Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go
Conclusions

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ANTONIO TIZZANO
της 25ης Μαρτίου 2004(1)


Υπόθεση C-315/02



Anneliese Lenz
κατά
Finanzlandesdirektion für Tirol


[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Εθνική νομοθεσία που διέπει τον φόρο εισοδήματος επί κεφαλαίων






1.       Με διάταξη της 27ης Αυγούστου 2002, το Verwaltungsgerichtshof υπέβαλε στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ αντιστοίχως). Με τα ερωτήματα αυτά το αυστριακό δικαστήριο διερωτάται και πάλι όσον αφορά το συμβιβαστό με το κοινοτικό δίκαιο εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζει κατά διαφορετικό τρόπο τον φόρο εισοδήματος εκ κεφαλαίων αναλόγως του αν αυτά παράγοντα από ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρίες.

2.       Το δικαστήριο εξέτασε το ερώτημα αυτό κατόπιν προδικαστικής παραπομπής του Berufungssenat V της Finanzlandesdirektion für Wien, Niederösterreich und Burgenland στην υπόθεση C-516/99, Schmid, στην οποία πάντως έκρινε εαυτό αναρμόδιο διότι το αιτούν όργανο δεν είχε την ιδιότητα του δικαιοδοτικού οργάνου  (2) .

I – Νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3.       Οι σχετικές κοινοτικές διατάξεις είναι τα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης ΕΚ. Το πρώτο ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών». Η παράγραφος 2 ορίζει όμως ότι:

«1.    Οι διατάξεις του άρθρου 73 Β δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών:

α) να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους·

β) να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης, ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

2.      [...]

3. Τα μέτρα και οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 73 Β.»

Η εθνική νομοθεσία

4.       Το αυστριακό φορολογικό σύστημα προβλέπει ότι η φορολογία των εισοδημάτων των ημεδαπών κεφαλαιουχικών εταιριών γίνεται σε δύο επίπεδα: σε επίπεδο εταιρίας, με την επιβολή φόρου επί των κερδών της με πάγιο φορολογικό συντελεστή 34 %, και, σε επίπεδο μετόχου, με τη φορολόγηση των μερισμάτων και των άλλων προσόδων από εταιρικά μερίδια (που αποκαλούνται εισοδήματα από κινητές αξίες). Το αυστριακό φορολογικό καθεστώς προβλέπει ότι η φορολόγηση των εισοδημάτων των ημεδαπών κεφαλαιουχικών εταιριών πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα: σε επίπεδο εταιρίας, με την επιβολή φόρου επί των κερδών της με πάγιο φορολογικό συντελεστή 34 %, και, σε επίπεδο μετόχου, με τη φορολόγηση των μερισμάτων και των άλλων προσόδων από εταιρικά μερίδια (που αποκαλούνται εισοδήματα από κινητές αξίες).

5.       Όσον αφορά τη φορολόγηση των μετόχων, η οποία παρουσιάζει αμεσότερο ενδιαφέρον ως προς την υπό εξέταση υπόθεση, το εφαρμοστέο καθεστώς διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για εισοδήματα από ημεδαπές ή από αλλοδαπές κινητές αξίες, λαμβανομένου υπόψη ότι «πρόκειται για εισοδήματα από κινητές αξίες που πραγματοποιούνται εντός της ημεδαπής, όταν ο οφειλέτης των ποσών που συνιστούν τέτοια εισοδήματα έχει την κατοικία του, την εμπορική διεύθυνση ή την εταιρική έδρα του στην ημεδαπή ή αποτελεί υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος εντός της ημεδαπής [...]» (άρθρο 93, παράγραφος 2, του Einkommensteuergesetz 1988· νόμος του 1988 περί φορολογίας εισοδήματος, στο εξής: EStG)  (3) .

α) Η φορολογία των εισοδημάτων ημεδαπών κεφαλαίων

6.       Για τα εισοδήματα αυτά η αυστριακή νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα δύο επιλογών: την επιβολή ενός ειδικού εξοφλητικού φόρου, με σταθερό συντελεστή 25 % (εξοφλητικός φόρος) ή την επιβολή του συνήθους φόρου εισοδήματος με συντελεστή μειωμένο κατά 50 % (φόρο με συντελεστή μειωμένο κατά το ήμισυ).

7.       Στην πρώτη περίπτωση, ο φορολογούμενος υποχρεούται να καταβάλει φόρο αντιστοιχούντα στο 25 % των εισοδημάτων εκ κεφαλαίων τα οποία λόγω του εξοφλητικού χαρακτήρα του φόρου δεν υπόκεινται πλέον σε φόρο εισοδήματος. Τα εισοδήματα εκ κεφαλαίων δεν συνυπολογίζονται δηλαδή για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος ενόψει εφαρμογής του φόρου αυτού, πράγμα που έχει ως πιθανή συνέπεια τη μείωση του εφαρμοζόμενου φορολογικού συντελεστή, το ύψος του οποίου κυμαίνεται αναλόγως των εισοδημάτων. Ο εξοφλητικός φόρος εισπράττεται κατ’ αρχήν με φορολογική παρακράτηση στην πηγή (δηλαδή από τις εταιρίες)· σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν είναι εφικτή η παρακράτηση αυτή, προβλέπεται ότι ο φόρος εισπράττεται με «εκούσια πληρωμή στο καταβάλλον ταμείο του ποσού που αντιστοιχεί στον φόρο εισοδήματος κεφαλαίων» (άρθρο 97 EStG)  (4) .

8.       Οσάκις ο φορολογούμενος επιλέγει να μη ζητήσει εφαρμογή του ειδικού εξοφλητικού φόρου, τότε επιβάλλεται ο συνήθης φόρος εισοδήματος με μειωμένο κατά το ήμισυ φορολογικό συντελεστή. Στην περίπτωση αυτή, τα εισοδήματα εκ κεφαλαίων συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος, με πιθανή αύξηση του εφαρμοστέου συντελεστή· ως αντιστάθμισμα πάντως τα εισοδήματα εκ κεφαλαίων υπόκεινται στον ισχύοντα για το συνολικό εισόδημα μέσο συντελεστή μειωμένο κατά το ήμισυ (άρθρο 37 EStG)  (5) .

β) Η φορολογία των αλλοδαπών εισοδημάτων κεφαλαίου

9.       Το σύστημα που περιέγραψα εφαρμόζεται όπως ανέφερα μόνο στα ημεδαπά εισοδήματα κεφαλαίου ενώ τα προερχόμενα από τη συμμετοχή σε αλλοδαπές εταιρίες υπόκεινται στον συνήθη φόρο εισοδήματος. Τούτο σημαίνει ότι συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος με αυξημένο συντελεστή και υπόκεινται κατά κανόνα στον φόρο εισοδήματος χωρίς μείωση. Όχι μόνο δηλαδή δεν εφαρμόζεται στα εισοδήματα αυτά ειδική φορολογία με σταθερό συντελεστή 25 % και εξοφλητικό χαρακτήρα αλλά δεν εφαρμόζεται ούτε ο μειωμένος κατά το ήμισυ φορολογικός συντελεστής.

10.     Τέλος, υπενθυμίζω ότι το σύστημα αυτό τροποποιήθηκε με νόμο που τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2002, είναι δηλαδή μεταγενέστερος των επιδίκων περιστατικών και δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

II – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

11.     Η A. Lenz είναι Γερμανίδα υπήκοος που κατοικεί στην Αυστρία όπου καταβάλλει φόρους από το 1994.

12.     Το 1996 τα εισοδήματα της A. Lenz προέρχονταν εξ ολοκλήρου από μερίσματα εταιριών που είχαν την έδρα τους στη Γερμανία.

13.     Για το έτος αυτό η αυστριακή εφορία υπολόγισε τον φόρο εισοδήματος που όφειλε η Α. Lenz με τον συνήθη συντελεστή του φόρου εισοδήματος χωρίς να εφαρμόσει τον ειδικό εξοφλητικό φόρο ή τον μειωμένο κατά το ήμισυ συντελεστή που προβλέπουν τα άρθρα 37 και 97 του EStG.

14.     Η A. Lenz υπέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον της Finanzlandesdirektion für Tirol, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι η μη εφαρμογή του εξοφλητικού συντελεστή και του μειωμένου κατά το ήμισυ συντελεστή στα εισοδήματα που προέρχονται από συμμετοχή σε εταιρίες άλλων κρατών μελών αντιβαίνει στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που κατοχυρώνει το άρθρο 73 Β της Συνθήκης ΕΚ. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε και η A. Lenz άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof. Το δικαστήριο αυτό αμφέβαλε ως προς το ζήτημα αν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο οι εθνικές φορολογικές διατάξεις και υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο:

«1) Αντιβαίνει προς το άρθρο 73 Β, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, και παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, και παράγραφος 3, ΕΚ), μια ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 97, παράγραφοι 1 και 4, του Einkommensteuergesetz του 1988 (αυστριακού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, στο εξής: EStG) σε συνδυασμό με το άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 4, του EStG του 1988, η οποία προβλέπει ότι ο φορολογούμενος για μερίσματα από ημεδαπές μετοχές μπορεί να επιλέξει αν θα υπαχθεί γι’ αυτά σε κατ’ αποκοπή και εξοφλητική φορολόγηση με φορολογικό συντελεστή 25 % ή αν θα φορολογηθεί γι’ αυτά με φορολογικό συντελεστή ίσο με το ήμισυ του μέσου φορολογικού συντελεστή που ισχύει για ολόκληρο το εισόδημα, ενώ τα μερίσματα από αλλοδαπές μετοχές φορολογούνται πάντα με τον συνήθη συντελεστή που ισχύει για τη φορολογία εισοδήματος;

2) Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το ύψος του φόρου εισοδήματος κεφαλαιουχικής εταιρίας που έχει την έδρα και το κέντρο των αποφάσεών της σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, στο κεφάλαιο της οποίας έχει αναληφθεί συμμετοχή;

3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Μπορεί να επιτευχθεί μια συνάδουσα προς το άρθρο 73, παράγραφος 1, Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ), λύση διά του αναλογικού συμψηφισμού του φόρου νομικών προσώπων, που καταβάλλουν οι ανώνυμες εταιρίες με έδρα και κέντρο αποφάσεων σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες στο οικείο κράτος εγκαταστάσεως, με τον αυστριακό φόρο εισοδήματος, στον οποίο υπόκειται ο δικαιούχος των μερισμάτων;»

15.     Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, η Αυστριακή, η Δανική, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις. Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, η Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή παρέστησαν κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 2004.

16.     Με ερώτηση προς την Αυστριακή Κυβέρνηση το Δικαστήριο ζήτησε διευκρινίσεις ως προς τη φορολογική νομοθεσία που ίσχυε το 1996.

III – Νομική ανάλυση

Επί των δύο πρώτων ερωτημάτων

17.     Με τα δύο πρώτα ερωτήματα που πρέπει να συνεξετασθούν το Verwaltungsgerichtshof ερωτά αν μια νομοθεσία που δίνει τη δυνατότητα μόνο σε όσους πραγματοποιούν εθνικά εισοδήματα κεφαλαίων να επιλέξουν μεταξύ του ειδικού εξοφλητικού φόρου και του συνήθους φόρου εισοδήματος με συντελεστή μειωμένο κατά το ήμισυ, ενώ προβλέπει ότι τα αλλοδαπά εισοδήματα κεφαλαίων υπόκεινται αναγκαστικά στον συνήθη φόρο εισοδήματος χωρίς μειωμένο συντελεστή, συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Ερωτά εξάλλου αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το επίπεδο της φορολογίας που επιβάλλεται στα άλλα κράτη μέλη ή στις τρίτες χώρες στις εταιρίες που παράγουν τα εισοδήματα αυτά.

18.     Όπως προανέφερα, παρόμοιο ερώτημα υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στην υπόθεση Schimd στην οποία πάντως το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας διότι το αιτούν όργανο (Berufungssenat) δεν ήταν δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ. Με τις προτάσεις που ανάπτυξα στις 29 Ιανουαρίου 2002 στην υπόθεση εκείνη τάχθηκα και εγώ υπέρ του απαραδέκτου της προδικαστικής παραπομπής  (6) . Εξέτασα πάντως επικουρικώς το ζήτημα που ουσιαστικά υποβάλλεται και σήμερα από το Verwaltungsgerichtshof. Θα αναφερθώ συνεπώς συχνά στις προτάσεις αυτές.

19.     Για να δοθεί απάντηση στο προεκτεθέν ερώτημα θα πρέπει, όπως και στην υπόθεση Schimd, να εξεταστεί πρώτα αν ένα σύστημα όπως το επίδικο μπορεί να συνεπάγεται περιορισμό της κινήσεως κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 73 Β της Συνθήκης και, αν η απάντηση είναι καταφατική, να εξεταστεί στη συνέχεια αν το σύστημα αυτό δικαιολογείται βάσει του άρθρου 73 Δ.

i)      Ως προς τον περιοριστικό χαρακτήρα του επίδικου συστήματος

20.     Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, υπενθυμίζω προπάντων ότι «περιορισμούς στις κινήσεις των κεφαλαίων, υπό την έννοια [του άρθρου 73 Β της Συνθήκης] συνιστούν μέτρα επιβαλλόμενα από κράτος μέλος που είναι ικανά να αποθαρρύνουν τους κατοίκους του από το να [...] προβούν σε επενδύσεις σε άλλα κράτη μέλη»  (7) . Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι «η εξάρτηση της χορηγήσεως, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος των μετόχων που είναι φυσικά πρόσωπα, ενός φορολογικού πλεονεκτήματος, όπως η απαλλαγή των μερισμάτων, από την προϋπόθεση της προελεύσεως των μερισμάτων από εγκατεστημένες στην ημεδαπή εταιρίες συνιστά περιορισμό της κινήσεως κεφαλαίων»  (8) .

21.     Αυτό οφείλεται καθόσον μια τέτοια ρύθμιση:

– αφενός, «έχει ως αποτέλεσμα ότι αποθαρρύνει τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που κατοικούν [στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος] να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρίες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος»·

– αφετέρου, «έχει επίσης περιοριστικά αποτελέσματα έναντι των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη εταιριών καθόσον τις εμποδίζει να προσελκύουν κεφάλαια [στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος] στο μέτρο που τα μερίσματα που διανέμουν οι εταιρίες αυτές στους κατοίκους [του κράτους αυτού] τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής φορολογικής μεταχειρίσεως από τα μερίσματα που διανέμει οποιαδήποτε από τις εγκατεστημένες [στο ίδιο κράτος] εταιρίες οπότε οι μετοχές τους ή τα εταιρικά μερίδιά τους γίνονται λιγότερο ελκυστικά για τους έχοντες κατοικία [εντός του εν λόγω κράτους] απ’ ό,τι οι μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια των εδρευουσών σ’ αυτό το κράτος μέλος εταιριών»  (9) .

22.     Όπως υποστήριξα και στην υπόθεση Schmid, αν λάβουμε υπόψη τον όρο «περιορισμός στις κινήσεις των κεφαλαίων», κατά την έννοια του άρθρου 73 Β, τότε δεν μπορούμε παρά να δεχθούμε ότι υπάρχει τέτοιος περιορισμός στην περίπτωση ενός συστήματος, όπως το επίδικο, που για τα εισοδήματα ημεδαπών κεφαλαίων δίνει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ του εξοφλητικού φόρου με σταθερό συντελεστή 25 % και του συνήθους φόρου εισοδήματος με συντελεστή μειωμένο κατά 50 %, ενώ για τα εισοδήματα αλλοδαπών κεφαλαίων προβλέπει επιβολή του συνήθους φόρου εισοδήματος, χωρίς μείωση του συντελεστή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νομοθεσία αυτή αντιμετωπίζει ευνοϊκώς τα εισοδήματα ημεδαπών κεφαλαίων, καθόσον αποθαρρύνει τους ημεδαπούς επενδυτές να αποκτήσουν μετοχές και μερίδια σε εταιρίες άλλων κρατών μελών και εμποδίζει την εκ μέρους αυτών συγκέντρωση κεφαλαίων στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

23.     Όπως και στην υπόθεση Schmid φρονώ κατά συνέπεια ότι η επίδικη νομοθεσία, επιφυλάσσοντας προνομιακή μεταχείριση στα εισοδήματα ημεδαπών κεφαλαίων, σε σύγκριση με τα εισοδήματα αλλοδαπών κεφαλαίων, συνιστά περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων που απαγορεύεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 73 Β της Συνθήκης.

ii)    Ως προς την ενδεχόμενη δικαιολόγηση της επίδικης νομοθεσίας βάσει του άρθρου 73 Δ

24.     Το συμπέρασμα αυτό δεν σημαίνει πάντως κατ’ ανάγκη ότι η νομοθεσία αυτή δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

25.     Υπενθυμίζω και πάλι ότι κατά το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, «οι διατάξεις του άρθρου 73 Β δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών [...] να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά [...] τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους» ούτε το δικαίωμά τους «να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων»  (10) .

26.     Για να δοθεί απάντηση στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα του Verwaltungsgerichtshof πρέπει ακόμη να εξεταστεί αν η επίδικη νομοθεσία δικαιολογείται βάσει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

27.     Συναφώς, θα παρατηρήσω κατ’ αρχάς ότι η διάταξη αυτή, ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων  (11) , πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να δικαιολογήσει εθνικές διατάξεις και εθνικά μέτρα που συνιστούν «μέσο αυθαίρετης διάκρισης» ή «συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων [...] όπως ορίζεται στο άρθρο 73 Β» (άρθρο 73 Δ, παράγραφος 3, της Συνθήκης).

28.     Συνεπώς, οι περιορισμοί που συνεπάγεται ένα σύστημα όπως το υπό εξέταση μπορούν να γίνουν δεκτοί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, μόνον οσάκις η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εισοδημάτων ημεδαπών κεφαλαίων και των εισοδημάτων αλλοδαπών κεφαλαίων δικαιολογείται αντικειμενικά λόγω της διαφοράς των καταστάσεων ή από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος  (12) .

29.     Υπενθυμίζω επίσης ότι όσον αφορά τα μέτρα που σκοπούν να προλάβουν τις παραβάσεις της εθνικής φορολογικής νομοθεσίας το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, «για να μπορεί ένα μέτρο να εμπίπτει στο άρθρο 73 Δ της Συνθήκης, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκει και ότι δεν πρέπει να βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού»  (13) . Σε τελική ανάλυση, το μέτρο πρέπει να είναι «αναγκαίο για την προστασία των επιδιωκομένων στόχων», κατά την έννοια ότι οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν «με μέτρα λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων»  (14) .

30.     Για να κριθεί αν οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων που συνεπάγεται το επίδικο φορολογικό σύστημα μπορούν να γίνουν δεκτοί βάσει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, της Συνθήκης, πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζουν οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εισοδημάτων ημεδαπών κεφαλαίων και των εισοδημάτων αλλοδαπών κεφαλαίων δικαιολογείται αντικειμενικώς και δεν συνιστά αυθαίρετη διάκριση ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων.

31.     Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει συναφώς ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που προβλέπει η επίδικη νομοθεσία περιορίζονται στα μερίσματα των ημεδαπών εταιριών καθόσον η αυστριακή διοίκηση εισπράττει τον αναλογούντα φόρο άμεσα από τις εταιρίες που τα διανέμουν. Δεδομένου ότι αυτός ο τρόπος είσπραξης δεν είναι δυνατός στην περίπτωση εισοδημάτων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται από εταιρίες εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, είναι τεχνικά αδύνατο να δοθούν τα πλεονεκτήματα αυτά και στις εταιρίες αυτές.

32.     Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω εξ αρχής ότι μόνον ο εξοφλητικός φόρος εισπράττεται από την εταιρία που διανέμει τα κέρδη, η οποία προβαίνει σε παρακράτηση στην πηγή. Συνεπώς, μόνο γι’ αυτή τη μορφή φορολογίας η είσπραξη αντιμετωπίζει τεχνικό εμπόδιο το οποίο, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, θέτει τα εισοδήματα αλλοδαπών κεφαλαίων σε κατάσταση αντικειμενικά διαφορετική σε σύγκριση με τα εθνικά εισοδήματα πράγμα που δικαιολογεί τη διαφορετκή μεταχείριση.

33.     Μετά τη διευκρίνιση αυτή υπενθυμίζω ότι ήδη στην υπόθεση Schmid θεώρησα μάλλον αβάσιμη αυτή την επιχειρηματολογία. Πράγματι, ναι μεν για να εφαρμοστεί στην Αυστρία η παρακράτηση στην πηγή, πρέπει να υπάρχει κάποιος που μπορεί να καταβάλει τον φόρο σ’ αυτή τη χώρα, πλην όμως δεν αληθεύει ότι ο εξοφλητικός φόρος προϋποθέτει οπωσδήποτε παρακράτηση στην πηγή. Συγκεκριμένα, νομίζω ότι για να εισπραχθεί ένας φόρος όπως ο επίδικος (εξοφλητικός και με σταθερό συντελεστή 25 %) μπορούν να προβλεφθούν διαφορετικές τεχνικές διευθετήσεις που θα μπορούν να εφαρμοσθούν χωρίς πρόβλημα ακόμη και στα εισοδήματα που πραγματοποιούνται από αλλοδαπές εταιρίες.

34.     Όπως εξάλλου υπογράμμισε η Επιτροπή και στην παρούσα υπόθεση, ένα τέτοιο παράδειγμα δίνει η ίδια η προαναφερθείσα αυστριακή νομοθεσία, κατά την οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις όπου η παρακράτηση στην πηγή δεν είναι δυνατή, ο εξοφλητικός φόρος μπορεί να καταβληθεί με «εκούσια πληρωμή στο καταβάλλον ταμείο ενός ποσού που αντιστοιχεί στον φόρο εισοδήματος κεφαλαίων»  (15) . Για τα εισοδήματα που προέρχονται από αλλοδαπές εταιρίες, μπορεί δηλαδή να προβλεφθεί κάποια ανάλογη «εκούσια πληρωμή» στην εφορία που θα δίνει τη δυνατότητα να εφαρμοστεί και στα εισοδήματα αυτά ο εξοφλητικός φόρος και να αρθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι περιορισμοί που διαπιστώθηκαν στην κίνηση κεφαλαίων.

35.     Όσον αφορά τώρα τον μειωμένο κατά το ήμισυ συντελεστή φορολογία των εισοδημάτων εθνικών κεφαλαίων που υπόκεινται στον συνήθη φόρο εισοδήματος, όλες οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις υποστηρίζουν ότι η μείωση αυτή επιβάλλεται για να εξασφαλισθεί η συνοχή του εθνικού φορολογικού συστήματος και ότι ο σκοπός αυτός, όπως κρίθηκε με τις αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου  (16) , μπορεί «να δικαιολογήσει ρύθμιση περιορίζουσα τις θεμελιώδεις ελευθερίες»  (17) . Το επίδικο σύστημα δικαιολογείται ειδικότερα από το γεγονός ότι για τα κέρδη που πραγματοποιούν οι εγκατεστημένες στην Αυστρία εταιρίες έχουν καταβάλει ήδη σ’ αυτό το κράτος μέλος φόρο με σταθερό συντελεστή 34 % και θα ήταν, επομένως, άτοπο να φορολογηθούν εκ νέου κατά τη διανομή στους μετόχους με την επιβολή ολοκλήρου του φόρου εισοδήματος.

36.     Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη και η Επιτροπή έχουν πάντως διαφορετική άποψη και θεωρούν αδικαιολόγητη τη διαφορετική μεταχείριση των μερισμάτων αναλόγως του αν προέρχονται από ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρίες. Ειδικότερα, υπογραμμίζουν ότι το επίδικο σύστημα δεν δικαιολογείται από την προβαλλομένη ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος, προκειμένου να αποφευχθεί μια μορφή διπλής φορολογήσεως (από οικονομικής απόψεως), δεδομένου ότι ο φόρος εταιριών και ο φόρος εισοδήματος κεφαλαίων αφορούν διαφορετικά πρόσωπα.

37.     Όπως παρατήρησα και στην υπόθεση Schmid, νομίζω ότι δεν μπορεί να προβληθεί, εν προκειμένω, ούτε η ανάγκη που προβλήθηκε στις προαναφερθείσες υποθέσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι στις υποθέσεις εκείνες «υπήρχε άμεσος σύνδεσμος ανάμεσα στην παροχή ενός φορολογικού πλεονεκτήματος και στην αντιστάθμιση του πλεονεκτήματος αυτού με φορολογική εισφορά, διότι πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο της ίδιας φορολογικής πράξεως. Επρόκειτο στη συγκεκριμένη περίπτωση για τον σύνδεσμο ανάμεσα στην έκπτωση των εισφορών και στη φορολόγηση των χρηματικών ποσών που οφείλονταν από τους ασφαλιστές κατ’ εκτέλεση των συμβάσεων ασφάλειας γήρατος και ζωής και ο σύνδεσμος αυτός έπρεπε να προστατευθεί, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή του οικείου φορολογικού συστήματος»  (18) . Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση, δεν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του φόρου εταιριών και της επιβολής του φόρου εισοδήματος με μειωμένο κατά το ήμισυ συντελεστή, δεδομένου ότι, όπως και στην υπόθεση Verkooijen, «πρόκειται για δύο διαφορετικές φορολογήσεις που αφορούν διαφορετικές κατηγορίες φορολογουμένων» (τις εταιρίες και τους μετόχους)  (19) .

38.     Συνεπώς, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Verkooijen, δεν νομίζω ότι οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων που προκύπτουν από το επίδικο σύστημα μπορούν να δικαιολογηθούν με την ανάγκη εξασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος.

39.     Σε υποθέσεις όπως η υπό κρίση φρονώ επίσης ότι, αντίθετα με όσα παρατηρεί η Δανική Κυβέρνηση, σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, η ανάγκη συνοχής του φορολογικού συστήματος δεν μπορεί να προβληθεί ούτε όταν το εισόδημα των εταιριών που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος υπόκειται σ’ αυτό το κράτος μέλος σε υψηλότερη φορολογία.

40.     Όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή θα ήταν αδικαιολόγητο να εξαιρεθούν μόνο τα εισοδήματα αλλοδαπών κεφαλαίων από την εφαρμογή του εξοφλητικού φόρου και του φόρου με συντελεστή μειωμένο κατά το ήμισυ λόγω του επιπέδου φορολογίας στην οποία υπόκεινται οι εταιρίες. Συγκεκριμένα, η εξαίρεση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη αμέσου συνδέσμου μεταξύ του φόρου εταιριών και της φορολογίας των μετόχων που, όπως παρατήρησα, δεν υπάρχει στο αυστριακό φορολογικό σύστημα· συνεπώς δεν είναι εύλογο να δημιουργηθεί ένας τέτοιος σύνδεσμος μόνο για τη φορολογία των εισοδημάτων που πραγματοποιούν οι αλλοδαπές εταιρίες.

41.     Αδικαιολόγητο είναι επίσης να αποκλείονται τα φορολογικά πλεονεκτήματα λόγω της μικρότερης φορολογίας των αλλοδαπών εταιριών μεταξύ άλλων διότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι μέτοχοι φέρουν τις συνέπειες της ενδεχόμενης χορηγήσεως φορολογικού πλεονεκτήματος στις εταιρίες αυτές, πλεονεκτήματος του οποίου δεν μπορούν να επωφεληθούν παρά μόνο έμμεσα και ενδεχομένως, δηλαδή μόνο στην περίπτωση που η μικρότερη φορολογία συνεπάγεται τη διανομή υψηλότερων κερδών.

42.     Αυτό που θα παρατηρήσω πάντως, κυρίως, είναι ότι κατ’ αυτό τον τρόπο οι ιδιώτες αποθαρρύνονται να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρίες ενώ αυτές βρίσκουν σε άλλα κράτη μέλη καλύτερες συνθήκες αγοράς και συνεπώς είναι σε θέση να εξασφαλίσουν υψηλότερη απόδοση των επενδύσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πλεονεκτήματα που προέρχονται από τις διαφορές στην άμεση φορολογία των εταιριών εξουδετερώνονται με τη δυσμενή φορολογική μεταχείριση που σε τελική ανάλυση στερεί από τους ιδιώτες την ελευθερία να κινήσουν τα κεφάλαιά τους εντός της Κοινότητας  (20) .

43.     Τέλος, για να δικαιολογήσει την επίδικη αυστριακή νομοθεσία η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, αν ο εξοφλητικός φόρος ή ο μειωμένος συντελεστής επεκτεινόταν και στα μερίσματα που διανέμουν οι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη εταιρίες, τότε η εφορία της χώρας κατοικίας του μετόχου δεν θα μπορούσε να ελέγξει αποτελεσματικώς τα κέρδη που πραγματοποιούν οι εταιρίες αυτές. Το επίδικο σύστημα μπορεί δηλαδή να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Συνθήκης, κατά το οποίο οι διατάξεις του άρθρου 73 Β της Συνθήκης δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών «να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων».

44.     Νομίζω, όμως, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Όπως παρατήρησα στην υπόθεση Schmid, είναι προφανές ότι το επίδικο σύστημα δεν εξασφαλίζει καθόλου την αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, δεδομένου ότι η δυσμενής μεταχείριση των εισοδημάτων αλλοδαπών κεφαλαίων δεν δίνει τη δυνατότητα να εξακριβώνεται αν αυτά δηλώνονται νομοτύπως στην αυστριακή εφορία προκειμένου να τους επιβληθεί ο συνήθης φόρος εισοδήματος.

45.     Κατά συνέπεια, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα στοιχεία που επικαλούνται οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις δεν δικαιολογούν βάσει του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, της Συνθήκης τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων που συνεπάγεται το επίδικο φορολογικό σύστημα.

46.     Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι διατάξεις του άρθρου 73 Β, παράγραφος 1, της Συνθήκης σε συνδυασμό με το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ αντίκεινται σε μια νομοθεσία όπως η επίδικη, η οποία δίνει τη δυνατότητα μόνο στους πραγματοποιούντες εισοδήματα ημεδαπού κεφαλαίου να επιλέξουν μεταξύ του ειδικού εξοφλητικού φόρου και του συνήθους φόρου εισοδήματος με μειωμένο κατά το ήμισυ συντελεστή, ενώ προβλέπει ότι τα εισοδήματα αλλοδαπού κεφαλαίου υπόκεινται οπωσδήποτε στον συνήθη φόρο εισοδήματος, χωρίς μειωμένο συντελεστή.

47.     Το γεγονός ότι δεν χορηγείται στους πραγματοποιούντες εισοδήματα αλλοδαπού κεφαλαίου η προαναφερθείσα δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ των δύο διαφορετικών μορφών φορολογίας δεν δικαιολογείται από το γεγονός ότι το εισόδημα των εταιριών που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος υπόκειται στο κράτος αυτό σε υψηλότερη φορολογία.

Επί του τρίτου ερωτήματος

48.     Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 73 Β, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ) αντίκειται σε μια εθνική φορολογική νομοθεσία που δίνει τη δυνατότητα στον φορολογούμενο ο οποίος λαμβάνει μερίσματα από αλλοδαπές εταιρίες να μειώσει αναλόγως του εθνικού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων που καταβάλει στο εξωτερικό η εταιρία στην οποία έχει συμμετοχή.

49.     Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη και η Επιτροπή αμφισβητούν το παραδεκτό του ερωτήματος αυτού. Υποστηρίζουν ότι πρόκειται για καθαρά υποθετικό ερώτημα καθόσον τέτοια μείωση δεν υπάρχει στην αυστριακή έννομη τάξη.

50.     Εν πάση περιπτώσει, παρατηρεί η καθής στην κύρια δίκη, ακόμη και αν υπήρχε η μείωση αυτή δεν θα εξάλειφε τη διάκριση εις βάρος των προσώπων που λαμβάνουν μερίσματα από αλλοδαπές εταιρίες καθόσον, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εισοδήματα αυτά θα εξακολουθούσαν να φορολογούνται βαρύτερα από τα εισοδήματα ημεδαπών κεφαλαίων.

51.     Κατά την Επιτροπή, αντιθέτως, το κοινοτικό δίκαιο δεν αντίκειται, στην προαναφερθείσα περίπτωση, στη μείωση για την οποία κάνει λόγο το αιτούν δικαστήριο υπό τον όρο ότι εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στα ημεδαπά και στα αλλοδαπά μερίσματα.

52.     Αντιθέτως, κατά την Αυστριακή και τη Δανική Κυβέρνηση, η προαναφερθείσα μείωση ακόμη και αν εφαρμοζόταν μόνο στα εισοδήματα αλλοδαπών κεφαλαίων θα συμβιβαζόταν με τα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης ΕΚ. Η ενδεχόμενη δυσμενής φορολογική μεταχείριση εις βάρος των εισοδημάτων αυτών θα εδικαιολογείτο από την ανάγκη εξασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος και αποφυγής των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού προς όφελος των κρατών που προβλέπουν χαμηλότερη φορολογία των εταιριών που εδρεύουν στην επικράτειά τους.

53.     Θα παρατηρήσω ότι σύμφωνα με μια πολύ γνωστή νομολογία «η δικαιολογία της προδικαστικής παραπομπής και, κατά συνέπεια, της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου δεν είναι η διατύπωση συμβουλευτικών κρίσεων επί ερωτημάτων γενικών ή υποθετικών […] αλλά η ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως της διαφοράς»  (21) .

54.     Υπενθυμίζω επίσης ότι ακριβώς για να διατηρηθεί αυτή η λειτουργία της προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο διατηρεί μια διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις εκτιμήσεις που διατυπώνουν τα εθνικά δικαστήρια ως προς την ανάγκη και το λυσιτελές των ερωτημάτων που του υποβάλλονται που μπορεί να φθάσει ενδεχομένως μέχρι και την απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης  (22) .

55.     Κατόπιν αυτού θα παρατηρήσω ότι οι διατάξεις που μνημονεύει η διάταξη περί παραπομπής δεν προβλέπουν τη δυνατότητα μειώσεως στην Αυστρία του φόρου εταιριών που καταβάλλεται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. Από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει εξάλλου αν η μείωση αυτή είναι δυνατόν να πηγάζει από άλλες διατάξεις μέσω ερμηνείας.

56.     Εξάλλου, η Αυστριακή Κυβέρνηση από την οποία το Δικαστήριο ζήτησε διευκρινίσεις ως προς το αυτό το σημείο επιβεβαίωσε ότι η φορολογική νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της κύριας δίκης δεν προβλέπει δυνατότητα εκπτώσεως όπως αυτή που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο ούτε και μέσω διασταλτικής ερμηνείας του νόμου.

57.     Αν όμως –όπως διευκρίνισε η ίδια η Αυστριακή Κυβέρνηση– η μείωση αυτή δεν υπάρχει στην εθνική νομοθεσία, τότε η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη και η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζουν ότι το τρίτο ερώτημα είναι καθαρά υποθετικό.

58.     Αν είναι ορθή η άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως, η απάντηση του Δικαστηρίου στο ερώτημα αυτό θα συνιστούσε συμβουλευτική γνώμη ως προς τον τρόπο που θα μπορούσε να ακολουθήσει, γενικώς, ένα κράτος μέλος για να εξαλείψει τους περιορισμούς στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων που συνεπάγεται η φορολογική νομοθεσία του. Το Δικαστήριο πάντως θα επέλυε ένα πρόβλημα καθαρά υποθετικό που δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της κύριας υπόθεσης.

59.     Φρονώ συνεπώς ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος του Verwaltungsgerichtshof.

60.     Ωστόσο, αν το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το περίπλοκο των επίδικων φορολογικών διατάξεων και τις αμφιβολίες που διατυπώνει το αυστριακό δικαστήριο, κρίνει παρ’ όλ’ αυτά σκόπιμο να απαντήσει στο ερώτημα, η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να είναι αρνητική.

61.     Συγκεκριμένα, φρονώ ότι μια εθνική νομοθεσία που δίνει τη δυνατότητα στον φορολογούμενο ο οποίος λαμβάνει μερίσματα από αλλοδαπές εταιρίες να εκπέσει από τον εθνικό φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων που καταβάλλει στο εξωτερικό η εταιρία στην οποία έχει συμμετοχή προκαλεί περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων η οποία κατ’ αρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 73 Β της Συνθήκης ΕΚ, αν η νομοθεσία αυτή προβλέπει ευνοϊκή μεταχείριση των εισοδημάτων ημεδαπού κεφαλαίου. Πάντως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εφαρμογή αυτής της μείωσης αποβαίνει εις βάρος των εισοδημάτων αλλοδαπού κεφαλαίου.

62.     Θα προσθέσω εξάλλου ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν η Αυστριακή και η Δανική Κυβέρνηση, η ενδεχόμενη άνιση μεταχείριση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε με την ανάγκη συνοχής του φορολογικού συστήματος ούτε με την ανάγκη αποφυγής των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού υπέρ των κρατών που προβλέπουν χαμηλότερη φορολογία των εταιριών και ούτο για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 39 έως 42.

IV – Πρόταση

63.     Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα του Verwaltungsgerichtshof:

«1.    Οι διατάξεις του άρθρου 73 Β, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ) σε συνδυασμό με το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 58, παράγραφος 1, ΕΚ), αντίκειται σε μια νομοθεσία όπως αυτή που προβλέπουν τα άρθρα 37 και 97 του EStG 1988 (BGBl. 1988/400), όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl 1996/797, η οποία δίνει τη δυνατότητα μόνο στους πραγματοποιούντες εισοδήματα ημεδαπών κεφαλαίων να επιλέξουν μεταξύ του ειδικού εξοφλητικού φόρου και του συνήθους φόρου εισοδήματος με μειωμένο κατά το ήμισυ συντελεστή, ενώ προβλέπει ότι τα αλλοδαπά εισοδήματα κεφαλαίου υπόκεινται οπωσδήποτε στον συνήθη φόρο εισοδήματος χωρίς μειωμένο συντελεστή.

2.      Το γεγονός ότι δεν χορηγείται στους πραγματοποιούντες αλλοδαπά εισοδήματα κεφαλαίου η προαναφερθείσα δυνατότητα επιλογής μεταξύ των δύο διαφορετικών μορφών φορολογίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το γεγονός ότι το εισόδημα των εταιριών που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος υπόκειται στο κράτος αυτό σε χαμηλότερη φορολογία.

3.      Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα που του υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof με διάταξη της 27ης Αυγούστου 2002.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2 – Απόφαση της 30ής Μαΐου 2002, C-516/99, Schmid (Συλλογή 2002, σ. I-4573).


3 – BGBl. 1988/400 όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl. 1996/201.


4 – Όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl. 1996/797.


5 – Όπως δημοσιεύθηκε στο BGBl. 1996/797.


6 – Προτάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2002, υπόθεση C-516/99, Schmid (Συλλογή 2002, σ. I-4573).


7 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-478/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-7587, σκέψη 18)· κατά την αυτή έννοια αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1995, C-484/93 Svensson και Gustavsson (Συλλογή 1995, σ. I-3955, σκέψη 10)· της 16ης Μαρτίου 1999, C-222/97, Trummer και Mayer (Συλλογή 1999, σ. I-1661, σκέψη 26), και της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-439/97, Sandoz (Συλλογή 1999, σ. I-7041, σκέψη 19).


8 – Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen (Συλλογή 2000, σ. I-4071, σκέψη 36).


9 – Απόφαση Verkooijen, προαναφερθείσα, σκέψεις 34 και 35.


10 – Άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄.


11 – Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2000, C-54/99, Eglise de scientologie (Συλλογή 2000, σ. I-1335, σκέψη 17).


12 – Κατ’ αυτή την έννοια νομίζω πρέπει να ερμηνευθεί η απόφαση Verkooijen, η οποία, σε σχέση με το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, κρίνει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι «ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ [της διάταξης αυτής], οι εθνικές φορολογικές διατάξεις όπως αυτές τις οποίες αφορά το εν λόγω άρθρο κατά το μέτρο που θέσπιζαν ορισμένες διακρίσεις που βασίζονταν π.χ. στον τόπο κατοικίας των φορολογουμένων μπορούσαν να είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο εφόσον εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις που δεν ήταν αντικειμενικώς συγκρίσιμες (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. I-225) ή μπορούσαν να δικαιολογηθούν βάσει επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα της συνοχής του φορολογικού συστήματος (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann, Συλλογή 1992, σ. I-249, και C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. I-305, σκέψη 43)».


13 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Βελγίου, προαναφερθείσα, σκέψη 41.


14 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-163/94, C-165/94 και C-250/94, Sanz de Lera κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-4821, σκέψη 23).


15 – Άρθρο 97, παράγραφος 2, του EStG.


16 – Προαναφερθείσες στην υποσημείωση 12.


17 – Απόφαση Verkooijen, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 56.


18 – Απόφαση Verkooijen, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 57· η υπογράμμιση δική μου.


19 – Απόφαση Verkooijen, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 58.


20 – Ως προς την αδυναμία δικαιολογήσεως δυσμενούς φορολογικής μεταχείρισης που δεν συμβιβάζεται με κάποια θεμελιώδη ελευθερία λόγω της υπάρξεως άλλων φορολογικών πλεονεκτημάτων, βλ. απόφαση Verkooijen, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 61. Βλ., επίσης, όσον αφορά το άρθρο 43 ΕΚ, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, 270/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1986, σ. 273, σκέψη 21)· της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94, Asscher (Συλλογή 1996, σ. I-3089, σκέψη 53)· και κυρίως, όσον αφορά το άρθρο 49 ΕΚ, την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999, C-294/97, Eurowings Luftverkehrs (Συλλογή 1999, σ. I-7447, σκέψεις 43 έως 45).


21 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1995, C-422/93 έως C-424/93, Zabala Erasum κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-1567, σκέψη 29), και της 12ης Μαρτίου 1998, C-314/95, Djabali (Συλλογή 1998, σ. 1149, σκέψεις 17 έως 20).


22 – Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένα ότι «αδυνατεί να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν από εθνικό δικαστήριο όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως» (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C-36/99, Idéal tourisme, Συλλογή 2000, σ. Ι-6049, σκέψη 20). Βλ. επίσης τις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992 C-343/90, Lourenço Dias (Συλλογή 1992, σ. I-4673, σκέψεις 17 και 18)· της 16ης Ιουλίου 1992, C-83/91, Meilicke (Συλλογή 1992, σ. I-4871, σκέψη 25)· της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 61), και της 9ης Μαρτίου 2000, C-437/97, EKW και Wein & Co. (Συλλογή 2000, σ. I-1157, σκέψη 52).