Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
L. A. GEELHOED
της 10ης Απριλίου 2003 (1)


Υπόθεση C-169/02



Dansk Postordreforening
κατά
Skatteministeriet


[αίτηση του Østre Landsret (Δανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Απαλλαγές του φόρου προστιθεμένης αξίας – Παροχές υπηρεσιών εκ μέρους των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών






Ι ─ Εισαγωγή

1. Το αιτούν δικαστήριο, το Østre Landsret (περιφερειακό δικαστήριο της ανατολικής Δανίας), υπέβαλε δύο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών ─ Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (στο εξής: έκτη οδηγία)  (2) .

2. Συγκεκριμένα, τα ερωτήματα αυτά αφορούν το άρθρο 13, μέρος Α, της έκτης οδηγίας, που προβλέπει απαλλαγές του ΦΠΑ υπέρ ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος. Έτσι, απαλλάσσονται, μεταξύ άλλων, οι παροχές υπηρεσιών και οι παρεπόμενες των παροχών αυτών παραδόσεις αγαθών, που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Το αιτούν δικαστήριο ρωτά το Δικαστήριο σε ποιο βαθμό η οδηγία απαγορεύει σε κράτος μέλος να εισπράττει τον ΦΠΑ εκ μέρους δημόσιας ταχυδρομικής υπηρεσίας αποστολής επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή σε ιδιώτες.

3. Πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (στο εξής: οδηγία περί ταχυδρομείων)  (3) , περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με την παροχή της γενικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στην Κοινότητα και περιορίζει τις υπηρεσίες που μπορούν να επιφυλαχθούν σε ορισμένες επιχειρήσεις ή σε ορισμένες υπηρεσίες. Το θέμα που τίθεται εδώ αφορά το περιεχόμενο της οδηγίας αυτής στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 13, μέρος Α, της έκτης οδηγίας.

ΙΙ ─ Νομικό πλαίσιο

Α ─Κοινοτικό δίκαιο

4. Καθόσον μας αφορά, το άρθρο 13, μέρος Α, της έκτης οδηγίας ορίζει, με τον τίτλο Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος, τα εξής:

1. Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

α) τις παροχές υπηρεσιών και τις παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες [...]

.

5. Το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67 προβλέπει τα εξής:

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες να απολαύουν του δικαιώματος καθολικής υπηρεσίας, που αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες.

2. Προς τούτο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πυκνότητα των σημείων επαφής και των σημείων πρόσβασης να λαμβάνει υπ' όψη τις ανάγκες των χρηστών.

3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο παρέχων ή οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας να εγγυώνται καθ' όλες τις εργάσιμες ημέρες, τουλάχιστον πέντε ημέρες την εβδομάδα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων ή γεωγραφικών συνθηκών οι οποίες αξιολογούνται ως τέτοιες από τις εθνικές κανονιστικές αρχές, τουλάχιστον:

─μια συλλογή,

─μια διανομή κατ' οίκον για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή, κατά παρέκκλιση και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η κανονιστική αρχή, σε προσήκουσες εγκαταστάσεις.

Τυχόν εξαιρετικές περιστάσεις ή παρεκκλίσεις που αναγνωρίζονται από μία εθνική κανονιστική αρχή σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή και σε όλες τις εθνικές κανονιστικές αρχές.

4. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών:

─τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων βάρους έως 2 kg,

─τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών δεμάτων βάρους έως 10 kg,

─τις υπηρεσίες των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία.

[...]

7. Η καθολική υπηρεσία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες.

6. Το άρθρο 7 της οδηγίας περί ταχυδρομείων έχει ως εξής:

1. Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, οι υπηρεσίες που μπορούν να ανατίθενται αποκλειστικά από κάθε κράτος μέλος στον φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας είναι η συλλογή, η διαλογή, η μεταφορά και η διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού, είτε με ταχύτερη διανομή είτε όχι, των οποίων η τιμή είναι μικρότερη από το πενταπλάσιο του δημοσίου τέλους ενός αντικειμένου αλληλογραφίας της πρώτης βαθμίδας βάρους της ταχύτερης τυποποιημένης κατηγορίας, αν υπάρχει, εφόσον το βάρος τους δεν υπερβαίνει τα 350 g. [...]

2. Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, η διασυνοριακή αλληλογραφία και το διαφημιστικό ταχυδρομείο μπορούν να συνεχίσουν να ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα εντός των ορίων τιμής και βάρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

7. Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής προβλέπει:

1. Για τις μη αποκλειστικές υπηρεσίες, οι οποίες είναι εκτός του πεδίου της καθολικής υπηρεσίας όπως ορίζεται στο άρθρο 3, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν γενικές άδειες στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις.

2. Για τις μη αποκλειστικές υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας όπως ορίζεται στο άρθρο 3, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν διαδικασίες χορήγησης άδειας, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών αδειών, στο βαθμό που είναι αναγκαίος στο μέτρο που απαιτείται προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις και να διασφαλισθεί η καθολική υπηρεσία.

B ─Εθνικό δίκαιο

8. Το κεφάλαιο 2 του δανικού νόμου σχετικά με τις ταχυδρομικές δραστηριότητες  (4) διέπει τις σχετικές με την καθολική υπηρεσία υποχρεώσεις και το αποκλειστικό δικαίωμα. Το άρθρο 2 του νόμου προβλέπει τα εξής:

1. Το κράτος υποχρεούται να εξασφαλίζει σε όλη την επικράτεια την ταχυδρομική διεκπεραίωση των ακόλουθων αποστολών:

1) Επιστολών με διεύθυνση [...]

2) Άλλων επιστολών με διεύθυνση με ομοιόμορφο, έντυπο περιεχόμενο, που δεν είναι συσκευασμένο, π.χ. καταλόγων και πληροφοριακών εντύπων.

3) Ημερήσιων, εβδομαδιαίων και μηνιαίων εκδόσεων καθώς και περιοδικών.

4) Δεμάτων με διεύθυνση.

5) Επιστολών για τυφλούς.

9. Το άρθρο 3 του νόμου είναι διατυπωμένο ως εξής:

1. Το κράτος έχει αποκλειστικό δικαίωμα ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως ημεδαπών επιστολών με διεύθυνση, με τις οποίες νοούνται:

1) Αποστολές με διεύθυνση, ανεξαρτήτως περιεχομένου, όταν περιέχονται σε φάκελο ή σε παρόμοια συσκευασία.

2) Γραπτή αλληλογραφία με διεύθυνση, περιλαμβανομένων των καρτ-ποστάλ, με προσωπικό περιεχόμενο.

2. Το αποκλειστικό δικαίωμα δεν περιλαμβάνει εντούτοις την ταχυδρομική διεκπεραίωση καταλόγων, πληροφοριακών εντύπων, εφημερίδων ή περιοδικών και άλλες αποστολές με διεύθυνση με ομοιόμορφο σχήμα, έντυπο περιεχόμενο, που έχουν τοποθετηθεί σε διαφανή συσκευασία.

3. Το κράτος έχει επίσης αποκλειστικό δικαίωμα ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως στη δανική επικράτεια επιστολών με διεύθυνση που στέλλονται στο εξωτερικό από αποστολείς στη Δανία ή από το εξωτερικό σε παραλήπτες στη Δανία.

4. Ο Υπουργός Μεταφορών μπορεί να θεσπίζει κανόνες περί περιορισμού ή καταργήσεως του αποκλειστικού δικαιώματος ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως στη δανική επικράτεια επιστολών με διεύθυνση που στέλλονται στο εξωτερικό από αποστολείς στη Δανία.

5. Το αποκλειστικό δικαίωμα της ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως επιστολών με διεύθυνση περιλαμβάνει τη συλλογή, τη μεταφορά και τη διανομή τους.

6. Ο Υπουργός θεσπίζει κανόνες για τα όρια βάρους και τιμής καθώς και τις διαστάσεις των κατά τις παραγράφους 1 και 3 αποστολών.

7. Το ταχυδρομείο με αγγελιοφόρο δεν περιλαμβάνεται στο αποκλειστικό δικαίωμα.

10. Χάρη σε παραχώρηση εκ μέρους της δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του νόμου, το αποκλειστικό δικαίωμα και οι υποχρεώσεις του κράτους σχετικά με την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία μεταβιβάστηκαν στην Post Danmark.

11. Η προκειμένη περίπτωση αφορά τις αποστολές επί αντικαταβολή. Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, πρόκειται για αποστολές για τις οποίες το ταχυδρομείο, δεν διασφαλίζει μόνο τη διεκπεραίωση για λογαριασμό του αποστολέα, αλλά δέχεται, ως προϋπόθεση της παραδόσεως της επιστολής ή του δέματος στον παραλήπτη, αντικαταβολή αφορώσα το περιεχόμενο της επιστολής του δέματος, την οποία στη συνέχεια επιστρέφει στον αποστολέα.

12. Με μη οριστική απόφαση, εκδοθείσα την 1η Ιουνίου 2001 στην παρούσα υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε ότι η αποστολή επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή πρέπει, δυνάμει της δανικής ταχυδρομικής νομοθεσίας, να θεωρηθεί ως μία και μόνον παροχή. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Post Danmark δεν φέρει καμία υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας όσον αφορά τις επιστολές και τα δέματα αυτής της κατηγορίας. Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Post Danmark δεν απολαύει, σύμφωνα με τη δανική νομοθεσία, αποκλειστικού δικαιώματος όσον αφορά τις αποστολές επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή, δεδομένου ότι το αποκλειστικό δικαίωμα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζεται στις εμπίπτουσες στην καθολική υπηρεσία παροχές.

13. Τούτο μας οδηγεί στην εξέταση των διατάξεων του δανικού νόμου περί του ΦΠΑ όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει το ταχυδρομείο. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, initio και στοιχείο 13 του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 442 της 10ης Ιουνίου 1997, σχετικά, μεταξύ άλλων, με την τροποποίηση του νόμου περί του ΦΠΑ, ορίζει ότι: απαλλάσσονται του φόρου τα ακόλουθα προϊόντα και υπηρεσίες: [...] η συλλογή και η διανομή από την Post Danmark επιστολών, δεμάτων, ημερησίων, εβδομαδιαίων και μηνιαίων περιοδικών, που φέρουν διεύθυνση. Η εν λόγω απαλλαγή αφορά επίσης τις αποστολές επιστολών και δεμάτων που φέρουν διεύθυνση και αποστέλλονται ως συστημένα ή με δηλωμένη αξία.

14. Όσον αφορά τις επί αντικαταβολή αποστολές, στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου τροποποιήσεως του νόμου περί του ΦΠΑ περιλαμβάνεται το εξής: δυνάμει των διοικητικών τροποποιήσεων που θεσπίστηκαν με την νομοθεσία περί ταχυδρομείων, οι αποστολές αυτές, από την 1η Ιουλίου 1996, θεωρούνται ως μία και η αυτή παροχή, η οποία δεν εμπίπτει στην καθολική υπηρεσία. Πάντως, βάσει της διατυπώσεως του νόμου περί του ΦΠΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αποστολή επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή υπόκειται, στο σύνολό της, στον ΦΠΑ. Η τροποποίηση της διατυπώσεως σκοπεί στην πλήρη επιβολή ΦΠΑ επί των αποστολών αυτών και στη θέσπιση πλήρους αρμονίας μεταξύ της απαλλαγής από τον ΦΠΑ και της υποχρεώσεως της καθολικής υπηρεσίας που εκπληροί η Post Danmark δυνάμει του άρθρου 89 της 8ης Φεβρουαρίου 1995 σχετικά με τις ταχυδρομικές δραστηριότητες.

15. Στο εξής, από την 1η Ιουλίου 1996, ο ΦΠΑ εισπράττεται επί της συνολικής αξίας της παροχής της υπηρεσίας που συνίσταται στην αποστολή από την Post Danmark επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή, ενώ απαλλάσσεται του φόρου η επιστολή παρεμφερών επιστολών και δεμάτων χωρίς αντικαταβολή ταχυδρομικών τελών.

16. Από την 1η Ιανουαρίου 2002, η αποστολή δεμάτων μεταξύ επιχειρήσεων ─ως μεμονωμένη υπηρεσία─ δεν εμπίπτει πλέον στην καθολική υπηρεσία. Κατά συνέπεια, αποφασίστηκε ότι στην υπηρεσία αυτή θεωρείται ότι επιβάλλεται ΦΠΑ.

ΙΙΙ ─ Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

17. Στη Δανία, η δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία πήρε τη μορφή αυτόνομης δημόσιας επιχειρήσεως, αποκαλουμένης Post Danmark. Η Post Danmark προσφέρει, μεταξύ άλλων, υπηρεσία αποστολής επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή. Η Post Danmark έχει περίπου 1 100 ταχυδρομεία κατανεμημένα σε όλη τη χώρα, τα οποία διαχειρίζεται η ίδια ή σε συνεργασία με τοπικούς επιχειρηματίες (ταχυδρομικά καταστήματα κ.λπ.). Στην πράξη, ένα σημαντικό μέρος των αποστολών επί αντικαταβολή σε ιδιώτες πραγματοποιείται στο ταχυδρομείο, διότι ο παραλήπτης απουσιάζει κατά την ταχυδρομική διανομή.

18. Μολονότι η Post Danmark παρέχει, σε ανταγωνισμό με άλλες επιχειρήσεις, υπηρεσίες παραδόσεως δεμάτων και προωθήσεως βαρέων επιστολών (βάρους άνω των 250 g), ήταν και εξακολουθεί να είναι επί σειρά ετών ο μοναδικός φορέας παροχής υπηρεσιών μαζικών αποστολών επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή για ιδιωτικές κατοικίες.

19. Στον τομέα των αποστολών ταχυδρομικών δεμάτων σε ιδιώτες, η Post Danmark παρέχει ένα προϊόν που καλείται ιδιωτικά δέματα. Πρόκειται για ταχυδρομικά δέματα, τα οποία οι επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται μέλη της Dansk Postordreforening (δανική ένωση πωλήσεων μέσω ταχυδρομείου), παραδίδουν, δυνάμει συμφωνίας, στην Post Danmark η οποία τα διαβιβάζει σε ιδιώτες. Περαιτέρω, η Post Danmark παρέχει ένα προϊόν που καλείται ταχυδρομικά δέματα, το οποίο υποδηλώνει τα συνήθη ταχυδρομικά δέματα, που πωλούνται στα ταχυδρομεία, τα οποία χρησιμεύουν τυπικώς για αποστολές ιδιωτικού χαρακτήρα.

20. Η Post Danmark έχει, κατά τη δανική νομοθεσία, υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας όσον αφορά τις επιστολές, τα ιδιωτικά δέματα και τα ταχυδρομικά δέματα που δεν αποστέλλονται με την επιφύλαξη αντικαταβολής. Περαιτέρω, οι αποστολές αυτές απαλλάσσονται του ΦΠΑ. Αντιθέτως, αν μια επιστολή, ένα ιδιωτικό δέμα ή ένα ταχυδρομικό δέμα αποτελεί αποστολή επί αντικαταβολή, η Post Danmark δεν έχει πλέον την υποχρέωση αυτή και στην όλη υπηρεσία επιβάλλεται ΦΠΑ.

21. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είναι, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, ένωση, μέλη της οποίας είναι πολλές δανικές επιχειρήσεις πωλήσεως μέσω ταχυδρομείου. Η ένωση έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των μελών της έναντι της Post Danmark, της Tele Danmark και άλλων μελών κοινοπραξιών, και έναντι των δημοσίων αρχών, οργανισμών και του κοινού. Τα μέλη της ενώσεως διενεργούν, μεταξύ άλλων διαδικασιών, αποστολές επί αντικαταβολή για την παράδοση εμπορευμάτων παραγγελθέντων από ιδιώτες καταναλωτές.

22. Η κύρια προσφυγή ασκήθηκε στις 3 Μαΐου 1999 και αφορά το ζήτημα αν και, ενδεχομένως, σε ποιο μέτρο το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας εμποδίζει κράτος μέλος να εισπράττει τον ΦΠΑ επί της αποστολής σε ιδιώτες εκ μέρους της δημόσιας ταχυδρομικής υπηρεσίας επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή.

23. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο, με διάταξη της 1ης Μαΐου 2002, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Μαΐου 2002, ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση επί των ακολούθων ερωτημάτων:

1) Έχει το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου) την έννοια:

i) ότι κράτος μέλος δικαιούται να επιβάλλει ΦΠΑ στις εκ μέρους των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών αποστολές επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή σε ιδιώτες, όταν το κράτος μέλος αυτό έχει εξαιρέσει τις αποστολές αυτές από το αποκλειστικό δικαίωμα και την υποχρέωση διεκπεραιώσεως σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί ταχυδρομείων, ή

ii) ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απέχουν από την επιβολή ΦΠΑ σε τέτοιου είδους αποστολές;

2) Σε περίπτωση που δεν μπορεί να δοθεί σαφής καταφατική απάντηση ούτε στο πρώτο ούτε στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει τότε να κρίνεται αν ένα κράτος μέλος δικαιούται υπό τις περιγραφόμενες στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος περιστάσεις να επιβάλλει ΦΠΑ σε αποστολές επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή σε ιδιώτες ή υποχρεούται να απέχει από την επιβολή ΦΠΑ σε τέτοιου είδους αποστολές;

24. Η προσφεύγουσα και το καθού της κύριας δίκης, καθώς και η Επιτροπή και η Ιταλική Κυβέρνηση κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν έλαβε χώρα επ' ακροατηρίου συζήτηση.

IV ─ Εμπεριστατωμένη εξέταση των κρισίμων για την υπόθεση διατάξεων του κοινοτικού δικαίου

Α ─Περιεχόμενο της έκτης οδηγίας και, ειδικότερα, του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄

25. Η οδηγία προβλέπει, κυρίως, ότι ο ΦΠΑ εισπράττεται επί των παροχών υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας υπό υποκείμενο στον φόρο (άρθρο 2). Το κεφάλαιο Χ, μέρος του οποίου αποτελεί το άρθρο 13, προβλέπει απαλλαγές από τον ΦΠΑ για ορισμένες κατηγορίες πράξεων. Η προβλεπόμενη από την οδηγία απαλλαγή αποτελεί παρέκκλιση της γενικής αρχής που εκφράζεται στο άρθρο 2. Η παρέκκλιση αυτή συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο μόνον εάν είναι ρητώς αποδεκτή δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας.

26. Το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, χορηγεί απαλλαγή όσον αφορά τις παροχές υπηρεσιών και τις παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, εξαιρέσει της μεταφοράς προσώπων και των τηλεπικοινωνιών, που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Η διάταξη διατυπώνεται πολύ γενικώς και η οδηγία δεν διευκρινίζει τι πρέπει να νοηθεί με τις χρησιμοποιούμενες στο άρθρο αυτό έννοιες των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών και παροχών υπηρεσιών.

27. Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει ποιες παροχές των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών απολαύουν της απαλλαγής από τον ΦΠΑ του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄. Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έκτη οδηγία, και ειδικότερα με το άρθρο 13, μέρος Α, καταδεικνύει, λόγω της αφθονίας της, ότι το περιεχόμενο των εξαιρέσεων δεν είναι προφανές, παρά τον λεπτομερή χαρακτήρα της οδηγίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου παρέχει πάντως κατευθυντήριες γραμμές βάσει των οποίων μπορεί να καθοριστεί το περιεχόμενο των εννοιών που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας.

28. Κατ' αρχάς, θα προβώ σε μια προκαταρκτική παρατήρηση. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 της έκτης οδηγίας απαλλαγές αφορούν τις οικονομικές δραστηριότητες με συγκεκριμένους προσανατολισμούς. Πάντως, οι δραστηριότητες αυτές δεν επισημαίνονται πάντοτε με τη βοήθεια αμιγώς υλικών ή λειτουργικών εννοιών. Η πλειοψηφία των διατάξεων ─και μεταξύ άλλων η προβλεπομένη στο στοιχείο α΄ απαλλαγή─ υποδεικνύουν επίσης από ποιον πρέπει να ασκείται η απαλλασσόμενη δραστηριότητα.

29. Η διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των απαλλαγών του άρθρου 13 της οδηγίας τυγχάνει συσταλτικής ερμηνείας. Η νομολογία δικαιολογεί τη συσταλτική αυτή ερμηνεία με τέσσερις λόγους. Πρώτον, το άρθρο 13 δεν απαλλάσσει όλες τις δραστηριότητες γενικού συμφέροντος, αλλά μόνον τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό και περιγράφονται λεπτομερώς  (5) . Δεύτερον, επιβάλλεται συσταλτική ερμηνεία των απαλλαγών, δεδομένου ότι οι απαλλαγές συνιστούν παρέκκλιση της γενικής αρχής ότι ο ΦΠΑ εισπράττεται επί κάθε παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται επαχθώς από υποκείμενο στον φόρο  (6) . Τρίτον, οι διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρώς για να τηρείται η αρχή της ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως, βάσει της οποίας πρέπει να προλαμβάνονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού  (7) . Τέταρτον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.

30. Ο κοινοτικός νομοθέτης επιθυμεί, με τη βοήθεια της τελευταίας αυτής αρχής, να διασφαλίζει εντελώς ουδέτερη φορολογική μεταχείριση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, ανεξαρτήτως του σκοπού τους ή του αντικειμένου τους, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές υπάγονται καθαυτές στην επιβολή του ΦΠΑ. Συναφώς, η απόφαση Gregg  (8) έχει ιδιαίτερη σημασία. Το Δικαστήριο ερμηνεύει στην απόφαση αυτή ευρέως τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων και οργανισμών. Το Δικαστήριο στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Έτσι, οι επιχειρηματίες που πραγματοποιούν τις ίδιες πράξεις δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από απόψεως επιβολής του ΦΠΑ λόγω της νομικής τους μορφής.

31. Κατά τα λοιπά, οι δύο αρχές, της ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως και της φορολογικής ουδετερότητας, είναι συγκρίσιμες, αλλά χρησιμοποιούνται σε διαφορετικά πλαίσια. Η πρώτη αρχή χρησιμοποιείται σε διακρατικό πλαίσιο, ενώ η δεύτερη χρησιμοποιείται σε εσωτερικές υποθέσεις.

32. Κατά πάγια νομολογία, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 της έκτης οδηγίας απαλλαγές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του κοινοτικού δικαίου, οι οποίες σκοπούν στην αποφυγή των αποκλίσεων κατά την εφαρμογή του συστήματος του ΦΠΑ από ένα κράτος μέλος σε άλλο  (9) .

33. Στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας της 11ης Ιουλίου 1985 προτείνεται ένας ορισμός των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας εφαρμόζεται μόνον στις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Το Δικαστήριο εννοεί ως δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία οργανισμό δημοσίου δικαίου ή επιχείρηση που ασκεί τη δραστηριότητα κατά παραχώρηση, στην οποία κράτος μέλος ανέθεσε τις ταχυδρομικές δραστηριότητες. Αποκλείονται της απαλλαγής του ΦΠΑ οι άλλες εμπορικές επιχειρήσεις, ακόμη και αν οι δραστηριότητές τους επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς  (10) .

34. Παρατηρώ ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε πριν από την έκδοση της ταχυδρομικής οδηγίας και των τροποποιήσεων που η οδηγία αυτή επέφερε στις σχέσεις του τομέα των ταχυδρομείων. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καθορίσει το περιεχόμενο της έννοιας της δημόσιας ταχυδρομικής υπηρεσίας εν όψει της οδηγίας αυτής. Θα επανέλθω επ' αυτού κατά τη νομική εκτίμηση.

35. Διαπιστώνονται μεγάλες διαφορές μεταξύ κρατών μελών στον τρόπο με τον οποίο το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας τέθηκε σε εφαρμογή. Έτσι, στη Γερμανία, δικαιούνταν της απαλλαγής οι αποστολές μέχρι 2 χιλιόγραμμα καθώς και οι αποστολές επί αντικαταβολή. Στην Αυστρία, απαλλάσσεται του ΦΠΑ η αποστολή, δυνάμει της καθολικής υπηρεσίας, των επιστολών μέχρι 2 χιλιόγραμμα και των δεμάτων μέχρι 20 χιλιόγραμμα. Η υπηρεσία αυτή παρέχεται από το Österreichische Post Aktiengesellschaft. Οι αποστολές επί αντικαταβολή εμπίπτουν, σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία, στην καθολική υπηρεσία και, βάσει αυτού, απαλλάσσονται του ΦΠΑ. Στο Βέλγιο και τη Γαλλία, απαλλάσσονται όλες οι παροχές των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των αποστολών επί αντικαταβολή. Αντιθέτως, στη Φινλανδία και τη Σουηδία, όλες οι ταχυδρομικές υπηρεσίες αποτελούν αντικείμενο επιβολής ΦΠΑ.

Β ─Περιεχόμενο της ταχυδρομικής οδηγίας

36. Η ταχυδρομική οδηγία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διατάξεις που καθορίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο της καθολικής υπηρεσίας και τα όρια εντός των οποίων πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες. Η οδηγία περί ταχυδρομείων περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις που διέπουν την παροχή των μη αποκλειστικών υπηρεσιών και την πρόσβαση στο ταχυδρομικό δίκτυο, τις διατάξεις που αφορούν τις αρχές που διέπουν τα τιμολόγια και τη διαφάνεια των λογαριασμών, και διατάξεις που προορίζονται να διασφαλίσουν την ποιότητα των υπηρεσιών και την εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών. Με τις διατάξεις αυτές, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά κύριο λόγο οι αρχές και τα όρια, θεσπίστηκε ένα κοινοτικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να προσαρμόσουν τις εθνικές κανονιστικές τους ρυθμίσεις.

37. Οι κύριοι στόχοι που επιδιώκει η οδηγία είναι η βελτίωση της ποιότητας των ευρωπαϊκών ταχυδρομικών υπηρεσιών και η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα αυτό. Οι σημαντικότερες βασικές αρχές είναι η διαδοχική και ελεγχόμενη απελευθέρωση της αγοράς και η διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανταποκρινόμενη σε ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις.

38. Από την ενδέκατη και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι οι καθολικές ταχυδρομικές υπηρεσίες περιλαμβάνουν ένα ελάχιστο φάσμα υπηρεσιών δεδομένης ποιότητας που πρέπει να παρέχονται στο σύνολο των χρηστών. Ακόμα και τα πρόσωπα που κατοικούν σε απομακρυσμένα σημεία πρέπει να μπορούν να αποστέλλουν και να λαμβάνουν αλληλογραφία τουλάχιστον πέντε φορές εβδομαδιαίως.

39. Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν ορισμένες υπηρεσίες μόνον στους παρέχοντες καθολικές υπηρεσίες, στο μέτρο που τούτο είναι αναγκαίο για τη διατήρηση των καθολικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να παρέχονται δυνάμει αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων. Τα αποκλειστικά δικαιώματα είναι δικαιώματα χορηγηθέντα από κράτος μέλος τα οποία αναθέτουν, με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική πράξη, την παροχή των ταχυδρομικών υπηρεσιών σε μια επιχείρηση, εν προκειμένω το δικαίωμα παροχής, εντός μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης, ταχυδρομικής υπηρεσίας ή αναλήψεως μιας δραστηριότητας. Τα ειδικά δικαιώματα είναι δικαιώματα που χορηγούνται από κράτος μέλος, με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική πράξη σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων και τα οποία, εντός μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης μπορούν, μεταξύ άλλων, να περιορίσουν σε ένα ή δύο το πολύ τον αριθμό των επιχειρήσεων που επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσία  (11) .

40. Το άρθρο 7 της οδηγίας περιορίζει τις υπηρεσίες που μπορούν να ανατίθενται αποκλειστικά εκ μέρους των κρατών μελών. Μπορούν να ανατίθενται αποκλειστικά μόνον οι υπηρεσίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες τιμών και βάρους. Οι ανταλλαγές εγγράφων δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ανατίθενται αποκλειστικά  (12) .

41. Για μεγαλύτερη σαφήνεια, πρέπει να τονιστεί ότι οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία δεν ανταποκρίνονται οπωσδήποτε σε υπηρεσίες που ανατατίθενται κατ' αποκλειστικότητα. Μόνο μια μικρή κατηγορία των παροχών που εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία μπορεί να ανατίθεται αποκλειστικά σε έναν ή περισσότερους παρέχοντες υπηρεσίες με την παραχώρηση αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων. Αν μια υπηρεσία, μολονότι εμπίπτει στην καθολική υπηρεσία, δεν μπορεί να ανατεθεί κατ' αποκλειστικότητα, ένα κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει ατομικές άδειες σε επιχείρηση. Με τη χορήγηση της άδειας αυτής, αναγνωρίζονται στην επιχείρηση συγκεκριμένα δικαιώματα και δραστηριότητες που υπόκεινται σε ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πάντως, η θέση που αποκτά, ως εκ τούτου, η επιχείρηση στην αγορά δεν διαφέρει από τη θέση άλλων επιχειρήσεων και ο αριθμός των επιχειρήσεων που μπορούν να λάβουν άδεια δεν μπορεί να περιοριστεί.

42. Για τις μη αποκλειστικές υπηρεσίες, οι οποίες είναι εκτός του πεδίου της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν γενικούς κανόνες για να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις. Η οδηγία εννοεί ως βασικές απαιτήσεις τους γενικούς λόγους μη οικονομικής φύσεως, που μπορούν να οδηγήσουν ένα κράτος μέλος να εξαντλήσει την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών από την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για το απόρρητο της αλληλογραφίας και για την ασφάλεια του δικτύου όσον αφορά τη μεταφορά επικινδύνων υλών. Η ταχυδρομική υπηρεσία σκοπεί, με την κανονιστική αυτή ρύθμιση, σε μερική εναρμόνιση.

43. Αυτή η μερική εναρμόνιση δίνει στα κράτη μέλη ορισμένη εξουσία διατηρήσεως κανόνων που μπορούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό. Τα κράτη μέλη μπορούν να διακρίνουν μεταξύ παρεχόντων ταχυδρομικές υπηρεσίες χορηγώντας σε έναν ή περισσοτέρους από αυτούς αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα. Το γεγονός ότι ορισμένες υπηρεσίες μπορούν να ανατεθούν κατ' αποκλειστικότητα συνεπάγεται αναγκαστικά τον περιορισμό της παροχής των υπηρεσιών αυτών από άλλες επιχειρήσεις εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος και από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

44. Κατά τα λοιπά, τα κράτη μέλη μπορούν ελευθέρως να διατηρούν ή να θεσπίζουν ελαστικότερους κανόνες από αυτούς που προβλέπονται με ταχυδρομική οδηγία. Πάντως, τα μέτρα αυτά πρέπει να συνάδουν προς τη Συνθήκη ΕΚ.

V ─ Παρατηρήσεις των διαδίκων

45. Στο μέτρο που είναι κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση, υπενθυμίζω κατωτέρω τα προβληθέντα από τους διαδίκους επιχειρήματα.

46. Το Skatteministeriet (δανικό Υπουργείο Φορολογίας) ισχυρίζεται στις παρατηρήσεις του ότι, προκειμένου να καθοριστούν ποιες παροχές υπηρεσιών εμπίπτουν στην απαλλαγή, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τίτλος του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δικαιούνται να καθορίσουν αν παροχές των εθνικών ταχυδρομικών υπηρεσιών είναι γενικού συμφέροντος. Οι υπηρεσίες που πληρούν το κριτήριο αυτό απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας. Οι παροχές που πραγματοποιούνται από τις εθνικές ταχυδρομικές υπηρεσίες δυνάμει της καθολικής υπηρεσίας είναι γενικού συμφέροντος, ενώ οι υπηρεσίες που παρέχονται εθελοντικώς, δηλαδή, κατ' αρχήν, σε ανταγωνισμό με άλλες επιχειρήσεις που παρέχουν ή μπορούν να παρέχουν, παρεμφερείς παροχές, δεν μπορούν, σύμφωνα με το Υπουργείο, να απαλλαγούν του φόρου.

47. Το Υπουργείο τονίζει συναφώς ότι αν η απαλλαγή από τον ΦΠΑ πρέπει να χορηγείται υπέρ των εθνικών ταχυδρομικών υπηρεσιών για τις υπηρεσίες που παρέχονται σε ελεύθερο ανταγωνισμό με επιχειρήσεις που παρέχουν, ή μπορούν να παρέχουν, παρεμφερείς υπηρεσίες, θα προέκυπτε στρέβλωση του ανταγωνισμού αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου πρέπει να θεωρηθούν ως υποκείμενοι στον φόρο όσον αφορά τις δραστηριότητες ή πράξεις τους στο μέτρο που η μη υπαγωγή τους στον φόρο οδηγεί σε μη αμελητέες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

48. Το Υπουργείο προσθέτει ότι το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί ενόψει της σημαντικής απελευθερώσεως που πραγματοποιήθηκε στον ταχυδρομικό τομέα μετά την έκδοση της έκτης οδηγίας και η διάταξη αυτή δεν σκοπούσε ποτέ την απαλλαγή των παροχών που πραγματοποιούνται από τα εθνικά ταχυδρομεία σε ανταγωνισμό με τις συνήθεις εμπορικές επιχειρήσεις, στον τομέα του ταχυδρομείου με αγγελιοφόρο ή διεκπεραιώσεως δεμάτων, παραδείγματος χάρη. Αντιθέτως, η διάταξη πρέπει ακριβώς να θεωρηθεί ότι σκοπεί τις παροχές γενικού συμφέροντος τις οποίες έχουν ως αποστολή να εκπληρώσουν τα ταχυδρομεία υπέρ των πολιτών των κρατών μελών.

49. Συνοπτικώς, το Skatteministeriet καταλήγει ότι μόνον οι παροχές που πραγματοποιούνται δυνάμει της καθολικής υπηρεσίας απολαύουν της απαλλαγής του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας. Η απαλλαγή δεν αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται σε ελεύθερο ανταγωνισμό με τις συνήθεις εμπορικές επιχειρήσεις, όπως οι υπηρεσίες αποστολής επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή.

50. Η Επιτροπή συντάσσεται με την άποψη της Δανικής Κυβερνήσεως ότι οι αποστολές επί αντικαταβολή δεν μπορούν να οδηγήσουν σε απαλλαγή από τον ΦΠΑ. Εντούτοις, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό με άλλη συλλογιστική.

51. Εφόσον ορισμένες από τις έννοιες που χρησιμοποιεί η έκτη οδηγία δεν καθορίζονται στην οδηγία αυτή, πρέπει να ερμηνευθούν με τη βοήθεια των άλλων διατάξεων  (13) . Η Επιτροπή παραπέμπει, για την ερμηνεία αυτή, στην ταχυδρομική οδηγία.

52. Δεδομένου ότι η ταχυδρομική οδηγία προβλέπει ένα ελάχιστο σύνολο υπηρεσιών (που συνιστούν την καθολική υπηρεσία) στην οποία περικλείεται η υποχρέωση των μελών να τις προσφέρουν σε όλους τους χρήστες, η Επιτροπή καταλήγει ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται προς το γενικό συμφέρον. Η Επιτροπή επικαλείται το γεγονός ότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να αναθέτουν κατ' αποκλειστικότητα ορισμένες υπηρεσίες. Δεν πρόκειται για υποχρέωση. Αν μια υπηρεσία δεν ανατίθεται αποκλειστικώς σε έναν παρέχοντα υπηρεσίες, αλλά παρ' όλ' αυτά αποτελεί το αντικείμενο απαλλαγής του ΦΠΑ, δημιουργείται φορολογική δυσμενής διάκριση μεταξύ πολλών παρεχόντων υπηρεσίες. Το γεγονός ότι μια υπηρεσία δεν ανατίθεται αποκλειστικώς, αλλά ότι ορισμένοι παρέχοντες υπηρεσίες δικαιούνται παρ' όλ' αυτά διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως, απειλεί την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια υπηρεσία μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο φοροαπαλλαγής μόνον όταν ανατίθεται αποκλειστικώς. Έτσι, διαφυλάσσεται η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας.

53. Εφόσον τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διατηρούν ή να θεσπίζουν ελαστικότερους κανόνες από αυτούς που προβλέπει η ταχυδρομική οδηγία, το πεδίο εφαρμογής της φοροαπαλλαγής μπορεί να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Παρ' όλ' αυτά η Επιτροπή δεν παρατηρεί συναφώς κανένα πρόβλημα, διότι η δυνατότητα αυτή γίνεται ρητώς δεκτή στην οδηγία.

54. Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής. Ένα κράτος μέλος υποχρεούται να απαλλάσσει από τον ΦΠΑ τα ταχυδρομεία στο μέτρο που οι εν λόγω υπηρεσίες ανατίθενται αποκλειστικώς. Εφόσον η αποστολή επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή δεν συνιστά, στη Δανία, υπηρεσία που ανατίθεται αποκλειστικά στο κράτος, η υπηρεσία αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο απαλλαγής του ΦΠΑ.

55. Η Dansk Postordreforening συντάσσεται με την άποψη του Skatteministeriet και της Επιτροπής. Σύμφωνα με την ένωση, ο τίτλος του άρθρου 13, μέρος Α (απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος) είναι αλυσιτελής για την ερμηνεία του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1. Πράγματι, ο τίτλος, από κοινού με το κείμενο της διατάξεως, μπορεί απλώς να νοηθεί υπό την έννοια ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θεωρεί γενικώς τις παροχές που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες ως γενικού συμφέροντος. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχουν τα ταχυδρομεία αναλόγως του αν είναι ή όχι γενικού συμφέροντος. Οι έννοιες του γενικού συμφέροντος και των παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, είναι αυτόνομες έννοιες του κοινοτικού δικαίου, η σημασία των οποίων δεν μπορεί να μειωθεί από ένα μόνον κράτος μέλος.

56. Η Dansk Postordreforening αντικρούει επίσης το επιχείρημα του Skatteministeriet ότι τα κράτη μέλη δικαιούνται να καθορίζουν αν οι παροχές που παρέχονται από τις εθνικές ταχυδρομικές υπηρεσίες είναι γενικού συμφέροντος. Σύμφωνα με την ένωση, τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν μέτρα μόνον για την πρόληψη της απάτης, τη φοροδιαφυγή και τις καταχρήσεις.

57. Στη συνέχεια, η ένωση ισχυρίζεται ότι το γεγονός διακρίσεως των παροχών που εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία και των παροχών που μπορούν να παρέχονται εθελοντικώς αντίκειται στο κείμενο της έκτης οδηγίας. Πράγματι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διάταξη δεν σκοπεί την απαλλαγή όλων των παροχών που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, αλλά μόνον τις κλασικές ταχυδρομικές παροχές. Πάντως, η ερμηνεία αυτή αντίκειται στη σαφή διατύπωση της διατάξεως, η οποία προβλέπει εξαίρεση μόνον για τη μεταφορά προσώπων και τις τηλεπικοινωνίες.

58. Η Dansk Postordreforening προβάλλει ακόμα δύο επιχειρήματα προς στήριξη της απόψεώς της ότι το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί συσταλτικώς:

─Το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 2, επιτρέπει τον καθορισμό των παροχών υπηρεσιών και των παραδόσεων αγαθών που πρέπει να αποκλείονται της απαλλαγής. Πάντως, το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας δεν αναφέρεται συναφώς. Επομένως, η Dansk Postordreforening συνάγει, a contrario, ότι δεν υπάρχει λόγος να ερμηνευθεί συσταλτικώς η τελευταία αυτή διάταξη.

─Το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας έχει σκοπό να διασφαλίσει την καλύτερη λειτουργία των ταχυδρομίων και να καταστήσει φθηνότερες τις ταχυδρομικές αποστολές. Ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί αν ο ΦΠΑ εισπράττεται επί της αποστολής επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας λόγος για αυστηρή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, με συνέπεια ότι ο ΦΠΑ μπορεί πράγματι να εισπράττεται επί ορισμένων κατηγοριών ταχυδρομικών αποστολών.

59. Με σκοπό την αποφυγή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού δεν μπορεί περαιτέρω να συναχθεί ότι η έκτη οδηγία επιτρέπει την είσπραξη ΦΠΑ επί των επιδίκων υπηρεσιών που προορίζονται σε ιδιώτες. Όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβαλε, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών από την ανάγκη αποφυγής των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Ακόμα και το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών αυξάνει από την έναρξη ισχύος της έκτης οδηγίας δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει διαφορετικά τη διάταξη. Στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο εναπόκειται να αποφασίσουν αν πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των μεταβολών της αγοράς, να τροποποιήσουν την έκτη οδηγία.

60. Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί, όπως και η Dansk Postordreforening ότι οι αποστολές επί αντικαταβολή πρέπει να απαλλάσσονται του ΦΠΑ. Πάντως, η απαλλαγή των υπηρεσιών αυτών από τον ΦΠΑ έχει σημασία μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην εφαρμοζόμενη από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες τιμής. Αν οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται και από φορέα ιδιωτικού δικαίου, ο ΦΠΑ μπορεί να εισπράττεται μόνον επί του μέρους που υπερβαίνει την ταχυδρομική τιμή. Η ερμηνεία αυτή συνάδει προς τον επιδιωκόμενο με την έκτη οδηγία σκοπό.

VI ─ Νομική εκτίμηση

Α ─Εισαγωγή

61. Το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας είναι μία από τις παρεκκλίσεις της γενικής αρχής ότι ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται επαχθώς από υποκείμενο στον φόρο. Η διάταξη αυτή επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση απαλλαγής των παροχών που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες  (14) . Αν μια υπηρεσία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να την θεωρήσουν ως παρέκκλιση.

62. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13, μέρος Α, που αφήνει στα κράτη μέλη την εξουσία περιορισμού ορισμένων απαλλαγών, δεν παίζει εν προκειμένω κανένα ρόλο, διότι δεν κάνει μνεία του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄. Πάντως, η απαρίθμηση που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 είναι εξαντλητική.

63. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να εξεταστεί μόνον το ίδιο το κείμενο του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄. Ο τίτλος του άρθρου 13, μέρος Α, κατά την άποψή μου, στερείται παντελώς αυτοτελούς σημασίας. Ο τίτλος ενός άρθρου δεν αποτελεί μέρος του διατακτικού μιας κανονιστικής ρυθμίσεως. Όπως ο τίτλος του κανονιστικού νομοθετικού κειμένου στο σύνολό του, ή ενός μέρους του κειμένου αυτού, ο τίτλος (η επικεφαλίδα) ενός άρθρου καθορίζει το αντικείμενο της διατάξεως. Επομένως, από τον τίτλο μιας διατάξεως μπορεί να συναχθεί η πρόθεση του νομοθέτη. Στο μέτρο αυτό, ο τίτλος μπορεί να παίξει έναν ρόλο για την εκτίμηση του Δικαστηρίου. Έτσι ερμηνεύω επίσης την έννοια του γενικού συμφέροντος που περιλαμβάνεται στον τίτλο του άρθρου 13, μέρος Α. Επομένως, η έννοια αυτή δεν περιλαμβάνει κανέναν άμεσο περιορισμό, αλλά οριοθετεί την ερμηνεία των προβλεπομένων στο άρθρο 13 απαλλαγών  (15) . Εν προκειμένω, ο τίτλος σημαίνει μόνον ότι, καθόσον τίθεται ζήτημα παροχών που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, υπονοείται το γενικό συμφέρον.

64. Μετά τη διαπίστωση ότι ο τίτλος της διατάξεως δεν έχει αυτοτελή σημασία, θα εξετάσω αυτό καθαυτό το περιεχόμενο. Το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας προσφεύγει σε δύο κριτήρια, ήτοι τις παροχές υπηρεσιών και τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Η πρώτη έννοια είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει όλες τις παροχές των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών. Επομένως, ο περιορισμός παραμένει στο δεύτερο κριτήριο των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών.

65. Από τη νομολογία σχετικά με την έκτη οδηγία προκύπτει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των απαλλαγών του άρθρου 13 της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρώς. Τούτο δικαιολογείται από τέσσερις λόγους. Πρώτον, το άρθρο 13 δεν απαλλάσσει όλες τις δραστηριότητες γενικού συμφέροντος, αλλά μόνον αυτές που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό και περιγράφονται λεπτομερέστατα  (16) . Δεύτερον, επιβάλλεται συσταλτική ερμηνεία των απαλλαγών, δεδομένου ότι οι απαλλαγές συνιστούν παρέκκλιση της γενικής αρχής ότι ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται επαχθώς από έναν υποκείμενο στον φόρο  (17) . Τρίτον, οι διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρώς για να τηρείται η αρχή της ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως, βάσει της οποίας αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού  (18) . Τέταρτον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας  (19) .

Β ─Οι ανατιθέμενες κατ' αποκλειστικότητα υπηρεσίες

66. Για να καθοριστεί το περιεχόμενο της έννοιας των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών, πρέπει, κατά την άποψή μου, να ληφθεί ως αφετηρία η απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας του 1985, όπου καθορίζεται η έννοια αυτή. Τούτο πάντως δεν αρκεί για να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα  (20) . Η έννοια της δημόσιας ταχυδρομικής υπηρεσίας πρέπει, πράγματι, να ληφθεί υπόψη και εν όψει της ταχυδρομικής οδηγίας του 1997. Η οδηγία αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά την έκτη οδηγία και έθεσε σε λειτουργία την απελευθέρωση της αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών, και επέβαλε στα κράτη μέλη ελάχιστες εναρμονισμένες προδιαγραφές όσον αφορά την καθολική υπηρεσία. Στη συνέχεια, ο ταχυδρομικός τομέας εξελίχθηκε πολύ και απελευθερώθηκε μερικώς.

67. Η ταχυδρομική οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να προστατεύουν την καθολική υπηρεσία ώστε κάθε χρήστης να απολαύει ποιοτικών υπηρεσιών. Ένα κράτος μέλος έχει την εξουσία να αναθέτει ορισμένες υπηρεσίες αποκλειστικώς σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις. Η εξουσία αυτή αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη για να μπορέσουν να διατηρήσουν την καθολική υπηρεσία.

68. Συναφώς, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Όχι μόνο μπορούν να αποφασίζουν το περιεχόμενο των υπηρεσιών που ανατίθενται αποκλειστικώς ─υπό την προϋπόθεση τηρήσεως των καθοριζομένων με την οδηγία ορίων─ αλλά μπορούν ελευθέρως να καθορίζουν σε ποιες επιχειρήσεις θα ανατεθούν αποκλειστικώς οι υπηρεσίες αυτές. Μπορεί να πρόκειται για δημόσιους οργανισμούς, αλλά και για εμπορικές επιχειρήσεις. Συναφώς, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν τις ταχυδρομικές υπηρεσίες σε πλέον του ενός οργανισμού ή επιχειρήσεως.

69. Το περιεχόμενο της έννοιας της δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να συναχθεί από την απόφαση Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ως δημόσια επιχείρηση θεωρείται κάθε επιχείρηση στην οποία το Δημόσιο δύναται να ασκήσει άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, όταν η επιρροή αυτή προκύπτει από την κτήση της επιχειρήσεως, είτε μέσω οικονομικής συμμετοχής είτε μέσω κανόνων που διέπουν τη διαχείριση της επιχειρήσεως  (21) . Όσον αφορά τον ταχυδρομικό τομέα, ο ορισμός αυτός υποδεικνύει τις (δημόσιες) παραδοσιακές ταχυδρομικές υπηρεσίες των κρατών μελών, ανεξαρτήτως του αν έχουν λάβει μορφή ιδρυμάτων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

70. Εντούτοις, μετά την απόφαση αυτή, η παροχή υπηρεσιών για το κοινό ─στον ταχυδρομικό τομέα, αλλά και σε άλλους τομείς─ άλλαξε εκ βαθέων. Οι υπηρεσίες αυτές δεν παρέχονται από φορείς που ανήκουν στις δημόσιες αρχές καθαυτές ή στο κεφάλαιο των οποίων μετέχουν οι δημόσιες αρχές. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν επίσης να παρέχονται από επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου, το αντικείμενο των οποίων είναι εντελώς εμπορικό. Η ύπαρξη δημόσιας υπηρεσίας προϋποθέτει ότι η επιρροή των δημοσίων αρχών δεν ασκείται πλέον στην ίδια την επιχείρηση, αλλά στις δραστηριότητές της. Άλλως ειπείν, οι αρχές διασφαλίζουν την παροχή μιας υπηρεσίας, χωρίς οπωσδήποτε να εξασφαλίζουν την παροχή οι ίδιες ή μέσω της επιχειρήσεως με την οποία είναι συνδεδεμένες.

71. Επ' αυτού, πρέπει να αναφερθεί το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ. Η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας την οποία σκοπεί η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει μόνον τις δημόσιες επιχειρήσεις που αναφέρονται στη διάταξη αυτή αλλά εκτείνεται και σε επιχειρήσες στις οποίες οι αρχές χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά είναι αναγκαία για να διεξαχθεί ομαλώς η ιδιαίτερη αποστολή δημοσίου συμφέροντος που έχει ανατεθεί στις επιχειρήσεις αυτές.

72. Τούτο μας οδηγεί στην ταχυδρομική οδηγία. Όπως ήδη επισήμανα, οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία μπορούν να ανατίθενται αποκλειστικώς σε επιχειρήσεις, το αντικείμενο των οποίων είναι εντελώς εμπορικό. Ως εκ τούτου, αυτές οι επιχειρήσεις αποκτούν το δικαίωμα παροχής των υπηρεσιών αυτών, αλλά υποχρεούνται επίσης να διασφαλίζουν τη συλλογή και διανομή της αλληλογραφίας σύμφωνα με την οδηγία. Έτσι, οι χρήστες μπορούν να απαιτούν την παροχή των υπηρεσιών αυτών από αυτές τις επιχειρήσεις.

73. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα αν αυτές οι εμπορικές επιχειρήσεις αποκτούν εξ αυτού τον χαρακτήρα των δημοσίων ταχυδρομικών υπηρεσιών υπό την έννοια της έκτης οδηγίας. Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει να απαντήσω καταφατικώς. Πράγματι, στις επιχειρήσεις αυτές ανατίθεται ορισμένη αποστολή δυνάμει του δημοσίου δικαίου. Το μονοπώλιό τους (το οποίο ενδεχομένως μοιράζεται) για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών συνδέεται άμεσα με την αποστολή δημοσίου συμφέροντος που τους ανατίθεται. Εφόσον δε η αποστολή αυτή διεξάγεται ομαλώς, το ζήτημα σε ποιον έχει ανατεθεί είναι, περαιτέρω, αλυσιτελές. Συναφώς, παραπέμπω στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, δυνάμει της οποίας οι επιχειρηματίες που πραγματοποιούν τις ίδιες πράξεις δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από απόψεως επιβολής του ΦΠΑ  (22) . Ας προστεθεί ότι εναπόκειται στην ευχέρεια των κρατών μελών να καθορίζουν συγχρόνως οργανισμό δημοσίου δικαίου και εμπορική επιχείρηση για τη διασφάλιση ─εν μέρει─ της καθολικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, ουδόλως δικαιολογείται άνιση φορολογική μεταχείριση των δύο φορέων.

74. Περαιτέρω, διαφορετική προσέγγιση θα αντίκειται στον σκοπό και στο περιεχόμενο της ταχυδρομικής οδηγίας και στην απαλλαγή του ΦΠΑ. Πράγματι, η καθολική υπηρεσία και, συγκεκριμένα, η παροχή των υπηρεσιών που ανατίθενται αποκλειστικά πρέπει επίσης να δυσχεραίνονται το ελάχιστο δυνατόν. Η απαλλαγή δεν θα είχε κανένα νόημα, αν οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος, δεν διασφαλίζονταν από δημόσια επιχείρηση, υπό την έννοια που η απόφαση Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής έδωσε στον ορισμό αυτό  (23) . Πάντως, ένας από τους επιδιωκόμενους με την ταχυδρομική οδηγία σκοπούς είναι ακριβώς η απελευθέρωση του ταχυδρομικού τομέα. Ακόμα και οι υπηρεσίες που ανατίθενται αποκλειστικώς πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ανατίθενται σε εμπορικές επιχειρήσεις. Είναι αυτονόητο ότι δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των εμπορικών επιχειρήσεων όσον αφορά τις υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος βλάπτει την απελευθέρωση.

75. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13, μέρος Α, της έκτης οδηγίας απαλλαγή σκοπεί ακριβώς να αντιμετωπίσει ευνοϊκότερα τις εν λόγω δραστηριότητες γενικού συμφέροντος. Το γεγονός επιβολής του ΦΠΑ στις παροχές αυτές αντιστοιχεί με το να τις εμποδίσει. Επιχειρήσεις παρέχουσες υπηρεσίες κατ' αποκλειστικότητα τείνουν να διαδεχθούν τις (δημόσιες) κλασικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, όπως υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της ταχυδρομικής οδηγίας. Χάρη στην οδηγία αυτή, και στην απελευθέρωση του ταχυδρομικού τομέα που την ακολούθησε, τροποποιήθηκε το περιεχόμενο της έννοιας της δημόσιας ταχυδρομικής υπηρεσίας στην έκτη οδηγία.

76. Τελικώς, όταν σε μια επιχείρηση ανατίθεται αποκλειστικώς ταχυδρομική υπηρεσία σύμφωνα με την ταχυδρομική οδηγία, πρέπει να θεωρηθεί ως δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία υπό την έννοια του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας, τουλάχιστον όσον αφορά την παροχή των ανατεθεισών κατ' αποκλειστικότητα υπηρεσιών. Η νομική μορφή και το αντικείμενο της επιχειρήσεως δεν έχουν, συναφώς, καμία σημασία.

77. Τούτο σημαίνει ότι, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος χορηγεί ειδικά δικαιώματα σε περισσότερους φορείς, τόσο περισσότεροι θα είναι οι δικαιούχοι απαλλαγής του ΦΠΑ. Τούτο δεν συμπίπτει, είναι αληθές, με το κείμενο της αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας του 1985, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας δεν μπορεί να ευνοεί έναν μόνον οργανισμό δημοσίου δικαίου ή μία μόνον επιχείρηση στην οποία το κράτος έχει αναθέσει κατά παραχώρηση τις ταχυδρομικές δραστηριότητες  (24) . Εντούτοις, όπως ήδη επισήμανα, η απόφαση αυτή εκδόθηκε πριν από τη θέσπιση της ταχυδρομικής οδηγίας και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καθορίσει το περιεχόμενο της εννοίας των ταχυδρομικών υπηρεσιών ενόψει της εξελίξεως του τομέα αυτού στη συνέχεια.

78. Άλλη συνέπεια της απόψεως ότι οι υπηρεσίες που ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα απαλλάσσονται του ΦΠΑ είναι ότι μεταξύ των κρατών μελών επήλθαν διαφορές όσον αφορά την απαλλαγή. Οι διαφορές αυτές αποτελούν, πάντως, την αναπόφευκτη συνέχεια της δυνατότητας που δόθηκε στα κράτη μέλη με την ταχυδρομική οδηγία να αναθέτουν κατ' αποκλειστικότητα ορισμένες υπηρεσίες, ενώ τους άφησε τη μέριμνα να καθορίζουν, εντός καθορισμένων ορίων, για ποιες υπηρεσίες πρόκειται.

Γ ─Οι υπηρεσίες που δεν ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα

79. Επανέρχομαι στις υπηρεσίες που αποτελούν μεν μέρος της καθολικής υπηρεσίας, αλλά δεν ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα. Κάθε κράτος μέλος πρέπει επίσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 της ταχυδρομικής οδηγίας, να διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες αυτές διατίθενται σε προσιτές τιμές. Πάντως, αντίθετα από την περίπτωση των υπηρεσιών που ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα, η παροχή τους δεν διασφαλίζεται από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις στις οποίες η αποστολή αυτή έχει ανατεθεί αποκλειστικώς. Η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών επαφίεται στους επιχειρηματίες που δρουν στην αγορά και λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού. Χάρη στην ταχυδρομική οδηγία, αυτό το μέρος του τομέα έχει ελευθερωθεί. Τα κράτη μέλη μπορούν μόνον να χορηγούν ατομικές άδειες, οι οποίες αναγνωρίζουν ορισμένα δικαιώματα στις επιχειρήσεις και τους επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις. Εφόσον οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορούν να ανατεθούν κατ' αποκλειστικότητα με τη χορήγηση δικαιωμάτων, και άλλες επιχειρήσεις μπορούν να διεισδύσουν στην αγορά αυτή. Οι νέες επιχειρήσεις παρέχουν συμπληρωματικές υπηρεσίες, όπως μεγαλύτερη ταχύτητα στη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας. Επομένως, οι υπηρεσίες αυτές δεν έχουν χαρακτήρα δημοσίου συμφέροντος, αλλά πρόκειται σαφώς για εμπορικές δραστηριότητες που διεξάγονται σε ανταγωνιστικό πλαίσιο όσον αφορά τις τιμές, την ποιότητα και την ποικιλία των υπηρεσιών.

80. Είναι αληθές ότι οι άδειες μπορούν να επιβάλλουν ορισμένες δευτερεύουσες προϋποθέσεις προς το γενικό συμφέρον, αλλά η αποστολή των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες δεν είναι παρ' όλ' αυτά δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, δεν συνιστούν δημόσιες υπηρεσίες υπό την έννοια της έκτης οδηγίας.

81. Η τελευταία κατηγορία των υπηρεσιών περιλαμβάνει τις παροχές που δεν μπορούν να ανατεθούν κατ' αποκλειστικότητα και δεν εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία. Οι υπηρεσίες της κατηγορίας αυτής είναι εμπορικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται σε πλαίσιο ελεύθερου ανταγωνισμού.

82. Όταν μια δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία παρέχει επίσης υπηρεσίες πλην των ανατεθειμένων κατ' αποκλειστικότητα, ευλόγως τίθεται το ζήτημα αν μπορεί επίσης ν' απαλλάσσεται του ΦΠΑ λόγω της παροχής των υπηρεσιών αυτών. Σύμφωνα με την έκτη οδηγία, απαλλάσσονται οι δραστηριότητες των υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες. Κατά την άποψή μου, ταχυδρομική επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσια υπηρεσία μόνον όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει στο πλαίσιο της αποστολής της δημοσίου συμφέροντος. Η αποστολή αυτή απορρέει από τα ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα που της έχουν αναγνωριστεί. Τελικώς, μια επιχείρηση δρα ως δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία μόνον κατά την παροχή των υπηρεσιών που της έχουν ανατεθεί κατ' αποκλειστικότητα. Όσον αφορά τις άλλες παροχές της, πρέπει να θεωρηθεί ως συνήθης επιχειρηματίας που ανταγωνίζεται ισότιμα με τους ανταγωνιστές στην αγορά. Κατά συνέπεια, δεν είναι δίκαιο να αναγνωριστεί στην επιχείρηση αυτή ─και όχι στους ανταγωνιστές της─ το δικαίωμα απαλλαγής του ΦΠΑ. Περαιτέρω, παρατηρώ ότι οι ταχυδρομικές επιχειρήσεις προσφέρουν συχνά υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στον τομέα της διανομής και συλλογής αλληλογραφίας, όπως, παραδείγματος χάρη, η πώληση αντικειμένων γραφείου ή πακέτων διαδικτύου. Όσον αφορά τις υπηρεσίες αυτές, ουδόλως δικαιολογείται η απαλλαγή από τον ΦΠΑ.

83. Απαλλαγή για τις υπηρεσίες αυτές έχει επίσης ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού. Τούτο αντίκειται στην ταχυδρομική οδηγία και στην έκτη οδηγία. Πράγματι, η ταχυδρομική οδηγία έχει ακριβώς ως σκοπό την ελευθέρωση του μέρους των ταχυδρομικών υπηρεσιών που δεν ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα. Σύμφωνα με τη νομολογία, η έκτη οδηγία πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας πρέπει να τηρείται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται εντελώς ουδέτερη φορολογική μεταχείριση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων. Επιχειρηματίες που πραγματοποιούν τις ίδιες δραστηριότητες δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από απόψεως επιβολής του ΦΠΑ λόγω της νομικής τους μορφής.

84. Από ποια άποψη οι σκέψεις αυτές είναι λυσιτελείς για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης; Η Post Danmark είναι δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία. Ορισμένες υπηρεσίες, δυνάμει της δανικής νομοθεσίας, ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα στην Post Danmark. Πάντως, η αποστολή επιστολών και δεμάτων επί αντικαταβολή δεν αποτελεί μέρος των υπηρεσιών αυτών. Η νομοθεσία προβλέπει ότι οι αποκλειστικές υπηρεσίες αποτελούν το αντικείμενο απαλλαγής του ΦΠΑ, που συνάδει προς την ταχυδρομική οδηγία και την έκτη οδηγία. Οι αποστολές επί αντικαταβολή δεν ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν αντικείμενο απαλλαγής από τον ΦΠΑ.

VII ─ Πρόταση

85. Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στα υποβληθέντα από το Østre Landsret ερωτήματα: Κράτος μέλος υποχρεούται να επιβάλει ΦΠΑ επί των υπηρεσιών που δεν ανατίθενται κατ' αποκλειστικότητα υπό την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Η έννοια των δημοσίων υπηρεσιών, του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών ─ Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι σκοπεί επίσης τις εμπορικές επιχειρήσεις, καθόσον τους ανατίθενται αποκλειστικώς υπηρεσίες υπό την έννοια του άρθρου 7, της οδηγίας 97/67.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.


2 – ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49.


3 – ΕΕ 1998 L 15, σ. 14.


4 – Νόμος υπ' αριθ. 89 της 8ης Φεβρουαρίου 1995.


5 – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1998, C-149/97, Institute of the Motor Industry (Συλλογή 1998, σ. I-7053, σκέψεις 17 και 18).


6 – Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2002, C-287/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, (Συλλογή 2002, σ. I-5811, σκέψεις 30 έως 43).


7 – Βλ. τις προτάσεις μου στην απόφαση της 3ης Απριλίου 2003, C-144/00, Hoffmann (μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή).


8 – Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-216/97, Gregg (Συλλογή 1999, σ. I-4947).


9 – Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1989, 348/87, Stichting Uitvoering Financiële Acties (Συλλογή 1989, σ. 1737, σκέψη 11), και της 25ης Φεβρουαρίου 1999, C-349/96, CPP (Συλλογή 1999, σ. I-973, σκέψη 15) της 8ης Μαρτίου 2001, C-240/99, Skandia (Συλλογή 2001, σ. Ι-1951, σκέψη 23).


10 – Απόφαση εκδοθείσα στην υπόθεση C-107/84, Συλλογή 1985, σ. 2655, σκέψη 17.


11 – Ανακοίνωση της Επιτροπής περί της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στον ταχυδρομικό τομέα και της εκτιμήσεως ορισμένων κρατικών μέτρων σχετικά με τις ταχυδρομικές υπηρεσίες (ΕΕ 1998, C 39, σ. 2).


12 – Η ανταλλαγή εγγράφων περιλαμβάνει την παροχή των μέσων, περιλαμβανομένης της διαθέσεως εκ μέρους τρίτου χώρων ad hoc και μέσων μεταφοράς, βάσει των οποίων μπορεί να γίνεται διανομή από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους με την αμοιβαία ανταλλαγή ταχυδρομικών αποστολών μεταξύ χρηστών που είναι συνδρομητές της υπηρεσίας αυτής.


13 – Βλ. προαναφερθείσα στην υποσημείωση 9 υπόθεση CCP, σκέψη 18. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι τίποτα δεν δικαιολογεί διαφορετική ερμηνεία του όρου ασφάλιση αναλόγως αν περιλαμβάνεται στην οδηγία περί ασφαλίσεως ή στην έκτη οδηγία.


14 – Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (στην υπόθεση 107/84), προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 17.


15 – Βλ. τις προτάσεις μου στην απόφαση Hoffmann, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7.


16 – Απόφαση Institute of the Motor Industry, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 17 και 18.


17 – Απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (υπόθεση C-287/00), προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψεις 30 έως 43.


18 – Βλ. τις προτάσεις μου στην απόφαση Hoffmann, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7.


19 – Βλ. απόφαση Gregg, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8.


20 – Απόφαση εκδοθείσα στην υπόθεση 107/84, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 17.


21 – Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1982, υποθέσεις 188/80 έως 190/80 (Συλλογή 1982, σ. 2545, σκέψη 25).


22 – Απόφαση Gregg, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8.


23 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 20 απόφαση.


24 – Απόφαση εκδοθείσα στην υπόθεση 107/84, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 17.