Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61997C0003

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 12ης Μαρτίου 1998. - Ποινική δίκη κατά John Charles Goodwin και Edward Thomas Unstead. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Court of Appeal (England) - Ηνωμένο Βασίλειο. - Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα ϕόρου προστιθεμένης αξίας - Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ - Πεδίο εϕαρμογής - Παράδοση παραποιημένων προϊόντων αρωματοποιίας. - Υπόθεση C-3/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-03257


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Συνιστά η παράδοση παραποιημένων προϋόντων αρωματοποιίας συναλλαγή για την οποία πρέπει να καταβάλλεται ΦΠΑ; Με το ερώτημα αυτό, το Court of Appeal, Criminal Division, London, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία ορισμένες παράνομες συναλλαγές αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας (1).

Πραγματικά περιστατικά

2 Κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικής δίκης, οι Goodwin και Unstead (στο εξής: κατηγορούμενοι της κύριας δίκης), αμφότεροι κρίθηκαν ένοχοι ότι εν γνώσει τους ενήργησαν προκειμένου να αποφύγουν δολίως την καταβολή του ΦΠΑ, κατά παράβαση του άρθρου 72, παράγραφος 1, του Value Added Tax Act (νόμου περί του φόρου προστιθεμένης αξίας) του 1994. Ο ένας εξ αυτών καταδικάστηκε επειδή αγόρασε και εν συνεχεία μεταπώλησε παραποιημένα προϋόντα αρωματοποιίας χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στις υπηρεσίες του ΦΠΑ, εξασφαλίζοντας έτσι ότι δεν θα κατέβαλλε αυτόν τον φόρο. Στον έτερο κατηγορούμενο προσήπτετο ότι συμμετείχε στην παρασκευή, την παραγωγή, τη διανομή και την πώληση τέτοιων προϋόντων στο πλαίσιο επιχειρήσεως που εκμεταλλευόταν μαζί με άλλα πρόσωπα, η οποία, δεδομένου ότι δεν είχε εγγραφεί στις υπηρεσίες ΦΠΑ, δεν κατέβαλε αυτόν τον φόρο.

3 Οι δύο κατηγορούμενοι της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά των καταδικαστικών αυτών αποφάσεων ενώπιον του Court of Appeal. Ξωρίς να αμφισβητούν ότι προέβησαν στις συναλλαγές για τις οποίες είχαν κατηγορηθεί, υποστήριξαν ότι, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της έκτης οδηγίας, η παράδοση παραποιημένων προϋόντων δεν υπόκειται στην καταβολή ΦΠΑ.

4 Το Court of Appeal ωστόσο, μολονότι θεώρησε ότι το Inner Crown Court ορθώς είχε κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση οφειλόταν ΦΠΑ, έκρινε σκόπιμο να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού. Κατά συνέπεια, υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής ερώτημα:

«Εμπίπτει η παράδοση παραποιημένων προϋόντων αρωματοποιίας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (έκτη οδηγία);»

Νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο

5 Το πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας οριοθετείται από το άρθρο 2 το οποίο ορίζει:

«Στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται:

1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στο φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή·

2. οι εισαγωγές αγαθών.»

6 Σύμφωνα με το γενικό γράμμα της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η φύση της συναλλαγής δεν έχει επίπτωση, όσον αφορά την υπαγωγή στον ΦΠΑ, δεδομένου ότι «(...) η αρχή της ουδετερότητας του φόρου εμποδίζει (...), όσον αφορά την επιβολή ΦΠΑ, τη γενίκευση της αντιδιαστολής μεταξύ των νόμιμων και παράνομων συναλλαγών» (2).

7 Πάντως, το Δικαστήριο δέχθηκε ορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή αυτή.

8 Μεταφέροντας τη νομολογία που εξέδωσε στον τομέα των δασμών (3) σε περιπτώσεις υπαγωγής στον ΦΠΑ εισαγωγών και παρανόμων παραδόσεων προϋόντων, το Δικαστήριο επανειλημμένως έκρινε ότι ορισμένα προϋόντα «(...) τα οποία εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθόσον, από την ίδια τους τη φύση, εμπίπτουν στην πλήρη απαγόρευση θέσεως σε κυκλοφορία σε όλα τα κράτη μέλη, με εξαίρεση το αυστηρώς επιβλεπόμενο εμπορικό κύκλωμα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς» (4), ή επειδή «(...) δεν μπορούν να διατεθούν στο εμπόδιο ούτε να ενσωματωθούν στο οικονομικό κύκλωμα» (5) δεν έχουν καμία «(...) [σχέση] με τις διατάξεις της έκτης οδηγίας σχετικά με τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου και, επομένως, με τις διατάξεις που αφορούν τη γένεση οφειλής φόρου κύκλου εργασιών» (6).

9 Δύο είδη προϋόντων έχουν εξακριβωθεί ήδη ότι εμφανίζουν τέτοια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αυτό ισχύει πρωτίστως για τα ναρκωτικά, όπως οι αμφεταμίνες ή η ινδική κάναβη, των οποίων η παράδοση ή η εισαγωγή, εκτός του αυστηρά ελεγχόμενου από τις αρμόδιες αρχές οικονομικού κυκλώματος προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς, «(...) μπορεί μόνο να προκαλέσει τη λήψη κατασταλτικών μέτρων» (7). Ομοίως, και «(...) κατά μείζονα λόγο», δεν μπορεί να εισπραχθεί ΦΠΑ για τις εισαγωγές παραχαραγμένου νομίσματος, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιτραπούν (8).

10 Για τα παράνομα αυτά εμπορεύματα, μια εξαίρεση από την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας δικαιολογείται, δεδομένου ότι, «(...) λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών [τους] (...) αποκλείεται οποιοσδήποτε ανταγωνισμός μεταξύ ενός νόμιμου και ενός παράνομου οικονομικού τομέα» (9).

11 Αντιθέτως, κληθέν να εφαρμόσει τη νομολογία αυτή σε συστήματα πληροφορικής, «(...) για τα οποία δεν υφίσταται απαγόρευση όλων των σχετικών με αυτά πράξεων, λόγω αυτής ταύτης της φύσεως ή των ειδικών χαρακτηριστικών των εμπορευμάτων αυτών», το Δικαστήριο έκρινε ότι η μόνη απαγόρευση εξαγωγής των προϋόντων αυτών προς ορισμένους συγκεκριμένους προορισμούς, λόγω ενδεχομένης χρησιμοποιήσεως των εμπορευμάτων αυτών για στρατηγικούς σκοπούς, «(...) δεν μπορεί να αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο αποκλείοντα τις εξαγωγές των εμπορευμάτων αυτών από το πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας» (10).

12 Τέλος, αναφέρω την υπόθεση Fischer (C-283/95) η οποία εκδικάζεται τώρα, στην οποία ο γενικός εισαγγελέας Jacobs προτείνει στο Δικαστήριο, ειδικότερα στο σημείο 20 των προτάσεών του, να κρίνει ότι «(...) η παράνομη διοργάνωση παιγνίων υπό μορφή ρουλέτας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, υπόκεινται στον φόρο σύμφωνα με το άρθρο 2, περίπτωση 1, της οδηγίας (...)».

Η απάντηση στο ερώτημα

13 Κατά το παράδειγμα του αιτούντος δικαστηρίου, όλα τα συμμετέχοντα στη διαδικασία μέρη λαμβάνουν ως βάση των συλλογισμών τους την προπαρατεθείσα νομολογία. Ωστόσο, οι κατατεθείσες παρατηρήσεις αποκλίνουν ως προς την εφαρμογή της νομολογίας αυτής. Ενώ οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης συνάγουν απ' αυτήν ότι η έκτη οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη.

14 Όπως οι τελευταίοι, θεωρώ ότι η εκδοθείσα από το Δικαστήριο νομολογία στον τομέα αυτόν για τα ναρκωτικά και το παραχαραγμένο νόμισμα δεν μπορεί να μεταφερθεί στα παραποιημένα προϋόντα, όπως είναι τα επίδικα προϋόντα αρωματοποιίας.

15 Θα επιμείνω πρωτίστως στη θεμελιώδη σημασία της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας που αποτελεί τη βάση της έκτης οδηγίας, δυνάμει της οποίας όλες οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας εντός κράτους μέλους από υποκείμενον στον φόρο, καθώς και όλες οι εισαγωγές αγαθών, υπάγονται χωρίς εξαίρεση στον ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, το παράνομο εμπόριο και το νόμιμο εμπόριο πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά πανομοιότυπο τρόπο όσον αφορά τους σκοπούς του ΦΠΑ, ώστε να μην ευνοούνται οι παρανομούντες επιχειρηματίες εις βάρος των ανταγωνιστών τους οι οποίοι αναπτύσσουν νόμιμη δραστηριότητα.

16 Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την αρχή αυτή και, επομένως, παρά τον καταδικαστέο χαρακτήρα της παραποιήσεως, τα εν λόγω προϋόντα πρέπει να περιληφθούν μεταξύ εκείνων για τα οποία επιβάλλεται, κατά τις συναλλαγές, η πληρωμή ΦΠΑ. Οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά δεν επιτρέπουν να καθοριστεί αν τα παραποιημένα προϋόντα αρωματοποιίας τα οποία εμπορεύονταν οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης παρασκευάζονται στο κοινοτικό έδαφος ή εισάγονται από τρίτο κράτος. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ωστόσο, είτε πρόκειται για «παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή», είτε πρόκειται για «εισαγωγή αγαθών», η επίμαχη συναλλαγή περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 1 ή 2, της έκτης οδηγίας.

17 Όπως υπογραμμίζουν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, κατ' εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου, οποιαδήποτε εξαίρεση από την αρχή αυτή πρέπει να νοείται στενά και να περιορίζεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις, οριακές, στις οποίες, λόγω της φύσεως των οικείων προϋόντων, δεν υπάρχει κανένας πιθανός ανταγωνισμός μεταξύ ενός νομίμου και ενός παρανόμου τομέα. Κατά τη διατύπωση που έγινε δεκτή με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, πρέπει να πρόκειται για «προϋόντα τα οποία, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών τους, δεν μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο ούτε να ενταχθούν στο οικονομικό κύκλωμα».

18 Η άποψη των κατηγορουμένων της κύριας δίκης, αποβλέπουσα στην υπαγωγή των επιδίκων συναλλαγών στην εξαίρεση αυτή, λόγω του ότι αυτές, επειδή θίγουν σημαντικά τη λειτουργία της κοινής αγοράς, δεν μπορούσαν παρά να είναι «άσχετες» προς την έκτη οδηγία, δημιουργεί πρωτίστως μια αίσθηση αμηχανίας που είναι δύσκολο να διασκεδαστεί. Πράγματι, σε κατάφωρη αντίφαση προς την αρχή Nemo auditur turpitudinem propriam allegans, οι διάδικοι αυτοί προσπαθούν να προβάλλουν τον νοσηρό, αν όχι τον επικίνδυνο, χαρακτήρα - από οικονομική άποψη, των δραστηριοτήτων τους, για να δικαιολογήσουν τη μη υπαγωγή τους στον ΦΠΑ.

19 Κυρίως, όμως, η άποψη αυτή δεν ευσταθεί αν εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση τα συναχθέντα ήδη από τη νομολογία κριτήρια.

20 Πρώτον, αντίθετα από τα ναρκωτικά ή το παραχαραγμένο νόμισμα, τα παραποιημένα προϋόντα δεν είναι μεταξύ εκείνων των οποίων η εμπορία απαγορεύεται λόγω της ίδιας τους της φύσεως ή των ειδικών χαρακτηριστικών τους.

21 Τα ναρκωτικά ή το παραχαραγμένο νόμισμα είναι προϋόντα για τα οποία οι συναλλαγές που μπορεί ενδεχομένως να πραγματοποιηθούν είναι καθαυτό παράνομες, διότι αυτά αποτελούν αντικείμενο συστηματικής απαγορεύσεως σε όλα τα κράτη μέλη λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών τους: την καταστροφική νοσηρότητα των ναρκωτικών για τον ανθρώπινο οργανισμό, του παραχαραγμένου νομίσματος για την οικονομία μιας χώρας. Η απαγόρευσή τους αποβλέπει στην προστασία ενός συμφέροντος που μπορεί να χαρακτηριστεί γενικό. Εξάλλου, το Δικαστήριο υπογράμμισε τον καθολικώς καταδικαστέο χαρακτήρα των δύο αυτών ειδών προϋόντων μνημονεύοντας τις διεθνείς συμβάσεις αντικείμενο των οποίων αποτελούν τα προϋόντα αυτά (11).

22 Τα παραποιημένα προϋόντα, όπως τα επίδικα προϋόντα αρωματοποιίας, δεν είναι καθαυτό απαγορευμένα εντός της Κοινότητας λόγω της ίδιας τους της φύσεως. Υπάρχει προφανώς ένα νόμιμο εμπόριο προϋόντων αρωματοποιίας ή οποιουδήποτε άλλου προϋόντος που μπορεί να παραποιηθεί. Αν η εμπορία παραποιημένων προϋόντων μπορεί να απαγορεύεται, τούτο δεν έχει ως στόχο την άμεση προστασία ενός γενικού συμφέροντος, αλλά, ενδεχομένως, το να αποφεύγεται όπως ο καταναλωτής εξαπατάται λόγω της αγοράς ενός αγαθού διαφορετικού εκείνου που απολαύει των εγγυήσεων που συνδέονται προς το παραποιηθέν σήμα ή, προπάντων, την προστασία των ιδιωτικών συμφερόντων του φορέα ενός δικαιώματος. Μολονότι οι συναλλαγές επί των προϋόντων αυτών παραβιάζουν διατάξεις όπως αυτές που διέπουν την πνευματική ιδιοκτησία, η συνακόλουθη απαγόρευση δεν συνδέεται προς τη φύση ή προς τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των προϋόντων αυτών.

23 Η παραποίηση προϋόντων αποτελεί ασφαλώς μάστιγα προκαλούσα σημαντική ζημία στις νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες (12), κατά του οποίου η Κοινότητα προσπάθησε να προφυλαχθεί, στον ειδικότερο τομέα των προϋόντων προελεύσεως τρίτων χωρών ή που προορίζονται για τις τρίτες χώρες, με τη θέσπιση δύο διαδοχικών κανονισμών (13), η αναγνώριση όμως του παράνομου χαρακτήρα εξακολουθεί να εξαρτάται, σε κοινοτικό επίπεδο, από αίτηση του φορέα του προσβληθέντος δικαιώματος.

24 Συγκεκριμένα, η θεσπισθείσα κοινοτική διαδικασία κινείται καταρχήν με την εκ μέρους του φορέα του προσβληθέντος δικαιώματος κατάθεση αιτήσεως (14). Ο κανονισμός 3295/94 προβλέπει επίσης μια μορφή αυτεπάγγελτης ενέργειας των τελωνειακών αρχών οι οποίες, σε περίπτωση επαπειλούμενης παραβιάσεως, μπορούν να ενημερώσουν τον κάτοχο του δικαιώματος και μπορούν να δεσμεύσουν το οικείο εμπόρευμα προκειμένου να επιτρέψουν στον κάτοχο του δικαιώματος να υποβάλει αίτηση αναστολής της δεσμεύσεως (15). Παραμένει όμως γεγονός ότι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η διατήρηση της δεσμεύσεως των εμπορευμάτων εξαρτάται από το αν ο κάτοχος του δικαιώματος έχει προσφύγει ενώπιον της αρχής η οποία είναι αρμόδια να αποφανθεί επί της ουσίας.

25 Ομοίως, αν δεν πρόκειται για εισαγόμενα προϋόντα, αλλά για προϋόντα παρασκευαζόμενα εντός της Κοινότητας - πράγμα που η διάταξη περί παραπομπής δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί στην προκειμένη περίπτωση -, η πώληση των εμπορευμάτων αυτών πρέπει να θεωρείται νόμιμη εφόσον ο δικαιούχος ενός σήματος ή ο κάτοχος συγγενούς δικαιώματος δεν αποδείξει ότι τα αποκλειστικά του δικαιώματα έχουν παραβιαστεί (16).

26 Έτσι, ένα παραποιημένο εμπόρευμα, όπως τα επίδικα προϋόντα αρωματοποιίας, δεν είναι παράνομο σε κοινοτικό επίπεδο λόγω των συμφυών χαρακτηριστικών του. Δεν μπορεί να απαγορευθεί παρά μόνον αν συντρέχει περίπτωση προσβολής εγκύρου δικαιώματος ιδιοκτησίας. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή (17), η εμπορία του προϋόντος αυτού θα αποτελέσει το πολύ αντικείμενο απαγορεύσεως υπό όρους, όχι όμως, όπως στις υποθέσεις ναρκωτικών ή παραχαραγμένου νομίσματος, απόλυτης απαγορεύσεως. Αντίθετα προς τις τελευταίες αυτές υποθέσεις, βρισκόμαστε συναφώς σε παρόμοια κατάσταση με εκείνην επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Lange, όπου τα εμπορεύματα δεν ήσαν απαγορευμένα λόγω της ίδιας της φύσεώς τους και είχε απαγορευθεί η εξαγωγή τους προς ορισμένες χώρες μόνο για στρατηγικούς σκοπούς. Αυτήν επίσης τη συλλογιστική προτείνει στο Δικαστήριο ο γενικός εισαγγελέας Jacobs, με τις προτάσεις του στην προαναφερθείσα υπόθεση Fischer, σχετικά με δραστηριότητες συνιστάμενες στην παράνομη οργάνωση παιγνίων υπό μορφή ρουλέτας.

27 Εφόσον τα παραποιημένα προϋόντα δεν περιλαμβάνονται, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών τους, σ' αυτά τα «προϋόντα τα οποία δεν μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο ούτε να ενσωματωθούν στο οικονομικό κύκλωμα», κάθε δυνατότητα ανταγωνισμού δεν μπορεί να αποκλειστεί με τα προϋόντα που αποτελούν αντικείμενο πράξεων που πραγματοποιούνται εντός νομίμου κυκλώματος.

28 Πράγματι, όπως ορθώς υπογραμμίζουν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, αντίθετα προς το παραχαραγμένο νόμισμα και τα ναρκωτικά, για τα οποία είτε δεν υπάρχει νόμιμο εμπόριο, είτε το εμπόριο αυτό αποτελεί αντικείμενο επιτηρήσεως τόσο αυστηρής ώστε να μην ανταγωνίζεται ποτέ το νόμιμο εμπόριο, υπάρχει προφανώς μια νόμιμη αγορά αρωματοποιίας, αναπόσπαστο τμήμα της οικονομίας της Κοινότητας. Όμως, έστω και αν η αγορά παραποιημένων προϋόντων τελεί υπό απαγόρευση, ειδικότερα, όπως έχω αναφέρει, λόγω του ότι είναι επιβλαβής στις νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες που είναι δυνατό να τις υποκαταστήσει, αλλά και από μέριμνα προστασίας των καταναλωτών (18), και είναι λυπηρή η ύπαρξή της, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η αγορά αυτή εξακολουθεί να υπάρχει. Η άρνηση συνεκτιμήσεως του στοιχείου αυτού, ειδικότερα υπό τη φορολογική έποψη που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω - με τη σκέψη ότι, εφόσον τα εμπορεύματα αυτά είναι απαγορευμένα, είναι εκτός εμπορίου και, επομένως, δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ - θα ισοδυναμούσε με χορήγηση απαράδεκτου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στους επιχειρηματίες οι οποίοι ασκούν παράνομες δραστηριότητες, εις βάρος των νομοταγών επιχειρηματιών οι οποίοι, μόνον αυτοί, υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ.

29 Εξάλλου, η παρούσα υπόθεση επιτρέπει κάλλιστα να γίνουν αντιληπτοί οι κίνδυνοι από την επέκταση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις εξαιρέσεις από την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Είναι πάρα πολύ πιθανόν οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης να έκριναν ότι, παρά τις ποινικές κυρώσεις στις οποίες εκτίθεντο, η μη υπαγωγή των παραποιημένων προϋόντων αρωματοποιίας στον ΦΠΑ θα αποτελούσε ωστόσο επικερδές εμπόριο. Δεν πρόκειται, ακολουθώντας τη συλλογιστική τους, να ενθαρρυνθεί αυτό το είδος των συναλλαγών εξασφαλίζοντάς τους αδικαιολόγητη φορολογική απαλλαγή.

30 Προσθέτω ότι, όπως υπογράμμισαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή (19), όλη η συνοχή της εσωτερικής αγοράς θα κλονιζόταν αν η εφαρμογή του ΦΠΑ έπρεπε να εξαρτάται από το αν το προϋόν είναι ή όχι παραποιημένο. Πράγματι, ελλείψει εναρμονίσεως στον τομέα αυτόν, ο κατάλογος των παραποιημένων αγαθών ποικίλλει από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Επομένως, μόνον αν δεν γίνεται διάκριση σύμφωνα με το κριτήριο αυτό είναι δυνατό να διασφαλιστεί πανομοιότυπη φορολογική μεταχείριση όλων των συναλλαγών στο έδαφος της Κοινότητας.

31 Μια τελευταία παρατήρηση. Σε όλες τις προαναφερθείσες υποθέσεις, το Δικαστήριο φρόντισε να διευκρινίσει ότι το ζήτημα της υπαγωγής μιας συναλλαγής στον ΦΠΑ ήταν ανεξάρτητο από την εφαρμογή άλλων διατάξεων εθνικού δικαίου, ειδικότερα ποινικών. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι προφανές ότι η εκτίμηση αυτή εξακολουθεί να ισχύει και ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ουδόλως προδικάζει «(...) την αρμοδιότητα των κρατών μελών να πατάσσουν με προσήκουσες κυρώσεις τις παραβιάσεις της νομοθεσίας τους (...), ακόμα και αν οι κυρώσεις αυτές έχουν χρηματικές συνέπειες» (20).

32 Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι οι συναλλαγές που αφορούν παραποιημένα προϋόντα, όπως τα επίδικα προϋόντα αρωματοποιίας, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ. Επομένως, υπόκεινται σε φορολογία, βάσει του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας.

Πρόταση

33 Για τους λόγους αυτούς, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο Court of Appeal, Criminal Division, London, την εξής απάντηση:

«Το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπόκειται στον ΦΠΑ η παράδοση παραποιημένων προϋόντων, όπως τα προϋόντα αρωματοποιίας.»

(1) - Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

(2) - Αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 1988, 269/86, Mol (Συλλογή 1988, σ. 3627, σκέψη 18), και 289/86, Happy Family (Συλλογή 1988, σ. 3655, σκέψη 20), και της 2ας Αυγούστου 1993, C-111/92, Lange (Συλλογή 1993, σ. Ι-4677, σκέψη 16).

(3) - Με τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1981, 50/80, Horvath (Συλλογή 1981, σ. 385)· της 26ης Οκτωβρίου 1982, 221/81, Wolf (Συλλογή 1982, σ. 3681), και την απόφαση 240/81, γνωστή ως Einberger I (Συλλογή 1982, σ. 3699), το Δικαστήριο έκρινε ότι καμία τελωνειακή οφειλή δεν γεννάται κατά την εισαγωγή ναρκωτικών, όπως η μορφίνη, η ηρωίνη και η κοκανη, που δεν ανήκουν στο εμπορικό κύκλωμα το οποίο τελεί υπό την αυστηρά επίβλεψη των αρμοδίων αρχών με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς.

(4) - Προπαρατεθείσες αποφάσεις Mol (σκέψη 18), και Happy Family (σκέψη 20).

(5) - Προπαρατεθείσα απόφαση Lange, σκέψη 12.

(6) - Προπαρατεθείσες αποφάσεις Happy Family (σκέψη 17) και Mol (σκέψη 15) και απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1990, C-343/89, Witzemann (Συλλογή 1990, σ. Ι-4477, σκέψη 19). Βλ. επίσης απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 1984, 294/82, γνωστή ως Einberger II (Συλλογή 1984, σ. 1177, σκέψη 20), και προπαρατεθείσα απόφαση Lange, σκέψη 12.

(7) - Προπαρατεθείσες αποφάσεις Mol (σκέψη 15) και Happy Family (σκέψη 18).

(8) - Προπαρατεθείσα απόφαση Witzemann, σκέψη 20.

(9) - Προπαρατεθείσα απόφαση Lange, σκέψη 16. Βλ. επίσης τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Mol (σκέψη 18) και Happy Family (σκέψη 20).

(10) - Προπαρατεθείσα απόφαση Lange, σκέψη 17.

(11) - Πρόκειται για τις εξής συμβάσεις: ενιαία Σύμβαση περί ναρκωτικών του 1961 (προπαρατεθείσα απόφαση Happy Family, σκέψη 25), Σύμβαση περί των ψυχοτρόπων ουσιών του 1971 (προπαρατεθείσα απόφαση Mol, σκέψη 24) και Σύμβαση για την καταστολή της παραχαράξεως του νομίσματος (προπαρατεθείσα απόφαση Witzemann, σκέψη 14).

(12) - Για μια συνοπτική έκθεση, περιλαμβάνουσα στατιστικά στοιχεία, βλ. Gourdin-Lamblin, A.-S.: «La lutte contre la contrefaηon en droit communautaire», Revue du marchι commun et de l'Union europιenne, αριθ. 394, Ιανουάριος 1996.

(13) - Κανονισμός (ΕΟΚ) 3842/86 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1986, για τη θέσπιση μέτρων που σκοπό έχουν να απαγορεύσουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης (ΕΕ L 357, σ. 1), που αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3295/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, περί μέτρων απαγόρευσης της ελεύθερης κυκλοφορίας της εξαγωγής, της επανεξαγωγής και της υπαγωγής υπό καθεστώς αναστολής των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και των αναπαραχθέντων χωρίς άδεια (πειρατικών) (ΕΕ L 341, σ. 8).

(14) - Άρθρο 3 του κανονισμού 3295/94.

(15) - Άρθρο 4 του κανονισμού 3295/94.

(16) - Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί σημάτων και, ειδικότερα, το άρθρο 5 της πρώτης οδηγίας 89/104/EΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), που ορίζει ότι ο δικαιούχος σήματος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο τη χρήση του σήματός του ή σημείου για το οποίο, λόγω της ομοιότητάς του με το σήμα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως.

(17) - Παράγραφος 29 των παρατηρήσεών της.

(18) - Βλ., κατά την έννοια αυτή, τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του παρατεθέντος κανονισμού 3295/94.

(19) - Βλ. επίσης την παράγραφο 26 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα στην προαναφερθείσα υπόθεση Fischer.

(20) - Βλ., ως τελευταίως εκδοθείσα, την προπαρατεθείσα απόφαση Lange, σκέψη 24.