αρχή εποπτείας του κράτους μέλους φορολογήσεως να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στις εθνικές φορολογικές αρχές.

79      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αδυναμία εφαρμογής του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που θεσπίζει η οδηγία για τους ΟΣΕΚΑ στους αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων δεν δύναται να δικαιολογήσει τον επίμαχο περιορισμό στην κύρια δίκη.

80      Επιπλέον, αποκλείοντας από τη φορολογική απαλλαγή τους αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων για τον μοναδικό λόγο ότι είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος τρίτου κράτους, η επίμαχη φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη δεν παρέχει τη δυνατότητα στους φορολογούμενους αυτούς να αποδείξουν ότι πληρούν αντίστοιχες προϋποθέσεις με εκείνες που προβλέπει ο νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων.

81      Βεβαίως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης δεν μπορεί εξ αρχής να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι φορολογούμενοι να είναι σε θέση να προσκομίσουν τα κατάλληλα δικαιολογητικά ώστε οι φορολογικές αρχές του κράτους μέλους φορολογήσεως να μπορούν να επαληθεύσουν, με σαφήνεια και ακρίβεια, ότι πληρούν στο κράτος της κατοικίας ή της έδρας τους απαιτήσεις αντίστοιχες προς τις προβλεπόμενες από την επίμαχη εθνική νομοθεσία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις A, σκέψη 59, και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 46).

82      Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτούσια στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων κρατών, δεδομένου ότι οι κινήσεις αυτές εντάσσονται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο (αποφάσεις A, προπαρατεθείσα, σκέψη 60· της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-540/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2009, σ. I-10983, σκέψη 69· της 28ης Οκτωβρίου 2010, C-72/09, Établissements Rimbaud, Συλλογή 2010, σ. I-10659, σκέψη 40, καθώς και Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 65).

83      Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, το οποίο θεσπίζει η οδηγία 77/799, δεν υφίσταται όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτών και των αρμοδίων αρχών τρίτης χώρας που δεν έχει αναλάβει δέσμευση αμοιβαίας συνδρομής (προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 70· Établissements Rimbaud, σκέψη 41, καθώς και Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 66).

84      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι ο δικαιολογητικός λόγος που αντλείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων μπορεί να γίνει δεκτός μόνο στην περίπτωση που ρύθμιση κράτους μέλους εξαρτά τη χορήγηση φορολογικού πλεονεκτήματος από προϋποθέσεις των οποίων η συνδρομή μπορεί να διαπιστωθεί μόνο διά της λήψεως πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές τρίτου κράτους, λόγω δε της ελλείψεως συμβατικής υποχρεώσεως του τρίτου αυτού κράτους για την παροχή πληροφοριών, αποδεικνύεται αδύνατη η λήψη πληροφοριών από το εν λόγω κράτος (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Αντιθέτως, όμως, προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, στις οποίες δεν υπήρχε συμβατική υποχρέωση των συγκεκριμένων τρίτων κρατών για την παροχή πληροφοριών, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να αποκλείσει τη δυνατότητα του φορολογούμενου να παράσχει ο ίδιος τις αναγκαίες αποδείξεις για τον ορθό προσδιορισμό των επίμαχων φόρων, στην υπόθεση της κύριας δίκης υφίσταται κανονιστικό πλαίσιο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής το οποίο καθιστά δυνατή την ανταλλαγή των απαιτούμενων πληροφοριών για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.

86      Ειδικότερα, το πλαίσιο αυτό συνεργασίας απορρέει από το άρθρο 23 της Συμβάσεως για την αποτροπή της διπλής φορολογίας καθώς και από το άρθρο 4 της Συμβάσεως του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Συμβουλίου της Ευρώπης, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 25 Ιανουαρίου 1988, σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα.

87      Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως συμβατικών υποχρεώσεων μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με τις οποίες τίθεται κοινό νομικό πλαίσιο συνεργασίας και προβλέπονται μηχανισμοί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων εθνικών αρχών, δεν μπορεί να αποκλειστεί εξ αρχής το ενδεχόμενο οι εγκατεστημένοι στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής οργανισμοί επενδύσεων να υποχρεωθούν να προσκομίσουν τα κατάλληλα δικαιολογητικά τα οποία να παρέχουν στις πολωνικές φορολογικές αρχές τη δυνατότητα να ελέγξουν, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, εάν οι εν λόγω οργανισμοί ασκούν τις δραστηριότητές τους υπό προϋποθέσεις αντίστοιχες προς εκείνες που ισχύουν για τους οργανισμούς επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της Ένωσης.

88      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει εάν οι συμβατικές υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με τις οποίες τίθεται κοινό νομικό πλαίσιο συνεργασίας και προβλέπονται μηχανισμοί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων εθνικών αρχών, μπορούν όντως να καταστήσουν δυνατή την εκ μέρους των πολωνικών φορολογικών αρχών επαλήθευση, κατά περίπτωση, των πληροφοριακών στοιχείων που υποβάλλουν οι εγκατεστημένοι στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής οργανισμοί επενδύσεων αναφορικά με τις προϋποθέσεις ιδρύσεώς τους και ασκήσεως των δραστηριοτήτων τους, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτοί λειτουργούν βάσει ρυθμιστικού πλαισίου αντίστοιχου προς εκείνο της Ένωσης.

–       Η ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος

89      Προς στήριξη του επιχειρήματος ότι ο περιορισμός που προκύπτει από την επίμαχη εθνική φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη από τη νομοθεσία αυτή απαλλαγή συνδέεται στενά με τη φορολόγηση των ποσών που καταβάλλουν οι οργανισμοί επενδύσεων στους μεριδιούχους τους. Η συνοχή του φορολογικού συστήματος απαιτεί τη διασφάλιση ενιαίας και αποτελεσματικής φορολογήσεως των εισοδημάτων συγκεκριμένου φορολογούμενου, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους όπου εισπράχθηκαν, η οποία θα λάμβανε υπόψη τα ποσά των φόρων που καταβλήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη.

90      Επιπλέον, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι σε καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται τρίτα κράτη, ιδίως σε περιπτώσεις που αφορούν οργανισμούς επενδύσεων, θα πρέπει να διευρυνθεί η έννοια της φορολογικής συνοχής και να εκτιμηθούν από κοινού τα διάφορα στάδια της φορολογήσεως, εάν υποτεθεί ότι τα μερίσματα καταβάλλονται στους μεριδιούχους που είναι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό.

91      Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανάγκη διαφυλάξεως της ως άνω συνοχής μπορεί να δικαιολογήσει ρύθμιση ικανή να περιορίσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες (προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Εντούτοις, προκειμένου να ευδοκιμήσει επιχείρημα στηριζόμενο στον ως άνω δικαιολογητικό λόγο, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να αποδειχθεί η ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η δε αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να εκτιμάται βάσει του σκοπού της επίμαχης ρυθμίσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Όπως όμως εκτέθηκε ήδη στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου στην πηγή δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο οικείος οργανισμός επενδύσεων αναδιανέμει τα μερίσματα που εισπράττει, η δε επιβολή φόρου στους μεριδιούχους του εν λόγω οργανισμού για τα μερίσματα αυτά αντισταθμίζει την απαλλαγή από τον φόρο που παρακρατείται στην πηγή.

94      Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 113 των προτάσεών του, η υποστηριζόμενη από τη Γερμανική Κυβέρνηση ευρεία ερμηνεία της έννοιας της φορολογικής συνοχής στηρίζεται στη μη αποδειχθείσα προϋπόθεση ότι οι μεριδιούχοι οργανισμών επενδύσεων τρίτων χωρών κατοικούν επίσης στις χώρες αυτές ή, τουλάχιστον, εκτός του εθνικού εδάφους. Η εξέταση, όμως, του δικαιολογητικού λόγου της φορολογικής συνοχής πρέπει να διενεργείται ως προς ένα και το αυτό φορολογικό καθεστώς.

95      Κατά συνέπεια, ελλείψει άμεσου συνδέσμου, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 92 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ της απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου στην πηγή των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως που εισπράττονται από ημεδαπό οργανισμό επενδύσεων και της φορολογήσεως των εν λόγω μερισμάτων ως εισοδήματος των μεριδιούχων του εν λόγω οργανισμού επενδύσεων δεν είναι δυνατή η δικαιολόγηση της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας στην κύρια δίκη από την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος.

–       Η κατανομή της φορολογικής εξουσίας και η διασφάλιση των φορολογικών εσόδων

96      Η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλέστηκε επίσης την ανάγκη να διατηρηθεί η κατανομή της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής καθώς και τη διασφάλιση των φορολογικών εσόδων ως δικαιολογητικούς λόγους του επίμαχου περιορισμού, των οποίων προσήκει από κοινού εξέταση δεδομένου ότι προβλήθηκαν ως προς αυτούς παρόμοια επιχειρήματα.

97      Αφενός, όσον αφορά την κατανομή της φορολογικής εξουσίας, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η νομολογία για τον δικαιολογητικό αυτό λόγο πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις εσωτερικές καταστάσεις της Ένωσης, καθόσον, όσον αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων προς και από τρίτες χώρες, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι ο περιορισμός της φορολογικής κυριαρχίας κράτους μέλους μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων θα είχε ως άμεση συνέπεια τη μεταφορά της φορολογητέας ύλης σε τρίτη χώρα.

98      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ανάγκη διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να ληφθεί υπόψη ιδίως εφόσον το επίμαχο καθεστώς έχει ως σκοπό να αποτρέψει συμπεριφορές ικανές να υπονομεύσουν το δικαίωμα του κράτους μέλους να ασκήσει τη φορολογική του αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του (προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Εντούτοις, εφόσον το κράτος μέλος επέλεξε να μη φορολογήσει τους ημεδαπούς οργανισμούς επενδύσεων που εισπράττουν μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ανάγκη εξασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών για να δικαιολογήσει τη φορολόγηση των αλλοδαπών οργανισμών επενδύσεων που αποκτούν τέτοια εισοδήματα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Δεν μπορεί ως προς το σημείο αυτό να υποστηριχθεί βασίμως ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων κρατών, καθόσον η έλλειψη αμοιβαιότητας στις σχέσεις αυτές, όπως την επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση, δεν δικαιολογεί περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των εν λόγω τρίτων χωρών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 128).

101    Αφετέρου, όσον αφορά τη διασφάλιση των εθνικών φορολογικών εσόδων, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αποποιούνται φορολογικά έσοδα υπέρ των τρίτων χωρών. Ειδικότερα, η εσωτερική αγορά σκοπό έχει να διασφαλίσει αποτελεσματική κατανομή των πόρων εντός της Ένωσης με ταυτόχρονη τήρηση της φορολογικής ουδετερότητας στο πλαίσιο της εν λόγω αγοράς. Οι τρίτες χώρες, όμως, που δεν αποτελούν μέρος της αγοράς αυτής δεν είναι συνεπώς υποχρεωμένες να αποδεχθούν παρόμοια απώλεια φορολογικών εσόδων έναντι των κρατών μελών.

102    Αρκεί συναφώς η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η μείωση των φορολογικών εσόδων δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος δυνάμενος να προβληθεί προς δικαιολόγηση μέτρου το οποίο κατ’ αρχήν αντιβαίνει σε θεμελιώδη ελευθερία (προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 126).

103    Η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή τόσο στην περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος αποποιείται φορολογικά έσοδα υπέρ άλλου κράτους μέλους όσο και στην περίπτωση που η αποποίηση αυτή γίνεται υπέρ τρίτου κράτους. Σε κάθε περίπτωση, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 127 των προτάσεών του, οι πολωνικές εταιρίες συνεχίζουν να υπόκεινται σε φόρο επί των κερδών και το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει το συγκεκριμένο κράτος μέλος, πιο μακροπρόθεσμα, να επιλέξει να μην αποτρέψει τη διπλή φορολογία, επιβάλλοντάς του τη λήψη ή τη διατήρηση μέτρων με σκοπό την εξάλειψη των περιπτώσεων τέτοιας φορολογίας.

104    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο περιορισμός που προκύπτει από εθνική φορολογική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν δικαιολογείται από την ανάγκη διατηρήσεως ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας και τη διασφάλιση των φορολογικών εσόδων του οικείου κράτους μέλους.

105    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας δεν μπορούν να τύχουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος εταιρίες σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, εφόσον μεταξύ του κράτους μέλους αυτού και του οικείου τρίτου κράτους υφίσταται συμβατική υποχρέωση αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής η οποία καθιστά δυνατή την εκ μέρους των εθνικών φορολογικών αρχών επαλήθευση των πληροφοριών που ενδεχομένως υποβάλλει ο οργανισμός επενδύσεων. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, εάν ο μηχανισμός ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπει το πλαίσιο αυτό συνεργασίας μπορεί όντως να καταστήσει δυνατή την εκ μέρους των πολωνικών φορολογικών αρχών επαλήθευση, κατά περίπτωση, των πληροφοριακών στοιχείων που υποβάλλουν οι εγκατεστημένοι στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής οργανισμοί επενδύσεων αναφορικά με τις προϋποθέσεις ιδρύσεώς τους και ασκήσεως των δραστηριοτήτων τους, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτοί λειτουργούν βάσει ρυθμιστικού πλαισίου αντίστοιχου προς εκείνο της Ένωσης.

 Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως

106    Η Πολωνική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο με τις γραπτές της παρατηρήσεις να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως, στην περίπτωση που κρίνει ότι τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ αντιτίθενται στην επίμαχη φορολογική νομοθεσία στην κύρια δίκη.

107    Προς στήριξη του αιτήματός της η εν λόγω κυβέρνηση, αφενός, επέστησε την προσοχή του Δικαστηρίου στον κίνδυνο σημαντικών οικονομικών διαταραχών που θα προκαλούσε απόφαση η οποία θα έκρινε κατ’ αυτόν τον τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού αριθμού περιπτώσεων στις οποίες έχει εφαρμοστεί το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εταιριών. Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας καλόπιστα θεώρησε ότι οι διατάξεις του νόμου για τον φόρο εταιριών ήταν σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων με τα τρίτα κράτη, αλλά μόνον όσον αφορά τα λοιπά κράτη μέλη της Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

108    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης διαφωτίζει και διευκρινίζει τη σημασία και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τότε που τέθηκε σε ισχύ. Συνεπώς, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευθείς κανόνας μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων διαφορά σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα (προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Μόνον εντελώς κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη ερμηνευθείσα από το Δικαστήριο προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί. Για να αποφασισθεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαία η συνδρομή δύο βασικών κριτηρίων, και συγκεκριμένα της καλής πίστεως των ενδιαφερομένων και του κινδύνου σημαντικών διαταραχών (προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

110    Ειδικότερα, το Δικαστήριο κατέφυγε στη λύση αυτή μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως όταν υπήρχε κίνδυνος σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων οφειλομένων ιδίως στον μεγάλο αριθμό των εννόμων σχέσεων που είχαν συσταθεί καλοπίστως βάσει ρυθμίσεως η οποία εθεωρείτο νομίμως ισχύουσα και εφόσον προέκυπτε ότι οι ιδιώτες και οι εθνικές αρχές είχαν παρακινηθεί σε συμπεριφορά αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης λόγω αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του εν λόγω δικαίου, αβεβαιότητας στη δημιουργία της οποίας είχε ενδεχομένως συμβάλει η συμπεριφορά άλλων κρατών μελών ή της Επιτροπής (προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

111    Όσον αφορά το επιχείρημα της Πολωνικής Κυβερνήσεως σχετικά με τις σοβαρές επιπτώσεις της εκδοθησομένης αποφάσεως επί του προϋπολογισμού του Πολωνικού κράτους, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι δημοσιονομικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για κράτος μέλος απόφαση εκδοθείσα επί προδικαστικής παραπομπής δεν δικαιολογούν, αφ’ εαυτών, τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ως άνω αποφάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

112    Η Πολωνική Κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε, ούτε με τις γραπτές της παρατηρήσεις ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένα τα οποία θα καθιστούσαν δυνατή την εκ μέρους του Δικαστηρίου εκτίμηση του ενδεχομένου το κράτος μέλος αυτό να διατρέχει όντως τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις εξαιτίας των αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης αποφάσεως.

113    Κατά το μέτρο αυτό, και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η Δημοκρατία της Πολωνίας καλοπίστως θεώρησε ότι οι διατάξεις του νόμου για τον φόρο εταιριών ήταν σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα του εν λόγω κράτους μέλους για περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως, εφόσον δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο το οποίο να στηρίζει την επιχειρηματολογία του ότι η απόφαση αυτή ενδέχεται, αν δεν περιοριστούν τα διαχρονικά της αποτελέσματα, να προκαλέσει σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

114    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 63 ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις, όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά τις οποίες βάσει της εθνικής φορολογικής νομοθεσίας δεν τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εγκατεστημένες σε κράτος μέλος εταιρίες σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ενώ τέτοια απαλλαγή ισχύει για τους οργανισμούς επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

2)      Τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας δεν μπορούν να τύχουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος εταιρίες σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, εφόσον μεταξύ του κράτους μέλους αυτού και του οικείου τρίτου κράτους υφίσταται συμβατική υποχρέωση αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής η οποία καθιστά δυνατή την εκ μέρους των εθνικών φορολογικών αρχών επαλήθευση των πληροφοριών που ενδεχομένως υποβάλλει ο οργανισμός επενδύσεων. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, εάν ο μηχανισμός ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπει το πλαίσιο αυτό συνεργασίας μπορεί όντως να καταστήσει δυνατή την εκ μέρους των πολωνικών φορολογικών αρχών επαλήθευση, κατά περίπτωση, των πληροφοριακών στοιχείων που υποβάλλουν οι εγκατεστημένοι στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής οργανισμοί επενδύσεων αναφορικά με τις προϋποθέσεις ιδρύσεώς τους και ασκήσεως των δραστηριοτήτων τους, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτοί λειτουργούν βάσει ρυθμιστικού πλαισίου αντίστοιχου προς εκείνο της Ένωσης.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.