Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

23.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 95/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (Ουγγαρία) στις 13 Αυγούστου 2019 — Crewprint Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

(Υπόθεση C-611/19)

(2020/C 95/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Crewprint Kft.

Καθής: Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Συνάδει προς τις κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 2006/112 (1) [σχετικά με την έκπτωση του ΦΠΑ] και την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας εθνική ερμηνεία και πρακτική κατά τις οποίες η φορολογική αρχή δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα [προς έκπτωση του ΦΠΑ] σε σχέση με οικονομική συναλλαγή που έχει πραγματοποιηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, για τον λόγο ότι θεωρεί δόλια τη μορφή έννομης σχέσεως μεταξύ αυτών (σύμβαση έργου) καθόσον αυτή επάγεται δικαίωμα προς έκπτωση, και, ως εκ τούτου, τη χαρακτηρίζει, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 7, [του νόμου περί γενικής φορολογικής διαδικασίας] ως δραστηριότητα (αντιπροσωπεία) που δεν δημιουργεί δικαίωμα προς έκπτωση, με το σκεπτικό ότι η συμπεριφορά των μερών σκοπεί σε φοροαποφυγή καθόσον η πραγματοποιηθείσα από τον λήπτη του τιμολογίου δραστηριότητα δεν περιβάλλεται κατ’ ανάγκην [τη μορφή αυτή επαγγελματικής δραστηριότητας], δεδομένου ότι αυτή θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί από πρόσωπο που ενεργεί ως αντιπρόσωπος; Στο πλαίσιο αυτό, υπέχουν οι υποκείμενοι στον φόρο τη φορολογική φύσεως υποχρέωση, ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος προς [έκπτωση του ΦΠΑ], να επιλέξουν ως μορφή οικονομικής δραστηριότητας αυτήν που επάγεται για αυτούς μεγαλύτερο φορολογικό βάρος, ή συνιστά καταχρηστική πρακτική το γεγονός ότι επιλέγουν, κατά την άσκηση της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι και με σκοπούς μη απτόμενους του φορολογικού δικαίου, ορισμένη συμβατική μορφή για τη μεταξύ τους πραγματοποιούμενη οικονομική δραστηριότητα, η οποία παράγει επίσης ένα μη επιδιωχθέν από τα μέρη αυτά αποτέλεσμα, ήτοι το δικαίωμα προς έκπτωση του φόρου;

2)

Συνάδει προς τις κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 2006/112 [σχετικά με την έκπτωση του ΦΠΑ] και την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας εθνική ερμηνεία και πρακτική κατά τις οποίες, σε περίπτωση που ο επιθυμών την άσκηση του δικαιώματος [προς έκπτωση του ΦΠΑ] υποκείμενος στον φόρο πληροί τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις [για την εν λόγω έκπτωση] και έχει λάβει τα αναμενόμενα μέτρα πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η φορολογική αρχή δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα προς έκπτωση του ΦΠΑ με το σκεπτικό ότι η δημιουργία αλυσίδας είναι περιττή από οικονομικής απόψεως και αποτελεί, συνεπώς, καταχρηστική πρακτική διότι ο υπεργολάβος, καίτοι είναι σε θέση να εκπληρώσει ο ίδιος την παροχή υπηρεσιών, την αναθέτει σε άλλους υπεργολάβους για λόγους ανεξάρτητους από τη φορολογητέα πράξη, και διότι ο επιθυμών την άσκηση του δικαιώματος [προς έκπτωση του ΦΠΑ] υποκείμενος στον φόρο γνώριζε, κατά τον χρόνο αποδοχής της παραγγελίας ότι ο υπεργολάβος του, ελλείψει προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, θα εκπλήρωνε την παροχή μέσω των δικών του υπεργολάβων; Ασκεί επιρροή στην απάντηση το γεγονός ότι ο υποκείμενος στον φόρο ή ο υπεργολάβος του έχουν εντάξει στην αλυσίδα έναν υπεργολάβο με τον οποίον διατηρούν άμεση σχέση ή με τον οποίον τους συνδέει ένας προσωπικής ή οργανωτικής φύσεως δεσμός (προσωπική γνωριμία, σχέση συγγένειας ή κοινό ιδιοκτήτη);

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πληρούται η απαίτηση περί καθορισμού των πραγματικών περιστατικών βάσει αντικειμενικών περιστατικών όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποίαν η φορολογική αρχή εκτιμά ότι η οικονομική σχέση μεταξύ του επιθυμούντος να ασκήσει το δικαίωμα προς [έκπτωση του ΦΠΑ] υποκειμένου στον φόρο και του υπεργολάβου του στερείται λογικής βάσεως και είναι αδικαιολόγητη, η αρχή αυτή στηρίζει την εν λόγω διαπίστωση αποκλειστικώς και μόνο στη μαρτυρία μέρους των εργαζομένων του υπεργολάβου, χωρίς να καθορίσει σύμφωνα με αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά τα χαρακτηριστικά της αποτελούσας το αντικείμενο της συμβάσεως οικονομικής δραστηριότητας, τις συγκεκριμένες περιστάσεις της και το οικείο οικονομικό πλαίσιο, και χωρίς προηγούμενη ακρόαση των περιβαλλόμενων με αποφασιστικές εξουσίες διευθυντών του υποκειμένου στον φόρο και των υπεργολάβων επιχειρήσεων που αποτελούν μέρος της αλυσίδας και, στην περίπτωση αυτή, είναι, αφενός, κρίσιμο εάν ο υποκείμενος στον φόρο ή τα μέλη της αλυσίδας είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις παροχές και, αφετέρου, αναγκαία η παρέμβαση εμπειρογνώμονα ως προς το ζήτημα αυτό;

4)

Συνάδει προς τις κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 2006/112 σχετικά με [την έκπτωση του ΦΠΑ] και την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας εθνική ερμηνεία και πρακτική κατά τις οποίες, σε περίπτωση κατά την οποία πληρούνται οι υλικές και τυπικές προϋποθέσεις [για την έκπτωση του ΦΠΑ] και έχουν ληφθεί τα [ευλόγως] αναμενόμενα μέτρα, η φορολογική αρχή, βασιζόμενη σε περιστάσεις που, σύμφωνα με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν δικαιολογούν [την άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ] και δεν είναι αντικειμενικές, θεωρεί αποδεδειγμένη τη φορολογική απάτη και δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα [προς έκπτωση του ΦΠΑ], για τον λόγο απλώς και μόνον ότι οι περιστάσεις αυτές απαντούν στο σύνολό τους σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό από τα ελεγχθέντα μέλη της εντοπισθείσας αλυσίδας;


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (EE 2006, L 347, σ. 1).