Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0260

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 27ης Ιανουαρίου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. - Παράßαση κράτους μέλους - Άρθρο 4, παράγραϕος 5, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ - Διάθεση προς χρήση οδών έναντι καταßολής διοδίων - Μη υπαγωγή τους στον ΦΠΑ - Κανονισμοί (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 και 1553/89 - Ίδιοι πόροι προερχόμενοι από τον ΦΠΑ. - Υπόθεση C-260/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-06537


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως της Συνθήκης, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι, μη υποβάλλοντας τα διόδια σε φόρο προστιθεμένης αξίας και, συνακόλουθα, μη καταβάλλοντας τα σχετικά ποσά των ιδίων πόρων, πλέον τόκων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ .

2. Στην Ελλάδα είναι δυνατή η επιβολή τελών χρήσεως οδών ή αυτοκινητοδρόμων με σκοπό τη βελτίωση, την προαγωγή ή τη διευκόλυνση των συνθηκών κυκλοφορίας, της διανοίξεως νέων οδών και της συντηρήσεως των υφισταμένων οδών. Τα έσοδα που αντλούνται εντεύθεν εισπράττονται απευθείας από το Ταμείο Εθνικής Οδοποι_ας, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Κατά συνέπεια, τα διόδια δεν υπόκεινται στον φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΑ), δεδομένου ότι - όπως υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση - εισπράττονται στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας.

ΙΙ - Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

3. Με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 1987, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές να προσαρμόσουν τις εν ισχύι εθνικές ρυθμίσεις περί εισπράξεως διοδίων προς τη διάταξη του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας περί φόρου προστιθεμένης αξίας (στο εξής: έκτη οδηγία ΦΑ).

4. Στις 20 Απριλίου 1988, η Επιτροπή απέστειλε στις ελληνικές αρχές έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο τις πληροφορούσε ότι η είσπραξη διοδίων για τη χρησιμοποίηση αυτοκινητοδρόμων αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας ΦΑ. Κατά την άποψή της, οι ελληνικές αρχές παραβίαζαν την οδηγία αυτή, καθόσον τα εν λόγω διόδια δεν υπάγονταν σε ΦΑ.

5. Με την από 4 Ιουλίου 1988 απάντησή της, η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλε ότι τα διόδια αποτελούν έμμεσο φόρο και ότι η είσπραξή τους από δημόσια αρχή αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας ΦΑ.

6. Η αιτιολογημένη γνώμη διαβιβάστηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση με έγγραφο της 8ης Αυγούστου 1989.

7. Απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη δόθηκε με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 1989, με το οποίο προβαλλόταν εκ νέου η επιχειρηματολογία που είχε αναπτυχθεί στο έγγραφο της 4ης Ιουλίου 1988.

8. Όσον αφορά το ζήτημα των ιδίων πόρων, με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 1989, ο Γενικός Διευθυντής ροϋπολογισμών της Επιτροπής επέστησε την προσοχή της Ελληνικής Κυβερνήσεως στο ότι η φερόμενη παράβαση της έκτης οδηγίας ΦΑ είχε ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη μείωση των ιδίων πόρων και της ζήτησε, κατά συνέπεια, να υπολογίσει τα οφειλόμενα για τα οικονομικά έτη 1987 έως 1989 ποσά και να τα θέσει στη διάθεση της Επιτροπής, πλέον τόκων υπερημερίας από 31ης Ιανουαρίου 1990. Όσον αφορά τα επόμενα έτη, τα αντίστοιχα ποσά έπρεπε να καταβληθούν εντός ορισμένης προθεσμίας, υπό την απειλή της επιβολής τόκων υπερημερίας.

9. Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 1990, οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν να προβούν στην εκ των υστέρων καταβολή των ποσών αυτών, επικαλούμενες τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει ήδη με την απάντησή τους στην αιτιολογημένη γνώμη, όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση της έκτης οδηγίας ΦΑ.

10. Με έγγραφο οχλήσεως της 21ης Ιουνίου 1990, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης επίσης όσον αφορά το ζήτημα αυτό.

11. Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση, η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Κυβέρνηση, με έγγραφο της 6ης Μα_ου 1992, αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία της ζητούσε να συμμορφωθεί εμπροθέσμως με τη γνώμη αυτή.

12. Με έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 1992, η Ελληνική Κυβέρνηση απάντησε αρνητικά.

13. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 1998 και με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο

1) να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη υποβάλλοντας, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977 (77/388/ΕΟΚ), σε φόρο προστιθεμένης αξίας τα διόδια, τα οποία συνιστούν αντιπαροχή καταβαλλομένη από τους χρήστες έναντι παροχής προς αυτούς υπηρεσίας συνισταμένης στη διάθεση των αυτοκινητοδρόμων και των άλλων έργων οδικής υποδομής, περαιτέρω δε, αποφεύγοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την καταβολή των ιδίων πόρων και των οφειλομένων τόκων (κανονισμοί 1552/89 και 1553/89), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

2) να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής τους ιδίους πόρους που δεν καταβλήθηκαν από το 1987 καθώς και τους τόκους υπερημερίας·

3) να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

14. Η Ελληνική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο

1) να απορρίψει την προσφυγή·

2) να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

ΙΙΙ - Νομικό πλαίσιο

1. Ως προς την επιβολή ΦΑ

Έκτη οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση .

15. Το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας ΦΑ ορίζει τα εξής:

«Στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται:

1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή·

(...)».

16. Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 5, της έκτης οδηγίας ΦΑ:

«1. Θεωρείται ως "υποκείμενος στον φόρο" οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μια από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού ή των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας αυτής.

2. Οικονομικές δραστηριότητες, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι όλες οι δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξορύξεως, των γεωργικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελευθέρων επαγγελμάτων ή των εξομοιουμένων προς αυτά. Ως οικονομική δραστηριότης θεωρείται επίσης η εκμετάλλευση ενσωμάτου ή άυλου αγαθού, προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων διαρκούς χαρακτήρος.

3. (...)

4. (...)

5. Τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, έστω και αν, επ' ευκαιρία αυτών των δραστηριοτήτων ή πράξεων, εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις.

Εντούτοις, όταν πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες ή πράξεις, πρέπει να θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές, κατά το μέτρο που η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού.

Οπωσδήποτε, οι προαναφερθέντες οργανισμοί θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο, ιδίως για τις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ και κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές δεν είναι αμελητέες.

Τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως δραστηριότητες δημοσίας αρχής τις δραστηριότητες των προαναφερθέντων οργανισμών που απαλλάσσονται δυνάμει των άρθρων 13 (...)».

2. Ως προς τους ιδίους πόρους

α) Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1553/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μα_ου 1989, για το ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον φόρο προστιθεμένης αξίας

17. Το άρθρο 1 έχει ως εξής:

«Οι πόροι ΦΑ προκύπτουν από την εφαρμογή του ενιαίου συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με την απόφαση 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ, στη βάση που προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»

18. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Η βάση των πόρων ΦΑ καθορίζεται από τις φορολογητέες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (...), με εξαίρεση τις πράξεις που απαλλάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 13 μέχρι 16 της εν λόγω οδηγίας.»

β) Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μα_ου 1989, για την εφαρμογή της αποφάσεως 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

19. Το άρθρο 11 έχει ως εξής:

«Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δημιουργεί, για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, την υποχρέωση καταβολής τόκων με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο που εφαρμόζεται κατά την ημέρα της λήξης στη χρηματαγορά του οικείου κράτους μέλους για τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες. Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ' αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.»

γ) Απόφαση 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

20. Κατά την απόφαση αυτή, το έλλειμμα όσον αφορά τα έσοδα των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΑ αντισταθμίζεται, στο πλαίσιο συμπληρωματικής χρηματοδοτήσεως, από τους ιδίους πόρους που προέρχονται από το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, με συνέπεια μια ανακατανομή σε βάρος των λοιπών κρατών μελών.

IV - Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

21. Κατά την Επιτροπή, η διάθεση της υποδομής έναντι καταβολής διοδίων αποτελεί οικονομική δραστηριότητα υπό την έννοια των άρθρων 2 και 4 της έκτης οδηγίας ΦΑ. Ακόμη κι αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από δημόσιους οργανισμούς, τούτο δεν σημαίνει ότι οι παρέχοντες την υπηρεσία απαλλάσσονται από τον ΦΑ, δεδομένου ότι πρόκειται για παροχή υπηρεσίας από υποκείμενο στον φόρο, η οποία πρέπει να υπάγεται στον ΦΑ. Απαλλαγή από τον φόρο είναι δυνατή μόνον εφόσον οι οικείες δραστηριότητες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5.

22. ρόκειται για οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι - κατά αντικειμενική εκτίμηση, βασιζόμενη στην οικονομική πραγματικότητα - παρέχεται στους χρήστες των οδών εξ επαχθούς αιτίας υπηρεσία καθιστώσα δυνατή τη μεταφορά αγαθών και προσώπων. Δεδομένου ότι υπάρχει εν προκειμένω σύνδεσμος με την οικονομική ζωή, η υπηρεσία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της έκτης οδηγίας ΦΑ. Συναφώς, είναι άνευ σημασίας ο νομικός χαρακτηρισμός της δραστηριότητας κατά το δίκαιο των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, επειδή πρέπει να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή του συστήματος ΦΑ.

23. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η ρύθμιση περί ΦΑ δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επειδή στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχει ενδεχομένως άσκηση δημόσιας εξουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τόσο η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» όσο και η έννοια της «δημόσιας εξουσίας» πρέπει να τυγχάνουν αντικειμενικής και ομοιόμορφης ερμηνείας.

24. εραιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι δημόσιοι οργανισμοί δεν εξαιρούνται γενικά από τον ΦΑ, αλλά μόνο για τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Και στην περίπτωση της έννοιας αυτής, πρέπει να προκριθεί μια στενή ερμηνεία. ρόκειται για αρμοδιότητες που, από τη φύση τους, δεν μπορούν να ασκούνται από ιδιώτες. Δεδομένου ότι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, απαλλαγή από τον φόρο είναι δυνατή μόνον εφόσον δεν προκαλούνται σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, καθίσταται σαφής η βούληση του νομοθέτη να θεσπίσει ένα σύστημα ΦΑ όσο το δυνατό πιο γενικό.

25. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η διάθεση της οδικής υποδομής μπορεί να συγκριθεί με την παροχή στους πολίτες υγραερίου, ύδατος και ηλεκτρισμού. Οι δραστηριότητες, όμως, αυτές υπόκεινται αναμφισβήτητα στον ΦΑ και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εξαίρεσή τους.

26. Στην υπό κρίση υπόθεση, τα καταβαλλόμενα διόδια αποτελούν την άμεση αντιπαροχή εκ μέρους των χρηστών των οδών για τη διάθεση της υποδομής. Το ύψος των καταβλητέων διοδίων ποικίλλει ανάλογα με την απόσταση και το είδος του οχήματος.

27. Εάν τα διόδια δεν υπάγονταν στον ΦΑ, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδος, οι επιχειρηματίες άλλων κρατών μελών θα περιέρχονταν σε μειονεκτική θέση, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσαν να προβάλουν, όσον αφορά τα καταβληθέντα διόδια, δικαίωμα προς έκπτωση.

28. Όσον αφορά το ζήτημα των ιδίων πόρων, η Επιτροπή φρονεί ότι η μη επιβολή ΦΑ διαταράσσει την ισορροπία του κοινού συστήματος ΦΑ καθώς και του συστήματος των εισφορών των κρατών μελών στους ιδίους πόρους των Κοινοτήτων.

29. Η Ελληνική Κυβέρνηση αντιτάσσει στις αιτιάσεις της Επιτροπής, κατ' αρχάς, ότι η προσφυγή της δεν στηρίζεται σε πρόσφορη νομική βάση. Οι διατάξεις της έκτης οδηγίας ΦΑ, ιδίως δε τα άρθρα της 2 και 4, δεν αποτελούν αυστηρές, απόλυτες και άκαμπτες ρυθμίσεις, ώστε να μπορεί να στηριχθεί σ' αυτές μια διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης.

30. Από το γεγονός ότι η είσπραξη διοδίων για τη διάθεση της υποδομής δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα Δ, όπως απαιτεί το άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, ώστε να υπόκειται στον ΦΑ, συνάγεται ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να απαλλάξει τη δραστηριότητα αυτή από τον ΦΑ.

31. Κατά το ελληνικό δίκαιο, η δυνατότητα επιβολής διοδίων προβλέπεται με σκοπό τη βελτίωση, την προαγωγή ή τη διευκόλυνση των συνθηκών κυκλοφορίας, τη διάνοιξη νέων οδών και τη συντήρηση των υφισταμένων οδών.

32. Τα καταβαλλόμενα διόδια εισπράττονται απευθείας από το Ταμείο Εθνικής Οδοποι_ας, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Τούτο σημαίνει ότι είναι έσοδα του γενικού κρατικού προϋπολογισμού. Ενόψει των χαρακτηριστικών αυτών, αποτελούν έμμεσο φόρο , ο οποίος εισπράττεται στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 5, έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

33. Εν πάση περιπτώσει, όμως, δεν υφίσταται οικονομική δραστηριότητα, υπό την έννοια των άρθρων 2 και 4 της έκτης οδηγίας ΦΑ, δεδομένου ότι τα διόδια δεν συνιστούν αντιπαροχή για υπηρεσία που προσφέρεται στον χρήστη.

34. Κατά συνέπεια, η διάθεση της υποδομής πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Τούτο καθορίζεται αποκλειστικά από το οικείο εθνικό δίκαιο. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των διοδίων, του σκοπού, της λειτουργίας τους και της άμεσης συνδέσεώς τους με τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς και του εφαρμοστέου εθνικού δημοσίου δικαίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για έμμεσο φόρο .

35. Επιπλέον, στην Ελλάδα, το Ταμείο Εθνικής Οδοποι_ας αναπτύσσει δραστηριότητα μόνον στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου και, επομένως, ως φορέας κυριαρχικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ενταχθεί στην εθνική οικονομική ζωή. Η είσπραξη των διοδίων πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ασκήσεως κρατικής κυριαρχίας, έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, προϋποθέτει τη χρήση προνομίων εκτός του κοινού δικαίου και συνιστά δραστηριότητα αποτελούσα μονοπώλιο εκ του νόμου.

V - Εκτίμηση

1. Επιβολή ΦΑ επί των διοδίων

36. Λαμβανομένης υπόψη της διαρθρώσεως της οδηγίας, πρέπει κατ' αρχάς να εξεταστεί αν υφίσταται υποκείμενη στον ΦΑ παροχή υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας ΦΑ. Επιπλέον, θα πρέπει να πρόκειται για παροχή υπηρεσίας εξ επαχθούς αιτίας. Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν η υπηρεσία αυτή παρέχεται από υποκείμενο στον φόρο και, αν ναι, αν πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα.

α) αροχή υπηρεσίας εξ επαχθούς αιτίας

37. Η παροχή υπηρεσίας έγκειται εν προκειμένω στη διάθεση προς χρήση της υποδομής.

38. Επίσης, η υπηρεσία αυτή παρέχεται εξ επαχθούς αιτίας - δηλαδή των εισπραττομένων διοδίων. Όσον αφορά το ζήτημα αν μια παροχή υπηρεσίας πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί μια παροχή υπηρεσίας φορολογητέα, πρέπει να υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης αντιπαροχής .

39. Η άμεση αυτή σχέση έγκειται στο ότι για τη διάθεση προς χρήση της υποδομής καταβάλλονται διόδια, των οποίων το ύψος εξαρτάται από το είδος του οικείου οχήματος και τη διανυόμενη απόσταση.

40. Τα διόδια δεν αποτελούν φόρο, δεδομένου ότι ο φόρος είναι παροχή σε χρήμα, η οποία δεν συνιστά αντιπαροχή για ιδιαίτερη παροχή και επιβάλλεται από φορέα δημόσιας εξουσίας, με σκοπό τον προσπορισμό εσόδων, σε όλους όσοι βρίσκονται σε κατάσταση η οποία γεννά, κατά τον νόμο, την εν λόγω υποχρέωση χρηματικής παροχής. Δεδομένου όμως ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, προσφέρεται συγκεκριμένη αντιπαροχή, υπό μορφή διαθέσεως ορισμένων τμημάτων της οδικής υποδομής, πρόκειται για ένα τέλος το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσίας.

41. Επομένως, υφίσταται υποκείμενη στον ΦΑ παροχή υπηρεσίας υπό την έννοια του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας ΦΑ.

β) Υποκείμενος στον φόρο

42. Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, ως υποκείμενος στον φόρο θεωρείται όποιος ασκεί κατά τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα - οικονομικές δραστηριότητες είναι δε όλες οι δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες.

43. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία. Τούτο ισχύει ακόμη κι αν, επ' ευκαιρία αυτών των δραστηριοτήτων ή πράξεων, εισπράττουν, π.χ., τέλη, εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις.

αα) Δραστηριότητα αναγόμενη στην άσκηση κυριαρχικής εξουσίας

44. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι δημόσιοι οργανισμοί θεωρούνται ως μη υποκείμενοι στον φόρο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, εφόσον δηλαδή υπάρχει άσκηση δραστηριοτήτων από οργανισμό δημοσίου δικαίου, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας .

45. Τούτο σημαίνει, αφενός, ότι δεν απαλλάσσονται αυτομάτως από τον φόρο όλες οι δραστηριότητες των οργανισμών δημοσίου δικαίου, αλλά μόνον εκείνες διά των οποίων εκτελείται συγχρόνως μια ειδική αποστολή στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Αφετέρου, εντεύθεν απορρέει ότι η δραστηριότητα που ασκείται από ιδιώτη δεν απαλλάσσεται από τον ΦΑ για τον λόγο και μόνον ότι συνίσταται στην εκτέλεση πράξεων που συγκαταλέγονται μεταξύ των προνομίων της δημόσιας αρχής .

46. Ως κριτήριο για τον ορισμό της ασκήσεως δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το αντικείμενο ή ο σκοπός της δραστηριότητας του οργανισμού δημοσίου δικαίου. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να προσδιορίζεται, ενόψει του τρόπου ασκήσεως της δραστηριότητας, σε ποιο βαθμό οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου μπορούν να θεωρηθούν ως μη υποκείμενοι στον φόρο .

47. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αναφερόμενοι στο άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας ΦΑ οργανισμοί δημοσίου δικαίου ασκούν δραστηριότητες ως δημόσια εξουσία όταν τις ασκούν στο πλαίσιο του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που εφαρμόζεται σ' αυτούς . Αντιθέτως, όταν ενεργούν υπό τους ίδιους νομικούς όρους όπως και οι ιδιωτικοί φορείς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούν δραστηριότητα ως δημόσια εξουσία.

48. Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας ΦΑ, θεωρούνται ως υποκείμενες στον φόρο ακόμη και οι δραστηριότητες που ασκούνται σε εκτέλεση νόμου, καθίσταται σαφές ότι η κατάταξη μιας δραστηριότητας στον τομέα του δημοσίου δικαίου δεν αρκεί από μόνη της για την πλήρωση των προϋποθέσεων απαλλαγής από τον φόρο που ορίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή προβλέπει εξαίρεση από τον ορισμό του υποκειμένου στον φόρο, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Συνεπώς, ως απαλλασσόμενες από τον ΦΑ μπορούν να θεωρούνται μόνον εκείνες οι δραστηριότητες της δημόσιας εξουσίας που εμπίπτουν στον πυρήνα της κυριαρχίας. Τούτο επιβεβαιώνεται επίσης από το άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, το οποίο παραπέμπει στις αναφερόμενες στο παράρτημα Δ δραστηριότητες - βλ. ανωτέρω, σημείο 16 -, για τις οποίες το Δημόσιο υπόκειται επίσης στον ΦΑ.

49. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή οδών, γεφυρών και σηράγγων συμπεριλαμβάνονται στις αποστολές που ανάγονται στην άσκηση κυριαρχικής εξουσίας και των οποίων η εκτέλεση επιφυλάσσεται στις δημόσιες αρχές. Οι δραστηριότητες αυτές ανάγονται σ' ένα ουσιώδες μέρος και, συνακόλουθα, στον πυρήνα των καθηκόντων των δημοσίων αρχών. Μπορούν να θεωρηθούν ως τμήμα της βιοτικής πρόνοιας της παροχικής διοικήσεως. Όταν το κράτος αναπτύσσει δράση στον τομέα αυτό, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι τούτο συμβαίνει στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας.

50. Είναι αληθές ότι - αντίθετα προς τη διανομή φωταερίου, ηλεκτρισμού και ύδατος στο παράρτημα Δ - η διάθεση των οδών δεν περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των υποκειμένων στον ΦΑ δραστηριοτήτων. Στην πραγματικότητα, η δωρεάν διάθεση της οδικής υποδομής αποτελεί δραστηριότητα αναγόμενη στην άσκηση κυριαρχικής εξουσίας. Δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο ερώτημα εάν, αντιστρόφως, η εκμετάλλευση του οδικού δικτύου, του οποίου η κατασκευή αναγόταν στην αποστολή της δημόσιας εξουσίας και χρηματοδοτήθηκε με φορολογικά έσοδα, θα μπορούσε να πραγματοποιείται στο σύνολό της με βάση τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας, έναντι διοδίων η καταβολή των οποίων απαιτείται από όλους. Όμως, εν πάση περιπτώσει, η επιλεκτική - δεδομένου ότι γίνεται έναντι πληρωμής - διάθεση περιορισμένου τμήματος του οδικού δικτύου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δραστηριότητα πραγματοποιούμενη στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Βέβαια, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, η είσπραξη διοδίων είναι δυνατή ακόμη και στην περίπτωση της ασκήσεως δραστηριότητας αναγόμενης στην κυριαρχική εξουσία, χωρίς να συνεπάγεται, αφεαυτής, την υπαγωγή στον φόρο. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ μιας ατελούς και μιας υποκείμενης σε τέλη χρήσεως της οδικής υποδομής. Εν πάση περιπτώσει, η άσκηση δραστηριότητας αναγομένης στην κυριαρχική εξουσία εξαντλείται στη διάθεση του οδικού δικτύου που χρησιμοποιείται ατελώς, ενώ, αντιθέτως, η διάθεση επιπλέον τμημάτων οδών έναντι καταβολής διοδίων πρέπει να θεωρείται δραστηριότητα αναγόμενη στην αμιγώς ιδιωτική οικονομία. Όποιος χρειάζεται άδεια οικοδομήσεως, η χορήγηση της οποίας εξαρτάται από την καταβολή τέλους, δεν έχει δυνατότητα επιλογής. Όποιος επιθυμεί να πραγματοποιήσει σπουδές για τις οποίες όλοι οφείλουν να καταβάλουν τέλη δεν έχει εναλλακτική δυνατότητα για να επιτύχει τον αυτό σκοπό - την ολοκλήρωση των συγκεκριμένων σπουδών. Ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, ο χρήστης μπορεί πράγματι να επιλέξει μεταξύ δύο δυνατοτήτων προκειμένου να επιτύχει - έστω και με μεγαλύτερη δυσχέρεια ή με καθυστέρηση - τον αυτό σκοπό. Βέβαια, το υποκείμενο σε διόδια οδικό δίκτυο τίθεται στη διάθεση όλων όσοι προτίθενται να πληρώσουν, πλην όμως μόνο σε αυτούς. Η επιλογή που επιτελείται κατ' αυτόν τον τρόπο είναι ξένη προς την άσκηση κυριαρχικής εξουσίας. Οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλονται διόδια είναι πρωτίστως οικονομικοί και δημοσιονομικοί. Κατά συνέπεια, η διάθεση ενός περιορισμένου τμήματος οδού έναντι καταβολής διοδίων δεν μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα αναγόμενη στην άσκηση κυριαρχικής εξουσίας.

51. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, δεδομένου ότι η διάθεση της υποδομής έναντι καταβολής διοδίων δεν μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα πραγματοποιούμενη στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Κατά συνέπεια, οι οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με την είσπραξη των διοδίων πρέπει να θεωρηθούν ως υποκείμενοι στον φόρο.

ββ) Οικονομική δραστηριότητα

52. Όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, ως υποκείμενος στον φόρο θεωρείται όποιος ασκεί κατά τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα.

53. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας ΦΑ ορίζει ως οικονομικές δραστηριότητες «όλες τις δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες».

54. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της οικονομικής δραστηριότητας καλύπτει ένα ευρύ πεδίο, πρόκειται δε για μια αντικειμενικώς προσδιοριζόμενη έννοια, δεδομένου ότι η δραστηριότητα εξετάζεται αυτή καθεαυτή, ανεξάρτητα από τον σκοπό ή τα αποτελέσματά της .

55. Εάν γίνει δεκτή μια τέτοια ευρεία έννοια της οικονομικής δραστηριότητας, δεν απαιτείται να αφορούν οι παροχές υπηρεσιών κυρίως ή αποκλειστικώς τη λειτουργία της αγοράς ή την οικονομική ζωή. Αρκεί να έχουν πραγματικά σχέση κατά οποιονδήποτε τρόπο με την οικονομική ζωή .

56. Ακόμη κι αν, στην υπό κρίση περίπτωση, η διάθεση της οδικής υποδομής έναντι καταβολής διοδίων διέπεται από το δημόσιο δίκαιο, οι δε υποκείμενοι σε διόδια αυτοκινητόδρομοι ανήκουν στο δημόσιο οδικό δίκτυο, τούτο είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του ζητήματος αν πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα. ράγματι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας ΦΑ, οι υποκείμενες στον φόρο παροχές υπηρεσιών μπορούν να συνίστανται επίσης στην εκτέλεση υπηρεσίας κατ' επιταγήν της δημόσιας αρχής ή επ' ονόματί της ή σε εκτέλεση νόμου. Υπέρ του χαρακτηρισμού της δραστηριότητας ως οικονομικής δραστηριότητας συνηγορεί στην υπό κρίση περίπτωση και ο αντικειμενικός χαρακτήρας της έννοιας της οικονομικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι κρίσιμη είναι η δραστηριότητα αυτή καθεαυτή, ανεξάρτητα από τον σκοπό και τα αποτελέσματά της.

57. Η εκτίμηση της οικονομικής πραγματικότητας συνιστά θεμελιώδες κριτήριο για την εφαρμογή του κοινού συστήματος ΦΑ . Στην υπό κρίση υπόθεση, η πραγματικότητα αυτή συνίσταται στο ότι διατίθενται στους χρήστες των οδών, έναντι καταβολής τέλους υπό μορφή διοδίων, ορισμένα τμήματα της οδικής υποδομής. Επομένως, αφού οι οικείοι οργανισμοί ασκούν τη δραστηριότητα αυτή επίσης με σκοπό την πραγματοποίηση κερδών, ώστε να αντεπεξέρχονται στα έξοδά τους και, συγχρόνως, να εξασφαλίζουν το εισόδημά τους, καθίσταται σαφές ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα.

γ) (Επικουρικά) Ως προς το ζήτημα των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

58. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, τα κράτη, οι δήμοι και κοινότητες και οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο ακόμη και για πράξεις που πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, εφόσον η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού. Ενόψει των προαναφερθέντων, παρέλκει η ενασχόληση με αυτό το επιμέρους ζήτημα, αφού γίνεται δεκτό ότι δεν πρόκειται για κυριαρχικής φύσεως δραστηριότητα. Επομένως, το ζήτημα αυτό εξετάζεται μόνον επικουρικώς.

59. Στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού υπό την προαναφερθείσα έννοια θα συνέτρεχε εάν ο μη υποκείμενος στον φόρο κρατικός οργανισμός ανταγωνιζόταν, όσον αφορά παρόμοια υπηρεσία, έναν υποκείμενο στον φόρο ιδιώτη, οπότε, λόγω της απαλλαγής από τον φόρο, θα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει την παρεχόμενη υπηρεσία σε χαμηλότερη τιμή. Ωστόσο, στην περίπτωση της διαθέσεως οδικής υποδομής, την οποία αφορά η υπό κρίση υπόθεση, δεν υπάρχει ανταγωνιστής ασκών ιδιωτικώς οικονομική δραστηριότητα, οπότε δεν μπορεί να υπάρχει ούτε ανταγωνισμός.

60. Τα παραδείγματα στρεβλώσεως των όρων του ανταγωνισμού που ανέφερε η Επιτροπή στερούνται λυσιτέλειας στην υπό κρίση υπόθεση. Αφενός, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περιορίζεται - όπως συνάγεται από διάφορες διατάξεις - σε ημεδαπές πράξεις. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν φαίνεται να συντρέχει παράβαση της υποχρεώσεως ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς. Αφετέρου, οι αναφερθείσες περιπτώσεις στρεβλώσεων - η αδυναμία της εκπτώσεως του φόρου, αφενός, ή η μείωση των δαπανών, αφετέρου - δεν οφείλονται στην υπαγωγή ή μη στον φόρο αλλά σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου. Όταν το ζήτημα αυτό θα έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία, τα κράτη μέλη θα επιβάλλουν ασφαλώς τον ΦΑ κατά τον ίδιο τρόπο (και το ίδιο θα ισχύει και για τις εισφορές στους ιδίους πόρους). Εξάλλου, αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός της Επιτροπής, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού θα έθιγαν περισσότερο τις χώρες στις οποίες ουδόλως εισπράττονται διόδια.

61. Επομένως, δεν συντρέχουν στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, οι οποίες θα συνηγορούσαν υπέρ της θεωρήσεως των οικείων οργανισμών ως υποκειμένων στον φόρο. Ωστόσο - όπως αναφέρθηκε στις παραγράφους 36 έως 56 - τούτο είναι άνευ σημασίας. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά μια παροχή υπηρεσίας υποκείμενη στον ΦΑ, δεδομένου ότι η είσπραξη των διοδίων δεν συνιστά δραστηριότητα αναγόμενη στην άσκηση κυριαρχικής εξουσίας.

δ) ροσωρινό συμπέρασμα

62. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη υποβάλλοντας τα τέλη χρήσεως αυτοκινητοδρόμων στον ΦΑ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

2. Ίδιοι πόροι

63. Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η Ελληνική Δημοκρατία να θέσει στη διάθεσή της τα ποσά των ιδίων πόρων που δεν έχουν καταβληθεί από το 1987 και εντεύθεν, πλέον τόκων υπερημερίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι η προσφυγή που ασκείται στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης έχει αναγνωριστικό αίτημα, το Δικαστήριο δεν μπορεί εντός του πλαισίου αυτού να αποφανθεί ότι επιβάλλεται να ληφθούν, να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν ορισμένα μέτρα, αλλά απλώς και μόνο να διαπιστώσει ότι το καθού κράτος μέλος έχει διαπράξει μία ή περισσότερες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο σκοπός που επιδιώκει με την προσφυγή της η Επιτροπή, όπως προκύπτει από το αιτητικό και τη νομική θεμελίωσή της, έγκειται κατ' αρχάς στο να αναγνωριστεί ότι - κατά παράβαση της Συνθήκης - τα διόδια των αυτοκινητοδρόμων δεν υποβλήθηκαν στον ΦΑ, με αποτέλεσμα να μην καταβληθούν οι σχετικές εισφορές στους ιδίους πόρους. Κατά συνέπεια, το εν λόγω αίτημα της προσφυγής της Επιτροπής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά αυτή τη συνέπεια της διαπιστώσεως της υπάρξεως παραβάσεως της Συνθήκης, οπότε το Δικαστήριο μπορεί και εν προκειμένω να διαπιστώσει - υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται κατάσταση αντιβαίνουσα προς τη Συνθήκη - την ύπαρξη παραβάσεως της Συνθήκης.

64. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1553/89, η βάση των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΑ καθορίζεται από τις φορολογητέες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 της έκτης οδηγίας ΦΑ. Έτσι, οι επιμέρους εισφορές ιδίων πόρων υπολογίζονται κατ' εφαρμογήν ενός καθορισθέντος ενιαίου συντελεστή επί της βάσεως αυτής.

65. Δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά υπηρεσίες παρασχεθείσες από υποκειμένους στον φόρο, τα διόδια έπρεπε να υπαχθούν στον ΦΑ. Δεδομένου όμως ότι τούτο δεν συνέβη, τα αντίστοιχα ποσά δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της βάσεως των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΑ.

66. Επομένως, συντρέχει παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί εισπράξεως των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΑ. Συναφώς, είναι άνευ σημασίας το αν ο νέος υπολογισμός των εισφορών ιδίων πόρων θα απέβαινε σε βάρος των Κοινοτήτων. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, σημασία έχει αποκλειστικά και μόνο, κατ' αρχάς, να υπολογίζονται οι εν λόγω ίδιοι πόροι λαμβανομένης υπόψη της ορθής βάσεως και να διαπιστώνονται οι αντίστοιχες απαιτήσεις (του κράτους μέλους) έναντι των υποκειμένων στον φόρο. Επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβαίνουν στους αναγκαίους υπολογισμούς, να ανακοινώνουν το αποτέλεσμα στην Επιτροπή και να καταβάλλουν, συνακόλουθα, τα οφειλόμενα ποσά.

67. Η προβαλλόμενη απαίτηση τόκων βασίζεται στο άρθρο 11 του κανονισμού 1552/89, το οποίο προβλέπει ότι, σε περίπτωση καθυστερήσεως στις εγγραφές των εισφορών ιδίων πόρων, πρέπει να καταβάλλονται τόκοι. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εντός του πλαισίου αυτού, είναι άνευ σημασίας ο λόγος στον οποίο οφείλεται η καθυστέρηση .

3. Διαχρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της αποφάσεως

68. Αφ' ής στιγμής διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ, θα μπορούσε να ανακύψει το ερώτημα αν η Επιτροπή είχε επίσης το δικαίωμα να προβάλει τις εντεύθεν απορρέουσες αξιώσεις κατά της Ελλάδος σε σχέση με ολόκληρο το επίμαχο χρονικό διάστημα.

69. Χαρακτηριστικό της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης είναι, κατ' αρχάς, ότι, αν η προσφυγή κριθεί βάσιμη, το κράτος μέλος οφείλει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την άρση της παραβάσεως. Αντιθέτως, στο μέτρο που εκδίδει αναγνωριστική απόφαση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει στο καθού κράτος την υποχρέωση να θέσει τέρμα στην παράβαση ή να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει το επίμαχο μέτρο.

70. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να επιβάλει ρητώς στην Ελλάδα την υποχρέωση να εξαλείψει την παράνομη κατάσταση όσον αφορά την είσπραξη του ΦΑ. Ωστόσο, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει διεξοδικά την υποχρέωση της Ελλάδας να εξαλείψει την αντίθετη προς τη Συνθήκη κατάσταση.

71. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστούν η συγκεκριμένη μορφή που λαμβάνει η υποχρέωση της Ελλάδας να άρει την παράβαση της Συνθήκης και η σημασία που έχει συναφώς η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας.

72. Δεδομένου ότι, κατά τα άρθρα 155 (νυν άρθρο 221 ΕΚ) και 169 της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να διώκει κάθε παράβαση της Συνθήκης την οποία γνωρίζει, υφίσταται κατ' αρχήν υποχρέωση διώξεως. Ωστόσο, όσον αφορά, ιδίως, τον χρόνο και τις προϋποθέσεις διεξαγωγής των επιμέρους σταδίων της διαδικασίας κατά το άρθρο 169, διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως. Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που έχει κατ' αρχήν υποχρέωση διώξεως, η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να προσπαθεί με τον συνήθη τρόπο να παρακινεί τα κράτη μέλη να επαναφέρουν μια σύμφωνη προς τη Συνθήκη κατάσταση. Η προσφυγή δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μόνο μετά την πάροδο της προθεσμίας που τάσσεται με την αιτιολογημένη γνώμη. Δεν υπάρχει κατ' αρχήν χρονικός περιορισμός για την προσφυγή στο Δικαστήριο . Συνεπώς, η Επιτροπή έχει την εξουσία να καθορίζει, κατόπιν της διατυπώσεως της αιτιολογημένης γνώμης, το χρονικό σημείο ασκήσεως της προσφυγής μετά την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας . Όμως, σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η Επιτροπή έχει καθυστερήσει πάρα πολύ να ασκήσει την προσφυγή και δεν έχει λάβει άλλα μέτρα έναντι του κράτους μέλους, δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως το ενδεχόμενο να προβληθεί ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής λόγω απώλειας του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής . Ωστόσο, η τάση της νομολογίας του Δικαστηρίου είναι να μη γίνεται δεκτό ότι έχει απολεσθεί το δικαίωμα της Επιτροπής για άσκηση προσφυγής .

73. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε ότι έχει επέλθει παραγραφή των αξιώσεων των Κοινοτήτων. Αφενός, το κοινοτικό δίκαιο δεν περιέχει διατάξεις περί παραγραφής δυνάμενες να τύχουν εφαρμογής και, αφετέρου, δεν είναι δυνατή ούτε η κατ' αναλογίαν εφαρμογή των διατάξεων των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την παραγραφή φορολογικών οφειλών. Ο χρόνος παραγραφής πρέπει, προς επιτέλεση της λειτουργίας του, να έχει οριστεί εκ των προτέρων. Δεδομένου ότι πρόκειται για ένσταση, πρέπει να γίνεται επίκλησή της, προϋπόθεση η οποία όμως δεν τηρήθηκε στην υπό κρίση περίπτωση. Δεδομένου ότι ούτε προβλήθηκε συναφώς κανένας ισχυρισμός, παρέλκει η περαιτέρω εξέταση του ζητήματος αυτού. Εξάλλου, στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να ζητηθεί ευθέως ούτε η καταβολή των εισφορών.

74. Ωστόσο, δεν αποκλείεται οι αξιώσεις των Κοινοτήτων για καταβολή των εισφορών στους ιδίους πόρους να έχουν προβληθεί εκπροθέσμως.

75. Για λόγους αναγόμενους στην ασφάλεια δικαίου, θα μπορούσε εν προκειμένω να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη της διορθώσεως των ετησίων καταστάσεων , επιβάλλεται ο διαχρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της αναγνωρίσεως της υπάρξεως παραβάσεως της Συνθήκης. Το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί, με τη νομολογία του, τη δυνατότητα επικλήσεως, ελλείψει ρυθμίσεως περί παραγραφής, της αρχής της ασφάλειας δικαίου .

76. Βέβαια, η Συνθήκη δεν προβλέπει ρητά τον διαχρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που εκδίδονται σε διαδικασίες διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης. Τούτο, εξάλλου, δεν είναι απαραίτητο, δεδομένου ότι η απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας σκοπεί κατά κανόνα, διά του αναγνωριστικού της χαρακτήρα, στη (μελλοντική) εξάλειψη μιας αντιβαίνουσας προς τη Συνθήκη καταστάσεως. Αυτό το είδος διαδικασίας δεν αφορά το κύρος μιας ατομικής αποφάσεως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της προσφυγής ακυρώσεως, της οποίας τα διαχρονικά αποτελέσματα περιορίζονται δυνάμει του άρθρου 174, παράγραφος 2 (νυν άρθρο 231 ΕΚ). Κατά κανόνα, η προσφυγή λόγω παραβάσεως της Συνθήκης δεν σκοπεί ούτε στην ικανοποίηση, σε μια ατομική περίπτωση, αξιώσεων αποζημιώσεως, η παραγραφή των οποίων ρυθμίζεται από το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, αντικείμενο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης είναι η κατ' αρχήν διαπίστωση του ρυθμιστικού περιεχομένου του κοινοτικού δικαίου. Η διαπίστωση στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο σχετικά με αυτό το ρυθμιστικό περιεχόμενο στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και ενός κράτους μέλους γίνεται προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου. Η απλή πάροδος ορισμένου χρόνου από της λήξεως της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν μειώνει κατ' αρχήν το συμφέρον αυτό. Εάν κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος το συμφέρον που υπάρχει για την εν λόγω διαπίστωση μειωνόταν εξαιτίας ορισμένων περιστατικών, τούτο θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια το απαράδεκτο της προσφυγής, πλην όμως δεν θα έθιγε, αυτή καθεαυτή, την αξίωση για έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως, αξίωση της οποίας η ικανοποίηση θα μπορούσε να επιδιωχθεί δικαστικώς εκ νέου οποτεδήποτε.

77. Ωστόσο, εν προκειμένω, η διαπίστωση της υπάρξεως παραβάσεως της Συνθήκης συνδέεται συγχρόνως με αξίωση των Κοινοτήτων έναντι των καθών κρατών μελών για καταβολή ποσών. Ενόψει των δημοσιονομικών συνεπειών που απορρέουν εντεύθεν, καθίσταται αναγκαία η διατύπωση, επίσης σε σχέση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ορισμένων ιδιαίτερων συλλογισμών.

78. Επιχείρημα κατά ενός διαχρονικού περιορισμού μπορεί βέβαια να αντληθεί, κατ' αρχάς, από το ότι, με πάγια νομολογία του, το Δικαστήριο τονίζει «ότι, οσάκις πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν οικονομικές επιπτώσεις, η βεβαιότητα και η δυνατότητα προβλέψεως αποτελούν (...) επιταγή που πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα» . Η βεβαιότητα και η δυνατότητα προβλέψεως περιορίζονται όταν λαμβάνονται υπόψη οι πτυχές της ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, στο επιχείρημα αυτό μπορεί να αντιταχθεί η διαπίστωση ότι ούτε η οφειλόμενη στην Επιτροπή σημαντική καθυστέρηση της ενάρξεως του ενδίκου σταδίου της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης συνάδει με την επιταγή της βεβαιότητας και της δυνατότητας προβλέψεως.

79. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και ενός κράτους μέλους σχετικά με τους ίδιους πόρους που πρέπει να απαιτηθούν δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα ούτε τη διατάραξη της δημοσιονομικής ισορροπίας της Κοινότητας . Στην υπό κρίση περίπτωση, ο διαχρονικός περιορισμός της διορθώσεως θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, την καταβολή εισφορών στους ιδίους πόρους της Κοινότητας από ορισμένα κράτη μέλη ενώ άλλα κράτη μέλη θα απαλλάσσονταν από την καταβολή αυτή. Ωστόσο, επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι τα κράτη μέλη που έχουν εισπράξει τον αντίστοιχο ΦΑ και έχουν συνακόλουθα καταβάλει ένα μέρος του δεν περιέρχονται σε μειονεκτική θέση. Εν τέλει, διατηρούν ένα μέρος του ΦΑ που είναι μεγαλύτερο από το καταβληθέν.

80. Αντιθέτως, από πρακτικής και, βέβαια, και από νομικής απόψεως, αποκλείεται η εκ των υστέρων είσπραξη του ΦΑ για τέλη χρήσεως οδών. Σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επίσης κατά τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών, θα απέκλειε την εκ των υστέρων είσπραξη ΦΑ. Εντελώς ανεξάρτητα από τούτο, και οι επιπτώσεις που θα είχε στην πράξη για τις εμπορικές συναλλαγές η εκ των υστέρων είσπραξη φόρων κύκλου εργασιών θα ήσαν απρόσφορες, δεδομένου ότι εκείνοι που πρέπει ενδεχομένως να θεωρηθούν ως υπόχρεοι του φόρου δεν είναι κατά κανόνα εκείνοι που οφείλουν να καταβάλλουν τους φόρους που περιλαμβάνονται στο τίμημα.

81. Σε μειονεκτική θέση θα περιέρχονταν αποκλειστικά και μόνον τα κράτη μέλη που έχουν ήδη προβεί στην εκ των υστέρων καταβολή ποσών, χωρίς να έχουν προηγουμένως εισπράξει τον αντίστοιχο ΦΑ. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι καταβολές αυτές πραγματοποιήθηκαν υπό την επιφύλαξη της σχετικής διορθώσεως της ετήσιας καταστάσεως. Αν δεν είναι δυνατή η διόρθωση αυτή, τα οικεία κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν την επιστροφή των εκ των υστέρων καταβληθέντων ποσών.

82. Από την αποκλειστική προθεσμία του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1553/89 συνάγεται ότι το διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου τα κράτη μέλη διατρέχουν τον κίνδυνο να καταβάλουν, από άγνοια, ποσά ΦΑ που δεν έχουν εισπράξει δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να υπερβαίνει τα τέσσερα οικονομικά έτη. Εξάλλου, τα κράτη μέλη δεν είναι πλέον, κατ' αρχήν, άξια προστασίας, αν περιέλθει σε γνώση τους, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, μια σαφής αιτίαση της Επιτροπής. Το οικείο κράτος μέλος φέρει την ευθύνη εάν δεν συμμορφώνεται με αιτίαση της Επιτροπής και παραλείπει, π.χ., εν γένει την είσπραξη φόρων προστιθεμένης αξίας. Εφόσον γνωρίζει την αιτίαση, μπορεί κατ' αρχήν να κρίνει ποιες υποχρεώσεις απορρέουν από τις οδηγίες περί ΦΑ και να συμμορφωθεί προς αυτές.

83. Εάν όμως τα κράτη μέλη, βάσει ευλόγων θεωρήσεων, διαφωνούν με την άποψη της Επιτροπής ως προς το αν ορισμένες πράξεις πρέπει να υπόκεινται στον ΦΑ, η διαμόρφωση, στην πράξη, της διαδικασίας διορθώσεως και, ιδίως, η εφαρμογή της από την Επιτροπή μπορεί να έχει, κατά περίπτωση, απρόσφορες συνέπειες. Δεδομένου ότι η Κοινότητα έχει οργανωθεί ως κοινότητα δικαίου, τα κράτη μέλη έχουν κατ' αρχήν δικαίωμα να απαιτήσουν να αχθεί μια διαφορά σχετικά με το ρυθμιστικό περιεχόμενο των οδηγιών περί ΦΑ εντός ευλόγου χρόνου ενώπιον του Δικαστηρίου και να εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου επ' αυτής.

84. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υποβάλουν το ζήτημα προς διευκρίνιση, αν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης έχει καθηλωθεί επί μακρό χρονικό διάστημα στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο. Η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής, το δε κράτος μέλος δεν μπορεί να προσβάλει αιτιολογημένη γνώμη. Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο καταστρατηγήσεως της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως της Συνθήκης. Επιπλέον, μια τέτοια συμπεριφορά της Επιτροπής θα αντέβαινε προς το πνεύμα της διαδικασίας διορθώσεως.

85. Στο πλαίσιο της σχέσεως μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα παρελθόντα οικονομικά έτη έχουν κλείσει και ότι δεν θα επερχόταν πλέον διόρθωση.

86. Κατ' αρχάς, δεν είναι σαφές σε ποιο χρονικό διάστημα αναφέρεται η προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή. Το αιτητικό της προσφυγής σκοπεί στη διαπίστωση της παραβάσεως και αφορά τον χρόνο από το 1987 και εντεύθεν. Ακόμη κι αν, κατά το διάστημα μεταξύ της λήξεως της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και της ασκήσεως της προσφυγής, η Επιτροπή δεν έλαβε περαιτέρω μέτρα όσον αφορά τα επόμενα έτη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επεδίωκε να τεθεί τέρμα στις παραβάσεις με αντίστοιχα αποτελέσματα για τον μεταγενέστερο χρόνο. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον έχουν κλείσει τα οικονομικά έτη από το 1987 και εντεύθεν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να διορθωθούν οι αντίστοιχες ετήσιες καταστάσεις.

87. Η πρώτη φράση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1553/89 ορίζει ότι, μετά τις 31 Ιουλίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί ένα δεδομένο οικονομικό έτος (ήτοι μετά την πάροδο 43 μηνών), η ετήσια κατάσταση δεν μπορεί πλέον να διορθωθεί. Κατά συνέπεια, η ετήσια κατάσταση του οικονομικού έτους 1987 δεν θα μπορούσε πλέον να διορθωθεί μετά τις 31 Ιουλίου 1991. Ο υπολογισμός αυτό ισχύει και για τα μεταγενέστερα έτη. Επομένως, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε πλέον να προβεί σε είσπραξη των ιδίων πόρων.

88. Ωστόσο, δεν είναι σαφής η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στη δεύτερη φράση της διατάξεως του άρθρου 9, παράγραφος 2, η οποία εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα της πρώτης φράσεως, καθόσον προβλέπει ότι εξακολουθεί να είναι δυνατή η διόρθωση της ετήσιας εκθέσεως «(...) όσον αφορά τα σημεία που έχουν γνωστοποιηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, είτε από την Επιτροπή είτε από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.» Για τα οικονομικά έτη 1987 έως 1992, τα προβλήματα και οι διαφορετικές νομικές απόψεις που αποτέλεσαν την αφορμή και για την υπό κρίση προσφυγή αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων με την Ελληνική Κυβέρνηση.

89. ολλά συνηγορούν υπέρ του να ερμηνευθεί η δεύτερη φράση του άρθρου 9, παράγραφος 2, υπό την έννοια ότι εξαίρεση από την αποκλειστική προθεσμία των 43 μηνών πρέπει να είναι δυνατή μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι εξακολούθησαν, και στη συνέχεια, να προσπαθούν να επιλύσουν τα υφιστάμενα προβλήματα. Εφόσον όμως η διαδικασία αδρανεί αδικαιολόγητα επί μακρό χρονικό διάστημα, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής θα καθίστατο άνευ αντικειμένου και θα αντέβαινε προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Όμως, στην υπό κρίση περίπτωση, μεταξύ των ετών 1992 και 1998 δεν διεξήχθη μεταξύ των ενδιαφερομένων κανένας περαιτέρω διάλογος, ο οποίος θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε επίλυση των προβλημάτων. Κατά την προφορική διαδικασία, η Επιτροπή εξέθεσε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι εφιστούσε τακτικά την προσοχή των ενδιαφερομένων κρατών μελών στα προβλήματα που υπήρχαν σε σχέση με τους ιδίους πόρους και ότι ο διάλογος με τα κράτη μέλη συνεχιζόταν επίσης όσον αφορά το ζήτημα της επιβολής του ΦΑ . Ωστόσο, τούτο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρκεί για να γίνει δεκτό ότι θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός. Λόγω των απόψεων των διαδίκων, δεν ήταν πλέον δυνατός ένας τέτοιος διακανονισμός. ρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, δεδομένης της νομικής καταστάσεως, ορθή μπορεί να είναι η μία μόνον από τις υποστηριζόμενες απόψεις, οπότε η εξεύρεση συμβιβαστικής λύσεως αποκλειόταν και για τον λόγο αυτόν.

90. Εάν ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η παράταση της προθεσμίας σε περιπτώσεις σύνθετων πραγματικών καταστάσεων και σημαντικών προβλημάτων, θα πρέπει επίσης να είναι εμφανές ότι οι ενδιαφερόμενοι καταβάλλουν προσπάθειες για την εξεύρεση λύσεως. Άλλως, η Επιτροπή θα μπορούσε να καταστρατηγεί την προβλεπόμενη από την πρώτη φράση της επίμαχης διατάξεως προθεσμία των 43 μηνών, αμφισβητώντας τακτικά την ορθότητα των ετησίων καταστάσεων των κρατών μελών. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα είχε για απεριόριστο χρονικό διάστημα τη δυνατότητα να εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά και να αναστέλλει επ' αόριστον το κλείσιμο των οικονομικών ετών. Ωστόσο, τούτο δεν θα ήταν ούτε ευκταίο από οικονομικής απόψεως ούτε σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η Επιτροπή θα μπορούσε, χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογεί τις πράξεις της, να καταστρατηγεί τις προϋποθέσεις της εν λόγω πρώτης φράσεως, κατά την οποία η προθεσμία για το κλείσιμο των ετησίων καταστάσεων λήγει στις 31 Ιουλίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί ένα δεδομένο οικονομικό έτος.

91. Δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 2, δεν αποτελεί διάταξη προβλέπουσα παραγραφή, είναι άνευ σημασίας το αν το κράτος μέλος δεν προέβαλε την ένσταση της παραγραφής. Σε παραγραφή υπόκεινται μόνον αξιώσεις. Όμως, το άρθρο 9, παράγραφος 2, δεν χορηγεί αξίωση, αλλά τάσσει απλώς τις προθεσμίες για τη διόρθωση των ετησίων καταστάσεων.

92. Βάσει των θεωρήσεων αυτών, μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατά το μακρό χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ του πέρατος της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και της ασκήσεως της προσφυγής δημιουργήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση άξια προστασίας εμπιστοσύνη περί του ότι η Επιτροπή θα τηρούσε τις προθεσμίες της διαδικασίας διορθώσεως.

93. Ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι ήδη η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της προθεσμίας, η διακοπή αυτή δεν μπορεί πάντως να υπερβαίνει σε διάρκεια την προαναφερθείσα προθεσμία των 43 μηνών. Δεδομένου ότι μεταξύ της τελευταίας ανταλλαγής επιστολών στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και της ασκήσεως της προσφυγής διέρρευσαν περισσότερα από τέσσερα έτη - συγκεκριμένα, έξι έτη - ακόμη και μια ενδεχομένως δυνατή διακοπή της προθεσμίας λόγω της κινήσεως της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν θα ασκούσε πλέον επιρροή.

94. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της γενικής θεωρήσεως περί λήξεως της αποκλειστικής προθεσμίας των 43 μηνών που ισχύει για τη δυνατότητα διορθώσεως, η είσπραξη των εισφορών στους ιδίους πόρους πρέπει να περιοριστεί στα τέσσερα έτη πριν από την άσκηση της προσφυγής. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η προσφυγή της Επιτροπής κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουλίου 1998, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα οικονομικά έτη από το 1994 και εντεύθεν δεν έχουν ακόμη κλείσει και ότι εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα διορθώσεως . Για την τήρηση της προθεσμίας των 43 μηνών αρκεί η άσκηση προσφυγής, αφού δεν τάσσονται συναφώς άλλες διαδικαστικές προθεσμίες. Βέβαια, η επίδοση της προσφυγής στην Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε να έχει γίνει μετά τις 31 Ιουλίου 1998· ωστόσο, από τούτο δεν μπορούν να συναχθούν περαιτέρω συμπεράσματα όσον αφορά τα αποτελέσματά της, δεδομένου ότι αποφασιστική σημασία έχει ο χρόνος της καταθέσεως της προσφυγής στο Δικαστήριο.

95. Δεδομένου ότι η αξίωση καταβολής των εισφορών στους ιδίους πόρους δεν αποτελεί, ως τοιαύτη, αίτημα της προσφυγής, αλλά απορρέει εμμέσως από την παράβαση της Συνθήκης, η προσφυγή δεν πρέπει να απορριφθεί ως προς το σημείο αυτό, παρά τη μερική πάροδο της προθεσμίας - που ισοδυναμεί, εμμέσως, με μερική δικαίωση της Ελλάδος. Το ίδιο ισχύει επίσης όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα.

VI - Δικαστικά έξοδα

96. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ελλάδα στα δικαστικά έξοδα. αρά την εν μέρει εκπρόθεσμη προβολή της αξιώσεως καταβολής των εισφορών στους ιδίους πόρους, τούτο δεν ασκεί επιρροή επί της κατανομής των δικαστικών εξόδων, δεδομένου ότι η αξίωση αυτή αποτελεί απλό παρεπόμενο της διαπιστώσεως της υπάρξεως παραβάσεως της Συνθήκης και δεν μπορεί να προβληθεί με την υπό κρίση προσφυγή. Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι μόνον η διαπίστωση της υπάρξεως αντίθετης προς τη Συνθήκη συμπεριφοράς. Δεδομένου ότι, σε σχέση με το αντικείμενο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε ως προς τους βασικούς ισχυρισμούς της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VII - ρόταση

97. Ενόψει των προαναφερθέντων, προτείνω, κατά συνέπεια, να εκδοθεί η ακόλουθη απόφαση:

«1) Η Ελληνική Δημοκρατία, μη υποβάλλοντας, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 4 της έκτης οδηγίας ΦΑ (77/388/ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, τα διόδια σε φόρο προστιθεμένης αξίας και, συνακόλουθα, μη θέτοντας στη διάθεση της Επιτροπής τα σχετικά ποσά των ιδίων πόρων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πλην όμως η Επιτροπή μπορεί να προβεί στην εκ των υστέρων είσπραξη των ιδίων πόρων και να απαιτήσει τόκους υπερημερίας μόνο για τον χρόνο από το οικονομικό έτος 1994 και εντεύθεν.

2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία τα δικαστικά έξοδα.»