Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61999C0213

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 21ης Σεπτεμβρίου 2000. - José Teodoro de Andrade κατά Director da Alfândega de Leixões, παρισταμένου του: Ministério Público. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto - Πορτογαλία. - Θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοϕορία - Υπέρßαση της προθεσμίας για τον καθορισμό τελωνειακού προορισμού - Διαδικασία πωλήσεως ή επιßολής δασμού κατ' αξίαν. - Υπόθεση C-213/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-11083


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Το κύριο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση έγκειται στο αν συμβιβάζεται η προβλεπόμενη από την πορτογαλική νομοθεσία διαδικασία για τα εμπορεύματα ως προς τα οποία δεν τηρήθηκαν εμπροθέσμως οι αναγκαίες διατυπώσεις (στο εξής: διαδικασία εκπρόθεσμου εκτελωνισμού) με το κοινοτικό τελωνειακό δίκαιο και με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

ΙΙ - Νομικό πλαίσιο

2. Η κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία περιέχεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (στο εξής: τελωνειακός κώδικας ή κώδικας) .

3. Το άρθρο 4 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα, νοούνται ως:

[...]

5. Απόφαση: κάθε διοικητική πράξη που ανήκει στην τελωνειακή νομοθεσία και λαμβάνεται από τελωνειακή αρχή, ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση και παράγει έννομα αποτελέσματα για ένα ή περισσότερα καθορισμένα ή δυνάμενα να καθοριστούν πρόσωπα. (...)».

4. Το άρθρο 6, παράγραφος 3, ορίζει τα εξής:

«Οι αποφάσεις που λαμβάνονται γραπτώς και είτε απορρίπτουν τις αιτήσεις είτε έχουν αρνητικές συνέπειες για τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται αιτιολογούνται από τις τελωνειακές αρχές. Οι εν λόγω αποφάσεις πρέπει να αναφέρουν τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 243.»

5. Ο τίτλος ΙΙΙ του κώδικα, ο οποίος περιλαμβάνει τα άρθρα 37 έως 57, φέρει τον τίτλο «Διατάξεις που εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Koινότητας μέχρι να λάβουν τελωνειακό προορισμό» και το κεφάλαιο 4 αυτού αφορά την «υποχρέωση να δίδεται τελωνειακός προορισμός στα εμπορεύματα που προσκομίζονται στο τελωνείο». Το άρθρο 49 καθορίζει τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται για τη διασάφηση των εμπορευμάτων:

«1. Όταν τα εμπορεύματα αποτέλεσαν αντικείμενο συνοπτικής διασάφησης πρέπει να υποβληθούν σε διατυπώσεις προκειμένου να λάβουν τελωνειακό προορισμό μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:

α) 45 ημέρες από την ημερομηνία κατάθεσης της συνοπτικής διασάφησης για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται διά θαλάσσης·

β) 20 ημέρες από την ημερομηνία κατάθεσης της συνοπτικής διασάφησης για τα εμπορεύματα που φθάνουν με άλλον τρόπο εκτός από μεταφορά διά θαλάσσης.

2. Όταν το δικαιολογούν οι περιστάσεις, η τελωνειακή αρχή μπορεί να αποφασίσει τη σύντμηση ή να εγκρίνει την παράταση των προθεσμιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η παράταση δεν μπορεί, εντούτοις, να υπερβεί τις πραγματικές ανάγκες που δικαιολογούνται από τις περιστάσεις.»

6. Το κεφάλαιο 5 του τίτλου ΙΙΙ αφορά την «προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων». Το άρθρο 50 ορίζει την έννοια αυτή ως εξής: «μέχρις ότου λάβουν τελωνειακό προορισμό, τα εμπορεύματα που προσκομίζονται στο τελωνείο θεωρούνται, αμέσως μετά την προσκόμισή τους, ότι βρίσκονται στην τελωνειακή κατάσταση της προσωρινής εναπόθεσης». Το άρθρο 53 ορίζει τα εξής:

«1. Η τελωνειακή αρχή λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση κάθε απαραίτητο μέτρο, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης των εμπορευμάτων, προκειμένου να ρυθμιστεί η κατάσταση των εμπορευμάτων για τα οποία δεν έχουν ακόμα αρχίσει οι διατυπώσεις με σκοπό να δοθεί στα εμπορεύματα αυτά τελωνειακός προορισμός μέσα στις προθεσμίες που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 49.

2. Η τελωνειακή αρχή μπορεί να μεταφέρει τα εν λόγω εμπορεύματα, με την ευθύνη και τα έξοδα του προσώπου που τα κατέχει, σε ειδικό χώρο που βρίσκεται υπό την επιτήρησή της, έως ότου τακτοποιηθεί η κατάστασή τους.»

7. Ο τίτλος VIII, ο οποίος περιλαμβάνει τα άρθρα 243 έως 246, αφορά το δικαίωμα προσφυγής. Το άρθρο 243 ορίζει τα εξής:

«1. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων των τελωνειακών αρχών σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας οι οποίες το αφορούν άμεσα και ατομικά.

Έχει επίσης δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή το πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει σχετική αίτηση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή χωρίς όμως να επιτύχει την έκδοση απόφασης μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

Η προσφυγή πρέπει να ασκείται στο κράτος μέλος στο οποίο ελήφθη η απόφαση ή υπεβλήθη η αίτηση για την έκδοσή της.

2. Το δικαίωμα προσφυγής μπορεί να ασκηθεί:

α) σε πρώτο στάδιο, ενώπιον της τελωνειακής αρχής που ορίζεται για το σκοπό αυτό από τα κράτη μέλη·

β) σε δεύτερο στάδιο, ενώπιον μιας ανεξάρτητης αρχής η οποία μπορεί να είναι μία δικαστική αρχή ή ένα ισοδύναμο ειδικευμένο όργανο σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη.»

8. Ο τίτλος ΙΙ της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (στο εξής: έκτη οδηγία περί ΦΑ) ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Το άρθρο 2, μοναδική διάταξη του εν λόγω τίτλου, ορίζει τα εξής:

«Στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται:

1. οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν·

2. οι εισαγωγές αγαθών.»

9. Το άρθρο 4 της έκτης οδηγίας περί ΦΑ ορίζει την έννοια του υποκειμένου στον φόρο ως εξής:

«1. [...] οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μία από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού των αποτελεσμάτων της δραστηριότητος αυτής.

[...]

5. Τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις, τις οποίες πραγματοποιούν ως δημοσία εξουσία, έστω και αν, επ' ευκαιρία αυτών των δραστηριοτήτων ή πράξεων, εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις.

Εντούτοις, όταν πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες ή πράξεις, πρέπει να θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές κατά το μέτρο που η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού.

Οπωσδήποτε, οι προαναφερθέντες οργανισμοί θεωρούνται ως υποκείμενοι σε φόρο, ιδίως για τις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ και κατά το μέτρο που οι πράξεις αυτές δεν είναι αμελητέες.

[...]».

Το παράρτημα Δ περιλαμβάνει την «εναποθήκευση».

10. Στην ορτογαλική Δημοκρατία, η κατάσταση των μη εμπροθέσμως εκτελωνισθέντων εμπορευμάτων ρυθμίζεται από τα άρθρα 638 και 639 του Regulamento das Alfândegas (πορτογαλικού τελωνειακού κώδικα).

11. Κατά το άρθρο 638, τα εμπορεύματα πρέπει να τεθούν προς πώληση σε δημόσιο πλειστηριασμό, άπαξ παρέλθει η προθεσμία εκπληρώσεως όλων των εκ του νόμου υποχρεώσεων.

12. Το άρθρο 639 ορίζει ότι οι κύριοι των εμπορευμάτων αυτών μπορούν ακόμη να τα εκτελωνίσουν, εφόσον υποβάλουν σχετική αίτηση εντός εξαμήνου από την υπαγωγή του εμπορεύματος στο καθεστώς αναγκαστικού πλειστηριασμού. Τα εμπορεύματα που εκτελωνίζονται κατά τον τρόπο αυτόν υπόκεινται στην πληρωμή όλων των οφειλομένων επιβαρύνσεων και φόρων, προσαυξημένων κατά 5 % επί της αξίας τους (στο εξής: επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού ή, απλώς, επιβάρυνση).

13. Το άρθρο 675 ορίζει τα εξής:

«Το καθαρό προϊόν της δημοπρασίας διανέμεται κατά την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:

[...]

§ 2° ροκειμένου περί καθυστερουμένων εμπορευμάτων, ή υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 638, το καθαρό προϊόν της πωλήσεώς τους, μετά την αφαίρεση των κοινοτικών ιδίων πόρων, των εθνικών τελωνειακών δασμών και άλλων φορολογικών επιβαρύνσεων, κατατίθεται εις διαταγήν του Δημοσίου, για να καταλογισθεί ως έσοδο, εφόσον δεν απαιτηθεί εντός προθεσμίας ενός μηνός.»

14. Τέλος, το Δικαστήριο έχει ήδη δώσει απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα σχετικό με τον πορτογαλικό τελωνειακό κώδικα με την απόφαση Siesse . Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το Supremo Tribunal Administrativo και το Tribunal Constitucional της ορτογαλίας έκριναν ότι η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού συμβιβαζόταν με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου της οποίες διατύπωσε το Δικαστήριο.

ΙΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά και η δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

15. Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, ο J. T. de Andrade (στο εξής: προσφεύγων) εισήγαγε επτά παλέτες δερμάτων βοοειδών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου έφθασαν στις 11 Ιουνίου 1995. Ο προσφεύγων ζήτησε παράταση της προθεσμίας για τον καθορισμό τελωνειακού προορισμού των εμπορευμάτων. Το τελωνείο του χορήγησε παράταση 45 ημερών. Τα εμπορεύματα διασαφήθηκαν στο τελωνείο του Leixões στις 15 Σεπτεμβρίου 1995, προκειμένου να υπαχθούν στο καθεστώς τελωνειακής αποθηκεύσεως και τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και κατανάλωση ανά παρτίδες μεταξύ της 19ης Σεπτεμβρίου 1995 και της 2ας Ιανουαρίου 1996. Στις 9 Μα_ου 1996 το τελωνείο του Leixões κίνησε διαδικασία εκπρόθεσμου εκτελωνισμού για τα εμπορεύματα αυτά.

16. Κατά την έναρξη της διαδικασίας εκπρόθεσμου εκτελωνισμού, οι τελωνειακές αρχές ζήτησαν από τον προσφεύγοντα την καταβολή του ποσού των 905 483 πορτογαλικών εσκούδων (PTE), τελωνειακής οφειλής περιλαμβάνουσας 310 PTE για τέλος χαρτοσήμου, 773 652 PTE για επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού και 131 521 PTE για ΦΑ ποσοστού 17 % επί του ποσού της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού. Ο προσφεύγων κατέβαλε το ποσό αυτό, αλλά στη συνέχεια άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto, με αίτημα την επιστροφή του εν λόγω ποσού .

17. Το Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto, κρίνοντας ότι η υπόθεση την οποία υπέβαλε στην κρίση του ο προσφεύγων έθετε ζητήματα κοινοτικού δικαίου, επί των οποίων είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να είναι αυτό σε θέση να αποφανθεί, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Κατά το μέρος που καθιερώνει ότι, αυτομάτως και χωρίς προηγουμένη ειδοποίηση, τα εμπορεύματα που καθυστερούνται πέρα από τις νόμιμες προθεσμίες υπόκεινται στη διαδικασία καθυστερουμένων (πώληση), συμβιβάζεται η εθνική τελωνειακή διοικητική διαδικασία, όπως περιγράφεται ανωτέρω, με το άρθρο 53 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και ειδικότερα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού;

2) Κατά το μέτρο που η εθνική τελωνειακή διοικητική διαδικασία προβλέπει ως μοναδικό μέτρο (αυτόματο, όπως ελέχθη) που πρέπει να λαμβάνουν οι εθνικές τελωνειακές αρχές την οργάνωση της διαδικασίας καθυστερουμένων που αποσκοπεί αποκλειστικά στην πώληση των εμπορευμάτων, θεωρείται μήπως η διαδικασία αυτή μέτρο δυσανάλογο, που προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των φορολογουμένων και δύναται να χαρακτηρισθεί ως εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, πολλώ μάλλον αφού, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό εφαρμόζεται αυτομάτως, μπορεί να ενεργήσει αμέσως, ήτοι από την πρώτη ημέρα μετά τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας αποθηκεύσεως, χωρίς καν να ειδοποιηθεί περί τούτου ο εισαγωγέας;

3) Κατά το μέτρο που, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, θέτει αμέσως προς "πώληση" τα εμπορεύματα, χωρίς προειδοποίηση, παραβιάζει η εθνική τελωνειακή διοικητική διαδικασία τη διάταξη του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα;

4) Κατά το μέτρο που, στο πλαίσιο της διαδικασίας καθυστερουμένων εμπορευμάτων, δεν προβλέπει υποχρεωτικώς οποιασδήποτε μορφής κοινοποίηση, αντιβαίνει η εθνική τελωνειακή διοικητική διαδικασία, που προβλέπεται στα άρθρα 638 επ. του πορτογαλικού τελωνειακού κανονισμού, στο άρθρο 243 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα;

5) Εάν το προβλεπόμενο στα άρθρα 638 επ. του πορτογαλικού τελωνειακού κανονισμού τέλος καθυστερουμένων εμπορευμάτων χαρακτηρισθεί διοικητική διαδικαστική κύρωση (όπως θεωρείται κατά την εθνική νομολογία), υπόκειται αυτό στον φόρο προστιθεμένης αξίας;

6) Αν γίνει δεκτή η υπόθεση του πέμπτου ερωτήματος (ότι το τέλος έχει χαρακτήρα διοικητικής διαδικαστικής κυρώσεως), το γεγονός ότι το εν λόγω τέλος ορίζεται κατ' αξίαν (αντικειμενικώς) και ασχέτως προς την υπαιτιότητα του πράκτορα ή προς τις επιβαρύνσεις στις οποίες συγκεκριμένα υποβλήθηκαν οι τελωνειακές αρχές για προληπτικά μέτρα ελέγχου, αποθηκεύσεως ή άλλα, μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας;

7) Αν, αντιθέτως, γίνει δεκτό ότι το προαναφερθέν τέλος δεν έχει χαρακτήρα κυρώσεως, αλλ' αντιπαροχής για τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν οι τελωνειακές αρχές, δικαιολογείται η επιβολή ΦΑ;»

IV - αρατηρήσεις και νομική εκτίμηση

18. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ο προσφεύγων, η ορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

19. Τα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου καλύπτουν τέσσερις τομείς τους οποίους θα εξετάσω διαδοχικά: την αναλογικότητα της κυρώσεως (μέρος του δευτέρου ερωτήματος και έκτο ερώτημα), τα δικαιώματα άμυνας (πρώτο ερώτημα, μέρος του δευτέρου ερωτήματος, τρίτο και τέταρτο ερώτημα), την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (μέρος του δευτέρου ερωτήματος) και τον ΦΑ (πέμπτο και έβδομο ερώτημα).

20. ριν εξετάσω επί της ουσίας τα υποβληθέντα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα, θα πρέπει ίσως να προβώ σε μια προκριματική παρατήρηση. Από τα πραγματικά περιστατικά, όπως εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, προκύπτει ότι ο προσφεύγων διασάφησε τα εν λόγω εμπορεύματα στο τελωνείο προς τελωνειακή αποθήκευση στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 και ότι αυτά τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ της 19ης Σεπτεμβρίου 1995 και της 2ας Ιανουαρίου 1996. Έτσι, όταν το τελωνείο κίνησε στις 9 Μα_ου 1996 τη διαδικασία εκπρόθεσμου εκτλωνισμού όσον αφορά τα εμπορεύματα του προσφεύγοντος, τα εμπορεύματα αυτά είχαν ήδη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας και είχαν απομακρυνθεί από τους χώρους του τελωνείου. Επομένως, ουδέποτε υπήρξε ενδεχόμενο πωλήσεως των εμπορευμάτων του προσφεύγοντος εκ μέρους των τελωνειακών αρχών, κατόπιν της κινήσεως της διαδικασίας εκπρόθεσμου εκτελωνισμού εν προκειμένω. Για τον λόγο αυτό, κατά την εξέταση του αν η διαδικασία συμβιβαζόταν με την αρχή της αναλογικότητας και του αν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος, θα περιορίσω την ανάλυσή μου, πλην των σημείων όπου επισημαίνεται κάτι διαφορετικό, στο αν η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού συμβιβαζόταν με τις αρχές αυτές. Η ανάλυσή μου δεν έχει ως σκοπό να καλύψει την αναγκαστική πώληση των εμπορευμάτων του εισαγωγέα, μολονότι είναι αναπόφευκτο να γίνει κάποια μνεία της διαδικασίας αυτής.

α) Επί του συμβιβαστού της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού προς την αρχή της αναλογικότητας

21. Με το δεύτερο (όσον αφορά το συμβιβαστό προς την αρχή της αναλογικότητας) και το έκτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν η επιβολή της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού, χωρίς να ειδοποιηθεί ο εισαγωγέας και χωρίς να ληφθεί υπόψη ο βαθμός υπαιτιότητας του εισαγωγέα, συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας.

22. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η αναλογικότητα, εκτός του ότι αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, περιέχεται ρητώς στο άρθρο 53 του τελωνειακού κώδικα, το οποίο αναφέρεται σε «κάθε απαραίτητο μέτρο». Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι όταν τα εμπορεύματα δεν έχουν διασαφηθεί εντός των ταχθεισών προθεσμιών, το πορτογαλικό σύστημα τα θέτει αυτομάτως προς πώληση ή υποχρεώνει τον εισαγωγέα να καταβάλει την επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι αμφότερες αυτές οι εναλλακτικές λύσεις συνιστούν προσβολές του δικαιώματος κυριότητας του εισαγωγέα, ο οποίος ουδόλως ερωτάται αν είναι πράγματι απαραίτητη η πώληση ή η επιβολή της επιβαρύνσεως.

23. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι πρέπει να εξετασθεί η αναλογικότητα ολόκληρης της πορτογαλικής νομοθεσίας. Ισχυρίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια τα οποία εξακολούθησαν να εφαρμόζουν το παρόν σύστημα μετά την υπόθεση Siesse εξέταζαν απλώς την αναλογικότητα της επιβαρύνσεως λόγω εκπροθέσμου εκτελωνισμού σε σύγκριση με την αναγκαστική πώληση των εμπορευμάτων του εισαγωγέα και την ενδεχόμενη είσπραξη του προϊόντος της πωλήσεως εκ μέρους του Δημοσίου. Κατά τον προσφεύγοντα, το σύστημα το οποίο εξαρτά την εκπρόθεσμη διασάφηση των εμπορευμάτων από την καταβολή της επιβαρύνσεως αυτής και το οποίο περιλαμβάνει ποσά που δεν είναι απαραίτητα για την επίτευξη των σκοπών της διαδικασίας είναι δυσανάλογο προς τους σκοπούς αυτούς.

24. Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι το ποσό της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού καθορίζεται κατ' αξίαν σε ποσοστό 5 % επί της δασμολογητέας τους αξίας, είναι δυσανάλογο. Επιπλέον, η πορτογαλική νομοθεσία συνήθως λαμβάνει υπόψη τον βαθμό πταίσματος του καθού οσάκις επιβάλλει κύρωση. Έτσι, η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού δεν επιβάλλεται υπό προϋποθέσεις ανάλογες με τις αντίστοιχες εθνικές κυρώσεις όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο .

25. Η ορτογαλία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 53 του κώδικα αφήνει στο κράτος μέλος διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο ρυθμίσεως της καταστάσεως των μη εμπροθέσμως εκτελωνισθέντων εμπορευμάτων. Το άρθρο 53 επιτρέπει ρητώς την πώληση των εμπορευμάτων αυτών ως ένα τρόπο επιτεύξεως της εν λόγω ρυθμίσεως. Το πορτογαλικό σύστημα ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στην ανάγκη ενθαρρύνσεως της τηρήσεως των προθεσμιών. Ωστόσο, ενέχει κάποια ελαστικότητα, δεδομένου ότι παρέχει στους εισαγωγείς τη δυνατότητα να προβούν σε εκπρόθεσμο εκτελωνισμό εφόσον καταβάλουν την επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού.

26. Η ορτογαλία ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το εύλογο του συστήματος ενισχύεται από τη δυνατότητα του εισαγωγέα να ζητήσει παράταση της προθεσμίας για τον καθορισμό τελωνειακού προορισμού.

27. Τέλος, η ορτογαλία επικαλείται τη διαπίστωση του Tribunal Constitucional, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Siesse, ότι η επιβολή κατ' αξίαν κυρώσεως συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας .

28. Η Επιτροπή συμφωνεί με τις πορτογαλικές αρχές ότι το άρθρο 53 τους παρέχει διακριτική ευχέρεια ως προς την κύρωση που μπορούν να επιβάλουν. Ωστόσο, κάθε κύρωση πρέπει να έχει αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα . Βάσει του άρθρου 10 ΕΚ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κολάζουν τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου.

29. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η πορτογαλική νομοθεσία είναι ανάλογη προς τους σκοπούς που επιδιώκει. Ενώ με την απόφαση Siesse το Δικαστήριο έκρινε ότι η πώληση των εμπορευμάτων ενός εισαγωγέα αποτελούσε έσχατη λύση, το πορτογαλικό σύστημα καθιερώνει απόλυτο τεκμήριο ότι η πώληση αυτή είναι πάντοτε απαραίτητη προς ρύθμιση της καταστάσεως των εν λόγω εμπορευμάτων.

30. Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι ένα σύστημα αντικειμενικής ευθύνης είναι ακατάλληλο δεδομένου ότι η εν λόγω παραβίαση του δικαίου δεν είναι σοβαρή και θα έπρεπε να υπάρχει δυνατότητα απαλλαγής (π.χ. σε περίπτωση ανωτέρας βίας). Επιπλέον, ο αντικειμενικός χαρακτήρας της κυρώσεως πρέπει να είναι σαφής και μη διφορούμενος, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

31. Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι η κύρωση υπολογίζεται κατ' αξίαν δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι είναι δυσανάλογη. Στην υπό κρίση υπόθεση η επιβολή τέτοιας κυρώσεως εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους. Επιπλέον, στην υπόθεση Siesse, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού, ποσοστού 5 %, ήταν δυσανάλογη. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επιβάρυνση του 5 % αντιπροσωπεύει τη συνολική ευθύνη του εισαγωγέα προς τις τελωνειακές αρχές και ότι δεν επιβάλλεται επιπλέον επιβάρυνση προς κάλυψη διοικητικών εξόδων ή τόκων.

32. Όπως έχω ήδη εξηγήσει, η ανάλυσή μου περιορίζεται κατ' αρχήν, αν όχι αποκλειστικά, στο αν η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας.

33. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου, της οποίας την τήρηση πρέπει να διασφαλίζει το Δικαστήριο . ροκειμένου ένα μέτρο να είναι ανάλογο προς τον σκοπό του, πρέπει να είναι αναγκαίο και κατάλληλο προς επίτευξη του σκοπού του, ο σκοπός αυτός δεν πρέπει να μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο καταναγκαστικό τρόπο και τα πλεονεκτήματα που επιδιώκονται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τα επαχθή αποτελέσματα του μέτρου .

34. Όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, είναι αναγκαίο να υπάρχει μια διαδικασία ρυθμίσεως της καταστάσεως των εμπορευμάτων οσάκις ο εισαγωγέας έχει παραλείψει να τηρήσει τις προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις. Η προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων συνεπάγεται κόστος για το κράτος μέλος και υπάρχει κίνδυνος απωλείας της εμπορικής αξίας των εμπορευμάτων ή προκλήσεως ζημίας στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις των αρχών. Η επιβολή προθεσμίας για τον καθορισμό τελωνειακού προορισμού αποτελεί επομένως κανόνα χρηστής διοικήσεως, ο οποίος συντελεί στην αποτελεσματικότερη διαχείριση και διεκπεραίωση των εμπορευμάτων από τις τελωνειακές αρχές.

35. Επιπλέον, ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή ότι η επιβολή κυρώσεως σε περίπτωση μη τηρήσεως των προθεσμιών αυτών μπορεί να είναι επωφελής. Αποτρέπει τη μελλοντική επανάληψη της ίδιας παραλείψεως εκ μέρους του εισαγωγέα, ενθαρρύνει τη γενική τήρηση των προθεσμιών, θέτει τέρμα στην προσωρινή εναπόθεση ή στον έλεγχο των εμπορευμάτων εκ μέρους των τελωνειακών αρχών και διασφαλίζει την καταβολή των δασμών αν αυτοί δεν έχουν ήδη καταβληθεί.

36. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι η λέξη «απαραίτητο» στο άρθρο 53, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα καλύπτει την επιβολή κυρώσεως η οποία εν γένει αποτρέπει τις παραλείψεις τηρήσεως διαφόρων τελωνειακών διατυπώσεων.

37. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση πορτογαλική νομοθεσία. Με την απόφαση Siesse, το Δικαστήριο έκρινε ότι το προγενέστερο του τελωνειακού κώδικα νομοθέτημα, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4151/88 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για τον καθορισμό των διατάξεων που εφαρμόζονται για τα εμπορεύματα τα οποία εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας , δεν απέκλειε τη δυνατότητα ρυθμίσεως της καταστάσεως εμπορευμάτων, ως προς τα οποία δεν τηρήθηκαν οι προθεσμίες εκτελωνισμού, διά της αποδοχής δηλώσεως περί θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία . Όσον αφορά τις κυρώσεις (την επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού) τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στους εμπόρους που δεν συμμορφώνονται προς τις προαναφερθείσες προθεσμίες, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ενώ τα κράτη μέλη απολαύουν διακριτικής ευχέρειας στον τομέα αυτόν, πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου κολάζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό . εραιτέρω, οι κυρώσεις αυτές πρέπει να συνάδουν προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ιδίως προς την αρχή της αναλογικότητας, και να καθορίζονται υπό προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου . Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία προς τις γενικές αρχές και προϋποθέσεις αυτές αποτελούσε ζήτημα υποκείμενο στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου .

38. Το Δικαστήριο χαρακτήρισε την επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού ως «μέτρο ασφάλειας προοριζόμενο να εξασφαλίζει την πραγματική καταβολή του ποσού της [δασμολογικής] επιβαρύνσεως» και ο γενικός εισαγγελέας έκρινε ότι αποτελούσε μέσο για την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών διατήρηση της «ασφάλειάς» τους ότι θα τύχουν ικανοποιήσεως ως προς τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν .

39. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι όλοι οι δασμοί που οφείλονταν για τα εισαχθέντα εμπορεύματα καταβλήθηκαν κατά τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και, όπως έχω ήδη επισημάνει, η ημερομηνία αυτή ήταν προγενέστερη της ενάρξεως της διαδικασίας εκπρόθεσμου εκτελωνισμού εκ μέρους των αρχών. Επομένως, η επιβολή της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού στην υπό κρίση υπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει τον σκοπό της διασφαλίσεως του ότι ο εισαγωγέας θα εξοφλήσει κάθε οφειλή υπό μορφή δασμών επί των εμπορευμάτων. Επιπλέον, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ προσφεύγοντος και αρχών ως προς τα επίμαχα εμπορεύματα, η επιβολή αυτή σκοπεί μόνο στον κολασμό του διότι δεν τήρησε τις εκ του νόμου προθεσμίες και στην ανάκτηση των εξόδων που προκάλεσε η παρατεταμένη αποθήκευση των εμπορευμάτων, καθώς και στην είσπραξη των τόκων λόγω καθυστερημένης καταβολής των αρχικών δασμών.

40. Το εθνικό δικαστήριο, οσάκις προβαίνει στην εκτίμηση της αναλογικότητας της επιβαρύνσεως λόγω καθυστερημένου εκτελωνισμού, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον σκοπό της και πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τους άλλους λόγους για την επιβολή τέτοιας κυρώσεως, τους οποίους προεξέθεσα στα σημεία 34 και 35. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να βεβαιωθεί ότι το υπό εξέταση σύστημα συμβιβάζεται εν γένει με την αρχή της αναλογικότητας και όχι μόνον όπως εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

41. Ο κατ' αξίαν υπολογισμός έχει το πλεονέκτημα ότι είναι ανάλογος προς την αξία των εμπορευμάτων. Επίσης, είναι αντικειμενικός και καταλήγει σε προβλέψιμο ποσό.

42. Τόσον από τη διάταξη περί παραπομπής όσον και από τις γραπτές παρατηρήσεις προκύπτει ότι η επιβολή της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού είναι αυτόματη, υπό την έννοια ότι δεν προβλέπονται εξαιρέσεις. Φυσικά, αν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι τελωνειακές αρχές έσφαλαν είτε κατά την επιβολή της επιβαρύνσεως είτε κατά τον υπολογισμό του ύψους της, ο εισαγωγέας θα απαλλαγεί από την καταβολή της επιβαρύνσεως, τουλάχιστον κατά το μέτρο που συντρέχει σφάλμα.

43. Μολονότι η Επιτροπή επικρίνει την έλλειψη ελαφρύνσεως της επιβαρύνσεως σε περίπτωση ανωτέρας βίας, δεν νομίζω ότι είναι δυνατή η συναγωγή συμπεράσματος επ' αυτού στην υπό κρίση υπόθεση. Από τη νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο εκτιμά το ζήτημα της ανωτέρας βίας εντός του συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου της κατ' ιδίαν υποθέσεως. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση First City Trading, «κατά πάγια νομολογία, εφόσον η έννοια της ανωτέρας βίας δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο στα διάφορα πεδία εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η σημασία της πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παράγει τα αποτελέσματά της» . Το άρθρο 53 του τελωνειακού κώδικα επιτρέπει στις αρχές να λαμβάνουν μόνον τα μέτρα που είναι «απαραίτητα» για τη ρύθμιση της καταστάσεως των εμπορευμάτων. Στην υπό κρίση υπόθεση, πρόκειται περί κράτους μέλους που εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο στην εθνική του έννομη τάξη. Κατά παγία νομολογία, τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο, οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο . Επομένως, τουλάχιστον εφόσον συντρέχουν περιστάσεις που αποτελούν ανωτέρα βία, η αναγκαστική πώληση των εμπορευμάτων του εισαγωγέα, δεδομένου ότι θίγει άμεσα το δικαίωμα κυριότητας, δεν μπορεί να αποτελεί ανάλογο μέτρο. Ο προσφεύγων όμως δεν παρέσχε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη περιστάσεων που κατ' αυτόν αποτελούν ανωτέρα βία, οι οποίες μπορεί να επηρέασαν τη δική του παράλειψη να εκτελωνίσει εμπροθέσμως τα εμπορεύματα. Μάλιστα, τα εμπορεύματα εκτελωνίστηκαν, αν και εκπρόθεσμα, και τότε καταβλήθηκαν οι κανονικοί δασμοί. Οσάκις το ζήτημα περιορίζεται στην επιβολή χρηματικής κυρώσεως όπως στην υπό κρίση υπόθεση, δεν νομίζω ότι είναι σκόπιμο να γίνονται υποθέσεις ως προς τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της εννοίας της ανωτέρας βίας, ελλείψει στοιχείων δικαιολογούντων την ύπαρξή της.

44. Γνωρίζω ότι ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού δεν επιβάλλεται υπό προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, δεδομένου ότι η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει στοιχεία συναφώς, δεν μπορώ να προβώ σε λεπτομερή εκτίμηση του ισχυρισμού αυτού. Υπενθυμίζεται ότι με την απόφαση Siesse το Δικαστήριο έκρινε ότι προϋπόθεση του κύρους της κυρώσεως αποτελεί να εξαρτάται αυτή από «ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου» . Φρονώ ότι, στην υπόθεση Siesse, το Δικαστήριο επιδίωξε να διασφαλίσει ότι η παράβαση κολάζεται υπό προϋποθέσεις τουλάχιστον το ίδιο αυστηρές με τις εφαρμοστέες κατά το εθνικό δίκαιο. Αν η κύρωση είναι ανάλογη προς τον σκοπό της, μπορεί να μην είναι απαραίτητο να είναι πανομοιότυπη προς την αντίστοιχη εθνική κύρωση. Με άλλα λόγια, μπορεί να είναι αυστηρότερη.

β) Επί του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

45. Με το πρώτο, το δεύτερο (όσον αφορά την ενδεχόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των φορολογουμένων), το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το γεγονός ότι η πορτογαλική διαδικασία εκπρόθεσμου εκτελωνισμού λειτουργεί αυτομάτως και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση συνιστά παράβαση των άρθρων 6, παράγραφος 3, 53, παράγραφος 1, ή 243 του τελωνειακού κώδικα.

46. Ο προσφεύγων επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι οποιαδήποτε διαδικασία κινείται ως προς εμπορεύματα για τα οποία δεν έχει καθορισθεί τελωνειακός προορισμός πρέπει να είναι απαραίτητη. Φρονεί ότι, αν ο εισαγωγέας δεν ειδοποιηθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας, δεν είναι δυνατόν να αποδείξει ότι η πώληση ή η επιβολή της επιβαρύνσεως λόγω καθυστερημένου εκτελωνισμού δεν είναι απαραίτητη ως προς τα εμπορεύματά του. Η έλλειψη ειδοποιήσεως συνεπάγεται επίσης ότι ο εισαγωγέας δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα θεμελιώδη δικαιώματά του άμυνας. Κατά τη γνώμη του, η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξάγεται κατ' αντιπαράθεση.

47. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η έναρξη της διαδικασίας εκπρόθεσμου εκτελωνισμού αποτελεί «απόφαση», υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του τελωνειακού κώδικα. εραιτέρω, αποτελεί απόφαση με «αρνητικές συνέπειες» και, επομένως, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται και να αναφέρει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 243.

48. Ωστόσο, η ορτογαλία ισχυρίζεται ότι δεν απαιτείται απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας εκπρόθεσμου εκτελωνισμού. Η έναρξη της διαδικασίας αυτής αποτελεί άμεση έννομη συνέπεια της παραβάσεως του άρθρου 49 του τελωνειακού κώδικα και, κατά το άρθρο 53 του κώδικα αυτού, οι αρχές υποχρεούνται να ρυθμίζουν την κατάσταση των εμπορευμάτων. Επομένως, ούτε το άρθρο 6, παράγραφος 3, ούτε το άρθρο 243 του κώδικα έχει εφαρμογή. Εν πάση περιπτώσει, η ορτογαλία υποστηρίζει ότι ο εισαγωγέας έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά τη διαδικασία και ότι, επομένως, δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 243.

49. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν είναι αναγκαίο να ειδοποιούνται οι εισαγωγείς δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κώδικα. Κατά το γράμμα του άρθρου 53 του κώδικα, οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να ενεργούν «χωρίς καθυστέρηση». Η επιβολή της επιπλέον προϋποθέσεως ειδοποιήσεως θα επιβράδυνε τη διαδικασία και θα ανέβαλλε την εκπλήρωση της υποχρεώσεως των αρχών.

50. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κώδικα δεν έχει εφαρμογή. Δεν είναι αναγκαία η έκδοση έγγραφης αποφάσεως εκ μέρους των αρχών για την έναρξη της διαδικασίας. Η απόφαση μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τον αποδέκτη της, αλλά δεν απαιτείται όλες οι δυσμενείς αποφάσεις να είναι έγγραφες. Μόνον όταν οι ιδιώτες υποβάλλουν έγγραφες αιτήσεις πρέπει να εκδίδονται έγγραφες αποφάσεις. Τέλος, η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 3, προϋποθέτει ότι η απόφαση που λαμβάνεται βάσει του άρθρου αυτού απευθύνεται σε συγκεκριμένο άτομο. Τούτο δεν συμβαίνει πάντοτε όσον αφορά τη διαδικασία εκπρόθεσμου εκτελωνισμού, δεδομένου ότι οι αρχές δεν είναι πάντοτε σε θέση να γνωρίζουν την ταυτότητα του εισαγωγέα κατά τον κρίσιμο χρόνο.

51. Όσον αφορά το δικαίωμα προσφυγής το οποίο προβλέπει το άρθρο 243 του κώδικα, η Επιτροπή διακρίνει μεταξύ της επιβολής της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού και της αναγκαστικής πωλήσεως των εμπορευμάτων. Δεν είναι αναγκαίο να πληροφορούνται οι εισαγωγείς την επιβολή προστίμου, δεδομένου ότι θα το μάθουν όταν ζητηθεί η καταβολή του. Όσον αφορά την πώληση των εμπορευμάτων, η Επιτροπή φρονεί ότι όταν η πώληση είναι επείγουσα, δεν χρειάζεται να την πληροφορούνται αμέσως οι εισαγωγείς, αλλά ότι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, πρέπει να την πληροφορούνται το συντομότερο δυνατόν. Οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν οι αρχές καθίστανται κατά τι ελαφρύτερες λόγω της υποχρεωτικής δημοσιεύσεως, δυνάμει του άρθρου 659 του πορτογαλικού τελωνειακού κώδικα, ενός καταλόγου των εμπορευμάτων που τίθενται προς πώληση κατά τη διαδικασία εκπρόθεσμου εκτελωνισμού. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διακρίνει περαιτέρω αναλόγως του αν οι αρχές γνωρίζουν ποιος είναι ο εισαγωγέας: αν οι εισαγωγείς είναι άγνωστοι, μπορεί ο εντοπισμός τους να είναι δαπανηρός και, επομένως, δεν απαιτείται γνωστοποίηση, αλλά οσάκις είναι γνωστοί, πρέπει να πληροφορούνται ότι δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή. Αν οι εισαγωγείς τους οποίους γνωρίζουν οι αρχές δεν πληροφορηθούν ότι δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή, δεν θα είναι σε θέση να αποδείξουν την έλλειψη αναγκαιότητας ή το σφάλμα εκ μέρους των τελωνειακών αρχών και θα υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να προκληθεί ανεπαρνόρθωτη ζημία. Ο κίνδυνος αυτός ενισχύεται από τις πολύ περιορισμένες εξουσίες δικαστικού ελέγχου που διαθέτουν τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

52. ρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, κατά την οποία στους αποδέκτες αποφάσεων των δημοσίων αρχών οι οποίες, όπως εν προκειμένω, θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους, πρέπει να δίδεται η δυνατότητα να γνωστοποιούν αποτελεσματικά τις απόψεις τους .

53. Ο τελωνειακός κώδικας προβλέπει στα άρθρα 6, παράγραφος 3, και 243 την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος για μια δίκαιη δίκη. Το άρθρο 243 καθεαυτό δεν ορίζει ότι ο εισαγωγέας πρέπει να πληροφορείται το δικαίωμά του να ασκήσει προσφυγή. Το άρθρο 6, παράγραφος 3, όμως, προβλέπει ότι πρέπει να γνωστοποιείται στον εισαγωγέα τόσον η αιτιολογία της αποφάσεως όσον και το δικαίωμά του να ασκήσει προσφυγή. Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 3, εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις· πρώτον, πρέπει να έχει ληφθεί «απόφαση» (υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κώδικα), δεύτερον, η απόφαση πρέπει να έχει ληφθεί «γραπτώς» και, τέλος, η απόφαση πρέπει να «απορρίπτει αιτήσεις» ή να έχει «αρνητικές συνέπειες» για τον αποδέκτη της.

54. Η ορτογαλία εμμένει στην άποψη ότι, κατά την πορτογαλική νομοθεσία, η έναρξη διαδικασίας εκπρόθεσμου εκτελωνισμού αποτελεί αυτόματη έννομη συνέπεια της μη συμμορφώσεως προς το άρθρο 49 του τελωνειακού κώδικα. Εντούτοις, θεωρώ ότι πρέπει να δοθεί ομοιόμορφος κοινοτικός ορισμός στην έννοια της «αποφάσεως». Το αν ελήφθη απόφαση ή όχι δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τρόπο κατά τον οποίο τα διάφορα κράτη μέλη ερμηνεύουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 53 του κώδικα.

55. Θεωρώ ότι «απόφαση» αποτελεί μια πράξη η οποία εκφράζει την άσκηση εκτιμήσεως ή διακριτικής ευχέρειας. Είναι μια πράξη εκδοθείσα κατόπιν εξετάσεως διαφόρων παραγόντων και, κατά το κοινοτικό δίκαιο, η πράξη αυτή πρέπει να εκθέτει τους λόγους ή τις αιτίες που οδήγησαν σ' αυτή την άσκηση διακριτικής ευχέρειας, προκειμένου ο αποδέκτης της να είναι σε θέση να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το κύρος της .

56. Στην ορτογαλία, αμέσως μόλις ο εισαγωγέας ασκήσει το δικαίωμά του να προβεί σε εκπρόθεσμη διασάφηση, βάσει του άρθρου 639 του πορτογαλικού τελωνειακού κώδικα, καθίσταται καταβλητέα η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού, ποσοστού 5 %. Όπως επισήμανα ανωτέρω, προκειμένου η επιβάρυνση να συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να συμβιβάζεται με ορισμένες αρχές. ρος το παρόν, ας υποτεθεί ότι η επιβάρυνση είναι ανάλογη και ότι επιβάλλεται υπό προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου, δεδομένου ότι το ζήτημα της ενδεχόμενης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του εισαγωγέα ανακύπτει μόνον στην περίπτωση αυτή. Αν υποτεθεί ότι ισχύουν τα ανωτέρω, η εφαρμογή της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού είναι όντως αυτόματη όπως ισχυρίστηκε η ορτογαλία, υπό την έννοια ότι η εφαρμογή της δεν εξαρτάται από την άσκηση εκτιμήσεως ή διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, δεν νομίζω ότι η επιβολή της επιβαρύνσεως αποτελεί «απόφαση» κατά το κοινοτικό δίκαιο.

57. Η πράξη με την οποία γνωστοποιείται στον εισαγωγέα ότι οφείλει την επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού δεν χρειάζεται εκτενή αιτιολογία. Όπως εξήγησαν ο προσφεύγων και οι παρεμβαίνοντες με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το ύψος της επιβαρύνσεως καθορίζεται πάντοτε κατ' αξίαν, σε ποσοστό 5 % επί της αξίας των εμπορευμάτων, πράγμα το οποίο μπορεί απλώς να αναγράφεται.

58. Δεδομένου ότι δεν θεωρώ ότι στην υπό κρίση υπόθεση ελήφθη κάποια «απόφαση», οι αρχές δεν ήταν υποχρεωμένες να ειδοποιήσουν τον προσφεύγοντα ή να αναφέρουν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 243 του τελωνειακού κώδικα. Εντούτοις, ο προσφεύγων διατηρεί το δικαίωμα να προσβάλει την επιβολή της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού στη συγκεκριμένη περίπτωσή του. Μπορεί, επί παραδείγματι, να επικαλεστεί σφάλμα εκ μέρους των αρχών ή, όπως στην παρούσα δίκη, να αμφισβητήσει την αναλογικότητα της επιβαρύνσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, νομίζω ότι ο προσφεύγων, υποβάλλοντας την υπόθεσή του στην κρίση του Tribunal Fiscal Aduaneiro, κατέστησε εμφανές ότι, ακόμη και οσάκις τα άρθρα 6, παράγραφος 3, και 243 του κώδικα δεν έχουν εφαρμογή, ο εισαγωγέας δεν στερείται του δικαιώματος να κριθεί ενδίκως το κύρος της επιβολής της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού.

59. Ωστόσο, θεωρώ σκόπιμο να εκθέσω δύο παραδείγματα καταστάσεων στις οποίες κρίνω ότι θα εκδιδόταν «απόφαση», υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του τελωνειακού κώδικα και, επομένως, θα είχε εφαρμογή το άρθρο 6, παράγραφος 3. ρώτον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όταν, βάσει του άρθρου 49 του κώδικα, μια τελωνειακή αρχή αποφασίζει τη σύντμηση της προθεσμίας για τον καθορισμό τελωνειακού προορισμού ή αποφασίζει να μην παρατείνει την προθεσμία όταν τούτο έχει ζητηθεί, στην περίπτωση αυτή ασκεί διακριτική ευχέρεια και έτσι λαμβάνει «απόφαση». Δεύτερον, φρονώ ότι όταν οργανώνεται η αναγκαστική πώληση των εμπορευμάτων του εισαγωγέα βάσει του άρθρου 638 του πορτογαλικού τελωνειακού κώδικα, τούτο επίσης αποτελεί απόφαση. Η πώληση δυνάμει του άρθρου 638 στηρίζεται στο άρθρο 53 του κώδικα, βάσει του οποίου, όμως, δεν είναι υποχρεωτική. Η επιλογή της εναλλακτικής λύσεως που προβλέπει το άρθρο 53 προϋποθέτει την άσκηση εκτιμήσεως ή διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των τελωνειακών αρχών. Οι αρχές αυτές πρέπει, ειδικότερα, να εκτιμήσουν ότι η πώληση των εμπορευμάτων, κατ' αντιδιαστολή προς κάθε άλλο μέτρο, είναι απαραίτητη. εραιτέρω, ενώ η πώληση αυτή είναι βεβαίως επιτρεπτή, κατ' αρχήν, βάσει του άρθρου 53, αποτελεί ουσιώδη προσβολή του δικαιώματος κυριότητας του εισαγωγέα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 675 του πορτογαλικού τελωνειακού κώδικα, το προϊόν της πωλήσεως μπορεί να εισπραχθεί από το κράτος μέλος. Τα θεμελιώδη δικαιώματα κυριότητας του εισαγωγέα πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού . Κατά συνέπεια, φρονώ ότι οι εισαγωγείς των οποίων τα εμπορεύματα πρόκειται να τεθούν προς πώληση πρέπει, το συντομότερο δυνατόν και εν ευθέτω χρόνω, να πληροφορηθούν την «απόφαση» αυτή. Αν δεν ενημερωθούν κατά τα άνω, θα προσβληθεί το δικαίωμά τους κυριότητας χωρίς αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμα καταβολής της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού δυνάμει του άρθρου 639 του πορτογαλικού τελωνειακού κώδικα.

γ) Επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

60. Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η επιβολή της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

61. Η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού οπωσδήποτε δεν αποτελεί μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό βάσει του άρθρου 25 ΕΚ, δεδομένου ότι έχει εφαρμογή μόνον επί εμπορευμάτων καταγωγής εκτός Κοινότητας .

62. Εντούτοις, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η επιβάρυνση στρεβλώνει την αρχή της εκ μέρους όλων κρατών μελών ομοιόμορφης μεταχειρίσεως των εμπορευμάτων που κατάγονται από τρίτες χώρες. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η αρχή αυτή απορρέει από τη δημιουργία τελωνειακής ενώσεως με το άρθρο 23 ΕΚ. Το γεγονός ότι ο ΦΑ υπολογίζεται επί του ποσού της επιβαρύνσεως επιβεβαιώνει την αληθή του φύση ως εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

63. Η Επιτροπή συμφωνεί ότι από την καθιέρωση του Κοινού Δασμολογίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν νέους δασμούς επί των εισαγομένων από τρίτες χώρες εμπορευμάτων ούτε να αυξάνουν τους υφισταμένους . Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί επίσης, παρατήρηση με την οποία συμφωνώ, ότι η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού δεν έχει εφαρμογή ως προς όλους γενικώς τους εισαγωγείς, αλλά μόνον ως προς αυτούς που δεν τήρησαν την προθεσμία για τον καθορισμό τελωνειακού προορισμού. Επομένως, η επιβάρυνση δεν αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων .

δ) Επί του ΦΑ

64. Με το πέμπτο και το έβδομο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν οι τελωνειακές αρχές μπορούν να επιβάλλουν ΦΑ επί του ποσού της επιβαρύνσεως λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού.

65. Ο προσφεύγων, η ορτογαλία και η Επιτροπή συμφωνούν όλοι ότι η επιβάρυνση λόγω εκπρόθεσμου εκτελωνισμού αποτελεί διαδικαστική διοικητική κύρωση και δεν πρέπει να υπόκειται σε ΦΑ. Συμφωνώ με την ανάλυση αυτή κατά το μέτρο που οι τελωνειακές αρχές, κατά την επιβολή της επιβαρύνσεως, ενεργούν ως «δημόσια εξουσία» και, επομένως, βάσει του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας, δεν είναι «υποκείμενοι στον φόρο». Επομένως, δεν οφείλεται ΦΑ .

66. Η Επιτροπή ορθώς ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να ανακύψει στρέβλωση του ανταγωνισμού οσάκις οι τελωνειακές αρχές ασκούν αυτή την εξουσία επιβολής κυρώσεων. Οι αρχές δεν έχουν εν δυνάμει ανταγωνιστές στον τομέα αυτόν και, επομένως, δεν μπορεί να παραβιασθεί η σημαντική αρχή περί ουδετερότητας του ΦΑ.

67. Αν, αντιθέτως, οι τελωνειακές αρχές παρείχαν υπηρεσία αποθηκεύσεως, αυτή θα υπέκειτο σε ΦΑ. Η αποθήκευση περιλαμβάνεται στο σημείο 9 του παραρτήματος Δ της έκτης οδηγίας περί ΦΑ, ούτως ώστε, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 4, παράγραφος 5, οι αρχές αυτές αποτελούν «υποκειμένους στον φόρο», άπαξ η υπηρεσία που παρέχουν «δεν είναι αμελητέα».

V - ρόταση

68. Συνεπώς, φρονώ ότι στα υποβληθέντα από το Tribunal Fiscal Aduaneiro do Porto ερωτήματα πρέπει να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:

«- Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στην αρμόδια τελωνειακή αρχή να επιβάλλει την καταβολή ποινής, καθοριζομένης κατ' αξίαν σε ποσοστό 5 % επί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, προκειμένου να δεχθεί διασάφηση για τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 49 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της ποινής αυτής καθορίζεται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και υπό προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να καθορίσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη ποινή συμβιβάζεται προς τις αρχές αυτές.

- Οσάκις ένας εισαγωγέας οφείλει να καταβάλει την ποινή διότι προέβη σε διασάφηση προς θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 49 του κανονισμού 2913/92, οι τελωνειακές αρχές δεν λαμβάνουν "απόφαση", υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, και ούτε το άρθρο 6, παράγραφος 3, ούτε το άρθρο 243 του κανονισμού αυτού έχει εφαρμογή.

- Η ποινή για τη διασάφηση προς θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 49 του κανονισμού 2913/92 δεν αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

- Η ποινή για τη διασάφηση προς θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 49 του κανονισμού 2913/92 αποτελεί διοικητική διαδικαστική κύρωση και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται σε ΦΑ βάσει της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση.»