Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Avis juridique important

|

61998J0481

Απόϕαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Μαΐου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Αρθρα 12, παράγραϕος 3, στοιχείο α΄, και 28, παράγραϕος 2, στοιχείο α΄ - Μειωμένος συντελεστής. - Υπόθεση C-481/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-03369


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας - Ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν προσωρινά μειωμένο συντελεστή - Εφαρμογή μειωμένου συντελεστή 2,1 % μόνο στα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση και 5,5 % στα λοιπά φάρμακα - αραδεκτό - Τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας

(Οδηγίες του Συμβουλίου 67/228, άρθρο 17, τελευταία περίπτωση, και 77/388, άρθρα 12 § 3, στοιχ. α_, και 28 § 2, στοιχ. α_)

Περίληψη


$$Ένα κράτος μέλος, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ ρύθμιση στον τομέα του φόρου προστιθεμένης αξίας κατά την οποία τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 2,1 %, ενώ τα λοιπά φάρμακα φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 5,5 %, δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 της έκτης οδηγίας 77/388, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών.

O συντελεστής φόρου προστιθεμένης αξίας ύψους 2,1%, κατώτερος του ελάχιστου ορίου 5 % που ορίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας, δικαιολογείται βάσει του άρθρου της 28, παράγραφος 2, στοιχείο α_, εφόσον ο συντελεστής αυτός προϋπήρχε της 1ης Ιανουαρίου 1991, συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο, καθότι δεν παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας που είναι συμφυής με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας, εφόσον τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση και αυτά των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται δεν συνιστούν παρόμοια προϊόντα που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, και πληρεί τις προϋποθέσεις που ορίζει η τελευταία περίπτωση του άρθρου 17 της δεύτερης οδηγίας, δεδομένου ότι η εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή στα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση, αφενός, παρουσιάζει προδήλως κοινωνικό συμφέρον στον βαθμό που συνεπάγεται αναγκαστικά ελάφρυνση των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων και, αφετέρου, είναι προς όφελος του τελικού καταναλωτή, καθότι μειώνει τις δαπάνες του για την υγεία.

( βλ. σκέψεις 21, 25, 32-33 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-481/98,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον E. Traversa, επικουρούμενο από τον N. Coutrelis, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από την K. Rispal-Bellanger και τον S. Seam, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον H. Rotkirch και την T. Pynnä, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ ρύθμιση στον τομέα του φόρου προστιθεμένης αξίας κατά την οποία τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση φορολογούνται με συντελεστή 2,1 %, ενώ τα λοιπά φάρμακα φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 5,5 %, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, B. Σκουρή, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και N. Colneric (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2000,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Δεκεμβρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ ρύθμιση στον τομέα του φόρου προστιθεμένης αξίας κατά την οποία τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση φορολογούνται με συντελεστή 2,1 %, ενώ τα λοιπά φάρμακα φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 5,5 %, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

2 Το άρθρο 12, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας 77/388, όπως είχε αρχικά, όριζε ότι:

«Ο κανονικός συντελεστής του φόρου προστιθεμένης αξίας καθορίζεται από κάθε κράτος μέλος σε ποσοστό επί τοις εκατό της βάσεως επιβολής του φόρου, που είναι το αυτό για τις παραδόσεις αγαθών και για τις παροχές υπηρεσιών.»

3 Η παράγραφος αυτή αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικής τροποποίησης το 1992. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας 77/388, όπως τροποιήθηκε με την οδηγία 92/77/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος του φόρου προστιθεμένης αξίας και την τροποποίηση της οδηγίας 77/388 (προσέγγιση των συντελεστών ΦΑ) (ΕΕ L 316 σ. 1, στο εξής: έκτη οδηγία), ορίζει ότι:

«Από την 1η Ιανουαρίου 1993 τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κανονικό συντελεστή ο οποίος, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1996, δεν μπορεί να είναι κατώτερος του 15 %.

[...]

Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να εφαρμόζουν έναν ή δύο μειωμένους συντελεστές, οι οποίοι δεν μπορούν να είναι κατώτεροι του 5 % και εφαρμόζονται μόνο στην παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών των κατηγοριών που αναφέρονται στο παράρτημα Η.»

4 Στη συνέχεια επήλθαν δύο μικρής σημασίας τροποποιήσεις στην εν λόγω διάταξη, πρώτον, με την οδηγία 92/111/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1992, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388 και για τη λήψη μέτρων απλούστευσης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 384 σ. 47), και, δεύτερον, με την οδηγία 96/95/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388, όσον αφορά το επίπεδο του ελάχιστου συντελεστή (ΕΕ L 338 σ. 89). Το άρθρο 12, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας, όπως τροποιήθηκε με την οδηγία 96/65, έχει ως εξής:

«O κανονικός συντελεστής του φόρου προστιθέμενης αξίας ορίζεται από τα κράτη μέλη ως ποσοστό της φορολογητέας βάσης και είναι ο ίδιος για τις παραδόσεις αγαθών και την παροχή υπηρεσιών. Από την 1η Ιανουαρίου 1997 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998, το ποσοστό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 15 %.

[...]

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόζουν έναν ή δύο μειωμένους συντελεστές. Οι συντελεστές αυτοί ορίζονται ως ποσοστό της φορολογητέας βάσης το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 5 %, και εφαρμόζεται μόνο στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών των κατηγοριών που προβλέπονται στο παράρτημα Η.»

5 To άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο α_, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας ορίζει ότι:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, παράγραφος 3, κατά τη διαλαμβανομένη στο άρθρο 281 στοιχείο ιβ_ μεταβατική περίοδο εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

α) Δύνανται να διατηρηθούν οι απαλλαγές με επιστροφή του καταβληθέντος στο προηγούμενο στάδιο φόρου καθώς και οι μειωμένοι συντελεστές που είναι κατώτεροι από το ελάχιστο όριο μειωμένων συντελεστών που ορίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, που ίσχυαν την 1η Ιανουαρίου 1991, εφόσον δεν αντίκεινται στην κοινοτική νομοθεσία και πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζουν στην τελευταία περίπτωση του άρθρου 17 της δεύτερης οδηγίας της 11ης Απριλίου 1967.»

6 Το άρθρο 17, τελευταία περίπτωση, της δεύτερης οδηγίας 67/228/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 1967, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Διάρθρωση και κανόνες εφαρμογής του κοινού συστήματος φόρου προστιθεμένης αξίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001 σ. 5), ορίζει ότι:

«Ενόψει της μεταβάσεως από τα ισχύοντα συστήματα φόρων κύκλου εργασιών στο κοινό σύστημα του φόρου προστιθεμένης αξίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια:

[...]

- να προβλέψουν, μέχρι καταργήσεως των φορολογιών κατά την εισαγωγή και της μη φορολογίας ή επιστροφής των φόρων κατά την εξαγωγή στις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, για λόγους κοινωνικού συμφέροντος καλώς καθοριζομένους και προς όφελος των τελικών καταναλωτών, μειωμένους συντελεστές ή ακόμη και απαλλαγές με ενδεχομένη επιστροφή των καταβληθέντων κατά το προηγουμένο στάδιο φόρων, κατά το μέτρο κατά το οποίο η συνολική επίπτωση των μέτρων αυτών δεν υπερβαίνει εκείνη των ελαφρύνσεων των εφαρμοζομένων υπό το καθεστώς που ισχύει σήμερα.»

7 Η όγδοη αιτιολογική σκέψη της πρώτης οδηγίας 67/227/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 1967, περί της εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/009, σ. 3, στο εξής: πρώτη οδηγία), ορίζει:

«ότι η αντικατάσταση των σωρευτικών και επαναληπτικών φορολογικών συστημάτων που ισχύουν στα περισσότερα κράτη μέλη με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας πρέπει να καταλήξει σε ουδετερότητα ως προς τον ανταγωνισμό ακόμη και αν οι συντελεστές και οι απαλλαγές δεν εναρμονίζονται κατά τον αυτό χρόνο, υπό την έννοια ότι στο εσωτερικό κάθε χώρας παρόμοια εμπορεύματα υπόκεινται στην αυτή φορολογική επιβάρυνση [...]».

8 Βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 89/105/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας (ΕΕ 1989, L 40, σ. 8), τα κράτη μέλη είναι δυνατό να αποφασίσουν ότι η δαπάνη ενός φαρμάκου καλύπτεται από την κοινωνική ασφάλιση μόνον κατόπιν εγγραφής του σε ένα θετικό κατάλογο φαρμάκων που καλύπτονται από το εθνικό ασφαλιστικό σύστημα υγείας. Κάθε απόφαση αποκλεισμού φαρμάκου από τον κατάλογο αυτόν πρέπει να αιτιολογείται με βάση αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια.

Η εθνική ρύθμιση

9 Βάσει του άρθρου 281 του γενικού φορολογικού κώδικα, εισαχθέντος σ' αυτόν με το άρθρο 9 του νόμου 89-935, της 29ης Δεκεμβρίου 1989, περί των δημοσίων οικονομικών του 1990 (JORF της 30ής Δεκεμβρίου 1989, σ. 16337), ο συντελεστής ΦΑ που εφαρμόζεται σε φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση ανέρχεται σε 2,1 %, ενώ, βάσει του άρθρου 278 quater του εν λόγω κώδικα, τα λοιπά φάρμακα φορολογούνται με συντελεστή 5,5 %.

10 Κατ' εφαρμογή του άρθρου R 163-3 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, μπορούν να εγγραφούν στον κατάλογο των φαρμάκων ως προς τη δαπάνη των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση μόνον τα προϊόντα για τα οποία αποδείχθηκε ότι επιφέρουν:

«- είτε βελτίωση της παρασχεθείσας ιατρικής υπηρεσίας από πλευράς θεραπευτικής αποτελεσματικότητας ή, ενδεχομένως, παρενεργειών,

- είτε οικονομία στο κόστος της ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως.»

11 Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι «σε περίπτωση αποτελεσματικότητας ή συγκρίσιμης οικονομίας προτιμούνται τα φάρμακα που είναι αποτέλεσμα ερευνητικών προσπαθειών του παρασκευαστή».

12 Βάσει του άρθρου L. 601 του κώδικα δημόσιας υγείας, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, αίτηση εγγραφής στον κατάλογο των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση μπορεί να υποβληθεί μόνο για τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για τα οποία έχει προηγουμένως χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στην αγορά και αυτή η χορήγηση της άδειας επιτρέπει στο προϊόν να αναγνωριστεί πραγματικά ως φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα δυνάμενο να διατεθεί στο εμπόριο.

13 Δεν αμφισβητείται ότι η τελευταία αυτή εθνική ρύθμιση συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως προς την οδηγία 89/105.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

14 Η Επιτροπή φρονεί ότι η εφαρμογή δύο διαφορετικών μειωμένων συντελεστών ΦΑ για τα φάρμακα, αναλόγως του αν δύνανται ή όχι να καλυφθούν από την κοινωνική ασφάλιση, αντίκειται στις διατάξεις της πρώτης και της έκτης οδηγίας και ιδίως στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της τελευταίας. Με έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, κοινοποίησε στη Γαλλική Κυβέρνηση, βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης, τις αιτιάσεις της σχετικά με την υποτιθέμενη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και κάλεσε τη Γαλλική Δημοκρατία να υποβάλει συναφώς τις παρατηρήσεις της.

15 Η Γαλλική Κυβέρνηση, με απάντηση της 18ης Ιανουαρίου 1996, προέβαλε διάφορα επιχειρήματα ικανά, κατά τη γνώμη της, να αποδείξουν ότι η ύπαρξη αυτών των δύο μειωμένων συντελεστών ΦΑ δεν συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

16 Μη πεπεισμένη από τα επιχειρήματα της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλική Δημοκρατία στις 22 Δεκεμβρίου 1997 αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της εντός δύο μηνών από της επιδόσεως.

17 Επειδή η Γαλλική Κυβέρνηση, με απαντητικό της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης έγγραφο της 8ης Απριλίου 1998, ενέμεινε στη θέση της, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

18 Με διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1999, επέτρεψε την παρέμβαση της Δημοκρατίας της Φινλανδίας προς στήριξη των αιτημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Επί της προσφυγής

19 ρος στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι συντελεστής ΦΑ κατώτερος του 5 %, όπως ο ισχύων 2,1 % στη Γαλλία σε φάρμακα ως προς τη δαπάνη των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση, δικαιολογείται βάσει των άρθρων 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, και 28, παράγραφος 2, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας μόνον αν ο συντελεστής αυτός όχι μόνον προϋπήρχε της 1ης Ιανουαρίου 1991, όπως συντρέχει εν προκειμένω, αλλά επιπλέον συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο. Η δεύτερη προϋπόθεση δεν πληρούται εν προκειμένω. ράγματι, φορολογώντας τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται με συντελεστή 5,5 % και τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται με συντελεστή 2,1 %, η γαλλική νομοθεσία υποβάλλει δύο παρόμοια προϊόντα σε διαφορετικούς συντελεστές ΦΑ, γεγονός που αντιτίθεται στις αρχές της ομοιομορφίας του εν λόγω φόρου, της φορολογικής ουδετερότητας που είναι συμφυής στο κοινοτικό σύστημα ΦΑ και της εξαλείψεως των στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό.

20 Αντιθέτως, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, καθότι οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας πληρούνται. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται κατ' αρχάς ότι ο μειωμένος συντελεστής ΦΑ που εφαρμόζεται σε φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται προϋπήρχε της 1ης Ιανουαρίου 1991. Στη συνέχεια, ο συντελεστής αυτός συνάδει προς την κοινοτική νομοθεσία, ιδίως προς την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Τέλος, ο μειωμένος συντελεστής ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 17, τελευταία περίπτωση, της δεύτερης οδηγίας, καθότι θεσπίστηκε για λόγους κοινωνικού συμφέροντος και προς όφελος των τελικών καταναλωτών.

Επί της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας

21 ρέπει να τονιστεί ότι, βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας, η διατήρηση μειωμένων συντελεστών ΦΑ κατωτέρων του ελαχίστου ορίου που ορίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της ίδιας οδηγίας πρέπει να συνάδει προς την κοινοτική νομοθεσία. Συνεπώς, η εισαγωγή και η διατήρηση συντελεστή 2,1 % για τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση, ενώ η παράδοση των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται φορολογείται με συντελεστή 5,5 %, επιτρέπονται μόνον αν δεν αντίκεινται στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινό σύστημα ΦΑ και την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να σεβαστούν κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της έκτης οδηγίας (βλ. υπ' αυτήν την έννοια την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-216/97, Gregg, Συλλογή 1999, σ. Ι-4947, σκέψη 19).

22 Η εν λόγω αρχή αντίκειται ιδίως στη διαφορετική από πλευράς ΦΑ μεταχείριση παρόμοιων εμπορευμάτων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό (βλ. υπ' αυτήν την έννοια την όγδοη αιτιολογική σκέψη της πρώτης οδηγίας, καθώς και την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-283/95, Fischer, Συλλογή 1998, σ. Ι-3369, σκέψεις 21 και 27). Επομένως, τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να υποβάλλονται σε ομοιόμορφο συντελεστή. Επομένως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας περιέχει επίσης τις άλλες δύο αρχές που επικαλείται η Επιτροπή, ήτοι την ομοιομορφία του ΦΑ και την εξάλειψη των στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό.

23 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι όλα τα φάρμακα ορίζονται από τις θεραπευτικές ή τις προληπτικές ιδιότητες και ότι, γι' αυτόν τον λόγο, συνιστούν παρόμοια προϊόντα. Η κατάταξη των φαρμάκων σε δύο κατηγορίες αναλόγως του αν η δαπάνη τους αποδίδεται ή όχι δεν αναφέρεται σε εγγενώς διαφορετικά προϊόντα, μοναδικό επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει διαφορετικούς συντελεστές ΦΑ. Η κατάταξη αυτή έχει ήδη ως αποτέλεσμα στρέβλωση στον ανταγωνισμό προς όφελος των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται, στρέβλωση η οποία επιβαρύνεται περισσότερο με τη χαμηλότερη φορολόγηση των τελευταίων.

24 Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται και εκείνα των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται συνιστούν διαφορετικά προϊόντα και είναι συνεπώς δυνατό να υποβάλλονται σε διαφορετικούς συντελεστές ΦΑ. Υπογραμμίζει, συναφώς, ότι δεν αμφισβητείται ότι η κατάταξη αυτή των φαρμάκων στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια.

25 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η γαλλική νομοθεσία, εισάγοντας και διατηρώντας σε ισχύ συντελεστή ΦΑ 2,1 % μόνο για τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται, δεν παραβίασε και δεν παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Συγκεκριμένα, τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται και εκείνα των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται δεν συνιστούν παρόμοια προϊόντα που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

26 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί, κατ' αρχάς, ότι η εγγραφή ενός φαρμάκου στον κατάλογο των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή αντικειμενικών κριτηρίων και τηρώντας την οδηγία 89/105. Βάσει της οδηγίας αυτής, καίτοι δύο φάρμακα έχουν την ίδια θεραπευτική ή προληπτική αξία, η δαπάνη του ενός εξ αυτών μπορεί να καλύπτεται, ενώ του άλλου όχι, διότι, μεταξύ άλλων, έχει κριθεί πολύ δαπανηρό. Η διαφορετική αυτή κατάταξη συνάδει εντούτοις προς το κοινοτικό δίκαιο.

27 ρέπει να τονιστεί στη συνέχεια ότι η κατάταξη αυτή συνεπάγεται ότι οι δύο κατηγορίες φαρμάκων δεν συνιστούν παρόμοια εμπορεύματα που βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ένα φάρμακο, εφόσον περιέχεται στον κατάλογο των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται, απολαύει, σε σχέση με ένα φάρμακο του οποίου η δαπάνη δεν αποδίδεται, αποφασιστικού πλεονεκτήματος για τον τελικό καταναλωτή. Γι'αυτόν τον λόγο ο καταναλωτής αναζητεί κατά προτεραιότητα, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, φάρμακα που εμπίπτουν στην κατηγορία εκείνων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται και, συνεπώς, ο κατώτερος συντελεστής ΦΑ δεν συνιστά τον λόγο αποφάσεώς του για την αγορά. Ο μειωμένος συντελεστής ΦΑ για τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται δεν έχει ως αποτέλεσμα να ευνοεί την πώληση των τελευταίων σε σχέση με την πώληση των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται. Οι δύο κατηγορίες φαρμάκων δεν βρίσκονται συνεπώς σε σχέση ανταγωνισμού στην οποία οι διαφορετικοί συντελεστές ΦΑ θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο.

28 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται πρέπει να αγοράζονται κατόπιν ιατρικής συνταγής, προκειμένου να είναι δυνατή η κάλυψη της δαπάνης τους από τη κοινωνική ασφάλιση. Συγκεκριμένα, στρέβλωση στον ανταγωνισμό μπορεί να συνεπάγεται μόνον το γεγονός ότι μια σημαντική ποσότητα φαρμάκων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται αγοράζεται χωρίς ιατρική συνταγή, γεγονός που δεν προκύπτει από τη δικογραφία και δεν το ισχυρίζεται εξάλλου η Επιτροπή εν προκειμένω.

29 ρέπει να προστεθεί ότι το εν λόγω συμπέρασμα συνάδει επίσης προς το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση ορθώς αναφέρεται στην απόφαση 95/C 65/04 της Επιτροπής, της 28ης Φεβρουαρίου 1995, περί του συμβατού μιας κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως (Υπόθεση IV/Μ.555 - Glaxo/Wellcome) (ΕΕ C 65, σ. 3), στην οποία έγινε δεκτό ότι η αγορά των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται μπορεί να διακριθεί από εκείνη των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται.

30 Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ διαφορετικούς συντελεστές ΦΑ για τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται και για εκείνα των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται, παρέβη την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας που είναι συμφυής με το κοινό σύστημα ΦΑ.

Επί του σκοπού του μειωμένου συντελεστή ΦΑ

31 Όσον αφορά την τρίτη πρϋπόθεση από την οποία το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας εξαρτά τη θέσπιση μειωμένου συντελεστή ΦΑ, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω ο συντελεστής αυτός δεν θεσπίστηκε για καλώς καθορισμένους λόγους κοινωνικού συμφέροντος και προς όφελος του τελικού καταναλωτή. Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία χρησιμοποίησε τον ΦΑ για οικονομικό και κοινωνικό σκοπό, ήτοι την ελάφρυνση των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων και των οικιακών εξόδων.

32 Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΑ επί των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη αποδίδεται, αφενός, παρουσιάζει προδήλως κοινωνικό συμφέρον στον βαθμό που συνεπάγεται αναγκαστικά ελάφρυνση των κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων και, αφετέρου, είναι προς όφελος του τελικού καταναλωτή, καθότι μειώνει τις δαπάνες του για την υγεία.

33 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ ρύθμιση στον τομέα του ΦΑ σύμφωνα με την οποία τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση φορολογούνται με συντελεστή 2,1 %, ενώ τα λοιπά φάρμακα φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 5,5 %, δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 της έκτης οδηγίας. Η προσφυγή λόγω παραβάσεως πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

34 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Καθότι η Γαλλική Δημοκρατία διατύπωσε αίτημα καταδίκης της Επιτροπής και η τελευταία ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Βάσει της παραγράφου 4 της εν λόγω διατάξεως, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρενέβησαν στη διαφορά της κύριας δίκης φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Kαταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

3) H Φινλανδική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.