Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Φορολογική νομοθεσία — Φόρος εισοδήματος — Φορολογούμενος κάτοικος αλλοδαπής — Δυνατότητα εκπτώσεως των δαπανών που σχετίζονται με ιστορικό μνημείο στο οποίο κατοικεί ο ιδιοκτήτης του — Μη παροχή δυνατότητας εκπτώσεως των σχετιζόμενων με μνημείο δαπανών, με μόνη αιτιολογία ότι το κτίριο δεν έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο στο κράτος μέλος φορολογήσεως, αλλά μόνο στο κράτος μέλος διαμονής»

Στην υπόθεση C-87/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Φεβρουαρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Staatssecretaris van Financiën

κατά

X,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δεύτερου τμήματος, J.-C. Bonichot (εισηγητή), A. Arabadjiev και J. L. da Cruz Vilaça, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο X, εκπροσωπούμενος από τους F. Engelen, S. Douma και G. Boulogne,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις B. Koopman και M. Bulterman,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την K. Petersen,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και J.-S. Pilczer,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Brighouse, επικουρούμενη από τον R. Hill, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Roels και W. Mölls,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Staatssecretaris van Financiën (Υπουργού Οικονομικών) και του X σχετικά με την άρνηση των ολλανδικών φορολογικών αρχών να δεχθούν την έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα του εν λόγω φορολογουμένου ορισμένων δαπανών για τη συντήρηση της κατοικίας του, ενός πύργου στο Βέλγιο, ο οποίος προστατεύεται δυνάμει της σχετικής με τα ιστορικά μνημεία νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, με μόνη αιτιολογία ότι ο πύργος αυτός δεν προστατεύεται δυνάμει της σχετικής με τα ιστορικά μνημεία νομοθεσίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

 Το ολλανδικό δίκαιο

3        Το άρθρο 2.5, παράγραφος 1, του νόμου του 2001 περί φορολογίας εισοδήματος (wet inkomstenbelasting 2001), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί φορολογίας εισοδήματος), ορίζει:

«Οι ημεδαποί φορολογούμενοι οι οποίοι δεν διαμένουν στην ημεδαπή καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος και οι αλλοδαποί φορολογούμενοι οι οποίοι διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις ολλανδικές νήσους Μποναίρ, Άγιος Ευστράτιος και Σάμπα, ή σε έδαφος κράτους προσδιοριζόμενου με υπουργική απόφαση, με το οποίο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει υπογράψει σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, προβλέπουσα την ανταλλαγή πληροφοριών, και οι οποίοι υπόκεινται σε φόρο στο εν λόγω κράτος μέλος, στις ολλανδικές νήσους Μποναίρ, Άγιος Ευστράτιος και Σάμπα ή στο έδαφος του προαναφερθέντος κράτους μπορούν να επιλέξουν να υπαχθούν στο φορολογικό σύστημα που προβλέπει ο παρών νόμος για τους ημεδαπούς φορολογούμενους. [...]»

4        Κατά το άρθρο 3.1 του νόμου αυτού:

«1.      Φορολογητέα εισοδήματα από εργασία ή από ιδιοκατοίκηση αποτελούν τα εισοδήματα που προέρχονται από επαγγελματική δραστηριότητα και από ιδιοκατοίκηση, αφαιρουμένων των δαπανών που σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα και την κατοικία (τμήμα 3.13).

2.      Τα εισοδήματα από εργασία και από ιδιοκατοίκηση ισούνται με το συνολικό ποσό που αποτελείται από:

a.      τα φορολογητέα κέρδη της επιχείρησης (τμήμα 3.2),

b.      τις φορολογητέες αποδοχές (τμήμα 3.3),

c.      το φορολογητέο εισόδημα που προέρχεται από διάφορες δραστηριότητες (τμήμα 3.4),

d.      από φορολογητέα επιδόματα και άλλα περιοδικώς καταβαλλόμενα ποσά (τμήμα 3.5),

e.      φορολογητέα εισοδήματα προερχόμενα από εκμετάλλευση ιδιόκτητης κατοικίας (τμήμα 3.6),

f.      αρνητικές δαπάνες σχετιζόμενες με την παραχώρηση εισοδήματος (τμήμα 3.8) και

g.      αρνητικές εκπτώσεις προσωπικού χαρακτήρα (τμήμα 3.9),

αφαιρουμένων:

h.      της εκπτώσεως λόγω χαμηλών ή ανύπαρκτων οφειλών συνδεόμενων με την ιδιόκτητη κατοικία (τμήμα 3.6 bis),

i.      των δαπανών που σχετίζονται με την πραγματοποίηση εισοδήματος (τμήμα 3.7) και

j.      των εκπτώσεων προσωπικού χαρακτήρα (κεφάλαιο 6).»

5        Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα φορολογητέα εισοδήματα που προέρχονται από ιδιοκατοίκηση καθορίζονται κατ’ αποκοπήν, βάσει ποσοστού της αξίας της κατοικίας.

6        Το κεφάλαιο 6 του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος περιέχει μεταξύ άλλων ειδικούς κανόνες σχετικά με την έκπτωση δαπανών σχετιζόμενων με κτίρια χαρακτηρισμένα ως μνημεία. Δυνατότητα εκπτώσεως παρέχεται τόσο για ιδιοκατοικούμενα κτίρια όσο και για κτίρια χαρακτηρισμένα ως μνημεία, από τα οποία πραγματοποιούνται εισοδήματα προερχόμενα από αποταμίευση και επενδύσεις, όπως αυτά που αποτελούν αντικείμενο του κεφαλαίου 5 του εν λόγω νόμου, ήτοι δευτερεύουσες κατοικίες και ακίνητα επενδύσεως. Βάσει του άρθρου 6.31 του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 6.1, παράγραφος 2, αρχή και στοιχείο g, του εν λόγω νόμου, παρέχεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα εκπτώσεων των δαπανών που σχετίζονται με κτίριο χαρακτηρισμένο ως μνημείο, εφόσον οι δαπάνες αυτές υπερβαίνουν ορισμένο όριο. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν σχετίζονται με το πρόσωπο ή τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου. Σε περίπτωση που το κτίριο που έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο χρησιμοποιείται για ιδιοκατοίκηση, το εν λόγω φορολογικό σύστημα επιτρέπει την έκπτωση των δαπανών συντηρήσεως έως το κατ’ αποκοπήν ποσό που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη.

7        Το άρθρο 6.2 του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, με τίτλο «Συνυπολογισμός των εκπτώσεων προσωπικού χαρακτήρα», έχει ως εξής:

«1.      Η έκπτωση προσωπικού χαρακτήρα μειώνει τα εισοδήματα από εργασία και ιδιοκατοίκηση εκάστης χρήσεως, τα οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι χαμηλότερα του μηδενός.

2.      Εάν δεν είναι δυνατή η αφαίρεση της εκπτώσεως προσωπικού χαρακτήρα από εισοδήματα από εργασία ή ιδιοκατοίκηση, φέρεται εις μείωση εισοδημάτων από αποταμίευση ή από επενδύσεις εκάστης χρήσεως, τα οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι χαμηλότερα του μηδενός.

3.      Εάν δεν είναι δυνατή η αφαίρεση της εκπτώσεως προσωπικού χαρακτήρα από εισοδήματα από εργασία ή ιδιοκατοίκηση ή από εισοδήματα από αποταμίευση ή από επενδύσεις εκάστης χρήσεως, φέρεται εις μείωση εισοδημάτων προερχόμενων από σημαντικές συμμετοχές, τα οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι χαμηλότερα του μηδενός.

4.      Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 3, τα εισοδήματα από εργασία και ιδιοκατοίκηση και τα εισοδήματα από σημαντικές συμμετοχές εκάστης χρήσεως προσδιορίζονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα προς διακράτηση εισοδήματα.

5.      Σε περίπτωση μειώσεως, συνεκτιμώνται πρώτες οι ειδικές δαπάνες συντηρήσεως που αναφέρονται στο άρθρο 6.1, παράγραφος 2, στοιχείο d.»

8        Το άρθρο 6 του νόμου περί ιστορικών μνημείων του 1988 (Monumentenwet 1988), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί ιστορικών μνημείων), ορίζει:

«1.      Ο υπουργός τηρεί μητρώο προστατευόμενων κτιρίων για κάθε δήμο. Εγγράφει στο μητρώο τα ιστορικά μνημεία, εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της σχετικής αποφάσεως ή απορριφθεί η ασκηθείσα προσφυγή.

2.      Ο υπουργός κοινοποιεί αντίγραφο της αποφάσεως περί εγγραφής στο μητρώο στην επαρχιακή διοίκηση, στον δήμαρχο και στους αντιδημάρχους.

3.      Το αντίγραφο της αποφάσεως που κοινοποιείται στον δήμαρχο και στους αντιδημάρχους κατατίθεται στη γραμματεία του δήμου προς ενημέρωση των πολιτών. Οι πολίτες δύνανται να προσέρχονται στη γραμματεία και να λαμβάνουν αντίγραφο με δική τους δαπάνη.»

9        Το άρθρο 7 του νόμου αυτού ορίζει:

«1.      Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 6, το άρθρο 4 και το άρθρο 6 δεν εφαρμόζονται εάν το ιστορικό μνημείο δεν βρίσκεται εντός των ορίων δήμου.

2.      Πριν την έκδοση αποφάσεως σχετικά με μνημείο της παραγράφου 1, ο υπουργός ακούει τη γνώμη του συμβουλίου.

3.      Ο υπουργός τηρεί εθνικό αρχείο στο οποίο καταχωρίζονται τα μνημεία της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της σχετικής αποφάσεως ή απορριφθεί η ασκηθείσα προσφυγή. Αντίγραφο της αποφάσεως περί καταχωρίσεως κοινοποιείται στην αρχή που διαχειρίζεται την οικεία περιοχή, καθώς και στην επαρχιακή διοίκηση, εφόσον το μνημείο βρίσκεται εντός των ορίων επαρχίας.»

10      Το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής όσον αφορά την αναγνώριση ενός ακινήτου ως ιστορικού μνημείου:

«1.      Ο υπουργός μπορεί να προβαίνει αυτεπαγγέλτως στην αναγνώριση ενός ακινήτου ως ιστορικού μνημείου.

2.      Πριν την έκδοση της σχετικής αποφάσεως, ο υπουργός συμβουλεύεται τον δήμαρχο και τους αντιδημάρχους του δήμου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το μνημείο, καθώς και τις επαρχιακές διοικήσεις εφόσον το μνημείο βρίσκεται εκτός των πολεοδομικών ορίων, όπως αυτά έχουν καθοριστεί με τον νόμο περί οδικής κυκλοφορίας του 1994.

3.      Ο υπουργός κοινοποιεί το κατά την παράγραφο 2 αίτημα γνωμοδοτήσεως στα πρόσωπα που προσδιορίζονται ως κύριοι ή διάδοχοι αυτών σύμφωνα με το κτηματολόγιο.

4.      Ο δήμαρχος και οι αντιδήμαρχοι παρέχουν στους ενδιαφερομένους που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δυνατότητα ακροάσεως και οργανώνουν διαβούλευση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2.

5.      Ο δήμαρχος και οι αντιδήμαρχοι κοινοποιούν τη γνώμη τους εντός πέντε μηνών μετά την αποστολή του αιτήματος γνωμοδοτήσεως της παραγράφου 2· οι επαρχιακές διοικήσεις κοινοποιούν τη γνώμη τους εντός τεσσάρων μηνών.

6.      Ο υπουργός εκδίδει την απόφασή του, κατόπιν ακροάσεως του συμβουλίου, εντός δέκα μηνών από την ημερομηνία του αιτήματος γνωμοδοτήσεως προς τον δήμαρχο και τους αντιδημάρχους.»

11      Μολονότι ο νόμος περί ιστορικών μνημείων δεν θέτει ρητώς ως προϋπόθεση το να βρίσκεται το μνημείο στο έδαφος της Ολλανδίας, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι η προϋπόθεση αυτή απορρέει κατά λογική αναγκαιότητα από την οικονομία του εν λόγω νόμου, όπως αυτή φωτίζεται από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Ο X, Ολλανδός υπήκοος, μετοίκησε το 2004 από τις Κάτω Χώρες στο Βέλγιο, προκειμένου να κατοικήσει σε πύργο ευρισκόμενο στην κυριότητά του.

13      Ο πύργος αυτός προστατεύεται στο Βέλγιο ως ιστορικό μνημείο. Αντιθέτως, στις Κάτω Χώρες δεν έχει καταχωριστεί σε κανένα από τα μητρώα του άρθρου 6 ή του άρθρου 7 του νόμου περί ιστορικών μνημείων.

14      Κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη φορολογική χρήση, ο X διοικούσε στις Κάτω Χώρες εταιρία της οποίας ήταν ο μοναδικός μέτοχος. Δεν είχε κανένα εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα στο Βέλγιο.

15      Έχοντας επιλέξει την υπαγωγή του στο σύστημα που προβλέπεται για τους φορολογούμενους που είναι κάτοικοι Κάτω Χωρών, δήλωσε τα εισοδήματά του στο εν λόγω κράτος μέλος, αφαιρώντας το ποσό των 18 140 ευρώ ως δαπάνες συντηρήσεως και αποσβέσεις του πύργου, τον οποίο χρησιμοποιούσε για ιδιοκατοίκηση, κατά την έννοια του ολλανδικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος.

16      Εν συνεχεία, εκδόθηκε σε βάρος του X διορθωτική πράξη, ως προς τη συγκεκριμένη έκπτωση, με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση του άρθρου 6.31, παράγραφος 2, του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος κατά την οποία το μνημείο πρέπει να έχει καταχωριστεί σε ένα από τα μητρώα των άρθρων 6 και 7 του νόμου περί ιστορικών μνημείων.

17      Το Rechtbank Breda, κρίνοντας ότι το επίμαχο δικαίωμα εκπτώσεως δεν μπορεί να περιοριστεί στα μνημεία που βρίσκονται στις Κάτω Χώρες, έκανε δεκτή την προσφυγή του X κατά της ως άνω διορθωτικής πράξεως προσδιορισμού του φόρου. Το Gerechtshof te’s-Hertogenbosch απέρριψε την έφεση που άσκησε η ολλανδική φορολογική διοίκηση. Ο Staatssecretaris van Financiën άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εμποδίζει το δίκαιο της ΕΕ, και ιδίως η ρύθμιση περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, έναν κάτοικο Βελγίου, ο οποίος, κατόπιν αιτήσεώς του, φορολογείται στις Κάτω Χώρες ως κάτοικος ημεδαπής και έχει υποβληθεί σε δαπάνες σχετικές με πύργο στον οποίο κατοικεί ως ιδιοκατοικούμενη κατοικία και ο οποίος βρίσκεται στο Βέλγιο και έχει εκεί χαρακτηριστεί ως προστατευόμενο μνημείο και χωριάτικο τοπίο, να εκπέσει στις Κάτω Χώρες τις δαπάνες αυτές από το εισόδημα που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, λόγω του ότι ο πύργος δεν είναι καταχωρισμένος στις Κάτω Χώρες ως προστατευόμενο ιστορικό μνημείο;

2)      Σε ποιο μέτρο έχει εν προκειμένω σημασία το αν όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος ο ενδιαφερόμενος δύναται στη χώρα κατοικίας του, δηλαδή στο Βέλγιο, να εκπέσει τις δαπάνες από το τωρινό ή μελλοντικό εισόδημά του από κινητές αξίες μέσω επιλογής της προοδευτικής φορολογήσεως του εισοδήματος αυτού;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

19      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους, κατά την οποία, εν ονόματι της προστασίας της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, η δυνατότητα εκπτώσεως δαπανών σχετικών με κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία παρέχεται μόνον στους κυρίους μνημείων τα οποία βρίσκονται στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

20      Διευκρινίζεται, καταρχάς, ότι, ακόμη και αν επηρεάζονται ενδεχομένως τόσο η ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων όσο και η ελευθερία εγκαταστάσεως, εντούτοις, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, η απάντηση στα ως άνω επαναδιατυπωμένα ερωτήματα πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

21      Συγκεκριμένα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ εμπίπτει κάθε κάτοικος κράτους μέλους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, ο οποίος κατέχει στο κεφάλαιο εταιρίας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος συμμετοχή που του παρέχει τη δυνατότητα να έχει αναμφισβήτητη επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας και να καθορίζει τις δραστηριότητές της (βλ. απόφαση N, C-470/04, EU:C:2006:525, σκέψη 27).

22      Τέτοια είναι η περίπτωση του X, ο οποίος, κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη φορολογική χρήση, ήταν κάτοικος Βελγίου και διαχειριζόταν στις Κάτω Χώρες τις υποθέσεις της ολλανδικής εταιρίας της οποίας ήταν ο μόνος μέτοχος.

23      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντίκειται σε κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, ακόμη και αν εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, ενδέχεται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους της Ένωσης, της ελευθερίας εγκαταστάσεως που διασφαλίζει η Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Attanasio Group, C-384/08, EU:C:2010:133, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

25      Συγκεκριμένα, σε περιπτώσεις όπως αυτή του X, ο οποίος δεν είναι κάτοικος Κάτω Χωρών, αλλά έχει επιλέξει να φορολογείται ως κάτοικος του κράτους μέλους αυτού, επειδή ασκεί εκεί το σύνολο της δραστηριότητάς του, η εν λόγω νομοθεσία συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ φορολογουμένων οι οποίοι κατοικούν σε ιστορικό μνημείο, ανάλογα με το αν η κατοικία τους βρίσκεται ή όχι εντός του εθνικού εδάφους.

26      Η διαφορετική αυτή μεταχείριση ενδέχεται να αποθαρρύνει τους φορολογούμενους οι οποίοι έχουν επιλέξει ως κατοικία τους ένα ιστορικό μνημείο ευρισκόμενο στο έδαφος ενός κράτους μέλους από την άσκηση της δραστηριότητάς τους σε άλλο κράτος μέλος.

27      Ωστόσο, δυσμενής διάκριση κατά την έννοια της Συνθήκης μεταξύ κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής υφίσταται μόνον εάν διαπιστωθεί ότι οι δύο κατηγορίες φορολογουμένων, παρά το γεγονός ότι κατοικούν σε διαφορετικά κράτη μέλη, τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση βάσει του αντικειμένου και του περιεχομένου των σχετικών εθνικών διατάξεων (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Εσθονίας, C-39/10, EU:C:2012:282, σκέψη 51).

28      Το Δικαστήριο κρίνει, ωστόσο, ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εν προκειμένω.

29      Συγκεκριμένα, αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη νομοθεσίας, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική έκθεση του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, είναι η συντήρηση και η διατήρηση της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς των Κάτω Χωρών, διά της καθιερώσεως ειδικής φορολογικής εκπτώσεως ορισμένων δαπανών σχετικών με μνημεία, ιδίως με εκείνα τα οποία ο ιδιοκτήτης τους χρησιμοποιεί ως κατοικία.

30      Άλλωστε, με γνώμονα τον σκοπό αυτό, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέσχε την προαναφερθείσα δυνατότητα εκπτώσεως στους φορολογούμενους που είναι κύριοι μνημείου ευρισκόμενου στις Κάτω Χώρες, έστω και αν αυτοί διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως.

31      Επομένως, η παροχή φορολογικού πλεονεκτήματος το οποίο αποσκοπεί στην προστασία της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς των Κάτω Χωρών μόνο στους κυρίους μνημείων ευρισκόμενων στο εθνικό έδαφος αποτελεί εγγενές στοιχείο του επιδιωκόμενου από τον εθνικό νομοθέτη σκοπού.

32      Η απορρέουσα από την εθνική νομοθεσία διαφορετική μεταχείριση ισχύει, επομένως, για κατηγορίες φορολογούμενων οι οποίες δεν είναι αντικειμενικά συγκρίσιμες.

33      Το αντίθετο θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνον εάν ο φορολογούμενος αποδείκνυε ότι το μνημείο που έχει στην κυριότητά του, μολονότι βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους εκτός του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εντούτοις αποτελεί στοιχείο της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς της Ολλανδίας, και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της παρεχόμενης από τον ολλανδικό νόμο περί ιστορικών μνημείων προστασίας.

34      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, εν ονόματι της προστασίας της εθνικής πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς, η δυνατότητα εκπτώσεως δαπανών σχετικών με κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία παρέχεται μόνον στους κυρίους μνημείων τα οποία βρίσκονται στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται στους κυρίους μνημείων τα οποία ενδεχομένως αποτελούν μέρος της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς του εν λόγω κράτους μέλους, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

35      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, εν ονόματι της προστασίας της εθνικής πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς, η δυνατότητα εκπτώσεως δαπανών σχετικών με κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία παρέχεται μόνον στους κυρίους μνημείων τα οποία βρίσκονται στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται στους κυρίους μνημείων τα οποία ενδεχομένως αποτελούν μέρος της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς του εν λόγω κράτους μέλους, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.