Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 16ης Δεκεμβρίου 2004 (1)

Υπόθεση C-536/03

António Jorge Lda

κατά

Fazenda Pública

[αίτηση του Supremo Tribunal Administrativo (Πορτογαλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«ΦΠΑ – Έκπτωση του φόρου επί των εισροών – Δραστηριότητες σχετικές με ακίνητα – Αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται τόσο για υποκείμενες στον φόρο όσο και για απαλλασσόμενες του φόρου πράξεις – Έκπτωση κατ’ αναλογία – Μη ολοκληρωθείσες και μη εξοφληθείσες παροχές»





I –    Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.     Αντικείμενο της παρούσης υποθέσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι η ερμηνεία της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (2) (στο εξής: έκτη οδηγία), και δη των διατάξεων που αφορούν την έκπτωση του φόρου επί των εισροών. Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν ειδικότερα τον συνυπολογισμό της αξίας έργων που δεν έχουν εισέτι ολοκληρωθεί και διατεθεί στην αγορά και τα οποία επίσης δεν έχουν εισέτι εξοφληθεί.

II – Νομικό πλαίσιο

 A –       Η κοινοτική νομοθεσία

2.     Το άρθρο 17, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας προβλέπει σχετικά με τη γένεση και την έκταση του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου επί των εισροών τα εξής:

«5.      Όσον αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από υποκείμενον στον φόρο για την ταυτόχρονη πραγματοποίηση τόσο πράξεων αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3 οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση όσο και πράξεων οι οποίες δεν παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση, η έκπτωση γίνεται μόνο για το μέρος του φόρου προστιθεμένης αξίας το οποίο αναλογεί στο ποσό που αντιστοιχεί στις πράξεις της πρώτης κατηγορίας.

Η αναλογία αυτή καθορίζεται για το σύνολο των πράξεων που πραγματοποιούνται από τον υποκείμενο στον φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 19.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη δύνανται:

α)      να επιτρέπουν στον υποκείμενο στον φόρο να καθορίζει μία αναλογία για κάθε τομέα δραστηριότητός του, εφόσον τηρούνται χωριστά λογιστικά στοιχεία για κάθε ένα από τους τομείς αυτούς,

β)      να υποχρεώνουν τον υποκείμενο στον φόρο να καθορίζει μία αναλογία για κάθε τομέα δραστηριότητός του και να τηρεί χωριστά λογιστικά στοιχεία για κάθε ένα από τους τομείς αυτούς,

γ)      να επιτρέπουν στον υποκείμενο στον φόρο ή να τον υποχρεώνουν να ενεργεί την έκπτωση ανάλογα με την χρησιμοποίηση του όλου ή μέρους των αγαθών και υπηρεσιών,

δ)      να επιτρέπουν στον υποκείμενο στον φόρο ή να τον υποχρεώνουν να ενεργεί την έκπτωση, σύμφωνα με τον κανόνα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, για όλα τα αγαθά και όλες τις υπηρεσίες, που έχουν χρησιμοποιηθεί για όλες τις αναφερόμενες στο εδάφιο αυτό πράξεις,

ε)      να ορίσουν ότι, όταν ο φόρος προστιθεμένης αξίας, ο οποίος δεν δύναται να εκπίπτεται από τον υποκείμενο στον φόρο, είναι ασήμαντος, τότε ο φόρος αυτός δεν θα λαμβάνεται υπόψη.

3.     Το άρθρο 19 της έκτης οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Υπολογισμός της αναλογίας της εκπτώσεως

1.      Η αναλογία εκπτώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 17, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, προκύπτει από το κλάσμα που περιλαμβάνει:

–       στον αριθμητή το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ φόρου προστιθεμένης αξίας, που αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίες δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3,

–       στον παρονομαστή το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ φόρου προστιθεμένης αξίας, που αναφέρεται στις πράξεις που περιλαμβάνονται στον αριθμητή, καθώς και στις πράξεις που δεν δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να συνυπολογίζουν στον παρονομαστή το ποσό των επιδοτήσεων, πλην των προβλεπομένων από το άρθρο 11 υπό Α, παράγραφος 1, περίπτωση α΄.

Η αναλογία καθορίζεται επί ετησίας βάσεως, εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό και στρογγυλοποιείται σε αριθμό που δεν υπερβαίνει την ανώτερη μονάδα.

2.      Κατά παρέκκλιση [από την παράγραφο] 1, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας εκπτώσεως, το ποσό του κύκλου εργασιών που αναφέρεται στις παραδόσεις αγαθών επενδύσεως, χρησιμοποιουμένων από τον υποκείμενο στον φόρο στην επιχείρησή του. Δεν υπολογίζεται, επίσης, το ποσό του κύκλου εργασιών, το οποίο αναφέρεται σε παρεπόμενες πράξεις επί ακινήτων ή χρηματοδοτικές, ή στις πράξεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 υπό Β, περίπτωση δ΄, όταν πρόκειται για παρεπόμενες πράξεις. Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της προβλεπομένης από το άρθρο 20, παράγραφος 5, δυνατότητος να μην απαιτούν διακανονισμό για τα αγαθά επενδύσεως, δύνανται να περιλαμβάνουν το προϊόν της μεταβιβάσεως των αγαθών αυτών στον υπολογισμό της αναλογίας εκπτώσεως.

3.      Η εφαρμοστέα προσωρινά για ένα έτος αναλογία, υπολογίζεται βάσει των πράξεων του προηγουμένου έτους. Όταν τα στοιχεία αυτά ελλείπουν ή είναι άνευ σημασίας, η αναλογία υπολογίζεται προσωρινά, υπό τον έλεγχο της φορολογικής αρχής, από τον υποκείμενο στον φόρο βάσει των προβλέψεών του. Εντούτοις, τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρήσουν την υπάρχουσα ρύθμισή τους.

Οι εκπτώσεις που πραγματοποιούνται βάσει της προσωρινής αυτής αναλογίας διακανονίζονται κατά τον καθορισμό της οριστικής αναλογίας που γίνεται το επόμενο έτος.

 Β –       Η εθνική νομοθεσία

4.     Κρίσιμος είναι ο πορτογαλικός Κώδικας περί φόρου προστιθέμενης αξίας (3) (στο εξής: CIVA), ιδίως το άρθρο του 23, το οποίο ρυθμίζει την έκπτωση του φόρου επί των εισροών. Όσον αφορά τα ακίνητα, το ρυθμιζόμενο με το ανωτέρω άρθρο καθεστώς συμπληρώθηκε με το άρθρο 5 ενός μεταγενέστερου νομοθετικού διατάγματος (4). Από τα υπομνήματα προκύπτει το πρώτον ότι και ένα άλλο νομοθέτημα (5) επηρεάζει το άρθρο 23 CIVA.

5.     Σύμφωνα με το πορτογαλικό δίκαιο, όπως αυτό εφαρμόζεται από τις πορτογαλικές φορολογικές αρχές, πρέπει στον παρανομαστή του κλάσματος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του συντελεστή αναλογίας να συνυπολογίζεται και η αξία των εργασιών που δεν έχουν εισέτι ολοκληρωθεί κατά το τέλος του έτους.

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

6.     H επιχείρηση Αntonio Jorge Lda (στο εξής: Jorge Lda) παρέχει τις υπηρεσίες της στον κατασκευαστικό τομέα, το δε αντικείμενο των εργασιών της περιλαμβάνει την ανάληψη δημοσίων και ιδιωτικών έργων καθώς και την αγορά και πώληση κτιρίων και οικοπέδων. Η Jorge Lda υπόκειται στον φόρο προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ), από τον οποίο όμως απαλλάσσεται όσον αφορά την πώληση κτιρίων αλλά όχι και όσον αφορά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών.

7.     Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, η Jorge Lda παρέσχε κατά τα έτη 1994 έως 1997 υπηρεσίες (συμβάσεις έργου) που της παρείχαν δικαίωμα προς έκπτωση από τον ΦΠΑ με τον οποίο είχε επιβαρυνθεί για ορισμένες αγορές και πράξεις (κατασκευή οικοδομικών έργων προς πώληση), για τις οποίες η έκπτωση του φόρου δεν ήταν δυνατή. Κατά τα ανωτέρω έτη, περίπου το 50 % του κύκλου εργασιών της προήλθε από συμβάσεις για την κατασκευή ακινήτων, για τις οποίες κατέβαλε ΦΠΑ 5 % και εξέπεσε 16 ή 17 %. Για το 20 % του κύκλου εργασιών της κατέβαλε ΦΠΑ 16 ή 17 %. Το υπολειπόμενο ποσοστό του κύκλου εργασιών αφορούσε πράξεις απαλλασσόμενες του ΦΠΑ για τις οποίες δεν υπήρχε δικαίωμα εκπτώσεως.

8.     Στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, η αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή διαπίστωσε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

–       δυσχέρειες ως προς τα γενικά έξοδα τα οποία είχε εκπέσει η Jorge Lda ενώ οι αγορές της προορίζονταν αφενός για τομέα απαλλασσόμενο από τον φόρο και αφετέρου για τομέα για τον οποίο οφειλόταν φόρος,

–       η αγορά ακινήτων ενέπιπτε στον υποκείμενο στον ΦΠΑ τομέα (δυνάμενο να τύχει εκπτώσεως του φόρου), καθότι ένα τμήμα της αξίας των αποσβέσεων των ακινήτων αυτών χρησιμοποιήθηκε ή καταλογίστηκε στο τέλος του οικονομικού έτους σε τομέα δραστηριοτήτων απαλλασσόμενο του φόρου.

9.     Ενώ η Jorge Lda εξέπιπτε το συνολικό ποσό των γενικών εξόδων, οι φορολογικές αρχές απαιτούσαν την εκ των υστέρων καταβολή φόρου για το μη εκπεστέο τμήμα, πλέον τόκων υπερημερίας

10.   Κατά των ανωτέρω πράξεων εκκαθαρίσεως η Jorge Lda άσκησε προσφυγή.

11.   Το αντικείμενο της διαφοράς αφορά κατ’ ουσίαν την ερμηνεία του όρου «πράξη» κατά την έννοια της έκτης οδηγίας, και δη το αν οι φορολογικές αρχές μπορούν να συνυπολογίσουν και την αξία των εργασιών που δεν έχουν εισέτι ολοκληρωθεί και εξοφληθεί.

12.   Προς διευκρίνιση αυτών των νομικών ζητημάτων τα οποία συνδέονται με την ερμηνεία της έκτης οδηγίας, το Supremo Tribunal Administrativo υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

1)         Υπό ποία έννοια πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 19 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977 (77/388/ΕΟΚ);

2)         Είναι το άρθρο 23, παράγραφος 4, του [CIVA] σύμφωνο με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση όταν ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα των ακινήτων και πραγματοποιεί έργα σε δύο τομείς, ήτοι αφενός στον τομέα της κατασκευής κτιρίων προς πώληση (όπου χωρεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ) και αφετέρου στη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (όπου επιβάλλεται ΦΠΑ), πρέπει, για τον υπολογισμό του ποσοστού του εκπεστέου ΦΠΑ ή του ΦΠΑ επί αγαθών και υπηρεσιών με τον οποίο επιβαρύνθηκε ο εν λόγω φορολογούμενος και ο οποίος αντιστοιχεί κατ’ αναλογία σε αμφότερους τους τομείς, ο παρανομαστής του σχετικού κλάσματος να περιλαμβάνει, εκτός από τον ετήσιο κύκλο εργασιών, και την αξία των κατασκευών που δεν έχουν ολοκληρωθεί στο τέλος του έτους και των οποίων η αξία δεν έχει τιμολογηθεί ολικώς ή μερικώς;

3)         Ή πρέπει η εν λόγω διάταξη να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο εν λόγω παρανομαστής περιλαμβάνει μόνον τον κύκλο εργασιών;

IV – Eπί των προδικαστικών ερωτημάτων

13.   Όσον αφορά το περιεχόμενο και τη διατύπωση των τριών προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλεται να εξεταστεί το παραδεκτό τους.

14.   Το Δικαστήριο δέχεται, κατά πάγια νομολογία του, ότι μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου στην περίπτωση που προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (6).

15.   Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά μεν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, πλην όμως η διατύπωσή του είναι τόσο γενική, ώστε δεν είναι δυνατό να δοθεί χωριστή απάντηση.

16.   Αντιθέτως, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα τίθεται ένα ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο θίγει επανειλημμένως. Συγκεκριμένα, αντικείμενο αυτού του προδικαστικού ερωτήματος είναι το κατά πόσον συνάδει η εθνική νομοθεσία, και δη το άρθρο 23, παράγραφος 4, του CIVA, με τις διατάξεις μίας οδηγίας. Ωστόσο, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως αποφάσεως επί προδικαστικών ερωτημάτων είναι απαράδεκτα τα ερωτήματα που αφορούν το κατά πόσον η εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.

17.   Επιπλέον, η διάταξη περί παραπομπής περιέχει ελάχιστα μόνο στοιχεία σχετικά με την εθνική νομοθεσία και, ιδίως, σχετικά με το άρθρο 23 CIVA.

18.   Ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο το αν η διάταξη περί παραπομπής πληροί τις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία πρέπει να εκτίθεται επαρκώς και το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο προκειμένου να δίδεται χρήσιμη απάντηση.

19.   Κατά τα λοιπά το Δικαστήριο, στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως που αφορούσε τον πορτογαλικό ΦΠΑ (7), απέρριψε ως απαράδεκτη διάταξη περί παραπομπής, μεταξύ άλλων διότι δεν εξέθετε επαρκώς την εθνική νομοθεσία, μολονότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου επισυνάπτονταν ως παράρτημα. Ωστόσο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει ούτε το αρχικό κείμενο της διατάξεως ούτε τις επενεχθείσες στη συνέχεια τροποποιήσεις.

20.   Ένα περαιτέρω κριτήριο για το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων αποτελεί η απαίτηση όπως τα παρατιθέμενα στις διατάξεις περί παραπομπής στοιχεία παρέχουν τη δυνατότητα όχι μόνο στο Δικαστήριο να δώσει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 23, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Πράγματι, το Δικαστήριο πρέπει να μεριμνά προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα αυτή εν όψει του γεγονότος ότι, βάσει της ανωτέρω διατάξεως, στους μετέχοντες στη διαδικασία κοινοποιείται μόνον η διάταξη περί παραπομπής (8).

21.   Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι στην παρούσα διαδικασία, παρά τη σημασία που έχουν τα θιγόμενα νομικά ζητήματα, κανένα άλλο κράτος μέλος δεν διατύπωσε παρατηρήσεις πλην της Πορτογαλίας. Τούτο σημαίνει ότι η –κοινοποιηθείσα στα λοιπά κράτη μέλη– διάταξη περί παραπομπής δεν περιείχε επαρκή στοιχεία.

22.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να λεχθεί ότι αντικείμενο του είναι προδήλως η ερμηνεία του άρθρου 23 CIVA, ήτοι διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 234 EΚ, το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο.

23.   Ανακύπτει λοιπόν το ζήτημα αν το προδικαστικό ερώτημα μπορεί να αναδιατυπωθεί κατά τρόπο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί παραδεκτό. Θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να αναδιατυπωθεί κατά τρόπο ώστε να ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 19 της έκτης οδηγίας και, ειδικότερα, του όρου «πράξη».

24.   Συναφώς, τίθεται βεβαίως το ερώτημα αν τούτο δεν θα αποτελούσε απλώς αίτημα για την έκδοση γενικής γνωμοδοτήσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα τέτοιο αίτημα είναι απαράδεκτο στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 EK περί υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων (9).

25.   Αντιθέτως, εάν σκοπός των προδικαστικών ερωτημάτων είναι ο τερματισμός της εκκρεμούσας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου συγκεκριμένης διαφοράς, τότε και πάλι ένα τέτοιου είδους αίτημα είναι απαράδεκτο, διότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, η οποία στηρίζεται σε μία σαφή διάκριση καθηκόντων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκφέρει την οποιαδήποτε εκτίμηση επί της συγκεκριμένης διαφοράς (10).

26.   Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της υποθέσεως που αποτελεί αντικείμενο της κυρίας δίκης ή να εφαρμόσει τις ερμηνευθείσες από το ίδιο διατάξεις του κοινοτικού δικαίου επί εθνικών μέτρων ή πραγματικών περιστατικών που αποτελούν αντικείμενο στη συγκεκριμένη υπόθεση, δεδομένου ότι αρμόδιο προς τούτο είναι αποκλειστικά το αιτούν δικαστήριο. Επομένως, η κρίση σχετικά με ορισμένες πράξεις της Jorge Lda βάσει της νομοθεσίας περί ΦΠΑ απαιτεί εκτίμηση πραγματικών περιστατικών η οποία εναπόκειται στον εθνικό δικαστή (11).

27.   Βάσει της –ομολογουμένως– αυστηρής εφαρμογής από το Δικαστήριο των προϋποθέσεων που αφορούν το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλεται η διαπίστωση στην παρούσα διαδικασία ότι –όπως ακριβώς και στο πλαίσιο προγενέστερης αιτήσεως του ιδίου εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (12)– άπαντα τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα.

V –    Πρόταση

28.   Βάσει των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως απαράδεκτη.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ ειδ. έκδ. ΕΕ 09/001, σ. 1, επανειλημμένως τροποποιηθείσα εν τω μεταξύ.


3 – Νομοθετικό διάταγμα 394Β/84 της 26ης Δεκεμβρίου 1984 (DR, σειρά 1, αριθ. 297).


4 – Νομοθετικό διάταγμα 241/86 της 20ής Αυγούστου 1986 (DR, σειρά 1, αριθ. 190).


5 – Νομοθετικό διάταγμα 195/89 της 20ής Ιουλίου 1989.


6 – Βλ., συναφώς, μόνον τις αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. Ι-2099, σκέψη 39), της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I-607, σκέψη 19), της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-373/00, Αdolf Τruley ( Συλλογή 2003, σ. Ι-1931, σκέψεις 22 επ.), και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-380/01, Schneider (μη εισέτι δημοσιευθείσα στην Συλλογή, σκέψη 22).


7 – Διάταξη της 11ης Ιουλίου 2001, C-154/01, Caves Costa Verde, μη δημοσιευθείσα, ΕΕ 2001, C 289, σ. 8.


8 – Απόφαση της 1ης Απριλίου 1982, 141/81, 142/81, 143/81, Holdijk κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 6), καθώς και διατάξεις της 23ης Μαρτίου 1995, C-458/93, Saddik (Συλλογή 1995, σ. Ι-511, σκέψη 13), και της 28ης Ιουνίου 2000, C-116/00, Laguillaumie (Συλλογή 2000, σ. l-4979, σκέψη 24).


9 – Αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 60), της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-153/00, Der Weduwe (Συλλογή 2002, σ. Ι-11319, σκέψη 32), της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-318/00, Bacardi-Μartini και Cellier des Dauphins (Συλλογή 2003, σ. Ι-905, σκέψη 42), και της 12ης Ιουνίου 2003, C-112/00, Schmidberger (Συλλογή 2003, σ. Ι-5659, σκέψη 32).


10 – Αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1979, 36/79, Denkavit (Συλλογή τόμος 1979, σ. 667, σκέψη 12), της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-175/98 και C-177/98, Lirussi και Bizzaro (Συλλογή 1999, σ. l-6881, σκέψη 37), της 22ας Ιουνίου 2000, C-318/98, Fornasar κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. l-4785, σκέψη 31), και της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-421/01, Τraunfellner (μη εισέτι δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 21 επ.).


11 – Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003, C-448/01, EVN και Wienstrom (μη εισέτι δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 59).


12 – Επί του απαραδέκτου βλ., επίσης, τη διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-223/00, Partex (EE 2002, C 84, σ. 32).