Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61995C0408

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 27ης Μαΐου 1997. - Eurotunnel SA κ.λπ. κατά SeaFrance. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Tribunal de commerce de Paris - Γαλλία. - Μεταβατικό καθεστώς των καταστημάτων αϕορολογήτων ειδών - Οδηγίες 91/680/ΕΟΚ και 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου - Εκτίμηση του κύρους. - Υπόθεση C-408/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-06315


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, που δημιουργεί έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, προοιωνίζει επιτεύξεις άκρως επωφελείς για τον κοινοτικό πολίτη. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η άρση των φορολογικών συνόρων μεταξύ κρατών μελών, στοιχείο απαραίτητο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, θα επιφέρει μία τουλάχιστον συνέπεια, που, σε συναισθηματικό, αν μη τι άλλο, επίπεδο, δεν θα αποβεί και τόσο ευχάριστη για τους πολίτες: αναφέρομαι στην κατάργηση της δυνατότητάς τους να αγοράζουν εμπορεύματα αφορολόγητα (duty-free). Η δυνατότητα αυτή, πράγματι, προορίζεται να εξαφανισθεί, όσον αφορά - εννοείται - τα ταξίδια εντός του κοινοτικού εδάφους, κατά το πέρας μιας περιόδου που λήγει στις 30 Ιουνίου 1999.

Η παρούσα διαδικασία κοντεύει να πλησιάσει τη στιγμή, κατά την οποία δεν θα είναι πλέον δυνατόν, στους ταξιδιώτες που πραγματοποιούν πτήσεις ή διαβαίνουν θάλασσες εντός της Κοινότητας, να αγοράζουν εμπορεύματα duty-free. Και πράγματι, τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχει υποβάλει στο Δικαστήριο το tribunal de commerce de Paris αφορούν το κύρος του άρθρου 28ια της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (1) (στο εξής: έκτη οδηγία ΦΠΑ), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 91/680/ΕΟΚ (2), καθώς και το κύρος του άρθρου 28 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (3) (στο εξής: οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως). Πρόκειται ακριβώς για τις διατάξεις που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να διατηρήσουν, μέχρι τις 30 Ιουνίου 1999, το καθεστώς φοροαπαλλαγής όσον αφορά την ενδοκοινοτική αεροπορική ή θαλάσσια διακίνηση ταξιδιωτών.

Το κανονιστικό πλαίσιο

2 Η οδηγία 91/680 και η οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως έχουν ως κύριο σκοπό να δημιουργήσουν, από 1ης Ιανουαρίου 1993, τις συνθήκες που είναι αναγκαίες για την άρση των φορολογικών συνόρων εντός της Κοινότητας. Για να διευκολύνουν τη μετάβαση στο οριστικό καθεστώς φορολογήσεως των συναλλαγών βάσει της χώρας προελεύσεως του εμπορεύματος, οι οδηγίες αυτές προέβλεψαν μεταβατική περίοδο λήγουσα στις 31 Δεκεμβρίου 1996. Όπως όμως προκύπτει από τις εν λόγω οδηγίες: «πρέπει να γίνει κατάλληλη εκμετάλλευση της μεταβατικής περιόδου φορολόγησης των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, προκειμένου να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για να αντισταθμιστούν τόσο οι κοινωνικές επιπτώσεις στους σχετικούς τομείς, όσο και οι περιφερειακές δυσχέρειες, ιδίως στις παραμεθόριες περιοχές, που θα μπορούσαν να προκληθούν από την κατάργηση της φορολόγησης κατά την εισαγωγή και της αποφορολόγησης κατά την εξαγωγή στις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές· (...) για τον σκοπό αυτό, πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν, για μια περίοδο που θα λήγει στις 30 Ιουνίου 1999, τις παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται, εντός των προβλεπομένων ορίων, από ειδικά πρατήρια αφορολόγητων ειδών, και αυτό στα πλαίσια των αεροπορικών ή θαλάσσιων διακινήσεων ταξιδιωτών μεταξύ των κρατών μελών» (4).

Το άρθρο 28ια της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, δικαιολογητική βάση της οποίας συνιστά η προπαρατεθείσα αιτιολογική σκέψη, ορίζει, καθ' όσον ενδιαφέρει εδώ:

«Κατά το μέχρι τις 30 Ιουνίου 1999 χρονικό διάστημα, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

1) Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τις παραδόσεις, από τα ειδικά πρατήρια αγαθών προοριζόμενων να μεταφερθούν στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιώτη που πηγαίνει με ενδοκοινοτικό θαλάσσιο πλου ή πτήση σε άλλο κράτος μέλος.

(...)

Εξομοιώνονται με παραδόσεις αγαθών από ειδικά πρατήρια, οι παραδόσεις αγαθών επί σκάφους ή αεροσκάφους κατά τη διάρκεια ενδοκοινοτικής μεταφοράς επιβατών.

Η παρούσα απαλλαγή ισχύει επίσης για τις παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται από ειδικά πρατήρια που ευρίσκονται στο χώρο ενός από τους δύο σταθμούς πρόσβασης στη σήραγγα της Μάγχης, για επιβάτες εφοδιασμένους με εισιτήριο που ισχύει για τη διαδρομή μεταξύ αυτών των δύο τερματικών σταθμών.

2) Το ευεργέτημα της προβλεπόμενης στο σημείο 1 απαλλαγής καλύπτει μόνον τις παραδόσεις αγαθών:

α) Η συνολική αξία των οποίων δεν υπερβαίνει, ανά άτομο και ανά ταξίδι, τα όρια που προβλέπονται από τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις στα πλαίσια της διακίνησης ταξιδιωτών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας (...).»

Το άρθρο 28 της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως περιέχει διατάξεις με το ίδιο περιεχόμενο και παρόμοια ουσιαστικά διατύπωση.

Τέλος, για να συμπληρωθεί το κανονιστικό πλαίσιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα όρια των αφορολόγητων αγορών, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 28ια, αριθ. 2, στοιχείο αα, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, τροποποιήθηκαν με την οδηγία 94/4/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1994 (5). Κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι το ευεργέτημα της απαλλαγής καλύπτει μόνον τις παραδόσεις αγαθών, «η συνολική αξία των οποίων δεν υπερβαίνει, ανά άτομο και ανά ταξίδι, τα 90 ECU».

3 Η Γαλλία, η οποία υλοποίησε τη μεταφορά των εν λόγω οδηγιών στο εθνικό της δίκαιο με τον νόμο 92-677 της 17ης Ιουλίου 1992, έκανε χρήση της δυνατότητας απαλλαγής, την οποία προσφέρουν τα άρθρα 28ια της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και 28 της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως. Οι εθνικές εκτελεστικές διατάξεις, που επαναλαμβάνουν κατά γράμμα τις οικείες διατάξεις των εν λόγω άρθρων, προβλέπουν, πράγματι, την απαλλαγή από την πληρωμή ΦΠΑ και ειδικών φόρων καταναλώσεως, μέχρι τις 30 Ιουνίου 1999, για αγορές τις οποίες πραγματοποιούν οι ταξιδιώτες στο πλαίσιο της ενδοκοινοτικής αεροπορικής ή θαλασσίας διακινήσεως, καθώς και στην περιοχή του (γαλλικού) τερματικού σταθμού προσβάσεως στη σήραγγα της Μάγχης (6).

Πραγματικά περιστατικά και προδικαστικά ερωτήματα

4 Στη διαφορά της κύριας δίκης, διάδικοι είναι αφενός μεν οι εταιρίες που συνδιαχειρίζονται την υποθαλάσσια σιδηροδρομική σύνδεση που διέρχεται από τη σήραγγα της Μάγχης, ήτοι οι εταιρίες γαλλικού δικαίου Eurotunnel SA και France Manche και οι εταιρίες αγγλικού δικαίου Eurotunnel plc και The Channel Tunnel Group Ltd (στο εξής: Eurotunnel), αφετέρου δε ένας από τους θαλασσίους μεταφορείς που διασχίζουν τη Μάγχη, η Sociιtι nouvelle d'armement transmanche (νυν επονομαζόμενη SeaFrance, στο εξής: SNAT) εταιρία τελούσα από τον έλεγχο της SNCF, η οποία, από κοινού με την εταιρία STENA, διαχειρίζεται ορισμένον αριθμό πορθμείων υπό το όνομα Sealink. Ειδικότερα, στις 14 Ιουνίου 1995, η Eurotunnel άσκησε, ενώπιον του Tribunal de commerce de Paris, αγωγή λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού κατά της SNAT (7), ζητώντας του να αναγνωρίσει ότι, από τις 22 Δεκεμβρίου 1994, αφότου δηλαδή το Shuttle άρχισε να μεταφέρει και επιβατηγά αυτοκίνητα, η SNAT ασκεί έναντι αυτής αθέμιτο ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια, να της απαγορεύσει να πραγματοποιεί συναλλαγές απαλλαγμένες από ΦΠΑ και ειδικούς φόρους καταναλώσεως, να την υποχρεώσει να της καταβάλει 77 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα (FF) εις αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη από τις 22 Δεκεμβρίου 1994 μέχρι τις 31 Μαου 1995 και 15 εκατομμύρια FF για κάθε επί πλέον μήνα, καθώς και 500 000 FF κατά το άρθρο 700 του νέου code de procιdure civile.

Η Eurotunnel, καίτοι αναγνώρισε ότι, εντός ολίγων μηνών, κατέκτησε πολύ σημαντικά μερίδια της κινήσεως επιβατών μέσω της Μάγχης, υποστήριξε, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ότι είχε εξαπολυθεί κατ' αυτής εμπορικός πόλεμος περί τους όρους της διασχίσεως· εκδηλώσεις αυτού του πολέμου ήσαν η πώληση εισιτηρίων κάτω του κόστους, την οποία αναπλήρωνε η - υπερβολική, κατ' αυτήν, - προώθηση των αφορολογήτων πωλήσεων οινοπνευματωδών και παραγώγων καπνού επί των πορθμείων που διασχίζουν τη Μάγχη. Επειδή δε οι πράξεις αυτές επιτρέπονταν από το άρθρο 28ια της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και το άρθρο 28 της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως, από διατάξεις δηλαδή που, κατά την άποψη της Eurotunnel, είναι παράνομες, παρίστατο αναγκαίο να αποφανθεί επί του κύρους αυτών το Δικαστήριο. Σ' αυτούς, δηλαδή, τους λόγους στήριξε η Eurotunnel την αγωγή της.

Η SNAT, από την πλευρά της, ζήτησε την απόρριψη των αξιώσεων της Eurotunnel, ισχυριζόμενη ότι εφάρμοσε απλώς εθνικές διατάξεις που αποτελούν πιστή μεταφορά κοινοτικών διατάξεων, οπότε σε καμμία περίπτωση δεν μπορούσε να της καταλογιστεί αθέμιτος ανταγωνισμός, που είναι, ούτως ή άλλως, αναπόδεικτος. Προσέθεσε ότι μοναδικός αληθής σκοπός της αγωγής της Eurotunnel ήταν να προκαλέσει την κήρυξη της ακυρότητας των αμφισβητουμένων οδηγιών, πράγμα που πρέπει να αποκλεισθεί για δύο λόγους. Πρώτον, η Eurotunnel παρέλειψε, παρ' όλον ότι είχε την ευχέρεια να το πράξει, να προσβάλει τις εν λόγω οδηγίες βάσει του άρθρου 173. Δεύτερον, το αίτημα της Eurotunnel περί κηρύξεως της εν λόγω ακυρότητας είχε ήδη απορριφθεί από τα αγγλικά δικαστήρια. Αναφέρεται σχετικώς - είναι σκόπιμο να υπομνησθεί - στην απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1995 του High Court of Justice, με την οποία αυτό απέρριψε την αγωγή την οποία είχε ασκήσει, στις 30 Ιουνίου 1994, η Eurotunnel κατά των αγγλικών διατάξεων περί μεταφοράς των συζητουμένων εδώ οδηγιών (8).

5 Το tribunal de commerce, επισημαίνοντας ότι η Eurotunnel υφίσταται απώλεια εισπράξεων λόγω του ανταγωνισμού της SNAT και ότι η πώληση επί ζημία απαγορεύεται στη Γαλλία μόνο για τα προϋόντα και όχι για τις υπηρεσίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μοναδικός ισχυρισμός που θα μπορούσε να προβάλει η Eurotunnel στο πλαίσιο αγωγής λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού είναι ότι η SNAT εφαρμόζει τον εθνικό κανόνα, με τον οποίο μεταφέρθηκε (πιστά) παράνομη διάταξη του Συμβουλίου.

Γι' αυτό, το εθνικό δικαστήριο έκρινε αναγκαίο, προς επίλυση της διαφοράς, να προβεί σε προδικαστική παραπομπή προς το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, ερωτά:

«1) Εφόσον η Eurotunnel δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως, βάσει του άρθρου 173, κατά των οδηγιών 91/680 και 92/12 του Συμβουλίου, όσον αφορά τις διατάξεις τους σχετικά με το φορολογικό καθεστώς (επιβολή ΦΠΑ και ειδικών φόρων καταναλώσεως) που αφορά τις συγκοινωνίες στη Μάγχη και εφόσον το High Court of Justice απέρριψε, με απόφασή του της 17ης Φεβρουαρίου 1995, σχετικό αίτημα της Eurotunnel, μπορεί η εταιρία αυτή να ζητήσει παραδεκτώς την ακύρωσή τους βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εξέδωσε παρατύπως το Συμβούλιο τις οδηγίες αυτές;

Επικουρικά, καλύπτει η οδηγία 94/4 ενδεχόμενη ακύρωση των δύο αυτών οδηγιών;

3) Σε περίπτωση ακυρώσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως πταίσμα της εταιρίας SA SNAT (Nouvelle d'Armement Transmanche) το γεγονός ότι αυτή εφάρμοσε τους σχετικούς φορολογικούς νόμους που εκδόθηκαν σε εκτέλεση των οδηγιών αυτών; Από ποια ημερομηνία θεωρείται ότι διαπράχθηκε το πταίσμα αυτό;»

6 Με τα υποβαλλόμενα στο Δικαστήριο ερωτήματα ερωτάται, δηλαδή, αν η Eurotunnel δύναται, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας, να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας των αμφισβητουμένων οδηγιών (9), παρ' όλον ότι δεν τις προσέβαλε με προσφυγή ακυρώσεως κατά το άρθρο 173 (πρώτο ερώτημα)· αν οι δύο συζητούμενες οδηγίες εκδόθηκαν νομοτύπως (δεύτερο ερώτημα)· και ποιες είναι οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης κηρύξεως ακυρότητας των εν λόγω οδηγιών ως προς την αγωγή λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού, και ειδικότερα σε σχέση προς την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η Eurotunnel (τρίτο ερώτημα).

Πριν εξετάσω το ειδικό ζήτημα του παραδεκτού, το οποίο εγείρει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο του ερώτημα, κρίνω αναγκαίο να σταθούμε σε δύο άλλες πτυχές του παραδεκτού, γενικότερου χαρακτήρα, που θίχτηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η SNAT και οι υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες υποστήριξαν, πράγματι, ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να απαντήσει σε κανένα από τα υποβαλλόμενα ερωτήματα. Ισχυρίστηκαν σχετικώς ότι η ασκηθείσα από την Eurotunnel ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αγωγή έχει προδήλως πεποιημένο χαρακτήρα και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα υποβαλλόμενα στο Δικαστήριο ερωτήματα είναι προδήλως άσχετα προς το αντικείμενο της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, και άρα μη αναγκαία προς επίλυση της κύριας διαφοράς.

Επί του παραδεκτού

7 Αρχίζω με την υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «οσάκις ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ανακύπτει ερώτημα σχετικά με το κύρος πράξεως εκδοθείσας από τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας, στο εν λόγω εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν είναι αναγκαία μία απόφαση επί του σημείου αυτού προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του και, επομένως, να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εν λόγω ερωτήματος. Σ' αυτό, λοιπόν, εναπόκειται, στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια που θεσπίζεται από το άρθρο 177 της Συνθήκης, να απαντήσει στο υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα, εκτός εάν κρίνει ότι το υποβληθέν ερώτημα δεν έχει καμμία σχέση με την πραγματικότητα ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης» (10).

Η άποψη της SNAT, επομένως, καθ' όσον στηρίζεται στον πεποιημένο χαρακτήρα της διαφοράς και στην πρόδηλη έλλειψη επιρροής των ερωτημάτων επί της ουσίας της διαφοράς, αφορά ακριβώς τις δύο περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο, σύμφωνα με την προμνησθείσα νομολογία (11), κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο να απαντήσει στον εθνικό δικαστή και, επομένως, καταργεί τη δίκη.

- Περί του πεποιημένου χαρακτήρα της διαφοράς

8 Η SNAT και οι υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες παρατηρούν ότι πραγματικό επίδικο αντικείμενο στην κύρια διαφορά δεν είναι η αποκατάσταση των ζημιών που έχει ενδεχομένως υποστεί η Eurotunnel, αλλά το ζήτημα του κύρους των οδηγιών που επιτρέπουν να διατηρηθεί, μέχρι τις 30 Ιουνίου 1999, το καθεστώς πωλήσεων duty-free. Με άλλα λόγια, ουσιαστικός σκοπός της αγωγής της Eurotunnel είναι ακριβώς να κηρυχθεί το ανίσχυρον των οδηγιών αυτών και όχι να επιτευχθεί η αποζημίωση. Αυτό προκύπτει αφενός μεν από το γεγονός ότι η Eurotunnel επιχείρησε ήδη, αλλ' ανεπιτυχώς, να προκαλέσει προδικαστική παραπομπή του ζητήματος αυτού από το High Court of Justice, αφετέρου δε από τις δημόσιες δηλώσεις του ίδιου του προέδρου της (12).

Υπ' αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές, κατά την άποψη της SNAT, ότι η ασκηθείσα από την Eurotunnel αγωγή λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί δικονομικό τέχνασμα, με το οποίο επιδιώκει να ωθήσει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους των οικείων οδηγιών. Μια τέτοια, όμως, χρήση του άρθρου 177 συνιστά κατάχρηση και πρέπει, γι' αυτό, να οδηγήσει το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία Foglia (13), να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο.

9 Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη αυτή. Και ναι μεν είναι αληθές ότι, με την απόφαση Foglia II, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, η κήρυξη αναρμοδιότητας «επιτρέπει να αποφευχθεί η χρησιμοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 177 για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που έχει η Συνθήκη», είναι όμως επίσης αληθές ότι αυτό διευκρίνισε προκαταρκτικώς ότι δεν είναι αρμόδιο «να απαντά σε ερωτήματα περί ερμηνείας που του υποβάλλονται στο πλαίσιο διαδικασίας που είναι προκατασκευασμένη από τους διαδίκους με σκοπό να αγάγουν το Δικαστήριο στο να λάβει θέση επί ορισμένων προβλημάτων κοινοτικού δικαίου, τα οποία δεν ανταποκρίνονται σε αντικειμενική ανάγκη που συνδέεται με την επίλυση διαφοράς» (14).

Αν η υπόθεση Eurotunnel εκτιμηθεί στο σύνολό της, δεν μπορεί ασφαλώς να αποκλεισθεί το ότι την ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου διαφορά την επιδίωξε επίμονα η Eurotunnel με τον μοναδικό και συγκεκριμένο σκοπό να αποσπάσει την κήρυξη του ανισχύρου των αμφισβητουμένων οδηγιών (15). Τούτο δεν αναιρεί, όμως, το γεγονός ότι η ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υπόθεση ουδόλως έχει τον χαρακτήρα δικονομικού σχεδίου προκατασκευασμένου από τους διαδίκους υπό την έννοια που έχει αποσαφηνίσει το Δικαστήριο. Αντιθέτως, είναι πλέον ή προφανές ότι οι διάδικοι εν προκειμένω δεν συμφωνούν σε τίποτε: ούτε ως προς το αναγκαίον της παραπομπής στο Δικαστήριο, αφού μάλιστα η SNAT αμφισβητεί το παραδεκτόν των τιθεμένων ερωτημάτων, ούτε ως προς το επιδιωκόμενο επί της ουσίας αποτέλεσμα.

10 Εξ άλλου, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι πεποιημένη είναι μια διαφορά όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι διάδικοι συμφωνούν τόσο επί του επιδίκου αντικειμένου όσο και επί της αποφάσεως περί παραπομπής στο Δικαστήριο, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες το άρθρο 177 χρησιμοποιείται κατά τρόπο που δεν συνάδει ακριβώς προς τον σκοπό του, και πάλι η έννοια της καταχρήσεως διαδικασίας δεν μπορεί παρά να περιορίζεται αυστηρώς σε εξαιρετικές περιπτώσεις (16). Η λύση αυτή επιβάλλεται, ειδικότερα αν ληφθεί υπόψη ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζει στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας το εθνικό δικαστήριο, που ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλό «εργαλείο» στα χέρια των διαδίκων ή ενός εξ αυτών (17).

Τελικά, θεωρώ ότι δεν συντρέχουν ικανά στοιχεία για να χαρακτηρισθεί πεποιημένη η διαφορά της κύριας δίκης. Προσθέτω ότι, εν πάση περιπτώσει, ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει η Eurotunnel μέσω της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αγωγής της δεν μπορεί να προσλάβει τέτοια βαρύτητα ώστε να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι τα υποβαλλόμενα στο Δικαστήριο ερωτήματα ενέχουν κατάχρηση διαδικασίας και καταστρατήγηση του σκοπού του άρθρου 177.

- Περί της λυσιτέλειας των ερωτημάτων

11 Η SNAT και οι υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες υποστηρίζουν ότι τα υποβαλλόμενα ερωτήματα δεν ασκούν επιρροή στην ουσία της διαφοράς, καθ' όσον, και αν ακόμη οι αμφισβητούμενες οδηγίες ήθελαν κηρυχθεί ανίσχυρες, και πάλι η SNAT δεν θα μπορούσε να κληθεί να αποκαταστήσει τη ζημία που ενδεχομένως υπέστη η Eurotunnel. Πράγματι, το μόνο που έπραξε η SNAT ήταν να εφαρμόσει, εντελώς καλοπίστως, έναν εθνικό νόμο με τον οποίο ορθώς είχαν μεταφερθεί οι εν λόγω οδηγίες στην εθνική έννομη τάξη: άρα, η συμπεριφορά της δεν μπορεί να θεωρηθεί άδικη, προϋπόθεση για να γεννηθεί ευθύνη. Επομένως, προς επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν υπάρχει καμμία ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του κύρους των οδηγιών.

12 Η προεκτιθέμενη θέση επιβάλλει να ερευνηθεί αν η απάντηση στα προκείμενα προδικαστικά ερωτήματα ενδέχεται ή όχι να αποβεί χρήσιμη στο αιτούν δικαστήριο προς επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς. Μια τέτοια έρευνα της λυσιτέλειας, που στην πράξη σε οριακές μόνο περιπτώσεις ανακύπτει, έχει μέχρι τώρα οδηγήσει το Δικαστήριο να αρνηθεί να απαντήσει μόνον εφόσον ευρίσκεται προ ερωτημάτων που «δεν έχουν προφανώς καμμία σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της κύριας δίκης» (18), ή «υποθετικής φύσεως» (19), ή ακόμη που δεν «είναι αντικειμενικώς αναγκαία για την απόφαση που καλείται να λάβει ο (...) δικαστής» (20).

Υπ' αυτό το πρίσμα, αποκτούν ιδιαίτερη βερύτητα οι λόγοι που ενδεχομένως αναφέρει, με την παραπεμπτική διάταξη, το ίδιο το εθνικό δικαστήριο, για να εξηγήσει πώς τα υποβαλλόμενα ερωτήματα συνδέονται με την εκκρεμή ενώπιόν του διαφορά και, άρα, γιατί του είναι αναγκαία η απάντηση του Δικαστηρίου (21).

13 Στην περίπτωση, όμως, που μας απασχολεί, το εθνικό δικαστήριο διαβεβαίωσε απλώς ότι ο μοναδικός λόγος που μπορεί να δικαιολογήσει την αγωγή λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού είναι ότι η SNAT εφάρμοσε την εθνική διάταξη με την οποία μεταφέρθηκε (πιστά) στο εθνικό δίκαιο μια παράνομη διάταξη του Συμβουλίου. Και, ενώ προκύπτει σαφώς ότι η επιβεβαίωση του κύρους των αμφισβητουμένων οδηγιών θα συνεπιφέρει απόρριψη των αιτημάτων της Eurotunnel, δεν είναι εξ ίσου σαφές κατά ποίο τρόπο ενδεχόμενη κήρυξη ακυρότητας θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση της αγωγής λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού, και ειδικότερα το αίτημα της Eurotunnel περί αποζημιώσεώς της από την SNAT.

Αρκεί αυτό για να θεωρηθεί ότι τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα δεν είναι αναγκαία προς επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου; Καίτοι αναγνωρίζω ότι, επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος, η παραπεμπτική διάταξη δεν αποτελεί ασφαλώς υπόδειγμα σαφήνειας, θεωρώ ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.

14 Πρώτον, η χρησιμότητα της απαντήσεως του Δικαστηρίου προς επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης είναι αναμφίβολη στην περίπτωση κατά την οποία από την εξέταση των υποβαλλομένων ερωτημάτων δεν ανακύπτουν στοιχεία ικανά να πλήξουν το κύρος των αμφισβητουμένων οδηγιών (22). Δεύτερον, η προβαλλόμενη από την SNAT περίσταση ότι αυτή επ' ουδενί λόγω δύναται να κληθεί - σε περίπτωση που οι αμφισβητούμενες οδηγίες κηρυχθούν άκυρες - να αποκαταστήσει την ενδεχομένως επελθούσα στην Eurotunnel ζημία (23), μπορεί να μην αρκεί αφ' εαυτής για ν' αναιρέσει κάθε έννομο συμφέρον προς άσκηση αγωγής λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού (24).

Εν κατακλείδι, θα ήταν, κατά την άποψή μου, βεβιασμένο να υποστηριχθεί ότι τα υποβαλλόμενα ερωτήματα προδήλως στερούνται πάσης σχέσεως προς το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι εξ αντικειμένου δεν είναι αναγκαία για την εκδίκαση της διαφοράς (25). Έρχομαι, επομένως, στην εξέταση των υποβληθέντων από το εθνικό δικαστήριο ερωτημάτων.

Επί του πρώτου ερωτήματος

15 Με το πρώτο ερώτημα, υπενθυμίζω, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η Eurotunnel δύναται να επικαλεστεί την ακυρότητα των εν λόγω οδηγιών στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας. Οι εκφραζόμενες με το ερώτημα αυτό αμφιβολίες οφείλονται στο γεγονός ότι η Eurotunnel δεν προσέβαλε τις εν λόγω οδηγίες με προσφυγή ακυρώσεως κατά το άρθρο 173, καθώς και στο ότι το High Court of Justice, με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1995, απέρριψε την αγωγή την οποία είχε ασκήσει ενώπιόν του η Eurotunnel, ζητώντας τον έλεγχο της νομιμότητας των μέτρων που είχε θεσπίσει το Ηνωμένο Βασίλειο εις εκτέλεση των αμφισβητουμένων διατάξεων.

16 Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, όμως, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, με την παραπεμπτική διάταξη, αφενός μεν ότι «δεν εναπόκειται σ' αυτό να ερμηνεύσει την απόφαση του High Court of Justice, το οποίο είναι και μόνο αρμόδιο σχετικά, ούτε να εξετάσει τους λόγους της αποφάσεως αυτής»· αφετέρου δε ότι «η διαδικασία στο Λονδίνο δεν μας γνωστοποιήθηκε πλήρως» και ότι «οι διάδικοι είναι διαφορετικοί».

Συναφώς, θεωρώ ότι αρκεί εδώ η παρατήρηση ότι η ασκηθείσα από την Eurotunnel ενώπιον του High Court of Justice αγωγή δεν έχει καμμία σημασία για την παρούσα διαδικασία. Πράγματι, πέραν του ότι πρόκειται για διαφορετική αγωγή με διαφορετικούς διαδίκους, είναι πλέον ή προφανές ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177, το Δικαστήριο δεν μπορεί ασφαλώς να ελέγχει το αναγκαίον της προδικαστικής παραπομπής με γνώμονα τη λύση που έχει υιοθετήσει ένα άλλο εθνικό δικαστήριο σχετικά με ανάλογο πρόβλημα. Η διαδικασία του άρθρου 177 είναι, δηλαδή, διαδικασία μεταξύ δύο δικαστηρίων, στην οποία το εθνικό δικαστήριο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του να υποβάλλει ερωτήματα στο Δικαστήριο, οσάκις διατηρεί αμφιβολίες επί ζητήματος που άπτεται της ερμηνείας και/ή του κύρους διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

17 Αντιθέτως, ως προς την έτερη πτυχή του παραδεκτού που θίγεται με το ίδιο ερώτημα πρέπει να ερευνηθεί αν το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου η Eurotunnel ήγειρε το ζήτημα του κύρους των αμφισβητουμένων οδηγιών, δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει και να λάβει επ' αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 177, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ββ, απόφανση του Δικαστηρίου: τούτο δε για τον μόνο λόγο ότι η Eurotunnel δεν προσέβαλε αυτές τις οδηγίες, αν βέβαια δεχτούμε ότι νομιμοποιείτο να το πράξει, μέσω προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 173. Το ερώτημα αυτό, όπως τονίζεται στην ίδια την παραπεμπτική διάταξη, τέθηκε λόγω της λύσεως την οποία δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση TWD Textilwerke Deggendorf (στο εξής: απόφαση TWD) (26).

Με την εν λόγω απόφαση, συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αναθεώρησε την προηγούμενη σχετική του νομολογία, από την οποία προέκυπτε, είτε ρητώς (27), είτε εμμέσως μόνον (28), ότι οι ιδιώτες μπορούν κάλλιστα να επικαλούνται την έλλειψη νομιμότητας κοινοτικής πράξεως μέσω της διαδικασίας του άρθρου 177, χωρίς να είναι αναγκαίο να πιστοποιείται ότι υπήρχε ενδεχομένως η - αναγνωριζόμενη σ' αυτούς - δυνατότητα να προσβάλουν ευθέως την εν λόγω πράξη.

18 Η απόφαση TWD αναθεώρησε εν μέρει την θεώρηση αυτή. Με την εν λόγω απόφαση, συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο αποδέκτης ενισχύσεως δεν μπορούσε να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής, που απευθυνόταν στο χορηγήσαν την ενίσχυση κράτος μέλος και το καλούσε να την αναζητήσει, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου: Και τούτο διότι ακριβώς η εν λόγω επιχείρηση μπορούσε κάλλιστα - εφόσον νομιμοποιείτο προς τούτο - να προσβάλει την προλεχθείσα απόφαση βάσει του άρθρου 173. Αντίθετη λύση θα σήμαινε, κατά το Δικαστήριο, ότι θα αναγνωριζόταν, εν προκειμένω στον αποδέκτη της ενισχύσεως, η δυνατότητα να παρακάμψει τον απρόσβλητο χαρακτήρα, που, δυνάμει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να χαρακτηρίζει μια απόφαση μετά την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 173 (29).

Το Δικαστήριο, δηλαδή, εν ονόματι της αρχής της ασφάλειας δικαίου, μετέβαλε μια νομολογία ευρέως αποδεκτή και, κατά την άποψή μου, ορθότερη, ιδίως διότι συνήδε προς το πνεύμα συνεργασίας μεταξύ εθνικού και κοινοτικού δικαστή, το οποίο διαπνέει τη διαδικασία του άρθρου 177. Πράγματι, αν ο εθνικός δικαστής στερηθεί της δυνατότητας να στραφεί λυσιτελώς στο Δικαστήριο, ενώ τρέφει αμφιβολίες ως προς το κύρος κοινοτικής πράξεως, παραγνωρίζεται αυτό το πνεύμα συνεργασίας, αλλά και εκφυλίζεται, σε τελική ανάλυση, η προδικαστική διαδικασία.

19 Παρ' όλα αυτά, παραμένει αληθές ότι η νέα κατεύθυνση της νομολογίας δεν πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι, από την απόφαση TWD και εφεξής, απαγορεύεται στους ιδιώτες να επικαλούνται την έλλειψη νομιμότητας κοινοτικής πράξεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου - πράγμα συνεπαγόμενο αδυναμία του τελευταίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο - οποτεδήποτε αυτοί είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν την εν λόγω πράξη μέσω προσφυγής του άρθρου 173. Πράγματι, όταν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να λάβει θέση επί του παραδεκτού προδικαστικών ερωτημάτων αφορώντων το κύρος κανονισμού, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, «εν όψει ενός κοινοτικού κανονισμού, του οποίου οι επίμαχες διατάξεις απευθύνονται, κατά τρόπο γενικό, σε κατηγορίες προσώπων θεωρούμενες κατά τρόπο αφηρημένο και ρυθμίζουν αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις, δεν είναι πρόδηλον ότι μια προσφυγή (...), στηριζόμενη στο άρθρο 173 της Συνθήκης, κατά του εν λόγω κανονισμού θα ήταν παραδεκτή» (30). Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χωρούσε κάλλιστα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του αμφισβητούμενου κανονισμού ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, διευκρίνισε δε ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η επίκληση της αποφάσεως ΤWD είναι αλυσιτελής, διότι αυτή αφορούσε «την περίπτωση εταιρίας η οποία, αναντίρρητα, και δικαιούταν και είχε ενημερωθεί ότι δικαιούταν να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά κοινοτικής πράξεως της οποίας [προέβαλλε], με ένσταση, την έλλειψη νομιμότητας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου» (31).

Από τα προεκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι η δυνατότητα επικλήσεως της ελλείψεως νομιμότητας κοινοτικής πράξεως μέσω του άρθρου 177 μπορεί να αποκλεισθεί μόνον όταν το έχον έννομο συμφέρον φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενομιμοποιείτο «αναντίρρητα» να ασκήσει προσφυγή βάσει του άρθρου 173. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί το εν λόγω πρόσωπο να είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την πράξη με προσφυγή ακυρώσεως, αλλά πρέπει και να μην υπήρχε καμμία αμφιβολία περί το παραδεκτόν της προσφυγής, είτε διότι το πρόσωπο αυτό είναι αποδέκτης της πράξεως, είτε, όπως στην περίπτωση TWD, ασφαλώς νομιμοποιείται να την προσβάλει και έχει ενημερωθεί για τη δυνατότητα αυτή.

20 Για να επανέλθουμε στην περίπτωση που μας απασχολεί, πρέπει, υπό το φως της προπαρατεθείσας νομολογίας, να αναγνωρισθεί ότι η Eurotunnel δεν μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί ως «αναντίρρητα» νομιμοποιούμενη να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά το άρθρο 173. Αρκεί να σημειωθεί σχετικώς ότι οι πράξεις των οποίων αμφισβητείται το κύρος ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι οδηγίες, δηλαδή πράξεις έχουσες, κατ' αρχήν τουλάχιστον, γενική κανονιστική ισχύ, οπότε δεν είναι προφανές ότι μια προσφυγή βάσει του άρθρου 173 κατά των οδηγιών αυτών θα ήταν παραδεκτή.

Τούτο αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να συμπεράνουμε ότι η Eurotunnel δεν ενομιμοποιείτο «αναντίρρητα» να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως και ότι, επομένως, μπορεί να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας των αμφισβητουμένων οδηγιών στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας.

21 Ξάριν πληρότητος, προσθέτω ότι, ναι μεν είναι αληθές ότι το Δικαστήριο δεν έχει αποκλείσει a priori τη δυνατότητα των ιδιωτών να προσβάλλουν τις διατάξεις οδηγίας (32), για να είναι όμως αυτό δυνατό, πρέπει οι αμφισβητούμενες διατάξεις να έχουν τον χαρακτήρα αποφάσεως που τους αφορά άμεσα και ατομικά. Το άρθρο 28ια, όμως, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και το άρθρο 28 της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως επιτρέπουν απλώς στα κράτη μέλη να διατηρήσουν, μέχρι τις 30 Ιουνίου 1999, τη δυνατότητα να πωλούν duty-free στο πλαίσιο της ενδοκοινοτικής αεροπορικής ή θαλασσίας διακινήσεως επιβατών, συμπεριλαμβανομένης και της διασχίσεως της Μάγχης: πρόκειται, προφανώς, για μια καταλιπόμενη στα κράτη μέλη ευχέρεια και όχι για υποχρέωση. Τούτο σημαίνει ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις στερούνται αμέσου αποτελέσματος και χρειάζονται, για να εφαρμοστούν, την παρέμβαση του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει να μη κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής και, άρα, να μη μεταφέρει στην εσωτερική του έννομη τάξη τις επίμαχες διατάξεις. Η περίσταση αυτή αρκεί για να αποκλεισθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις αφορούν την Eurotunnel «άμεσα και ατομικά» κατά την έννοια του άρθρου 173.

Οι προηγηθείσες παρατηρήσεις καταδεικνύουν ότι η Eurotunnel όχι μόνο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αναντίρρητα νομιμοποιούμενη να ασκήσει, κατά το άρθρο 173, προσφυγή ακυρώσεως κατά των αμφισβητουμένων διατάξεων των οδηγιών, αλλά και ότι μια τέτοια προσφυγή θα ήταν οπωσδήποτε απαράδεκτη. Υπ' αυτές τις συνθήκες, είναι πλέον ή προφανές ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η Eurotunnel νομιμοποιείται να προβάλει, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των αμφισβητουμένων οδηγιών.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

22 Υπενθυμίζω κατ' αρχάς ότι, με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά απλώς το Δικαστήριο αν η οδηγία 91/680/ΕΟΚ και η οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως έχουν εκδοθεί «νομοτύπως», δηλαδή σύμφωνα με τους ισχύοντες διαδικαστικούς κανόνες. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από την ίδια την παραπεμπτική διάταξη, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι οι προτάσεις της Επιτροπής δεν περιελάβαναν τις αμφισβητούμενες διατάξεις και ότι δεν ζητήθηκε εκ νέου η γνώμη του Κοινοβουλίου μετά την εκ μέρους του Συμβουλίου προσθήκη αυτών των διατάξεων.

Η Eurotunnel πάντως, υπέρ της ελλείψεως νομιμότητας των εν λόγω οδηγιών, επικαλέστηκε - πέρα από τους λόγους τους οποίους εξέθεσε στην παραπεμπτική διάταξη το αιτούν δικαστήριο - και έλλειψη αιτιολογίας, παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, παράβαση των άρθρων 99 και 7 A της Συνθήκης, κατάχρηση εξουσίας, στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, προσβολή των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, καθώς και προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Επειδή η Eurotunnel θεωρεί ότι το περί κύρους ερώτημα έχει διατυπωθεί γενικά, το δε επίρρημα «νομοτύπως» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο θέλησε να περιορίσει την εξέταση του κύρους στις διαδικαστικές πλημμέλειες, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο οφείλει, όπως έχει πράξει και σε προηγούμενες περιπτώσεις, να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς, τους οποίους προέβαλε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά και ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

23 Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη αυτή. Και τούτο διότι, ναι μεν είναι αληθές ότι, σε ορισμένες αποφάσεις, το Δικαστήριο έχει εξετάσει ελαττώματα του κύρους τα οποία δεν μνημόνευε το αιτούν δικαστήριο, αλλά προεβάλλοντο από τους διαδίκους κατά τη διαδικασία, είναι όμως εξ ίσου αληθές ότι το έπραξε μόνον όταν είχε να εξετάσει ερωτήματα διατυπωμένα με όρους απολύτως γενικούς και εφόσον αδυνατούσε να ανεύρει, στην παραπεμπτική διάταξη, τους λόγους που είχαν ωθήσει το εθνικό δικαστήριο να αμφιβάλλει για το κύρος της επίμαχης πράξεως (33). Είναι δε θεμιτό να υποτεθεί ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο εθεώρησε ότι το αιτούν δικαστήριο είχε αχθεί στην απόφασή του να προβεί σε προδικαστική παραπομπή από τους ισχυρισμούς των διαδίκων.

Η περίπτωση που μας απασχολεί εδώ, αντιθέτως, είναι εντελώς διαφορετική. Και αν ακόμη, δηλαδή, δεν θελήσουμε να αποδώσουμε στο επίρρημα «νομοτύπως» κάποια ειδική σημασία, από την παραπεμπτική διάταξη προκύπτει με άκρα σαφήνεια ότι τα ελαττώματα στα οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο είναι ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις δεν υπήρχαν στις προτάσεις που υπέβαλε η Επιτροπή και ότι παρελείφθη να ζητηθεί εκ νέου η γνώμη του Κοινοβουλίου (34). Εκείνο, λοιπόν, που πρέπει να προσδιοριστεί εν προκειμένω είναι αν το Δικαστήριο δύναται και/ή οφείλει να λάβει υπόψη, εκτός από τα ελαττώματα του κύρους που θίγονται στα ερωτήματα και πάντως διευκρινίζονται στο σκεπτικό της παραπεμπτικής διατάξεως, και τα άλλα ελαττώματα του κύρους τα οποία επικαλέστηκε ένας από τους διαδίκους της κύριας δίκης.

24 Συναφώς, υπενθυμίζω κατ' αρχάς ότι, όταν, με απόφασή του του 1964, βρέθηκε αντιμέτωπο με παρόμοιο πρόβλημα, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, εκτός από τα μνημονευόμενα στα ερωτήματα ελαττώματα, μπορούσε να ερευνήσει αποκλειστικώς και μόνον αν οι επικρινόμενες εν προκειμένω αποφάσεις «πάσχουν ελάττωμα που μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως» (35). Ξωρίς να επανέλθει ρητά στο ζήτημα, το Δικαστήριο ακολούθησε στη συνέχεια την κατεύθυνση αυτή· συγκεκριμένα, ερεύνησε τα ζητήματα κύρους που του υπεβάλλοντο και υπό το πρίσμα ελαττωμάτων που ναι μεν δεν προέβαλλε το αιτούν δικαστήριο, αλλά ήσαν εξεταστέα αυτεπαγγέλτως, όπως η υποχρέωση αιτιολογίας (36).

Αυτή είναι, κατά την άποψή μου, και η ορθότερη λύση του προβλήματος που μας απασχολεί. Η λύση αυτή επιβάλλεται άλλωστε δυνάμει παγίας νομολογίας, κατά την οποία «τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέχονται και τα ερωτήματα που υποβάλλονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής (...) πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα (...) και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερομένους διαδίκους να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου»· περαιτέρω δε «στο Δικαστήριο εναπόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει της προαναφερθείσας διάταξης, μόνο οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους διαδίκους» (37). Είναι, πράγματι, αυτονόητο ότι η δυνατότητα αυτή δεν θα εξασφαλιζόταν αν ούτε τα εγειρόμενα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα ούτε η αιτιολογία της παραπεμπτικής διατάξεως διευκρίνιζαν τους περί ακυρότητας ισχυρισμούς.

Με γνώμονα τις παρατηρήσεις αυτές, θεωρώ ότι, από τους ισχυρισμούς της Eurotunnel που δεν αναπτύσσονται στην παραπεμπτική διάταξη, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει μόνο τον ισχυρισμό περί ελλείψεως αιτιολογίας. Η έλλειψη αιτιολογίας, πράγματι, καθ' όσον στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, όπως άλλωστε έχει δεχθεί επανειλημμένα το Δικαστήριο (38). Επομένως, η εξέταση του κύρους των αμφισβητουμένων διατάξεων πρέπει να γίνει, πρωτ' απ' όλα, σε σχέση προς την κατά το άρθρο 190 της Συνθήκης υποχρέωση αιτιολογίας.

- Επί της ελλείψεως αιτιολογίας

25 Υπενθυμίζω προκαταρκτικά ότι, κατά πάγια σχετική νομολογία, η επιτασσόμενη από το άρθρο 190 αιτιολογία εξαρτάται από τη φύση της πράξεως περί της οποίας πρόκειται και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε (39). Ειδικότερα, «πρέπει εξ αυτής να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίσουν τους λόγους που επέβαλαν τη λήψη του μέτρου και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του» (40). Κατ' αυτόν τον τρόπο τονίζεται - περιττόν να υπομνησθεί - ότι η έλλειψη αιτιολογίας, ως τυπικό ελάττωμα, πρέπει να διακρίνεται από ενδεχόμενες αιτιάσεις αφορώσες το βάσιμόν της (41).

Εδώ, όμως, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/680/ΕΟΚ και η εικοστή τρίτη της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως αναφέρουν ότι η πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου - κατά την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να κάνουν χρήση της ευχέρειας να απαλλάσσουν της πληρωμής ΦΠΑ και ειδικών φόρων καταναλώσεως τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ενδοκοινοτικής αεροπορικής ή θαλασσίας διακινήσεως ταξιδιωτών - πηγάζει από την ανάγκη αντιμετωπίσεως των κοινωνικών επιπτώσεων στους οικείους τομείς και των περιφερειακών δυσχερειών, που θα μπορούσαν να προκληθούν από την κατάργηση της φορολογήσεως κατά την εισαγωγή και της αποφορολογήσεως κατά την εξαγωγή. Τα στοιχεία, δηλαδή, στα οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο κατονομάζονται με επαρκή σαφήνεια, ώστε να μπορέσουν οι μεν ενδιαφερόμενοι να αμφισβητήσουν το βάσιμόν τους, το δε Δικαστήριο να ασκήσει έλεγχο της νομιμότητάς τους. Προκύπτει, επομένως, ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες.

- Επί της ελλείψεως προτάσεως της Επιτροπής και της παραλείψεως νέας γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου

26 Όπως είπα προηγουμένως, η αιτιολογία της παραπεμπτικής διατάξεως διευκρινίζει ότι το κύρος των άρθρων 28ια της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και 28 της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως αμφισβητείται από δύο σκοπιές: πρώτον, ως προς την αρμοδιότητα του Συμβουλίου να προσθέσει, χωρίς σχετική πρόταση της Επιτροπής, τις επίμαχες διατάξεις στο κείμενο που τελικώς εξέδωσε και, δεύτερον, ως προς την παράλειψη νέας γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου, μετά την προσθήκη τους.

Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι οι αρχικές προτάσεις της Επιτροπής δεν περιελάμβαναν τις επίμαχες διατάξεις (42), τις οποίες προσέθεσε το Συμβούλιο στην τελική φάση της διαπραγματεύσεως, χωρίς δηλαδή να έχουν υποβληθεί στην εξέταση του Κοινοβουλίου (43), το μόνο που μένει να ελεγχθεί είναι το βάσιμον των ισχυρισμών της Eurotunnel.

27 Όσον αφορά την έλλειψη προτάσεως της Επιτροπής, θεωρώ ότι ολίγες παρατηρήσεις αρκούν. Πράγματι, το άρθρο 189 A, παράγραφος 1, της Συνθήκης απονέμει στο Συμβούλιο την εξουσία να εκδίδει πράξη τροποποιούσα την πρόταση της Επιτροπής, εφόσον αποφασίζει ομόφωνα (44). Αν ληφθεί υπόψη ότι οι δύο επίμαχες οδηγίες στηρίζονται στο άρθρο 99 της Συνθήκης, δηλαδή σε διάταξη που, προς έκδοση πράξεως, απαιτεί ομοφωνία, είναι αυτονόητο ότι η προϋπόθεση αυτή τηρήθηκε.

Περιττόν να λεχθεί, έπειτα, ότι η άποψη της Eurotunnel ότι η ύπαρξη προτάσεως της Επιτροπής συνιστά υποχρεωτικό στοιχείο προκειμένου να ασκήσει το Συμβούλιο τις εξουσίες που του απονέμει το άρθρο 99, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα. Εκείνο που έχει σημασία, όπως το ίδιο το Συμβούλιο τόνισε, είναι ότι υιοθετούμενες τροπολογίες δεν πρέπει να εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της πράξεως περί της οποίας πρόκειται, όπως αυτό οροθετείται από την πρόταση. Νομίζω δε ότι δεν χωρεί αμφιβολία για το γεγονός ότι η προσθήκη, στις επίμαχες οδηγίες, διατάξεων που προβλέπουν την επί ορισμένο χρόνο διατήρηση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής των συναλλαγών που συντελούνται στο πλαίσιο της αεροπορικής ή θαλασσίας ενδοκοινοτικής διακινήσεως ταξιδιωτών εμπίπτει αυτόχρημα στο πεδίο εφαρμογής οδηγιών που σκοπό έχουν τη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την εξάλειψη των φορολογικών συνόρων εντός της Κοινότητας.

28 Περιπλοκότερη είναι, αντιθέτως, η κατάσταση όσον αφορά την υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο. Συναφώς, υπενθυμίζω προκαταρκτικώς ότι κατά πάγια νομολογία, «η επιταγή να ζητείται [κατά τη νομοθετική διαδικασία] η γνωμοδότηση του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου, στις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη περιπτώσεις, συνεπάγεται την υποχρέωση να ζητείται νέα γνωμοδότηση του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου οσάκις το τελικώς υιοθετούμενο κείμενο, θεωρούμενο στο σύνολό του, αποκλίνει ουσιωδώς από εκείνο επί του οποίου το Κοινοβούλιο έχει ήδη γνωμοδοτήσει, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες όπου οι τροποποιήσεις ανταποκρίνονται, κατ' ουσίαν, στις επιθυμίες που το ίδιο το Κοινοβούλιο έχει εκφράσει» (45).

Νέα διαβούλευση με το Κοινοβούλιο δεν είναι, επομένως, αναγκαία σε δύο μόνον περιπτώσεις: όταν η τελικώς εκδοθείσα πράξη, θεωρούμενη στο σύνολό της, δεν διαφέρει κατ' ουσίαν από εκείνη επί της οποίας έχει ήδη ζητηθεί η γνώμη του Κοινοβουλίου, ήτοι όταν οι προστεθείσες στη συνέχεια τροποποιήσεις αντιστοιχούν, κατ' ουσίαν, προς τις επιθυμίες που έχει εκφράσει το ίδιο το Κοινοβούλιο.

29 Για να ερευνηθεί αν οι επενεχθείσες από το Συμβούλιο τροποποιήσεις είναι ή όχι ουσιώδεις, είναι προφανώς αναγκαίο να παραβληθεί το κείμενο των προτάσεων επί των οποίων έλαβε θέση το Κοινοβούλιο προς το κείμενο των τελικώς εκδοθεισών οδηγιών. Συναφώς, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί, άλλη μια φορά, ότι το ζητούμενο με τις εν λόγω οδηγίες ήταν να εξασφαλιστεί η μετάβαση σε ένα καθεστώς χαρακτηριζόμενο από την πλήρη εξάλειψη των φορολογικών συνόρων και ότι, προς τον σκοπό αυτόν, αυτές προβλέπουν μεταβατικό καθεστώς, για να επιτρέψουν την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα (αυτό ισχύει ιδίως με την οδηγία 91/680/ΕΟΚ), ή διατάξεις λαμβάνουσες υπόψη την εξάλειψη των ελέγχων στα σύνορα (αυτό ισχύει με την οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως). Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το μόνο που μένει να εξεταστεί είναι αν οι διατάξεις που επιτρέπουν την απαλλαγή από την πληρωμή ΦΠΑ και ειδικών φόρων καταναλώσεως - υπό αυστηρώς άλλωστε προδιαγεγραμμένες προϋποθέσεις και για ορισμένο χρόνο, με τον συγκεκριμένο σκοπό να αντισταθμίσουν δυσχέρειες που ενδέχεται να αναφυούν στις περιφέρειες και στους θιγομένους τομείς - πρέπει να θεωρηθούν ικανές να πλήξουν την ίδια την ουσία των εν λόγω οδηγιών.

Κατά την άποψή μου, συνεκτιμώντας την όλη οικονομία των εν λόγω οδηγιών και το αποτέλεσμα στο οποίο αποβλέπουν, η απάντηση θα έπρεπε να είναι αρνητική. Διότι ναι μεν είναι αληθές ότι, κατ' αυτόν τον τρόπο, η κατάργηση των πωλήσεων duty-free αναβλήθηκε για λίγα χρόνια, είναι όμως εξ ίσου αληθές ότι πρόκειται για τροποποιήσεις που όχι μόνο δεν είναι ικανές να πλήξουν τον απώτερο σκοπό των οδηγιών αυτών, αλλά ούτε αλλοιώνουν το πεδίο εφαρμογής τους. Ακόμη - υπενθυμίζω - οι περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε αναγκαία τη νέα διαβούλευση με το Κοινοβούλιο αφορούσαν τροποποιήσεις που, σε σχέση με την πρόταση επί της οποίας είχε γνωμοδοτήσει το Κοινοβούλιο, αλλοίωναν αισθητά το πεδίο εφαρμογής της ή ακόμη και τους επιδιωκομένους σκοπούς, σε βαθμό που να θίγουν «αυτόν τούτο τον πυρήνα των θεσπισμένων διατάξεων» (46). Καίτοι αναγνωρίζω ότι οι επενεχθείσες από το Συμβούλιο τροποποιήσεις δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τεχνικού απλώς χαρακτήρα (47), αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση που μας απασχολεί. Επειδή, επομένως, οι επενεχθείσες από το Συμβούλιο τροποποιήσεις δεν ήσαν ουσιώδους χαρακτήρα, δεν ήταν αναγκαίο να ζητηθεί νέα γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου.

30 Εν πάση δε περιπτώσει, θεωρώ ότι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς και αν εξετάσει τις τροποποιήσεις τις οποίες πρότεινε το Κοινοβούλιο όταν γνωμοδοτούσε. Πράγματι, σε σχέση με την πρόταση οδηγίας ΦΠΑ, το Κοινοβούλιο είχε προτείνει, μεταξύ άλλων, τις τροπολογίες υπ' αριθ. 6 και 31. Με την πρώτη εξ αυτών ζητούσε την προσθήκη μιας νέας αιτιολογικής σκέψεως, που είχε ως εξής: «εκτιμώντας ότι η μεταβατική περίοδος πρέπει να χρησιμοποιείται όσο το δυνατό καλύτερα προκειμένου να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για να μετριασθεί ταυτόχρονα τόσο ο κοινωνικός αντίκτυπος στα διάφορα θιγόμενα επαγγέλματα όσο και οι περιφερειακές δυσχέρειες που ενδέχεται να δημιουργηθούν κυρίως για τις παραμεθόριες περιοχές, λόγω ακριβώς της κατάργησης των φορολογικών συνόρων» (αιτιολογική σκέψη 4στ). Η τροπολογία 31, από την άλλη πλευρά, πρότεινε την προσθήκη άλλης μιας αιτιολογικής σκέψεως, με το εξής περιεχόμενο: «εκτιμώντας ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ως προς τις αφορολόγητες πωλήσεις θα καθοριστούν με έκθεση που θα συντάξει η Επιτροπή και θα υποβάλει στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο» (αιτιολογική σκέψη 4ζ).

Η τροπολογία αριθ. 6, την οποία περιέλαβε η Επιτροπή στην τροποποιημένη της πρόταση την οποία υπέβαλε στις 2 Μαου 1991 (48), είναι αυτή ακριβώς την οποία χρησιμοποίησε το Συμβούλιο ως αιτιολογία του άρθρου 28ια. Το ίδιο το Συμβούλιο επικαλέστηκε περαιτέρω, όχι αβάσιμα κατά την άποψή μου, ότι η διατύπωση της τροπολογίας αριθ. 31, και ιδίως το αίτημα να συνταχθεί έκθεση της Επιτροπής επί των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων των αφορολογήτων πωλήσεων, δικαιολογούσε την άποψη ότι το Κοινοβούλιο είχε κατά νουν την - προσωρινή εννοείται - διατήρηση του καθεστώτος αυτού. Η υποστηριχθείσα από το τελευταίο θέση (49), ότι η εν λόγω έκθεση προϋπέθετε την πλήρη κατάργηση του καθεστώτος πωλήσεως αφορολογήτων και ότι οι μνημονευόμενες στην τροπολογία αριθ. 6 αρνητικές επιπτώσεις αφορούσαν μάλλον την τύχη των τελωνειακών, δεν φαίνεται καθόλου πειστική, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η ρητή μνεία της ανάγκης να χρησιμοποιηθεί η μεταβατική περίοδος για να αμβλυνθούν οι αρνητικές επιπτώσεις που προκύπτουν για τους ενδιαφερομένους τομείς από την κατάργηση των φορολογικών συνόρων.

31 Ακόμη λιγότερο πειστική, αν όχι απλώς ανακόλουθη, είναι η θέση την οποία υποστήριξε το Κοινοβούλιο σχετικά με τις τροπολογίες αριθ. 25 και 38, με τις οποίες είχε προτείνει να προστεθεί, στο άρθρο 18 της προτάσεως οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως, το ακόλουθο κείμενο: «Οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν πρέπει να θίξουν τις υφιστάμενες συμφωνίες σχετικά με την πώληση προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης σε καταστήματα αφορολόγητων ειδών σε λιμένες και αερολιμένες, καθώς και σε αεροσκάφη ή σε πλοία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995.» (50) Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται το Κοινοβούλιο, η πρόταση αυτή δεν μπορεί βέβαια να αναφέρεται στην εξωκοινοτική διακίνηση ταξιδιωτών, αν μη τι άλλο διότι η οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως ρυθμίζει τα της κατοχής και της κυκλοφορίας προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως στις ενδοκοινοτικές σχέσεις και όχι έναντι τρίτων χωρών.

Υπ' αυτές τις συνθήκες, και ασχέτως του ποιες ήσαν οι αληθείς προθέσεις του Κοινοβουλίου, νομίζω ότι δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο, προσθέτοντας το άρθρο 28, τροποποίησε την οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως σε κατεύθυνση αντίθετη προς τις επιθυμίες που είχε εκφράσει το Κοινοβούλιο (51), πράγμα που με ωθεί, σύμφωνα προς την προμνησθείσα νομολογία, να καταλήξω ότι δεν ήταν αναγκαία νέα διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.

32 Οι προηγηθείσες παρατηρήσεις προδίδουν ότι από την εξέταση των εγερθέντων ζητημάτων δεν ανέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος των αμφισβητουμένων διατάξεων. Για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσθέτω ότι η «νομότυπη» έκδοση της οδηγίας 94/4/ΕΚ, με την οποία το Συμβούλιο αύξησε τα όρια των αφορολογήτων αγορών που μπορούν να πραγματοποιούν οι ενδοκοινοτικοί ταξιδιώτες, δεν είναι, ούτως ή άλλως, ικανή να θεραπεύσει αναδρομικώς την παράβαση ουσιώδους τύπου, την οποία ενδεχομένως θα έπασχαν η οδηγία 91/680/ΕΟΚ και η οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως, λόγω μη τηρήσεως της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.

Επί του τρίτου ερωτήματος

33 Με το τρίτο ερώτημα - υπενθυμίζω - το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το γεγονός ότι εφαρμόστηκε εθνική διάταξη που μετέφερε ορθώς στο εθνικό δίκαιο μια κοινοτική οδηγία, που στη συνέχεια κηρύχθηκε άκυρη, ενδέχεται να συνιστά πταίσμα, πηγή εξωσυμβατικής ευθύνης. Με το ίδιο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί περαιτέρω από το Δικαστήριο να καθορίσει από ποιο χρονικό σημείο παρήγαγε τα αποτελέσματά της η ακυρότητα των εν λόγω διατάξεων, να λάβει δηλαδή θέση επί του αν πρέπει να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της εκδοθησομένης αποφάσεως.

Εν όψει του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξα σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, δεν θα ήταν αναγκαίο να λάβω θέση επί του τελευταίου αυτού ερωτήματος, το οποίο - υπενθυμίζω - θίχτηκε ήδη κατά την εξέταση της πτυχής του παραδεκτού που απτόταν του ισχυρισμού περί αλυσιτελείας των υποβληθέντων ερωτημάτων (52). Θα περιοριστώ, επομένως, εν προκειμένω σε σύντομες και ειδικές παρατηρήσεις.

34 Διευκρινίζω, κατ' αρχάς, ότι δεν θεωρώ ορθή την άποψη ότι, εφόσον στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί των συνεπειών (σε εθνικό επίπεδο) της κηρύξεως μιας κοινοτικής πράξεως ως άκυρης, δεν προσήκει στο Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικώς. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι το εθνικό δικαστήριο έθεσε ένα τέτοιο ερώτημα στο Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να σημαίνει, κατά την άποψή μου, ότι του χρειάζεται να ξέρει αν το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει - ή τουλάχιστον επιτρέπει - να χαρακτηρίζεται ως άδικη η εφαρμογή κοινοτικών πράξεων που ακολούθως κηρύσσονται άκυρες. Με άλλα λόγια, θεωρώ ότι το αιτούν δικαστήριο έθεσε το ερώτημα αυτό, διότι ακριβώς η ενδεχομένως παράνομη διάταξη είναι κοινοτική διάταξη και διότι, σε περίπτωση κατά την οποία η συμπεριφορά της SNAT δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί άδικη βάσει του κοινοτικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό ασφαλώς δεν θα μπορούσε - πράγμα για το οποίο δεν έχω λόγο (και δεν τολμώ) να αμφιβάλλω - να κρίνει ότι η SNAT ευθύνεται έναντι της Eurotunnel.

35 Κατόπιν τούτου, παρατηρώ ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν παρέχει κανένα νομικό έρεισμα στην υπόθεση ότι ο ιδιώτης ο οποίος συμμορφώνεται σε κανόνα του κοινοτικού δικαίου, που στη συνέχεια κηρύσσεται άκυρος, ενδέχεται να θεωρηθεί στη συνέχεια υπεύθυνος της ζημίας που ενδεχομένως υπέστη ένας ανταγωνιστής του. Αυτό είναι ακόμα πιο προφανές σε μια περίπτωση όπως η επίδικη, όπου ο ιδιώτης εφάρμοσε απλώς μια εθνική διάταξη, εκτελεστική κοινοτικής διατάξεως. Είναι αυτονόητο, πράγματι, ότι, το πολύ πολύ, θα μπορούσε να γίνει λόγος για ευθύνη του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, που στη συνέχεια κηρύχθηκε άκυρη, και όχι βέβαια για ευθύνη του κράτους που είχε την υποχρέωση να συμμορφωθεί θεσπίζοντας τα κατάλληλα μέτρα, ούτε, πολύ περισσότερο για ευθύνη του ιδιώτη που εφάρμοσε τα εθνικά αυτά μέτρα, που απορρέουν από κοινοτικές διατάξεις.

Στο ίδιο συμπέρασμα, ήτοι στην αδυναμία στοιχειοθετήσεως εξωκοινοτικής ευθύνης βάσει κανόνα κοινοτικού δικαίου, έχει καταλήξει το Δικαστήριο και στην περίπτωση κατά την οποία ο αποδέκτης ενισχύσεως, που στη συνέχεια κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, φέρεται ως υπεύθυνος για τη ζημία που υπέστη ένας ανταγωνιστής του, παρ' όλον ότι ο εν λόγω αποδέκτης είχε παραλείψει να βεβαιωθεί για τη σύννομη χορήγηση της ενισχύσεως, και ιδίως για το ότι αυτή είχε προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή (53).

36 Με την ίδια απόφαση - είναι αλήθεια - το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, «πάντως, τούτο δεν θίγει την ενδεχόμενη εφαρμογή του εθνικού δικαίου περί εξωσυμβατικής ευθύνης. Εάν, κατά το δίκαιο αυτό, η εκ μέρους επιχειρηματία αποδοχή παράνομης ενισχύσεως που ενδέχεται να προκαλέσει ζημία σε άλλους επιχειρηματίες μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να θεμελιώσει την ευθύνη του, το εθνικό δικαστήριο δύναται, βάσει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, να δεχθεί την ευθύνη του λήπτη κρατικής ενισχύσεως καταβληθείσας κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης» (54). Με άλλα λόγια, το εθνικό δικαστήριο δύναται να δεχθεί την ευθύνη του αποδέκτη «παράνομης» ενισχύσεως, εάν αυτός εγνώριζε - ή πάντως όφειλε να γνωρίζει - το παράνομον αυτής, εφόσον βέβαια το ίδιο θα έπραττε και σε ανάλογες καταστάσεις υπαγόμενες αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο.

Η περίπτωση που μας απασχολεί εδώ όμως είναι εντελώς διαφορετική. Στην SNAT, πράγματι, δεν μπορεί να καταλογισθεί καμμιάς μορφής αμέλεια, εφόσον το μόνο που έπραξε ήταν να κάνει χρήση μιας δυνατότητας που ρητώς προέβλεπαν εθνικές διατάξεις που θεσπίστηκαν εις εφαρμογήν διατάξεων κοινοτικών οδηγιών. Γενικότερα δε, πρέπει να αποκλεισθεί - και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο - το ενδεχόμενο να στοιχειοθετείται ευθύνη ενός ιδιώτη, ο οποίος εφαρμόζει εθνική διάταξη, με την οποία μεταφέρθηκε (ορθώς) στην εσωτερική έννομη τάξη κοινοτική διάταξη, και ίσως μάλιστα υποχρεούται να εφαρμόσει αυτήν τη διάταξη. Προσθέτω ότι διαφορετική λύση θα ήταν, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, τουλάχιστον παράδοξη.

37 Με γνώμονα τις προεκτεθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το tribunal de commerce de Paris ερωτήματα ως εξής:

«1) Η δυνατότητα ενός ιδιώτη να επικαλεστεί κατά τη διάρκεια εθνικής δίκης την ακυρότητα διατάξεων οδηγίας, όπως των άρθρων 28ια της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση και 28 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϋόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, δεν αποκλείεται για τον μόνο λόγο ότι δεν τις προσέβαλε με προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης.

2) Από την εξέταση του υποβληθέντος ζητήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 28ια της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και του άρθρου 28 της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως.»

(1) - Έκτη οδηγία του Συμβουλίου της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

(2) - Το αμφισβητούμενο άρθρο, συγκεκριμένα, προστέθηκε στην έκτη οδηγία ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο 22, της οδηγίας 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και την τροποποίηση, ενόψει της κατάργησης των φορολογικών συνόρων, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (ΕΕ 1991, L 376, σ. 1).

(3) - ΕΕ L 76, σ. 1.

(4) - Δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/680/ΕΟΚ. Σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση έχει η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως.

(5) - Για την τροποποίηση των οδηγιών 69/169/ΕΟΚ και 77/388/ΕΟΚ για την αύξηση του επιπέδου των ατελειών για τους ταξιδιώτες από τρίτες χώρες και των ορίων για τις αφορολόγητες αγορές κατά τα ενδοκοινοτικά ταξίδια (ΕΕ L 60, σ. 14). Η εν λόγω οδηγία, αντιθέτως, δεν τροποποίησε τα όρια που τίθενται με την οδηγία περί ειδικών φόρων καταναλώσεως, που παραμένουν, επομένως, «τα όρια που προβλέπονται από τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις για τις μετακινήσεις ταξιδιωτών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας» (άρθρο 28, αριθ. 2, της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως).

(6) - Ειδικότερα, το άρθρο 262 quater του code gιnιral des impτts, το οποίο προστέθηκε δυνάμει του άρθρου 17 II του νόμου 92-677, απαλλάσσει της πληρωμής του ΦΠΑ, μέχρι τις 30 Ιουνίου 1999, τις πληρωμές που γίνονται σε ειδικά πρατήρια κείμενα εντός της περιοχής αερολιμένος ή λιμένος ή εντός της περιοχής του (γαλλικού) τερματικού σταθμού προσβάσεως στη σήραγγα της Μάγχης. Ανάλογες διατάξεις ως προς την πληρωμή ειδικών φόρων καταναλώσεως περιέχει το άρθρο 302 F του ίδιου code gιnιral des impτts, το οποίο προστέθηκε δυνάμει του άρθρου 59 του νόμου 92-677.

(7) - Στο πλευρό της SNAT παρενέβησαν η ένωση που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις του κλάδου του duty-free (International Duty Free Confederation)· η ένωση που συγκεντρώνει και εκπροσωπεί τα συμφέροντα της πλειονότητας των αερολιμένων του Ηνωμένου Βασιλείου (Airport Operators Association Ltd)· η εταιρία που εκμεταλλεύεται τις θαλάσσιες γραμμές πλην εκείνων του πορθμού του Calais (Bretagne Angleterre Irlande SA)· και η ένωση που συγκεντρώνει τις εφοπλιστικές εταιρίες που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών από και προς το Ηνωμένο Βασίλειο (Passenger Shipping Association Ltd).

(8) - Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση, το High Court of Justice, αρνούμενο να παρατείνει την προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία τρίμηνη προθεσμία, αρνήθηκε να χορηγήσει στην Eurotunnel την άδεια να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως. Της παρέσχε, όμως, τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή σχετικά με την αφορολόγητη πώληση που γινόταν κατά τη διάρκεια των λεγομένων booze-cruises, δηλαδή ταξιδιών μετ' επιστροφής που γίνονταν μέσα σε μία μόνο ημέρα, και μάλιστα με τον ίδιο θαλάσσιο μεταφορέα· η Eurotunnel πάντως δεν έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας.

(9) - Περιττόν να διευκρινιστεί ότι, στα υποβαλλόμενα προς το Δικαστήριο ερωτήματα, το παραπέμπον δικαστήριο εσφαλμένως χαρακτηρίζει τις οδηγίες αποφάσεις.

(10) - Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1994, υπόθεση C-306/93, SMW Winzersekt (Συλλογή 1994, σ. I-5555, σκέψη 15· η υπογράμμιση δική μου).

(11) - Η νομολογία αυτή έχει αναπτυχθεί κυρίως επί προδικαστικών παραπομπών εχουσών ερμηνευτικό αντικείμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, η «κλασική» πλέον διατύπωση, την οποία χρησιμοποιεί το Δικαστήριο, έχει ως εξής: αφού διευκρινίζει ότι «το Δικαστήριο αποφαίνεται χωρίς να χρειάζεται, κατ' αρχήν, να εξετάζει κάτω από ποιες συνθήκες τα εθνικά δικαστήρια οδηγήθηκαν να του υποβάλουν τα ερωτήματα και προτίθενται να εφαρμόσουν τη διάταξη του κοινοτικού δικαίου που του ζήτησαν να ερμηνεύσει», παρατηρεί ότι «τα πράγματα θα είχαν άλλως μόνο στις περιπτώσεις όπου είτε προκύπτει καταστρατήγηση της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης και, στην πραγματικότητα, σκοπείται να οδηγηθεί το Δικαστήριο να αποφανθεί μέσω μιας κατασκευασμένης διαφοράς, είτε είναι πρόδηλον ότι η διάταξη του κοινοτικού δικαίου που υποβλήθηκε προς ερμηνεία στο Δικαστήριο δεν μπορεί να έχει εφαρμογή» (σχετικώς βλ., τελευταία, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1996, υπόθεση C-85/95, Reisdorf, Συλλογή 1996, σ. I-6257, σκέψεις 15 και 16).

(12) - Η αναφορά γίνεται σε συνέντευξη που παραχωρήθηκε από τον Sir Alastair Morton και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Frontier του Σεπτεμβρίου του 1995. Κατά τη διάρκεια της συντεύξεως αυτής, πράγματι, ο πρόεδρος της Eurotunnel, δήλωσε ότι «Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι να λάβουμε αποζημίωση από τον μικρότερο από τους θαλάσσιους μεταφορείς. Αυτό που μετράει είναι η απόφαση».

(13) - Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1980, υπόθεση 104/79, Foglia (Συλλογή τόμος 1980/I, σ. 403, στο εξής: Foglia I), και απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, υπόθεση 244/80, Foglia (Συλλογή 1981, σ. 3045, στο εξής: Foglia II).

(14) - Απόφαση Foglia II (βλ. προηγούμενη υποσημείωση), σκέψη 18.

(15) - Ξάριν πληρότητος, παρατηρώ ότι ούτε η άποψη ότι η Eurotunnel δεν έχει έννομο συμφέρον - διότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις της έκτης οδηγίας ΦΠΑ και της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως όχι μόνο δεν επηρεάζουν δυσμενώς την Eurotunnel, αλλά και της επιτρέπουν να πραγματοποιεί πωλήσεις duty-free και, άρα, είναι προς όφελός της - είναι ικανή να μεταβάλει τους όρους του προβλήματος. Αρκεί να σημειωθεί σχετικώς ότι ναι μεν είναι αληθές ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος θα μπορούσε να αγάγει στη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται διαφορά, προϋπόθεση αναγκαία για να μπορέσει να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του άρθρου 177, η ύπαρξη όμως εννόμου συμφέροντος (άρα και διαφοράς) είναι στοιχείο που θα έπρεπε να εκτιμήσει το εθνικό δικαστήριο βάσει των δικονομικών κανόνων του δικού του δικαίου.

(16) - Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι, παρ' όλον ότι οι αρχές που διατυπώνονται στις αποφάσεις Foglia παγίως επιβεβαιώθηκαν κατά τα επόμενα έτη, καμμία πρακτική τους εφαρμογή δεν απαντάται στην μεταγενέστερη νομολογία. Η περίπτωση Foglia, επομένως, καίτοι πασίγνωστη, παραμένει μεμονωμένη.

(17) - Επ' αυτού, δεν είναι περιττό να υπομνησθεί ότι το άρθρο 177 «εγκαθιδρύει άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων μέσω μιας διαδικασίας [άνευ αντιδικίας], που δεν κινείται με πρωτοβουλία των διαδίκων της κυρίας δίκης και στα πλαίσια της οποίας οι τελευταίοι καλούνται απλώς και μόνο να εκθέσουν τις απόψεις τους» (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, υπόθεση C-364/92, Eurocontrol, Συλλογή 1994, σ. I-43, σκέψη 9).

(18) - Βλ. σχετικώς διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 1990, υπόθεση C-286/88, Falciola (Συλλογή 1990, σ. I-191, σκέψη 9)· απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, υπόθεση C-343/90, Lourenηo Dias (Συλλογή 1992, σ. I-4673, σκέψη 42).

(19) - Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, υπόθεση C-83/91, Meilicke (Συλλογή 1992, σ. I-4871, σκέψεις 28, 29 και 30).

(20) - Διάταξη της 16ης Μαου 1994, υπόθεση C-428/93, Monin Automobiles II (Συλλογή 1994, σ. I-1707, σκέψη 15).

(21) - Αυτό εξηγεί γιατί, στη σχετική νομολογία, απαντάται όλο και συχνότερα, τα τελευταία ιδίως χρόνια, η διαπίστωση ότι «επιβάλλεται (...) να εξηγεί το εθνικό δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς» (βλ. σχετικώς, π.χ., Lourenηo Dias, που παρατίθεται στην υποσημείωση 18, σκέψη 19).

(22) - Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, τα αιτήματα της Eurotunnel θα έπρεπε, όπως είπα προηγουμένως, ασφαλώς να απορριφθούν. Σχετικώς, θεωρώ ότι δεν είναι άσκοπο να υπομνησθεί η υπόθεση Celestini (απόφαση της 5ης Ιουνίου 1997, C-105/94, Συλλογή 1997, σ. Ι-2971), η οποία εμφανίζει ουκ ολίγες αναλογίες με αυτήν που μας απασχολεί εδώ και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ένα ιταλικό δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος αποζημιώσεως που είχε υποβάλει μια ιταλική επιχείρηση κατά γερμανικής επιχειρήσεως, στην οποία είχε πωλήσει παρτίδα οίνου, οίνου τον οποίον οι γερμανικές αρχές ανέπεμψαν στην Ιταλία, διότι τον έκριναν ακατάλληλο προς κατανάλωση, ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν συμβιβαζόταν με το κοινοτικό δίκαιο μια συγκεκριμένη μέθοδος αναλύσεως οίνων, την οποία χρησιμοποιούσαν οι γερμανικές αρχές. Ενώπιον της θέσεως της Επιτροπής, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα ήσαν προδήλως άσχετα προς την ουσία της διαφοράς, ο γενικός εισαγγελέας Fennelly, με τις προτάσεις του, τις οποίες ανέπτυξε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, έκρινε ότι, για να θεωρηθούν λυσιτελή τα ερωτήματα, αρκούσε το γεγονός -που το ίδιο το αιτούν δικαστήριο είχε τονίσει- ότι, «αν από τις απαντήσεις του Δικαστηρίου συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο εφαρμοσθείς έλεγχος συνήδε προς το κοινοτικό δίκαιο, η αγωγή της ενάγουσας θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της» (παράγραφος 28). Στις ίδιες προτάσεις, πράγματι, ο γενικός εισαγγελέας ορθώς υπογράμμισε ότι «το καθήκον συνεργασίας που διέπει τη σχέση εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 επιβάλλει στο Δικαστήριο (...) να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που υποβάλλονται μόνο σε περιστάσεις κατά τις οποίες είναι σαφέστατο ότι δεν μπορεί λογικά να δοθεί πραγματικά χρήσιμη απάντηση» (παράγραφος 29).

(23) - Το ζήτημα αυτό θίγεται ειδικώς στο τρίτο ερώτημα (βλ. σχετικώς κατωτέρω, παράγραφοι 33 έως 36).

(24) - Πράγματι, ενδεχόμενη ακυρότητα των αμφισβητουμένων οδηγιών, καθ' όσον θα αρκούσε - όπως φαίνεται να λέει στην παραπεμπτική διάταξη το δικαστήριο - για να χαρακτηρισθεί η συμπεριφορά της SNAT ως «αθέμιτος ανταγωνισμός», θα χρησίμευε αναμφίβολα στο ίδιο δικαστήριο (αν μη τι άλλο) να επιβάλει στην SNAT να παύσει αυτή τη συμπεριφορά, δηλαδή να σταματήσει τις πωλήσεις duty-free, πράγμα άλλωστε που αντιστοιχεί προς ένα από τα αιτήματα της Eurotunnel στην κύρια δίκη (βλ. παράγραφο 4 ανωτέρω).

(25) - Βλ. σχετικώς υποσημείωση 11, καθώς και παράγραφο 12, και ιδίως υποσημειώσεις 18 και 20.

(26) - Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, υπόθεση C-188/92 (Συλλογή 1994, σ. I-833).

(27) - Βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1983, υπόθεση 216/82, Universitδt Hamburg (Συλλογή 1983, σ. 2771, σκέψεις 7 έως 11), και απόφαση της 21ης Μαου 1987, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 133/85 έως 136/85, Rau κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 2289, σκέψεις 11 και 12).

(28) - Βλ., π.χ., απόφαση της 22ης Οκτωβρίου 1987, υπόθεση 314/85, Foto-Frost (Συλλογή 1987, σ. 4199), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί ερωτημάτων που αφορούσαν το κύρος αποφάσεων, τις οποίες ο προσφεύγων της κύριας δίκης θα ηδύνατο κάλλιστα να προσβάλει βάσει του άρθρου 173. Βλ., περαιτέρω, απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1965, υπόθεση 16/65, Schwarze (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 191), με την οποία το Δικαστήριο, λαμβάνοντας θέση, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας ελέγχου του κύρους, επί της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 173 και του άρθρου 177, είχε την ευκαιρία να τονίσει ότι «δεν μπορεί, επομένως, να υποστηριχθεί ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης θέλησαν να παρακάμψουν τις διατάξεις του άρθρου 173 της Συνθήκης και ότι το εθνικό δικαστήριο θέλησε να αποφανθεί, σε εθνικό πλαίσιο, επί ζητημάτων που ανήκουν αυστηρώς στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή· αντιθέτως, οι διάδικοι ζήτησαν, το δε εθνικό δικαστήριο προέβη στην παραπομπή προς το Δικαστήριο, υπό τους όρους και κατά τις διαδικασίες της Συνθήκης».

(29) - Την ίδια επιχειρηματολογία χρησιμοποίησε το Δικαστήριο και στη μεταγενέστερη απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1997, υπόθεση C-178/95, Wiljo (Συλλογή 1997, σ. I-585, σκέψεις 20 έως 23), όπου όμως αποδέκτρια της αποφάσεως, την οποία δεν προσέβαλε κατά το άρθρο 173, ήταν η ίδια η προσφεύγουσα της κύριας δίκης.

(30) - Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, υπόθεση C-241/95, Accrington Beef κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-6699, σκέψη 15· η υπογράμμιση δική μου).

(31) - Αυτόθι, σκέψη 15· η υπογράμμιση δική μου.

(32) - Βλ. διάταξη της 27ης Απριλίου 1988, υπόθεση 352/87, Farzoo και Kortmann κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 2281)· διατάξεις της 7ης Δεκεμβρίου 1988, υπόθεση 138/88, Flourez κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 6393), και υπόθεση 160/88, Fedesa κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 6399)· επίσης, ειδικότερα, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1993, υπόθεση C-298/89, Γιβραλτάρ κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1993, σ. I-3605, σκέψεις 15 έως 19). Πιο απρόθυμο να αναγνωρίσει το προσβλητόν των οδηγιών εκ μέρους ιδιωτών φαίνεται το Πρωτοδικείο, το οποίο, με τη διάταξη της 20ής Οκτωβρίου 1994, υπόθεση T-99/94, Asocarne κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. II-871), τόνισε: «Το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης δεν προβλέπει - για τους ιδιώτες - ευθεία προσφυγή/αγωγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή στρεφόμενη κατά των οδηγιών ή κατά των αποφάσεων που εκδόθηκαν υπό μορφή οδηγίας. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι, στην περίπτωση των οδηγιών, η δικαστική προστασία των ιδιωτών διασφαλίζεται δεόντως και επαρκώς από τους εθνικούς δικαστές που ελέγχουν τη μεταφορά τους στα διάφορα εθνικά δίκαια» (σκέψη 17). Όπως όμως προσέθεσε στην ίδια απόφαση το Πρωτοδικείο, «έστω και αν υποτεθεί ότι επιτρέπεται η εξομοίωση - σε αντίθεση προς τη διατύπωση του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης - των οδηγιών προς τους κανονισμούς για τους σκοπούς του παραδεκτού προσφυγής/αγωγής στρεφομένης κατά αποφάσεως "εκδοθείσας υπό μορφήν" οδηγίας, η επίδικη οδηγία δεν αποτελεί "συγκεκαλυμμένη" απόφαση, αλλ' ούτε περιέχει ειδική διάταξη, έχουσα τον χαρακτήρα ατομικής αποφάσεως» (σκέψη 18).

(33) - Βλ., π.χ., απόφαση της 13ης Μαρτίου 1968, υπόθεση 5/67, Beus (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 705)· απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1978, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 103/77 και 145/77, Royal Scholten-Honig (Συλλογή τόμος 1978, σ. 629, σκέψεις 16 και 17)· απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, υπόθεση C-323/88, Sermes (Συλλογή 1990, σ. 3027, σκέψη 13)· απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1993, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-13/92, C-14/92, C-15/92 και C-16/92, Driessen κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. 4751, σκέψεις 17 έως 20).

(34) - Την ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο ερωτά επικουρικώς, με το δεύτερο πάντα ερώτημα, μήπως η ενδεχομένως «παράτυπη» έκδοση των επιδίκων οδηγιών μπορεί να θεραπεύεται από την επακολουθήσασα «νομότυπη» έκδοση της οδηγίας 94/4/ΕΚ, με την οποία τροποποιήθηκαν τα όρια των αφορολογήτων αγορών ανά άτομο και ανά ταξίδι.

(35) - Απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1964, συνεκδικασθείσες αποφάσεις 73/63 και 74/63, Rotterdam και Puttershoek (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1017, συγκεκριμένα στη σ. 1024)· κατέληξε τότε στο συμπέρασμα ότι «η παράλειψη της προβλεπόμενης δημοσιότητας μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως». Αντιθέτως, το Δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψη λόγους ακυρότητας μη ληπτέους αυτεπαγγέλτως υπόψη, τους οποίους είχαν προβάλει οι διάδικοι, αλλά δεν είχε διαβιβάσει το αιτούν δικαστήριο (βλ., π.χ., απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1971, υπόθεση 6/71, Rheinmόhlen, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 951, σκέψη 13· καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Dutheillet De Lamothe στην ίδια υπόθεση, σ. 954).

(36) - Έτσι, π.χ., με την απόφαση «Κρουαζιέρες βουτύρου», καλούμενο να αποφανθεί επί του κύρους κανονισμού υπό το πρίσμα της προσβολής ορισμένων θεμελιωδών αρχών της εννόμου τάξεως, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο, πριν εξετάσει αυτούς τους ισχυρισμούς, «να διευκρινισθεί αν ο κανονισμός ανταποκρίνεται στις περί αιτιολογίας επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης» (απόφαση της 7ης Ιουλίου 1981, υπόθεση 158/80, Rewe, Συλλογή 1981, σ. 1805, σκέψεις 18 και 19).

(37) - Βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις της 19ης Ιουλίου 1996, υπόθεση C-191/96, Modesti (Συλλογή 1996, σ. I-3939, σκέψη 5), και υπόθεση C-196/96, Hassan (Συλλογή 1996, σ. I-3945, σκέψη 5). Βλ. ομοίως απόφαση της 1ης Απριλίου 1982, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 141/81, 142/81 και 143/81, Holdijk κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 6).

(38) - Συναφώς, βλ. υποσημείωση 36. Προσθέτω ότι στην ίδια κατεύθυνση βαίνει και η νομολογία που αφορά τις προσφυγές ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173: βλ., π.χ., απόφαση της 28ης Ιουνίου 1972, υπόθεση 32/71, Jamet κατά Επιτροπής (Racc. 1972, σ. 483, σκέψη 11/12), και απόφαση της 1ης Ιουλίου 1986, υπόθεση 185/85, Usinor κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 2079, σκέψη 19).

(39) - Βλ., π.χ., απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1973, υπόθεση 13/72, Κάτω Ξώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 349), καθώς και απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1981, υπόθεση 819/79, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 21).

(40) - Απόφαση της 13ης Ιουνίου 1996, υπόθεση C-205/94, Binder (Συλλογή 1996, σ. I-2871, σκέψη 25).

(41) - Συναφώς, βλ. προτάσεις του δικαστή Vesterdorf, που ορίστηκε γενικός εισαγγελέας στις υποθέσεις T-1/89 έως T-4/89 και T-6/89 έως T-15/89 (πολυπροπυλένιο), τις οποίες ανέπτυξε στις 10 Ιουλίου 1991 (Συλλογή 1991, σ. II-869, συγκεκριμένα σ. II-908).

(42) - Η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ υποβλήθηκε στις 7 Αυγούστου 1987 (ΕΕ 1987, C 252, σ. 2) και ακολούθως τροποποιήθηκε στις 17 Μαου 1990 (ΕΕ 1990, C 176, σ. 8) και στις 2 Μαου 1991 (ΕΕ 1991, C 131, σ. 3)· η τελευταία αυτή τροποποίηση επήλθε κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου και περιέλαβε, όπως θα ιδούμε, ορισμένες από τις τροπολογίες που είχε υποβάλει το τελευταίο. Από την άλλη πλευρά, η αρχική πρόταση επί της οδηγίας περί των ειδικών φόρων καταναλώσεως υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 27 Σεπτεμβρίου 1990 (ΕΕ 1990, C 322, σ. 1), ακολούθως δε τροποποιήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1991 (ΕΕ 1991, C 45, σ. 10).

(43) - Το Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του επί της προτάσεως οδηγίας 91/680 στις 20 Νοεμβρίου 1990 (ΕΕ 1990, C 324, σ. 97). Η γνώμη του επί της προτάσεως της οδηγίας περί ειδικών φόρων καταναλώσεως ψηφίστηκε κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουνίου 1991 (GU 1991, C 183, σ. 122).

(44) - Κατά τον κρίσιμο χρόνο, η διάταξη αυτή περιείχετο στο άρθρο 149, παράγραφος 1.

(45) - Απόφαση της 5ης Ιουλίου 1995, υπόθεση C-21/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. I-1827, σκέψη 18). Στην ίδια κατεύθυνση βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, υπόθεση C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψη 38), και απόφαση Driessen κ.λπ. (βλ. υποσημείωση 33), σκέψη 23.

(46) - Στην κατεύθυνση αυτή, βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 1995 (βλ. προηγούμενη υποσημείωση), σκέψεις 20, 21 και 22· απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, υπόθεση C-388/92, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-2067, σκέψεις 11, 12 και 13), και απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, υπόθεση C-65/90, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1992, σ. I-4593, σκέψεις 19 έως 21).

(47) - Πρέπει, πράγματι, να διευκρινιστεί ότι οι περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητη νέα γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου αφορούσαν ήσσονος σημασίας και τεχνικού ως επί το πλείστον χαρακτήρα τροπολογίες. Βλ., π.χ., απόφαση της 10ης Μαου 1995, υπόθεση C-417/93, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. I-1185, σκέψεις 30 έως 33)· και απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994 (βλ. υποσημείωση 45), σκέψεις 40 έως 42.

(48) - Βλ. υποσημείωση 42.

(49) - Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, επιτράπηκε πράγματι στο Κοινοβούλιο να υποβάλει παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

(50) - Περιττόν να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν περιέλαβε αυτήν την τροπολογία στην τροποποιημένη της πρόταση την οποία υπέβαλε στο Συμβούλιο. Προσθέτω, χάριν πληρότητος, ότι η Επιτροπή εξέφραζε ανέκαθεν την αντίθεσή της στη διατήρηση του επιμάχου εδώ καθεστώτος· κατά τον χρόνο μάλιστα της εκδόσεως των δύο οδηγιών, κατέθεσε στα πρακτικά δήλωση, με την οποία επαναλάμβανε αυτή την αρνητική της θέση. Η περίσταση αυτή, προφανώς, δεν έχει καμμία επίπτωση στους όρους τους προβλήματος που μας απασχολεί· η ίδια άλλωστε η Επιτροπή υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι οι επενεχθείσες από το Συμβούλιο τροποποιήσεις, ούτως ή άλλως, δεν επηρεάζουν την ουσία των επιδίκων οδηγιών.

(51) - Είναι αλήθεια ακόμη ότι η πρόταση του Κοινοβουλίου αναφερόταν σε μεταβατική περίοδο λήγουσα στις 31 Δεκεμβρίου 1995, ενώ η τελικώς εκδοθείσα οδηγία καθορίζει τη λήξη της μεταβατικής περιόδου στις 30 Ιουνίου 1999. Θεωρώ όμως ότι μια τέτοια «απόκλιση» και πάλι δεν μπορεί να εκληφθεί ως τροποποίηση θίγουσα την ουσία της πράξεως λαμβανομένης στο σύνολό της.

(52) - Κατά την SNAT, πράγματι, το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να απαντήσει σ' αυτά τα ερωτήματα, διότι ακριβώς, και αν ακόμη οι επίδικες οδηγίες εκηρύσσοντο άκυρες, επ' ουδενί λόγω θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη ενός ιδιώτη λόγω της συμπεριφοράς την οποία εξεδήλωσε εις εφαρμογήν κανόνος δικαίου (βλ. παραγράφους 11 και 13 ανωτέρω).

(53) - Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, υπόθεση C-39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 74).

(54) - Αυτόθι, σκέψη 75.