Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Φορολογία – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Διοικητική πρακτική η οποία συνίσταται στην επιβολή ΦΠΑ στην αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως στον δημιουργό πρωτότυπου έργου τέχνης»

Στην υπόθεση C-51/18,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2018,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την N. Gossement και τον B.-R. Killmann,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Αυστρίας, εκπροσωπούμενης από τον G. Hesse,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του ογδόου τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή) και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, επιβάλλοντας φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στην αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως στον δημιουργό πρωτότυπου έργου τέχνης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία περί ΦΠΑ

2        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 5 της οδηγίας περί ΦΠΑ έχουν ως εξής:

«(3)      Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι διατάξεις παρουσιάζονται κατά σαφή και ορθολογικό τρόπο, συνεπή προς την αρχή της καλύτερης νομοθεσίας, είναι σκόπιμο να αναδιαρθρωθεί και να αναδιατυπωθεί η οδηγία, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κατ’ αρχήν ουσιώδεις αλλαγές της ισχύουσας νομοθεσίας. Μικρός αριθμός ουσιωδών τροποποιήσεων συνδέεται πάντως αναπόσπαστα με τη διαδικασία αναδιατύπωσης και δεν μπορεί να αποφευχθεί. Σε περίπτωση σχετικών αλλαγών, αυτές απαριθμούνται εξαντλητικά στις διατάξεις που διέπουν τη μεταφορά και την έναρξη της ισχύος.

[...]

(5)      Το σύστημα ΦΠΑ επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη απλούστευση και ουδετερότητα όταν ο φόρος εισπράττεται κατά τρόπο όσο το δυνατόν γενικότερο και όταν το πεδίο εφαρμογής του περιλαμβάνει όλα τα στάδια της παραγωγής και διανομής καθώς επίσης και τον τομέα παροχής υπηρεσιών. Είναι συνεπώς προς το συμφέρον της εσωτερικής αγοράς και των κρατών μελών να υιοθετηθεί ένα κοινό σύστημα, η εφαρμογή του οποίου να επεκτείνεται και στο λιανικό εμπόριο.»

3        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

α)      οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή·

[...]

γ)      οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή·

[...]».

4        Το άρθρο 24, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Ως “παροχή υπηρεσιών” νοείται κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών.»

5        Κατά το άρθρο 25 της ίδιας οδηγίας:

«Η παροχή υπηρεσιών μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, σε μία από τις ακόλουθες πράξεις:

α)      στην εκχώρηση άυλου αγαθού, το οποίο αντιπροσωπεύεται ή όχι από τίτλο·

β)      στην υποχρέωση για παράλειψη ή ανοχή μιας πράξης ή κατάστασης·

γ)      στην εκτέλεση υπηρεσίας κατόπιν επιταγής της δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου.»

6        Το άρθρο 73 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα εξής:

«Για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, εκτός αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 74 έως 77, η βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνει οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αποκτώντα, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, περιλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την τιμή των πράξεων αυτών.»

 Η οδηγία 2001/84/EΚ

7        Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2001/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης (ΕΕ 2001, L 272, σ. 32), έχει ως εξής:

«Στόχος του δικαιώματος παρακολούθησης είναι να εξασφαλίσει στους δημιουργούς έργων εικαστικών τεχνών μερίδιο στην οικονομική επιτυχία των πρωτοτύπων έργων τους. Το δικαίωμα αυτό αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ αφενός της οικονομικής κατάστασης των δημιουργών των έργων εικαστικών τεχνών και αφετέρου εκείνης των άλλων δημιουργών που επωφελούνται από τις διαδοχικές εκμεταλλεύσεις των έργων τους.»

8        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Αντικείμενο του δικαιώματος παρακολούθησης»:

«1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν υπέρ του δημιουργού πρωτότυπου έργου τέχνης δικαίωμα παρακολούθησης το οποίο ορίζεται ως το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, από το οποίο δεν χωρεί παραίτηση ούτε εκ των προτέρων, είσπραξης ενός ποσοστού επί του τιμήματος κάθε μεταπώλησης του εν λόγω έργου, μετά την πρώτη μεταβίβασή του εκ μέρους του δημιουργού.

2.      Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 δικαίωμα εφαρμόζεται σε όλες τις μεταπωλήσεις στις οποίες συμμετέχουν, ως πωλητές, αγοραστές ή ενδιάμεσοι, επαγγελματίες της αγοράς έργων τέχνης, όπως οίκοι δημοπρασιών, γκαλερί έργων τέχνης και γενικά οποιοσδήποτε έμπορος έργων τέχνης.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι το δικαίωμα της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται στις μεταπωλήσεις στις οποίες ο πωλητής έχει αποκτήσει το έργο απευθείας από το δημιουργό λιγότερο από τρία έτη πριν από τη μεταπώληση και εφόσον η τιμή μεταπώλησης δεν υπερβαίνει τα 10 000 ευρώ.

4.      Το ποσοστό καταβάλλεται από τον πωλητή. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ένα από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εκτός του πωλητή, είναι αποκλειστικά ή από κοινού με τον πωλητή υπεύθυνο για την καταβολή του ποσοστού.»

9        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά το κατώτατο όριο, προβλέπει τα εξής:

«1.      Η κατώτατη τιμή πώλησης, από την οποία εφαρμόζεται το δικαίωμα παρακολούθησης στις πωλήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, ορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.      Η κατώτατη τιμή πώλησης ουδέποτε μπορεί να υπερβαίνει τα 3 000 ευρώ.»

10      Κατά το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, σχετικά με τους συντελεστές:

«1.      Το ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 1 ορίζεται βάσει των ακόλουθων συντελεστών:

α)      4 % για το τμήμα της τιμής πώλησης έως 50 000 ευρώ·

β)      3 % για το τμήμα της τιμής πώλησης μεταξύ 50 000,01 και 200 000 ευρώ·

γ)      1 % για το τμήμα της τιμής πώλησης μεταξύ 200 000,01 και 350 000 ευρώ·

δ)      0,5 % για το τμήμα της τιμής πώλησης μεταξύ 350 000,01 και 500 000 ευρώ·

ε)      0,25 % για το τμήμα της τιμής πώλησης που υπερβαίνει τα 500 000 ευρώ.

Ωστόσο, το συνολικό ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 12 500 ευρώ.

2.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή 5 % για το τμήμα της τιμής πώλησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

3.      Αν η κατώτατη τιμή πώλησης ορισθεί σε ποσό χαμηλότερο από 3 000 ευρώ, το κράτος μέλος ορίζει και τον αντίστοιχο συντελεστή που εφαρμόζεται στο τμήμα της τιμής πώλησης μέχρι τα 3 000 ευρώ· ο εν λόγω συντελεστής δεν μπορεί να είναι χαμηλότερος από 4 %.»

 Το αυστριακό δίκαιο

 Ο Urheberrechtsgesetz

11      Ο Urheberrechtsgesetz (νόμος περί δικαιωμάτων του δημιουργού), της 9ης Απριλίου 1936 (BGBl. 111/1936), όπως εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση (στο εξής: UrhG), προβλέπει, στο τμήμα III, τα δικαιώματα του δημιουργού, στα οποία συγκαταλέγεται το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως, αναπαραγωγής και διανομής του έργου.

12      Το άρθρο 16 του UrhG, με τίτλο «Δικαίωμα διανομής», ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Ο δημιουργός έχει το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής των έργων. Βάσει του δικαιώματος αυτού, τα έργα δεν μπορούν να εκτίθενται ή να διατίθενται στην αγορά κατά τρόπον ώστε να διατίθενται στο κοινό χωρίς τη συναίνεσή του.

(2)      Εφόσον το έργο δεν έχει δημοσιευθεί, το δικαίωμα διανομής καλύπτει επίσης το αποκλειστικό δικαίωμα διαθέσεως του έργου στο κοινό διά της παρουσιάσεως, δημοσιεύσεως, απεικονίσεως, δημόσιας εκθέσεως ή χρήσεως ανάλογης της αναπαραστάσεως.

(3)      Με την επιφύλαξη του άρθρου 16a, το δικαίωμα διανομής δεν εφαρμόζεται σε έργα τα οποία έχουν διατεθεί στην αγορά κατόπιν μεταβιβάσεως της κυριότητας εντός κράτους μέλους της [Ένωσης] ή εντός κράτους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος.

[...]

(5)      Όταν στον παρόντα νόμο χρησιμοποιείται η έκφραση “διανομή έργου”, νοείται αποκλειστικά η διανομή έργων στην οποία δικαιούται να προβαίνει μόνον ο δημιουργός κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 έως 3.»

13      Το άρθρο 16b του UrhG, με τίτλο «Δικαίωμα παρακολουθήσεως», ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Το άρθρο 16, παράγραφος 3, εφαρμόζεται στη μεταπώληση πρωτότυπου έργου εικαστικών τεχνών μετά την πρώτη μεταβίβασή του εκ μέρους του δημιουργού, υπό την έννοια ότι ο πωλητής υποχρεούται να καταβάλει στον δημιουργό αμοιβή ανάλογη προς την τιμή μεταπωλήσεως εκτός φόρων (αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως), σύμφωνα με τα ακόλουθα όρια:

4 % για το πρώτο τμήμα έως 50 000 [ευρώ],

3 % για τα 150 000 [ευρώ] που υπερβαίνουν το όριο του πρώτου τμήματος,

1 % για τα 150 000 [ευρώ] που υπερβαίνουν το όριο του προηγούμενου τμήματος,

0,5 % για τα 150 000 [ευρώ] που υπερβαίνουν το όριο του προηγούμενου τμήματος,

0,25 % για τα ποσά που υπερβαίνουν το όριο του προηγούμενου τμήματος·

το συνολικό ποσό της αμοιβής δεν μπορεί ωστόσο να υπερβαίνει το ποσό των 12 500 [ευρώ].

(2)      Η αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως οφείλεται μόνον εάν η τιμή πωλήσεως ανέρχεται τουλάχιστον σε 2 500 [ευρώ] και επαγγελματίας της αγοράς έργων τέχνης, όπως οίκος δημοπρασιών, γκαλερί τέχνης ή άλλος έμπορος τέχνης, συμμετέχει στη μεταβίβαση ως πωλητής, αγοραστής ή μεσάζων· τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται ως εγγυητές και πληρωτές, εκτός εάν είναι οι ίδιοι υπόχρεοι. Δεν χωρεί εκ των προτέρων παραίτηση από το δικαίωμα. Επίκληση του δικαιώματος αυτού μπορεί επίσης να γίνει από εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως· επιπλέον, το δικαίωμα αυτό είναι αναπαλλοτρίωτο. Το άρθρο 23, παράγραφος 1, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

(3)      Θεωρούνται “πρωτότυπα έργα” κατά την έννοια της παραγράφου 1:

1.      τα εκτελούμενα από τον ίδιο τον δημιουργό,

2.      τα εκτελούμενα σε περιορισμένο αριθμό από τον ίδιο τον δημιουργό ή υπό την ευθύνη του, και τα οποία είναι, κατ’ αρχήν, αριθμημένα και υπογεγραμμένα ή εγκεκριμένα με άλλον πρόσφορο τρόπο από τον δημιουργό·

3.      τα χαρακτηριζόμενα κατ’ άλλον τρόπο ως πρωτότυπα.

(4)      Δεν οφείλεται αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως όταν ο πωλητής έχει αποκτήσει το έργο λιγότερο από τρία έτη νωρίτερα από τον δημιουργό και η τιμή πωλήσεως δεν υπερβαίνει τα 10 000 [ευρώ].»

 Ο Umsatzsteuergesetz 1994

14      Το άρθρο 1 του Umsatzsteuergesetz (νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών), της 23ης Αυγούστου 1994 (BGBl. 663/1994), όπως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση (στο εξής: UStG 1994), προβλέπει τα εξής:

«(1)      Στον φόρο προστιθέμενης αξίας υπόκεινται οι εξής πράξεις:

1.      οι παραδόσεις και λοιπές παροχές, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας από επιχειρηματία στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Οι πράξεις αυτές φορολογούνται ακόμη και όταν πραγματοποιούνται βάσει νομικής ή διοικητικής πράξεως ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκαν σε εκτέλεση νόμου·

[...]».

15      Κατά το άρθρο 3 του UStG 1994:

«(1) Παραδόσεις είναι οι πράξεις με τις οποίες ο επιχειρηματίας δίνει στον αγοραστή, ή σε τρίτο πρόσωπο κατ’ εντολήν του αγοραστή, την εξουσία να διαθέτει αγαθό ιδίω ονόματι. Η εξουσία διαθέσεως αγαθού μπορεί να παρασχεθεί από τον ίδιο τον επιχειρηματία ή, κατ’ εντολήν του, από τρίτο πρόσωπο.

[...]»

16      Το άρθρο 3a, παράγραφος 1, του UStG 1994 προβλέπει τα εξής:

«“Άλλες παροχές” είναι οι παροχές οι οποίες δεν αποτελούν παραδόσεις. Άλλη παροχή μπορεί επίσης να αποτελεί η παράλειψη ή ανοχή πράξεως ή καταστάσεως.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

17      Στις 17 Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Αυστρίας προειδοποιητική επιστολή εκφράζοντας επιφυλάξεις ως προς τη διοικητική πρακτική που συνίσταται στην υπαγωγή σε ΦΠΑ της αμοιβής που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως του δημιουργού πρωτότυπου έργου τέχνης.

18      Στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η εν λόγω αμοιβή δεν αποτελούσε αντιπαροχή για την παροχή καλλιτεχνικών υπηρεσιών εκ μέρους του δημιουργού ενός τέτοιου έργου τέχνης. Ανέφερε επίσης ότι το δικαίωμα παρακολουθήσεως παρέχεται απευθείας από τον νόμο προκειμένου να εξασφαλίσει στον δημιουργό εύλογη οικονομική συμμετοχή στην επιτυχία του έργου του. Ελλείψει παραδόσεως αγαθού ή παροχής υπηρεσίας από τον δημιουργό στο πλαίσιο ασκήσεως του δικαιώματος παρακολουθήσεως, καμία πράξη δεν μπορεί να υπόκειται σε ΦΠΑ.

19      Η Δημοκρατία της Αυστρίας απάντησε στην ως άνω προειδοποιητική επιστολή με το από 16 Δεκεμβρίου 2014 έγγραφο.

20      Η Δημοκρατία της Αυστρίας παρατήρησε ότι σκοπός του δικαιώματος παρακολουθήσεως είναι να διασφαλίσει τη συμμετοχή του δημιουργού στην οικονομική επιτυχία του έργου του. Το γεγονός ότι ο δημιουργός δεν συμμετέχει στη συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή κατά τη μεταπώληση του οικείου έργου δεν εμποδίζει τη φορολόγηση της αμοιβής που λαμβάνει ο δημιουργός βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως. Αντιθέτως, η αρχή της ουδετερότητας του συστήματος του ΦΠΑ επιβάλλει την υπαγωγή και της αμοιβής αυτής σε ΦΠΑ.

21      Η Δημοκρατία της Αυστρίας επισήμανε περαιτέρω ότι το δικαίωμα παρακολουθήσεως καθιστά δυνατό τον συνυπολογισμό της προστιθέμενης αξίας του έργου σε περίπτωση μεταπωλήσεώς του και, κατά συνέπεια, επικουρικώς, επέρχεται αύξηση της βάσεως επιβολής φόρου για την παροχή υπηρεσίας εκ μέρους του δημιουργού κατά την πρώτη πώληση. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι αυτή η πρώτη και μοναδική παροχή υπόκειται σε ΦΠΑ, η οφειλόμενη αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως θα πρέπει επίσης να υπόκειται σε ΦΠΑ.

22      Η Επιτροπή, θεωρώντας μη ικανοποιητικές τις απαντήσεις της Δημοκρατίας της Αυστρίας, απηύθυνε στο εν λόγω κράτος μέλος, στις 25 Ιουλίου 2016, αιτιολογημένη γνώμη στην οποία επανέλαβε ότι η αμοιβή που οφείλεται στον δημιουργό βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως δεν συνιστά αντιπαροχή για την παράδοση αγαθού ή την παροχή υπηρεσίας από τον δημιουργό κατά την πρώτη διάθεση του έργου στην αγορά, ότι σκοπός του δικαιώματος παρακολουθήσεως είναι να επιτρέψει στον δημιουργό να επωφεληθεί από τα οικονομικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από την αναγνώριση των καλλιτεχνικών του υπηρεσιών και ότι ο δημιουργός δεν μπορεί να αντιταχθεί στη μεταπώληση του έργου του.

23      Η Δημοκρατία της Αυστρίας απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, υποστηρίζοντας εκ νέου, κατ’ ουσίαν, ότι είναι δυνατή η φορολόγηση της αμοιβής που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως.

24      Διευκρίνισε ότι, στο πλαίσιο του δικαιώματος παρακολουθήσεως, ο δημιουργός παρέχει υπηρεσία ανεχόμενος τη μεταπώληση του έργου. Καίτοι η συγκεκριμένη παροχή προβλέπεται από τον νόμο για τους δημιουργούς πρωτότυπου έργου τέχνης, αντιστοιχεί, κατά την άποψή της, σε παροχή συγκρίσιμη με εκείνη που παρέχουν άλλοι δημιουργοί κατά την παρουσίαση των έργων τους. Δεδομένου ότι η αμοιβή για την παρουσίαση αυτών των έργων υπόκειται σε ΦΠΑ ως αποτελούσα την αντιπαροχή για την παροχή υπηρεσιών, πρέπει και η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως να υπόκειται στον ίδιο φόρο.

25      Η Δημοκρατία της Αυστρίας ενέμεινε στην επικουρική επιχειρηματολογία της, σύμφωνα με την οποία η φορολόγηση της εν λόγω αμοιβής είναι δικαιολογημένη διότι επιφέρει αύξηση της βάσεως επιβολής του φόρου για την παροχή υπηρεσίας εκ μέρους του δημιουργού κατά την πρώτη διάθεση του έργου του στην αγορά. Η τροποποίηση της φορολογητέας βάσεως δεν εξαρτάται από την ύπαρξη έννομης σχέσεως μεταξύ του δημιουργού και του πωλητή του έργου ή του μετέπειτα αγοραστή του, αλλά από το γεγονός ότι ο δημιουργός, λόγω του δικαιώματος παρακολουθήσεως, ωφελείται από την προστιθέμενη αξία του έργου αυτού.

26      Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι απαντήσεις της Δημοκρατίας της Αυστρίας δεν ήταν ικανοποιητικές, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η επιβαλλόμενη στους συμβαλλομένους στη μεταπώληση έργου υποχρέωση περί καταβολής αμοιβής στον δημιουργό εξυπηρετεί αποκλειστικώς τον σκοπό της διασφαλίσεως υπέρ του δημιουργού δίκαιου μεριδίου στην αξία του πρωτότυπου έργου του. Αυτό το δίκαιο μερίδιο δεν αποτελεί ωστόσο αντιπαροχή για την παροχή υπηρεσίας εκ μέρους του δημιουργού, στον βαθμό που συνδέεται αποκλειστικώς με την οικονομική αξία του πρωτότυπου έργου που προκύπτει για τον δημιουργό από τη μεταπώληση του έργου του, η οποία πραγματοποιείται χωρίς την άδειά του. Το ύψος της αμοιβής καθορίζεται αμετάκλητα από τον νόμο.

28      Προκύπτει, εξάλλου, από την απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, SAWP (C-37/16, EU:C:2017:22, σκέψεις 25 και 26), ότι μια παράδοση αγαθών ή μια παροχή υπηρεσιών πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια της οδηγίας περί ΦΠΑ, μόνον αν υφίσταται μεταξύ του παρέχοντος την υπηρεσία και του λήπτη αυτής έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές, η δε αμοιβή που λαμβάνει ο παρέχων την υπηρεσία συνιστά την πραγματική αντιπαροχή της υπηρεσίας που παρέχεται στον λήπτη. Μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης αντιπαροχής θα πρέπει επομένως να υπάρχει άμεση σχέση, οπότε, στην περίπτωση αυτή, τα καταβαλλόμενα ποσά συνιστούν την πραγματική αντιπαροχή για την εξατομικευμένη υπηρεσία η οποία παρέχεται στο πλαίσιο έννομης σχέσεως συνιστάμενης σε αμοιβαία ανταλλαγή παροχών.

29      Είναι προφανές ότι η αμοιβή που οφείλεται στον δημιουργό βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως δεν αποτελεί την αντιπαροχή για υπηρεσία παρασχεθείσα από τον δημιουργό, αλλά καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει της τιμής που επιτυγχάνεται κατά τη μεταπώληση του έργου, το ύψος της οποίας δεν μπορεί να επηρεασθεί από τον δημιουργό. Ο δημιουργός δικαιούται την αμοιβή αυτή χωρίς να είναι υποχρεωμένος ή να είναι σε θέση να προβεί σε οποιαδήποτε παροχή, είτε διά πράξεως είτε διά παραλείψεως. Κατά συνέπεια, η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως δεν συνιστά αντάλλαγμα για την παράδοση αγαθού ή την παροχή υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας περί ΦΠΑ.

30      Εξάλλου, στο μέτρο που, κατά τη μεταπώληση έργου, ο δημιουργός του δεν μπορεί ούτε να εμποδίσει τη μεταπώληση ούτε καν να ασκήσει επιρροή επ’ αυτής, με αποτέλεσμα να μην παρέχει οποιαδήποτε υπηρεσία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω δημιουργός παρέχει υπηρεσία ανεχόμενος τη μεταπώληση αυτή. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα παρακολουθήσεως δεν συγκαταλέγεται στα δικαιώματα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως που συνδέονται με το δικαίωμα του δημιουργού.

31      Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας, το οποίο προβλήθηκε στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο η επιβολή ΦΠΑ στις διαδοχικές εκμεταλλεύσεις των δικαιωμάτων άλλων δημιουργών, και όχι στην αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως, συνιστά παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Πράγματι, δεδομένου ότι η κατάσταση των δημιουργών πρωτότυπων έργων τέχνης δεν είναι ίδια με την κατάσταση των άλλων δημιουργών όσον αφορά την αμοιβή που τους οφείλεται για την άσκηση των δικαιωμάτων χρήσεως και εκμεταλλεύσεως που εξακολουθούν να υφίστανται, η αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ δεν αντιτίθεται στην υπαγωγή στον συγκεκριμένο φόρο της αμοιβής αυτών των άλλων δημιουργών και όχι της αμοιβής που συνδέεται με το δικαίωμα παρακολουθήσεως.

32      Το ίδιο ισχύει και ως προς το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας ότι πρέπει να επιβάλλεται ΦΠΑ στην αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως, διότι, ως προς τον δημιουργό του πρωτότυπου έργου, μεταβάλλεται η βάση επιβολής του φόρου για την υπηρεσία που παρέσχε κατά την πρώτη διάθεση στην αγορά του πρωτότυπου έργου. Πράγματι, η αμοιβή αυτή, η οποία υπολογίζεται με βάση την τιμή μεταπωλήσεως του έργου είναι εντελώς ανεξάρτητη από την αμοιβή την οποία είχε συμφωνήσει ο δημιουργός με τον πρώτο αγοραστή του έργου αυτού. Δεν αποκλείεται, για παράδειγμα, ο δημιουργός του πρωτότυπου έργου να έχει δωρίσει το πρωτότυπο έργο και, παρά ταύτα, να δικαιούται, σε μια τέτοια περίπτωση, αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως.

33      Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που η μεταπώληση έργου αποτελεί ανταλλαγή παροχών στο πλαίσιο έννομης σχέσεως, η αμοιβή που οφείλεται στον δημιουργό του έργου βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως πρέπει να υπόκειται σε ΦΠΑ.

34      Με βάση τις αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Asparuhovo Lake Investment Company (C-463/14, EU:C:2015:542, σκέψη 35), και της 29ης Οκτωβρίου 2015, Saudaçor (C-174/14, EU:C:2015:733, σκέψη 32), η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι η επιβολή ΦΠΑ για την παροχή υπηρεσιών προϋποθέτει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ της παρασχεθείσας υπηρεσίας και της ληφθείσας αντιπαροχής. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1994, Tolsma (C-16/93, EU:C:1994:80, σκέψεις 14 επ.), και της 29ης Οκτωβρίου 2015, Saudaçor (C-174/14, EU:C:2015:733, σκέψη 32), τέτοια άμεση σχέση θεωρείται αποδεδειγμένη αν υφίσταται μεταξύ του παρέχοντος την υπηρεσία και του λήπτη αυτής έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές και η αμοιβή που λαμβάνει ο παρέχων την υπηρεσία συνιστά την πραγματική αντιπαροχή για την υπηρεσία που παρασχέθηκε στον λήπτη.

35      Επομένως, κατά την άποψή της, η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως πρέπει να υπόκειται σε ΦΠΑ εφόσον υφίσταται ανταλλαγή παροχών στο πλαίσιο έννομης σχέσεως. Οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω.

36      Όσον αφορά, ειδικότερα, την ύπαρξη ανταλλαγής παροχών, θεωρεί ότι η απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, SAWP (C-37/16, EU:C:2017:22), δεν ασκεί επιρροή, διότι το σκεπτικό που ανέπτυξε το Δικαστήριο στην ως άνω απόφαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν όταν οφείλεται αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με μια πραγματική αποζημίωση.

37      Σκοπός της αμοιβής που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως είναι η διασφάλιση της οικονομικής συμμετοχής του δημιουργού στην επιτυχία του έργου του. Λόγω της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής, ο δημιουργός πρέπει να ανεχτεί τη μεταπώληση του έργου του, η δε αμοιβή αυτή συνδέεται με την εν λόγω ανοχή. Στο πλαίσιο αυτό, ο δημιουργός λαμβάνει αμοιβή λόγω της μεταπωλήσεως του έργου του, το οποίο στο μεταξύ απέκτησε αξία. Ως εκ τούτου, η εν λόγω αμοιβή έχει άμεση σχέση με την παροχή του δημιουργού. Κατά συνέπεια, αντιστοιχεί ουσιαστικά σε νέα φορολογητέα αντιπαροχή, η οποία προστίθεται στην αντιπαροχή που έλαβε κατά την πρώτη αγορά του έργου. Στο μέτρο αυτό, η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος αποζημιώσεως λόγω περιουσιακής απώλειας, που λογικώς υπόκειται σε ΦΠΑ.

38      Η Δημοκρατία της Αυστρίας επαναλαμβάνει, εξάλλου, το επιχείρημα που προέβαλε στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ότι δηλαδή η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δεν επιτρέπει τη διαφορετική αντιμετώπιση από απόψεως ΦΠΑ όμοιων εμπορευμάτων ή όμοιων υπηρεσιών.

39      Επιπλέον, η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η οφειλόμενη αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως δεν συνιστά αντάλλαγμα για μια ανεξάρτητη παροχή, η αμοιβή αυτή αυξάνει, σε κάθε περίπτωση, τη βάση επιβολής του φόρου για την πράξη που διενεργήθηκε μεταξύ του δημιουργού του έργου και του πρώτου αγοραστή του έργου αυτού.

40      Συναφώς, η Δημοκρατία της Αυστρίας παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2001/84, κατά την οποία το δικαίωμα παρακολουθήσεως αντισταθμίζει τις αυξήσεις της αξίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι ορισμένα πρωτότυπα έργα τέχνης αποκτούν μεγάλη αξία με την πάροδο του χρόνου και αυτή η προστιθέμενη αξία δεν ευνοεί, σε περίπτωση μεταπωλήσεως, τον δημιουργό, αλλά τον πωλητή, η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως μπορεί να θεωρηθεί η συμμετοχή του δημιουργού στην εν λόγω αύξηση της αξίας. Επομένως, η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως θα μπορούσε να συγκριθεί με «συντελεστή διορθώσεως» υπέρ του δημιουργού βάσει νόμου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

41      Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Αυστρίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, επιβάλλοντας ΦΠΑ στην αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως του δημιουργού πρωτότυπου έργου τέχνης.

42      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει ότι στον ΦΠΑ υπόκεινται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος ενεργεί με την ιδιότητα αυτή.

43      Επομένως, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η καταβολή της αμοιβής που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως μπορεί να χαρακτηριστεί ως «παράδοση αγαθών» ή «παροχή υπηρεσιών», ζήτημα το οποίο εξάλλου δεν εγείρουν οι διάδικοι, πρέπει να εξεταστεί εάν αυτή η καταβολή πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, SAWP, C-37/16, EU:C:2017:22, σκέψη 24).

44      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, μια παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια της οδηγίας περί ΦΠΑ, μόνον αν υφίσταται μεταξύ, αφενός, του προμηθευτή του αγαθού ή του παρέχοντος την υπηρεσία και, αφετέρου, του αποκτώντος το αγαθό ή του λήπτη της υπηρεσίας έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάσσονται αμοιβαίως παροχές, η δε αμοιβή που λαμβάνει ο προμηθευτής του αγαθού ή ο παρέχων την υπηρεσία συνιστά την πραγματική αντιπαροχή για το αγαθό ή την υπηρεσία που παρέχεται στον αποκτώντα ή στον λήπτη (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, SAWP, C-37/16, EU:C:2017:22, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Η Δημοκρατία της Αυστρίας εκτιμά, πρώτον, ότι η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως συνιστά αντιπαροχή για μια ανταλλαγή παροχών στο πλαίσιο έννομης σχέσεως. Καίτοι το ως άνω κράτος μέλος δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ο δημιουργός πρωτότυπου έργου τέχνης δεν συμμετέχει στη συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή για τη μεταπώληση του έργου, υποστηρίζει, εντούτοις, ότι ο δημιουργός του εν λόγω έργου, ανεχόμενος τη μεταπώληση, συμμετέχει παρέχοντας υπηρεσία στο πλαίσιο μιας τέτοιας σχέσεως.

46      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 25, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, η παροχή υπηρεσιών μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, σε ανοχή πράξεως ή καταστάσεως.

47      Παρά ταύτα, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η Δημοκρατία της Αυστρίας, η έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται η μεταπώληση πρωτότυπου έργου τέχνης δημιουργείται μόνο μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή, χωρίς η ύπαρξη δικαιώματος παρακολουθήσεως υπέρ του δημιουργού του έργου αυτού να επηρεάζει την εν λόγω σχέση. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, λόγω του ότι απολαύει του δικαιώματος παρακολουθήσεως, ο δημιουργός του έργου αυτού συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και εμμέσως, στην πράξη μεταπωλήσεως, και συγκεκριμένα ανεχόμενος την πράξη αυτή.

48      Πράγματι, καταρχάς, οι μετέχοντες σε πράξη μεταπωλήσεως συμφωνούν ελεύθερα τη μεταβίβαση του οικείου έργου από τον πωλητή καθώς και την τιμή που πρέπει να καταβάλει ο αγοραστής, χωρίς να απαιτείται να αναζητήσουν ή να συμβουλευτούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον δημιουργό του έργου αυτού. Ο δε δημιουργός δεν έχει καμία δυνατότητα συμμετοχής στην πράξη μεταπωλήσεως, ιδίως προκειμένου να αποτρέψει την πραγματοποίησή της σε περίπτωση που αντιτίθεται σε αυτήν.

49      Περαιτέρω, ο δημιουργός μεταπωλούμενου πρωτότυπου έργου τέχνης εισπράττει, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/84, ένα ποσοστό επί της τιμής μεταπωλήσεως του έργου αυτού, η πληρωμή του οποίου βαρύνει κατ’ αρχήν τον πωλητή. Ωστόσο, στον βαθμό που το δικαίωμα παρακολουθήσεως υπέρ του δημιουργού, το οποίο συνεπάγεται υποχρέωση του πωλητή να καταβάλει στον δημιουργό το καθοριζόμενο βάσει του εν λόγω δικαιώματος ποσό, είναι προϊόν της βουλήσεως του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν ισχύει στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε έννομης σχέσεως μεταξύ του δημιουργού και του πωλητή.

50      Τέλος, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, η οποία εκφράζεται στην αιτιολογική σκέψη 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/84, σκοπός του δικαιώματος παρακολουθήσεως είναι να διασφαλίσει στους δημιουργούς πρωτότυπων έργων τέχνης που καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία, ήτοι των έργων εικαστικών τεχνών, οικονομική συμμετοχή στην επιτυχία των πρωτότυπων έργων τους. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ουδόλως προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής των εν λόγω δημιουργών στις πράξεις μεταπωλήσεως των έργων τους, αλλά τους χορηγεί μόνο δικαίωμα συμμετοχής στα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων μεταπωλήσεως, αφ’ ης στιγμής αυτές διενεργηθούν.

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας, ότι η οφειλόμενη αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως συνιστά την αντιπαροχή, στο πλαίσιο έννομης σχέσεως, για την ανταλλαγή παροχών στην οποία ο δημιουργός συμμετέχει ανεχόμενος την πράξη μεταπωλήσεως.

52      Δεύτερον, η Δημοκρατία της Αυστρίας εκτιμά ότι, στο πλαίσιο του δικαιώματος παρακολουθήσεως, η φερόμενη παροχή εκ μέρους του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης το οποίο καλύπτεται από την οδηγία 2001/84 αντιστοιχεί στις υπηρεσίες που παρέχουν άλλοι δημιουργοί κατά την παρουσίαση των έργων τους. Δεδομένου ότι οι παροχές αυτές υπόκεινται σε ΦΠΑ, πρέπει να επιβληθεί ΦΠΑ και στην φερόμενη παροχή υπηρεσίας εκ μέρους του δημιουργού πρωτότυπου έργου τέχνης στο πλαίσιο του δικαιώματος παρακολουθήσεως.

53      Συναφώς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2001/84, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να τονίσει τη διαφορά μεταξύ της οικονομικής καταστάσεως των δημιουργών έργων εικαστικών τεχνών, αφενός, και εκείνης των άλλων δημιουργών, αφετέρου, εκτιμώντας ότι οι δεύτεροι, σε αντίθεση με τους πρώτους, επωφελούνται από τις διαδοχικές εκμεταλλεύσεις των έργων τους.

54      Πράγματι, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, τα έργα εικαστικών τεχνών είναι μοναδικά και τα συνδεόμενα με αυτά δικαιώματα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως αναλώνονται κατά την πρώτη διάθεσή τους στην αγορά. Αντιθέτως, τα λοιπά έργα τίθενται στη διάθεση του κοινού επανειλημμένως και η αμοιβή που οφείλεται στους δημιουργούς τους, για τον λόγο αυτό, αποτελεί την αμοιβή για μια παροχή η οποία αντιστοιχεί στην επαναλαμβανόμενη διάθεσή τους στο κοινό. Επομένως, η οφειλόμενη αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη που απορρέει από την άσκηση των δικαιωμάτων χρήσεως και εκμεταλλεύσεως που συνδέονται με αυτά τα άλλα έργα, δικαιωμάτων τα οποία εξακολουθούν να υφίστανται.

55      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ουδετερότητας του φόρου, η οποία κατά τον νομοθέτη της Ένωσης αποτυπώνει στον τομέα του ΦΠΑ την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Lietuvos geležinkeliai, C-250/11, EU:C:2012:496, σκέψεις 44 και 45 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, το γεγονός ότι υπόκεινται σε ΦΠΑ οι αμοιβές από τα δικαιώματα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως άλλων έργων πλην των έργων εικαστικών τεχνών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή του φόρου αυτού και στην αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως.

57      Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

58      Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επικουρικώς προβαλλόμενο επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας σύμφωνα με το οποίο η οφειλόμενη αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως πρέπει να υπόκειται σε ΦΠΑ, για τον λόγο ότι, όσον αφορά τον δημιουργό του πρωτότυπου έργου, τροποποιείται η βάση επιβολής του φόρου για την υπηρεσία που παρέσχε κατά την πρώτη διάθεση στην αγορά του πρωτότυπου έργου.

59      Πράγματι, όπως απορρέει από το άρθρο 73 της οδηγίας περί ΦΠΑ, η βάση επιβολής του φόρου για μια παροχή υπηρεσιών περιλαμβάνει οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή για την παρασχεθείσα υπηρεσία. Καθόσον, όμως, όπως προκύπτει από την παρούσα απόφαση, η οφειλόμενη αμοιβή βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως ουδόλως αποτελεί την αντιπαροχή για την υπηρεσία που παρείχε ο δημιουργός κατά την πρώτη διάθεση του έργου του στην αγορά ούτε για καμία άλλη παροχή, δεν μπορεί να επέλθει τροποποίηση της βάσεως επιβολής του φόρου για την παροχή υπηρεσίας εκ μέρους του δημιουργού κατά την πρώτη διάθεση του έργου του στην αγορά.

60      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως του δημιουργού πρωτότυπου έργου τέχνης δεν εμπίπτει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, η Δημοκρατία της Αυστρίας, προβλέποντας ότι η αμοιβή αυτή υπόκειται σε ΦΠΑ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη αυτή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

61      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Δημοκρατίας της Αυστρίας και το εν λόγω κράτος μέλος ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Δημοκρατία της Αυστρίας, προβλέποντας ότι η αμοιβή που οφείλεται βάσει του δικαιώματος παρακολουθήσεως του δημιουργού πρωτότυπου έργου τέχνης υπόκειται σε φόρο προστιθέμενης αξίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας.

2)      Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.