Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

62001C0384

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Alber της 10ης Οκτωβρίου 2002. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρο 12, παράγραϕος 3, στοιχεία α΄ και β΄ - Προμήθεια ϕυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος - Πάγιο τέλος για τη σύνδεση με τα δίκτυα παροχής - Μειωμένος συντελεστής. - Υπόθεση C-384/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-04395


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


I - Εισαγωγή

1. Η Γαλλική Δημοκρατία τροποποίησε το 1998 τη ρύθμιση περί του φόρου προστιθεμένης αξίας για παροχές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Υπήγαγε στον μειωμένο συντελεστή φόρου προστιθεμένης αξίας το πάγιο τέλος, δηλαδή το εισπρακτέο για ορισμένο χρονικό διάστημα σταθερό ποσό για τη σύνδεση στα αντίστοιχα δίκτυα παροχής καθώς και άλλες σταθερές δαπάνες. Ως προς το επιπλέον εξαρτώμενο από την κατανάλωση μεταβλητό αντίτιμο, εξακολουθούσε να εφαρμόζεται ο κανονικός συντελεστής. Στην παρούσα διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, η Επιτροπή, αφενός, προσάπτει στη Γαλλία ότι δεν την ενημέρωσε πριν από την τροποποίηση - όπως απαιτεί η έκτη οδηγία ΦΠΑ - νομοτύπως και πλήρως και, αφετέρου, θεωρεί την εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών φόρου προστιθεμένης αξίας για αμφότερα τα τμήματα της παροχής ασυμβίβαστη προς την οδηγία.

ΙΙ - Νομικό πλαίσιο

2. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Ο κανονικός συντελεστής του φόρου προστιθέμενης αξίας ορίζεται από τα κράτη μέλη ως ποσοστό της φορολογητέας βάσεως και είναι ο ίδιος για τις παραδόσεις αγαθών και την παροχή υπηρεσιών. [...]

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόζουν ένα ή δύο μειωμένους συντελεστές. Οι συντελεστές αυτοί ορίζονται ως ποσοστό της φορολογητέας βάσεως, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 5 % και εφαρμόζονται μόνο στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών των κατηγοριών που προβλέπονται στο παράρτημα Η.»

3. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας προβλέπει περαιτέρω τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή στην προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Το κράτος μέλος που επιθυμεί να κάνει χρήση αυτής της ευχέρειας οφείλει να ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή. Η Επιτροπή αποφασίζει αν υπάρχει κίνδυνος στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Αν η Επιτροπή δεν λάβει απόφαση εντός τριμήνου αφότου ενημερωθεί, θεωρείται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.»

4. Το άρθρο 29 του γαλλικού φορολογικού νόμου 98-1266 για το 1999 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι για τα πάγια τέλη για την παροχή ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, που διανέμονται μέσω δημοσίων δικτύων, εφαρμόζεται μειωμένος συντελεστής φόρου προστιθεμένης αξίας 5,5 %. Το πέραν του ποσοστού αυτού μεταβλητό αντίτιμο που εξαρτάται από την κατανάλωση υπόκειται αντιθέτως στον κανονικό συντελεστή 19,60 % του άρθρου 278 του Code général des impôts.

ΙΙΙ - Περιστατικά και διαδικασία

5. Με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 1998, το γαλλικό Yπουργείο Οικονομίας, Δημοσίων Οικονομικών και Βιομηχανίας πληροφόρησε την Επιτροπή για την πρόθεση εφαρμογής, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας, του μειωμένου συντελεστή στο πάγιο τέλος παροχής φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού προκειμένου να ενθαρρύνει την κατανάλωση και να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη ιδίως των κοινωνικώς ασθενεστέρων νοικοκυριών.

6. Η Επιτροπή εξέλαβε το έγγραφο αυτό ως ανακοίνωση του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας και ζήτησε από τις γαλλικές αρχές, με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 1998, λεπτομερέστερες πληροφορίες για τον τρόπο εφαρμογής του μέτρου.

7. Το υπουργείο απάντησε με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 1998 ότι το πάγιο τέλος αποτελεί μέρος της αντιπαροχής για την παροχή φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. Δεδομένου ότι η έκπτωση εφαρμόζεται ομοίως σε όλες τις επιχειρήσεις παροχής, αποκλείεται στρέβλωση του ανταγωνισμού.

8. Με περαιτέρω έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την επιχειρηματολογία της Γαλλίας, δεδομένου ότι το πάγιο τέλος ουδόλως είναι ανταποδοτικό για την κατανάλωση ενεργείας, και ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να διευκρινίσουν λεπτομερέστερα το σημείο αυτό, πράγμα που αυτές όμως δεν έπραξαν.

9. Το γαλλικό κοινοβούλιο ψήφισε τον σχετικό νόμο στις 30 Δεκεμβρίου 1998. Ο νόμος δημοσιεύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1998 και άρχισε να ισχύει από τις 2 Ιανουαρίου 1999 .

10. Στις 22 Οκτωβρίου 1999, η Επιτροπή απηύθυνε συναφώς έγγραφο οχλήσεως προς τη Γαλλία κατά το άρθρο 226 ΕΚ. Αφού δεν έλαβε καμία απάντηση στο έγγραφο αυτό, απηύθυνε, στις 13 Ιουνίου 2000, αιτιολογημένη γνώμη στη Γαλλική Δημοκρατία. Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν πείστηκε από την άποψη των γαλλικών αρχών της 7ης Αυγούστου 2000, άσκησε, στις 5 Οκτωβρίου 2001, προσφυγή κατά το άρθρο 226 ΕΚ.

11. Ζητεί από το Δικαστήριο:

- να αναγνωρίσει ότι τη Γαλλική Δημοκρατία, εφαρμόζοντας μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στο πάγιο τέλος για την παροχή φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού μέσω δημοσίων δικτύων παροχής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και β_, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μα_ου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση·

- να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

12. Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί:

- να απορριφθεί η προσφυγή·

- να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13. Προφορική διαδικασία δεν έγινε.

IV - Ισχυρισμοί των διαδίκων

Α - Η Επιτροπή

14. Όπως προκύπτει από την πραγματική και νομική βάση της προσφυγής, η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία τρεις παραβάσεις της έκτης οδηγίας. Αφενός, φρονεί ότι η Γαλλία εισήγαγε τον μειωμένο συντελεστή φόρου προστιθεμένης αξίας, χωρίς να διενεργηθεί νομοτύπως η διαδικασία κοινοποιήσεως του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας. Αφετέρου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διαμόρφωση της ρυθμίσεως περί ΦΠΑ δεν συνάδει από ουσιαστικής απόψεως προς το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και β_, της έκτης οδηγίας.

15. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η προθεσμία του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, τέταρτη φράση, της έκτης οδηγίας διακόπηκε και πάλι πριν από τη λήξη της με το δεύτερο αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 7ης Δεκεμβρίου 1998. Επομένως, η Γαλλία δεν εδικαιούτο να θεωρήσει ότι υφίστατο σιωπηρή έγκριση του μέτρου από την Επιτροπή και δεν έπρεπε να το εφαρμόσει.

16. Η δεύτερη αίτηση δεν συνιστά καταχρηστική ενέργεια και δεν σκοπούσε την καθυστέρηση της διαδικασίας. Αντιθέτως, η Επιτροπή είχε ανάγκη περισσοτέρων πληροφοριών για να μπορέσει να εκτιμήσει την επίδραση του μέτρου επί του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού και να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ.

17. Η Επιτροπή στηρίζει την αιτίαση της ουσιαστικής παραβάσεως σε μια εναλλακτική θεμελίωση.

18. Αν το πάγιο τέλος αποτελεί το αντίτιμο για διαφορετική, από την προμήθεια ενεργείας, παροχή υπηρεσίας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα μειωμένου συντελεστή για την προμήθεια ενεργείας. Δεν υφίσταται επίσης καμία άλλη προβλεπόμενη από το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, σε συνδυασμό με το παράρτημα Η, της έκτης οδηγίας περίπτωση εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή.

19. Αν, αντιθέτως, θεωρηθεί το πάγιο τέλος τμήμα της αντιπαροχής για την προμήθεια ενεργείας, το μέτρο συνιστά παραβίαση της εμπεριεχομένης στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας αρχής, κατά την οποία σε όμοιες παροχές πρέπει να εφαρμόζεται ενιαίος συντελεστής. Αυτό τελικά συνιστά υλοποίηση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας.

20. Η ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών καταναλωτών. Αν ο καταναλωτής επιλέξει μια τιμολόγηση με υψηλότερο πάγιο τέλος, αλλά με χαμηλότερη τιμή καταναλώσεως, εφαρμόζεται ο χαμηλότερος κατά μέσον όρο φορολογικός συντελεστής απ' ό,τι στην περίπτωση τιμολογήσεως με χαμηλότερο πάγιο τέλος και υψηλότερη τιμή καταναλώσεως.

B - Η Γαλλική Κυβέρνηση

21. Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι παρέσχε ήδη στην Επιτροπή, κατόπιν της πρώτης της αιτήσεως, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Δεν χρειαζόταν καμία επιπλέον πληροφορία για την αναπτυχθείσα από την Επιτροπή εναλλακτική θεμελίωση της παραβάσεως της οδηγίας. Δεν είναι κατανοητό το ότι οι πληροφορίες θα επαρκούσαν για την κίνηση της διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, όχι όμως για τη λήψη αποφάσεως κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας.

22. Το ότι οι γαλλικές αρχές δεν απάντησαν στη δεύτερη - κατά την άποψή της περιττή - αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 7ης Δεκεμβρίου 1998 δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας. Η αίτηση αυτή δεν διέκοψε την προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή μπορούσε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εισαγωγής του μειωμένου φορολογικού συντελεστή . Επομένως, η προθεσμία έληξε στις 7 Δεκεμβρίου 1998, τρεις μήνες μετά το έγγραφο της Γαλλικής Κυβερνήσεως και, συνεπώς, το μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ότι εγκρίθηκε σιωπηρώς.

23. Επικουρικώς μόνον αντικρούει η Γαλλική Κυβέρνηση την αιτίαση περί ουσιαστικής παραβάσεως της οδηγίας. Υπογράμμιζε συνεχώς ότι το πάγιο τέλος συνιστά αντιπαροχή για την προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού και όχι κάποια άλλη παροχή υπηρεσίας.

24. Ούτε παραβίαση της αρχής της ομοιομορφίας του φορολογικού συντελεστή υφίσταται για όμοιες παροχές υπηρεσιών. Η προμήθεια ενεργείας μέσω δημοσίων δικτύων παροχής αποτελείται πράγματι από διάφορες υπηρεσίες στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν διαφορετικοί συντελεστές. Αφενός, διατίθεται στον πελάτη σύνδεση και επομένως η δυνατότητα να λαμβάνει φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό. Αφετέρου, παρέχεται ορισμένη ποσότητα ενεργείας και το καθαρό ποσό οφειλής υπολογίζεται ανάλογα με την κατανάλωση.

25. Η Γαλλική Κυβέρνηση αντικρούει ως απαράδεκτη την αιτίαση περί δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ διαφόρων κατηγοριών καταναλωτών, διότι δεν διατυπώθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη. Οι επιχειρήσεις Gaz de France (GDF) και Électricité de France (EDF) διαφοροποιούν το πάγιο τέλος ανάλογα με την ισχύ και τάση και ανάλογα με την κατηγορία πελατών (ιδιώτες, επαγγελματίες, μικρές βιομηχανίες και βιομηχανίες) καθώς και εντός κάθε κατηγορίας πελατών ανάλογα με τις επιλογές τιμολογήσεως του πελάτη. Το παρεχόμενο από την Επιτροπή παράδειγμα δεν μπορεί επομένως να αποδείξει την ύπαρξη οποιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως.

V - Νομική εκτίμηση

Α - Παράβαση της διαδικασίας κοινοποιήσεως

26. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στην προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, όταν δεν υφίσταται κίνδυνος στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

27. Το κράτος μέλος πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή πριν προβεί στην εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή. Η Επιτροπή είτε λαμβάνει ρητή απόφαση είτε αφήνει να παρέλθει προθεσμία των τριών μηνών χωρίς να εκδώσει απόφαση. Στη δεύτερη περίπτωση θεωρείται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος στρεβλώσεως του ανταγωνισμού.

28. Άλλους διαδικαστικούς κανόνες δεν περιέχει το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει ρητώς - διαφορετικά απ' ό,τι η αντίστοιχη ρύθμιση για τις κρατικές ενισχύσεις του άρθρου 88, παράγραφος 3, τρίτη φράση, ΕΚ - τη θέση σε ισχύ του μειωμένου συντελεστή πριν από την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής ή πριν από τη λήξη της προθεσμίας των τριών μηνών.

29. Εντούτοις, ερμηνεία με γνώμονα την πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως επιβάλλει να γίνει δεκτή η ύπαρξη μιας τέτοιας απαγορεύσεως εφαρμογής. Αν το κράτος μέλος μπορούσε να εφαρμόσει τον μειωμένο συντελεστή πριν από την απόφαση της Επιτροπής, τότε θα εμφανίζονταν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα διαπιστώνονταν ενδεχομένως από την Επιτροπή αργότερα. Επιπλέον, ο εθνικός νομοθέτης θα έπρεπε να καταργήσει αμέσως την ήδη θεσπισθείσα διάταξη στην περίπτωση διατυπώσεως αντιρρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής. Αυτές οι σε βραχύ χρόνο μεταβολές θα συνεπάγονταν περιττές δαπάνες για τους υποκειμένους στον φόρο και τις φορολογικές διοικήσεις και θα προκαλούσαν σημαντική αβεβαιότητα δικαίου.

30. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί επίσης το ότι το μέτρο θεωρείται, τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση, ότι συνάδει προς τον ανταγωνισμό, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει εκφέρει κρίση. Αυτό το πλάσμα δικαίου ή ακριβέστερα η σιωπηρή έγκριση της Επιτροπής διασφαλίζει το ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αφήνει σε αβεβαιότητα τα κράτη μέλη επί υπερβολικά μακρό χρονικό διάστημα ως προς την κρίση της. Από το κράτος μέλος μπορεί να αναμένεται ότι θα καθυστερήσει την εισαγωγή του μειωμένου συντελεστή για τους τρεις αυτούς μήνες που μπορεί το πολύ υπό κανονικές συνθήκες να διαρκέσει η διαδικασία ελέγχου.

31. Αυτό ισχύει επίσης αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η τροποποίηση του συντελεστή ΦΠΑ για προμήθεια ενεργείας συνιστά πολιτική απόφαση μεγάλης σημασίας λόγω του μεγάλου αριθμού των υποκειμένων στον φόρο που αφορά και των σημαντικών επιπτώσεων στον κρατικό προϋπολογισμό.

32. Κατά συνέπεια, η Γαλλική Δημοκρατία μπορούσε να εφαρμόσει τον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στις παροχές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, μόνον αφού η Επιτροπή θα είχε διαπιστώσει ότι δεν δημιουργείται εντεύθεν κανένας κίνδυνος στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ή αφότου θα είχαν παρέλθει τρεις μήνες από την ενημέρωση της Επιτροπής, χωρίς αυτή να έχει αποφασίσει. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε καμία θετική απόφαση, η τροποποίηση του συντελεστή ΦΠΑ μπορούσε να θεσπιστεί απαλλαγμένη από διαδικαστικά ελαττώματα μόνον εφόσον συντρέχει η δεύτερη περίπτωση.

33. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί πότε άρχισε και πότε έληξε η προθεσμία των τριών μηνών.

34. Η Επιτροπή φαίνεται να λαμβάνει ως βάση ότι η προθεσμία άρχισε μεν με την πρώτη ενημέρωση, πλην όμως η διαδρομή της προθεσμίας διακόπηκε κάθε φορά με τις δύο αιτήσεις της παροχής πληροφοριών της 31ς Ιουλίου 1998 και της 7ης Δεκεμβρίου 1998 και άρχισε να τρέχει εκ νέου. Επομένως, η προθεσμία δεν είχε ακόμη λήξει όταν τέθηκε σε ισχύ ο φορολογικός συντελεστής.

35. Η έκτη οδηγία δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο κανόνα ως προς το ποια στοιχεία πρέπει να παράσχει το κράτος μέλος κατά την κοινοποίηση και ποια επίπτωση έχει αυτό επί της διαδρομής της προθεσμίας ελέγχου όταν τα στοιχεία είναι ελλιπή, οπότε η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Επομένως, πρέπει να αναλυθεί - ενόψει του πνεύματος και του σκοπού της διατάξεως - ποιες κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοποιήσεως του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_.

36. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές πρέπει να ανταποκρίνονται στην αρχή κατά την οποία τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα έχουν αμοιβαίο καθήκον αγαστής συνεργασίας από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 10 ΕΚ . Περαιτέρω, μπορεί να γίνει παραλληλισμός προς τη διαδικασία της κοινοποιήσεως κρατικών ενισχύσεων. Η από απόψεως συμφερόντων κατάσταση του κράτους μέλους και της Επιτροπής είναι και στις δύο διαδικασίες η ίδια. Ως προς το καθεστώς των ενισχύσεων, η νομολογία κατ' αρχάς και ο νομοθέτης κατόπιν διευκρίνισαν τις συνέπειες που έχουν τα ελλιπή στοιχεία της κοινοποιήσεως για τη διαδρομή της προθεσμίας ελέγχου.

37. Συγκεκριμένα, ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88 ΕΚ) (στο εξής: κανονισμός 659/1999), αναγνωρίστηκε ότι μόνο μία πλήρης κοινοποίηση επιφέρει την έναρξη της διαμορφωθείσας με την απόφαση Lorenz προθεσμίας για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας . Η προϋπόθεση αυτή διαμορφώθηκε εν τω μεταξύ με διάταξη θετικού δικαίου μέσω του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερη φράση, του κανονισμού 659/1999.

38. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 5, τρίτη φράση, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ότι η κοινοποίηση θεωρείται πλήρης αν εντός δύο μηνών από την παραλαβή της η Επιτροπή δεν ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες.

39. Αυτές οι αναπτυχθείσες στο καθεστώς των ενισχύσεων αρχές μπορούν επίσης να έχουν ανάλογη εφαρμογή στην κοινοποίηση που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας. Μόνον όταν η Επιτροπή διαθέτει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να κριθεί αν η σχεδιαζόμενη θέσπιση του μειωμένου φορολογικού συντελεστή εγκυμονεί τον κίνδυνο στρεβλώσεων του ανταγωνισμού αρχίζει να τρέχει η προθεσμία των τριών μηνών.

40. Όπως ευστόχως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Αυστρία κατά Επιτροπής, ως προς το καθεστώς των ενισχύσεων, η Επιτροπή διαπιστώνει εμμέσως το ατελές της κοινοποιήσεως απευθύνοντας αίτηση παροχής πληροφοριών προς το κράτος μέλος . Αν η κοινοποίηση δεν ήταν πράγματι πλήρης, πράγμα που υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου , η προθεσμία ουδέποτε άρχισε να τρέχει και, επομένως, δεν διακόπτεται ούτε από την αίτηση παροχής πληροφοριών. Αν η Επιτροπή δεν ζητήσει εντός τριών μηνών συμπληρωματικές πληροφορίες, η ενημέρωση κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας πρέπει επίσης να θεωρηθεί πλήρης.

41. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η ενημέρωση ήταν πλήρης ή μπορούσε να θεωρηθεί πλήρης, οπότε θα μπορούσε να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία.

42. Η πρώτη ανακοίνωση της Γαλλικής Κυβερνήσεως της 8ης Ιουλίου 1998 δεν συνιστά πλήρη ενημέρωση. Μόνο στο τέλος αυτού του εγγράφου, το οποίο αφιερώνεται σε άλλα κυρίως ζητήματα των διατάξεων περί ΦΠΑ, η Γαλλική Κυβέρνηση ανακοίνωσε με συντομία ότι το πάγιο τέλος για τη συνδρομή παροχής φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού υπόκειται στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ. Κατ' αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η κατανάλωση και να ενισχυθεί η αγοραστική ισχύς των νοικοκυριών.

43. Επιπλέον, η ανακοίνωση αναφερόταν στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας και όχι στη σχετική διάταξη του στοιχείου β_. Το λάθος αυτό μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει παρανοήσεις. Η Επιτροπή θα μπορούσε να υποθέσει ότι το πάγιο τέλος δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως προμήθεια ενεργείας, αλλά ως παροχή υπηρεσιών κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, σε συνδυασμό με το παράρτημα H της έκτης οδηγίας.

44. Η ενημέρωση δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί πλήρης, δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε στις 31 Ιουλίου 1998 συμπληρωματικές πληροφορίες.

45. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1998, η Γαλλική Κυβέρνηση συμπλήρωσε τα στοιχεία της. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή απευθύνθηκε εκ νέου στη Γαλλική Δημοκρατία με έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 1998. Αμφίβολο είναι αν το έγγραφο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως αίτηση συμπληρωματικών πληροφοριών.

46. Βεβαίως, η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι η το έγγραφο διέκοψε και πάλι την προθεσμία. Επομένως, η Επιτροπή αποδίδει στο έγγραφο, καθεαυτό, τα αποτελέσματα αιτήσεως παροχής πληροφοριών. Όμως, αφετέρου, δεν διατυπώνει συγκεκριμένα ερωτήματα και δεν ζητεί σαφείς πληροφορίες, αλλά διατυπώνει απλώς αμφιβολίες για το ότι το πάγιο τέλος μπορεί να θεωρηθεί ως προμήθεια ενεργείας, διότι με αυτό και μόνο δεν συνδέεται με καμία πραγματική κατανάλωση ενεργείας. Περαιτέρω, εκθέτει ότι, κατά την αντίληψή της, το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη κατά τον σχηματισμό κρίσεως.

47. Από την απόφαση του Δικαστηρίου Αυστρία κατά Επιτροπής μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα έγγραφο με το οποίο η Επιτροπή δεν ζητεί συγκεκριμένες διευκρινίσεις για ένα σχέδιο ενισχύσεων δεν μπορεί να μεταθέσει χρονικώς την έναρξη της προθεσμίας .

48. Κατά την εξέταση του εγγράφου πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η κοινοποίηση πρέπει πρωτίστως να περιέχει ουσιαστικές πληροφορίες για το σχεδιαζόμενο εθνικό μέτρο και στοιχεία για τους όρους που ισχύουν στην αγορά στην οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται η παροχή υπηρεσιών που θα πρέπει να υπαχθεί στον μειωμένο φορολογικό συντελεστή. Το κράτος μέλος δεν υποχρεούται αντιθέτως να εκθέσει νομικές εκτιμήσεις για τον χαρακτηρισμό του μέτρου, δεδομένου ότι η νομική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως είναι έργο της Επιτροπής.

49. Το έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 1998 δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως αίτημα συμπληρωματικών πληροφοριών, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ζητεί στοιχεία για τη σχεδιαζόμενη εθνική ρύθμιση ή για τα συγκεκριμένα περιστατικά της περιπτώσεως. Αντιθέτως, ζητεί από τη Γαλλική Κυβέρνηση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί του νομικού χαρακτηρισμού του παγίου τέλους ως στοιχείου της προμηθείας ενεργείας. Επίσης, η παραπομπή στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας δεν αφορά την παροχή ουσιαστικών πληροφοριών, αλλά αναπαράγει - αυτό δε μάλιστα με εξαιρετικώς αφηρημένο τρόπο - νομικές θεωρήσεις της Επιτροπής.

50. Βεβαίως, είναι τελείως αμφίβολο αν η Γαλλική Κυβέρνηση παρέσχε πράγματι στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμηση του μέτρου. Συγκεκριμένα, π.χ., δεν υπήρχαν πληροφορίες για την κατάσταση στις οικίες αγορές. Επίσης, ουδόλως παρασχέθηκαν συγκεκριμένα στοιχεία για τα εφαρμοζόμενα εντός της Γαλλίας τιμολόγια για την παροχή φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, π.χ. ως προς το τμήμα του παγίου τέλους και της εξαρτώμενης από την ποσότητα αμοιβής στο πλαίσιο της συνολικής τιμής για την προμήθεια ενεργείας.

51. Το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι οι πληροφορίες πρέπει να θεωρηθούν επαρκείς για τους σκοπούς της έκτης οδηγίας, διότι η Επιτροπή είναι σε θέση να κινήσει βάσει αυτών των πληροφοριών τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, είναι επιδεκτικό αμφισβητήσεως. Αμφότερες οι διαδικασίες εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Επιπλέον, θα ήταν δυνατόν να απαιτούνται λιγότερες προϋποθέσεις ως προς τις υποχρεώσεις αποδείξεως εκ μέρους της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, όταν το κράτος μέλος δεν έχει συμπράξει στη διερεύνηση των περιστατικών.

52. Τελικά, ουδόλως έχει επίσης σημασία το αν οι πληροφορίες, τις οποίες η Γαλλική Κυβέρνηση παρέσχε στην Επιτροπή, ήταν πράγματι επαρκείς για την εκ μέρους της Επιτροπής κρίση κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας. Πράγματι, η Επιτροπή ουδόλως απηύθυνε, εν πάση περιπτώσει, συγκεκριμένα ερωτήματα στη Γαλλική Κυβέρνηση, από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι είχε ανάγκη συμπληρωματικών πληροφοριών για τα περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως και ως εκ τούτου θεώρησε την ενημέρωση ελλιπή. Πάντως, αυτό επέβαλε η αρχή της αγαστής συνεργασίας.

53. Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή ισχυρίζεται στο έγγραφό της ότι αυτό διακόπτει την προθεσμία δεν μεταβάλλει αυτή την εκτίμηση. Αν η Επιτροπή μπορούσε κατ' αυτόν τον τρόπο να επηρεάσει την έναρξη της προθεσμίας ελέγχου, θα καθίστατο κενή περιεχομένου η ρύθμιση συνεπεία της οποίας θα εδημιουργείτο μετά από τρεις μήνες το πλάσμα δικαίου περί υπάρξεως καταστάσεως συμβατής προς τον ανταγωνισμό. Αυτό θα αντέφασκε προς τον σκοπό αυτής της ρυθμίσεως που συνίσταται στο να μην αφήνονται τα κράτη μέλη επί μακρό χρονικό διάστημα σε αβεβαιότητα ως προς την εκτίμηση του σχεδιαζόμενου μέτρου.

54. Κατά συνέπεια, η εκ μέρους της Γαλλικής Κυβερνήσεως ενημέρωση πρέπει να θεωρείται πλήρης, εφόσον συμπλήρωσε τα πληροφοριακά στοιχεία της με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 1998. Τρεις μήνες μετά την παραλαβή αυτού του εγγράφου από την Επιτροπή, έπρεπε να θεωρείται δεδομένο ότι δεν υφίστατο κίνδυνος στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

55. Η Γαλλική Δημοκρατία ήταν επομένως ελεύθερη να θεσπίσει τον μειωμένο φορολογικό συντελεστή στις προμήθειες ενεργείας. Παράβαση της διαδικασίας κοινοποιήσεως του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας δεν μπορεί να της προσαφθεί.

B - Παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και β_, της έκτης οδηγίας

1. Παραδεκτό της εναλλακτικής θεμελιώσεως

56. Η Επιτροπή στηρίζει την αιτίαση της ουσιαστικής παραβάσεως σε μια εναλλακτική θεμελίωση. Κατά την πρώτη εναλλακτική εκδοχή, η παράβαση συνίσταται στο ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, σε συνδυασμό με το παράρτημα Η ή με άλλη διάταξη της έκτης οδηγίας, δεν προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου φορολογικού συντελεστή στο «πάγιο τέλος για την παροχή φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού» που διακρίνεται από την υπηρεσία προμήθειας ενεργείας.

57. Στο πλαίσιο της δεύτερης εναλλακτικής εκδοχής προσάπτεται η παραβίαση της αρχής της ομοιορφίας του φορολογικού συντελεστή. Αν και η Επιτροπή συνάγει την αρχή αυτή ομοίως από το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας, προσάπτει εντούτοις με τη δεύτερη εναλλακτική εκδοχή μια τελείως διαφορετική νόμιμη παράβαση.

58. Η Επιτροπή εξαρτά το ποια από τις δύο εναλλακτικές αυτές εκδοχές τελικώς ισχύει από την απάντηση στο προκριματικό ζήτημα αν το πάγιο τέλος πρέπει να χαρακτηριστεί ως μέρος της αμοιβής για την προμήθεια ενεργείας ή ως αμοιβή για παροχή υπηρεσίας ιδιαίτερης φύσεως. Μολονότι η Γαλλική Κυβέρνηση παρέσχε κατά την πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή της, συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του παγίου τέλους ως μέρους της προμηθείας ενεργείας, η Επιτροπή δεν διατύπωσε στο δικόγραφο της προσφυγής της παρατηρήσεις για τα στοιχεία αυτά και δεν ενέμεινε σε καμία από τις δύο εναλλακτικές εκδοχές. Μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή υποστήριξε τελικά την άποψη ότι η διάθεση του δικτύου παροχής συνιστά παροχή υπηρεσίας ιδιαίτερης φύσεως και όχι τμήμα προμήθειας ενεργείας.

59. Είναι αμφίβολο αν αυτή η μορφή της αιτιάσεως παραβάσεως κράτους μέλους είναι επαρκώς σαφής και δεν έχει ως αποτέλεσμα να θίγονται τα δικαιώματα άμυνας της Γαλλικής Δημοκρατίας. Μολονότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν προέτεινε καμία σχετική ένσταση, το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αυτό το ζήτημα που αφορά το παραδεκτό.

60. Η Επιτροπή δεν διατύπωσε μεν ρητώς κατά ορισμένη σειρά τις δύο εναλλακτικές εκδοχές. Εντούτοις, από την όλη αλληλουχία των ισχυρισμών της επί της υποθέσεως προκύπτει ότι υποστηρίζει πρωτίστως την άποψη ότι η διάθεση του δικτύου παροχής δεν πρέπει να θεωρείται ως προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. Η παραβίαση της αρχής της ομοιομορφίας του φορολογικού συντελεστή έχει επομένως σημασία μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν θα θεωρούσε τη διάθεση του δικτύου προμηθείας ενεργείας ως παροχή υπηρεσίας ιδιαίτερης φύσης, αλλά ως τμήμα της προμήθειας ενεργείας. Επομένως, η δεύτερη εναλλακτική εκδοχή πρέπει να θεωρηθεί ως επικουρική θεμελίωση.

61. Παραδεκτώς μπορεί να προβληθεί παράβαση κράτους μέλους βάσει μιας κυρίας και μιας επικουρικής θεμελιώσες. Η αιτίαση της Επιτροπής περιγράφεται κατ' αυτόν τον τρόπο με επαρκή σαφήνεια. Επομένως, τα δικαιώματα άμυνας της Γαλλικής Κυβερνήσεως δεν περιορίζονται.

2. Παραδεκτό του ελέγχου ουσιαστικών παραβάσεων

62. Δεδομένου ότι παρήλθε η προθεσμία των τριών μηνών, χωρίς η Επιτροπή να εκφέρει κρίση επί του κινδύνου στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, πρέπει κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας να ληφθεί ως βάση ότι δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η Επιτροπή, λόγω της επελθούσας με τη λήξη της προθεσμίας σιωπηρής έγκρισης του μέτρου, εμποδίζεται να διατυπώσει αντιρρήσεις κατά του ιδίου αυτού μέτρου μέσω της διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους.

63. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συναφώς, μπορεί να παραμείνει ανοικτό το ζήτημα αν, μετά τη λήξη της προθεσμίας, επέρχεται ένα πλάσμα δικαίου ή αν με τη σιωπή της Επιτροπής αποδίδεται - όπως πράττει η Γαλλική Κυβέρνηση - η έννοια μιας σιωπηρής αποφάσεως.

64. Πράγματι, το πλάσμα δικαίου ή η σιωπηρή απόφαση αφορά μόνον τον κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού. Δεν καλύπτει τις λοιπές ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, και άλλων διατάξεων της έκτης οδηγίας. Επομένως, η παροχή υπηρεσίας, για την οποία θα πρέπει να θεσπίστηκε μειωμένος φορολογικός συντελεστής, δεν μπορεί να συνιστά προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, ακόμη και αν η Επιτροπή δεν εξέφερε οριστική κρίση τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Συνεπώς, παραδεκτώς προβάλλεται εν πάση περιπτώσει η κύρια αιτίαση της Επιτροπής ότι η Γαλλική Δημοκρατία κακώς χαρακτήρισε την παροχή υπηρεσίας ως προμήθεια ενεργείας, με τη συνέπεια ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας δεν μπορεί να τύχει επικλήσεως προς στήριξη της θεσπίσεως του μειωμένου φορολογικού συντελεστή.

65. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να προβάλει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας την επικουρικώς διατυπούμενη αιτίαση της παραβιάσεως της αρχής της ομοιομορφίας του φορολογικού συντελεστή. Βεβαίως, υφίσταται κάποια αλληλουχία μεταξύ μιας ενδεχόμενης παραβιάσεως αυτής της αρχής και της επιδράσεως του μέτρου στον ανταγωνισμό, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω . Εντούτοις, η Επιτροπή προβάλλει πρωτίστως παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας. Στο πλαίσιο του ουσιαστικού ελέγχου θα πρέπει ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη το κατά πόσον η Επιτροπή δεσμεύεται από την κρίση της για την ύπαρξη κινδύνου στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, στην οποία στηρίζεται η σιωπηρή της απόφαση ή συγκεκριμένα το πλάσμα δικαίου περί συμβατού του μέτρου προς τον ανταγωνισμό.

66. Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Επιτροπή εξέφρασε την αμφιβολία της ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό του παγίου τέλους ως προμήθειας φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού ήδη με έγγραφά της της 31ης Ιουλίου 1998 και της 7ης Δεκεμβρίου 1998. Επιπλέον, στο έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 1998, διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας. Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή παρέλειψε να εκφέρει κρίση εμπροθέσμως επί του ζητήματος της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να της προσαφθεί αντιφατική συμπεριφορά όσον αφορά τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους.

3. Επί της κύριας αιτιάσεως: χαρακτηρισμός της διαθέσεως του δικτύου παροχής ενεργείας ως υπηρεσίας ιδιαίτερης φύσεως

67. Προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της κύριας αιτιάσεως της Επιτροπής είναι να μη χαρακτηριστεί το πάγιο τέλος ως συστατικό στοιχείο της προμήθειας φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, αλλά να θεωρηθεί ως χωριστή παροχή υπηρεσίας. Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, τρίτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, ο μειωμένος συντελεστής μπορεί να εφαρμόζεται μόνο στις κατηγορίες παροχής υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτημα Η. Δεδομένου ότι το πάγιο τέλος για την προμήθεια ενεργείας ή τη διάθεση των αντιστοίχων δικτύων παροχής δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες του παραρτήματος Η, δεν επιτρέπεται η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή στην παρούσα περίπτωση.

68. Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε περαιτέρω με το δικόγραφό της προσφυγής την άποψή της ότι το πάγιο τέλος συνιστά παροχή υπηρεσίας ιδιαίτερης φύσεως, μολονότι η Γαλλική Κυβέρνηση αντέκρουσε ήδη ρητώς αυτή την άποψη με το έγγραφό της της 7ης Σεπτεμβρίου 1998.

69. Στο υπόμνημα απαντήσεως εκθέτει η Επιτροπή ότι ο χρησιμοποιούμενος στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας όρος «προμήθεια» αποκλείει το να νοείται με αυτόν και το πάγιο τέλος. Αντιθέτως, η διασφαλιζόμενη έτσι δυνατότητα λήψεως ενεργείας συνιστά ιδιαίτερη υπηρεσία που προηγείται της προμηθείας της.

70. Μπορεί να παραμείνει ανοικτό το ζήτημα αν η Επιτροπή με αυτή την κάπως επιφανειακή και μόλις με το δικόγραφο απαντήσεως διατυπωθείσα θεμελίωση τήρησε την υποχρέωσή της αποδείξεως που τη βαρύνει στη διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, αν η άποψη της Επιτροπής αποδειχθεί κατ' ουσίαν εσφαλμένη.

71. Το πάγιο τέλος μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή υπηρεσίας ιδιαίτερης φύσεως μόνον αν συνιστά χωριστή υπηρεσία από την προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράγοντες. Υπέρ του χωριστού χαρακτήρα θα συνηγορούσε, αφενός, το ότι η συνδρομή θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο συμφωνίας, χωρίς να συνδέεται με αυτήν η εν στενή εννοία προμήθεια φυσικού αερίου ή ηλεκτρισμού. Επομένως, το φυσικό αέριο και ο ηλεκτρισμός θα έπρεπε επίσης να μπορούν να λαμβάνονται από τρίτον. Συνεπώς, το πάγιο τέλος περιορίζεται κατ' ουσίαν απλώς και μόνο στη χρησιμοποίηση του δικτύου παροχής. Αφετέρου, η τιμή του παγίου τέλους θα έπρεπε να τελεί σε ουσιαστική αναλογία προς ορισμένα σταθερά έξοδα, όπως είναι τα έξοδα λειτουργίας του δικτύου.

72. Για την απάντηση στο ερώτημα του διαχωρισμού μεταξύ παγίου τέλους/λειτουργίας του δικτύου και προμήθειας ορισμένων ποσοτήτων ενεργείας σημασία έχει το νομικό πλαίσιο των οικείων αγορών.

73. Στον τομέα του ηλεκτρισμού πρέπει να αναφερθεί η οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας , η οποία έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 1999. Το άρθρο 19 της οδηγίας αυτής προβλέπει το προοδευτικό άνοιγμα των αγορών, όπου όμως κατ' αρχάς μόνο στους μεγάλους καταναλωτές παρέχεται η δυνατότητα να επιλέγουν τους προμηθευτές τους.

74. Όπως προκύπτει από την πρώτη έκθεση Benchmarking [συγκεκριμένης αξιολογήσεως] της Επιτροπής για την πραγματοποίηση της αγοράς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου της 3ης Δεκεμβρίου 2001 , κατά το χρονικό αυτό σημείο - δηλαδή πολύ μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη - είχε ανοιχθεί στη Γαλλία μόλις το 30 % της αγοράς. Ελευθερία επιλογής των προμηθευτών τους είχαν μόνον οι τελικοί καταναλωτές με ετήσια κατανάλωση 16 Gwh και πλέον . Τα νοικοκυριά, τα οποία αφορά πρωτίστως η ρύθμιση για τη φορολόγηση του παγίου τέλους, μπορούσαν επομένως να λαμβάνουν το ρεύμα τους κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο αποκλειστικά από τη μέχρι τούδε μονοπωλιακή επιχείρηση EDF, στην οποία επίσης κατεβάλλετο πάγιο τέλος.

75. Η ελευθέρωση της προμήθειας φυσικού αερίου ρυθμίζεται με την οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου . Η οδηγία αυτή έπρεπε να έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000, πράγμα που δεν πραγματοποιήθηκε εγκαίρως στη Γαλλία . Εξάλλου, και σ' αυτόν τον τομέα, μόνο στους μεγάλους καταναλωτές παρεχόταν αρχικά η δυνατότητα επιλογής των προμηθευτών τους .

76. Επομένως, όπως φαίνεται, τα νοικοκυριά και πολλοί πελάτες επιχειρηματίες μπορούσαν να λαμβάνουν τότε ρεύμα ή φυσικό αέριο μόνον από τις επιχειρήσεις EDF και GDF, όπου υφίστατο επίσης πάγιο τέλος. Αυτό εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της συνδρομής ως χωριστής υπηρεσίας.

77. Το δεύτερο κριτήριο επίσης υποδηλώνει ότι η υπηρεσία αυτή δεν είναι χωριστή. Πράγματι, δεν διαφαίνεται ότι η τιμή του παγίου τέλους τελεί πράγματι σε άμεση αναλογία προς ορισμένα σταθερά έξοδα. Βεβαίως, οι τιμές για το πάγιο τέλος ποικίλλουν ανάλογα προς τη λαμβανομένη ισχύ ή την τάση του ρεύματος και προς την κατηγορία πελατών, οπότε θα μπορούσε να υποτεθεί η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του βαθμού της χρησιμοποιήσεως της υποδομής και της τιμής του παγίου τέλους. Εξ ετέρου, όμως, η Γαλλική Κυβέρνηση εξέθεσε στο έγγραφό της της 7ης Σεπτεμβρίου 1998 προς την Επιτροπή ότι τα έσοδα από το πάγιο τέλος δεν κάλυπταν παρά μόνον το 27 % περίπου του συνολικού κόστους της επιχειρήσεως παροχής, μολονότι τα σταθερά έξοδα πράγματι συνιστούν πλέον του ημίσεος των συνολικών εξόδων. Επομένως, μέρος των σταθερών εξόδων καλύπτεται από τα έσοδα που προέρχονται από το αντίτιμο που υπολογίζεται ανάλογα με την κατανάλωση.

78. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η κατανομή της αντιπαροχής για την προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού σ' ένα σταθερό και σ' ένα μεταβλητό τμήμα εμφανίζεται ως μέτρο της ελεύθερης διαμορφώσεως των τιμών των επιχειρήσεων παροχής για μια ολοκληρωμένη υπηρεσία . Δεν πρόκειται για διαφορετικό αντίτιμο, για δύο και χωριστές μεταξύ τους παροχές υπηρεσιών.

79. Επίσης, η οδηγία 90/377/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1990, σχετικά με μια κοινοτική διαδικασία για τη διαφάνεια των τιμών αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας για τον τελικό βιομηχανικό καταναλωτή στηρίζεται σ' αυτή την αντίληψη. Κατά το παράρτημα Ι, σημείο 9 (που αφορά το φυσικό αέριο) ή το παράρτημα ΙΙ, σημείο 8 (που αφορά την ηλεκτρική ενέργεια), πρέπει να σχηματίζεται ενιαία τιμή λαμβανομένου υπόψη του σταθερού και του εξαρτώμενου από την κατανάλωση αντιτίμου.

80. Επομένως, δεν απεκλείετο η θέσπιση μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της έκτης οδηγίας, για τον λόγο ότι στο πάγιο τέλος δεν πρόκειται για «προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού» κατά την έννοια αυτής της διατάξεως. Επομένως, η κύρια αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

81. Η διαπίστωση αυτή αφορά μόνον το κρίσιμο για την παράβαση κράτους μέλους χρονικό σημείο κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη. Με την πρόοδο της περαιτέρω ελευθερώσεως είναι δυνατόν να μεταβλήθηκε στο μεταξύ η κατάσταση.

4. Επί της επικουρικώς διατυπωθείσας αιτιάσεως: παραβίαση της αρχής της ομοιομορφίας του φορολογικού συντελεστή

82. Στην περίπτωση κατά την οποία το πάγιο τέλος θα έπρεπε να θεωρηθεί ως «προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού», η Επιτροπή προσάπτει παραβίαση της αρχής κατά την οποία όμοιες υπηρεσίες πρέπει να υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ΦΠΑ.

83. Συνάγει αυτή την αρχή από το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας, κατά το οποίο «ο κανονικός συντελεστής του φόρου προστιθεμένης αξίας καθορίζεται από κάθε κράτος μέλος σε ποσοστό επί τοις εκατό της βάσεως επιβολής του φόρου, που είναι το αυτό για τις παραδόσεις αγαθών και για τις παροχές υπηρεσιών [...]». Μέσω αυτής της εγγενούς στις διατάξεις περί ΦΠΑ αρχής πρέπει να εμποδίζεται η δυσμενής διάκριση μεταξύ προσώπων τα οποία λαμβάνουν τα ίδια αγαθά ή τις ίδιες υπηρεσίες.

84. Εντούτοις, η αρχή αυτή δεν μπορεί να συναχθεί από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή σημαίνει απλώς ότι ο κανονικός συντελεστής είναι ο ίδιος για παροχές υπηρεσιών και αγαθά. Το ότι σε όμοιες υπηρεσίες και όμοια αγαθά πρέπει να εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής δεν προκύπτει από τη διάταξη αυτή.

85. Η αρχή στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή συνιστά εντούτοις μια πτυχή της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία αναγνωρίζεται ως βασική αρχή του συστήματος ΦΠΑ της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εξέθεσε στην απόφασή του επί της υποθέσεως C-481/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, τα εξής:

«Συνεπώς, η εισαγωγή και η διατήρηση συντελεστή 2,1 % για τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη αποδίδεται από την κοινωνική ασφάλιση, ενώ η παράδοση των φαρμάκων των οποίων η δαπάνη δεν αποδίδεται φορολογείται με συντελεστή 5,5 %, επιτρέπονται μόνον αν δεν αντίκεινται στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινό σύστημα ΦΠΑ και την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να σεβαστούν κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της έκτης οδηγίας [...].

Η εν λόγω αρχή αντίκειται ιδίως στη διαφορετική από πλευράς ΦΠΑ μεταχείριση παρόμοιων εμπορευμάτων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό. [...] Επομένως, τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να υποβάλλονται σε ομοιόμορφο συντελεστή. [...] Επομένως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας περιέχει επίσης τις άλλες δύο αρχές [...] ήτοι την ομοιομορφία του ΦΠΑ και την εξάλειψη των στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό» .

86. Απομένει να εξεταστεί αν πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της Επιτροπής, διότι αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας και όχι στη γενική αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.

87. Υπέρ της μη απορρίψεως συνηγορεί, αφενός, το ότι η αρχή της ομοιομορφίας του φορολογικού συντελεστή, την οποία ανέφερε ρητώς η Επιτροπή, αποτελεί τελικώς μια πτυχή της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Αφετέρου, η Επιτροπή περιέγραψε ήδη στο έγγραφο οχλήσεως με επαρκή σαφήνεια το περιεχόμενο της επίμαχης αρχής, οπότε η Γαλλική Κυβέρνηση μπορούσε να αντιληφθεί ποια παραβίαση δικαίου προσάπτει πράγματι η Επιτροπή. Το ότι η Επιτροπή ανέφερε εσφαλμένως το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας, ως έρεισμα της αρχής της ομοιομορφίας του φορολογικού συντελεστή, δεν συνεπάγεται ως εκ τούτου την απόρριψη αυτής της αιτιάσεως.

88. Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας θα είχε παραβιαστεί αν η γαλλική φορολογική ρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα το ότι παρόμοιες υπηρεσίες που βρίσκονται σε ανταγωνισμό υφίστανται διαφορετική από πλευράς ΦΠΑ μεταχείριση.

89. Όπως εκτέθηκε, το πάγιο τέλος και η προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού δεν συνιστούν πράγματι, για τη συντριπτική πλειονότητα των τελικών καταναλωτών, διαφορετικές υπηρεσίες, αλλά ολοκληρωμένη υπηρεσία που περιλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών και ενσωμάτων αγαθών . Η τιμή απλώς και μόνο για την προμήθεια χωρίζεται σε δύο συστατικά στοιχεία, δηλαδή το πάγιο τέλος και την αμοιβή ανάλογα προς την καταναλισκώμενη ποσότητα.

90. Η εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών ΦΠΑ στα δύο αυτά τμήματα της αμοιβής συνεπάγεται ότι η συνολική παροχή υπηρεσίας υπόκειται πράγματι σε συντελεστή ΦΠΑ ο οποίος αντιστοιχεί στον μέσον όρο των συντελεστών ΦΠΑ που σταθμίζεται σε αντιστοιχία προς τα συστατικά στοιχεία της τιμής. Επομένως, η προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού υπόκειται πράγματι σε πολλούς φορολογικούς συντελεστές, το ύψος των οποίων εξαρτάται από τη συμμετοχή του παγίου τέλους και της ανάλογης προς την κατανάλωση αμοιβής στη συνολική τιμή.

91. Αυτό συνιστά παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο α_, της έκτης οδηγίας, διότι η διάταξη αυτή επιτρέπει μόνον την εφαρμογή το πολύ δύο μειωμένων συντελεστών εκτός από τον κανονικό συντελεστή. Δεοδμένου, εντούτοις, ότι η Επιτροπή δεν προσάπτει αυτή την παράβαση, αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

92. Συγχρόνως, όμως, η φορολογική αυτή ρύθμιση θα μπορούσε να συνιστά παραβίαση της φορολογικής ουδετερότητας. Σε παρόμοιες υπηρεσίες εφαρμόζονται πράγματι διαφορετικοί φορολογικοί συντελεστές.

93. Αυτό δεν επηρεάζεται ούτε από την επισήμανση της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι το πάγιο τέλος ποικίλλει επίσης ανάλογα με την παροχή και την κατηγορία πελατών. Βεβαίως, π.χ., η προμήθεια ηλεκτρισμού με χαμηλή ή μέση τάση ρεύματος θα μπορούσαν να συνιστούν διαφορετικές παροχές. Εντούτοις, θα εφαρμόζονταν διαφορετικοί ουσιαστικοί συντελεστές ΦΠΑ στο ίδιο επίπεδο τάσεως ανάλογα με το πόσο ρεύμα διέρρευσε πράγματι και ανάλογα με το μέγεθος επομένως του τμήματος της αμοιβής που υπόκειται στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ.

94. Πάντως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας πρέπει επίσης να αποκλείει τη «διαφορετική από πλευράς ΦΠΑ μεταχείριση παρόμοιων εμπορευμάτων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό», κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου . Για να ακριβολογήσω, αυτό για το οποίο πρόκειται είναι να μη νοθεύεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των προσφερόντων τα οικεία εμπορεύματα.

95. Βεβαίως, είναι δυνατό να υφίσταντο κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο στη Γαλλία διάφορα πρότυπα κοστολογήσεως των επιχειρήσεων EDF και GDF. Κατά συνέπεια, η φορολογική ρύθμιση μπορεί να είχε διαφορετικά αποτελέσματα για διαφορετικούς κύκλους πελατών. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν προέβαλε κατά πόσον υφίστατο τότε ανταγωνισμός στις γαλλικές αγορές προμηθείας φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού και κατά πόσον η φορολογική ρύθμιση συνεπήγετο ως εκ τούτου τον κίνδυνο στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών.

96. Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε μια ουσιώδη προϋπόθεση για την ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Ως εκ τούτου, ούτε η αιτίαση αυτή ευσταθεί.

VI - Δικαστικά έξοδα

97. Τα δικαστικά έξοδα επιδικάζονται βάσει του άρθρου 69 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 2 του οποίου ο ηττώμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία διατύπωσε σχετικό αίτημα και η προσφυγή δεν ευδοκίμησε, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VII - Πρόταση

98. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

«1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.»