Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

F. G. JACOBS

της 27ης Οκτωβρίου 2005 1(1)

Υπόθεση C-222/04

Ministero dell’Economia e delle Finanze

κατά

Cassa di Risparmio di Firenze SpA

και

Fondazione Cassa di Risparmio di San Miniato

και

Cassa di Risparmio di San Miniato SpA







1.     Στην παρούσα υπόθεση, το Corte Suprema di Cassazione (Ιταλία) υποβάλλει στο Δικαστήριο διάφορα ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού συστήματος που ισχύει για τις εταιρίες που προέκυψαν από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών του δημοσίου τομέα της Ιταλίας και, ειδικότερα, για τα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία αντικατέστησαν τα παραδοσιακά ταμιευτήρια.

2.     Το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, πρώτον, αν τα εν λόγω τραπεζικά ιδρύματα αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ και, ιδίως, των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων.

3.     Ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, εν συνεχεία, αν το εν λόγω φορολογικό καθεστώς συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, υποβάλλει επίσης ερωτήματα σχετικά με το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία ορισμένες πτυχές του υπό κρίση φορολογικού καθεστώτος κρίθηκαν ότι δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

4.     Τέλος, το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει το υπό κρίση φορολογικό καθεστώς υπό το πρίσμα των άρθρων 12, 43 επ. ΕΚ και 56 επ. ΕΚ.

5.     Το άρθρο 12, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι «[ε]ντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».

6.     Τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ εντάσσονται στο μέρος τρίτο, τίτλο ΙΙΙ της Συνθήκης, με τον τίτλο «Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων». Το άρθρο 43 ΕΚ εντάσσεται στο κεφάλαιο 2, με τον τίτλο «Το δικαίωμα εγκαταστάσεως», το δε άρθρο 56 στο Κεφάλαιο 4, με τον τίτλο «Κεφάλαια και πληρωμές».

7.     Το άρθρο 43 ΕΚ ορίζει:

«Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.

Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 48 παράγραφος 2, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων.»

8.     Το άρθρο 56, παράγραφοι 1 και 2, ορίζει ότι «[σ]τα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου» απαγορεύονται όλοι οι περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίου και πληρωμών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών».

9.     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, «[ε]νισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.»

 Το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο

10.   Το σχετικό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.

11.   Οι δύο εθνικές φορολογικές διατάξεις που κρίνονται στην παρούσα υπόθεση είναι το άρθρο 10 bis του νόμου 1745, της 29ης Δεκεμβρίου 1962 (2) (στο εξής: νόμος 1745/62) και το άρθρο 6 του προεδρικού διατάγματος 601, της 29ης Σεπτεμβρίου 1973, περί φορολογικών πλεονεκτημάτων (στο εξής: διάταγμα 601/73) (3).

12.   Με τον νόμο 1745/62 επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, υποχρέωση προκαταβολής του φόρου επί των μερισμάτων που διανέμουν οι εταιρίες. Ωστόσο, με το άρθρο 10 bis του νόμου αυτού, απαλλάσσονται από το μέτρο αυτό τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα μη υποκείμενα σε φόρο εταιριών ιδρύματα τα οποία επιδιώκουν αποκλειστικά σκοπούς κοινωνικής πρόνοιας, εκπαιδεύσεως, διδασκαλίας, μελετών και επιστημονικής έρευνας (4).

13.   Με το άρθρο 6 του διατάγματος 601/73 προβλέπεται η κατά 50 % μείωση του φόρου εταιριών υπέρ των οργανισμών που δραστηριοποιούνται στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας, της παιδείας ή άλλους συναφείς.

14.   Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι η εφαρμογή των διατάξεων αυτών στις εταιρίες που προέκυψαν από την ιδιωτικοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων του δημοσίου τομέα της Ιταλίας και, ειδικότερα, στα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία αντικατέστησαν τα παραδοσιακά ταμιευτήρια. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1990, πολύ αργότερα από τη θέσπιση των δύο φορολογικών διατάξεων και εξελίχθηκε σε δύο στάδια.

15.   Το πρώτο στάδιο ξεκίνησε με τη θέσπιση του νόμου 218, της 30ής Ιουλίου 1990, και του συναφούς νομοθετικού διατάγματος 356 της 20ής Νοεμβρίου 1990 (στο εξής: διάταγμα 356/90), τα οποία αμφότερα προέβλεπαν τη μετατροπή των τραπεζών του δημοσίου τομέα σε ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες (στο εξής: αρχικό νομοθετικό πλαίσιο).

16.   Με το άρθρο 1 του διατάγματος 356/90, επιτράπηκε στα δημόσια πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των ταμιευτηρίων (στο εξής: εκχωρητές) να εκχωρούν τον τραπεζικό κλάδο τους σε ανώνυμες εταιρίες που τα ίδια ιδρύουν και των οποίων παραμένουν οι μόνοι μέτοχοι. Οι νεοϊδρυθείσες ανώνυμες εταιρίες (στο εξής: θυγατρικές τράπεζες) ανέλαβαν τις τραπεζικές δραστηριότητες που προηγουμένως ασκούσαν οι εκχωρητές.

17.   Το άρθρο 12 του ίδιου διατάγματος υποχρεώνει τους εκχωρητές να επιδιώκουν σκοπούς δημοσίου ενδιαφέροντος, κυρίως στους τομείς της επιστημονικής έρευνας, της εκπαίδευσης, της τέχνης και της υγείας.

18.   Η ίδια διάταξη προβλέπει, περαιτέρω, ότι οι εκχωρητές μπορούν να ασκούν όλες τις χρηματοοικονομικές, εμπορικές και σχετικές με ακίνητα και στοιχεία του ενεργητικού πράξεις που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των σκοπών τους. Μπορούν να διαχειρίζονται τη συμμετοχή τους σε θυγατρικές τράπεζες, αλλά τους απαγορεύεται να ασκούν ευθέως οποιαδήποτε τραπεζική δραστηριότητα ή να αποκτούν πλειοψηφικές συμμετοχές σε τραπεζικές ή χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, πέραν της συμμετοχής στην ίδια τη θυγατρική τράπεζα.

19.   Ωστόσο, επιτρέπεται στους εκχωρητές να αποκτούν ή να μεταβιβάζουν μειοψηφικές συμμετοχές σε άλλες τραπεζικές ή χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί λειτουργική συνέχεια, προβλέφθηκε, ως μεταβατική λύση, ο διορισμός, αφενός, των μελών της διοικούσας επιτροπής ή άλλου αντίστοιχου οργάνου του εκχωρητή στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας και, αφετέρου, των μελών του εποπτικού οργάνου ελέγχου του εκχωρητή στην επιτροπή εποπτείας της θυγατρικής τράπεζας.

20.   Το άρθρο 13 του διατάγματος 356/90 ρυθμίζει τα σχετικά με τη μεταβίβαση των μεριδίων συμμετοχής σε θυγατρικές τράπεζες, μεριδίων τα οποία κατέχουν οι εκχωρητές. Η διάθεση μετοχών στο κοινό πρέπει να γίνεται κατόπιν δημόσιας προσφοράς, εκτός αν πρόκειται για μεταβίβαση εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών, η οποία δεν υπόκειται σε περιορισμούς εφόσον οι μετοχές που μεταβιβάζονται δεν υπερβαίνουν συνολικά το 1 % του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής τράπεζας. Για την πώληση με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών. Έγκριση απαιτείται επίσης όταν η μεταβίβαση των μετοχών εκ μέρους του εκχωρητή έχει ως συνέπεια να απολέσει ο τελευταίος, έστω προσωρινά, το έλεγχο της πλειοψηφίας των μετοχών που έχουν δικαίωμα ψήφου σε γενική συνέλευση της θυγατρικής τράπεζας. Τέλος, αν ο εκχωρητής απολέσει το πλειοψηφικό ποσοστό συμμετοχής, δύναται, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως του Υπουργείου Οικονομικών, να αποκτήσει πλειοψηφική συμμετοχή σε άλλη τραπεζική εταιρία.

21.   Το δεύτερο κύριο στάδιο της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως ξεκίνησε με τις τροποποιήσεις που επέφερε στο αρχικό νομοθετικό πλαίσιο ο νόμος 461 της 23ης Δεκεμβρίου 1998 (5). Το νομοθετικό διάταγμα 153, της 17ης Μαΐου 1999 (στο εξής: διάταγμα 153/99), το οποίο εκδόθηκε βάσει του νόμου αυτού, περιείχε λεπτομερείς εκτελεστικές διατάξεις (στο εξής: νέο νομοθετικό πλαίσιο).

22.   Με το νέο νομοθετικό πλαίσιο επήλθαν σημαντικές μεταβολές στην εποπτεία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως, ενδεικτικά, η καθιέρωση αυστηρότερων ελέγχων.

23.   Με το άρθρο 1 του διατάγματος 153/99 κωδικοποιήθηκε η υφιστάμενη πρακτική, οι δε εκχωρητές χαρακτηρίστηκαν ως ιδρύματα (στο εξής: τραπεζικά ιδρύματα).

24.   Με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ίδιου διατάγματος, τα τραπεζικά ιδρύματα ορίζονται ως μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, με πλήρη διοικητική αυτοτέλεια, τα οποία επιδιώκουν αποκλειστικά σκοπούς σχετικούς με την κοινωνική αρωγή και την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως, σύμφωνα με το καταστατικό τους.

25.   Το άρθρο 3 ορίζει ότι τα τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να επιδιώκουν τους σκοπούς τους με όλα τα συμβατά προς τη νομική τους φύση μέσα, όπως ορίζει το άρθρο 2· τους επιτρέπεται μόνο να ελέγχουν επιχειρήσεις οι οποίες «άμεσα συμβάλλουν» στην εκπλήρωση των καταστατικών σκοπών τους και δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στους λεγόμενους «συναφείς τομείς» (στο εξής: επιχειρήσεις ειδικού σκοπού)· δεν μπορούν να ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες και τους απαγορεύεται να χρηματοδοτούν, άμεσα ή έμμεσα, άλλους οργανισμούς ή επιχειρήσεις εκτός των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού.

26.   Οι τομείς που κατά το άρθρο 1 του διατάγματος 153/99, ως είχε αρχικώς, ορίζονται ως «συναφείς» είναι: η επιστημονική έρευνα, η παιδεία, η τέχνη, η προστασία και η προώθηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων, η προστασία των περιβαλλοντικών πόρων, η υγεία και η ενίσχυση των μη προνομιούχων κοινωνικών κατηγοριών. Στο τέλος του 2001 αυξήθηκε  αριθμός των τομέων που χαρακτηρίζονται ως «συναφείς» (6).

27.   Σύμφωνα με την αρχική διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του διατάγματος 153/99, απαγορεύεται στα μέλη του οργάνου διοικήσεως του τραπεζικού ιδρύματος να μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της θυγατρικής τράπεζας. Με την τροποποίηση της διατάξεως στο τέλος του 2003 (7), απαγορεύθηκε στα πρόσωπα που κατέχουν διοικητικές, διευθυντικές ή εποπτικές θέσεις σε τραπεζικό ίδρυμα να κατέχουν τις ίδιες θέσεις σε θυγατρική τράπεζα ή σε εταιρίες που ελέγχονται από αυτήν ή στις οποίες το τραπεζικό ίδρυμα κατέχει ποσοστό συμμετοχής. Επιπλέον, τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τον καθορισμό της στρατηγικής (orientation) σε τραπεζικό ίδρυμα απαγορεύεται να κατέχουν παρόμοιες θέσεις σε θυγατρική τράπεζα.

28.   Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του διατάγματος 153/99, ως είχε αρχικώς, προέβλεπε ότι τα περιουσιακά στοιχεία ενός τραπεζικού ιδρύματος πρέπει να υπηρετούν αποκλειστικά τους καταστατικούς σκοπούς του και ότι, κατά τη διαχείριση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, τα τραπεζικά ιδρύματα πρέπει να τηρούν ορισμένα κριτήρια για τον περιορισμό της διακινδύνευσης προς προστασία της αξίας των στοιχείων αυτών και προς διασφάλιση ικανοποιητικής αποδόσεως. Αργότερα, με το άρθρο 11 του νόμου 448/01, προβλέφθηκε επιπλέον ότι η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να συνάδει προς τους μη κερδοσκοπικούς σκοπούς του τραπεζικού ιδρύματος και να γίνεται σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας και τα χρηστά ήθη.

29.   Το άρθρο 6, παράγραφος 1, προβλέπει ότι τα τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να κατέχουν πλειοψηφικές συμμετοχές μόνο σε επιχειρήσεις και εταιρίες που ως αποκλειστικό σκοπό έχουν τη διοίκηση των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού.

30.   Κατά την αρχική εκδοχή του άρθρου 25, παράγραφοι 1 και 2, του διατάγματος 153/99, τα πλειοψηφικά ποσοστά συμμετοχής σε θυγατρικές τράπεζες μπορούν να διατηρηθούν επί τέσσερα το πολύ έτη από την έναρξη ισχύος του διατάγματος. Αν το ποσοστό συμμετοχής δεν πωλούνταν εντός της προθεσμίας αυτής, το ποσοστό μπορούσε να διατηρηθεί το πολύ επί δύο ακόμη έτη.

31.   Οι πλειοψηφικές συμμετοχές σε άλλες εταιρίες, εκτός των αποδεκτριών τραπεζών και των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού, έπρεπε να μεταβιβαστούν εντός της τασσόμενης από την εποπτική αρχή προθεσμίας και, σε κάθε περίπτωση, πριν την παρέλευση της ως άνω τετραετίας.

32.   Σύμφωνα με τις επελθούσες το 2001 και το 2003 τροποποιήσεις, η αρχική τετραετία αντικαταστάθηκε από την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 2005. Οι πλειοψηφικές συμμετοχές σε άλλες εταιρίες, εκτός των αποδεκτριών τραπεζών και των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού, έπρεπε να μεταβιβαστούν, σε κάθε περίπτωση, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005 (8).

33.   Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, του διατάγματος 153/99, αν τα τραπεζικά ιδρύματα δεν τηρούσαν τις προθεσμίες αυτές, η εποπτική αρχή εξουσιοδοτούνταν να προβεί σε εκχώρηση της πλειοψηφικής συμμετοχής κατά το μέτρο που ήταν αναγκαίο ώστε να παύσει ο έλεγχος επί της θυγατρικής τράπεζας.

34.   Όσον αφορά το ισχύον φορολογικό καθεστώς, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του διατάγματος 153/99 ορίζει ότι τα τραπεζικά ιδρύματα που έχουν προσαρμόσει το καταστατικό τους στις διατάξεις του θεωρούνται μη εμπορικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, ακόμη και αν επιδιώκουν τους καταστατικούς σκοπούς τους μέσω επιχειρήσεων ειδικού σκοπού.

35.   Με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του ίδιου διατάγματος, το φορολογικό καθεστώς που θεσπίστηκε με το άρθρο 6 του διατάγματος 601/73 και προβλέπει την κατά 50 % μείωση του φόρου εταιριών (9) επεκτάθηκε στα  τραπεζικά ιδρύματα που προσάρμοσαν το καταστατικό τους στις διατάξεις του διατάγματος 153/99 και ασκούσαν δραστηριότητα στους «συναφείς τομείς». Το ίδιο ίσχυε, μέχρι την προσαρμογή των καταστατικών τους στο διάταγμα 153/99, για τα μη εμπορικού χαρακτήρα τραπεζικά ιδρύματα που επιδίωκαν κατά κύριο λόγο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 12 του διατάγματος 356/90, όπως αυτό εν συνεχεία τροποποιήθηκε.

36.   Τέλος, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του διατάγματος 153/99 ορίζει ότι τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν εμπορικό χαρακτήρα και δεν δικαιούνται τις παρεχόμενες φορολογικές απαλλαγές, αν εξακολουθούν να ελέγχουν θυγατρική τράπεζα μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2005.

 Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

37.   Το τραπεζικό ίδρυμα Fondazione Cassa di Risparmio di San Miniato (10) υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 10 bis του νόμου 1745/62 αίτημα απαλλαγής από την υποχρέωση προκαταβολής φόρου επί του εισοδήματος από τη συμμετοχή του στις τράπεζες Cassa di Risparmio di San Miniato SpA και Casse Toscane SpA, για το φορολογικό έτος 1998. Η αίτηση απορρίφθηκε από τις φορολογικές αρχές της Τοσκάνης με το αιτιολογικό ότι η εκ μέρους τραπεζικού ιδρύματος διαχείριση της συμμετοχής του σε θυγατρική τράπεζα συνιστά εμπορική δραστηριότητα μη συμβατή προς την απαλλαγή του άρθρου 10 bis του νόμου 1745/62.

38.   Το Fondazione Cassa de Risparmio di San Miniato, από κοινού με τις Cassa de Risparmio di San Miniato SpA και Cassa di Risparmio di Firenze SpA, η οποία απέκτησε την Casse Toscane SpA (στο εξής: καθών της κύριας δίκης), ως υπόχρεοι για την προκαταβολή του φόρου επί των καταβαλλομένων στο Fondazione μερισμάτων προσέβαλαν ανεπιτυχώς την απόφαση αυτή ενώπιον του τοπικού φορολογικού δικαστηρίου της Φλωρεντίας.

39.   Μετά την άσκηση εφέσεως, το περιφερειακό φορολογικό δικαστήριο της Τοσκάνης ανέτρεψε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου και έκρινε ότι το νέο νομοθετικό πλαίσιο ρητώς επιτρέπει την εφαρμογή των εν λόγω φορολογικών πλεονεκτημάτων στα τραπεζικά ιδρύματα. Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι εμπορικές δραστηριότητες του Fondazione Cassa di Risparmio di San Miniato κατισχύουν των σκοπών δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής, το δικαστήριο έκρινε ότι το Fondazione δικαιούται την κατά 50 % μείωση του φόρου εταιριών κατά το άρθρο 6 του διατάγματος 601/73 και, ως εκ τούτου, απαλλάσσεται από την επιβαλλόμενη με το άρθρο 10 bis του νόμου 1745/62 υποχρέωση προκαταβολής του φόρου επί των μερισμάτων μόνον κατά το μέρος που αφορά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής ωφέλειας σε ορισμένους τομείς (11).

40.   Το Ministero dell’Economia e delle Finanze άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Corte Suprema di Cassazione, το οποίο έκρινε ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της ενώπιόν του υποθέσεως, απαιτείται πρώτα να εξεταστεί αν τα υπέρ των τραπεζικών ιδρυμάτων φορολογικά πλεονεκτήματα είναι συμβατά με τους κανόνες και τις αρχές της Συνθήκης ΕΚ, όσον αφορά τόσο τον ανταγωνισμό –ιδίως τα άρθρα 87 έως 88 ΕΚ περί κρατικών ενισχύσεων– όσο και τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων (άρθρο 12 ΕΚ), της ελεύθερης εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ επ.) και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων (άρθρο 56 ΕΚ επ.).

41.   Όσον αφορά τα άρθρα 87 ΕΚ επ., το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή, με την απόφαση 2003/146/ΕΚ, της 22ας Αυγούστου 2002, για τα φορολογικά μέτρα για τα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία εφάρμοσε η Ιταλία (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής) (12), εξέτασε τα φορολογικά μέτρα του άρθρου 12, παράγραφος 2, του διατάγματος 153/99 υπό το πρίσμα των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων της Συνθήκης ΕΚ. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι, εφόσον τα τραπεζικά ιδρύματα δεν ασκούν ευθέως οποιαδήποτε δραστηριότητα στους συναφείς τομείς, τα υπό εξέταση εθνικά μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι οι δικαιούχοι δεν αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

42.   Το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει ότι διατυπώθηκαν ενώπιόν του διαφορετικές απόψεις ως προς το αν τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν εμπορική ιδιότητα.

43.   Ενώ οι ιταλικές φορολογικές αρχές εμμένουν στην άποψη ότι τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν την εμπορική ιδιότητα και, κατά συνέπεια, υπάγονται στο κανονικό φορολογικό καθεστώς, η Ιταλική Κυβέρνηση προέβαλε, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενόψει της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, ότι τα τραπεζικά ιδρύματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις κατά την έννοια των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού. Σε δικαστικό επίπεδο, το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει ότι ακόμη και η νομολογία του δεν είναι σταθερή ως προς το ζήτημα αυτό.

44.   Το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει, περαιτέρω, ότι, σύμφωνα με μέρος της εθνικής νομολογίας, η κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του διατάγματος 153/99 επέκταση των φορολογικών πλεονεκτημάτων του άρθρου 6 του διατάγματος 601/73 στα τραπεζικά ιδρύματα κρίθηκε ότι έχει ερμηνευτικό μόνο χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, το εν λόγω πλεονέκτημα έχει εφαρμογή και κατά τα φορολογικά έτη πριν την έναρξη ισχύος του διατάγματος 153/99.

45.   Θεωρεί, περαιτέρω, ότι είναι απαραίτητο να εξεταστεί το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής. Διατυπώνει, κατ’ ουσίαν, την άποψη ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς τη Συνθήκη ΕΚ και δεν εκτίμησε δεόντως την αποστολή, τη φύση και τη λειτουργία των τραπεζικών ιδρυμάτων στην ιταλική τραπεζική αγορά. Το εθνικό δικαστήριο κρίνει επίσης ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της και δεν ανέλυσε καταλλήλως τη δραστηριότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων σε σχέση με την απόκτηση και διαχείριση συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις, πέραν των αποδεκτριών τραπεζών.

46.   Κατά την άποψη του εθνικού δικαστηρίου, το ότι ασκείται οικονομική δραστηριότητα καθίσταται προφανές και από το γεγονός ότι οι πλειοψηφικές συμμετοχές σε τραπεζικές εταιρίες εκχωρούνται σε νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί προς τούτο, ότι η κατάσταση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται για σημαντικό χρονικό διάστημα και ότι η ωφέλεια από τη διάθεση τέτοιων συμμετοχών χρησιμοποιείται για την απόκτηση και διαχείριση σημαντικών ποσοστών συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις προς επίτευξη διαφόρων εταιρικών σκοπών, στους οποίους καταλέγεται και η οικονομική ανάπτυξη του συστήματος.

47.   Επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται μήπως το επίμαχο φορολογικό καθεστώς συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος άλλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά και, ταυτοχρόνως, αν συνιστά παραβίαση των αρχών της ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ελεύθερης μεταφοράς κεφαλαίων.

48.   Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής ερωτήματα προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      Θεωρείται ότι υπόκεινται στους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού ορισμένα πρόσωπα (τα λεγόμενα τραπεζικά ιδρύματα) τα οποία δημιουργήθηκαν βάσει του νόμου 218/90 και του νομοθετικού διατάγματος 356/90, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, προκειμένου να έχουν στην κυριότητά τους πλειοψηφικές συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιριών που ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες, να διαχειρίζονται τις συμμετοχές αυτές, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των φορέων που δραστηριοποιούνται στην αγορά, και να καρπώνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων που ελέγχουν, ακόμη και αν στα πρόσωπα αυτά έχει ανατεθεί έργο κοινωνικής ωφέλειας; Ομοίως, συνιστά άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, με συνέπεια να εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού, η δυνατότητα που παρέχεται, με το νομοθετικό διάταγμα 153/99, στα νομικά αυτά πρόσωπα να χρησιμοποιούν τα έσοδα από τη μεταβίβαση των εν λόγω συμμετοχών για την αγορά και διαχείριση σημαντικού ύψους συμμετοχών στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, ακόμη και τραπεζικών, ή ακόμη και πλειοψηφικών συμμετοχών στο κεφάλαιο μη τραπεζικών επιχειρήσεων, προς επίτευξη διαφόρων σκοπών, μεταξύ των οποίων η οικονομική ανάπτυξη του συστήματος;

2)      Εμπίπτουν, επομένως, τα νομικά αυτά πρόσωπα –σύμφωνα με τη ρύθμιση που περιέχεται στο νόμο 218/90 και στο νομοθετικό διάταγμα 356/90, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, και σύμφωνα με τη μεταρρύθμιση που εισήγαγαν ο νόμος 461/98 και το νομοθετικό διάταγμα 153/99– στην κοινοτική ρύθμιση περί κρατικών ενισχύσεων (άρθρα 87 και 88 ΕΚ), σε σχέση με το ευνοϊκό υπέρ τους φορολογικό καθεστώς;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ το υπό κρίση ευνοϊκό καθεστώς της άμεσης φορολογίας των διανεμομένων μερισμάτων;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, είναι έγκυρη η απόφαση της Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Αυγούστου 2002, με την οποία έγινε δεκτό ότι η ρύθμιση περί κρατικών ενισχύσεων δεν έχει εφαρμογή στα ιδρύματα τραπεζικής προελεύσεως, αν η απόφαση αυτή εξεταστεί από την άποψη της νομιμότητας και από την άποψη της ελλείψεως αιτιολογίας και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στην παρούσα διάταξη;

5)      Ανεξάρτητα από το αν έχει εφαρμογή η ρύθμιση περί κρατικών ενισχύσεων, αποτελεί η καθιέρωση ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος για τα κέρδη που διανέμουν οι –αποκλειστικά εθνικές– θυγατρικές τράπεζες και εισπράττουν τα ιδρύματα που τις ελέγχουν ή για τα κέρδη των επιχειρήσεων στο κεφάλαιο των οποίων τα ιδρύματα απέκτησαν συμμετοχή χρησιμοποιώντας τα έσοδά τους από τη μεταβίβαση συμμετοχών σε θυγατρικές τράπεζες διάκριση υπέρ των εν λόγω επιχειρήσεων έναντι των λοιπών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά και, ταυτόχρονα, παραβίαση των αρχών της ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, σε συσχετισμό με τα άρθρα 12, 43 επ. και 56 επ. ΕΚ;».

 Εκτίμηση

 Επί του παραδεκτού

49.   Τα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις διατύπωσαν αντιρρήσεις ως προς το παραδεκτό των ερωτημάτων του εθνικού δικαστηρίου.

 Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

50.   Οι καθών της κύριας δίκης προβάλλουν ότι το πρώτο και το τρίτο ερώτημα πρέπει να κριθούν απαράδεκτα για τους εξής λόγους.

51.   Πρώτον, αντιθέτως προς ό,τι αναφέρει το εθνικό δικαστήριο με τη διάταξη περί παραπομπής, η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 bis του νόμου 1745/62 απαλλαγή δεν αφορά παρακράτηση, αλλά προκαταβολή φόρου· δεύτερον, ούτε το άρθρο αυτό, το οποίο προηγήθηκε της συστάσεως των τραπεζικών ιδρυμάτων, ούτε κάποια άλλη διάταξη προβλέπει την εφαρμογή της προβλεπόμενης με αυτό απαλλαγής στα τραπεζικά ιδρύματα· και, τρίτον, τα προδικαστικά ερωτήματα έχουν αποκλειστικά εθνικό ενδιαφέρον, διότι με αυτά επιδιώκεται να εξεταστεί μόνον το αν τα τραπεζικά ιδρύματα δικαιούνται τα φορολογικά πλεονεκτήματα του άρθρου 10 bis του νόμου 1745/62.

52.   Η πρώτη και η δεύτερη από τις αντιρρήσεις αυτές αφορούν την εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου παρερμηνεία των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης εθνικών κανόνων.

53.   Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 234 αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, διότι η εκτίμηση του περιεχομένου των εθνικών διατάξεων και του τρόπου με τον οποίο αυτές πρέπει να εφαρμοστούν απόκειται στο εθνικό δικαστήριο (13).

54.   Όσον αφορά την τρίτη αντίρρηση των καθών, αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα ερωτήματα που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει (14).

55.   Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο δεν ερωτά το Δικαστήριο αν οι επίμαχες εθνικές διατάξεις έχουν εφαρμογή στα τραπεζικά ιδρύματα στην Ιταλία –ζήτημα επί του οποίου το εθνικό δικαστήριο φαίνεται ότι έχει ήδη σχηματίσει πεποίθηση– αλλά αν οι εθνικές αυτές διατάξεις είναι συμβατές με τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο υποχρεούται να συνδράμει το εθνικό δικαστήριο.

56.   Η Επιτροπή προβάλλει ότι το Δικαστήριο πρέπει να αγνοήσει τα σχετικά με το διάταγμα 153/99 τμήματα του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος. Το διάταγμα αυτό τέθηκε σε ισχύ μετά το 1998, οπότε συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και, επομένως, δεν σχετίζεται με την ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου υπόθεση.

57.   Κατά πάγια νομολογία, η άρνηση απαντήσεως σε υποβληθέντα ερωτήματα επιτρέπεται μόνον όταν «προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση [με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως] ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης [ή] όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως» (15).

58.   Φρονώ ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Καίτοι τα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις δεν συμμερίζονται την κρίση του, παραμένει γεγονός ότι το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι το διάταγμα 153/99 ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Από τη δικογραφία προκύπτει ακόμη ότι ορισμένα ιταλικά δικαστήρια έκριναν ότι οι σχετικές με το φορολογικό καθεστώς διατάξεις του διατάγματος έχουν αναδρομική ισχύ και, επομένως, εφαρμόζονται και πριν το 1998. Το ερμηνευτικό ζήτημα της συμβατότητας του διατάγματος 153/99 με το κοινοτικό δίκαιο φαίνεται prima facie να ασκεί επιρροή στην κύρια δίκη.

59.   Τούτο δοθέντος, δεν πληρούνται, κατά την άποψή μου, οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου, ώστε να κριθούν απαράδεκτα το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

60.   Οι καθών της κύριας δίκης φρονούν ότι η απόφαση της Επιτροπής κατέστη απρόσβλητη αφού η Ιταλία δεν την προσέβαλε εντός της προθεσμίας του άρθρου 230 ΕΚ. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού παραπέμπουν στην απόφαση TWD (16).

61.   Εκτιμώ ότι οι υπό κρίση περιστάσεις δεν είναι ανάλογες με αυτές της υποθέσεως TWD.

62.   Στην υπόθεση εκείνη, το ζήτημα ήταν αν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης απώλεσε ή όχι, λόγω μη έγκαιρης προβολής του, το δικαίωμά της να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως ως λόγο ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως με την οποία η εθνική αρχή, σε εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής, ανακάλεσε την ενίσχυση που της είχε χορηγήσει. Το Δικαστήριο, αφού τόνισε την ανάγκη ασφάλειας δικαίου, κατέληξε ότι δεν είναι δυνατόν ένα πρόσωπο το οποίο είχε το δικαίωμα προσβολής της οικείας αποφάσεως, αλλά άφησε να παρέλθει άπρακτη η προβλεπόμενη συναφώς στο άρθρο 230, τρίτο εδάφιο, ΕΚ αποσβεστική προθεσμία, να αμφισβητεί τη νομιμότητά της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως που εξέδωσαν οι εθνικές αρχές προς εκτέλεση της κοινοτικής.

63.   Η παρούσα υπόθεση, αντιθέτως, αφορά γενικής ισχύος απόφαση της Επιτροπής, η οποία απευθύνεται στην Ιταλία και της οποίας το κύρος δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου από κανένα διάδικο της κύριας δίκης. Το ζήτημα του κύρους της αποφάσεως τέθηκε αυτεπαγγέλτως από το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το άρθρο 234 ΕΚ. Συνεπώς, δεν πρόκειται, εν προκειμένω, για καταστρατήγηση διαδικασίας εκ μέρους διαδίκου που θα μπορούσε να είχε προσβάλει την απόφαση αυτή ευθέως ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά δεν το έπραξε, ζήτημα που, κατά την άποψή μου, αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως TWD.

64.   Το άρθρο 234 ΕΚ δεν περιορίζει χρονικά τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να ζητήσουν την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του κύρους πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Κατά τη νομολογία, τα προδικαστικά ερωτήματα κρίνονται παραδεκτά εφόσον είναι λυσιτελή για την έκβαση της κύριας δίκης και εφόσον εξηγείται επαρκώς το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της υποθέσεως. Κατά την εξέταση του κύρους πράξεως των κοινοτικών οργάνων, το οποίο είναι ζήτημα ουσίας, το Δικαστήριο θα εξετάσει όλους τους παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν το κύρος της πράξεως που καλείται να κρίνει, στο πλαίσιο των περιορισμών που επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

65.   Η Επιτροπή προβάλλει, εξάλλου, ότι το τέταρτο ερώτημα είναι απαράδεκτο. Με την απόφασή της, εξετάστηκε η συμβατότητα με τους κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης των φορολογικών απαλλαγών του διατάγματος 153/99, το οποίο τέθηκε σε ισχύ μετά το κρίσιμο για την κύρια δίκη χρονικό σημείο. Περαιτέρω, η απόφαση αυτή αφορούσε φορολογικές απαλλαγές διαφορετικές από αυτές που προβλέπει η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης διάταξη του άρθρου 10 bis του νόμου 1745/62. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής δεν επηρεάζει την επίλυση της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφοράς.

66.   Η Ιταλία συντάσσεται με τα επιχειρήματα της Επιτροπής και επισημαίνει ότι, αφού η απόφαση της Επιτροπής δεν αφορά την κατάσταση των τραπεζικών ιδρυμάτων υπό το αρχικό νομοθετικό πλαίσιο, το ζήτημα του κύρους της δεν ασκεί καμία επιρροή στην κύρια δίκη.

67.   Το αν το άρθρο 12 του διατάγματος 153/99 έχει αναδρομική ισχύ, το αν υπάρχει κάποια σχέση στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας μεταξύ του άρθρου 6 του διατάγματος 601/73 και του άρθρου 10 bis του νόμου 1745/62 και το αν οι διατάξεις αυτές ασκούν επιρροή στην έκβαση της κύριας δίκης αποτελούν ζητήματα για την επίλυση των οποίων αποκλειστικά αρμόδιο είναι το εθνικό δικαστήριο. Επιπροσθέτως, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι προφανές ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν αφορούν τα περιστατικά ή το αντικείμενο της κύριας δίκης (17).

68.   Επομένως, το τέταρτο ερώτημα πρέπει επίσης να κριθεί παραδεκτό.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

69.   Οι καθών της κύριας δίκης προβάλλουν ότι το πέμπτο ερώτημα είναι υπερβολικά ασαφές. Το εθνικό δικαστήριο παρέλειψε να διευκρινίσει ποιες πτυχές της οικείας εθνικής νομοθεσίας ενδέχεται να συνιστούν εμπόδιο στην άσκηση των ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη ΕΚ ή ποιες τραπεζικές εταιρίες ή ιδρύματα ενδέχεται να επωφεληθούν από τυχόν δυσμενείς διακρίσεις.

70.   Είναι αληθές ότι το πέμπτο ερώτημα είναι καθαυτό κάπως ασαφές. Ωστόσο, εξεταζόμενη συνολικά, η μακροσκελής διάταξη περί παραπομπής παρέχει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο πέμπτο ερώτημα (18).

71.   Το πέμπτο ερώτημα πρέπει επίσης να κριθεί παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

72.   Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, διευκρινίσεις ως προς το αν τα τραπεζικά ιδρύματα, λόγω του ότι κατέχουν και διαχειρίζονται πλειοψηφικές συμμετοχές σε θυγατρικές τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις, πρέπει να χαρακτηριστούν ως «επιχειρήσεις» κατά την έννοια των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ και, ιδίως, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

73.   Κατά την άποψή μου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα τραπεζικά ιδρύματα χαρακτηρίζονται ως επιχειρήσεις κατά την έννοια της κοινοτικής νομοθεσίας σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, αν τα ίδια ασκούν «οικονομική δραστηριότητα» κατά την έννοια της νομολογίας και/ή, δεύτερον, αν εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση επιχειρήσεων που ασκούν τέτοια δραστηριότητα.

 Ασκούν τα τραπεζικά ιδρύματα οικονομική δραστηριότητα;

74.   Αποτελεί κοινό τόπο ότι το Δικαστήριο ακολουθεί το λειτουργικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της έννοιας της επιχειρήσεως στο πλαίσιο των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Το αν ένας φορέας συνιστά επιχείρηση καθορίζεται από το αν ασκεί «οικονομική δραστηριότητα», ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει ή του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (19). Κατά τη νομολογία, ένας φορέας θεωρείται ότι ασκεί «οικονομική δραστηριότητα» όταν «διαθέτει αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες στην αγορά». Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας του εν λόγω φορέα ή το γεγονός ότι επιδιώκει σκοπούς μη εμπορικού χαρακτήρα δεν ασκεί επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό του ως επιχειρήσεως (20).

75.   Προκειμένου να καθοριστεί αν τα τραπεζικά ιδρύματα της Ιταλίας ασκούν τα ίδια «οικονομική δραστηριότητα» κατά την έννοια της νομολογίας αυτής, πρέπει να εξεταστούν οι εργασίες και οι δραστηριότητες που ασκούν στο πλαίσιο των δύο προαναφερθέντων νομοθετικών καθεστώτων.

 Διαχείριση πλειοψηφικής συμμετοχής

76.   Σύμφωνα με το αρχικό νομοθετικό πλαίσιο, ως διαχείριση πλειοψηφικής συμμετοχής σε θυγατρική τράπεζα νοείται μόνον η πώληση και/ή αγορά συμμετοχών, η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων και η χρήση της αποκομιζόμενης ωφέλειας για την επίτευξη των καταστατικών σκοπών δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής των τραπεζικών ιδρυμάτων.

77.   Όπως προβάλλουν η Επιτροπή και οι καθών της κύριας δίκης, καμία από αυτές τις ενέργειες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στην αγορά». Επομένως, βάσει στενής ερμηνείας της νομολογίας, δεν συνιστούν οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ.

78.   Εγώ θα υπερβώ, όμως, την ερμηνεία αυτή. Συμφωνώ με τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι ένας φορέας χαρακτηρίζεται ως επιχείρηση κατά την έννοια των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού όχι μόνον όταν διαθέτει αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες στην αγορά, αλλά και όταν ασκεί και άλλες οικονομικής φύσεως δραστηριότητες, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν νόθευση του ανταγωνισμού σε μία αγορά. Όπως έχω επισημάνει με προηγούμενες προτάσεις μου, κατά την εκτίμηση του αν μία δραστηριότητα είναι οικονομικής φύσεως, πρέπει να δίνεται έμφαση στο «αν μια ιδιωτική επιχείρηση μπορεί, τουλάχιστον καταρχήν, να αναλάβει τη δραστηριότητα αυτή με σκοπό να αποκομίσει κέρδη» (21).

79.   Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της πλήρους αποτελεσματικότητας των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, ιδίως όταν αυτοί οι κανόνες ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του απώτατου σκοπού τους που είναι η αποφυγή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού στην αγορά, νοθεύσεως που οφείλεται στη συμπεριφορά οποιουδήποτε φορέα, δημόσιου ή ιδιωτικού. Το Δικαστήριο, στηριζόμενο στην ερμηνεία αυτή και στους κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, καθώς και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ, έκρινε ότι στην απαγόρευση νοθεύουσας τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς υπάγονται και οι πράξεις των δημοσίων αρχών (22).

80.   Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως παρατηρεί η Ιταλία και επισημαίνει με την απόφασή της η Επιτροπή (23), δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υφίσταται αγορά σχετική με τις πλειοψηφικές συμμετοχές σε τραπεζικές εταιρίες, στην οποία να λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Κατά τη διαχείριση των συμμετοχών τους, τα τραπεζικά ιδρύματα μπορεί να καταστούν σημαντικοί παράγοντες της αγοράς, δεδομένου, ιδίως, του ότι μπορούν, κατόπιν εγκρίσεως του υπουργείου οικονομικών, να πωλήσουν τη συμμετοχή τους σε θυγατρική τράπεζα προκειμένου να αποκτήσουν συμμετοχή σε άλλη. Οι ενέργειες αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν σε νόθευση του ανταγωνισμού, αν, π.χ., η αγορά συμμετοχών από τραπεζικά ιδρύματα υποστηριχθεί με κρατική ενίσχυση ή αν τα τραπεζικά ιδρύματα συμπράξουν με άλλες επιχειρήσεις προκειμένου να μεταβάλουν την τιμή των πλειοψηφικών συμμετοχών τους. Εντούτοις, αν η νομολογία ερμηνευθεί στενά, όπως προτείνει η Επιτροπή και οι καθών της κύριας δίκης, η εν λόγω νοθεύουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά θα διέφευγε τις κυρώσεις των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Είναι προφανές ότι η ερμηνεία αυτή πρέπει να αποφεύγεται.

81.   Η κατάσταση φαίνεται να διαφέρει μετά την έκδοση του διατάγματος 153/99. Σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο –η θέσπιση του οποίου, όπως προκύπτει από τις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρατηρήσεις των διαδίκων, δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός του προϊσχύσαντος πλαισίου να διασφαλιστεί πλήρης διαχωρισμός μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και αποδεκτριών τραπεζών– τα τραπεζικά ιδρύματα επιτρέπεται μόνο να κατέχουν και να διαχειρίζονται πλειοψηφικές συμμετοχές, έμμεσα ή άμεσα, σε «επιχειρήσεις ειδικού σκοπού», οι οποίες αποσκοπούν στην επίτευξη των καταστατικών σκοπών δημοσίου συμφέροντος των τραπεζικών ιδρυμάτων και να δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στους «συναφείς τομείς». Οι συμμετοχές σε θυγατρικές τράπεζες και σε άλλες εταιρίες έπρεπε να μεταβιβαστούν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η οποία, αργότερα, παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Αν δεν τηρούνταν οι προθεσμίες αυτές, η εποπτική αρχή εξουσιοδοτούνταν να διατάξει την υποχρεωτική μεταβίβαση της συμμετοχής, προκειμένου να τερματιστεί ο έλεγχος επί της εταιρίας.

82.   Με την επιβολή των υποχρεώσεων αυτών, το νέο νομοθετικό πλαίσιο αφαίρεσε σε μεγάλο βαθμό από τα τραπεζικά ιδρύματα τη δυνατότητα να επηρεάζουν την αγορά των πλειοψηφικών συμμετοχών, εφόσον υπάρχει τέτοια. Φαίνεται πλέον αδύνατη η εκ μέρους τους νόθευση του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή.

83.   Απόκειται, βεβαίως, στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει αν πληρούνται οι προαναφερθείσες στις σκέψεις 81 και 82 προϋποθέσεις και, ιδίως, αν υπάρχει αγορά σχετική με τις πλειοψηφικές συμμετοχές.

 Δραστηριότητες που ασκούν άμεσα τα τραπεζικά ιδρύματα προς επίτευξη των σκοπών δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής.

84.   Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι, κατά την επιδίωξη των σκοπών δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής, τα τραπεζικά ιδρύματα επιτρέπεται να ασκούν δραστηριότητες σχετικές με διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Οι τομείς στους οποίους τα τραπεζικά ιδρύματα δραστηριοποιούνται, σύμφωνα με το αρχικό και με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, όπως η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση, η τέχνη και η υγεία, συχνά λειτουργούν υπό συνθήκες αγοράς, στους τομείς δε αυτούς δραστηριοποιούνται ανταγωνίστριες επιχειρήσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

85.   Δεδομένου ότι η μη επιδίωξη κέρδους δεν συνιστά λόγο αποκλεισμού από την έννοια της επιχειρήσεως, τα τραπεζικά ιδρύματα μπορεί υπό τις συνθήκες αυτές να εμπίπτουν στον χαρακτηρισμό αυτόν κατά την έννοια της νομολογίας.

86.   Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν, κατά την άσκηση των καταστατικών τους σκοπών, τα τραπεζικά ιδρύματα ασκούν άμεσα οικονομική δραστηριότητα συνιστάμενη στη διάθεση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών σε αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Το αν τούτο συμβαίνει εκτιμάται κατά περίπτωση.

 Τα τραπεζικά ιδρύματα ως μητρικές εταιρίες επιχειρήσεων

87.   Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, ο όρος επιχείρηση πρέπει να νοείται ως «οικονομική ενότητα» (24). Όταν η θυγατρική δεν καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει τις οδηγίες τις οποίες της δίδει άμεσα ή έμμεσα η μητρική εταιρία, που την ελέγχει κατά 100 %, οι εν λόγω εταιρίες συνιστούν οικονομική μονάδα και έχουν την αντίστοιχη μεταχείριση στο πλαίσιο των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού (25).

88.   Παρόμοια συλλογιστική σχετικά με την έννοια της οικονομικής δραστηριότητας ακολουθεί η σχετική με την έκτη οδηγία ΦΠΑ νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία η Επιτροπή επικαλείται προς στήριξη των επιχειρημάτων της και κατά την οποία μια εταιρεία που ως αποκλειστικό σκοπό έχει την αγορά συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να παρεμβαίνει άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών, ασκώντας μόνον τα απορρέοντα από τη συμμετοχή της δικαιώματα, δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της έκτης οδηγίας (26). Κατά συνέπεια, μία εταιρία που άμεσα ή έμμεσα διαχειρίζεται τέτοιες επιχειρήσεις ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

89.   Εφόσον οι θυγατρικές τράπεζες αναμφισβήτητα συνιστούν επιχειρήσεις κατά την έννοια των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, τα υπαγόμενα στο αρχικό νομοθετικό πλαίσιο τραπεζικά ιδρύματα επίσης αποτελούν επιχειρήσεις, διότι η συμμετοχή τους στις τράπεζες αυτές εμπεριέχει άμεση ή έμμεση ανάμιξη στη διοίκησή τους. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η παροχή στις θυγατρικές εταιρίες διοικητικών και λογιστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών πληροφορικής συνιστά, ενδεχομένως, ένδειξη τέτοιας αναμίξεως (27).

90.   Το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές εκτιμάται κατά περίπτωση από το εθνικό δικαστήριο. Κατά την εκτίμηση αυτή, το εθνικό δικαστήριο πρέπει, επίσης, να εξετάσει ποιες εξουσίες διαθέτουν τα τραπεζικά ιδρύματα επί των αποδεκτριών τραπεζών και πώς οι εξουσίες αυτές ασκήθηκαν ή ενδέχεται να ασκηθούν σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία. Το γεγονός ότι τα τραπεζικά ιδρύματα κατέχουν πλειοψηφική συμμετοχή, δύνανται να διορίσουν ορισμένα μέλη των δικών τους διοικητικών και ελεγκτικών οργάνων στο διοικητικό συμβούλιο και στην επιτροπή εποπτείας των αποδεκτριών τραπεζών και το ότι, έστω μεταβατικά, απαιτείται να διασφαλίζεται η συνέχεια της λειτουργίας μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και αποδεκτριών τραπεζών αντισταθμίζεται, κατά την άποψή μου, με την απαγόρευση προς τα τραπεζικά ιδρύματα να ασκούν «άμεσα» οποιαδήποτε τραπεζική δραστηριότητα ή οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα μη σχετιζόμενη με τους καταστατικούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής.

91.   Η θέσπιση του νέου νομοθετικού πλαισίου φαίνεται ότι περιόρισε τους τρόπους με τους οποίους τα τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να ασκήσουν «καθοριστική επιρροή» στις θυγατρικές τράπεζες. Απόκειται, βέβαια, στο εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει αν συμβαίνει αυτό. Για να αποφανθεί επ’ αυτού, το εθνικό δικαστήριο πρέπει, κατά την άποψή μου, να λάβει υπόψη του το ότι απαγορεύεται πλέον ρητώς στα μέλη των διοικητικών οργάνων των τραπεζικών ιδρυμάτων να διορίζονται μέλη του διοικητικού συμβουλίου τράπεζας και ότι η απαγόρευση αυτή επεκτάθηκε το 2003 και στις διευθυντικές και εποπτικές θέσεις των εταιριών που ελέγχονται από τη θυγατρική τράπεζα ή στις οποίες η τράπεζα συμμετέχει, καθώς και στα πρόσωπα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό της στρατηγικής του τραπεζικού ιδρύματος. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του ότι απαγορεύεται ρητώς στα τραπεζικά ιδρύματα να ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες και να με οποιοδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, να διαθέτουν χρηματικά ποσά, να χρηματοδοτούν ή να επιδοτούν νομικά πρόσωπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή η οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση εκτός των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού.

92.   Όσον αφορά τις υπό το νέο νομοθετικό πλαίσιο σχέσεις με επιχειρήσεις ειδικού σκοπού, τα τραπεζικά ιδρύματα, αν μέσω της ασκήσεως των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συμμετοχή τους είναι σε θέση να ασκούν καθοριστική επιρροή επί των επιχειρήσεων αυτών, θα πρέπει, σύμφωνα με την ως άνω νομολογία (28), να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις, εφόσον, βεβαίως, οι ίδιες οι επιχειρήσεις ειδικού σκοπού εμπίπτουν στον χαρακτηρισμό αυτόν. Το ότι οι επιχειρήσεις ειδικού σκοπού πρέπει να είναι μη κερδοσκοπικές και να δραστηριοποιούνται στους συναφείς τομείς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να διαθέτουν αγαθά ή να παρέχουν υπηρεσίες σε τομείς όπου υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων. Αν τούτο συμβαίνει, θα θεωρηθεί ότι τα τραπεζικά ιδρύματα, λόγω της καθοριστικής επιρροής τους επί των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού, επίσης ασκούν οικονομική δραστηριότητα και υπόκεινται στους κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ.

93.   Τέλος, όπως επισημαίνει η Ιταλική Κυβέρνηση, αν τα τραπεζικά ιδρύματα δεν προσαρμόσουν το καταστατικό τους ή δεν μεταβιβάσουν τις πλειοψηφούσες συμμετοχές τους, όπως επιβάλλει το νέο νομοθετικό πλαίσιο, ισχύουν οι σχετικές με το παλαιό νομοθετικό πλαίσιο επισημάνσεις μου.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

94.   Με το τρίτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το σύστημα φορολογικών πλεονεκτημάτων και απαλλαγών που περιγράφεται με τη διάταξη περί παραπομπής συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

95.   Η Επιτροπή προβάλλει ότι, αν οι δικαιούχοι της φορολογικής απαλλαγής –τα τραπεζικά ιδρύματα– χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις, το φορολογικό καθεστώς θα χαρακτηριστεί, καταρχήν, ως κρατική ενίσχυση εμπίπτουσα στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εκτός αν δικαιολογείται από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος του οποίου αποτελεί μέρος.

96.   Η Ιταλία δέχεται ότι, αν γίνει δεκτή η ερμηνεία του άρθρου 12 του διατάγματος 153/99, ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχει το άρθρο 6 του διατάγματος 601/73, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 bis του νόμου 1745/62, ισχύουν αναδρομικά για τα υπαγόμενα στο αρχικό νομοθετικό πλαίσιο τραπεζικά ιδρύματα, τα εν λόγω πλεονεκτήματα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

97.   Οι καθών της κύριας δίκης προβάλλουν ότι το υπό κρίση φορολογικό καθεστώς δεν πληροί την προϋπόθεση επιλεκτικότητας, όπως απαιτείται για να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

98.   Κατά την άποψή μου, τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα συνιστούν κρατική ενίσχυση, εφόσον παρέχονται σε επιχειρήσεις κατά την έννοια της νομολογίας που εξετάστηκε στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος (29).

99.   Σύμφωνα με τη νομολογία, θεωρούνται ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ οποιασδήποτε μορφής μέτρα περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και που, ως εκ τούτου, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι της ιδίας φύσεως ή επάγονται τα ίδια αποτελέσματα (30).

100. Στα μέτρα αυτά καταλέγονται τα εκ των κρατών μελών παρεχόμενα φορολογικά πλεονεκτήματα, έστω και αν δεν συνεπάγονται, κατά κυριολεξία, μετάθεση κρατικών πόρων. Τα φορολογικά πλεονεκτήματα πληρούν το κριτήριο της παροχής πλεονεκτήματος άνευ ανταλλάγματος, με την έννοια ότι θέτουν τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική θέση σε σχέση με τους άλλους φορολογουμένους (31). Αυτό συμβαίνει και με τα υπό εξέταση μέτρα, τα οποία επεκτείνουν τη φορολογική απαλλαγή στα τραπεζικά ιδρύματα.

101. Δεν ασκεί επιρροή το αν το φορολογικό πλεονέκτημα συνίσταται στην απαλλαγή των τραπεζικών ιδρυμάτων από παρακρατούμενο φόρο, όπως αναφέρεται στη διάταξη περί παραπομπής, ή από την υποχρέωση προκαταβολής φόρου, όπως υποστηρίζουν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, παρέχεται στους δικαιούχους της απαλλαγής ένα άνευ ανταλλάγματος πλεονέκτημα, το οποίο συνίσταται είτε στη μη καταβολή είτε στη σημαντική καθυστέρηση της καταβολής του φόρου.

102. Όσον αφορά το κριτήριο της επιλεκτικότητας, κατά το οποίο το επίμαχο μέτρο πρέπει να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών, η Επιτροπή ορθώς, κατά τη γνώμη μου, επισημαίνει ότι το άρθρο 10 bis του νόμου 1745/62 πληροί εκ πρώτης όψεως το κριτήριο αυτό, διότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις βάσει της νομικής φύσεώς τους (ιδρύματα ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου) και βάσει του συγκεκριμένου τομέα στον οποίον δραστηριοποιούνται (εκπαίδευση, δημόσια υγεία κ.λπ.).

103. Η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοστεί και όσον αφορά το άρθρο 12 του διατάγματος 153/99, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του διατάγματος 601/73, καθόσον επεκτείνει την κατά 50 % μείωση του φόρου εταιριών στα τραπεζικά ιδρύματα, υπό την προϋπόθεση ότι περιορίζουν τη δραστηριότητά τους στους συναφείς τομείς.

104. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν οι εν λόγω φορολογικές διατάξεις δικαιολογούνται, ενδεχομένως, από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος του οποίου αποτελούν μέρος, οπότε δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (32). Η επέκταση της ισχύος των επίμαχων φορολογικών πλεονεκτημάτων στα τραπεζικά ιδρύματα απορρέει μάλλον από τον σκοπό που επιδιώκει η εθνική νομοθεσία και ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση ορισμένων φορέων που επιδιώκουν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος ή κοινωνικής αρωγής, και όχι από τη λογική που διέπει τους φορολογικούς κανόνες ή από τη μέθοδο φορολογήσεως. Αν τούτο συμβαίνει, τα υπέρ των τραπεζικών ιδρυμάτων πλεονεκτήματα πληρούν το κριτήριο της επιλεκτικότητας.

105. Τέλος, κατά τη νομολογία, το ότι με τα εν λόγω μέτρα επιδιώκονται σκοποί κοινωνικής ωφέλειας και δημοσίου συμφέροντος δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό τους ως κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (33).

106. Κατά συνέπεια, εφόσον υπάρχουν τα λοιπά στοιχεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως –δηλαδή, νόθευση του ανταγωνισμού και επίπτωση στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο– και εφόσον τα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν δικαιολογούνται από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος, πράγμα που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, τα επίμαχα στην κύρια δίκη φορολογικά πλεονεκτήματα, είτε πρόκειται για απαλλαγή από την υποχρέωση προκαταβολής φόρου είτε για μείωση του φόρου εταιριών, πληρούν τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν χορηγούνται σε «επιχειρήσεις» κατά την έννοια των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

107. Με το τέταρτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους της αποφάσεως της Επιτροπής.

108. Το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενό της, δηλαδή την ανάλυση του νέου νομοθετικού πλαισίου.

109. Απαιτούνται ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Η νομολογία δεν είναι απολύτως σύμφωνη ως προς το αντικείμενο του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο. Όταν η απόφαση της Επιτροπής συνεπάγεται περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, ο έλεγχος του Δικαστηρίου καταρχήν περιορίζεται, κατά τη νομολογία, στο αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες και η υποχρέωση αιτιολογήσεως, στο αν υπήρξε νομική πλάνη, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και στο αν συνέτρεξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών ή κατάχρηση εξουσίας, τα δε κοινοτικά δικαστήρια δεν επιτρέπεται να υποκαθιστούν την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμηση (34). Η νομολογία αυτή αφορά αποφάσεις της Επιτροπής που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, και 87, παράγραφος 3, ΕΚ, στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή διαθέτει μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια, αλλά και δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (35).

110. Σε άλλες υποθέσεις, όμως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, επειδή η έννοια της κρατικής ενισχύσεως «έχει νομικό χαρακτήρα και ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, κατ’ αρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ» (36).

111. Είμαι υπέρ του ενδελεχέστερου ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής εκ μέρους του Δικαστηρίου, όσον αφορά το αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καίτοι αυτό μπορεί να εγείρει πρακτικής φύσεως ζητήματα στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ. Δεδομένου ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως έχει αντικειμενικό περιεχόμενο και ότι, σε αντίθεση με την αποκλειστική αρμοδιότητα και την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ ή του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ αντιστοίχως, η αρμοδιότητα για την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, επιμερίζεται, για διαφορετικούς, βέβαια, λόγους, μεταξύ κοινοτικών και εθνικών δικαστηρίων, δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να υπάρχουν περιορισμοί ως προς τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει τον έλεγχό του. Τούτο συνεπάγεται ότι τα κοινοτικά δικαστήρια δύνανται, εφόσον απαιτείται, να υποκαθιστούν την Επιτροπή στην ανάλυση, ανεξαρτήτως της πολυπλοκότητας της υποθέσεως.

112. Τυχόν αντίθετη προσέγγιση δεν συνάδει με την επιταγή του Δικαστηρίου προς τα εθνικά δικαστήρια να προβαίνουν σε πλήρη οικονομική ανάλυση όλων των οικείων παραγόντων, όταν εξετάζουν αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της Συνθήκης (37).

113. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να επιλυθεί το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, διότι, κατά την άποψή μου, η απόφαση της Επιτροπής ουδόλως δύναται να κριθεί άκυρη.

114. Είναι προφανές ότι τηρήθηκε η ορθή διαδικασία. Τα στάδια της διαδικασίας και οι λόγοι κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ εξηγούνται πλήρως με την απόφαση της Επιτροπής (38).

115. Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ «υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να καθιστά εμφανή, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, τη συλλογιστική που ακολούθησε η κοινοτική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να παράσχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να πληροφορηθούν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Δεν απαιτείται εξειδικευμένη αιτιολογία για κάθε κρίσιμο πραγματικό και νομικό στοιχείο, καθόσον το αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της διατάξεως αυτής, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κρίσιμων για το ζήτημα αυτό κανόνων δικαίου» (39).

116. Η απόφαση της Επιτροπής ξεκινά με μια προκαταρκτική εκτίμηση των αμφισβητούμενων μέτρων για τα οποία η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2. Ακολουθεί λεπτομερής περιγραφή της αρμοδιότητας, της αποστολής και της λειτουργίας των τραπεζικών ιδρυμάτων υπό το νέο νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει τα οικεία φορολογικά πλεονεκτήματα. Περιλαμβάνει, επίσης, τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ιταλία ως αποδέκτης της αποφάσεως, καθώς και, συνοπτικά, τις παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων.

117. Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, η Επιτροπή αναπτύσσει τη νομική συλλογιστική στην οποία στηρίζει τις διαπιστώσεις της, προβαίνοντας μάλιστα σε σύντομη ανάλυση της σχετικής νομολογίας, χωρίς να αρκείται σε απλή παράθεσή της (40). Κατά την άποψή μου, η συλλογιστική της Επιτροπής παρατίθεται «κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο» και, επομένως, πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει το Δικαστήριο.

118. Όσον αφορά την υποχρέωση της ακριβούς παραθέσεως των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει τα σχετικά χωρία της αποφάσεως της Επιτροπής, αλλά μόνον τη νομική ανάλυση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης. Σε κάθε περίπτωση, όπως προανέφερα, είναι σαφές ότι η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών είναι η δέουσα και, επομένως, η απόφαση της Επιτροπής πληροί και αυτή την προϋπόθεση.

119. Επίσης, θεωρώ αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι είναι εσφαλμένη η εκ μέρους της Επιτροπής οικονομική εκτίμηση των εξεταζόμενων εθνικών μέτρων. Κατ’ ουσίαν, το εθνικό δικαστήριο επικρίνει την Επιτροπή διότι αυτή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη της τα αποτελέσματα που θα είχε για την τραπεζική αγορά η εκ μέρους των τραπεζικών ιδρυμάτων διαχείριση και, ενδεχομένως, η μεταβίβαση των πλειοψηφικών συμμετοχών τους σε θυγατρικές τράπεζες, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αποστολής τους για «οικονομική ανάπτυξη του συστήματος». Το εθνικό δικαστήριο επικρίνει, ακόμη, την Επιτροπή, διότι δεν εξέτασε δεόντως τη σχέση μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων ειδικού σκοπού.

120. Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 39, 43 έως 45 και 48 έως 50 της αποφάσεως της Επιτροπής εξετάζονται τα ζητήματα αυτά.

121. Βάσει της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή κατέληξε ότι η υποχρέωση μεταβιβάσεως της πλειοψηφικής συμμετοχής εντός ορισμένου χρονικού ορίου, καθώς και οι υποχρεώσεις και οι περιορισμοί που επιβάλλει το νέο νομοθετικό πλαίσιο τα μέλη των εσωτερικών οργάνων και των διευθυντικών στελεχών των τραπεζικών ιδρυμάτων ως προς τις σχέσεις του με τις θυγατρικές τράπεζες –ιδίως η απαγόρευση ασκήσεως διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών καθηκόντων στις θυγατρικές τράπεζες ή σε άλλη χρηματοοικονομική ή τραπεζική επιχείρηση– καθώς και οι σχετικοί με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων περιορισμοί, ενισχύουν τον διαχωρισμό μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, με αποτέλεσμα να «διαλευκαίνονται οι αμφιβολίες που είχαν εκφραστεί όσον αφορά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας» (41). Καταλήγει ότι η διαχείριση των περιουσιακών τους στοιχείων δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, τα τραπεζικά ιδρύματα δεν αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (42).

122. Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι τα τραπεζικά ιδρύματα δεν επιτρέπεται να κατέχουν πλειοψηφική συμμετοχή σε επιχειρήσεις άλλες εκτός των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού. Ως προς την τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή έκρινε ότι, όπου οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων ειδικού σκοπού συνίστανται στην παροχή υπηρεσιών σε αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός, η ικανότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων «να ελέγξουν επιχειρήσεις είναι δυνάμει σε θέση να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, η δε δραστηριότητά τους δεν μπορεί να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από τον έλεγχο της τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού» (43). Η Επιτροπή καταλήγει ότι η «δυνατότητα να αποκτήσουν τον έλεγχο των λειτουργικών επιχειρήσεων, […] δεν παρέχει στα [τραπεζικά] ιδρύματα την ιδιότητα επιχειρήσεων στο μέτρο που δεν συνεπάγεται άμεση συμμετοχή των ιδίων των ιδρυμάτων στη δραστηριότητα της ελεγχόμενης επιχείρησης» (44).

123. Κατόπιν αυτών, η Επιτροπή αποφάσισε ότι τα τραπεζικά ιδρύματα δεν αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εκτός αν ασκούν οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της νομολογίας, δηλαδή αν διαθέτουν αγαθά ή παρέχον υπηρεσίες σε αγορά όπου λειτουργεί ανταγωνισμός, έστω σε κάποιον «συναφή τομέα».

124. Παρά τις επιφυλάξεις του εθνικού δικαστηρίου και βάσει της συλλογιστικής που ανέπτυξα ανωτέρω (45), συμφωνώ κατ’ ουσίαν με την εκτίμηση της Επιτροπής και τη διαπίστωσή της όσον αφορά τη φύση των τραπεζικών ιδρυμάτων υπό το νέο νομοθετικό πλαίσιο. Η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει, κατά την άποψή του, νομικά ή οικονομικά στοιχεία ή κάποια εναλλακτική ανάλυση που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμφιβολίες σχετικά με την εκτίμηση της Επιτροπής.

125. Όσον αφορά την ανησυχία που διατυπώνει το εθνικό δικαστήριο, ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη με την ανάλυσή της την αποστολή των τραπεζικών ιδρυμάτων περί «οικονομικής αναπτύξεως του συστήματος», κατά πάγια νομολογία, είναι τα αποτελέσματα και όχι ο σκοπός που χαρακτηρίζει ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση. Το ότι τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν ως αποστολή τους την «οικονομική ανάπτυξη του συστήματος» δεν τα καθιστά επιχειρήσεις κατά την έννοια των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ.

126. Καταλήγω, επομένως, ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν πάσχει πλάνη εκτιμήσεως.

127. Βάσει των ανωτέρω, η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση 2003/146 της Επιτροπής.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

128. Η διατύπωση του πέμπτου ερωτήματος δεν είναι απολύτως σαφής. Ωστόσο, αν αναγνωστεί στο πλαίσιο της διατάξεως περί παραπομπής, προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να κριθεί αν τα επίμαχα στο πλαίσιο της κύριας δίκης φορολογικά πλεονεκτήματα συνιστούν απαγορευμένη από το άρθρο 12 δυσμενή διάκριση ή αν προσβάλλουν το δικαίωμα ελεύθερης εγκαταστάσεως των άρθρων 43 επ. και το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων των άρθρων 56 επ. ΕΚ, τα οποία συνιστούν αμφότερα ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων.

129. Κατά τη νομολογία, μολονότι στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου ο τομέας των αμέσων φόρων δεν εμπίπτει, αυτός καθεαυτόν, στον τομέα αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, εντούτοις τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων ελεύθερης εγκαταστάσεως και ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που διατηρούν (46).

130. Καίτοι απόκειται τελικώς στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επί του πεδίου εφαρμογής των εθνικών διατάξεων, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα υπό κρίση φορολογικά πλεονεκτήματα δεν αφορούν μόνον τα τραπεζικά ιδρύματα. Το άρθρο 10 bis του νόμου 1745/62 δεν έχει εφαρμογή μόνο στα μερίσματα από τραπεζικές δραστηριότητες, αλλά εν γένει στα μερίσματα που διανέμονται από μη εμπορικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, εγκατεστημένα στην Ιταλία, τα οποία επιδιώκουν κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος σκοπούς. Η διάταξη αυτή ισχύει για κάθε μέρισμα που προκύπτει στην Ιταλία από επιχείρηση που πληροί τα κριτήριά της, χωρίς διάκριση ανάλογα με τον τόπο εγκαταστάσεως.

131. Το ίδιο ισχύει και για την κατά 50 % μείωση του φόρου εταιριών υπέρ μη εμπορικού χαρακτήρα νομικών προσώπων που επιδιώκουν σκοπούς κοινωνικού ή δημόσιου ενδιαφέροντος, η οποία ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 12 του διατάγματος 153/99, και για τα τραπεζικά ιδρύματα που έχουν προσαρμόσει το καταστατικό τους στις γενικές διατάξεις του διατάγματος αυτού και δραστηριοποιούνται στους «συναφείς τομείς». Τα τραπεζικά ιδρύματα δύνανται να ωφεληθούν διότι επιδιώκουν αποκλειστικά σκοπούς κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος. Τα πλεονεκτήματα αυτά παρέχονται σε οποιονδήποτε φορέα υπόκειται σε φόρο εταιριών στην Ιταλία, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή τόπου εγκαταστάσεως.

132. Εν κατακλείδι, από την απόφαση περί παραπομπής ουδόλως προκύπτει ότι οι επίμαχες εθνικές νομοθετικές διατάξεις συνιστούν, αφεαυτές, δυσμενή διάκριση απαγορευμένη από το άρθρο 12 ΕΚ ή ότι παρακωλύουν την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης εγκαταστάσεως ή ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων κατά τα άρθρα 43 επ. ΕΚ και 456 επ. ΕΚ αντιστοίχως.

133. Κατόπιν των ανωτέρω, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το φορολογικό καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου τα σχετικά με το εισόδημα που προκύπτει στην Ιταλία φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχονται στα τραπεζικά ιδρύματα λόγω των σκοπών δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής που επιδιώκουν, χωρίς διάκριση εθνικότητας ή τόπου εγκαταστάσεως δεν συνιστούν παράβαση των άρθρων 12 ΕΚ, 43 επ. και 56 επ. ΕΚ.

 Πρόταση

134. Κατόπιν των ανωτέρω, στα ερωτήματα που υπέβαλε το Corte Suprema di Cassazione πρέπει να δοθούν οι εξής απαντήσεις:

1)      (Πρώτο και δεύτερο ερώτημα) Τα τραπεζικά ιδρύματα που διέπονται από τον νόμο 218, της 30ής Ιουλίου 1990, και το σχετικό νομοθετικό διάταγμα 356, της 20ής Νοεμβρίου 1990, όπως εν συνεχεία τροποποιήθηκαν από τον νόμο 461, της 23ης Δεκεμβρίου 1998, και το νομοθετικό διάταγμα 153, της 17ης Μαΐου 1999, όπως έχουν τροποποιηθεί, χαρακτηρίζονται ως επιχειρήσεις κατά την έννοια των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ και, ειδικότερα, του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ περί κρατικών ενισχύσεων εφόσον ασκούν οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Τούτο συμβαίνει αν:

–       η διαχείριση των πλειοψηφικών συμμετοχών τους σε θυγατρικές τράπεζες ή σε άλλη επιχείρηση γίνεται στο πλαίσιο σχετικής αγοράς στην οποία οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ασκούν την ίδια δραστηριότητα με σκοπό το κέρδος,

ή

–      προς επιδίωξη των καταστατικών τους σκοπών δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής διαθέτουν αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες σε αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός,

ή

–      μέσω των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από την πλειοψηφική συμμετοχή ή με άλλον τρόπο, εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα στη διαχείριση επιχειρήσεων που ασκούν οι ίδιες οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της νομολογίας.

2)      (Τρίτο ερώτημα) Εφόσον υπάρχουν τα λοιπά στοιχεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως –δηλαδή, νόθευση του ανταγωνισμού και επίπτωση στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών– και εφόσον τα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν δικαιολογούνται από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος, πράγμα που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει το υπό κρίση στο πλαίσιο της κύριας δίκης φορολογικό καθεστώς, πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον έχει εφαρμογή σε «επιχειρήσεις» κατά την έννοια των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος.

3)      (Τέταρτο ερώτημα) Δεν υπάρχει λόγος για να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση 2003/146/ΕΚ της Επιτροπής.

4)      (Πέμπτο ερώτημα) Φορολογικό καθεστώς που εισάγει υπέρ τραπεζικών ιδρυμάτων φορολογικά πλεονεκτήματα ως προς το εισόδημα που προκύπτει στην Ιταλία, λόγω των σκοπών δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αρωγής που αυτά επιδιώκουν και χωρίς διάκριση εθνικότητας ή τόπου εγκαταστάσεως, δεν συνιστά παράβαση των άρθρων 12 ΕΚ, 43 επ. ΕΚ και 56 επ. ΕΚ.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Istituzione di una ritenuta d’acconto o d'imposta sugli utili distribuiti dalle società e modificazioni della disciplina della nominatività obbligatoria dei titoli azionari (GURI αριθ. 5, της 7ης Ιανουαρίου 1963, σ. 61), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος 22/1967, της 21ης Φεβρουαρίου 1967, nuove disposizioni in materia di ritenuta d’acconto o d’imposta sugli utili distribuiti dalle società (GURI αριθ. 47, της 22ας Φεβρουαρίου 1967, σ. 1012), το οποίο μετατράπηκε, με τροποποιήσεις, στον νόμο 209 της 21ης Απριλίου 1967 (GURI, αριθ. 101, της 22ας Απριλίου 1967, σ. 2099).


3 – Disciplina delle agevolazioni tributarie (GURI αριθ. 268, της 16ης Οκτωβρίου 1973, σ. 3).


4 – Με τη διάταξή του περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 10 bis εισάγει απαλλαγή από παρακράτηση φόρου, και όχι από την υποχρέωση προκαταβολής φόρου. Βλ. σημεία 51 και 101 κατωτέρω.


5 – Με τον οποίον το Ιταλικό Κοινοβούλιο εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να αναθεωρήσει τις διατάξεις του αστικού και του φορολογικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στους εκχωρητές, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 356, καθώς και το φορολογικό καθεστώς των αναδιαρθρώσεων στον τραπεζικό τομέα. GURI αριθ. 4, της 7ης Ιανουαρίου, σ. 4.


6 – Με το άρθρο 11 του νόμου 448, της 8ης Δεκεμβρίου 2001, περί κρατικού προϋπολογισμού του 2002, προστέθηκαν οι εξής τομείς: οικογενειακές και συναφείς αξίες, ενίσχυση και προστασία της νεότητας, παιδεία, διδασκαλία και εκπαίδευση, περιλαμβανομένων των σχολικών εκδόσεων, η εθελοντική και φιλανθρωπική εργασία, η φιλανθρωπία, η θρησκευτική και πνευματική ανάπτυξη, η βοήθεια στους ηλικιωμένους, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η πρόληψη του εγκλήματος και η δημόσια ασφάλεια, η ασφάλεια των τροφίμων και υψηλής ποιότητας γεωργική παραγωγή, η κοινωνική προστασία και η ανάπτυξη της εργατικής κατοικίας σε τοπικό επίπεδο, η προστασία του καταναλωτή, η πολιτική προστασία, η δημόσια υγεία, η προληπτική και θεραπευτική ιατρική, αθλητισμός, πρόληψη και θεραπεία από την εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, πνευματική και ψυχική υγεία, επιστημονική και τεχνολογική έρευνα, προστασία του περιβάλλοντος, τέχνη, πολιτιστικές δραστηριότητες και πολιτιστική κληρονομιά.


7 – Με τον νόμο 350, της 24ης Δεκεμβρίου 2003 περί κρατικού προϋπολογισμού του 2004.


8 – Άρθρο 11 του νόμου 448/01, της 28ης Δεκεμβρίου 2001, και άρθρο 4 του νομοθετικού διατάγματος 143, της 24ης Ιουνίου 2003, το οποίο μετατράπηκε, με τροποποιήσεις, στον νόμο 212, της 1ης Αυγούστου 2003.


9 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 13.


10 – Η περιγραφή της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαδικασίας, που περιλαμβάνεται στη διάταξη περί παραπομπής του εν λόγω δικαστηρίου, διαφέρει σε ορισμένα σημεία από την περιγραφή που περιλαμβάνεται στις έγγραφες παρατηρήσεις των διαδίκων. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρει ότι η ενώπιόν του διαμάχη έχει ως αντικείμενο αίτημα φορολογικής απαλλαγής που υποβλήθηκε το 1998 και, επομένως, πριν την έκδοση του διατάγματος 153/99. Τούτο ανέφεραν μόνον τα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις. Η περιγραφή του ρόλου τού κάθε μετέχοντος στην κύρια δίκη δεν είναι πάντοτε η ίδια. Η διάταξη περί παραπομπής, π.χ., αναφέρει ως αρχικό αιτούντα την Cassa di Risparmio di San Miniato SpA και όχι το Fondazione που την ελέγχει. Από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα λοιπά μέρη προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, το αρχικό αίτημα απαλλαγής υποβλήθηκε από το Fondazione. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δεν επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ουσία της υποθέσεως. Βλ., επίσης, τα σημεία 51 και 101 κατωτέρω.


11 – Φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας. Βλ. σημείο 67 κατωτέρω.


12 – ΕΕ 2003, L 55, σ. 56.


13 – Βλ., μεταξύ άλλων, τη σκέψη 26 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-45/94, Ayuntamiento de Ceuta (Συλλογή 1995, σ. I-4385).


14 – Βλ., μεταξύ άλλων, τη σκέψη 33 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 12ης Απριλίου 2005, C-145/03, Keller, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.


15 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C­380/01, Gustav Schneider (Συλλογή 2004, σ. I-1389, σκέψη 22 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1994, C-188/92, TWD Textilwerke Deggendorf (Συλλογή 1994, σ. I-833).


17 – Βλ. σημεία 57 και 58 ανωτέρω και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


18– Βλ. σκέψη 20 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2003, C-18/01, Korhonen (Συλλογή 2003, σ. I-5321, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


19 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Höfner (Συλλογή 1991, σ. I-1979, σκέψη 21). Για πλέον πρόσφατη νομολογία, βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C­205/02 P, C­208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 112 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2004, C-264/01, C-306/01, C-354/01 και C-355/01, AOK (Συλλογή 2004, σ. I-2493, σκέψη 25.


20 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 1995, C­244/94, FFSA κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-4013, σκέψη 21), και της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-180/98 και C-184/98, Pavlov (Συλλογή 2000, σ. Ι-6451, σκέψη 117 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


21 – Βλ. το σημείο 27 των προτάσεών μου στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19 υπόθεση AOK και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


22 – Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 1989, 66/86, Ahmed Saeed (Συλλογή 1989, σ. 803, σκέψη 48 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 9ης Ιουνίου 1994, C-153/93, Delta (Συλλογή 1994, σ. I-2517, σκέψη 14 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23 – Στην αιτιολογική σκέψη 9, τρίτη περίπτωση.


24 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm (Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11). Βλ., επίσης, τη σκέψη 112 της προπαρατεθείσας στο σημείο 19 αποφάσεως Dansk Rørindustri, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Ομοίως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ […] απευθύνεται σε οικονομικές μονάδες, εκάστη των οποίων περικλείει ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, η οποία οργάνωση δύναται να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως προβλεπομένης από τη διάταξη αυτήν». Απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T-11/89, Shell κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-757, σκέψη 311).


25 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T-102/92, Viho (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-17, σκέψη 51). Βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-73/95 P, Viho (Συλλογή 1996, σ. I-5457, σκέψη 50), και απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1974, 15/74, Centrafarm (Συλλογή τόμος 1974, σ. 451, σκέψη 41). Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, μία θυγατρική δεν θεωρείται αυτόνομη αν η μητρική εταιρία έχει «τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μιας επιχείρησης». Βλ., επίσης, τα κριτήρια για την ενοποίηση των λογαριασμών μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχειρήσεως, που περιλαμβάνονται στην έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983 L 193, σ. 1), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην απόφαση Commercial Solvents, όπου προτείνει ως γενικό κριτήριο το ότι, όταν η μητρική εταιρία κατέχει πλειοψηφική συμμετοχή σε θυγατρικής, η τελευταία δεν είναι, καταρχήν, ανεξάρτητη (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1974, 6/73 και 7/73 (Συλλογή τόμος 1974, σ. 113).


26 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2000, C-142/99, Floridienne και Berginvest (Συλλογή 2000, σ. Ι-9567, σκέψεις 17 έως 19 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συμφωνώ ότι, για λόγους συνοχής και ομοιομορφίας, πρέπει να αποδίδεται το ίδιο περιεχόμενο στις ίδιες έννοιες που απαντούν σε διαφορετικούς τομείς του κοινοτικού δικαίου, εκτός αν αυτό δεν δικαιολογείται από τη φύση και τα ειδικά χαρακτηριστικά του τομέα αυτού, στο πλαίσιο του οποίου η συγκεκριμένη έννοια εξετάζεται και ο οποίος μπορεί να απαιτεί ad hoc ερμηνεία. Στην υπό κρίση υπόθεση, φαίνεται εύλογο να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι η σχετική με την έκτη οδηγία ΦΠΑ νομολογία δύνανται να εφαρμοστεί αναλόγως και στους κανόνες ανταγωνισμού.


27 – Παρατεθείσα στην προηγούμενη υποσημείωση απόφαση Floridienneet Berginvest, όπ.π.


28 – Βλ., ανωτέρω, υποσημειώσεις 24, 25 και 26.


29 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 73 έως 93.


30 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I­2981, σκέψη 15 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España (Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 14). Βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I­6857, σκέψεις 25 και 26 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2004 C­308/01, GIL InsuranceLtd. (Συλλογή 2004, σ. I­4777, σκέψη 72 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


33 – Βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 20.


34 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C­56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. Ι­723, σκέψη 11 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 14ης Ιανουαρίου 1997, C­169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. Ι-135, σκέψη 34), απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T­380/94, AIUFFASS (Συλλογή 1996, σ. II-2169, σκέψη 56), της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T-395/94, Atlantic Container (Συλλογή 2002, σ. II-875, σκέψη 257), της 25ης Ιουνίου 1998, T-371/94 και T-394/94, British Airways (Συλλογή 1998, σ. II-2405, σκέψη 79).


35 – Όσον αφορά το Πρωτοδικείο, βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T­296/97, Alitalia (Συλλογή 2000, II­3871, σκέψη 105), της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T­126/96 και T­127/96, BFM (Συλλογή 1998, σ. II-3437, σκέψη 81), της 21ης Οκτωβρίου 2004, T-36/99, Lenzing (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 150), της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T-358/94, Air France (Συλλογή 1996, σ. II­2109, σκέψεις 71 και 72). Το Δικαστήριο ακολούθησε την ίδια συλλογιστική στην απόφαση της 21ης Ιουνίου 2003, C­328/99 και C-399/00, Ιταλία και SIM κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I­4035, σκέψη 39). Όλες αυτές οι υποθέσεις είχαν ως αντικείμενο την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του «κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή», η οποία περιλαμβάνει πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα οικεία κρατικά μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Βλ. επίσης την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34 απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής.


36 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, C­83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-3271, σκέψη 25) (η υπογράμμιση δική μου). Βλ. επίσης την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2002, T­98/00, Linde (Συλλογή 2002, σ. II-3961, σκέψη 40). Το Δικαστήριο συνόψισε την ερμηνεία της νομολογίας με την απόφαση Valmont, με την οποία έκρινε ότι παρέκκλιση από την αρχή του πλήρους δικαστικού ελέγχου της εκτιμήσεως του αν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση χωρεί οσάκις πρόκειται για περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, οπότε ο δικαστικός έλεγχος είναι περιορισμένος (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, T-274/01, Valmont Nederland BV κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 37).


37 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI (Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 62).


38 – Στην αιτιολογική σκέψη 9.


39 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. Ι-2289, σκέψη 48 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


40 – Στις αιτιολογικές σκέψεις 44 και 49.


41 – Αιτιολογική σκέψη 43.


42 – Αιτιολογική σκέψη 59.


43 – Αιτιολογική σκέψη 49.


44 – Αιτιολογική σκέψη 52.


45 – Βλ. σημεία 81 και 82 και 91 έως 93 ανωτέρω.


46 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2004, C-9/02, de Lasteyrie du Saillant (Συλλογή 2004, σ. I-2409, σκέψη 44 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).