Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61994C0166

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 26ης Οκτωβρίου 1995. - Pezzullo Molini Pastifici Mangimifici SpA κατά Ministero delle Finanze. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Corte d'appello di Salerno - Ιταλία. - Καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή - Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα την είσπραξη τόκων υπερημερίας επί των γεωργικών εισϕορών και του ΦΠΑ για την περίοδο μεταξύ προσωρινής και οριστικής εισαγωγής. - Υπόθεση C-166/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-00331


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

1 Η παρούσα υπόθεση, η οποία παραπέμφθηκε από το Corte di Appello di Salerno (Ιταλία), θέτει ζήτημα ερμηνείας του κανονισμού (ΕΟΚ) 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (1), και της οδηγίας 69/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (2). Στην υπόθεση εγείρεται επίσης ένα ζήτημα σχετικά με την ερμηνεία της έκτης οδηγίας περί ΦΠΑ (3).

2 Στις 21 Μαου 1982 η Pezzullo Molini Pastifici Mangimifici SpA (στο εξής: Pezzullo) εισήγαγε προσωρινώς 1 000 τόνους σκληρού σίτου από τον Καναδά, με σκοπό να τον μεταποιήσει σε σιμιγδάλι προς επανεξαγωγή. Μετά την επανεξαγωγή του σιμιγδαλιού, η Pezzullo έθεσε σε κατανάλωση στην Ιταλία τα υποπροϋόντα της μεταποιήσεως (σιμιγδάλι κατώτερης ποιότητας, πίτουρο και άλευρο για ζωοτροφές), τα οποία κατά συνέπεια εισήχθησαν οριστικώς στις 15 Ιανουαρίου 1985.

3 υΟσον αφορά την οριστική εισαγωγή των υποπροϋόντων αυτών, οι τελωνειακές αρχές του Salerno αξίωσαν την καταβολή εισφοράς και φόρου προστιθεμένης αξίας. Σύμφωνα με το άρθρο 191 του ιταλικού τελωνειακού νόμου (όπως διαμορφώθηκε με το προεδρικό διάταγμα 43 της 23ης Ιανουαρίου 1973), αξίωσαν επίσης την καταβολή τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής. Υπολόγισαν το συνολικό ποσό των αναλογούντων τόκων σε 18 315 610 ιταλικές λίρες (LIT), δηλαδή σε 17 382 352 LIT όσον αφορά την εισφορά και σε 933 258 LIT όσον αφορά τον ΦΠΑ.

4 Η Pezzullo κατέβαλε την αναλογούσα εισφορά και τον αναλογούντα ΦΠΑ πλέον των τόκων υπερημερίας. Ωστόσο, θεωρώντας ότι οι διατάξεις του ιταλικού νόμου, βάσει των οποίων εισπράχθηκαν οι τόκοι, είναι ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο, προσέφυγε στις 18 Οκτωβρίου 1988 στο Tribunale di Salerno με αίτημα την επιστροφή των καταβληθέντων τόκων. Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής της, η Pezzullo άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

5 Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η Pezzullo ισχυρίστηκε ότι οι τόκοι υπερημερίας που εισπράχθηκαν κατά το άρθρο 191 του ιταλικού τελωνειακού νόμου αποτελούσαν εσωτερικό δασμό ή επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, που δεν συμβιβάζεται με τα άρθρα 9, 12, 13, 30 και 38 της Συνθήκης. Ισχυρίστηκε επίσης ότι υπήρχε παράβαση του κανονισμού 19/62 του Συμβουλίου (4) και του κανονισμού 120/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5), για τον λόγο ότι οι κανονισμοί αυτοί απαγόρευαν την είσπραξη οποιουδήποτε δασμού ή επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες. Οι ιταλικές φορολογικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι, όταν έγινε η προσωρινή εισαγωγή, δεν ίσχυαν οι κανονισμοί 19/62 και 120/67, δεδομένου ότι είχαν καταργηθεί με τον κανονισμό 2727/75 (6). Ισχυρίστηκαν επίσης ότι το άρθρο 191 του ιταλικού τελωνειακού νόμου τελεί εν αρμονία προς την οδηγία 69/73 του Συμβουλίου, περί τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (7).

6 Προ των επιχειρημάτων αυτών, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το ακόλουθο ερώτημα:

«Αντέβαινε, κατά τον χρόνο της επίμαχης εν προκειμένω εισαγωγής (1982), προς υπερισχύουσες των εθνικών διατάξεων διατάξεις του κοινοτικού δικαίου η επιβολή τόκων υπερημερίας, την οποία προέβλεπε το άρθρο 191 του ιταλικού τελωνειακού νόμου για την περίπτωση οριστικής εισαγωγής;»

7 Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή προβάλλει το ενδεχόμενο να είναι απαράδεκτο το υποβληθέν ερώτημα, για τον λόγο ότι το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρει σαφώς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που θεωρεί ότι έχουν εφαρμογή εν προκειμένω. Παρατηρεί επίσης ότι το εθνικό δικαστήριο αναφέρεται μόνον εν συντομία στα επιχειρήματα των διαδίκων, χωρίς να τα πραγματεύεται λεπτομερώς.

8 Είναι αλήθεια ότι η διάταξη περί παραπομπής είναι λακωνική. Θα βοηθούσε να είχε παράσχει το εθνικό δικαστήριο περισσότερες λεπτομέρειες. Ωστόσο, θεωρώ ότι το υποβληθέν ερώτημα είναι αρκετά σαφές και ότι πρέπει να δοθεί απάντηση. Ενόψει της φύσεως του ερωτήματος, τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής και στις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αρκούν ώστε να παρασχεθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να δώσει λυσιτελή απάντηση στο αιτούν δικαστήριο. Η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από άλλες υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως απαράδεκτη (8). Εν προκειμένω, το υποβληθέν ερώτημα είναι ευθύ, είναι προφανής η σημασία της απαντήσεως για την έκβαση της κύριας δίκης και είναι δυνατόν να δοθεί λυσιτελής απάντηση χωρίς να χρειάζεται να ζητηθούν περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεν θεωρώ ότι το ολιγόλογο της διατάξεως περί παραπομπής μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη δυνατότητα των κρατών μελών και όσων άλλων δικαιούνται να υποβάλουν παρατηρήσεις κατά το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου να πράξουν τούτο. Συνεπώς, πρέπει να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. Την ορθότητα του συμπεράσματος αυτού επιβεβαιώνει η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Vaneetveld (9).

9 Το γεγονός ότι το υποβληθέν ερώτημα δεν προσδιορίζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που έχουν ενδεχομένως εφαρμογή δεν έχει κρίσιμη σημασία. Στη διάταξη περί παραπομπής γίνεται πράγματι λόγος για τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που επικαλέστηκαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Επί πλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο, για να βοηθήσει το εθνικό δικαστήριο, μπορεί να λάβει υπόψη διατάξεις του κοινοτικού δικαίου στις οποίες δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο με το ερώτημά του (10). Συνεπώς, έρχομαι στην εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος.

10 ςΟπως είδαμε, οι ιταλικές αρχές εισέπραξαν τόκους υπερημερίας τόσο επί της αναλογούσης εισφοράς όσο και επί του αναλογούντος ΦΠΑ. Θα εξετάσω πρώτα το ζήτημα αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η είσπραξη τόκων υπερημερίας επί της εισφοράς. Μετά, θα έλθω στο ζήτημα αν συμβιβάζεται η είσπραξη τόκων υπερημερίας επί του ΦΠΑ.

Τόκοι υπερημερίας επί εισαγωγικού δασμού

11 Είναι σαφές ότι τα άρθρα 12, 13 και 30 της Συνθήκης, τα οποία επικαλέστηκε η Pezzullo στο πλαίσιο της κύριας δίκης, δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι αφορούν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και όχι το εμπόριο με τρίτες χώρες. Ομοίως, τα άρθρα 9 και 38 της Συνθήκης, τα οποία επίσης επικαλέστηκε η Pezzullo στο πλαίσιο της κύριας δίκης, δεν ασκούν άμεση επιρροή στην παρούσα υπόθεση.

12 Το βασικό κοινοτικό μέτρο που είχε εφαρμογή κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα επί των επιμάχων προϋόντων είναι ο κανονισμός 2727/75 (στο εξής: κανονισμός) (11). Ο κανονισμός, ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 120/67 (12), θεσπίζει ενιαίο σύστημα τιμών, το οποίο υποστηρίζεται από ένα σύστημα εξωτερικής προστασίας. Συγκεκριμένα, προβλέπει την είσπραξη εισφοράς επί των εισαγωγών από τρίτες χώρες, έχοντας σκοπό να καλύψει τη διαφορά μεταξύ των τιμών που ισχύουν στις τρίτες χώρες και των κοινοτικών τιμών (13).

13 Το άρθρο 18, παράγραφος 2, το οποίο εντάσσεται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού, «Καθεστώς συναλλαγών με τρίτες χώρες», έχει ως εξής:

«Πλην αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή εξαιρέσεως που απεφασίσθη από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής, απαγορεύονται:

- η είσπραξη κάθε δασμού ή φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος,

- η εφαρμογή κάθε ποσοτικού περιορισμού ή μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος (...)».

14 Το εθνικό δικαστήριο ερωτά μόνον αν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο οι τόκοι υπερημερίας που εισπράχθηκαν για το χρονικό διάστημα μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής. Δεν εξετάζει το αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η ίδια η εισφορά, την οποία οι ιταλικές τελωνειακές αρχές απαίτησαν από την Pezzullo να καταβάλει λόγω της οριστικής εισαγωγής των υποπροϋόντων της μεταποιήσεως. Το ζήτημα το οποίο εγείρει το υποβληθέν ερώτημα έγκειται στο αν η είσπραξη τόκων υπερημερίας αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν καλύπτεται από την εξαίρεση του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού.

15 Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει ευρέως την κατά τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης έννοια της επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. όΕχει κρίνει ότι οποιαδήποτε χρηματική επιβάρυνση, όσο μικρή και αν είναι και όποια και αν είναι η ονομασία της και ο τρόπος επιβολής της, η οποία επιβάλλεται μονομερώς επί των εμπορευμάτων λόγω του ότι διέρχονται τα σύνορα και η οποία δεν είναι δασμός υπό στενή έννοια, αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, ακόμη και αν δεν επιβάλλεται υπέρ του Δημοσίου και δεν συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις ή προστατευτικά αποτελέσματα και ακόμη και αν το προϋόν επί του οποίου έχει επιβληθεί δεν ανταγωνίζεται οποιοδήποτε εγχώριο προϋόν (14).

16 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό έχει στους γεωργικούς κανονισμούς την ίδια έννοια που έχει στις διατάξεις της Συνθήκης (15). Επί πλέον, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως του αν οι επίμαχες συναλλαγές γίνονται εντός της Κοινότητας ή με τρίτες χώρες (16). Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η κατάργηση επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμούς αφορά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, οι στόχοι της και η νομική της θεμελίωση διαφέρουν από τους στόχους και τη νομική θεμελίωση που αποτελούν τη βάση και δικαιολογούν την απαγόρευση των επιβαρύνσεων αυτών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο (17). ςΟσον αφορά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, η απαγόρευση θεσπίζεται από το ίδιο το άρθρο 9 της Συνθήκης, είναι δε ανεπιφύλακτη και απόλυτη, για τον λόγο ότι έχει θεσπιστεί για να υλοποιηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά το εμπόριο με τις τρίτες χώρες, το ζήτημα αν είναι αναγκαία η κατάργηση, η διατήρηση, η τροποποίηση ή η θέσπιση επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό τόσο με τις επιταγές της κοινής εμπορικής πολιτικής όσο και με τις συνακόλουθες της εισαγωγής του Κοινού Δασμολογίου επιταγές εναρμονίσεως των προϋποθέσεων εισαγωγής από τρίτες χώρες. Συνεπώς, η απαγόρευση δεν είναι απόλυτη όσον αφορά τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες, το δε Συμβούλιο, όταν επιβάλλει την εν λόγω απαγόρευση, μπορεί να εισάγει εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από αυτή. ήΟπως είδαμε, το άρθρο 18, παράγραφος 2, αναφέρεται ρητώς σε τέτοιες εξαιρέσεις.

17 Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι επίμαχοι τόκοι υπερημερίας αποτελούν επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, πάλι θα συμβιβάζονταν με το κοινοτικό δίκαιο, ως εμπίπτοντες στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 2, ως εξής: «Πλην (...) εξαιρέσεως που απεφασίσθη από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής». Ο λόγος έγκειται στο ότι η οδηγία 69/73 (στο εξής: οδηγία) (18) , η οποία είχε εφαρμογή κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, επιτρέπει στα κράτη μέλη να εισπράττουν τόκους υπερημερίας.

18 Η οδηγία καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1987 με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1999/85 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1985, για το καθεστώς ενεργητικής τελειοποιήσεως (19). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1994 με τον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα (20). Ούτε ο κανονισμός 1999/85 ούτε ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας είχαν εφαρμογή όταν τελέστηκαν τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

19 Η οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες περί του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, σκοπώντας να επιτύχει, σε περιορισμένο βαθμό, εναρμόνιση, ώστε να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του Κοινού Δασμολογίου (21). Το άρθρο 2 ορίζει το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή ως το τελωνειακό καθεστώς που επιτρέπει να τύχουν επεξεργασίας, χωρίς να επιβαρυνθούν με δασμούς, επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος ή γεωργικές εισφορές, τα εισαγόμενα εμπορεύματα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 της Συνθήκης, εφόσον τα εμπορεύματα αυτά προορίζονται να εξαχθούν εν όλω ή εν μέρει από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας υπό μορφή παραγώγων προϋόντων (22).

20 Κατά το άρθρο 3, η απαλλαγή από δασμούς, επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος και γεωργικές εισφορές πρέπει να χορηγείται σύμφωνα με έναν από τους εξής δύο τρόπους. Τα εμπορεύματα μπορούν να τεθούν υπό τελωνειακό καθεστώς αναστολής των επιβαρύνσεων για το χρονικό διάστημα που παραμένουν στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Ως εναλλακτική λύση, παρακατατίθεται το ποσό των επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στα εισαγόμενα εμπορεύματα, οπότε η επιστροφή γίνεται κατά την εξαγωγή των παραχθέντων από τα εμπορεύματα αυτά παραγώγων προϋόντων. Η επιλογή της διαδικασίας απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, όπου δε επιλέγεται η πρώτη διαδικασία, οι ανωτέρω αρχές δύνανται να απαιτούν τη σύσταση ασφαλείας.

21 Το άρθρο 15 ορίζει ότι, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις με συνεχή ροή παραγωγής αγαθών που προορίζονται τόσο για την κοινοτική αγορά όσο και για εξωτερικές αγορές, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν να διατεθούν στην κατανάλωση παράγωγα προϋόντα ή προϋόντα που έχουν τεθεί υπό το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (23). Το άρθρο 16 έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση αδείας για θέση σε ανάλωση υπό τους όρους του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο αα και στοιχείο ββ, πρώτη περίπτωση, οι δασμοί, οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι γεωργικές εισφορές που πρέπει να εισπραχθούν επί των παραγώγων προϋόντων, επί των ενδιαμέσων προϋόντων ή επί των αρχικών εμπορευμάτων είναι οι αναφερόμενοι στα εισαχθέντα εμπορεύματα, λαμβανομένου υπόψη του συντελεστή ή του ποσού που ισχύει κατά την ημερομηνία αποδοχής από τις αρμόδιες αρχές του σχετικού τελωνειακού εγγράφου και βάσει της δασμολογητέας αξίας και των άλλων στοιχείων φορολογήσεως ανεγνωρισμένων ή αποδεκτών κατά την ημερομηνία αυτή, με την επιφύλαξη των ενδεχομένως απαιτητών τόκων υπερημερίας» (24) (η υπογράμμιση δική μου).

22 Συνεπώς, το άρθρο 16 της οδηγίας παρέχει ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εισπράττουν τόκους υπερημερίας κατά την καταβολή εισαγωγικών δασμών και γεωργικών εισφορών για προϋόντα που τελούν υπό το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. Σημειώνω ότι, σύμφωνα με ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του κοινοτικού συστήματος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (25), με την οποία έγινε ανασκόπηση της επί του θέματος πολιτικής οκτώ κρατών μελών, μόνον η Ιταλία επέβαλλε κατά σύστημα τόκους, και μάλιστα με επιτόκιο χαμηλότερο από τα επιτόκια της αγοράς (26).

23 Η οδηγία αποτελεί μέτρο το οποίο προβλέπει εξαίρεση υπό την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού. Το γεγονός ότι η οδηγία εκδόθηκε πριν από τον κανονισμό δεν την εμποδίζει να αποτελεί τέτοιο μέτρο. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Wigei (27). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν τα τέλη υγειονομικού ελέγχου που εισπράττονταν κατά την εισαγωγή νωπού κρέατος πουλερικών από την Ουγγαρία αποτελούσαν επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, ασυμβίβαστη με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (28). Το κείμενο του άρθρου 11, παράγραφος 2, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού. Το Δικαστήριο τόνισε ότι, καίτοι το άρθρο 11, παράγραφος 2, απαγορεύει την επιβολή δασμών εκτός από τους προβλεπομένους από το Κοινό Δασμολόγιο ή εσωτερικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, η απαγόρευση αυτή ισχύει υπό την επιφύλαξη είτε ότι δεν περιέχονται αντίθετες διατάξεις στον κανονισμό 2777/75 είτε ότι το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής, να εισαγάγει εξαίρεση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια διάταξη παλαιότερης οδηγίας, συγκεκριμένα το άρθρο 15 της οδηγίας 71/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1971, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των συναλλαγών νωπών κρεάτων πουλερικών (29), αποτελούσε εξαίρεση, υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 2777/75, από την απαγόρευση της επιβολής από τα κράτη μέλη επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμούς.

24 Πρέπει να σημειωθεί ότι στο άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού γίνεται λόγος περί εξαιρέσεων που αποφασίζει το Συμβούλιο «με ειδική πλειοψηφία», ενώ η οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 100 της Συνθήκης με ομοφωνία. Ωστόσο, εφόσον κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, το Συμβούλιο μπορεί να εισάγει εξαιρέσεις με ειδική πλειοψηφία, κατά μείζονα λόγο το Συμβούλιο μπορεί να εισάγει εξαιρέσεις με ομοφωνία. Με την προπαρατεθείσα απόφαση Wigei, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η οδηγία 71/118 πρόβλεπε εξαίρεση υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 2777/75, παρ' όλον ότι η οδηγία αυτή είχε εκδοθεί από το Συμβούλιο με ομοφωνία, κατά τα άρθρα 100 και 43 της Συνθήκης.

25 Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν για οποιονδήποτε λόγο δεν γινόταν δεκτό ότι η οδηγία αποτελεί μέτρο που προβλέπει εξαίρεση υπό την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 2, θα ήταν οπωσδήποτε νόμιμη η παρέκκλιση που προβλέπει από την απαγόρευση των εισαγωγικών δασμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος την οπoία επιβάλλει ο κανονισμός. Ανεξαρτήτως της ρητής εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 2, η απαγόρευση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα άλλων κοινοτικών μέτρων. Ο κανονισμός αποτελεί γενικό μέτρο περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των σιτηρών και δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστά ανεφάρμοστο το άρθρο 16 της οδηγίας, το οποίο εισάγει έναν συγκεκριμένο κανόνα περί του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή.

26 Καταλήγω στο ότι οι επίμαχοι τόκοι υπερημερίας, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αποτελούν επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, δεν απαγορεύονται από τον κανονισμό και, συνεπώς, οι ιταλικές αρχές, αξιώνοντας την καταβολή τόκων υπερημερίας από την Pezzullo, δεν παρέβησαν το κοινοτικό δίκαιο.

27 Κατόπιν του ανωτέρω συμπεράσματος, δεν είναι ουσιαστικά αναγκαίο να εξεταστεί αν οι επίμαχοι τόκοι υπερημερίας αποτελούν επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. όΟσον αφορά το ζήτημα αυτό, είναι αρκετό να προβώ στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

28 Κατά την άποψή μου, στην περίπτωση που εισαχθούν προσωρινώς στην Κοινότητα προϋόντα υπό το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή και εν συνεχεία τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία τα υποπροϋόντα της επεξεργασίας, είναι αμφίβολο αν μπορούν να θεωρηθούν ως επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό οι επί της οφειλόμενης εισφοράς λόγω εισαγωγής τόκοι υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής.

29 Ο κανονισμός πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποχρέωση καταβολής εισφοράς λόγω εισαγωγής γεννάται κατά την εισαγωγή των προϋόντων στην Κοινότητα. Επομένως, στις περιπτώσεις που η εισφορά λόγω εισαγωγής δεν καταβάλλεται όταν εισάγονται τα προϋόντα, οφείλονται κατ' αρχήν τόκοι υπερημερίας. ςΟπως τονίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας αποτελεί τη φυσική συνέπεια της καθυστερήσεως στην καταβολή της εισφοράς, ο σκοπός δε της υποχρεώσεως αυτής έγκειται στην εξάλειψη του χρηματοοικονομικού οφέλους που θα αντλούσε ο εισαγωγέας από την καθυστέρηση αυτή και στην εξασφάλιση της επιτεύξεως των στόχων της εισφοράς λόγω εισαγωγής. Συνεπώς, οι τόκοι υπερημερίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. Το αντίθετο μπορεί να συμβαίνει, αν το επιτόκιο είναι υπερβολικό.

30 Πρέπει το συμπέρασμα να είναι διαφορετικό, όταν εισάγονται εμπορεύματα στην Κοινότητα υπό το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή; Κατά την άποψή μου, όχι. Οι στόχοι του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι οι τόκοι υπερημερίας δεν αποτελούν επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. Ο σκοπός που αποτελεί τη βάση του καθεστώτος αυτού, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω καθεστώς έχει θεσπιστεί σε εθνικό ή σε κοινοτικό επίπεδο, συνίσταται στην αποφυγή του ενδεχομένου να λειτουργούν οι έχοντες προορισμό να προστατεύσουν κάποια εγχώρια αγορά δασμολογικοί φραγμοί κατά τρόπο ώστε να δημιουργούν δυσκολίες στην εξαγωγική βιομηχανία. Συγκεκριμένα, με το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή σκοπείται να παρέχεται στον εξαγωγέα που χρησιμοποιεί εμπορεύματα από τρίτες χώρες για την παραγωγή προϋόντων προοριζομένων προς εξαγωγή η δυνατότητα να προμηθεύεται τα εν λόγω εμπορεύματα υπό τους ίδιους όρους όπως οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών, ούτως ώστε να μη περιέρχεται σε μειονεκτική θέση στο διεθνές εμπόριο (30). Είναι σαφές ότι ο σκοπός του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή δεν είναι να παρέχει στον εισαγωγέα τη δυνατότητα να θέτει σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα προϋόντα από τρίτες χώρες χωρίς να καταβάλλει στο ακέραιο τις επιβαλλόμενες από τον κανονισμό εισφορές λόγω εισαγωγής, οι οποίες σκοπούν να προστατεύσουν τις γεωργικές αγορές της Κοινότητας.

31 Τούτο καθίσταται σαφές και από την οδηγία. αΟπως είδαμε, η οδηγία επιτρέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις την παράδοση προς ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών που έχουν εισαχθεί υπό το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή ή προϋόντων που έχουν προκύψει από επεξεργασία στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού. Προβλέπει την παράδοση προς ελεύθερη κυκλοφορία «εφόσον οι περιστάσεις το δικαιολογούν», αλλά δεν καθορίζει κανένα κριτήριο ή όριο. Η ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του συστήματος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή τονίζει ότι, κατά το πνεύμα της οδηγίας, η διοχέτευση στην αγορά της Κοινότητας θεωρήθηκε ως εξαιρετικό γεγονός στις περιπτώσεις που το απαιτούσαν οι μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς (31). Η έκθεση αναφέρει:

«Δεν υπήρξε σχεδόν καμία πρόθεση να διευκολυνθούν οι μεταποιητές που πωλούν στην κοινοτική αγορά προϋόντα και οι οποίοι χρησιμοποιούν πρώτες ύλες προελεύσεως τρίτων χωρών, με το να παρέχεται σ' αυτούς προθεσμία αρκετών μηνών για την πληρωμή εισαγωγικών επιβαρύνσεων εις βάρος της Κοινότητας. Για να αποφευχθεί μια τέτοια έκβαση, είτε πρέπει να θεσπιστούν αυστηρότεροι κανονισμοί, ώστε να περιοριστούν οι διοχετεύσεις στο ελάχιστο, είτε, σαν εναλλακτική λύση, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια πρόβλεψη για τόκους (...)» (32).

32 Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θα έπρεπε να ήταν υποχρεωτική η είσπραξη τόκων με επιτόκιο της αγοράς, όταν τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία παράγωγα προϋόντα. Τούτο θα αντιστάθμιζε τα σύμφυτα με το σύστημα αναστολής (33) πλεονεκτήματα ως προς τη ροή μετρητών, οπότε οι μεταποιητές θα ετίθεντο στην ίδια μοίρα με τους άλλους κατασκευαστές, όταν θα πωλούσαν στην κοινοτική αγορά, αλλά δεν θα επηρεάζονταν αρνητικά όταν θα εξήγαν εκτός Κοινότητας, πράγμα που αποτελεί τον σκοπό της οδηγίας (34).

Τόκοι υπερημερίας επί του ΦΠΑ

33 Κατά την άποψή μου, ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή ότι εν προκειμένω οι κανόνες περί ΦΠΑ διαφέρουν από τους κανόνες που έχουν εφαρμογή επί των εισαγωγικών δασμών. Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας περί ΦΠΑ (35) προβλέπει τα εξής:

«Κατά την εισαγωγή, η γενεσιουργός αιτία επέρχεται και ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο εισόδου του αγαθού στο εσωτερικό της χώρας, κατά την έννοια του άρθρου 3.

υΟταν τα εισαγόμενα αγαθά υπόκεινται σε δασμούς, γεωργικές εισφορές ή επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο κοινής πολιτικής, τα κράτη μέλη δύνανται να σνναρτούν την γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό του φόρου με την γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό που προβλέπονται γι' αυτούς τους κοινοτικούς δασμούς, εισφορές και επιβαρύνσεις.

Σε περίπτωση που τα αγαθά δεν υπόκεινται σε κανένα από τους εν λόγω κοινοτικούς δασμούς ή φόρους, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν, ως προς την γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό του φόρου, τις ήδη εν ισχύι σχετικές διατάξεις επί των δασμών.

νΟταν τα αγαθά τίθενται, από της εισαγωγής τους, σε ένα από τα καθεστώτα που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, περίπτωση Α, ή υπό καθεστώς προσωρινής εισαγωγής ή διαμετακομίσεως, η γενεσιουργός αιτία και το απαιτητό του φόρου επέρχονται μόνο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο τα αγαθά εξέρχονται από το καθεστώς αυτό και δηλώνονται ότι τίθενται σε ανάλωση.»

34 Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, περίπτωση Α, στοιχείο εε, το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 3, έχει εφαρμογή επί του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (36).

35 Συνεπώς, η έκτη οδηγία περί ΦΠΑ προβλέπει ρητώς ότι η γενεσιουργός αιτία και το απαιτητό του φόρου επέρχονται μόνον κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εξέρχονται τα αγαθά από το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή και δηλώνεται ότι τίθενται σε ανάλωση. Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι φορολογικές αρχές αποκτούν το δικαίωμα προς πληρωμή του φόρου εκ μέρους του υποχρέου, έστω και αν η πληρωμή αυτή μπορεί να ανασταλεί. Συνεπώς, είναι το νωρίτερο χρονικό σημείο από το οποίο μπορούν να αρχίσουν να τρέχουν τόκοι υπερημερίας.

36 Το ότι ο ΦΠΑ καθίσταται απαιτητός μόνον κατά τον χρόνο κατά τον οποίο τα επίμαχα αγαθά εξέρχονται του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή μπορεί ίσως να εξηγηθεί από τα χαρακτηριστικά του συστήματος του ΦΠΑ. Σε αντίθεση με τους εισαγωγικούς δασμούς, ο ΦΠΑ δεν αποτελεί για τους εισαγωγείς κόστος μη δυνάμενο να καλυφθεί. Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας περί ΦΠΑ, ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος χρησιμοποιεί αγαθά για την πραγματοποίηση φορολογουμένων πράξεων έχει δικαίωμα προς έκπτωση του οφειλομένου ή καταβληθέντος ΦΠΑ για τα αγαθά αυτά. Το άρθρο 17, παράγραφος 1, προβλέπει ότι το δικαίωμα προς έκπτωση γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο εκπεστέος φόρος γίνεται απαιτητός. Συνεπώς, ο εισαγωγέας που καταβάλλει φόρο κατά τον χρόνο εισαγωγής έχει δικαίωμα, εφόσον χρησιμοποιεί αγαθά για φορολογούμενες πράξεις, προς πλήρη και άμεση έκπτωση του φόρου. Ο εισαγωγέας που κάνει χρήση του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή αποκτά δικαίωμα προς έκπτωση μόνον όταν ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά την έξοδο των αγαθών από το καθεστώς αυτό. Συνεπώς, η είσπραξη τόκων από τον χρόνο της αρχικής εισαγωγής των εμπορευμάτων θα ήταν αδικαιολόγητη.

Συμπέρασμα

37 Επομένως, είμαι της γνώμης ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«ηΟταν έγινε η επίμαχη εισαγωγή, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγόρευε την είσπραξη τόκων υπερημερίας επί του εισαγωγικού δασμού για το χρονικό διάστημα μεταξύ της προσωρινής και της οριστικής εισαγωγής, αλλά απαγόρευε την είσπραξη τόκων υπερημερίας επί του ΦΠΑ που έπρεπε να καταβληθεί λόγω της εισαγωγής.»

(1) - ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158.

(2) - ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 34.

(3) - Εκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

(4) - Κανονισμός της 20ής Απριλίου 1962 (JO 1962, L 13, σ. 933).

(5) - Κανονισμός 120/67/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1967, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (JO 1967, L 117, σ. 2269).

(6) - Βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 1.

(7) - Βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 2.

(8) - Βλ. την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1993 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-320/90 έως C-322/90, Telemarsicabruzzo κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι-393), τις διατάξεις της 19ης Μαρτίου 1993 στην υπόθεση C-157/92, Banchero (Συλλογή 1993, σ. Ι-1085), της 9ης Αυγούστου 1994 στην υπόθεση C-378/93, La Pyramide (Συλλογή 1994, σ. Ι-3999), της 23ης Μαρτίου 1995 στην υπόθεση C-458/93, Saddik (Συλλογή 1995, σ. Ι-511), και της 7ης Απριλίου 1995 στην υπόθεση C-167/94, Grau Gomis κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-1023), διάταξη η οποία διορθώθηκε με διάταξη της 6ης Ιουνίου 1995.

(9) - Απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-316/93 (Συλλογή 1994, σ. Ι-763).

(10) - Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1994 στην υπόθεση C-315/92, Verband Sozialer Wettbewerb (Συλλογή 1994, σ. Ι-317, σκέψη 7).

(11) - Βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 1. Ο κανονισμός έχει έκτοτε τροποποιηθεί.

(12) - Βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 5.

(13) - Βλ. το προοίμιο, δέκατη αιτιολογική σκέψη, και τα άρθρα 13 έως 20.

(14) - Απόφαση της 1ης Ιουλίου 1969 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 2/69 και 3/69, Diamantarbeiders (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 59, σκέψεις 15 έως 18), και απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1977 στην υπόθεση 46/76, Bauhuis (Συλλογή τόμος 1977, σ. 1, σκέψη 10).

(15) - Βλ. την απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1973 στην υπόθεση 34/73, Variola (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 657, σκέψη 3).

(16) - Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση C-125/94, Aprile (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 39 έως 41).

(17) - Aπόφαση της 28ης Ιουνίου 1978 στην υπόθεση 70/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 455, σκέψεις 21 έως 23).

(18) - Βλ. ανωτέρω την υποσημείωση 2.

(19) - ΕΕ 1985, L 188, σ. 1. Βλ. επίσης τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2228/91 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1991, περί διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1999/85 του Συμβουλίου για το καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (ΕΕ 1991, L 210, σ. 1).

(20) - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1).

(21) - Βλ. το προοίμιο, δεύτερη αιτιολογική σκέψη.

(22) - Τα παράγωγα προϋόντα ορίζονται στα άρθρα 2, παράγραφος 3, και 24 της οδηγίας. Περιλαμβάνουν τα προϋόντα που παράγονται κατόπιν επεξεργασίας των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της συναρμολογήσεως, της συνενώσεως ή της προσαρμογής τους σε άλλα εμπορεύματα.

(23) - Βλ. το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αα και στοιχείο ββ, πρώτη περίπτωση.

(24) - Το άρθρο 18 ορίζει, εισάγοντας συναφώς εξαίρεση, ότι το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, θα καταρτίσει με ειδική πλειοψηφία πίνακα των παραγώγων προϋόντων και των ενδιαμέσων προϋόντων των οποίων η θέση σε ανάλωση θα γίνεται με την επιβολή των δασμών, επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος ή γεωργικών εισφορών που αφορούν αυτά τα ίδια και όχι εκείνων που αφορούν τα εισαχθέντα εμπορεύματα.

(25) - ΕΕ 1983, C 88, σ. 3.

(26) - Οπ.π., σημείο 19.

(27) - Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1980 στην υπόθεση 30/79 (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 87).

(28) - ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 71.

(29) - ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 116.

(30) - Βλ. το σημείο 2 της προαναφερθείσας στην υποσημείωση 25 εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και την απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995 στην υπόθεση C-437/93, Temic Telefunken (Συλλογή 1995, σ. Ι-1687, σκέψεις 18 και 19).

(31) - Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25 έκθεση, σημείο 17.

(32) - Οπ.π.

(33) - Κατά την οδηγία, χορηγείται απαλλαγή από δασμούς, επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος και γεωργικές εισφορές είτε κατά το σύστημα αναστολής είτε κατά το σύστημα επιστροφής, η δε επιλογή απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών (βλ. το άρθρο 3).

(34) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25 έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σημείο 19. Βλ. όμως τις απαντήσεις της Επιτροπής στις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του κοινοτικού συστήματος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή (ΕΕ 1983, C 88, σ. 9, σημεία 17 έως 19).

(35) - Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 3.

(36) - Το αγγλικό κείμενο είναι διφορούμενο, αλλά το νόημα είναι σαφές στην απόδοση της διατάξεως σε άλλες γλώσσες.