Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61996C0124

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 3ης Φεβρουαρίου 1998. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου - Απαλλαγή ορισμένων παροχών υπηρεσιών συνδεομένων στενά με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή - Μη δικαιολογημένοι περιορισμοί. - Υπόθεση C-124/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-02501


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Με την παρούσα προσφυγή, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (1) (στο εξής: οδηγία). Συγκεκριμένα, το προσφεύγον θεσμικό όργανο ισχυρίζεται ότι το καθεστώς των απαλλαγών που χορηγούνται από την ισπανική νομοθεσία για τις αθλητικές δραστηριότητες ιδιωτικών οργανισμών είναι αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιγγ, της εν λόγω οδηγίας.

2 Προτού εξετάσω κατ' ουσίαν τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα, επιβάλλεται η σύντομη υπενθύμιση τόσο του κοινοτικού όσο και του εθνικού νομικού πλαισίου.

Το άρθρο 13, Α, της οδηγίας ορίζει ότι ορισμένες δραστηριότητες γενικού συμφέροντος απαλλάσσονται του φόρου. Ειδικότερα, για τον σκοπό της παρούσας αναλύσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιγγ, καθόσον προβλέπει απαλλαγή για «ορισμένες παροχές υπηρεσιών συνδεόμενες στενά με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή και προσφερόμενες από οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε πρόσωπα ασχολούμενα με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή».

Το άρθρο 13, Α, παράγραφος 2, στοιχείο αα, προβλέπει περαιτέρω ότι:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν, χωριστά για κάθε περίπτωση, ότι η χορήγηση σε οργανισμούς, εκτός των οργανισμών δημοσίου δικαίου, κάθε μιας από τις απαλλαγές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, περιπτώσεις ββ, ζζ, ηη, θθ, ιββ, ιγγ και ιδδ, εξαρτάται από την τήρηση μιας ή περισσοτέρων από τις κάτωθι προϋποθέσεις :

- οι εν λόγω οργανισμοί δεν πρέπει να έχουν ως σκοπό την συστηματική επιδίωξη του κέρδους, τα ενδεχόμενα δε κέρδη τους δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διανέμονται, αλλά να διατίθενται για τη διατήρηση ή τη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών,

- η διοίκηση και διαχείριση τούτων πρέπει να ασκείται ουσιαστικά χωρίς μισθό, από πρόσωπα που δεν έχουν, είτε αυτά τα ίδια είτε μέσω τρίτων προσώπων, άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από τα αποτελέσματα της εκμεταλλεύσεως των σχετικών δραστηριοτήτων,

- οι τιμές τις οποίες καθορίζουν πρέπει να έχουν εγκριθεί από τις δημόσιες αρχές ή να μην υπερβαίνουν παρόμοιες εγκεκριμένες τιμές ή, προκειμένου περί πράξεων για τις οποίες δεν προβλέπεται έγκριση τιμής, οι τιμές πρέπει να είναι κατώτερες των καθοριζόμενων για ανάλογες πράξεις από εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες υπόκεινται στον φόρο προστιθεμένης αξίας,

- οι απαλλαγές δεν πρέπει να δημιουργούν κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού σε βάρος των εμπορικών επιχειρήσεων που υπόκεινται στον φόρο προστιθεμένης αξίας.»

Η ισχύουσα συναφής ισπανική κανονιστική ρύθμιση αποτελείται από το άρθρο 20 του νόμου 37, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον φόρο προστιθεμένης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του νόμου 42, της 30ής Δεκεμβρίου 1994. Η κρίσιμη για την υπόθεση διάταξη της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως είναι το άρθρο 20, παράγραφος 1, σημείο 13, το οποίο έχει ως εξής:

«1. Απαλλάσσονται από τον φόρο αυτό οι ακόλουθες δραστηριότητες:

(...)

13. Οι υπηρεσίες που προσφέρονται από φυσικά πρόσωπα τα οποία ασχολούνται με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή, ανεξαρτήτως του προσώπου ή του φορέα που προσφέρει την παροχή, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υπηρεσίες συνδέονται άμεσα με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή και προσφέρονται από τα ακόλουθα πρόσωπα ή φορείς:

a) ιδρύματα δημοσίου δικαίου·

b) αθλητικούς συλλόγους·

c) ισπανική ολυμπιακή επιτροπή·

d) ιδιωτικούς αθλητικούς οργανισμούς ή ιδρύματα κοινωνικού χαρακτήρα, των οποίων τα τέλη εισόδου δεν υπερβαίνουν τα κάτωθι αναφερόμενα ποσά:

- τέλη εισόδου ή εγγραφής: 265 000 ισπανικές πεσέτες (PTA)·

- περιοδικά τέλη: 4 000 PTA μηνιαίως» (2).

Επομένως, όσον αφορά τις παροχές υπηρεσιών συνδεομένων με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή, ο Ισπανός νομοθέτης χορηγεί, κατ' ουσίαν, φορολογική ανεπιφύλαχτη απαλλαγή στις παροχές που προσφέρονται από οργανισμούς δημοσίου δικαίου, αθλητικούς συλλόγους ή από την ισπανική ολυμπιακή επιτροπή. Αντιθέτως, όσον αφορά τις παροχές που προσφέρονται από ιδιωτικούς αθλητικούς οργανισμούς κοινωνικού χαρακτήρα, η χορήγηση της απαλλαγής εξαρτάται από την προϋπόθεση οι οργανισμοί αυτοί να εισπράττουν τέλη εισόδου ή περιοδικές συνδρομές ποσού κατώτερου του αναφερομένου στην προαναφερθείσα διάταξη.

3 Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η τελευταία αυτή διάταξη είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιγγ, της οδηγίας, κίνησε κατά του Βασιλείου της Ισπανίας την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης. Στο στάδιο αυτό, το καθού κράτος μέλος αμφισβήτησε την κρίση του προσφεύγοντος οργάνου και ισχυρίστηκε ότι η νομοθεσία του ουδόλως αντίκειται στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

Εν συνεχεία, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή για να διαπιστωθεί η παράβαση του καθού κράτους. Συγκεκριμένα, τα υποβληθέντα από το προσφεύγον όργανο αιτήματα έχουν ως εξής:

«1) να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, ορίζοντας ότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ όσον αφορά τις παροχές που συνδέονται κατά τρόπο άμεσο με τον αθλητισμό και τη σωματική αγωγή θα ισχύει μόνο για τους ιδιωτικούς φορείς των οποίων τα τέλη εισόδου δεν υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο ποσό, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιγγ, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (77/388/ΕΟΚ)·

2) να καταδικαστεί το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα».

Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει το προσφεύγον όργανο στα δικαστικά έξοδα. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρενέβη εν προκειμένω υπέρ των αιτημάτων του καθού κράτους μέλους.

4 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αμφισβητούμενη εθνική νομοθεσία εισάγει, όσον αφορά τη χορήγηση απαλλαγής υπέρ των ιδιωτικών οργανισμών κοινωνικού χαρακτήρα, μη προβλεπόμενο από την οδηγία κριτήριο και, επομένως, αντίθετο προς αυτήν. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, επιβάλλει στα κράτη μέλη μια σαφή, ακριβή και άνευ αιρέσεως υποχρέωση απαλλαγής των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη (3). Από αυτή την άποψη, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να συνδυάζεται με άλλες προϋποθέσεις μη προβλεπόμενες από την οδηγία. Περαιτέρω, η επίδικη εθνική διάταξη δεν δικαιολογείται λόγω του ότι ο περιορισμός του ποσού των συνδρομών, που συνιστά εμπόδιο στη χορήγηση της απαλλαγής, εμπίπτει στις «τιμές που έχουν εγκριθεί από τις δημόσιες αρχές», υπό την έννοια της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 13, Α, παράγραφος 2, στοιχείο αα. Πράγματι, εν προκειμένω, ο Ισπανός νομοθέτης θέσπισε απλώς ένα αμάχητο τεκμήριο όσον αφορά τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα των αθλητικών οργανισμών: αυτοί που εισπράττουν τέλη εισόδου κατώτερα του καθορισθέντος από την επίδικη νομοθεσία ορίου θεωρούνται οργανισμοί ασκούντες τη δραστηριότητά τους χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό· αντιθέτως, οι άλλοι οργανισμοί θεωρούνται ως προσφέροντες παροχές υπηρεσιών με κερδοσκοπικό σκοπό και, ως εκ τούτου, αποκλείονται του ευεργετήματος της απαλλαγής.

Εν τούτοις, η καθής κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή του συστήματος των προβλεπομένων από την οδηγία απαλλαγών προϋποθέτει οπωσδήποτε εθνικά μέτρα εφαρμογής, για τη θέσπιση των οποίων τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. ςΕτσι, εν προκειμένω, η βαλλόμενη νομοθεσία απορρέει από τη νόμιμη χρήση του εν λόγω περιθωρίου χειρισμών, που ο Ισπανός νομοθέτης χρησιμοποίησε ακριβώς για να επιτύχει το επιδιωκόμενο με την οδηγία αποτέλεσμα. Το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιγγ, προβλέπει πράγματι ότι χορηγείται φορολογική απαλλαγή υπέρ των αθλητικών παροχών που προσφέρονται από οργανισμούς μη κερδοσκοπικού σκοπού, η δε επιταγή σύμφωνα με την οποία αποκλείονται του ευεργετήματος της απαλλαγής οι οργανισμοί που εισπράττουν συνδρομές ανώτερες ενός δεδομένου ποσού σκοπεί, ακριβώς, στην εξακρίβωση του αν οι εν λόγω οργανισμοί επιδιώκουν ή όχι κερδοσκοπικό σκοπό. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Ισπανική Κυβέρνηση, το άρθρο 13, Α, παράγραφος 2, προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εξαρτούν την απαλλαγή από ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων είναι η υποχρέωση του παρέχοντος τις υπηρεσίες οργανισμού να καθορίζει «τιμές που να έχουν εγκριθεί από τις δημόσιες αρχές». Εν προκειμένω, ο καθορισμός ανωτάτου ορίου του ποσού των συνδρομών εμπίπτει, ακριβώς, στην έννοια της εγκριθείσας από τη δημόσια αρχή τιμής και, επομένως, δικαιολογείται υπό την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως. Το καθού κράτος μέλος αμφισβητεί επίσης τη θέση της Επιτροπής όσον αφορά την απαίτηση χορηγήσεως της απαλλαγής σύμφωνα με ένα ιδιαίτερο κριτήριο, παρά - όπως είναι η περίπτωση του εν προκειμένω αμφισβητούμενου κανόνα - δυνάμει μιας γενικής διατάξεως: πράγματι, αν είναι αληθές ότι το άρθρο 13, Α, παράγραφος 2, ορίζει ότι η απαλλαγή αυτή χορηγείται «ανά περίπτωση», η ερμηνεία της Επιτροπής καταλήγει στην ανάγκη χορηγήσεως του επιδίκου πλεονεκτήματος εξετάζοντας επακριβώς την ατομική θέση κάθε φορέα, πράγμα σχεδόν ανέφικτο. Τούτο εξηγεί την ανάγκη προβλέψεως γενικού κριτηρίου.

5 Εκ προοιμίου πρέπει να πω ότι οι προβληθείσες από την Επιτροπή αιτιάσεις πρέπει, κατά την άποψή μου, να γίνουν δεκτές. Το προσφεύγον όργανο ισχυρίζεται δικαίως ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν τις απαλλαγές του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1. ςΟπως το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει (4), πρόκειται πράγματι για υποχρεωτικές απαλλαγές και τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη χορήγησή τους. Η εξουσία εκτιμήσεως αφορά, ενδεχομένως, τον καθορισμό προϋποθέσεων ώστε να εξασφαλίζεται, καθώς προβλέπει το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, «η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων ανωτέρω απαλλαγών» και «η αποτροπή κάθε ενδεχόμενης φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και καταχρήσεως». Εν πάση περιπτώσει, η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται το ηθελημένο από τη διάταξη αποτέλεσμα, το οποίο συνίσταται στο να διασφαλίζεται το προβλεπόμενο φορολογικό πλεονέκτημα στον φορολογούμενο ο οποίος έχει σχετικό δικαίωμα απαλλαγής. Η εξεταζόμενη όμως εν προκειμένω απαλλαγή αφορά τις «παροχές υπηρεσιών συνδεόμενες στενά με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή και προσφερόμενες από οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε πρόσωπα ασχολούμενα με τον αθλητισμό ή τη σωματική αγωγή» (άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιγγ) (5). Επομένως, οι επίδικες υπηρεσίες πρέπει να τυγχάνουν εν πάση περιπτώσει της προβλεπόμενης απαλλαγής. Ακριβώς όμως υπό το πρίσμα αυτό η ισπανική νομοθεσία δεν συνάδει προς τον εν λόγω κανόνα. Συγκεκριμένα, η Ισπανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η επίδικη εθνική νομοθεσία επιδιώκει ακριβώς να εξασφαλίσει ότι απαλλάσσονται του φόρου οι συνδεόμενες με τον αθλητισμό υπηρεσίες τις οποίες προσφέρουν οργανισμοί που δρουν χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό. Πάντως, εύκολα διαπιστώνεται ότι η επίδικη εν προκειμένω εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί προδήλως να επιτύχει το αποτέλεσμα αυτό. Η κανονιστική αυτή ρύθμιση προβλέπει ότι η απαλλαγή χορηγείται μόνο σε οργανισμούς που εισπράττουν τέλη εισόδου ή περιοδικές συνδρομές (ιδίως μηνιαίες) κατώτερες ενός συγκεκριμένου ποσού, χωρίς όμως το ποσό αυτό να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της αθλητικής δραστηριότητας, τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, τον τόπο όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις αυτές ή, τέλος, τον αριθμό των μελών ή συνδρομητών του εν λόγω οργανισμού. Με άλλα λόγια, το τεθέν από τον Ισπανό νομοθέτη κριτήριο δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν την τιμή της παροχής υπηρεσιών και, επομένως, συμβάλλουν έμμεσα στην εκτίμηση του αν ο οργανισμός που παρέχει την υπηρεσία δρα ή όχι με κερδοσκοπικό σκοπό. Με άλλα λόγια, η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη ότι η αθλητική δραστηριότητα παρουσιάζει μια σύνθετη και ποικίλη πραγματικότητα: η εκτέλεση ορισμένων αθλημάτων προϋποθέτει δαπανηρή τεχνική υποδομή και συνεπάγεται ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες συντηρήσεως ενώ, αντιθέτως, άλλα αθλήματα χρήζουν απλών σχετικώς εγκαταστάσεων. Στην πρώτη περίπτωση, για την απόσβεση της δαπάνης των αθλητικών υποδομών μπορεί μεταξύ άλλων να απαιτείται ο καθορισμός υψηλών τελών εισόδου, τα οποία αντιθέτως δεν είναι αναγκαία στη δεύτερη περίπτωση. Συνεπώς, η ισπανική κανονιστική ρύθμιση δεν θεσπίζει ασφαλές κριτήριο για να εξακριβώνεται αν ο εν λόγω οργανισμός δρα με κερδοσκοπικό σκοπό. Ενδεχομένως, η εφαρμογή της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως μπορεί και να καταλήξει σε αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1, αποτελέσματα. Πράγματι, ένας ιδιωτικός οργανισμός μπορεί να ζητεί τέλη εισόδου υψηλότερα του καθορισθέντος από την ισπανική νομοθεσία ορίου και, επομένως, να αποκλείεται του ευεργετήματος της απαλλαγής, χωρίς πάντως να ασκεί τη δραστηριότητά του με κερδοσκοπικό σκοπό, ενώ άλλοι οργανισμοί, που εισπράττουν τέλη κατώτερα του εν λόγω ορίου, μπορεί να λειτουργούν με κερδοσκοπικό σκοπό και παρ' όλ' αυτά να τυγχάνουν του ευεργετήματος της φορολογικής απαλλαγής. Αυτό είναι αντίθετο στον σκοπό του άρθρου 13, Α, παράγραφος 1: το γενικό συμφέρον που δικαιολογεί τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού υφίσταται πράγματι μόνον όταν οι συνδεόμενες με τον αθλητισμό παροχές υπηρεσιών προσφέρονται από «οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα». Επομένως, ο εθνικός νομοθέτης πρέπει να θέσει σε εφαρμογή τη διάταξη αυτή μεριμνώντας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την οδηγία σκοπού. Για τους λόγους όμως που εξέθεσα, φρονώ ότι η ισπανική κανονιστική ρύθμιση δεν θεσπίζει κατάλληλο κριτήριο για να διασφαλίζεται η επίτευξη του αποτελέσματος αυτού.

6 Εξάλλου, δεν νομίζω ότι πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα της καθής κυβερνήσεως ότι τα καθορισθέντα από τη βαλλόμενη νομοθεσία ανώτατα όρια πρέπει να θεωρηθούν ως «τιμές που έχουν εγκριθεί από τις δημόσιες αρχές», με συνέπεια να υπάγονται στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, δυνάμει του άρθρου 13, Α, παράγραφος 2, στοιχείο αα, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση της απαλλαγής.

Συναφώς, μπορώ ασφαλώς να συμφωνήσω και στο ότι το όριο των τελών εισόδου ή της περιοδικής συνδρομής θεωρείται «τιμή», υπό την έννοια ότι πρόκειται για την αντιπαροχή της προσφερόμενης από τον οργανισμό, στον οποίο προσφέρεται η συνδεόμενη με τον αθλητισμό υπηρεσία, παροχής. Πάντως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα καθορισθέντα ανώτατα όρια θεωρούνται «τιμές που έχουν εγκριθεί από τις δημόσιες αρχές», πρέπει, εν πάση περιπτώσει, οι τιμές αυτές να κυμαίνονται ανάλογα με το είδος της αθλητικής δραστηριότητας. Πράγματι, μόνον κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί η «τιμή» να θεωρηθεί ενδεικτική του γεγονότος ότι ο εν λόγω οργανισμός προσφέρει παροχές υπηρεσιών που συνδέονται με τον αθλητισμό στο πλαίσιο δραστηριότητας που ασκείται χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό, όπως απαιτεί το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, για τους σκοπούς της χορηγήσεως της απαλλαγής από τον φόρο.

Κατ' ουσίαν, κρίνω ότι το τεθέν από τον Ισπανό νομοθέτη κριτήριο αποκλεισμού μπορεί, από θεωρητική άποψη, να εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 13, Α, παράγραφος 2, στοιχείο αα. Πάντως, το κριτήριο αυτό μου φαίνεται εντελώς ανεπαρκές για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον κανόνα σκοπού.

Εξάλλου, δεν συμφωνώ με την αντίρρηση της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι η πρόταση της Επιτροπής είναι σχεδόν ανέφικτη καθόσον συνεπάγεται τον καθορισμό διαφοροποιημένων τιμών λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση κάθε επιχειρηματία. Κατ' αρχάς, νομίζω ότι τέτοιου είδους ατομική προσέγγιση επιβάλλεται από τις ίδιες τις διατάξεις του άρθρου 13, Α, παράγραφος 2, στοιχείο αα, σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη ακριβώς «δύνανται να ορίζουν, χωριστά για κάθε περίπτωση, τη χορήγηση» της απαλλαγής υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός εφαρμόζει τιμές που έχουν εγκριθεί από τις δημόσιες αρχές. Εξάλλου, δεν πιστεύω ότι η εκτεθείσα από την Επιτροπή λύση προϋποθέτει απαραιτήτως να εξετάζονται οι χρησιμοποιούμενες από κάθε αθλητικό κέντρο τιμές: πράγματι, αρκεί η εθνική νομοθεσία να θεσπίσει συναφώς ένα πιο ρεαλιστικό κριτήριο και, αντί να καθορίσει ένα ενιαίο ποσό ανεξαρτήτως του είδους της αθλητικής δραστηριότητας, να καθορίσει ένα σύνολο διαφοροποιημένων τιμών, αναλόγως ίσως της κατηγορίας της ασκούμενης δραστηριότητας. Τέλος, όπως παρατηρεί το προσφεύγον όργανο, η φερόμενη αδυναμία πραγματοποιήσεως ατομικών ελέγχων για τη χορήγηση της απαλλαγής αντικρούεται από την ίδια την ισπανική νομοθεσία: πράγματι, το άρθρο 6 του κανονισμού περί ΦΠΑ διέπει την «αναγνώριση του κοινωνικού χαρακτήρα ορισμένων οργανισμών ή φορέων» και προβλέπει ότι «οι ιδιωτικοί οργανισμοί ή φορείς κοινωνικού χαρακτήρα πρέπει να ζητούν την αναγνώριση του χαρακτήρα αυτού από την Delegaciσn ή Administaciσn de la Agencia Estatal de Administraciσn Tributaria στη γεωγραφική περιφέρεια της φορολογικής τους κατοικίας» (6). Αυτό επιβεβαιώνει ότι είναι ασφαλώς δυνατόν να πραγματοποιείται «χωριστά ανά περίπτωση» έλεγχος στο πλαίσιο της εξετάσεως των απαιτουμένων προϋποθέσεων για τη χορήγηση της απαλλαγής, όπως απαιτεί, κατά τα λοιπά, η ίδια η διατύπωση του άρθρου 13, Α, παράγραφος 2.

7 Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να δεχθεί την προσφυγή της Επιτροπής και να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

(1) - ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49.

(2) - Ελεύθερη μετάφραση.

(3) - Βλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker (Συλλογή 1982, σ. 53).

(4) - Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Becker και ειδικότερα τις σκέψεις 32, 33 και 34, όπου το Δικαστήριο επισήμανε ότι: «(...) πρέπει κατ' αρχήν να παρατηρηθεί ότι οι προμνησθείσες "προϋποθέσεις" ουδόλως αναφέρονται στον ορισμό του περιεχομένου της προβλεπομένης απαλλαγής. Αφενός, οι εν λόγω "προϋποθέσεις" αποβλέπουν στη διασφάλιση της ορθής και απλής εφαρμογής των προβλεπομένων απαλλαγών. Ένα κράτος μέλος δεν δύναται να αντιτάξει σ' έναν φορολογούμενο, που είναι σε θέση να αποδείξει ότι φορολογικώς υπάγεται πράγματι σε μια από τις απαλλασσόμενες βάσει της οδηγίας κατηγορίες, το ότι δεν έχει θεσπίσει τις διατάξεις, που έχουν ακριβώς ως σκοπό τη διευκόλυνση της εφαρμογής της εν λόγω απαλλαγής. Αφετέρου, οι "προϋποθέσεις" αφορούν τα μέτρα που προορίζονται να αποτρέψουν την ενδεχομένη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση. Ένα κράτος μέλος, το οποίο δεν έχει λάβει τα αναγκαία προς τούτο προληπτικά μέτρα, δεν δύναται να επικαλεσθεί την ιδία του παράλειψη, για να αρνηθεί σ' έναν φορολογούμενο το ευεργέτημα μιας απαλλαγής, την οποία ο τελευταίος νομίμως δικαιούται να απαιτήσει δυνάμει της οδηγίας, πολύ περισσότερο αφού τίποτε δεν εμποδίζει το κράτος αυτό να προσφύγει, ελλείψει ειδικών επί του θέματος διατάξεων, σε κάθε εφαρμοστέα διάταξη της γενικής δημοσιονομικής του νομοθεσίας προς καταπολέμηση της φοροδιαφυγής».

(5) - Ουδόλως χρειάζεται να επισημανθεί ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τις παροχές που μπορούν να τύχουν απαλλαγής, εφόσον το άρθρο 13, Α, παράγραφος 1, στοιχείο ιγγ, προβλέπει περιοριστικά ότι απαλλάσσονται μόνον «ορισμένες παροχές υπηρεσιών». Πράγματι, δεν πιστεύω ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να χορηγήσει στα κράτη μέλη τόσο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Η επίδικη λέξη («ορισμένες») αντιστοιχεί αναμφίβολα σε μια άτυχη διατύπωση της διατάξεως, δεν έχει όμως το περιεχόμενο που της αποδίδει η καθής κυβέρνηση: σημαίνει μόνον ότι μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή όχι σε όλες τις παροχές υπηρεσιών, αλλά αποκλειστικά σε αυτές οι οποίες, όπως διευκρινίζεται στη διάταξη, «προσφέρονται από οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα». Εξάλλου, εφόσον πρόκειται γι' αυτή καθαυτή τη σκοπιμότητα που δικαιολογεί τη χορήγηση της απαλλαγής, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, η επίδικη διάταξη - καθόσον προβλέπει απαλλασσόμενες παροχές - να είναι κατάλληλη για την επιδίωξη του σκοπού αυτού. ύΟπως όμως θα εκθέσω κατωτέρω, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

(6) - Ελεύθερη μετάφραση.