Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0156

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Saggio της 27ης Ιανουαρίου 2000. - Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Eνίσχυση χορηγηθείσα σε επιχειρήσεις των νέων ομόσπονδων κρατών της Γερμανίας - Φορολογικό μέτρο για την προσέλκυση επενδύσεων. - Υπόθεση C-156/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-06857


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Με προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 98/476/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 1998, σχετικά με φορολογικές ελαφρύνσεις βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 8, του γερμανικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz) (στο εξής: απόφαση).

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει ιδίως στην Επιτροπή ότι εξέδωσε την απόφαση αυτή, χωρίς να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ), και τη στήριξε σε εσφαλμένη εφαρμογή, αφενός, των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όπως προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ), και, αφετέρου, του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 43 ΕΚ), σχετικά με την ελεύθερη εγκατάσταση.

Τα περιστατικά και η πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία

2. Ο φορολογικός νόμος του 1996, που άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου του ίδιου έτους , τροποποίησε το άρθρο 52, παράγραφος 8, του Einkommensteuergesetz (στο εξής: EStG) όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του συστήματος φορολογικών ελαφρύνσεων που προβλεπόταν από τα άρθρα 6 b και 6 ter του EStG.

Η νέα ρύθμιση προβλέπει, αποκλειστικώς για τα οικονομικά έτη 1996, 1997 και 1998, ορισμένες ειδικές ελαφρύνσεις στην περίπτωση αποκτήσεως μεριδίων συμμετοχής σε εταιρίες που έχουν την έδρα τους στα νέα ομόσπονδα κράτη (Länder), καθώς και στο Δυτικό Βερολίνο, και οι οποίες δεν απασχολούν πλέον των 250 μισθωτών.

3. Η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε για τη θέσπιση του νέου αυτού φορολογικού συστήματος. Μόλις στις 13 Οκτωβρίου 1995, κατόπιν ειδικής αιτήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, η Γερμανική Κυβέρνηση προέβη στη σχετική ανακοίνωση. Οι νέες διατάξεις άρχισαν να ισχύουν, χωρίς η Επιτροπή να αποφανθεί για το σύννομο αυτών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύστημα αυτό έπρεπε να θεωρηθεί ως μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση. Με εγκύκλιο του ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών της 2ας Ιανουαρίου 1996, η εφαρμογή του νέου καθεστώτος ανεστάλη εν αναμονή εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

4. Στο πλαίσιο μεταγενέστερης αλληλογραφίας, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανική Κυβέρνηση να της παράσχει διευκρινίσεις επί της φύσεως των νέων αυτών φορολογικών ελαφρύνσεων. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την απάντησή της στην Επιτροπή, αμφισβήτησε ότι ήταν δυνατό να χαρακτηριστούν οι νέες διατάξεις ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια των σχετικών κανόνων της Συνθήκης. Κρίνοντας ανεπαρκείς τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 25 Μαρτίου 1997 , ότι κινεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ). Με έγγραφα της 13ης Μα_ου, 29ης Ιουλίου και 30ής Σεπτεμβρίου 1997, η Γερμανική Κυβέρνηση διατύπωσε παρατηρήσεις με τις οποίες αμφισβητεί το σύννομο της πρωτοβουλίας αυτής. Η διαδικασία περατώθηκε με την απόφαση που έκρινε ότι το σύστημα που θέσπισε το προσφεύγον κράτος συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά. Στις 24 Απριλίου 1998, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε την παρούσα προσφυγή.

Το νομικό πλαίσιο

α) Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

5. Το άρθρο 52, παράγραφος 8, του EStG, όπως έχει τροποποιηθεί με τον φορολογικό νόμο του 1996, μεταβάλλει, όπως είδαμε, το καθεστώς των φορολογικών ελαφρύνσεων που προβλεπόταν στο άρθρο 6 b του EStG, συγκεκριμένα δε για τα οικονομικά έτη 1996 έως 1998. Στην αρχική του διατύπωση, το άρθρο 6 b προέβλεπε ότι οι υποκείμενοι στον φόρο που πραγματοποιούν κέρδος από την πώληση ακινήτων ή κινητών πραγμάτων για περιορισμένο χρονικό διάστημα τα οποία χρησιμοποιούνται για τουλάχιστον 25 έτη ή από την πώληση μεριδίων συμμετοχής σε κεφαλαιουχικές εταιρίες δικαιούνται να προβαίνουν σε έκπτωση έως 50 % αυτού του κέρδους από το ποσόν του κόστους παραγωγής ή αποκτήσεως οικονομικών αγαθών που παρήχθησαν ή αποκτήθηκαν κατά το οικείο ή το παρελθόν οικονομικό έτος.

6. Κατά τη νέα διατύπωση του νόμου, οι φορολογικές ελαφρύνσεις που χορηγούνται στους υποκειμένους στον φόρο αυξήθηκαν για τα οικονομικά έτη 1996, 1997 και 1998: πράγματι, επιτρέπεται στους υποκειμένους στον φόρο να προβαίνουν σε πλήρη έκπτωση του ποσού του πραγματοποιηθέντος από την πώληση κέρδους αν αποκτούν μερίδια συμμετοχής σε κεφαλαιουχικές εταιρίες και η απόκτηση αυτή συνδέεται με αύξηση κεφαλαίου ή με την ίδρυση νέων κεφαλαιουχικών εταιριών, υπό την προϋπόθεση ότι οι εταιρίες αυτές:

α) έχουν την έδρα τους και την κεντρική τους διοίκηση σε κάποιο από τα νέα ομόσπονδα κράτη ή στο Δυτικό Βερολίνο και, κατά την ημερομηνία αποκτήσεως των μεριδίων συμμετοχής, δεν απασχολούν πλέον των 250 μισθωτών,

ή

β) είναι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου των οποίων ο τελικός σκοπός, όπως προκύπτει από το καταστατικό και την ιδρυτική πράξη, συνίσταται αποκλειστικά στην απόκτηση μεριδίων συμμετοχής για περιορισμένο χρονικό διάστημα ή στη διαχείριση ή εκχώρηση αυτών των μεριδίων συμμετοχής σε επιχειρήσεις οι οποίες, κατά την ημερομηνία αποκτήσεως των μεριδίων συμμετοχής, έχουν την έδρα τους και την κεντρική τους διοίκηση στα νέα ομόσπονδα κράτη ή στο Δυτικό Βερολίνο και δεν απασχολούν πλέον των 250 μισθωτών.

7. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε βάσει των υπολογισμών της η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τα οποία περιέλαβε η Επιτροπή στην απόφασή της (μέρος Ι, έβδομη παράγραφος), το μέτρο αυτό θα είχε ως συνέπεια, για τα έτη που αφορούσε ο νόμος, απώλειες φορολογικών εσόδων της τάξεως των 150 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (DEM). Το σύστημα αυτό είναι θεωρητικά εφαρμοστέο σε απεριόριστο αριθμό επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στα νέα ομόσπονδα κράτη και στο Δυτικό Βερολίνο και δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς. Δεν αποκλείεται η σώρευσή του με άλλες κρατικές ενισχύσεις.

β) Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

8. Στην απόφασή της, η Επιτροπή θεωρεί ότι η φορολογική ελάφρυνση που προβλέπεται με το άρθρο 52, παράγραφος 8, του EStG, υπέρ των επιχειρήσεων που απασχολούν μέχρι 250 μισθωτούς και έχουν την έδρα τους και την κεντρική τους διοίκηση στα νέα ομόσπονδα κράτη ή στο Δυτικό Βερολίνο, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά ενόψει του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και του άρθρου 61, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (άρθρο 1, παράγραφος 1). Κατά συνέπεια, καλεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να καταργήσει τις εν λόγω διατάξεις (άρθρο 1, παράγραφος 2). Στην αιτιολογία της αποφάσεώς της, η Επιτροπή εκθέτει επιπλέον ότι, καθόσον το σύστημα ενισχύσεων προβλέπει, ως προϋπόθεση για τη φορολογική ελάφρυνση, ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες αποκτώνται μερίδια συμμετοχής οφείλουν να έχουν την έδρα τους και την κεντρική τους διοίκηση στα νέα ομόσπονδα κράτη ή στο Δυτικό Βερολίνο, ο κανόνας που περιέχει ο EStG αντιβαίνει προς την απαγόρευση των περιορισμών στην ελεύθερη εγκατάσταση που καθιερώνει το άρθρο 52 της Συνθήκης.

9. ροκειμένου να χαρακτηρίσει ως ενίσχυση τους επίδικους κανόνες, η Επιτροπή εκθέτει ότι το εν λόγω σύστημα εφαρμόζεται σε δύο κατηγορίες ευνοουμένων, ήτοι τους υποκείμενους στον φόρο που φορολογούνται βάσει του EStG (τους άμεσα ευνοουμένους) και τις επιχειρήσεις των νέων ομοσπόνδων κρατών και του Δυτικού Βερολίνου που δεν απασχολούν πλέον των 250 μισθωτών (τους έμμεσα ευνοουμένους). Η Επιτροπή θεωρεί κατ' αρχάς ότι η φορολογική ελάφρυνση υπέρ των υποκειμένων στον φόρο ιδιωτών συνιστά γενικό μέτρο που δεν περιέχει κανένα στοιχείο ενισχύσεως, δεδομένου ότι όλοι οι υποκείμενοι στον φόρο που αποφασίζουν να επενδύσουν τα κέρδη τους κατά τον τρόπο που προβλέπει ο νόμος μπορούν να επικαλεστούν τη δυνατότητα αυτή. Οι ελαφρύνσεις αυτές συνάδουν επομένως με το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον προβλέπονται από γενικό μέτρο οικονομικής πολιτικής. Αντιθέτως, τα μέτρα υπέρ των κεφαλαιουχικών εταιριών που έχουν την έδρα τους και την κεντρική τους διοίκηση στα νέα ομόσπονδα κράτη ή στο Δυτικό Βερολίνο, όπου πρέπει να έχει αποκτηθεί μερίδιο συμμετοχής προκειμένου να παρασχεθεί η φορολογική ελάφρυνση, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

ράγματι, το μέτρο αυτό συνεπάγεται αναντιρρήτως οικονομικά οφέλη για τους αποδέκτες του, διότι έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της αποδοτικότητας των μεριδίων συμμετοχής που αποκτώνται σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους και την κεντρική τους διοίκηση στα νέα ομόσπονδα κράτη και στο Δυτικό Βερολίνο, σε σχέση με την αποδοτικότητα των μεριδίων συμμετοχής που αποκτώνται στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους και την κεντρική τους διοίκηση στο υπόλοιπο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, καθώς και εκτός του γερμανικού εδάφους.

10. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επίδικες διατάξεις δεν έχουν καμία σχέση με την επενδυτική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, θεωρεί ότι το μέτρο αυτό συνιστά ενίσχυση στη λειτουργία η οποία, κατά την πρακτική της Επιτροπής, μπορεί να χορηγείται μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις και μόνο στις περιοχές που μπορούν να τύχουν επιδοτήσεων βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της Συνθήκης. Το Δυτικό Βερολίνο δεν περιλαμβάνεται εν πάση περιπτώσει στις περιοχές αυτές διότι, κατά την απόφαση της Επιτροπής (613/96) για τις περιοχές που μπορούν να τύχουν επιδοτήσεων στο χρονικό διάστημα 1997-1999, αποτελεί περιφέρεια που μπορεί να τύχει επιδοτήσεων μόνο βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_. Εξάλλου, ενόψει της ελλείψεως συνδέσμου μεταξύ της χορηγήσεως της ενισχύσεως και των επενδυτικών μέτρων, υφίσταται, κατά την Επιτροπή, σοβαρός κίνδυνος το μέτρο να έχει επιπτώσεις εκτός των περιοχών που μπορούν να τύχουν ενισχύσεως.

11. Στη συνέχεια της αποφάσεώς της, η Επιτροπή υπογραμμίζει διεξοδικώς την ύπαρξη των στοιχείων που απαιτούνται από τη Συνθήκη και τη νομολογία του Δικαστηρίου προκειμένου ένα κρατικό μέτρο να μπορεί να θεωρηθεί ως «ενίσχυση» κατά την έννοια και τον σκοπό των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης. Τα στοιχεία αυτά θα εξεταστούν πιο κάτω στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του βασίμου των λόγων της προσφυγής που προβάλλει το προσφεύγον κράτος.

Επί της ουσίας

12. Η προσφυγή στηρίζεται, κυρίως, σε φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 190 της Συνθήκης και σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1.

13. Επικουρικώς, το προσφεύγον κράτος επικαλείται επίσης τη μη τήρηση του κανόνα de minimis, την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης, κατάχρηση εξουσίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, της Συνθήκης, καθώς και παράβαση του άρθρου 52 της Συνθήκης.

1. Επί της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

14. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η απόφαση είναι άκυρη λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 190 της Συνθήκης. Θεωρεί ότι για πολλούς λόγους η απόφαση δεν τηρεί την υποχρέωση αυτή, πράγμα που θα εξετάσω κατωτέρω.

α) Η ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς την εξακρίβωση και τον ποσοτικό προσδιορισμό του στοιχείου της ενισχύσεως

15. Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε, στην απόφαση, σε τι συνίσταται συγκεκριμένα το στοιχείο της ενισχύσεως και με ποιον τρόπο μπορεί αυτό να προσδιοριστεί ποσοτικώς. Εφόσον από την απόφαση προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, το στοιχείο της ενισχύσεως συνίσταται στο γεγονός ότι το φορολογικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια συμμετοχής στις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στις αναφερόμενες περιφέρειες τελικώς μεταφέρεται εν μέρει στις τελευταίες μέσω μιας νομοθετικής διατάξεως που σκοπεί στο να στρέψει προς ορισμένη κατεύθυνση τις επενδύσεις των ιδιωτών, η Γερμανική Κυβέρνηση εκθέτει ότι η απόφαση δεν αναφέρει με ποιον τρόπο ο ευνοούμενος από το φορολογικό μέτρο μπορεί να μεταβιβάσει το πλεονέκτημά του σε κεφαλαιουχικές εταιρίες στις οποίες αποκτά μερίδια συμμετοχής. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί, επιπλέον, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προσδιορίσει ποσοτικώς τη φερόμενη ενίσχυση, περιοριζόμενη να μνημονεύσει ένα γενικό οικονομικό όφελος που αποκομίζουν οι άμεσα ευνοούμενες επιχειρήσεις από την εφαρμογή του επίδικου συστήματος.

β) Η ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς τον κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και παρεμποδίσεως των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

16. Στη συνέχεια, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι το επίδικο μέτρο μπορεί να συνεπάγεται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, όπως απαιτεί το άρθρο 92 της Συνθήκης.

Όσον αφορά τον κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, η απόφαση περιορίζεται να εκθέσει ότι το μέτρο που θέσπισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ευνοεί τις εταιρίες συμμετοχής που έχουν την έδρα τους στις ενισχυόμενες περιοχές, παρά σε άλλα μέρη του γερμανικού ή κοινοτικού εδάφους. Η Επιτροπή θεωρεί επομένως δεδομένο ότι η απειλή για τον ανταγωνισμό προέρχεται από το γεγονός ότι το φορολογικό μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Όμως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα συστατικό στοιχείο που απαιτείται από το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η απειλή για τον ανταγωνισμό έπρεπε να αποτελέσει το αντικείμενο χωριστής και ενδελεχούς αναλύσεως.

Όσον αφορά τον επηρεασμό των εμπορικών συναλλαγών, η Επιτροπή εκθέτει στην απόφασή της ότι το μέτριο ύψος της ενισχύσεως δεν αρκεί για να αποκλειστεί ο κίνδυνος επιπτώσεων επί των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών. Όμως, το προσφεύγον κράτος θεωρεί ότι πρόκειται για ένα γενικό ισχυρισμό που δεν μπορεί, αυτός καθαυτός, να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση αιτιολογίας.

γ) Η ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς την έλλειψη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης

17. Το προσφεύγον κράτος θεωρεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν το εν λόγω μέτρο μπορεί να εμπίπτει στην παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης, το οποίο προβλέπει ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή. Εντούτοις, η Επιτροπή περιορίστηκε να δηλώσει ότι τα στοιχεία που διέθετε δεν της επέτρεπαν να διαπιστώσει αν το εν λόγω σύστημα είναι αναγκαίο για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση της Γερμανίας. Όμως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκθέτει ότι η Επιτροπή διέθετε στην πραγματικότητα έγγραφα που αποδεικνύουν το αντίθετο και όφειλε, ως εκ τούτου, να εκθέσει για ποιους ακριβώς λόγους θεωρούσε, παρά ταύτα, ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, δεν έχει εφαρμογή. Αν η Επιτροπή θεωρούσε ανεπαρκή τα στοιχεία αυτά, ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει από τη Γερμανική Κυβέρνηση να της παράσχει περισσότερα στοιχεία.

δ) Η ανεπάρκεια αιτιολογίας ως προς τη δήλωση περί ασυμβάτου βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης

18. Το προσφεύγον κράτος θεωρεί ότι ούτε το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή με την απόφασή της είναι αιτιολογημένο, ότι δηλαδή το θεσπισθέν φορολογικό σύστημα συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, διότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σ' αυτό η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της Συνθήκης. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί ότι η Επιτροπή περιορίστηκε να τονίσει ότι ο φηφισθείς νόμος δεν αποκλείει το να μπορεί το ευνοϊκό φορολογικό σύστημα να έχει εφαρμογή στους ευαίσθητους τομείς ή σε επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Η Γερμανική Κυβέρνηση εκθέτει ότι η Επιτροπή όφειλε, αντιθέτως, να στηρίξει την κρίση της στη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή.

ε) Η έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως που αφορά την απαίτηση καταργήσεως της ρυθμίσεως αντί της τροποποιήσεώς της

19. Τέλος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάλλει κατά της αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή, με την πράξη της, να ζητήσει μόνον την κατάργηση του άρθρου 52, παράγραφος 8, του EStG, αντί να ζητήσει την τροποποίησή του. Μια εκτίμηση, στηριζόμενη στην αρχή της αναλογικότητας, όπως περιέχεται στο άρθρο 3 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 5 ΕΚ), πρέπει να ωθεί την Επιτροπή, κατά το προσφεύγον κράτος, να ζητεί την κατάργηση ενός συστήματος ενισχύσεων μόνον όταν αυτό είναι τελείως ασύμβατο προς την κοινή αγορά, να περιορίζεται δε να ζητεί την τροποποίησή του όταν το μη συμβατό θίγει εν μέρει μόνον τους εθνικούς κανόνες. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή όφειλε, εν προκειμένω, να εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποιήσεως πριν αποφασίσει να ζητήσει την κατάργηση της ρυθμίσεως. Κατά συνέπεια, η απόφαση δεν τηρεί, και για τον λόγο αυτό επίσης, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 190 της Συνθήκης.

20. Θεωρώ ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της αποφάσεως υπό το πρίσμα της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου, η απόφαση εκθέτει πλήρως και επαρκώς σε βάθος τους λόγους για τους οποίους το θεσπισθέν στη Γερμανία φορολογικό σύστημα συνεπάγεται για τους ευνοουμένους ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.

21. Υπενθυμίζω συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογία μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και όχι διφορούμενο, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής, η οποία εξέδωσε την επίμαχη πράξη, προκειμένου να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους θεσπίσεως του ληφθέντος μέτρου προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και στο Δικαστήριο να ασκήσει πλήρως τον έλεγχό του επί της νομιμότητας . αρατηρώ επίσης ότι, προκειμένου να τηρείται η αναγκαία προϋπόθεση της αιτιολογήσεως μιας πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 190 της Συνθήκης, δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να εξειδικεύει ρητώς όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη πριν από την έκδοση της αποφάσεως. Όπως επανειλημμένως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία μιας αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις επιταγές της Συνθήκης πρέπει να κρίνεται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και των συμφραζομένων, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων που ενδεχομένως έχουν εκδοθεί προηγουμένως . Και, όντως, πρέπει ήδη από την άποψη αυτή να σημειωθεί ότι ορισμένες εκτιμήσεις που περιέχονται στο κείμενο της αποφάσεως και τις οποίες το προσφεύγον κράτος χαρακτηρίζει ως ελαττώματα αιτιολογίας, λόγω του κατηγορηματικού τους χαρακτήρα, αποτελούν από πολλού χρόνου το αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι, ανεξαρτήτως του βασίμου των εκτιμήσεων αυτών, το οικείο κράτος μέλος ήταν απολύτως σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενο ορισμένων ισχυρισμών οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι στερούνται κατάλληλης αιτιολογίας .

22. Τώρα, με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να εξετάσω τους λόγους οι οποίοι, κατά το προσφεύγον κράτος, δικαιολογούν τη μομφή της μη τηρήσεως της εν προκειμένω υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Όσον αφορά, κατ' αρχάς, την εξακρίβωση του στοιχείου της ενισχύσεως, θεωρώ ότι στην αιτιολογία της αποφάσεως το στοιχείο αυτό προκύπτει σαφώς. Η Επιτροπή εκθέτει πράγματι ότι το φορολογικό σύστημα που προβλέπεται από τον EStG παρέχει σε ορισμένες κατηγορίες φυσικών και νομικών προσώπων άμεσο οικονομικό πλεονέκτημα, ως φορολογική ελάφρυνση, όταν τα πρόσωπα αυτά αποκτούν ορισμένα αγαθά συγκεκριμένων επιχειρήσεων, ευνοώντας εμμέσως τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στις ενισχυόμενες περιοχές, στις οποίες τα μερίδια συμμετοχής αποδεικνύονται ιδιαίτερα ελκυστικά στην αγορά: «Το οικονομικό πλεονέκτημα συνίσταται στο ότι, σε σχέση με το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν τεθεί σε ισχύ το άρθρο 52, παράγραφος 8 του EStG, αυξάνεται η ζήτηση συμμετοχών σε επιχειρήσεις που ευνοούνται έμμεσα από το υπό κρίση καθεστώς. Από αυτό συνάγεται ότι οι επενδυτές (άμεσοι αποδέκτες) προτιμούν να αποκτούν συμμετοχές σε επιχειρήσεις των νέων ομοσπόνδων κρατών και του Βερολίνου, υπό όρους πολύ ευνοϊκότερους γι' αυτές από ό,τι χωρίς το υπό κρίση μέτρο» (μέρος IV, έκτη παράγραφος). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το εν λόγω μέτρο μπορεί να παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα, χωρίς αντίστοιχη αντιπαροχή, στις επιχειρήσεις που ευεργετούνται εμμέσως από το μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 8, του EStG διότι έχουν την έδρα τους στα νέα ομόσπονδα κράτη ή στο Δυτικό Βερολίνο, εφόσον το πλεονέκτημα αυτό δεν θα επιτυγχανόταν αν δεν υπήρχε το εν λόγω κρατικό μέτρο. Νομίζω ότι η Επιτροπή διευκρίνισε με επαρκή σαφήνεια σε τι συνίσταται το στοιχείο της ενισχύσεως. Επομένως, δεν θα δεχτώ τις προβαλλόμενες «αντιφάσεις» στην εξακρίβωση του στοιχείου της κρατικής ενισχύσεως που το προσφεύγον κράτος προσάπτει στην Επιτροπή. Με την απόφασή του, το καθού θεσμικό όργανο προβαίνει σε συγκριτική εκτίμηση της ανταγωνιστικής καταστάσεως των επιχειρήσεων που αποκομίζουν (εμμέσως) όφελος από το ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς σε σχέση με την κατάσταση των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες αλλού, διευκρινίζοντας ότι «Η οφειλόμενη στο κρατικό μέτρο αύξηση της ζήτησης συμμετοχών σε επιχειρήσεις των οποίων η έδρα και η διοίκηση βρίσκονται στα νέα ομόσπονδα κράτη ή στο Δυτικό Βερολίνο (...), έχει ως αποτέλεσμα, υπό ισότιμες συνθήκες, να επηρεάζει τη συμπεριφορά όλων των επενδυτών υπό την έννοια ότι αποκτούν συμμετοχές - τις οποίες, χωρίς τη φορολογική ελάφρυνση, δεν θα αποκτούσαν ή θα πραγματοποιούσαν υπό συνθήκες λιγότερο ευνοϊκές - υπό ευνοϊκότερες συνθήκες για τους πωλητές από εκείνες που θα ίσχυαν χωρίς το καθεστώς του άρθρου 52, παράγραφος 8, του EStG» (μέρος IV, τέταρτη παράγραφος). Η Επιτροπή στηρίζει την πεποίθησή της στη σύγκριση αυτή, ενισχύοντας το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει με άλλες παρατηρήσεις - που αφορούν την επίπτωση του μέτρου επί της κοινής αγοράς ή τη χρησιμοποίηση του πλεονεκτήματός τους από τους άμεσα ευνοούμενους - που ούτε διαψεύδουν ούτε βρίσκονται σε αντίφαση προς την αρνητική εκτίμηση που περιέχεται στα προπαρατεθέντα χωρία της αποφάσεως.

23. Όσον αφορά, τώρα, τον ποσοτικό προσδιορισμό της ενισχύσεως, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί επακριβής ποσοτικός προσδιορισμός στο κείμενο της αποφάσεως, αυτό δε διότι ο γερμανικός φορολογικός κανόνας που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής δεν προβλέπει ατομική ενίσχυση χορηγούμενη σε συγκεκριμένη επιχείρηση, αλλά ένα γενικό σύστημα ενισχύσεων, που έχει τη μορφή ρυθμίσεως αφορώσας τον φόρο εισοδήματος, εφαρμοζόμενο σε απεριόριστο αριθμό ευνοουμένων, δηλαδή σε όλες τις επιχειρήσεις που αποφασίζουν να λάβουν μερίδια συμμετοχής σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στις περιοχές που αναφέρει ειδικά ο νόμος. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων και, εν πάση περιπτώσει, πριν από τη συγκεκριμένη έναρξη ισχύος του μέτρου, τα αποτελέσματα από αυτό το σύστημα ενισχύσεων, καθώς θα μπορούσε αντιθέτως να γίνει, αν επρόκειτο για μέτρο ατομικής ενισχύσεως. Στο πλαίσιο εκτιμήσεως των έστω και δυνάμει αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού, μια τέτοια περίσταση δεν αποκλείει ασφαλώς το προβλεπόμενο από τον γερμανικό νόμο σύστημα, θεωρούμενο αφηρημένως, να μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέτρο αντίθετο προς τις επιταγές της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

24. Ομοίως, όσον αφορά τη φερόμενη ανεπαρκή αιτιολόγηση ως προς την επίδραση του μέτρου επί του ανταγωνισμού και των επιπτώσεών του επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, θεωρώ ότι η Επιτροπή, έστω και συνοπτικώς, διευκρίνισε στην απόφασή της ότι το φορολογικό σύστημα που θέσπισε το προσφεύγον κράτος, ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους και τη διοίκησή τους στο έδαφός του, θέτει συστηματικά σε δυσμενή μοίρα τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, καθιστώντας αυτές λιγότερο ελκυστικές στην αγορά συμμετοχών . Στην πραγματικότητα, ενόψει ενός συστήματος ενισχύσεων, ο πρόδηλος και δεδηλωμένος σκοπός του οποίου είναι να στηρίξει οικονομικά τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε ορισμένο τμήμα του γερμανικού εδάφους, αρκεί να αποδειχθεί ότι η εφαρμογή του μπορεί να αλλοιώσει τον ανταγωνισμό: όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, όταν κρατική οικονομική ενίσχυση καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση .

25. Η αιτιολογία στην οποία προέβη τελικά η Επιτροπή νομίζω ότι είναι επαρκής και όσον αφορά την έλλειψη των προϋποθέσεων εφαρμογής, εν προκειμένω, της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης. Είναι γνωστό σε όλους ότι το άρθρο αυτό θεωρεί ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά «οι ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή». Συναφώς, καίτοι αληθεύει ότι, στο κείμενο της αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίστηκε να εκθέσει ότι, βάσει των στοιχείων που διέθετε, δεν κατόρθωσε να διαπιστώσει ότι το σύστημα ήταν αναγκαίο για την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων αυτών, θεωρώ ότι η εκτίμηση αυτή, η οποία στηρίζεται στην υποχρέωση συνεργασίας που υπέχουν τα κράτη μέλη, δικαιολογείται ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου κατά την οποία το κράτος μέλος οφείλει να παρέχει όλα τα στοιχεία που μπορούν να δώσουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ζητουμένης παρεκκλίσεως. Επομένως, θεωρώ ότι, εν προκειμένω, εναπόκειται στο προσφεύγον κράτος να παράσχει στην Επιτροπή τα απαραίτητα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα θεσπισθέντα μέτρα ήταν αναγκαία για να αντισταθμιστούν οι αρνητικές συνέπειες από τη διαίρεση της Γερμανίας. Όμως, από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, το προσφεύγον κράτος περιορίστηκε να επικαλεστεί την ανάγκη φορολογικής ελαφρύνσεως για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο εν προκειμένω έδαφος λόγω της ελλείψεως κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου. Ομοίως, συνεπεία της θέσεως που υιοθέτησε ως προς το ζήτημα της, κατ' ουσίαν, δυνατότητας εφαρμογής αυτής της παρεκκλίσεως - θέσεως στην οποία θα επανέλθω αργότερα - το προσφεύγον κράτος δεν έθεσε προφανώς ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτημα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των θεσπισθέντων μέτρων και των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται άμεσα από τη διαίρεση της Γερμανίας. Για τον λόγο ακριβώς αυτό, θεωρώ ότι η Επιτροπή ευλόγως περιορίστηκε να εκθέσει ότι δεν διέθετε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης.

26. Τέλος, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της Γερμανικής Κυβερνήσεως, στην απόφαση εκτίθενται επαρκώς οι λόγοι για τους οποίους το φορολογικό σύστημα που θεσπίστηκε με το άρθρο 52, παράγραφος 8, του EStG δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, της Συνθήκης. Εφόσον το άρθρο 52, παράγραφος 8, του EStG προβλέπει ένα σύστημα ενισχύσεων και όχι μια ατομική ενίσχυση, η Επιτροπή δεν μπορούσε, κατ' αρχάς, να εξετάσει παρά μόνον το δυνατό πεδίο εφαρμογής αυτού του συστήματος. Επειδή δε πρόκειται για ενίσχυση στη λειτουργία, ορθώς η Επιτροπή υπογράμμισε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού του συστήματος δεν επέτρεπαν να αποκλειστεί ότι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες σε ευαίσθητους τομείς ή επιχειρήσεις που είναι προβληματικές μπορούν να επωφεληθούν από το σύστημα αυτό ή ότι το κεφάλαιο που τίθεται στη διάθεση των επιχειρήσεων χρησιμοποιείται σε οικονομικές δραστηριότητες εκτός της περιοχής για την οποία χορηγούνται επιδοτήσεις. Ομοίως, δεν μπορεί να υπάρχει συμβατό με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, της Συνθήκης, διότι το Δυτικό Βερολίνο δεν αποτελεί ενισχυόμενη περιοχή κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, με εξαίρεση ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής αυτής της ρυθμίσεως. Επιπλέον, βασίμως η Επιτροπή ζήτησε με την απόφαση να καταργηθεί και όχι να τροποποιηθεί το εν λόγω σύστημα, θεωρώντας ότι τα στοιχεία ενισχύσεως που αναφέρονται στο κείμενο της αποφάσεως είναι επαρκώς σημαντικά και καθοριστικά προκειμένου να χαρακτηριστεί η φύση των μέτρων που θέσπισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οπότε δεν μπορούν να εξαλειφθούν χωρίς τα εν λόγω μέτρα να καταστούν κενά περιεχομένου.

27. Όλες οι ανωτέρω σκέψεις με ωθούν στο συμπέρασμα ότι η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

2. Επί του χαρακτήρα του επίδικου μέτρου ως ενισχύσεως

28. Επί της ουσίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκθέτει ότι η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το φορολογικό μέτρο που προβλέπεται υπέρ των κεφαλαιουχικών εταιριών από το άρθρο 52, παράγραφος 8, του EstG, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 92 της Συνθήκης. ρος στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλείται μια σειρά επιχειρημάτων τα οποία, παρά ταύτα, δεν θεωρώ ότι μπορούν να καταστήσουν αθέμιτη την απόφαση.

29. Στην πραγματικότητα, καμία από τις παρατηρήσεις που διατυπώνει το προσφεύγον κράτος δεν επιτρέπει να τεθεί εν αμφιβόλω η εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την απόφασή της, ενώ προκύπτει σαφώς ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τις διατάξεις της Συνθήκης, προκειμένου ένα μέτρο θεσπιζόμενο από κράτος μέλος να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά. Κατ' αρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν μπορεί βασικά να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η φορολογική ελάφρυνση που παραχωρήθηκε στα πρόσωπα που αναφέρονται στην έκθεση των περιστατικών συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 επ. της Συνθήκης. Δεδομένου ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως πρέπει να νοείται ευρέως, πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται ενίσχυση όταν το οικείο μέτρο, ανεξαρτήτως της μορφής ή του χαρακτήρα του, παρέχει στις αποδέκτριες επιχειρήσεις οικονομικό και δημοσιονομικό πλεονέκτημα του οποίου κανονικά δεν θα ετύγχαναν, υπό τη μορφή μειώσεως του συνήθους φορολογικού βάρους. ράγματι, πρέπει να θεωρηθεί ως ενίσχυση το οικονομικό πλεονέκτημα που χορηγείται από τη δημόσια αρχή για να ελαφρυνθεί το φορολογικό βάρος που φέρει κανονικά μια επιχείρηση. Το φορολογικό μέτρο που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως παρέχει στις εταιρίες, που ευνοούνται εμμέσως από αυτό, πλεονέκτημα που δεν θα είχαν υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, καθιστώντας ελκυστική, με τη μείωση της φορολογικής επιβαρύνσεως, τη συμμετοχή στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών. Κατά συνέπεια, συμφωνώ με τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ενίσχυση συνίσταται ακριβώς στην επίδραση της συμπεριφοράς των ιδιωτών επενδυτών. Επομένως, είναι εν προκειμένω αλυσιτελής η παρατήρηση του προσφεύγοντος κράτους ότι η επίμαχη φορολογική ρύθμιση δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι ένας ιδιώτης επενδύτης κρίνει συμφέρον να αποκτήσει μερίδια συμμετοχής στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στις ευνοούμενες περιοχές, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή εξαρτάται από άλλους παράγοντες καθαρά οικονομικής φύσεως που δεν μεταβάλλονται από τα μέτρα φορολογικής ελαφρύνσεως. Αρκεί να δοθεί η απάντηση ότι ο χαρακτηρισμός ως ενισχύσεως δεν μπορεί να στηρίζεται - ιδίως όταν πρόκειται για γενικά συστήματα όπως στην παρούσα υπόθεση - παρά μόνο σε συγκριτική εκτίμηση της καταστάσεως των ευεργετουμένων από το μέτρο επιχειρήσεων σε σχέση με την κατάσταση των επιχειρήσεων που δεν ευεργετούνται από αυτό. Από αυτή την άποψη, είναι αναντίρρητο ότι το θεσπισθέν μέτρο μεταβάλλει την κατάσταση της αγοράς, όπως αυτή υφίστατο χωρίς τους κανόνες αυτούς, καθιστώντας ελκυστική την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στις ευνοούμενες περιοχές. Με άλλα λόγια, ο σκοπός του άρθρου 52, παράγραφος 8, του EStG είναι ολοφάνερα η χορήγηση στις ευεργετούμενες επιχειρήσεις οικονομικών πλεονεκτημάτων που καθιστούν την επένδυση στο κεφάλαιό τους περισσότερο ενδιαφέρουσα απ' ό,τι υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς: το στοιχείο της ενισχύσεως μπορεί να εντοπιστεί εν προκειμένω μέσω συγκρίσεως μεταξύ των συνθηκών επενδύσεως στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στις ενισχυόμενες περιοχές με και χωρίς τη φορολογική απαλλαγή αντιστοίχως.

30. Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι το οικονομικό όφελος που παρέχει η φορολογική ελάφρυνση που θεσπίστηκε με το άρθρο 52, παράγραφος 8, του EStG - η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι το κράτος παραιτείται από την εφαρμογή του γενικού φορολογικού συστήματος που ισχύει για τις επενδύσεις στις κεφαλαιουχικές εταιρίες ή στις εταιρίες συμμετοχής - χορηγείται μέσω κρατικών πόρων. Συναφώς, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι η έννοια των «κρατικών πόρων» που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο είναι ευρύτερη από την έννοια των επιδοτήσεων, διότι «δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, όπως οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν ίδια αποτελέσματα» . Όσον αφορά, ειδικότερα, τα μέτρα που περιέχουν φορολογικές ελαφρύνσεις, το Δικαστήριο διευκρίνισε, με την προπαρατεθείσα απόφαση Banco Exterior de España, ότι «μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους υπολοίπους φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης» (προπαρατεθείσα απόφαση Banco Exterior de España, σκέψη 14). Όμως, τα επίδικα μέτρα ασφαλώς σκοπούν στην ελάφρυνση του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων που ευνοούνται άμεσα από τα μέτρα, αλλά επίσης, συγχρόνως, να καταστεί η συμμετοχή στο κεφάλαιο των έμμεσα ευνοούμενων επιχειρήσεων ελκυστικότερη από τη συμμετοχή στο κεφάλαιο των άλλων επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλες περιοχές του γερμανικού εδάφους ή σε άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, το θεσπισθέν μέτρο εμπλέκει «κρατικούς πόρους», ενώ ελάχιστη σημασία έχει αν το μέτρο είναι μεταβατικής εφαρμογής ή αν πρέπει να χαρακτηριστεί ως πλήρη παραίτηση από το προϊόν του φόρου - όπως θεωρεί η Επιτροπή - ή απλή αναβολή εφαρμογής του φόρου, όπως θεωρεί, αντιθέτως, το προσφεύγον κράτος.

31. Επιπλέον, όσον αφορά το άλλο στοιχείο του επιλεκτικού χαρακτήρα του μέτρου, δεν νομίζω ότι μπορεί βασικά να αμφισβητηθεί ότι το μέτρο που προβλέπεται από τη γερμανική φορολογική ρύθμιση δεν έχει γενικό χαρακτήρα, αλλά αφορά μια σαφώς καθορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων, που ορίζεται βάσει σαφών κριτηρίων που μπορούν να ελεγχθούν αντικειμενικώς από άποψη τόσο γεωγραφική όσο και μεγέθους της επιχειρήσεως. ράγματι, οι επιχειρήσεις που δεν έχουν την έδρα τους στις ενισχυόμενες περιοχές και οι επιχειρήσεις που απασχολούν άνω των 250 μισθωτών δεν μπορούν να τύχουν των ευεργετικών διατάξεων αυτού του φορολογικού συστήματος. Επιπλέον, το μέτρο αυτό απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στις ενισχυόμενες περιοχές, αφενός, και των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους αλλού στη Γερμανία ή σε άλλα κράτη μέλη και, αφετέρου, μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο. ρέπει να τονιστεί συναφώς ότι στο πλαίσιο ενός γενικού συστήματος ενισχύσεων, για να είναι δυνατόν να καθοριστεί η επίπτωση ενός τέτοιου συστήματος επί των εμπορικών συναλλαγών, αρκεί, μέσω εκ των προτέρων εκτιμήσεως, να είναι δυνατόν να θεωρηθεί λογικά ότι η επίπτωση αυτή είναι ικανή να υλοποιηθεί. Αν η θέση μιας επιχειρήσεως (ή, όπως εν προκειμένω, ενός απεριόριστου αριθμού επιχειρήσεων) ενδυναμώνεται από ένα σύστημα ενισχύσεων, η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση είναι κατ' αρχήν δυνατόν να επηρεάσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών . Είναι φανερό ότι ο κανόνας που θεσπίζει το άρθρο 52, παράγραφος 8, του EStG βελτιώνει τη θέση των έμμεσα ευεργετούμενων επιχειρήσεων σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που δεν μπορούν να προσφέρουν τα ίδια πλεονεκτήματα στα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν μερίδια συμμετοχής στο κεφάλαιό τους. Επομένως, ευνοεί την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των εν λόγω επιχειρήσεων. Κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το οικονομικό αυτό πλεονέκτημα παράγει τα αποτελέσματά του μόνον εντός των ορίων του γερμανικού εδάφους, διότι, κατ' αρχήν, κάθε επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, που δεν εμπίπτει στις ευεργετικές διατάξεις αυτού του συστήματος, προσφέρει τα μερίδια συμμετοχής στην αγορά υπό λιγότερο ευνοϊκούς όρους.

3. Επί της εφαρμογής της αρχής de minimis

32. Επικουρικώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε, εν προκειμένω, τον κανόνα de minimis. Ειδικότερα, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έδωσε σημασία στο γεγονός ότι η φερόμενη ενίσχυση στις επιχειρήσεις είναι τελείως αμελητέα, αυτό δε έναντι μιας γενικής αρχής της οποίας η ανακοίνωση της Επιτροπής ως προς τις ενισχύσεις de minimis (ήσσονος σημασίας) αποτελεί απλώς μια ιδιαίτερη πτυχή και κατά την οποία αρχή οι διατάξεις στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν έχουν εφαρμογή στα κρατικά μέτρα ελάχιστης σημασίας. Όμως, η Επιτροπή, με την απόφασή της, απέκλεισε την εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, παρατηρώντας ότι, ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου, το ασήμαντο ύψος της ενισχύσεως δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών. Η Επιτροπή εκθέτει επίσης στην απόφασή της ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν δεσμεύτηκε να εφαρμόσει τον κανόνα de minimis. Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση απαντά ότι εν προκειμένω δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή του κριτηρίου που περιέχει η ανακοίνωση της Επιτροπής ως προς τις ενισχύσεις de minimis, εφόσον το οικονομικό πλεονέκτημα που ενδεχομένως παρέχεται στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στους ενισχυόμενους τομείς δεν μπορεί να εκτιμηθεί συγκεκριμένα. Επομένως, η Επιτροπή δεν έπρεπε να αποκλείσει την εφαρμογή της αρχής de minimis λόγω του γεγονότος και μόνον ότι δεν υφίστατο άμεση δέσμευση του προσφεύγοντος κράτους να εφαρμόσει την αρχή αυτή.

33. Θεωρώ ότι η θέση της Επιτροπής ως προς την αδυναμία εφαρμογής εν προκειμένω της αρχής de minimis είναι ορθή και στηρίζεται σε εύλογα επιχειρήματα. ράγματι, πρέπει κατ' αρχάς να τονιστεί ότι οι συνέπειες από την εφαρμογή του επίδικου συστήματος στην πραγματικότητα πόρρω απέχουν από το να είναι αμελητέες. Από το κείμενο της αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τις εκτιμήσεις της ίδιας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, «το μέτρο αυτό θα έχει ως συνέπεια προσωρινές απώλειες φορολογικών εσόδων της τάξεως των 150 εκατομμυρίων DEM περίπου (δηλαδή 75 εκατατομμυρίων ECU περίπου)», ενώ η ανακοίνωση για τις ενισχύσεις de minimis θέτει ως όριο (σωρευτικώς με άλλα ενδεχόμενα μέτρα) τα 100 000 ECU. Δεν προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεσμεύτηκε να περιορίσει την εφαρμογή των επίδικων μέτρων κατά τρόπον ώστε να συγκρατήσει τα αποτελέσματα κάτω του προαναφερθέντος ορίου ούτε ότι απέκλεισε τη σωρευτική εφαρμογή με άλλα ενδεχόμενα μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στις περιοχές που αφορά ο επίδικος κανόνας του EStG. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το σχετικά χαμηλό ύψος μιας κρατικής ενισχύσεως δεν αποκλείει εκ των προτέρων το ενδεχόμενο το θεσπισθέν μέτρο να μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ή το να μπορούν να επηρεαστούν οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης . Εν προκειμένω, μολονότι, αφενός, το γενικό περιεχόμενο του μέτρου δεν επιτρέπει, όπως είδαμε, να αποτιμηθεί ακριβώς εκ των προτέρων το οικονομικό όφελος που χορηγείται στις έμμεσα ευεργετούμενες επιχειρήσεις, καθιστά παρά ταύτα πιθανή την εύκολη υπέρβαση του προαναφερθέντος ορίου στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εφαρμογής των εν λόγω μέτρων. Επομένως, θεωρώ ότι βασίμως η Επιτροπή απέκλεισε την εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της αρχής de minimis.

4. Επί της παραβάσεως του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης, που αφορά τις ενισχύσεις που προορίζονται στην αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση της Γερμανίας

34. Το προσφεύγον κράτος θεωρεί επικουρικώς ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατό να χαρακτηριστεί το επίδικο μέτρο ως ενίσχυση, δεν μπορεί να κηρυχθεί ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, η παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης έχει εν προκειμένω εφαρμογή, διότι η υπό κρίση ρύθμιση προορίζεται να αντισταθμίσει, για τις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στις ευνοούμενες περιοχές, τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκαλούνται από τη διαίρεση της Γερμανίας.

Λαμβάνοντας ως αφετηρία την αρχή ότι η διάταξη αυτή έχει επί του παρόντος εφαρμογή παρά την επανένωση των δύο Γερμανιών, το προσφεύγον κράτος προβάλλει ότι, συνεπεία της διαιρέσεως, το καθεστώς των μικρών και μεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων υπέστη συστηματική κατάλυση στα ομόσπονδα κράτη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Αυτό είχε ως συνέπεια οι ιδιώτες που επιθυμούσαν να ασκήσουν δραστηριότητες στο πλαίσιο επιχειρήσεων βρέθηκαν, κατά το χρονικό σημείο της επανενώσεως, σε αδυναμία να αποκτήσουν με δικά τους μέσα τα αναγκαία κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της δραστηριότητάς τους. Το σύστημα που θέσπισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σκοπούσε να αντισταθμίσει αυτή την οικονομικώς μειονεκτική κατάσταση, που οφείλεται σε τελευταία ανάλυση στις συνέπειες της διαιρέσεως.

35. Συναφώς, πρέπει να αναφερθεί ότι ο κανόνας που διατυπώνεται στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης εξακολουθεί φυσικά να εφαρμόζεται όπως και κατά το παρελθόν, παρά την επανένωση των δύο Γερμανιών, διότι το γεγονός αυτό βεβαίως δεν επέφερε εμμέσως την κατάργησή του. άντως, δεδομένου ότι πρόκειται για μια διάταξη που περιέχει παρέκκλιση από μια θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης, δηλαδή της απαγορεύσεως στα κράτη μέλη να προκαλούν στρεβλώσεις στην κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού και κατά συνέπεια στη λειτουργία της κοινής αγοράς μέσω μέτρων ενισχύσεως που ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στο κοινοτικό έδαφος, η διάταξη αυτή εξακολουθεί να ερμηνεύεται αυστηρά .

36. Για τον λόγο ακριβώς αυτό, θεωρώ κατ' αρχάς ότι το πεδίο της εφαρμογής πρέπει να περιορίζεται στις συνέπειες που προκλήθηκαν άμεσα από τη διαίρεση του γερμανικού εδάφους σε δύο μέρη κατά την ιστορική ημερομηνία αυτής της διαιρέσεως (μπορούν να αναφερθούν, π.χ., τα προβλήματα που προέκυψαν για τις γερμανικές επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες σε ορισμένες περιοχές των παλαιών ομοσπόνδων κρατών και του Δυτικού Βερολίνου από τη δημιουργία μιας εσωτερικής διαχωριστικής γραμμής, όπως τη διακοπή των οδών επικοινωνίας ή την απώλεια ορισμένων δυνατοτήτων διαθέσεως προϊόντων συνεπεία της διακοπής των εμπορικών σχέσεων με τις περιοχές που υπόκεινταν στην κρατική οικονομία ), στη συνέχεια δε ότι το θεσπισθέν μέτρο πρέπει να προορίζεται αυστηρώς στην αντιμετώπιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκάλεσε η διαίρεση αυτή. Αντιθέτως, το άρθρο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσει οποιοδήποτε μέτρο στηρίξεως της οικονομίας των περιφερειών οι οποίες, πριν από την επανένωση, αποτελούσαν τμήμα της Ανατολικής Γερμανίας, προς τον σκοπό πλήρους αντισταθμίσεως της οικονομικής καθυστερήσεως από την οποία πάσχουν τα νέα ομόσπονδα κράτη: όπως ορθώς παρατήρησε το ρωτοδικείο με την πρόσφατη απόφασή του για τις γερμανικές ενισχύσεις στον τομέα του αυτοκινήτου , μια τέτοια ερμηνεία αντιβαίνει συγχρόνως στον χαρακτήρα της εν λόγω διατάξεως ως παρεκκλίσεως, στα συμφραζόμενά της και στους σκοπούς που επιδιώκει.

37. Κατόπιν αυτού, θεωρώ ότι το σύστημα ελαφρύνσεων που θεσπίστηκε με τις επίδικες νομοθετικές διατάξεις δεν πληροί τις προϋποθέσεις που αμέσως προηγουμένως απαρίθμησα. Στην πραγματικότητα, όπως εξέθεσε η Επιτροπή, η προοδευτικώς δημιουργηθείσα καθυστέρηση των νέων ομοσπόνδων κρατών, που συνεπάγεται δυσκολίες εξευρέσεως κεφαλαίων στην αγορά για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σ' αυτά, προκύπτει όχι από τη διαίρεση της Γερμανίας σε δύο διαφορετικά κράτη, αλλά από το νέο οικονομικο-πολιτικό σύστημα που υιοθετήθηκε, μετά τη διαίρεση, στο έδαφος της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η κατάργηση του παλαιού συστήματος συνεπεία της επανενώσεως και η αναπροσαρμογή στην οικονομία της αγοράς που επακολούθησε ανάγκασαν το σύνολο του οικονομικού συστήματος των νέων ομοσπόνδων κρατών να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό ανταγωνισμό από τον οποίο είχε προφυλαχθεί επί πολλά έτη. Όμως, η καθυστέρηση του οικονομικού αυτού συστήματος έναντι του συστήματος της υπόλοιπης Γερμανίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση συνέπεια της διαιρέσεως, διαφορετικά η παρέκκλιση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, της Συνθήκης θα νοούνταν ως εξαίρεση εξαιρετικά ευρέος περιεχομένου - τόσο από απόψεως γεωγραφικής όσο και περιεχομένου - από την αρχή κατά την οποία οι χορηγούμενες από τα κράτη ενισχύσεις που επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειεας κρίνοντας ότι δεν έχει εφαρμογή η παρέκκλιση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ_, εφόσον δεν αποδείχθηκε, μέσω εκτιμήσεως στηριζόμενης στην αρχή του άμεσου αιτιώδους συνδέσμου, ότι τα θεσπισθέντα με το επίδικο σύστημα μέτρα σκοπούν στην αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που απορρέουν από τη διαίρεση της Γερμανίας.

5. Επί της δυνατότητας εφαρμογής της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, της Συνθήκης

38. άντοτε επικουρικώς, το προσφεύγον κράτος θεωρεί ότι η απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας για τον λόγο ότι έπρεπε να είχε ειπωθεί ότι η θεσπισθείσα ρύθμιση συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, της Συνθήκης.

39. ράγματι, η Γερμανική Κυβέρνηση έχει τη γνώμη ότι η Επιτροπή δεν άσκησε ορθώς την εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει το προπαρατεθέν άρθρο. Η Επιτροπή θεώρησε, στο μέρος V της αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι το επίδικο φορολογικό σύστημα δεν συνδεόταν με κάποια αρχική επένδυση κατά την έννοια της ανακοινώσεως της Επιτροπής για τα καθεστώτα ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα , αλλά σκοπούσε στην αντιμετώπιση ειδικών διαρθρωτικών προβλημάτων, μπορεί να χαρακτηριστεί ως λειτουργική ενίσχυση η οποία, κατά την πρακτική της Επιτροπής, μόνον κατ' εξαίρεση μπορεί να αναγνωριστεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αυτό δε και όσον αφορά τις περιοχές που απαριθμούνται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της Συνθήκης. Μολονότι δέχεται ότι τα πέντε ομόσπονδα κράτη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και το Ανατολικό Βερολίνο χαρακτηρίστηκαν ως ενισχυόμενες περιοχές κατά την έννοια αυτής της διατάξεως μέχρι τα τέλη του 1999 , η Επιτροπή θεωρεί ότι η παρέκκλιση δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να έχει εφαρμογή εν προκειμένω για πάρα πολλούς λόγους: πρώτον, διότι το σύστημα ενισχύσεων σκοπεί στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των ευεργετουμένων επιχειρήσεων των οποίων οι πόροι θα μπορούσαν στη συνέχεια να εκτραπούν εκτός του εδάφους των ενισχυομένων περιοχών, ενώ η προπαρατεθείσα ανακοίνωση προβλέπει ότι οι ενισχύσεις δεν μπορούν να χορηγούνται παρά μόνον αν προορίζονται για να συμβάλουν στη συνεχή και ισορροπημένη ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας της ενισχυόμενης περιοχής και υπό την προϋπόθεση ότι μειώνονται προοδευτικά και είναι χρονικά περιορισμένες. Κατά συνέπεια, υφίσταται κίνδυνος καταχρήσεων διότι η αύξηση του κεφαλαίου θα μπορούσε να βοηθήσει τις ευεργετούμενες επιχειρήσεις να ασκούν δραστηριότητα και εκτός των νέων ομοσπόνδων κρατών. Ο κίνδυνος υφίσταται διότι το σύστημα ενισχύσεων δεν συνδέεται με ιδιαίτερα σχέδια επενδύσεως στην περιοχή. Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα θεσπισθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέτρα δεν αποκλείουν το να μπορεί η φορολογική ελάφρυνση να αποβαίνει σε όφελος προσώπων που επενδύουν σε επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στους ευαίσθητους τομείς για τους οποίους προβλέπονται ειδικές διατάξεις στον τομέα των ενισχύσεων, ούτε δε μπορεί επιπλέον να αποκλειστεί ότι το φορολογικό αυτό σύστημα εφαρμόζεται σε προβληματικές επιχειρήσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, οι προπαρατεθείσες ανακοινώσεις της Επιτροπής αποκλείουν το να μπορεί το μέτρο να τύχει της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, της Συνθήκης. Επιπλέον, η απόφαση διευκρινίζει ότι το σύστημα ενισχύσεων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως για τον λόγο ότι η παρέκκλιση έχει επίσης εφαρμογή υπέρ των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στο Δυτικό Βερολίνο, ενώ η περιοχή αυτή εν μέρει μόνον αποτελεί μέρος των περιφερειών που είναι δυνατόν να τύχουν επιδοτήσεως.

40. Θεωρώ ότι η Επιτροπή προέβη σε ακριβή εκτίμηση που δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος κράτους. Κατ' αρχάς, δεν νομίζω ότι το γεγονός που επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ότι η εισφορά κεφαλαίου υπέρ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στο ευνοούμενο έδαφος πραγματοποιείται χάρη σε εισφορά αμφοτεροβαρούς χαρακτήρα - καθόσον η απόκτηση μεριδίων πραγματοποιείται πάντοτε εξ επαχθούς αιτίας -, επιτρέπει να αποκλειστεί το ότι υφίσταται, εν προκειμένω, λειτουργική ενίσχυση. ράγματι, τα εν λόγω μέτρα καθιστούν πάντοτε πιο ελκυστικά τα μερίδια συμμετοχής στις ενισχυόμενες επιχειρήσεις, εξουδετερώνοντας τα προηγούμενα διαρθρωτικά μειονεκτήματα. Επιπλέον, τα επιχειρήματα που προέβαλε το προσφεύγον κράτος, ότι δηλαδή οι κίνδυνοι καταχρήσεων, όπως οι αναφερόμενοι στην απόφαση, είναι περιορισμένοι, όπως και το ενδεχόμενο οι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στους ευαίσθητους τομείς να μπορούν να ωφεληθούν από το μέτρο ενισχύσεως, δεν φαίνονται να ασκούν επιρροή στο πλαίσιο μιας εκ των προτέρων εκτιμήσεως - τη μόνη στην οποία η Επιτροπή θα μπορούσε να προβεί προκειμένου να αποφευχθεί η υλοποίηση στην πράξη των κινδύνων νοθεύσεως της λειτουργίας της αγοράς - η οποία απαιτεί απλώς να διαπιστωθεί ότι το θεσπισθέν σύστημα δεν αποκλείει την εφαρμογή του συστήματος με απαγορευόμενο τρόπο. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως, καθόσον περιλαμβάνει το έδαφος του Δυτικού Βερολίνου, δεν επιτρέπει, εν πάση περιπτώσει, τη χρησιμοποίηση αυτής της παρεκκλίσεως.

41. Επομένως, δεν νομίζω ότι η Επιτροπή έκανε κακή χρήση της διακριτικής της ευχέρειας, διότι τήρησε τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους σχετικούς κανόνες και στήριξε την απόφασή της σε ακριβή νομικά και πραγματικά γεγονότα. Οι πραγματοποιηθείσες έρευνες, που στηρίζονται σε κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στις προπαρατεθείσες ανακοινώσεις που αφορούν συστήματα περιφερειακών ενισχύσεων και τη μέθοδο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, της Συνθήκης, δεν επιτρέπουν να κηρυχθούν οι ενισχύσεις αυτές συμβατές προς την κοινή αγορά.

6. Επί της ελεύθερης εγκαταστάσεως

42. Όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση του άρθρου 52 της Συνθήκης, θεωρώ ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δικαίως ισχυρίζεται ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό έρεισμα της αποφάσεως. ράγματι, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της «συνοπτικής» ειδικής διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, η οποία αποτελεί εξαίρεση από τη γενική διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεων που ορίζεται στο άρθρο 169 επ. της Συνθήκης (νυν άρθρο 226 ΕΚ επ.). Ειδικότερα, το άρθρο 93 της Συνθήκης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, εφόσον θεωρεί ότι μια ενίσχυση που χορηγείται από κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 92, να εκδώσει απόφαση υποχρεώνοντας το οικείο κράτος μέλος να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ενίσχυση εντός καθορισμένης προθεσμίας. Αν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος μπορεί να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 169 και 170 της Συνθήκης.

43. Από το μη διφορούμενο κείμενο του παρατεθέντος άρθρου προκύπτει ότι η εξουσία που έχει η Επιτροπή να εκδίδει τις εν λόγω αποφάσεις δεν έχει γενικό χαρακτήρα, αλλά περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εκτιμά ότι κράτος μέλος παρέβη τους κανόνες της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93 της Συνθήκης για να κηρύττει το εθνικό μέτρο ασυμβίβαστο προς άλλους κανόνες της Συνθήκης και, εν προκειμένω, αυτούς που διασφαλίζουν την ελεύθερη εγκατάσταση διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιεί την «πλέον προστατευτική» για το οικείο κράτος μέλος διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 169 της Συνθήκης.

44. Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι, η απόφαση, στο μέρος της που θεωρεί το φορολογικό σύστημα που θέσπισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως αντίθετο προς τις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία εγκαταστάσεως, φαίνεται να εκδόθηκε κατά παράβαση αρμοδιότητος, πράγμα που καθιστά περιττή την, κατ' ουσίαν, εξέταση του ζητήματος αν οι διατάξεις του EStG συνάδουν πράγματι προς το άρθρο 52 της Συνθήκης. Δεδομένου ότι αυτό δεν επηρεάζει το μέρος που περιέχει τις διατάξεις της αποφάσεως, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί, παρά ταύτα, να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της αποφάσεως.

ρόταση

45. Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο:

1) να απορρίψει την προσφυγή,

2) να καταδικάσει το προσφεύγον κράτος στα δικαστικά έξοδα.