Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61993C0484

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Elmer της 17ης Μαΐου 1995. - PETER SVENSSON ΚΑΙ LENA GUSTAVSSON ΚΑΤΑ MINSTRE DU LOGEMENT ET DE L'URBANISME. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: CONSEIL D'ETAT - ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ - ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ΔΑΝΕΙΩΝ ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ - ΔΑΝΕΙΟ ΣΥΝΑΦΘΕΝ ΜΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΜΗ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-484/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-03955


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Εισαγωγή

1 Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει σε κράτος μέλος να αρνείται σε δανειζόμενο το ευεργέτημα κρατικής επιδοτήσεως επιτοκίου επί των τόκων δανείου συναφθέντος με σκοπό την κατασκευή, την απόκτηση ή τη βελτίωση κατοικίας, με το αιτιολογικό ότι το δάνειο έχει χορηγηθεί από πιστωτικό ίδρυμα που δεν έχει εγκατάσταση στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, μολονότι τέτοια επιδότηση χορηγείται οσάκις το δάνειο συνάπτεται, υπό παρόμοιες εξάλλου συνθήκες, με πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος.

2 Οι σύζυγοι Peter Svensson και Lena Gustavsson είναι Σουηδοί υπήκοοι και κατοικούν με τα δύο τέκνα τους στο Λουξεμβούργο, όπου ο Peter Svensson ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Για την κατασκευή της οικίας τους που χρησιμοποιούν ως κατοικία έλαβαν στις 10 Ιουνίου 1990 δάνειο από το Comptoir d'escompte de Belgique SA της Λιέγης, όπου η εταιρία αυτή έχει την έδρα της. Στις 7 Οκτωβρίου 1991, οι σύζυγοι υπέβαλαν αίτηση στις λουξεμβουργιανές αρχές προκειμένου να τύχουν επιδοτήσεως επιτοκίου· η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ωστόσο με το αιτιολογικό ότι το δάνειο δεν χορηγήθηκε από πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

3 Οι κανόνες του λουξεμβουργιανού συστήματος επιδοτήσεως επιτοκίου περιέχονται στο λουξεμβουργιανό διάταγμα της 17ης Ιουνίου 1991 (στο εξής: διάταγμα), το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14α του νόμου της 25ης Φεβρουαρίου 1979 περί στεγαστικής προνοίας, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 21ης Δεκεμβρίου 1990. Κατά το άρθρο 1 του διατάγματος αυτού, μπορεί να χορηγηθεί επιδότηση επιτοκίου από το κράτος για την κατασκευή, απόκτηση ή βελτίωση κατοικίας, υπό τον όρο ότι ο αιτών κατοικεί στο Λουξεμβούργο, έχει τουλάχιστον ένα παιδί και

«(...) έχει συνάψει με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ή με συνταξιοδοτικούς φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δάνειο για την κατασκευή, απόκτηση ή τη βελτίωση κατοικίας ευρισκομένης στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου την οποία κατέχει ο αιτών πραγματικώς και μονίμως».

Απαντώντας σε ερώτημα του Δικαστηρίου, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ανέφερε ότι η προπαρατεθείσα διάταξη σημαίνει ότι η επιδότηση επιτοκίου μπορεί να χορηγηθεί μόνον εφόσον το εξεταζόμενο δάνειο συνήφθη με «τράπεζες που έχουν συσταθεί ή είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο είτε μέσω θυγατρικής είτε με υποκατάστημα τραπέζης και επομένως περιλαμβάνονται στον επίσημο πίνακα των εγκεκριμένων στο Λουξεμβούργο πιστωτικών ιδρυμάτων».

4 Οι σύζυγοι Peter Svensson και Lena Gustavsson άσκησαν προσφυγή κατά της αρνήσεως χορηγήσεως επιδοτήσεως επιτοκίου ενώπιον του Conseil d'Ιtat του Λουξεμβούργου· με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 1993, το δικαστήριο αυτό ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει προς τις διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης και ειδικότερα προς τα άρθρα 67 και 71 αυτής διάταξη με την οποία κράτος μέλος εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικής ενισχύσεως για την απόκτηση κατοικίας, ειδικότερα δε την επιδότηση επιτοκίου, από την προϋπόθεση ότι τα δάνεια που προορίζονται για τη χρηματοδότηση της κατασκευής, κτήσεως ή βελτιώσεως κατοικίας συνάπτονται με πιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους;»

5 Η διάταξη περί παραπομπής αναφέρεται κυρίως στα άρθρα 67 και 71 της Συνθήκης περί κινήσεων κεφαλαίων κ.λπ. πΟπως εξάλλου αποδείχθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, υπάρχει πάντως αμφιβολία ως προς το αν οι κανόνες αυτοί ασκούν επιρροή για την επίλυση του ζητήματος ή αν οι σχετικές διατάξεις αποτελούν μάλλον τους κανόνες των άρθρων 59 επ. περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Οι σχετικοί κανόνες του κοινοτικού δικαίου

6 Κατά το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της Κοινότητας πρέπει να καταργηθούν όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε χώρα της Κοινότητας άλλη από εκείνη του αποδέκτη της υπηρεσίας. Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 2, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης περί παροχής υπηρεσιών σε υπηκόους τρίτου κράτους που παρέχουν υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένοι εντός της Κοινότητας.

Σύμφωνα με το άρθρο 60 της Συνθήκης, κατά την έννοια της Συνθήκης ως υπηρεσίες νοούνται οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται έναντι αμοιβής, εφόσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές, μεταξύ άλλων, με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των προσώπων.

Για τη συγκεκριμενοποίηση των κανόνων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το Συμβούλιο είχε εκδώσει, κατά τον χρόνο των κρισίμων πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως (1), την πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητος πιστωτικού ιδρύματος (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 3, στο εξής: οδηγία 77/780). Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για την εποπτεία της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν (...) σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν η μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που δύνανται να διευκολύνουν τον έλεγχο της ρευστότητος και της φερεγγυότητος των ιδρυμάτων αυτών.»

7 Κατά το άρθρο 67 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα κράτη μέλη καταργούν μεταξύ τους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς, τους περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων που ανήκουν σε πρόσωπα τα οποία έχουν κατοικία εντός των κρατών μελών, όπως και τις διακρίσεις μεταχειρίσεως που βασίζονται στην ιθαγένεια των μερών ή στον τόπο της επενδύσεως.

Για την υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, το Συμβούλιο υιοθέτησε ορισμένες οδηγίες (2). Κατά την κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρονικό διάστημα, η φιλελευθεροποίηση των κινήσεων των κεφαλαίων διείπετο από την οδηγία 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (3) (στο εξής: οδηγία 88/361). Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, τα κράτη μέλη «καταργούν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών (...)». Οι λοιπές διατάξεις της οδηγίας περιέχουν μια σειρά εξαιρέσεων από την αρχή αυτή. Οι κινήσεις κεφαλαίων που ελευθερώθηκαν με την οδηγία αφορούν, μεταξύ άλλων, τα χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται από μη κατοίκους σε κατοίκους και αντιστρόφως, σύμφωνα με το παράρτημα Ι, κατηγορία VIII, της οδηγίας.

Ποιο είναι το σύνολο κανόνων που ασκεί επιρροή για την απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα;

8 Μια εθνική νομοθεσία που περιορίζει το ευεργέτημα της επιδοτήσεως επιτοκίου για την κατασκευή κατοικίας μόνον στην περίπτωση που το χορηγούμενο εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους δάνειο δεν συνεπάγεται αφ'εαυτού ότι οι διασυνοριακές συναλλαγές που πραγματοποιούνται με το χορηγηθέν στα πλαίσια του δανείου κεφάλαιο εμποδίζονται ή καθίστανται δυσχερέστερες. Το βασικό χαρακτηριστικό του εθνικού συστήματος επιδοτήσεως που περιγράφεται στη διάταξη περί παραπομπής έγκειται αντιθέτως στο ότι το σύστημα αυτό καθιστά οικονομικώς λιγότερο ελκυστική τη σύναψη δανείου με πιστωτικό ίδρυμα που δεν είναι εγκατεστημένο στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και επομένως τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών υπό μορφή στεγαστικού δανείου. Για τον λόγο αυτόν δεν είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να εξεταστεί εν προκειμένω η σχέση μεταξύ του περιγραφομένου στη διάταξη περί παραπομπής εθνικού συστήματος επιδοτήσεως και των κανόνων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

9 Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 28ης Ιανουαρίου 1992, Bachmann (4), διαπίστωσε ότι «(...) το άρθρο 67 δεν απαγορεύει τους περιορισμούς που δεν αφορούν την κίνηση κεφαλαίων αλλ' απορρέουν εμμέσως από περιορισμούς των άλλων θεμελιωδών ελευθεριών (...)».

10 Η οδηγία 88/361 εκδόθηκε με σκοπό στη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 και πρέπει να ερμηνεύεται όπως και η διάταξη αυτή (5).

11 Κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα αν το εν λόγω εθνικό σύστημα επιδοτήσεως συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει επομένως να εξεταστεί όχι σε σχέση με τους κοινοτικούς κανόνες περί χρηματοδοτικών πράξεων, αλλά σε σχέση με τους κανόνες της Συνθήκης περί παροχής υπηρεσιών.

Υπάρχει περιορισμός στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών;

12 Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι μια εθνική νομοθεσία όπως αυτή που περιγράφεται στη διάταξη περί παραπομπής συνεπάγεται περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Ελληνική Κυβέρνηση δήλωσαν αντιθέτως ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει τέτοιος περιορισμός.

13 Κατά τη γνώμη μου, η χορήγηση δανείου για την απόκτηση κατοικίας πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στην έννοια των υπηρεσιών κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συνθήκης και επομένως στο άρθρο 59 (6). Η οδηγία 88/361 αποτέλεσε την ευκαιρία για τη φιλελευθεροποίηση των κινήσεων κεφαλαίων που συνδέονται με χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται από μη κατοίκους σε κατοίκους και αντιστρόφως, οπότε οι διατάξεις της Συνθήκης περί παροχής υπηρεσιών έχουν εφαρμογή επί δανείου όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη (7). Επομένως, είναι δυνατή, σε υπόθεση όπως η προκειμένη, η επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των απευθείας εφαρμοζομένων διατάξεων των άρθρων 59 επ. της Συνθήκης, περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (8).

14 Η εθνική νομοθεσία που περιορίζει το ευεργέτημα των κρατικών επιδοτήσεων επί των τόκων των δανείων που έχουν συναφθεί για την απόκτηση κατοικίας μόνο στην περίπτωση που το δάνειο έχει συναφθεί με πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο συγκεκριμένο κράτος μέλος καθιστά - όπως προαναφέρθηκε - λιγότερο ελκυστική οικονομικώς τη σύναψη στεγαστικού δανείου με πιστωτικό ίδρυμα μη εγκατεστημένο στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Ευλόγως αναμένεται ότι η αδυναμία λήψεως επιδοτήσεως επιτοκίου για το δάνειο θα αποθαρρύνει τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους να συνάπτουν δάνεια με πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος (9). Το σύστημα επιδοτήσεως, όπως είναι οργανωμένο, πλήττει βαρύτερα τις εταιρίες που δεν είναι εγκατεστημένες στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σε σχέση με τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σ' αυτό.

15 Το Δικαστήριο έχει πει ότι τα εθνικά φορολογικά μέτρα που επηρεάζουν την άσκηση, από τον επιχειρηματία, του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορεί να συνιστά περιορισμό που αντίκειται στο άρθρο 59 (10).

16 Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει σημασία αν ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πραγματοποιείται σε συνδυασμό με φορολογικό κανόνα ή σε συνδυασμό με κανόνα περί χορηγήσεως κεφαλαίων αρωγής. Τόσο οι κανόνες που καθιερώνουν φορολογικά πλεονεκτήματα όσο και εκείνοι που αφορούν την καταβολή κεφαλαίων αρωγής συνεπάγονται την παροχή πλεονεκτήματος υπέρ ορισμένων προσώπων, μέσω κρατικών κεφαλαίων. Η επιλογή από το κράτος μέλος μεταξύ δύο τύπων προτιμησιακού συστήματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να εξαρτάται από αντιλήψεις που συνδέονται με την αναδιανεμητική πολιτική, από αντιλήψεις ελέγχου, νομοθετικές τεχνικές ή και από άλλες αντιλήψεις. Οποιοδήποτε όμως και αν είναι το πρότυπο που μπορεί να επιλέξει το κράτος μέλος, πρέπει να θεωρηθεί περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών το γεγονός ότι ένα πλεονέκτημα είναι συνάρτηση της παροχής και ότι οι λεπτομέρεις εφαρμογής του κανόνα αυτού πλήττουν τους παρέχοντες υπηρεσίες από άλλα κράτη μέλη βαρύτερα από εκείνους του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

17 ςΕνα εθνικό σύστημα επιδοτήσεως όπως αυτό που περιγράφεται στη διάταξη περί παραπομπής πρέπει, επομένως, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

18 Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι το εν λόγω σύστημα είναι ασυμβίβαστο με τη Συνθήκη. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ορισμένων παροχών, το γεγονός ότι περιορίζεται η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από ρυθμίσεις που δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος και εφαρμόζονται σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αποδέκτη δεν μπορεί να θεωρηθεί ασυμβίβαστο με τη Συνθήκη (11). Αυτό συμβαίνει επίσης, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις πρόκειται για εθνικούς κανόνες που, όπως αυτοί της παρούσας υποθέσεως, συνεπάγονται εμμέσως διαφορετική μεταχείριση των εθνικών και των αλλοδαπών επιχειρήσεων ως προς τις αντίστοιχες δυνατότητες να δραστηριοποιηθούν στην αγορά, λόγω του όρου περί εγκαταστάσεως (12). Ως παραδείγματα επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που μπορεί να είναι σημαντικά για την παρούσα υπόθεση μπορούν να αναφερθούν η προστασία των καταναλωτών (13) καθώς και τα γενικά συμφέροντα που συνδέονται με την αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων και τη συνεκτικότητα του φορολογικού συστήματος (14).

Ο αντλούμενος από την προστασία των καταναλωτών λόγος

19 Η Ελληνική Κυβέρνηση δήλωσε ότι το γενικό συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να δικαιολογεί τον περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η Επιτροπή φρονεί αντιθέτως ότι μια νομοθεσία όπως η λουξεμβουργιανή δεν ενισχύει την προστασία των καταναλωτών.

20 Αναμφιβόλως, πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία στην προστασία των καταναλωτών· η διαφύλαξη των συμφερόντων τους μπορεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να δικαιολογεί ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Εντούτοις, η ανάγκη να ληφθεί υπόψη, σε συγκεκριμένο τομέα, η εν γένει προστασία του καταναλωτή δεν μπορεί αυτή καθαυτή να δικαιολογεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Πρέπει ιδίως να αποδεικνύεται ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί, in concreto, να εξυπηρετήσει ορισμένα συμφέροντα συνυφασμένα με την προστασία των καταναλωτών.

21 Στο πλαίσιο της δραστηριότητας των τραπεζών, υπάρχει ανάγκη να διασφαλιστεί η προστασία των καταναλωτών και των λοιπών καταθετών από τον κίνδυνο πτωχεύσεως του πιστωτικού ιδρύματος. Ο λόγος αυτός όμως δεν τίθεται εν προκειμένω, διότι πρόκειται περί δανείου χορηγουμένου από τράπεζα. Σε παρόμοια περίπτωση, υπάρχει ανάγκη προστασίας των καταναλωτών από υπερβολικούς συμβατικούς όρους, μέριμνας για την πλήρη ενημέρωση των καταναλωτών επί των όρων του δανείου και πληροφορήσεως που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να συγκρίνουν τα έξοδα με τα οποία θα επιβαρυνθούν λόγω του δανείου.

22 Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι διατάξεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω δεν αφορούν ζητήματα αυτού του είδους. Πρέπει επομένως να συμπεράνουμε, κατά τη γνώμη μου, ότι στο πλαίσιο της εξετάσεως της παρούσας υποθέσεως δεν προσκομίστηκαν στοιχεία αποδεικνύοντα επαρκώς κατά νόμο ότι τα συμφέροντα των καταναλωτών είναι τέτοια ώστε δικαιολογούν την ύπαρξη εθνικής νομοθεσίας όπως η περιγραφομένη στη διάταξη περί παραπομπής.

Ο αντλούμενος από τον έλεγχο λόγος

23 Η Επιτροπή δήλωσε ότι τα κράτη μέλη έχουν θεμιτό συμφέρον να μεριμνούν προκειμένου να διασφαλίζεται η καταβολή των κρατικών ενισχύσεων τηρουμένων των οικείων κανόνων και, επομένως, ορισμένοι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών μπορεί να δικαιολογούνται από την ανάγκη παροχής ασφαλών πληροφοριών ως προς την ύπαρξη και το μέγεθος του δανείου και της πληρωμής των τόκων που αποτελούν τη βάση για την καταβολή της επιδοτήσεως επιτοκίου. Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, ο όρος περί εγκαταστάσεως που επιβάλλει η λουξεμβουργιανή νομοθεσία ως όρο χορηγήσεως της επιδοτήσεως επιτοκίου στον δανειζόμενο δεν είναι αναγκαίος για την επίτευξη του στόχου αυτού. Η Επιτροπή ανέφερε συναφώς ότι τα κράτη μέλη έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 77/780 περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, τη δυνατότητα να λαμβάνουν από τα άλλα κράτη μέλη πληροφορίες για ορισμένα δάνεια.

24 Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι κανόνες περί ανταλλαγής πληροφοριών, οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 77/780 όπως ίσχυε τότε, αποσκοπούσαν στο να επιτρέπουν στις εθνικές αρχές να ανταλλάσσουν πληροφορίες προκειμένου να ελέγχονται οι πληροφορίες που παρέχουν οι δανειζόμενοι στο πλαίσιο των αιτήσεων για τη χορήγηση επιδοτήσεως επιτοκίου επί των δανείων που συνάπτονται με πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση της πρώτης φράσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, προκύπτει σαφώς ότι η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται «για την εποπτεία της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων (...)» και ότι οι πληροφορίες περί των οποίων γίνεται ειδικώς λόγος στη διάταξη αυτή είναι πληροφορίες που σχετίζονται «(...) με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που δύνανται να διευκολύνουν τον έλεγχο της ρευστότητος και της φερεγγυότητος των ιδρυμάτων αυτών».

25 Το σχετικό με τον έλεγχο συμφέρον θα μπορεί ωστόσο χωρίς καμιά δυσκολία να ληφθεί υπόψη διαφορετικά και κατά τρόπο πολύ πιο περιοριστικό από το να απαιτείται να έχει το πιστωτικό ίδρυμα εγκατάσταση στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Ειδικότερα, το σύστημα επιδοτήσεως θα μπορούσε απλώς να περιλαμβάνει λεπτομέρειες εφαρμογής που θα παρέχουν στις εθνικές αρχές τη δυνατότητα να απαιτούν από τον ενδιαφερόμενο τις αποδείξεις που κρίνουν αναγκαίες όσον αφορά την ύπαρξη, το ύψος του δανείου και την καταβολή των τόκων, και, ενδεχομένως, να αρνούνται τη χορήγηση της επιδοτήσεως, αν δεν προσκομίζονται οι αποδείξεις αυτές (15).

Ο αντλούμενος από τη συνεκτικότητα του εθνικού φορολογικού συστήματος λόγος

26 Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξαν ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν το δικαίωμα να προσαρμόζουν τους όρους χορηγήσεως κρατικής επιδοτήσεως επιτοκίου στις ιδιαίτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στο έδαφός τους. Εφόσον το δάνειο που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της κατασκευής κ.λπ. κατοικίας συνάπτεται εντός του κράτους που χορηγεί την επιδότηση επιτοκίου, αυτό το κράτος μέλος θα μπορεί να φορολογήσει τους τόκους που εισπράττει ο δανειστής. Αν, αντιθέτως, το δάνειο συνάπτεται σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος που χορηγεί την επιδότηση επιτοκίου δεν θα μπορεί να φορολογήσει το πιστωτικό ίδρυμα που χορηγεί το δάνειο, οπότε δεν θα μπορεί, με τη φορολόγηση του δανειστή, να λάβει, εν όλω ή εν μέρει, αντιστάθμιση για την ενίσχυση που καταβάλλει στον κύριο της κατοικίας.

27 Η Επιτροπή φρονεί αντιθέτως ότι το γενικό συμφέρον που συνδέεται με τη συνεκτικότητα των εθνικών φορολογικών συστημάτων και μπορεί να δικαιολογεί τον εν λόγω περιορισμό δεν υφίσταται.

28 Με αποφάσεις του, το Δικαστήριο έχει πει ότι οικονομικοί λόγοι δεν μπορούν από μόνοι τους να δικαιολογήσουν εθνική νομοθεσία εμποδίζουσα την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (16). Εθνικές νομοθετικές διατάξεις μπορούν εκ πρώτης όψεως να φαίνονται δικαιολογημένες υπό το στενό πρίσμα της εθνικής οικονομίας, μολονότι αντίκεινται στους κοινοτικούς κανόνες, για παράδειγμα αν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις έναντι των υπηκόων άλλων κρατών μελών (17).

29 Προς στήριξη του ισχυρισμού ότι ο περιορισμός είναι σύμφωνος με το κοινοτικό δίκαιο, έγινε επίκληση, κατά τη διαδικασία, δύο αποφάσεων του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 1992 (18), με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη διαφυλάξεως της συνεκτικότητας των εθνικών φορολογικών συστημάτων εν πάση περιπτώσει σε ορισμένες καταστάσεις μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίας τάξεως ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ότι ένα εθνικό φορολογικό σύστημα που συνεπάγεται τέτοιο περιοριστικό αποτέλεσμα επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορεί επίσης να συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, αν η συνεκτικότητά του δεν μπορεί να διασφαλίζεται με διατάξεις λιγότερο περιοριστικές των θεμελιωδών ελευθεριών που καθιέρωσε η Συνθήκη. Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν εθνική νομοθεσία η οποία, κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, εξαρτούσε την έκπτωση, μεταξύ άλλων, των ασφαλιστικών εισφορών γήρατος από τον όρο να είναι εγκατεστημένη η ασφαλιστική επιχείρηση στο εν λόγω κράτος μέλος, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται σ' αυτό το κράτος μέλος η δυνατότητα να φορολογεί τις παροχές που θα καταβάλλονταν αργότερα κατ' εφαρμογήν του συστήματος αυτού. Επρόκειτο επομένως για φορολογικό σύστημα στα πλαίσια του οποίου η φορολόγηση ενός και του αυτού προσώπου ήταν ετεροχρονισμένη και, ελλείψει εναρμονισμένων κανόνων στον τομέα αυτόν, η είσπραξη του φόρου και ο έλεγχός του καθιστούσαν τον περιορισμό αυτόν αναγκαίο προκειμένου να μην καταστρατηγείται το σύστημα εκπτώσεων, με σκοπό την απαλλαγή των σχετικών κεφαλαίων από τη φορολογία.

30 Εν προκειμένω, η κατάσταση μου φαίνεται πολύ διαφορετική. Η φερομένη συνεκτικότητα του φορολογικού συστήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζεται όχι σε σύστημα στα πλαίσια του οποίου η φορολόγηση ενός και του αυτού προσώπου είναι ετεροχρονισμένη, ο δε περιορισμός είναι αναγκαίος προκειμένου να αποτρέπεται η μη φορολόγηση κεφαλαίων από το οικείο κράτος μέλος: η επιδότηση και η φορολόγηση αφορούν αντιθέτως διαφορετικά υποκείμενα φορολογίας και το σύστημα αντιστοιχεί από πάσης απόψεως σε άλλα συστήματα στα πλαίσια των οποίων οι παροχές από το Δημόσιο χρηματοδοτούνται από τα γενικά έσοδα του κράτους, ιδίως τους άμεσους και έμμεσους φόρους.

31 Επομένως, δεν υπάρχει κατά κυριολεξία σχέση μεταξύ του ποσού της καταβαλλομένης από τις λουξεμβουργιανές αρχές επιδοτήσεως και των φορολογικών εσόδων που οι αρχές εισπράττουν από τον φόρο εισοδήματος πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στο Λουξεμβούργο. Ο υπολογισμός που η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου παρέθεσε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν λαμβάνει υπόψη, για παράδειγμα, ότι δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι υπάρχει φορολογητέα ύλη στα λουξεμβουργιανά πιστωτικά ιδρύματα λόγω του συστήματος επιδοτήσεως επιτοκίου. Συγκεκριμένα, υπάρχει δυνατότητα φορολογήσεως μόνον εφόσον η εκμετάλλευση του οικείου πιστωτικού ιδρύματος αποφέρει συνολικά πλεόνασμα, πράγμα που δεν συμβαίνει αναγκαίως οσάκις το αποτέλεσμα της εκμεταλλεύσεως μπορεί να επηρεάζεται αρνητικά από άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα ζημίες από δάνεια ή ζημίες από συναλλαγματικές διαφορές από τίτλους που το πιστωτικό ίδρυμα έχει στο χαρτοφυλάκιό του. Ο υπολογισμός δεν λαμβάνει επίσης υπόψη το ότι, ακόμη και χωρίς τον περιορισμό, ορισμένα στεγαστικά δάνεια θα συνάπτονται με λουξεμβουργιανά πιστωτικά ιδρύματα. Κατά τα λοιπά, ένας υπολογισμός από άποψη πολιτικής οικονομίας πρέπει αναμφιβόλως να λαμβάνει επίσης υπόψη τις γενικές συνολικές συνέπειες, από μακροοικονομική άποψη, του ελευθερωμένου από τον εν λόγω περιορισμό ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων των διαφόρων κρατών μελών που προσφέρουν στεγαστικά δάνεια στους ιδιοκτήτες.

32 Αν γινόταν δεκτός ένας περιορισμός όπως ο επίμαχος στην παρούσα υπόθεση, θα έπρεπε αναγκαίως να γίνουν ωσαύτως δεκτά τέτοια συστήματα σε άλλους τομείς. Μπορούν για παράδειγμα να παρατεθούν - για να μείνουμε στον τομέα της κατοικίας - οι εθνικοί κανόνες που παρέχουν ενίσχυση για τη βελτίωση της κατοικίας, αλλά θέτουν ως προϋπόθεση για τη χορήγηση τέτοιας επιδοτήσεως να είναι ο καλούμενος τεχνίτης εγκατεστημένος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, ούτως ώστε το κράτος μέλος να μπορεί να φορολογήσει το εισόδημά του από τη βελτίωση της κατοικίας, ή ακόμη κανόνες περί στεγαστικού επιδόματος, η χορήγηση του οποίου εξαρτάται από τον όρο να είναι ο εκμισθωτής εγκατεστημένος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, ούτως ώστε τα εκ του επιδόματος εισοδήματα να φορολογούνται εντός αυτού.

33 Μου φαίνεται αδύνατο - και θα ήταν τελείως αντίθετο προς τους σκοπούς της Συνθήκης - να υποστηριχθεί ότι τα εθνικά συστήματα που επιβάλλουν τον όρο εγκαταστάσεως σε παρέχοντες υπηρεσίες συμβιβάζονται με τη Συνθήκη στην περίπτωση που τα κράτη μέλη χορηγούν επιδοτήσεις προοριζόμενες κατά το μάλλον ή ήττον να αντισταθμίσουν τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται ο αποδέκτης της παροχής ως αντάλλαγμα της παρεχομένης υπηρεσίας.

34 Ενόψει των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο σχετικός με τη συνεκτικότητα του εθνικού φορολογικού συστήματος λόγος δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος περιορίζει το ευεργέτημα της χορηγουμένης από το κράτος επιδοτήσεως επιτοκίου για την απόκτηση κατοικίας μόνον στην περίπτωση που το δάνειο συνάπτεται με πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Επομένως, στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών έχουν την έννοια ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αρνείται τη χορήγηση κρατικής επιδοτήσεως επιτοκίου για την κατασκευή, απόκτηση ή βελτίωση κατοικίας, με το αιτιολογικό ότι το δάνειο συνάπτεται με πιστωτικό ίδρυμα που δεν είναι εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος, μολονότι χορηγείται τέτοια επιδότηση στην περίπτωση που το δάνειο συνάπτεται, υπό παρόμοιες εξάλλου συνθήκες, με πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος.

Σημασία του γεγονότος ότι οι αιτούντες είναι υπήκοοι τρίτης χώρας

35 Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου τόνισε ωστόσο ότι το βελγικό πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι διάδικος ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και έθεσε το ζήτημα αν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι κατά το κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρονικό διάστημα, ήσαν αμφότεροι υπήκοοι τρίτης χώρας, ήτοι της Σουηδίας, μπορούσαν τελικώς να επικαλεστούν τους κανόνες της Συνθήκης που καθιερώνουν δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

36 Η Επιτροπή υποστήριξε συναφώς ότι ο λουξεμβουργιανός νόμος δεν διακρίνει μεταξύ υπηκόων κρατών μελών και υπηκόων τρίτων χωρών. Το άρθρο 59 της Συνθήκης θέτει ως προϋπόθεση να είναι ο παρέχων υπηρεσίες υπήκοος κράτους μέλους, αλλά δεν θέτει παρόμοιες προϋποθέσεις όσον αφορά τον αποδέκτη της παροχής περί της οποίας πρόκειται.

37 Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συνθήκης περιγράφει το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ως δικαίωμα υπέρ των παρεχόντων υπηρεσίες που είναι «υπήκοοι» των κρατών μελών εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής. ςΟπως παρατηρεί η Επιτροπή, είναι σημαντικό ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ότι ο αποδέκτης της παροχής πρέπει να είναι υπήκοος κράτους μέλους· κατ' ουσίαν, η διάταξη αυτή προβλέπει κυρίως ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εμποδίζουν την ανταλλαγή παροχών μεταξύ παρέχοντος και αποδέκτη ευρισκομένων σε άλλο κράτος μέλος. Το ότι η διάταξη αυτή διατυπώθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο πρέπει να συνδυαστεί με το γεγονός ότι δεν απαγορεύει μόνον τους περιορισμούς σε υπηρεσίες των οποίων η παροχή υπήρξε ήδη το αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του παρέχοντος και του αποδέκτη. Συγκεκριμένα, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις των άρθρων 59 και 60 απαγορεύουν ορισμένους περιορισμούς που εμποδίζουν τον παρέχοντα να έλθει σε επαφή με πιθανούς αποδέκτες παροχών σε άλλα κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα η άρνηση εισόδου του ενδιαφερομένου στο έδαφος του κράτους ή η απαγόρευση να διαφημίζει τις παροχές του, μολονότι τέτοια απαγόρευση δεν εφαρμόζεται στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι υπήκοοι του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

38 Παρά το γεγονός ότι το άρθρο 59 διατυπώθηκε λαμβάνοντας ως αφετηρία την κατάσταση του παρέχοντος υπηρεσίες, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπει το άρθρο 59 της Συνθήκης έχουν όχι μόνον οι παρέχοντες, αλλά και οι αποδέκτες υπηρεσιών (19). ηΕτσι, για παράδειγμα, οι αποδέκτες υπηρεσιών έχουν το δικαίωμα να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, για παράδειγμα ως τουρίστες, για να τους παρασχεθούν εκεί υπηρεσίες, χωρίς να ενοχλούνται από περιορισμούς και χωρίς να υφίστανται δυσμενείς διακρίσεις (20). Επίσης, σε σχέση με τον αποδέκτη, το βασικό στοιχείο του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πρέπει να έγκειται στο ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εμποδίζουν να παρέχονται υπηρεσίες στους αποδέκτες από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη. Το δικαίωμα εισόδου τουρίστα σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό να του παρασχεθούν υπηρεσίες χωρίς δυσμενή διακριτική μεταχείριση δεν προϋποθέτει επομένως ότι πρέπει να αποδεικνύεται in concreto ότι οι παρέχοντες υπηρεσίες - για παράδειγμα οι διευθυντές ξενοδοχείων - είναι υπήκοοι κράτους μέλους.

39 Οι παρέχοντες υπηρεσίες που δεν υπήκοοι της Κοινότητας αλλά τρίτης χώρας δεν έχουν δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός της Κοινότητας. Το συμπέρασμα αυτό απορρέει ήδη από την ιδέα ότι τα κράτη μέλη με τη Συνθήκη συμφώνησαν γενικώς να επωφελούνται από τις διατάξεις της Συνθήκης μόνον οι υπήκοοί τους, συγχρόνως όμως υπογραμμίζεται το εξ αντιθέτου επιχείρημα που αντλείται από το άρθρο 59, παράγραφος 2, κατά το οποίο το Συμβούλιο μπορεί να επεκτείνει το ευεργέτημα των διατάξεων περί υπηρεσιών και σε υπηκόους τρίτου κράτους που παρέχουν υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητας. Τέτοιες διατάξεις δεν έχουν ακόμη θεσπιστεί.

40 ίΟπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 59 καλύπτει αρχικώς τη χαρακτηριστική περίπτωση του παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά το πεδίο εφαρμογής του επεκτάθηκε με τη νομολογία του Δικαστηρίου στον αποδέκτη υπηρεσίας περί του οποίου πρόκειται. Δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι συμφωνήθηκε να τίθενται οι υπήκοοι τρίτων χωρών σε ευνοϋκότερη μοίρα ως αποδέκτες υπηρεσιών παρά ως παρέχοντες υπηρεσίες. Επομένως, πρέπει να υποτεθεί ότι μόνον οι υπήκοοι των κρατών μελών μπορούν να επικαλούνται το δικαίωμα που οι κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παρέχουν στους συγκεκριμένους αποδέκτες των παροχών. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών δεν έχουν επομένως αυτό το δικαίωμα. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που, βάσει αδείας διαμονής ή θεωρήσεως εισόδου (visa), κατοικούν ή διαμένουν σε κράτος μέλος δεν μπορούν, για παράδειγμα, να στηριχθούν στο άρθρο 59 της Συνθήκης προκειμένου να επικαλεστούν αυτοτελές δικαίωμα να ταξιδεύουν στα άλλα κράτη μέλη προκειμένου να τους παρασχεθούν υπηρεσίες, ως τουρίστες, χωρίς περιορισμούς και χωρίς δυσμενείς διακρίσεις (21).

41 Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, οι σύζυγοι Peter Svensson και Lena Gustavsson, έχουν αμφότεροι τη σουηδική ιθαγένεια και, επομένως, κατά το κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρονικό διάστημα, ήσαν υπήκοοι τρίτης χώρας. Ενόψει των προεκτεθέντων, δεν μπορούσαν να επικαλεστούν κατά κράτους μέλους τους κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Εξάλλου, η Συνθήκη δεν εμποδίζει προφανώς να τυγχάνουν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, επί άλλης βάσεως - για παράδειγμα, βάσει του εθνικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους - της αυτής νομικής μεταχειρίσεως ως εάν ήσαν υπήκοοι κράτους μέλους. Η συμφωνία συνδέσεως που συνήφθη στις 22 Ιουλίου 1972 μεταξύ ΕΟΚ και Σουηδίας (22) δεν περιέχει κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και, ειδικότερα, το άρθρο 19, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις πληρωμές, δεν μπορεί να θεωρείται ότι διέπει, έστω και εμμέσως, τέτοια ζητήματα.

42 Το Δικαστήριο θα μπορούσε να αρκεστεί στο να απαντήσει στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών δεν μπορούν να επικαλούνται αυτοτελώς τους κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επειδή δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα κατά το κοινοτικό δίκαιο, η ενδεχομένη εξομοίωσή τους με τους υπηκόους των άλλων κρατών της Κοινότητας θα είναι επομένως μόνον συνάρτηση του εθνικού δικαίου. Εντούτοις, δεν είναι ίσως χωρίς σημασία, για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου από το αιτούν δικαστήριο, να γνωρίζει συναφώς το δικαστήριο το νομικό καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών. νΕγινε επίσης γνωστό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι εκκρεμούν ορισμένες άλλες υποθέσεις, εν αναμονή της απαντήσεως του Δικαστηρίου στο υποβληθέν ερώτημα. Φρονώ επομένως ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να δώσει στο αιτούν δικαστήριο την κατά το δυνατόν προσφορότερη και χρησιμότερη απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, λαμβάνοντας θέση επί του τεθέντος ερμηνευτικού ζητήματος.

Πρόταση

43 Εν όψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο ερώτημα που του υπέβαλε, με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 1993, το Conseil d'Ιtat του Λουξεμβούργου την εξής απάντηση:

«- Το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αρνηθεί σε δανειζόμενο το ευεργέτημα της κρατικής επιδοτήσεως επιτοκίου επί των τόκων δανείου που έχει συναφθεί για την κατασκευή, απόκτηση ή βελτίωση κατοικίας, με το αιτιολογικό ότι το δάνειο έχει συναφθεί με πιστωτικό ίδρυμα που δεν έχει εγκατάσταση στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, μολονότι τέτοια επιδότηση χορηγείται σε περίπτωση που το δάνειο έχει συναφθεί, υπό παρόμοιες εξάλλου συνθήκες, με πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος.

- Οι υπήκοοι τρίτης χώρας δεν μπορούν αυτοτελώς να επικαλούνται το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ.»

(1) - Υποτίθεται ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο την οδηγία 89/646/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και την τροποποίηση της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 3), κατέστη ενεργός μόνον μετά την 1η Ιανουαρίου 1993, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 24 της οδηγίας και του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ. Βλ. συναφώς το σημείωμα XV/120/90 του Μαου 1990 της γνωμοδοτικής τραπεζικής επιτροπής, Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων.

(2) - Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου το άρθρο 67 δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα: βλ. ιδίως την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 203/80, Casati (Συλλογή 1981, σ. 2595, σκέψεις 8 έως 13), και την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1988 στην υπόθεση 267/86, Van Eycke (Συλλογή 1988, σ. 4769, σκέψεις 23 και 24).

(3) - ΕΕ L 178, σ. 5.

(4) - Υπόθεση C-204/90, Συλλογή 1992, σ. Ι-249.

(5) - Βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1993 στην υπόθεση C-148/91, Veronica Omroep Organisatie (Συλλογή 1993, σ. Ι-487).

(6) - Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1978 στην υπόθεση 15/78, Koestler (Συλλογή τόμος 1978, σ. 609).

(7) - Βλ. άρθρο 61, παράγραφος 2, της Συνθήκης· για σύγκριση, βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2 απόφαση Van Eycke.

(8) - Βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1974 στην υπόθεση 33/74, Van Binsbergen (Συλλογή τόμος 1974, σ. 513).

(9) - Βλ., προς την κατεύθυνση αυτή, την απόφαση Bachmann, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 31, και την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992 στην υπόθεση C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1992, σ. Ι-305, σκέψη 22).

(10) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1989 στην υπόθεση C-49/89, Corsica Ferries France (Συλλογή 1989, σ. 4441, σκέψη 8).

(11) - Βλ. ιδίως αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1991 στην υπόθεση C-154/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1991, σ. Ι-659), στην υπόθεση C-180/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1991, σ. Ι-709), και στην υπόθεση C-198/89, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1991, σ. Ι-727).

(12) - Βλ. απόφαση της 17ης Μαου 1994 στην υπόθεση C-18/93, Corsica Ferries (Συλλογή 1994, σ. Ι-1783), και τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στον τομέα της συνασφαλίσεως της 4ης Δεκεμβρίου 1986 στην υπόθεση 220/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1986, σ. 3663), στην υπόθεση 252/83, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1986, σ. 3713), στην υπόθεση 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1986, σ. 3755), και στην υπόθεση 206/84, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 1986, σ. 3817), καθώς και τις παρατιθέμενες στην υποσημείωση 9 αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου.

(13) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-275/92, Schindler (Συλλογή 1994, σ. Ι-1039, σκέψη 58).

(14) - Βλ. τις παρατιθέμενες στην υποσημείωση 9 αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου.

(15) - Βλ. αποφάσεις Bachmann, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 20, και Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 13.

(16) - Βλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988 στην υπόθεση 352/85, Bond van Adverteerders κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 2085, σκέψη 34), και της 25ης Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-288/89, Collectieve Antennevoorziening Gouda κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-4007, σκέψη 11).

(17) - Βλ. για παράδειγμα την απόφαση της 22ας Ιουνίου 1993 στην υπόθεση C-243/89, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1993, σ. Ι-3353, σκέψη 23), όσον αφορά την εφαρμογή «διατάξεως σχετικής με το δανικό περιεχόμενο» στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεως έργου.

(18) - Bachmann, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 21 έως 33, και Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψεις 11 έως 24.

(19) - Βλ., τελευταίως, απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994 στην υπόθεση C-43/93, Vander Elst (Συλλογή 1994, σ. Ι-3803, σκέψη 13).

(20) - Βλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone (Συλλογή 1984, σ. 377), και, όσον αφορά την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων, το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ και την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989 στην υπόθεση 186/87, Cowan (Συλλογή 1989, σ. 195).

(21) - Αλλα ισχύουν οσάκις ένα παράγωγο από τους κοινοτικούς κανόνες δικαίωμα έχει εφαρμογή στην οικογένεια υπηκόου κράτους μέλους, βλ. για παράδειγμα τα άρθρα 10, 11 και 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33). Με την προμνησθείσα στην υποσημείωση 19 απόφαση Vander Elst, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να επιβάλλεται σε επιχείρηση που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες σ' άλλο κράτος μέλος να ζητεί, μεταξύ άλλων, άδεια εργασίας άλλου κράτους μέλους όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων κρατών που χρησιμοποιούνται κανονικά και συνήθως στο κράτος μέλος όπου η επιχείρηση είναι εγκατεστημένη.

(22) - ΕΕ ειδ. έκδ. 11/003, σ. 99, συμπεριλαμβανομένων των μεταγενέστερων τροποποιήσεων.