Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0446

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 29ης Ιουνίου 2000. - Fazenda Pública κατά Câmara Municipal do Porto. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Supremo Tribunal Administrativo - Πορτογαλία. - Φορολογία - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Υποκείμενοι στον ϕόρο - Οργανισμοί δημοσίου δικαίου - Μίσθωση χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων. - Υπόθεση C-446/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-11435


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, κατ' ουσίαν, το ζήτημα αν και κατά πόσον τα τέλη σταθμεύσεως που εισπράττει ένας δήμος πρέπει να υπόκεινται στον φόρο προστιθέμενης αξίας.

ΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά

2. Ο δήμος του Porto πραγματοποιεί διάφορα έσοδα από την εξασφάλιση δυνατοτήτων σταθμεύσεως εντός της πόλεως. ρόκειται, πρώτον, για παρκόμετρα στις δημόσιες οδούς, δεύτερον, για χώρους σταθμεύσεως σε οικόπεδα της δημόσιας περιουσίας του δήμου και, τρίτον, για χώρους σταθμεύσεως σε οικόπεδα της ιδιωτικής περιουσίας του δήμου ή σε ιδιωτικά οικόπεδα που ανήκουν σε ιδιώτες, οι οποίοι τα έχουν παραχωρήσει στον δήμο.

3. Η Fazenda Pùblica (στο εξής: φορολογική αρχή) εξέδωσε κατά της Câmara Municipal do Porto (δήμος του Porto· στο εξής: CMP) πράξη βεβαιώσεως φόρου προστιθέμενης αξίας ύψους 98 953 911 πορτογαλικών εσκούδων (PTE) για τα έτη 1991 και 1992, καθώς και για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο έως Απρίλιο του 1993, η οποία βάρυνε τις εισπράξεις των παρκομέτρων και περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως στην πόλη του Porto.

4. Η CMP άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunal Tributário de Primeira Instância do Porto κατά της εν λόγω πράξεως με το αιτιολογικό ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπόκειται στον φόρο προστιθέμενης αξίας, εφόσον ενεργούσε στο πλαίσιο της ασκήσεως της «δημόσιας εξουσίας» της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή μόνον κατά το μέρος που αφορούσε τις εισπράξεις τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η CMP από την εκμετάλλευση ενός περιφραγμένου χώρου σταθμεύσεως που βρίσκεται σε οικόπεδο της περιουσίας του δήμου και από την εκμετάλλευση των παρκομέτρων που είναι εγκατεστημένα επί της δημοσίας οδού. Η προσφυγή απορρίφθηκε κατά τα λοιπά. Κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η CMP ασκεί, στο πλαίσιο της δημόσιας εξουσίας της, μη υποκείμενες στον φόρο προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες μόνον όταν οι περιφραγμένοι χώροι σταθμεύσεως και τα παρκόμετρα βρίσκονται ή είναι εγκατεστημένα στη δημόσια περιουσία της CMP.

5. Τόσο η φορολογική αρχή όσο και η CMP προσέβαλαν ενώπιον του Supremo Tribunal Administrativo την απόφαση κατά το μέτρο που τους ήταν δυσμενής.

6. Η φορολογική αρχή στηρίζει το ένδικο μέσο που άσκησε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η CMP, εγκαθιστώντας παρκόμετρα στη δημόσια οδό, χαράσσοντας τα όρια του χώρου σταθμεύσεως και επιβαλλόντας τέλη σταθμεύσεως, δεν ενεργεί στο πλαίσιο της δημόσιας εξουσίας της. ρόκειται, απλώς, για τη μετατροπή ενός δημοσίου χώρου σε χώρο χρήσεως και καρπώσεως της CMP, για να ποριστεί εξ αυτού έσοδα. Κατά τη χρήση των χώρων αυτών, η CMP συμπεριφέρεται όπως οποιοσδήποτε άλλος επιχειρηματίας και ανταγωνίζεται ιδιώτες οι οποίοι διαθέτουν έναντι ανταλλάγματος χώρους προοριζομένους για τη στάθμευση οχημάτων.

7. Κατά την άποψη της CMP, η είσπραξη τελών στα παρκόμετρα και στους μη παραχωρηθέντες περιφραγμένους χώρους σταθμεύσεως συνιστά δραστηριότητα η οποία εξυπηρετεί τη ρύθμιση της σταθμεύσεως επί της δημοσίας οδού, ορίζουσα το ύψος των τελών και τα χρονικά όρια σταθμεύσεως και, κατά συνέπεια, εντάσσεται στη δήμοσια πολιτική μεταφορών. ρόκειται συναφώς για δραστηριότητα την οποία η CMP ασκεί σύμφωνα με το δημόσιο δίκαιο, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας της και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.

8. Το ίδιο ισχύει και για τους χώρους σταθμεύσεως που έχουν διαμορφωθεί σε οικόπεδο της ιδιωτικής περιουσίας της CMP. Η εκμετάλλευση των εν λόγω χώρων σταθμεύσεως εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνον την αστυνόμευση και την τάξη της κυκλοφορίας και διαφέρει σημαντικά από τους περιφραγμένους χώρους σταθμεύσεως τους οποίους εκμεταλλεύονται ιδιώτες, ως επιχειρηματίες, με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος.

9. Στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε, σχετικά με τον χαρακτηρισμό της CMP και της αφορώσας τη διάθεση περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως δραστηριότητά της, τα εξής:

«α) Η CMP είναι δημοσία αρχή κατά το πορτογαλικό δίκαιο.

β) Η μίσθωση χώρων προοριζομένων για τη στάθμευση οχημάτων -είτε χώρων που βρίσκονται στον δρόμο, με παρκόμετρα, είτε περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως της CMP, που είτε ανήκουν είτε δεν ανήκουν στη δημόσια περιουσία της- δεν αποτελεί δραστηριότητα ειδικώς προσιδιάζουσα στην αποστολή μιας δημοσίας αρχής. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι επί αιώνες ήταν δραστηριότητα που δεν ανήκε ειδικώς στην αποστολή των δήμων. ρόκειται για δραστηριότητα στην οποία επιδόθηκαν οι δήμοι τα τελευταία μόλις χρόνια, σε ανταγωνισμό προς τους ιδιώτες.

γ) Δεν είναι γνωστό αν υπήρξαν σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, διότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν έχει αποφανθεί σχετικώς.

δ) Δεν είναι γνωστό αν η άσκηση της δραστηριότητας αυτής της CMP είχε ασήμαντη έκταση, διότι ούτε επ' αυτού έχει αποφανθεί ο Υπουργός Οικονομικών.

ε) Κατά τη μεταφορά της έκτης οδηγίας περί ΦΑ στο εθνικό δίκαιο, το πορτογαλικό Δημόσιο δεν θεώρησε ως δραστηριότητα δημοσίας αρχής τη μίσθωση χώρων προοριζομένων για τη στάθμευση οχημάτων, ούτε μπορούσε να το πράξει, διότι η δραστηριότητα αυτή ουδέποτε απαλλάσσεται του ΦΑ, δυνάμει του άρθρου 13, τμήμα Β_, στοιχείο β_, αριθμός 2, της έκτης οδηγίας.

στ) ρόκειται για δραστηριότητα που ασκείται υπό τις ίδιες νομικές προϋποθέσεις με τους ιδιώτες επιχειρηματίες: η CMP παραχωρεί στους κατόχους αυτοκινήτου την προσωρινή απόλαυση ενός χώρου που προορίζεται για τη στάθμευση οχημάτων επ' ανταλλάγματι. Οι λεπτομέρειες της παροχής δεν έχουν σημασία, διότι βρισκόμαστε, κατ' ουσίαν, ενώπιον συμβάσεως μισθώσεως βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα.»

10. Το αιτούν δικστήριο εξέθεσε περαιτέρω τα εξής: «Κατά το άρθρο 235, παράγραφος 2, του πορτογαλικού Συντάγματος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως έχουν ως σκοπό την επιδίωξη των συμφερόντων του πληθυσμού τους. ρος επίτευξη του σκοπού αυτού, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως διαθέτουν ποικίλες εξουσίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η εξουσία να εκμισθώνουν χώρους προοριζομένους για τη στάθμευση οχημάτων. Αυτή όμως η δραστηριότητα αναπτύσσεται εντός πλαισίου δημοσίου δικαίου:

α) Οι πραγματοποιούμενες εισπράξεις αποτελούν δημοσιονομικά έσοδα· είναι τέλη.

β) Η δραστηριότητα αυτή ελέγχεται από τη δημοτική αστυνομία.

γ) Για τις παραβάσεις συντάσσεται έκθεση και επιβάλλεται πρόστιμο, το οποίο αποτελεί έσοδο δημοσίου δικαίου, όπως και τα τέλη.

δ) Η λειτουργία των περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως και των παρκομέτρων εξαρτάται από προηγούμενη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου.

ε) Η οργάνωση της λειτουργίας αυτής είναι διοικητικής και όχι απλώς αστικής φύσεως.

στ) Οι περιφραγμένοι χώροι σταθμεύσεως και τα παρκόμετρα εντάσσονται στη δημόσια πολιτική μεταφορών της CMP.

ζ) Είχε ως σκοπό να δυσχεράνει την προσπέλαση οχημάτων σε ορισμένες ζώνες της πόλεως χάριν αποφυγής κυκλοφοριακής συμφορήσεως.

- Η γενική εξουσιοδότηση για τη λειτουργία περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως και παρκομέτρων προκύπτει από νόμο.

- εριφραγμένοι χώροι σταθμεύσεως και παρκόμετρα υπάρχουν σε ορισμένες μόνο ζώνες της πόλεως, τις οποίες ορίζει ο δήμος.»

ΙΙΙ - Τα προδικαστικά ερωτήματα

11. ροκειμένου να αποφανθεί επί της φορολογικής υποχρεώσεως της CMP, το Supremo Tribunal Administrativo υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Καταλαμβάνει η - χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (έκτης οδηγίας) - έκφραση "δραστηριότητες ή πράξεις, τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία", την εκμίσθωση χώρων προοριζομένων για τη στάθμευση οχημάτων (χώρων επί των οδών ή περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως) στην οποία προβαίνουν οι δημόσιες αρχές (δήμος);

2) Μπορεί ο Υπουργός Οικονομικών κράτους μέλους να ορίζει σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει σημαντική στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας;

3) Εάν υποτεθεί ότι η εθνική διάταξη που αναθέτει στον Υπουργό Οικονομικών την αρμοδιότητα να ορίζει σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει σημαντική στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού είναι αντισυνταγματική μεν, λόγω προσβολής της αρχής της φορολογικής νομιμότητας, αλλά σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο (την έκτη οδηγία), υποχρεούται ο εθνικός δικαστής να συμμορφωθεί προς το σύνταγμά του ή υποχρεούται να συμμορφωθεί, προ πάντων, προς το κοινοτικό δίκαιο, δυνάμει της αρχής της υπεροχής αυτού έναντι των συνταγμάτων;

4) Θεωρούνται οπωσδήποτε οι δημόσιες αρχές ως υποκείμενες σε φόρο, άπαξ οι δραστηριότητες τις οποίες ασκούν δεν είναι αμελητέες, ή υπόκεινται σε φόρο μόνον ως προς τις απαριθμούμενες στο παράρτημα Δ δραστηριότητες ή πράξεις, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας;

5) Δύναται ένας εθνικός νόμος να εξουσιοδοτεί τον υπουργό οικονομικών να ορίζει τις περιπτώσεις των δραστηριοτήτων των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα;

6) Δύναται, κατά το προαναφερθέν άρθρο 4, παράγραφος 5, τελευταίο εδάφιο, ένα κράτος μέλος να θεωρεί τη δραστηριότητα της μισθώσεως χώρων προοριζομένων για τη στάθμευση οχημάτων, όταν ασκείται από δήμο, ως δραστηριότητα δημοσίας αρχής, λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, σημείο 2, της έκτης οδηγίας;

7) Εάν οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν έχουν εγείρει ζητήματα ερμηνείας ή εφαρμογής της έκτης οδηγίας, δύναται ο εθνικός δικαστής, χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, να ερμηνεύσει και εφαρμόσει τις διατάξεις της οδηγίας αυτής κατά τον χρόνο εκδόσεως της τελικής του αποφάσεως;»

IV - Η σχετικές νομικές διατάξεις

1) Το κοινοτικό δίκαιο

Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους του κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (στο εξής: έκτη οδηγία· τα άρθρα που παρατίθενται χωρίς περαιτέρω ενδείξεις προέρχονται επίσης από την οδηγία αυτή)

Το πεδίο εφαρμογής

12. Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:

«Στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται:

1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή·

2. [...]»

Υποκείμενοι στον φόρο

13. Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, ορίζει τα εξής:

«1. Θεωρείται ως "υποκείμενος στον φόρο" οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μια από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού των αποτελεσμάτων της δραστηριότητος αυτής.

2. Οικονομικές δραστηριότητες, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι όλες οι δραστηριότητες του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβάνομενων και των δραστηριοτήτων εξορύξεως, των γεργωγικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελευθέρων επαγγελμάτων ή των εξομοιουμένων προς αυτά. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται επίσης η εκμετάλλευση ενσωμάτου ή α_λου αγαθού, προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων διαρκούς χαρακτήρος.»

Εξαιρέσεις από τη φορολογική υποχρέωση

14. Το άρθρο 4, παράγραφος 5, ορίζει συναφώς τα εξής:

«5. Τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις, τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, έστω και αν, επ' ευκαιρία αυτών των δραστηριοτήτων ή πράξεων, εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφορές η άλλες επιβαρύνσεις.

Εν τούτοις, όταν πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες ή πράξεις, πρέπει να θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο για τις δραστηριότητες η πράξεις αυτές κατά το μέτρο που η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού.

Οπωσδήποτε, οι προαναφερθέντες οργανισμοί θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο, ιδίως για τις πράξεις, που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ, και κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές δεν είναι αμελητέες.

Τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως δραστηριότητες δημοσίας αρχής, τις δραστηριότητες των προαναφερθέντων οργανισμών, που απαλλάσσονται δυνάμει των άρθρων 13 και 28.»

Φορολογικές απαλλαγές και εξαιρέσεις

15. Το άρθρο 13, τμήμα B, προβλέπει για τις λοιπές φορολογικές απαλλαγές τα εξής:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

α) [...]

β) τις μισθώσεις ακινήτων εξαιρέσει :

1. [...]

2. των μισθώσεων χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων,

3. [...]

4. [...]

γ) έως η) [...]»

2) Το πορτογαλικό δίκαιο

16. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, du Código do IVA (νόμος περί φόρου προστιθεμένης αξίας) ορίζει τα εξής:

«Το Δημόσιο και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν υπόκεινται στον ΦΑ όταν συνάπτουν πράξεις στο πλαίσιο της ασκήσεως δημοσίας εξουσίας, έστω και αν για τις πράξεις αυτές εισπράττουν τέλη ή οποιαδήποτε άλλη αντιπαροχή, άπαξ η μη υπαγωγή τους στον φόρο δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.»

17. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου αυτού αντιστοιχεί, κατ' ουσίαν, στη διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το παράρτημα Δ της έκτης οδηγίας.

18. Η τελευταία παράγραφος του άρθρου 2 είναι η παράγραφος 4, η οποία ορίζει τα εξής:

«ρος εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ο υπουργός οικονομικών και προγραμματισμού ορίζει, κατά περίπτωση, τις δραστηριότητες που δύνανται να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ή που ασκούνται σε αμελητέο βαθμό.»

19. Νομική βάση της φορολογήσεως αποτελεί το άρθρο 9, παράγραφος 30, στοιχείο β_, του Código do IVA, που ορίζει τα εξής:

«Απαλλάσσεται φόρου: [...] η μίσθωση ακινήτων. Η απαλλαγή αυτή δεν καταλαμβάνει τη μίσθωση χώρων για τη συλλογική, στεγασμένη ή υπαίθρια, στάθμευση οχημάτων.»

V - Η άποψή μου επί της υποθέσεως

Επί του πρώτου ερωτήματος (Αποτελεί η εκ μέρους ενός δήμου διάθεση χώρων σταθμεύσεως οχημάτων δραστηριότητα που εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας; - Άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας)

Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

20. Κατά τη φορολογική αρχή, η CMP συμπεριφέρεται, έστω και αν αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου, όπως όλοι οι άλλοι επιχειρηματίες. Η εγκατάσταση παρκομέτρων και η είσπραξη συγκεκριμένων ποσών για τη στάθμευση δεν εντάσσεται πλέον στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, οπότε η δραστηριότητα αυτή υπόκειται στον φόρο προστιθέμενης αξίας.

21. Για τους περαιτέρω ισχυρισμούς των διαδίκων γίνεται παραπομπή στα σημεία 6 έως 8 που αφορούν τη διαδικασία στα πλαίσια της διαφοράς της κύριας δίκης.

22. Η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο δήμος εκμεταλλεύεται τους χώρους σταθμεύσεως στα πλαίσια της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας, στο μέτρο που χρησιμοποιεί συναφώς τα παραδοσιακά μέσα της διοικήσεως (φορολογικό δίκαιο, εποπτεία με όργανα της δημόσιας ασφάλειας, κυριαρχικός καθορισμός των όρων χρήσεως) και στο μέτρο που ασκεί τη δραστηριότητα αυτή για την ικανοποίηση του γενικού συμφέροντος, εφόσον η δραστηριότητα αποσκοπεί στη ρύθμιση της κυκλοφορίας και στη διαχείριση των χώρων σταθμεύσεως. άντως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί ως προς το ζήτημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο.

23. Η ορτογαλική Κυβέρνηση προτείνει να ερμηνευθεί το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας κατά τρόπον ώστε να έχει εφαρμογή στη μίσθωση χώρων σταθμεύσεως επί των οδών και σε περιφραγμένους χώρους σταθμεύσεως, όταν η μίσθωση αυτή πραγματοποιείται απευθείας με άσκηση δημόσιας εξουσίας και δεν συνεπάγεται σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού.

24. Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, στην απάντησή τους, διακρίνουν ανάλογα με το είδος των δυνατοτήτων σταθμεύσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, αποκλείει από τη φορολογική απαλλαγή τις δραστηριότητες τις οποίες ασκεί δημόσιος οργανισμός όχι ως φορέας δημοσίου δικαίου, αλλά ως φορέας ιδιωτικού δικαίου. Οι εν λόγω δύο δραστηριότητες πρέπει να διακρίνονται μεταξύ τους βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται, βάσει των κριτηρίων που διαμόρφωσε το Δικαστήριο, ότι η εκμετάλλευση παρκομέτρων ή αυτομάτων εκδοτηρίων εισιτηρίων σταθμεύσεως αποτελεί δραστηριότητα που συνιστά εκδήλωση δημοσίας εξουσίας, εφόσον πρόκειται για μέτρο δημοσίας τάξεως που αποσκοπεί στη ρύθμιση της κυκλοφορίας. Εντούτοις, η δραστηριότητα αυτή αποτελεί οικονομική δραστηριότητα όταν δεν επιδιώκει τον σκοπό αυτόν, έστω και εάν πρόκειται για δυνατότητες σταθμεύσεως σε δημόσιους χώρους.

25. Όσον αφορά τα παρκόμετρα επί των δημοσίων οδών, η Επιτροπή φρονεί ότι πρόκειται για δραστηριότητα στο πλαίσιο της ασκήσεως της δημοσίας εξουσίας, ενώ κατατάσσει τη μίσθωση χώρων σταθμεύσεως, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των χώρων στους οποίους αυτοί ανευρίσκονται, στη γενική οικονομική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, θεωρεί ότι ο δημόσιος οργανισμός υπόκειται στη γενική φορολογική υποχρέωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας περί ΦΑ.

Εκτίμηση

26. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο ακόμη και όταν προβαίνουν σε παροχές και επ' ευκαιρία των παροχών αυτών εισπράττουν αντιπαροχή υπό μορφή δημοσίων τελών και, επομένως, ασκούν «οικονομικές δραστηριότητες» υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2 . Η διάταξη αυτή συνιστά, επομένως, εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, κατά την οποία θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο οποιοσδήποτε ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

27. Κατά παγία νομολογία , για να εφαρμοστεί ο κανόνας της απαλλαγής πρέπει, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, να πληρούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, δηλαδή οι δραστηριότητες να ασκούνται από οργανισμό δημοσίου δικαίου και να αποτελούν εκδήλωση δημοσίας εξουσίας.

28. Η πρώτη προϋπόθεση πληρούται, εφόσον η CMP ασκεί η ίδια τις δραστηριότητες ως δήμος.

29. Επί του ζητήματος εάν υφίσταται δραστηριότητα η οποία ασκείται ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας, το Δικαστήριο τόνισε ότι, «προκειμένου να προσδιοριστεί η έννοια της δεύτερης προϋποθέσεως, δεν μπορεί να ληφθεί ως βάση [...] το αντικείμενο ή ο σκοπός της δραστηριότητας του οργανισμού δημοσίου δικαίου, επειδή τα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπόψη σε άλλες διατάξεις της οδηγίας και προς άλλους σκοπούς» .

30. ρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι πολλές δραστηριότητες που αποτελούσαν αρχικώς εκδήλωση της δημοσίας εξουσίας ασκούνται εν τω μεταξύ από ιδιώτες και, κατά συνέπεια, δεν είναι πρόσφορος ο ορισμός που στηρίζεται μόνο στο αντικείμενο της δραστηριότητας.

31. Όταν η CMP ισχυρίζεται ότι η εγκατάσταση παρκομέτρων και η εκμετάλλευση χώρων σταθμεύσεως είναι δραστηριότητα που εμπίπτει στη δημόσια πολιτική μεταφορών και, κατά συνέπεια, αποτελεί εκδήλωση της δημοσίας εξουσίας, το επιχείρημα αυτό δεν αρκεί αφ' εαυτού και δεν είναι καθοριστικό κατά τη νομολογία.

32. Το Δικαστήριο χαρακτηρίζει μια δραστηριότητα ως «δραστηριότητα που ασκείται ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας» με κριτήριο τον τρόπο της ασκήσεώς της και διαπιστώνει συναφώς τα εξής: «Από την ανάλυση του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στο πλαίσιο του συστήματος της οδηγίας προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της εκτάσεως της απαλλαγής των οργανισμών δημοσίου δικαίου από τον φόρο γίνεται με βάση τον τρόπο ασκήσεως των δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, κατά το μέτρο που η διάταξη αυτή εξαρτά τη μη επιβολή του φόρου επί των οργανισμών δημοσίου δικαίου από την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οργανισμοί ενεργούν ως "δημοσία εξουσία", δεν απαλλάσσει από τον φόρο τις δραστηριότητες που ασκούν οι οργανισμοί όχι ως φορείς δημοσίου δικαίου, αλλά ως φορείς ιδιωτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το μόνο κριτήριο που καθιστά δυνατή την ασφαλή διάκριση των δύο αυτών κατηγοριών δραστηριοτήτων είναι το κατά το εθνικό δίκαιο εφαρμοστέο νομικό καθεστώς» .

33. Κατά τη νομολογία αυτή, το καθοριστικό χαρακτηριστικό είναι το εξωτερικό (νομικό) πλαίσιο της δραστηριότητας. Μόνον το κριτήριο του εν λόγω τρόπου ασκήσεως της δραστηριότητας οδηγεί, κατά το Δικαστήριο, σε ασφαλή διάκριση μεταξύ υποκειμένων στον φόρο οικονομικών δραστηριοτήτων και δραστηριοτήτων τις οποίες οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ασκούν ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας.

34. άντως, από την εφαρμογή του κριτηρίου της κατηγορίας του νομικού καθεστώτος δεν μπορεί αντιστρόφως να συναχθεί ότι, μέσω μιας ρυθμίσεως δημοσίου δικαίου, κάθε δραστηριότητα, επομένως και μία καθαρώς οικονομική δραστηριότητα, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας. Εάν αυτό ίσχυε, θα ήταν περιττή η διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, κατά την οποία τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως δραστηριότητες δημοσίας αρχής τις δραστηριότητες που απαλλάσσονται του φόρου δυνάμει του άρθρου 13 - πρόκειται κατ' εξοχήν για δραστηριότητες οι οποίες εξυπηρετούν το κοινό καλό ή (όπως η εκμίσθωση κατοικιών) εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον. Αλλά και η διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, θα στερούνταν λογικής συνέπειας, διότι υποβάλλει, αντιστρόφως, συγκεκριμένες - μεταξύ άλλων ασκούμενες και στα πλαίσια της δημόσιας εξουσίας - δραστηριότητες στον ΦΑ.

35. Για τον καθορισμό μιας δραστηριότητας ως εκδηλώσεως δημοσίας εξουσίας, σημασία έχουν, επομένως, και - προς επίρρωση του γεγονότος ότι η δραστηριότητα ασκείται από φορέα δημοσίου δικαίου - το γενικό πλαίσιο και οι τρόποι ασκήσεως της δραστηριότητας (βλ. σημείο 32 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

36. Όπως εκθέτει περαιτέρω το Δικαστήριο, «[...] οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, ασκούν δραστηριότητες "ως δημοσία εξουσία", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν τις ασκούν στο πλαίσιο του ιδιαίτερου νομικού τους καθεστώτος. Αντίθετα, όταν ενεργούν υπό τους ίδιους νομικούς όρους όπως και οι ιδιωτικοί φορείς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούν δραστηριότητες "ως δημοσία εξουσία" [...]» .

37. Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου ασκεί δραστηριότητα ως δημόσια αρχή εφόσον, κατά το δίκαιο που ισχύει στην περίπτωσή του, ενεργεί ως φορέας δημοσίου δικαίου. Κατά συνέπεια, καθοριστική σημασία έχει το εθνικό δίκαιο, το οποίο ορίζει εάν η δραστηριότητα που πρόκειται να χαρακτηρισθεί πρέπει να θεωρηθεί ως εφαρμογή του δημοσίου διοικητικού δικαίου ή ως ιδιωτικό δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους επιχειρηματίες.

38. Όταν ο εθνικός νομοθέτης χαρακτηρίζει ορισμένες δραστηριότητες των δήμων ως «διοικητικά καθήκοντα» , τούτο μπορεί να αποτελέσει ένδειξη περί του ότι οι εν λόγω δραστηριότητες υπόκεινται σε καθεστώς δημοσίου δικαίου. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου , στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να χαρακτηρίσει την οικεία δραστηριότητα βάσει του κριτηρίου το οποίο ερμηνευτικώς συνάγει το Δικαστήριο. ρος τούτο πρέπει να εκτιμήσει όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

39. Κατά συνέπεια, η απάντηση στο ερώτημα εάν η μίσθωση χώρων σταθμεύσεως οχημάτων συνιστά δραστηριότητα την οποία η CMP ασκεί ως δημόσια αρχή δεν εξαρτάται από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χρησιμοποιουμένων χώρων, κυρίως εφόσον οι όροι σταθμεύσεως σε χωριστές θέσεις είναι οι ίδιοι με τους όρους σταθμεύσεως σε χώρους που φέρουν παρκόμετρα ή αυτόματες μηχανές εκδόσεως εισιτηρίων σταθμεύσεως κατά μήκος των δημοσίων οδών.

40. Όταν η CMP εκμεταλλεύεται παρκόμετρα επί των δημοσίων οδών και χώρους σταθμεύσεως σε οικόπεδα της δημόσιας ή της ιδιωτικής περιουσίας του δήμου ή σε οικόπεδα ανήκοντα σε ιδιώτες, σημασία για τον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων ως «δραστηριοτήτων που ασκούνται ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας» έχει μόνον το ζήτημα εάν η CMP ασκεί τις δραστηριότητες αυτές ως φορέας δημοσίου δικαίου σύμφωνα με το δημόσιο διοικητικό δίκαιο που έχει εφαρμογή σ' αυτήν και όχι κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.

41. Σημασία έχουν συναφώς οι νομικές προϋποθέσεις ασκήσεως της δραστηριότητας, οπότε οι πραγματικές περιστάσεις μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ληφθούν υπόψη ως ένδειξη για τον χαρακτηρισμό της βασικής νομικής σχέσεως.

42. Κατά συνέπεια, ως πρόσθετη ένδειξη μπορεί να έχει σημασία το εάν οι κανόνες σταθμεύσεως εξυπηρετούν τη διαχείριση του χώρου σταθμεύσεως και τη ρύθμιση της κυκλοφορίας ή μόνον τη στάθμευση οχημάτων, εάν οι χώροι σταθμεύσεως διακρίνονται ανάλογα με το εάν πρόκειται για χώρους σταθμεύσεως σύντομης διάρκειας της οποίας δεν χωρεί υπέρβαση ή χώρους σταθμεύσεως μακράς διαρκείας η οποία καθορίζεται ελεύθερα, ή εάν πρόκειται για χώρους σταθμεύσεως μακράς διαρκείας και εάν το αντάλλαγμα για τη χρήση του χώρου σταθμεύσεως υπολογίζεται με παρκόμετρο, εισιτήριο μικρής διάρκειας ή κάρτα μακράς διαρκείας. εραιτέρω, μπορεί να έχει σημασία το κατά πόσον οι χώροι σταθμεύσεως είναι φυλασσόμενοι ή όχι και το εάν για την υπέρβαση του επιτρεπομένου χρόνου σταθμεύσεως επιβάλλεται πρόστιμο ή προβλέπεται απλώς πρόσθετη πληρωμή ή συμβατική ποινική ρήτρα (κατά το αστικό δίκαιο).

43. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η CMP ασκεί δραστηριότητα που αποτελεί εκδήλωση δημόσιας εξουσίας, στο μέτρο που η εκμετάλλευση των παρκομέτρων και η εκμετάλλευση των χώρων σταθμεύσεως - ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος - πραγματοποιείται στα πλαίσια του δικαίου που ισχύει ειδικά για τη CMP και η CMP ενεργεί ως υποκείμενο του δημοσίου δικαίου. Το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, το οποίο, σε περίπτωση σοβαρών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, προβλέπει τη φορολογική υποχρέωση ως εξαίρεση της εξαιρέσεως, αρκεί ως αντιστάθμισμα υπέρ των ιδιωτών.

44. Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εκ μέρους δήμων ή οργανισμών δημοσίου δικαίου διάθεση χώρων, που προορίζονται για τη στάθμευση οχημάτων (τόσο χώρων επί των οδών όσο και περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως), εμπίπτει στην έκφραση «δραστηριότητες ή πράξεις τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία», εφόσον αυτοί ασκούν τις δραστηριότητες οι ίδιοι και σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει ειδικά γι' αυτούς - ως υποκείμενα δημοσίου δικαίου -, οπότε, στην περίπτωση αυτή, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χώρων σταθμεύσεως είναι άνευ σημασίας. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αξιολογήσει την επίδικη δραστηριότητα βάσει του κριτηρίου αυτού και των τρόπων ασκήσεως της δραστηριότητας.

Επί του δευτέρου ερωτήματος (μπορεί ο Υπουργός Οικονομικών να ορίζει σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει σημαντική στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού - Άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας)

Ισχυρισμοί των διαδίκων

45. Η Γερμανική και η ορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι στα κατ' ιδίαν κράτη μέλη εναπόκειται, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους στόχους της έκτης οδηγίας, να καθορίσουν σε ποιες περιπτώσεις η μη υπαγωγή οργανισμών δημοσίου δικαίου στον φόρο οδηγεί σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού.

46. Η ορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση «σημαντικών στρεβλώσεων των όρων του ανταγωνισμού», που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, θα μπορούσε νομίμως να γίνει και από τον Υπουργό Οικονομικών. Τούτο δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, διότι, κατά το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249 ΕΚ), η οδηγία δεσμεύει μόνον όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όχι όμως και όσον αφορά τον τύπο και τα μέσα τα οποία θα εφαρμόσουν τα κράτη μέλη για την επίτευξη του αποτελέσματος.

47. Η Επιτροπή παραπέμπει στην έννοια και στον σκοπό της έκτης οδηγίας καθώς και στην ανάγκη ενιαίας ερμηνείας των διατάξεών της. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να οριστεί με απλή διοικητική πράξη ποια δραστηριότητα πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

Εκτίμηση

48. Το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, εισάγει, με τη σειρά του, εξαίρεση από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας και επιστρέφει, κατά συνέπεια, στον γενικό κανόνα της υπαγωγής στον φόρο. Στην περίπτωση αυτή, στον φόρο υπόκεινται και οργανισμοί δημοσίου δικαίου, στο μέτρο που με τη μη υπαγωγή στον φόρο αποκτούν πλεονέκτημα το οποίο θα προκαλούσε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού και θα έθιγε τους ανταγωνιστές.

49. Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς «[...] ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να φορολογούν τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και τις δραστηριότητες τις οποίες οι οργανισμοί αυτοί ασκούν ως δημοσία εξουσία, όταν οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να ασκούνται και από ιδιώτες, υπό καθεστώς ανταγωνισμού προς αυτούς, εφόσον η μη επιβολή του φόρου μπορεί να έχει ως συνέπεια σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμούΧ δεν υποχρεούνται όμως να μεταφέρουν κατά γράμμα το κριτήριο αυτό στο εθνικό τους δίκαιο ούτε να καθορίσουν ποσοτικά όρια για τη μη επιβολή του φόρου» .

50. Όταν το Δικαστήριο εκθέτει ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να μεταφέρουν κατά γράμμα το κριτήριο αυτό στο εθνικό τους δίκαιο, εννοεί το κριτήριο των σημαντικών στρεβλώσεων των όρων του ανταγωνισμού. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέξουν οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή να καθορίσουν ένα γενικό ποσοτικό όριο, το οποίο δεν συνδέεται με τη συγκεκριμένη περίπτωση - σύμφωνα, για παράδειγμα, με το ειδικό καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων με ορισμένο ετήσιο κύκλο εργασιών - για να υπαγάγουν στον φόρο τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, εάν η μη υπαγωγή των οργανισμών δημοσίου δικαίου στον φόρο θα μπορούσε να καταλήξει στην προβλεπόμενη από την οδηγία περίπτωση των σημαντικών στρεβλώσεων των όρων του ανταγωνισμού.

51. Όπως, όμως, προκύπτει από το γράμμα της οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να υπαγάγουν τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου χωρίς εξαίρεση στον φόρο, εάν η μη υπαγωγή στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού, χωρίς να έχει σημασία η νομική μορφή υπό την οποία τα κράτη μέλη μεταφέρουν το κριτήριο αυτό στο εσωτερικό δίκαιο.

52. Η οδηγία δεν περιέχει καμία ρητή διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα αναθέσεως στον Υπουργό Οικονομικών της εξουσίας να προσδιορίζει σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο των σημαντικών στρεβλώσεων των όρων του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας.

53. Εντούτοις, κατά το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, πρέπει να θεωρηθεί ότι η υπαγωγή των οργανισμών δημοσίου δικαίου στον φόρο πραγματοποιείται όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που υποδηλώνουν σημαντική στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού, χωρίς να είναι προς τον σκοπό αυτόν αναγκαία δήλωση συστατικού χαρακτήρα του Υπουργού Οικονομικών.

54. Ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία είναι η εναρμόνιση των διατάξεων στον τομέα του ΦΑ, η μη επιβάρυνση με ΦΑ των οργανισμών δημοσίου δικαίου χωρίς σοβαρό λόγο για δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο της δημόσιας εξουσίας και η εξασφάλιση της φορολογικής ουδετερότητας του ΦΑ .

55. Για να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της οδηγίας, πρέπει να είναι βέβαιον ότι οι οικονομικές περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σοβαρή στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού αξιολογούνται κατά τρόπο ενιαίο. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η απάντηση στο ερώτημα πότε υφίσταται σοβαρή στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτηθεί από απόφαση της εθνικής διοικήσεως, στο μέτρο που αυτή είναι δεσμευτική και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

56. Το Δικαστήριο διαπίστωσε συναφώς ότι «[...] ο περιορισμός αυτός του κανόνα της μη επιβολής φόρου έχει απλώς χαρακτήρα ενδεχομένου και, μολονότι η εφαρμογή του προϋποθέτει εκτίμηση οικονομικών περιστάσεων, η εκτίμηση αυτή δεν εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου» .

57. Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής στρεβλώσεως των όρων του ανταγωνισμού. Από τη νομολογία αυτή συνάγεται - ως επιχείρημα εξ αντιδιαστολής - ότι η οδηγία απαγορεύει στα κράτη μέλη να αναθέτουν στα διοικητικά όργανα την αρμοδιότητα να προσδιορίζουν δεσμευτικά σε ποιες περιπτώσεις υφίστανται σοβαρές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας.

58. Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει εάν υφίσταται σχετική, από απόψεως ανταγωνισμού, αγορά για τις εν λόγω δραστηριότητες ή παροχές υπηρεσιών, δηλαδή εάν τις δραστηριότητες αυτές προσφέρουν και ιδιώτες. Στην περίπτωση της μισθώσεως χώρων σταθμεύσεως οχημάτων, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει εάν η εκμετάλλευση χώρων σταθμεύσεως με παρκόμετρα και η μίσθωση περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως συνιστούν μία ενιαία αγορά ή δύο χωριστές αγορές. Έχει σημασία συναφώς το ζήτημα εάν ισχύουν ενιαίες τιμές ή εάν υπάρχουν διαφορές στην τιμή μεταξύ των παρκομέτρων ή των αυτόματων μηχανών εκδόσεως εισιτηρίων σταθμεύσεως και των περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως. εραιτέρω, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει εάν, στην περίπτωση των περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως, η αγορά των χώρων σταθμεύσεως μικρής διάρκειας διαφέρει από την αγορά των χώρων σταθμεύσεως μακράς διαρκείας ή εάν πρόκειται για ενιαία αγορά από απόψεως ανταγωνισμού.

59. Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό ο εθνικός νόμος ο οποίος εξουσιοδοτεί τον υπουργό οικονομικών να ορίζει δεσμευτικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίστανται σοβαρές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο.

Επί του τρίτου ερωτήματος (Υποχρεούται ο εθνικός δικαστής, λόγω της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, να εφαρμόσει διάταξη η οποία είναι μεν σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο, πλην όμως αντίθετη προς το Σύνταγμα;)

Ισχυρισμοί των διαδίκων

60. Η φορολογική αρχή και η ορτογαλική Κυβέρνηση θεωρούν ότι δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, δεδομένου ότι δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ της οδηγίας και του πορτογαλικού Συντάγματος.

61. Δεδομένου ότι η έκτη οδηγία δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεταβιβάσουν σε υπουργό την αρμοδιότητα να διευκρινίζει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την έννοια των σημαντικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, δεν ανακύπτει στην υπό κρίση περίπτωση - κατά την Επιτροπή - το ζήτημα ενδεχόμενης συγκρούσεως μεταξύ της έκτης οδηγίας και του συντάγματος.

Εκτίμηση

62. Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε προφανώς το ερώτημα αυτό μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η εθνική διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 4, του πορτογαλικού νόμου περί ΦΑ, η οποία εξουσιοδοτεί τον Υπουργό Οικονομικών να καθορίζει ποιες δραστηριότητες ενδέχεται να προκαλέσουν στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού, θα ήταν σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο.

63. Όμως, ο εθνικός νόμος περί ΦΑ δεν συνάδει ως προς το σημείο αυτό με το κοινοτικό δίκαιο, οπότε δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ του κοινοτικού δικαίου και του συντάγματος.

64. Επομένως, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, παρέλκει εν προκειμένω η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Επί του τέταρτου ερωτήματος (Θεωρούνται οπωσδήποτε οι δημόσιες αρχές ως υποκείμενες σε φόρο, άπαξ οι δραστηριότητες τις οποίες ασκούν δεν είναι αμελητέες, ή υπόκεινται σε φόρο μόνον ως προς τις απαριθμούμενες στο παράρτημα Δ δραστηριότητες, εφόσον αυτές δεν είναι αμελητέες; - Άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας)

Ισχυρισμοί των διαδίκων

65. Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα - χωρίς όμως να υποχρεούνται να κάνουν χρήση αυτής - να εξαιρούν από την υποχρεωτική φορολόγηση τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ, κατά το μέτρο που οι δραστηριότητες αυτές είναι αμελητέες.

66. Η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο όρος «αμελητέος» αφορά μόνον τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ και έχει εφαρμογή μόνο στο πλαίσιο αυτό.

67. Η ορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι απαριθμούμενες στο παράρτημα Δ δραστηριότητες υπόκεινται εν πάση περιπτώσει σε ΦΑ, χωρίς η απαρίθμηση αυτή να είναι εξαντλητική.

68. Η Επιτροπή δίδει στο ερώτημα αυτό ως απάντηση ότι οι αρχές πρέπει, κατ' αρχήν, να θεωρηθούν ως υποκείμενες στον φόρο για τις οικονομικές τους δραστηριότητες, έστω και εάν οι δραστηριότητες αυτές δεν απαριθμούνται στο παράρτημα Δ, εκτός εάν οι εν λόγω δραστηριότητες είναι αμελητέες, πράγμα όμως το οποίο δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων χρηματικών ποσών.

Εκτίμηση

69. Το άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο εξαιρεί, με τη σειρά του, τις απαριθμούμενες στο παράρτημα Δ δραστηριότητες από την εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο. Βάσει της διατάξεως αυτής, στο μέτρο που δεν πρόκειται μόνο για αμελητέες δραστηριότητες, ισχύει εκ νέου ο γενικός κανόνας του άρθρου 4, παράγραφος 1, ο οποίος συνεπάγεται την υποχρεωτική φορολόγηση. Αυτό δικαιολογείται, διότι οι απαριθμούμενες στο παράρτημα Δ δραστηριότητες αποτελούν δραστηριότητες για τις οποίες το οικονομικό όφελος είναι ουσιώδες και προφανές .

70. Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς τα εξής: «[...] το τρίτο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 4, έχει δηλαδή ως σκοπό να εξασφαλισθεί ότι ορισμένες κατηγορίες οικονομικών δραστηριοτήτων, των οποίων η σπουδαιότητα οφείλεται στο αντικείμενό τους, δεν θα απαλλάσσονται από τον ΦΑ για τον λόγο ότι τις δραστηριότητες αυτές τις ασκούν οργανισμοί δημοσίου δικαίου ως δημοσία εξουσία» .

71. Ακόμη και εάν η διάταξη αυτή συνιστά, στην πραγματικότητα, επιστροφή στον κανόνα, αποτελεί, από νομικής απόψεως, εξαίρεση από τις εξαιρέσεις και, ως τοιαύτη, πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά.

72. Κατά συνέπεια, η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε δραστηριότητες οι οποίες δεν απαριθμούνται στο παράρτημα Δ. Από κανένα στοιχείο του καταλόγου του παραρτήματος Δ δεν συνάγεται ότι πρόκειται για ενδεικτική απλώς απαρίθμηση. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαρίθμηση είναι εξαντλητική. Δεν μπορεί να διευρυνθεί από τα κράτη μέλη.

73. Βεβαίως, από τη διατύπωση «Οπωσδήποτε, οι προαναφερθέντες οργανισμοί θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο [...]» θα μπορούσε να συναχθεί ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις εκτός από αυτές που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ. άντως, ο όρος «οπωσδήποτε» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια και μόνον ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται στον ΦΑ και όταν ασκούνται από τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας.

74. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, «[...] οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας, προκειμένου να αντιτάσσονται στην εφαρμογή των εθνικών διατάξεων που προβλέπουν τη φορολόγησή τους για δραστηριότητες μη περιλαμβανόμενες στο παράρτημα Δ της έκτης οδηγίας, τις οποίες ασκούν ως δημοσία εξουσία και των οποίων η μη φορολόγηση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού» .

75. Επομένως, η νομολογία αποκλείει τη δυνατότητα διευρύνσεως του καταλόγου του παραρτήματος Δ, εφόσον οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου μπορούν να αντιταχθούν στην εν λόγω αδικαιολόγητη διεύρυνση εκ μέρους των κρατών μελών.

76. Οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου πρέπει να θεωρηθούν ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες του παραρτήματος Δ, εάν οι δραστηριότητες αυτές δεν είναι αμελητέες. Για τις δραστηριότητες οι οποίες δεν απαριθμούνται στο παράρτημα Δ, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου υπόκεινται στον φόρο κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, μόνον εάν η μη υπαγωγή στον φόρο θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού.

77. Όπως προαναφέρθηκε, τούτο ισχύει μόνο για τις δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας. Για τις λοιπές, καθαρώς οικονομικές δραστηριότητες, θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο και οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου.

78. Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

Οι δήμοι και οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται κατ' ανάγκη ως υποκείμενοι στον φόρο για τις μη αμελητέες δραστηριότητες τις οποίες ασκούν, αλλά μόνο για δραστηριότητες ή πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ, στο μέτρο που οι εν λόγω ασκούμενες, ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας, δραστηριότητες δεν είναι αμελητέες.

Επί του πέμπτου ερωτήματος (Μπορεί ο Υπουργός Οικονομικών να ορίζει τις περιπτώσεις των δραστηριοτήτων των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα; - Άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας)

Ισχυρισμοί των διαδίκων

79. Η φορολογική αρχή και η ορτογαλική Κυβέρνηση θεωρούν ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να καθορίσει τις δραστηριότητες των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα, δεδομένου ότι η οδηγία δεν περιέχει καμία αντίθετη διάταξη.

Εκτίμηση

80. Το ερώτημα αυτό είναι πράγματι άνευ σημασίας για την υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι ο περιορισμός στις δραστηριότητες οι οποίες «δεν είναι αμελητέες» αφορά, σύμφωνα με το γράμμα της διατάξεως, μόνο τις δραστηριότητες του παραρτήματος Δ. Εν προκειμένω, όμως, δεν υφίσταται τέτοια δραστηριότητα.

81. Με την ανάθεση στον Υπουργό Οικονομικών της εξουσίας καθορισμού των δραστηριοτήτων των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα, η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας εξαρτάται από την απόφαση της εθνικής διοικήσεως.

82. Η οδηγία δεν απονέμει ρητώς στα κράτη μέλη το δικαίωμα να αναθέσουν στον Υπουργό Οικονομικών να προσδιορίζει τις δραστηριότητες των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα.

83. Αν και η οδηγία παρέχει την ευχέρεια εξαιρέσεως των δραστηριοτήτων που είναι αμελητέες από την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, το κράτος μέλος δεν υποχρεούται, αντιθέτως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου , να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέξουν την υπαγωγή των δραστηριοτήτων αυτών στον ΦΑ, παρά το γεγονός ότι η άσκησή τους είναι αμελητέα.

84. Είναι αντίθετη προς τον σκοπό εξασφαλίσεως της ενιαίας εφαρμογής της οδηγίας και του καθορισμού των δραστηριοτήτων που θεμελιώνουν υποχρεωτική φορολόγηση των οργανισμών δημοσίου δικαίου και, επομένως, προς τον σκοπό επιτεύξεως εναρμονίσεως του ΦΑ, καθώς και προς το γράμμα της διατάξεως, η οποία δεν προβλέπει εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Οικονομικών να προσδιορίζει δεσμευτικά, κατά περίπτωση, τις δραστηριότητες των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα, εθνική διάταξη με το περιεχόμενο αυτό και υπό το πρίσμα του άρθρου 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ.

85. Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξασφαλίσει την ενιαία εφαρμογή της οδηγίας, προσδιορίζοντας, κατά περίπτωση, τις δραστηριότητες των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα.

86. Επομένως, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αντιβαίνει προς το άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας εθνικός νόμος ο οποίος εξουσιοδοτεί τον Υπουργό Οικονομικών να προσδιορίζει δεσμευτικά, κατά περίπτωση, τις δραστηριότητες των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο.

Επί του έκτου ερωτήματος (Δύναται ένα κράτος μέλος να θεωρεί και τις μη απαλλασσόμενες από τον φόρο δραστηριότητες του άρθρου 13, Β, στοιχείο β_, σημείο 2, ως δραστηριότητες δημοσίας αρχής; - Άρθρο 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας)

Ισχυρισμοί των διαδίκων

87. Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η μίσθωση χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων δεν αποτελεί δραστηριότητα για την οποία ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου μπορεί να θεωρηθεί ως μη υποκείμενος στον φόρο, εφόσον η δραστηριότητα αυτή εξαιρείται ρητώς, με το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, σημείο 2, από τις απαλλασσόμενες από τον φόρο δραστηριότητες.

88. Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεωρούν τη δραστηριότητα οργανισμού υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, η οποία εξαιρείται από το φοροαπαλλαγή κατά το άρθρο 13, ως δραστηριότητα δημοσίας αρχής.

89. Η ορτογαλική Κυβέρνηση φρονεί ότι επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ της εξετάσεως της υποχρεωτικής φορολογήσεως, αφενός, και της φοροαπαλλαγής, αφετέρου. Αν και το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, σημείο 2, προβλέπει εξαίρεση από την φοροαπαλλαγή της μισθώσεως, τούτο δεν έχει καμία συνέπεια για την εφαρμογή του κριτηρίου της μης υπαγωγής στον φόρο κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, το οποίο αφορά τον υποκείμενο στον φόρο.

90. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, εφόσον η μίσθωση χώρων για τη στάθμευση οχημάτων υπόκειται στον φόρο κατά το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, σημείο 2, τούτο σημαίνει ότι πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΑ και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δραστηριότητα δημοσίας αρχής.

Εκτίμηση

91. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως δραστηριότητες δημοσίας αρχής τις δραστηριότητες των οργανισμών δημοσίου δικαίου που απαλλάσσονται του φόρου δυνάμει των άρθρων 13 και 28.

92. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 13, Β, στοιχείο β_, σημείο 2, η «μίσθωση χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων» δεν απαλλάσσεται από τον φόρο. Επειδή όμως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, μόνο μη υποκείμενες στον φόρο δραστηριότητες μπορούν να θεωρηθούν ως δραστηριότητες δημοσίας αρχής, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η διάθεση χώρων σταθμεύσεως δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ως δραστηριότητα δημοσίας αρχής. Η άποψη, όμως, αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Αν και η μίσθωση χώρων σταθμεύσεως είναι όντως δραστηριότητα την οποία ασκεί ο οργανισμός δημοσίου δικαίου ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας, δεν υφίσταται φορολογική υποχρέωση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο· κατά συνέπεια, δεν είναι ανάγκη να θεωρηθεί ως δραστηριότητα δημοσίας αρχής υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο.

93. Επιπλέον, το άρθρο 13, B, στοιχείο β_, σημείο 2, δεν περιέχει καμία διάταξη που να αποκλείει εντελώς τη δυνατότητα να είναι η μίσθωση χώρων σταθμεύσεως οχημάτων δραστηριότητα αποτελούσα εκδήλωση δημοσίας εξουσίας. Μια τέτοια διάταξη θα ήταν ασυμβίβαστη προς την οικονομία των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, και προς τις διάφορες εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 5.

94. Κατά συνέπεια, ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου μπορεί, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, να ασκεί δραστηριότητα αποτελούσα εκδήλωση δημοσίας εξουσίας και, επομένως, να μην υπόκειται στον φόρο, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή (για τους ιδιώτες) δεν απαλλάσσεται του φόρου, αλλά εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 13, B, στοιχείο β_, σημείο 2 και, ως εκ τούτου, υπόκειται στον ΦΑ.

95. Επομένως, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση: αν η εκ μέρους του δήμου διάθεση χώρων σταθμεύσεως πρέπει να θεωρηθεί ως δραστηριότητα αποτελούσα εκδήλωση δημοσίας εξουσίας, ο δήμος δεν υπόκειται στον φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο. Το άρθρο 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο δεν ασκεί, στην περίπτωση αυτή, καμία επιρροή.

Επί του εβδόμου ερωτήματος (Δύναται ο εθνικός δικαστής να εφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο ακόμη και αν οι διάδικοι δεν το έχουν επικαλεστεί;)

Ισχυρισμοί των διαδίκων

96. Η φορολογική αρχή, η ορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια των κρατών μελών.

Εκτίμηση

97. Όπως ορθώς υποστηρίζουν η Επιτροπή και η ορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Fanzeda Pùblica, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Τούτο ισχύει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου , και στην περίπτωση κατά την οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν τις διατάξεις αυτές.

98. Η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και όχι στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Τούτο εξυπηρετεί την ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Το εθνικό δικαστήριο δύναται ή οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 234 ΕΚ), εφόσον υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα περί της ερμηνείας.

99. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «[...] η υποχρέωση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της συνεργασίας, η οποία έχει θεσπιστεί προς διασφάλιση της ορθής εφαρμογής και της ενιαίας ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου στο σύνολο των κρατών μελών, μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων, υπό την ιδιότητά τους ως δικαστηρίων που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, και του Δικαστηρίου [...]» .

100. Κατά συνέπεια, στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις της οδηγίας κατά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, έστω και αν οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν υπέβαλαν ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής. Η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου.

VI - ρόταση

101. Κατόπιν των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω να δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα οι ακόλουθες απαντήσεις:

«1) Η εκ μέρους δήμων ή οργανισμών δημοσίου δικαίου διάθεση χώρων, που προορίζονται για τη στάθμευση οχημάτων (τόσο χώρων επί των οδών όσο και περιφραγμένων χώρων σταθμεύσεως), εμπίπτει στην έκφραση "δραστηριότητες ή πράξεις τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία", εφόσον αυτοί ασκούν τις δραστηριότητες οι ίδιοι και σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει ειδικά γι' αυτούς - ως υποκείμενα δημοσίου δικαίου - οπότε, στην περίπτωση αυτή, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χώρων σταθμεύσεως είναι άνευ σημασίας. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αξιολογήσει την επίδικη δραστηριότητα βάσει του κριτηρίου αυτού και των τρόπων ασκήσεως της δραστηριότητας.

2) To άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους του κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνικός νόμος ο οποίος εξουσιοδοτεί τον Υπουργό Οικονομικών να ορίζει δεσμευτικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίστανται σοβαρές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο.

3) Οι δήμοι και οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται κατ' ανάγκη ως υποκείμενοι στον φόρο για τις μη αμελητέες δραστηριότητες τις οποίες ασκούν, αλλά μόνο για δραστηριότητες ή πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ, στο μέτρο που οι εν λόγω ασκούμενες ως εκδήλωση δημοσίας εξουσίας δραστηριότητες δεν είναι αμελητέες.

4) Το άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνικό νόμο ο οποίος εξουσιοδοτεί τον Υπουργό Οικονομικών να προσδιορίζει δεσμευτικά, κατά περίπτωση, τις δραστηριότητες των οποίων η άσκηση είναι αμελητέα, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο.

5) Αν η εκ μέρους του δήμου διάθεση χώρων σταθμεύσεως πρέπει να θεωρηθεί ως δραστηριότητα αποτελούσα εκδήλωση δημοσίας εξουσίας, ο δήμος δεν υπόκειται στον φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο. Το άρθρο 4, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο δεν ασκεί, στην περίπτωση αυτή, καμία επιρροή.

6) Το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις της οδηγίας κατά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, έστω και αν οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν υπέβαλαν ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής. Η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου.»