Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

POIARES MADURO

της 21ης Ιουνίου 2007 1(1)

Υπόθεση C-251/06

Firma Ing. Auer - Die Bausoftware GmbH

κατά

Finanzamt Freistadt Rohrbach Urfahr

[αίτηση του Unabhängiger Finanzsenat, Auβenstelle Linz (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]






1.     Το αυστριακό Unabhängiger Finanzsenat, Auβenstelle Linz (ανεξάρτητο φορολογικό δικαστήριο, παράρτημα του Linz) υπέβαλε αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί δύο ερωτημάτων τα οποία αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 69/335/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί της συγκεντρώσεως κεφαλαίων (2), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1985. Η κύρια δίκη αφορά μια εταιρία η οποία μετέφερε την έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της από κράτος μέλος το οποίο δεν εισέπραττε φόρο εισφοράς σε κράτος μέλος το οποίο εισέπραττε τον φόρο αυτόν. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η οδηγία επιτρέπει στο κράτος μέλος προορισμού να θεωρήσει τη μεταφορά ως πράξη υποκείμενη στον φόρο εισφοράς. Το Δικαστήριο κλήθηκε πρόσφατα να απαντήσει σε ένα σχεδόν πανομοιότυπο ερώτημα στο πλαίσιο της υποθέσεως C-178/05, Επιτροπή κατά Ελλάδος (3).

I –    Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

2.     Στις 9 Σεπτεμβρίου 1999, καταχωρίστηκε στα βιβλία εταιριών της Αυστριακής Δημοκρατίας υπό την εταιρική επωνυμία «Bausoftware GmbH», εταιρία η οποία συστάθηκε στις 28 Ιουλίου 1999. Μοναδική εταίρος ήταν η ανώνυμη εταιρία Nemetschek AG με έδρα το Μόναχο (Γερμανία). Η έδρα της πραγματικής διοικήσεως της Bausoftware GmbH ήταν η Γερμανία η οποία δεν εισπράττει φόρο εισφοράς επί του εδάφους της.

3.     Στις 16 Σεπτεμβρίου 1999, η εταιρία Nemetschek AG κατέβαλε στη Bausoftware GmbH εισφορά ύψους 102 000 000 αυστριακών σεληνίων (ATS). Με την από 22 Σεπτεμβρίου 1999 σύμβαση εισφοράς περιουσιακού στοιχείου πραγματοποιήθηκε η εξαγορά της ατομικής μη καταχωρισθείσας επιχειρήσεως «Ing. Auer “Die Bausoftware”» με έδρα τη Mondsee (Αυστρία).

4.     Η μεταφορά αποφασίστηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1999 κατά τη γενική συνέλευση της Bausoftware GmbH. Στην ίδια γενική συνέλευση διορίστηκε συνδιαχειριστής ο Η. Auer, κάτοικος Αυστρίας, και ελήφθη απόφαση σχετικά με το ειδικό δικαίωμά του διαχειρίσεως. Τέλος, η επωνυμία της εταιρίας Bausoftware GmbH άλλαξε σε «ING. AUER – Die Bausoftware GmbH».

5.     Δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο 5, του αυστριακού Kapitalverkehrsteuergesetz (νόμου για τη φορολόγηση των κινήσεων κεφαλαίων, στο εξής: KVG) (4), η μεταφορά της διοικήσεως ή της καταστατικής έδρας αλλοδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας στην Αυστρία υπόκειται στον φόρο εισφοράς στην περίπτωση που η κεφαλαιουχική εταιρία διά της μεταφοράς αυτής καθίσταται αυστριακή.

6.     Κατόπιν της διενέργειας ελέγχου εκμεταλλεύσεως από το Finanzamt Freistadt Rohrbach Urfahr στην εταιρία «ING. AUER – Die Bausoftware GmbH» (στο εξής: εκκαλούσα), οι αυστριακές φορολογικές αρχές επέβαλαν με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2005 φόρο εισφοράς ύψους 104 680,20 ευρώ, ήτοι το 1 % της αξίας των μετοχών ύψους 10 468 017,90 ευρώ τις οποίες είχε εκδώσει η εταιρία.

7.     Η εκκαλούσα άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Unabhängiger Finanzsenat, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      Στην περίπτωση που η έδρα της πραγματικής διοικήσεως μιας εταιρίας, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου μεταφέρεται από ένα κράτος μέλος, το οποίο έχει καταργήσει τον φόρο εισφοράς πριν από τη σύστασή της, σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο εισπράττει τον φόρο αυτόν κατά τη χρονική αυτή περίοδο, τότε το γεγονός ότι το πρώτο κράτος μέλος έχει καταργήσει τον φόρο εισφοράς διά της καταργήσεως της αντίστοιχης νομικής βάσεως που προέβλεπε η εθνική νομοθεσία εμποδίζει τον χαρακτηρισμό αυτής της εταιρίας, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου ως κεφαλαιουχικής εταιρίας “για την καταβολή του φόρου εισφοράς” κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 69/335 […], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303 […], και του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 69/335 […], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303 […];

2)      Απαγορεύει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 69/335 […], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303 […], σε κράτος μέλος, στο οποίο κεφαλαιουχική εταιρία μεταφέρει την έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της, την επιβολή φόρου εισφοράς, εξ αφορμής της μεταφοράς της έδρας της πραγματικής διοικήσεως, επί των πράξεων που περιγράφει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και ζ΄, της οδηγίας 69/335 […], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303 […], στην περίπτωση που οι πράξεις αυτές συντελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κεφαλαιουχική εταιρία είχε την έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της σε κράτος μέλος το οποίο είχε καταργήσει τον φόρο εισφοράς πριν από τη σύσταση της κεφαλαιουχικής εταιρίας διά της καταργήσεως της αντίστοιχης νομικής βάσεως που προέβλεπε η εθνική νομοθεσία;»

II – Εκτίμηση

8.     Τα κράτη μέλη τα οποία εισπράττουν έμμεσους φόρους επί της συγκεντρώσεως κεφαλαίων υποχρεούνται να συμμορφώνονται με το κοινό καθεστώς που προβλέπει η οδηγία 69/335. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το ως άνω καθεστώς έχει ως εξής.

9.     Το άρθρο 2 της οδηγίας εξειδικεύει τον τόπο φορολογήσεως. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, οι «πράξεις οι υποκείμενες στον φόρο εισφοράς, φορολογούνται μόνο στο κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοικήσεως της κεφαλαιουχικής εταιρίας κατά τη στιγμή κατά την οποία διενεργούνται οι πράξεις αυτές».

10.   Η έννοια της «κεφαλαιουχικής εταιρίας» ορίζεται στο άρθρο 3. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας απαριθμεί, για κάθε κράτος μέλος, τους εταιρικούς τύπους που πρέπει να θεωρούνται κεφαλαιουχικές εταιρίες. Π.χ. προβλέπει ότι οι αυστριακού δικαίου εταιρίες που είναι γνωστές ως «Gesellschaft mit beschränkter Haftung» θεωρούνται κεφαλαιουχικές κατά την έννοια της οδηγίας. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προσδιορίζει δύο ακόμη κατηγορίες κεφαλαιουχικών εταιριών. Π.χ., κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας, ως κεφαλαιουχική εταιρία νοείται κάθε εταιρία της οποίας τα μερίδια, τα αντιπροσωπεύοντα κεφάλαιο ή εταιρική εισφορά, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στο χρηματιστήριο. Τέλος, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι, κατ’ αρχήν, εξομοιούται προς κεφαλαιουχική εταιρία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κάθε άλλη εταιρία που επιδιώκει σκοπούς κερδοσκοπικούς, αλλά ότι εντούτοις «ένα κράτος μέλος δύναται να μη τις θεωρεί ως κεφαλαιουχικές εταιρίες για την είσπραξη του φόρου εισφοράς».

11.   Μια εταιρία η οποία έχει συσταθεί βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους ενδέχεται να έχει την έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της σε άλλο κράτος μέλος. Αν η εταιρία αυτή εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, αμφότερα τα κράτη μέλη πρέπει να τη θεωρήσουν ως «κεφαλαιουχική εταιρία» κατά την έννοια της οδηγίας. Αντιθέτως, στην περίπτωση που η εταιρία εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας ενδέχεται να υπάρξει ασυμφωνία αν ένα κράτος μέλος τη θεωρήσει «κεφαλαιουχική εταιρία» όχι όμως και το έτερο. Ως εκ τούτου, μια εταιρία ενδέχεται να έχει συσταθεί βάσει του δικαίου κράτους μέλους, βάσει του οποίου να θεωρείται «κεφαλαιουχική εταιρία», εντούτοις η εταιρία αυτή να μη τυγχάνει της ανάλογης μεταχειρίσεως, διότι η έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος το οποίο δεν θεωρεί την εταιρία αυτή «κεφαλαιουχική εταιρία».

12.   Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας απαριθμεί διάφορα είδη πράξεων τα οποία υπόκεινται σε φόρο εισφοράς. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η σύσταση κεφαλαιουχικής εταιρίας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας περιλαμβάνεται επίσης «η μεταφορά από κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος της έδρας της πραγματικής διευθύνσεως μιας εταιρίας […] που θεωρείται, για την καταβολή του φόρου εισφοράς, ως κεφαλαιουχική εταιρία στο κράτος μέλος αυτό, ενώ δεν θεωρείται ως κεφαλαιουχική εταιρία στο άλλο κράτος μέλος». Με άλλα λόγια, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας εφαρμόζεται οσάκις μια εταιρία έχει την έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της σε κράτος μέλος το οποίο δεν τη θεωρεί «κεφαλαιουχική εταιρία» και αποφασίζει να μεταφέρει την έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της σε άλλο κράτος μέλος το οποίο τη θεωρεί «κεφαλαιουχική εταιρία». Το κράτος μέλος προορισμού πρέπει να κρίνει αυτή τη μεταφορά με τον ίδιο τρόπο που θα έκρινε τη σύσταση κεφαλαιουχικής εταιρίας στο έδαφός του. Πράγματι, όσον αφορά τη μεταφορά της έδρας της πραγματικής διοικήσεως μιας εταιρίας από ένα κράτος μέλος σε άλλο, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας ρυθμίζει τις ασυμφωνίες που μπορούν ενδεχομένως να ανακύψουν συνεπεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας.

13.   Επομένως, η οδηγία θεσπίζει ένα κοινό καθεστώς για την είσπραξη του φόρου εισφοράς. Εντούτοις, η οδηγία δεν υποχρεώνει στην πραγματικότητα τα κράτη μέλη να επιβάλλουν φόρο εισφοράς. Η πλειονότητα των κρατών μελών, περιλαμβανομένης της Γερμανίας, έχει καταργήσει τον φόρο επί της συγκεντρώσεως κεφαλαίων. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας παρέχει τη δυνατότητα αυτή στα κράτη μέλη. Πράγματι, το προοίμιο της οδηγίας 85/303 που τροποποίησε την οδηγία 69/335 διαλαμβάνει ότι «οι οικονομικές συνέπειες του φόρου εισφοράς είναι δυσμενείς για τη συνένωση και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων» και ότι η καλύτερη λύση για την ανάκαμψη των επενδύσεων «θα ήταν η κατάργηση του φόρου», αλλά ότι «οι απώλειες εσόδων που θα προέκυπταν από ένα τέτοιο μέτρο φαίνονται […] απαράδεκτες για ορισμένα κράτη μέλη». Συνεπώς, ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς σύμφωνα με το κοινό καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία 69/335, ενώ άλλα κράτη μέλη έχουν επιλέξει την ολοσχερή κατάργησή του (5).

14.   Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι η εταιρία που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Συνεπώς, το ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο είναι κατ’ ουσίαν το εξής : «εφαρμόζεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 69/335, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303, στην περίπτωση μεταφοράς από κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος της έδρας της πραγματικής διοικήσεως μιας εταιρίας, η οποία αποτελεί κεφαλαιουχική εταιρία για τον σκοπό της επιβολής του φόρου εισφοράς κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ως άνω οδηγίας, οσάκις το πρώτο κράτος μέλος απάλλαξε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, όλες τις πράξεις από τον φόρο εισφοράς;»

15.   Βάσει της οδηγίας, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Το άρθρο 3 ορίζει την έννοια της «κεφαλαιουχικής εταιρίας» όπως αυτή εμφανίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας δίδει πλήρη ορισμό της εννοίας της «κεφαλαιουχικής εταιρίας». Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαλλάσσουν από τον φόρο εισφοράς τις εταιρίες που πληρούν τις προϋποθέσεις του ορισμού αυτού. Εντούτοις, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ελλάδος (6), το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επέλεξε να μην εισπράττει φόρο εισφοράς ουδόλως επηρεάζει το κατά πόσον μια εταιρία η οποία έχει την έδρα της πραγματικής διοικήσεώς της σε αυτό το κράτος μέλος είναι «κεφαλαιουχική εταιρία» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας (7). Ως εκ τούτου, ενδέχεται μια εταιρία να έχει την τύχη να απαλλάσσεται του φόρου εισφοράς χωρίς ωστόσο να παύει να αποτελεί κεφαλαιουχική εταιρία.

16.   Ωστόσο, δεν θα πρέπει να σταματήσει στο σημείο αυτό η έρευνα του προβλήματος που αντιμετωπίζει το εθνικό δικαστήριο, χωρίς να εξεταστούν οι ανησυχίες που διατύπωσε η Αυστριακή Κυβέρνηση σε σχέση με την πρόληψη της φοροδιαφυγής.

17.   Η οδηγία δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις που να αφορούν ρητώς την πρόληψη της φοροδιαφυγής. Εντούτοις, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι οι πράξεις που υπόκεινται στον φόρο εισφοράς φορολογούνται μόνο στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοικήσεως της κεφαλαιουχικής εταιρίας. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της απαγορεύσεως από το κοινοτικό δίκαιο της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιωμάτων η οποία στη νομολογία του Δικαστηρίου εμφανίζεται ως γενική ερμηνευτική αρχή (8). Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της υποθέσεως Halifax κ.λπ., «η εφαρμογή της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως δεν μπορεί να επεκτείνεται μέχρι σημείου που να καλύπτει την καταχρηστική πρακτική των επιχειρηματιών, δηλαδή τις πράξεις που δεν διενεργούνται εντός του πλαισίου φυσιολογικών εμπορικών συναλλαγών, αλλά με μοναδικό σκοπό την καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο» (9).

18.   Έτσι, το Δικαστήριο διέκρινε με την απόφασή του επί της υποθέσεως Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (10), η οποία αφορούσε τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, μεταξύ της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού αποκλειστικά για την εκμετάλλευση ενός ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος σε κάποιο άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως σκοπεί να παράσχει τη δυνατότητα στον κοινοτικό υπήκοο να μετέχει, με σταθερό και συνεχή τρόπο, στην οικονομική ζωή άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους προελεύσεώς του (11). Η έννοια της εγκαταστάσεως του άρθρου 43 ΕΚ προϋποθέτει επομένως την πραγματική εγκατάσταση στο κράτος μέλος υποδοχής και την πραγματική άσκηση οικονομικής δραστηριότητας σε αυτό, αλλά αποκλείει τη «δημιουργία καθαρά επίπλαστων καταστάσεων, χωρίς οικονομική ουσία» (12). Συνεπώς, οι «υπήκοοι κράτους μέλους δεν μπορούν να προσπαθούν να αποφεύγουν καταχρηστικά την υπαγωγή τους στην εθνική νομοθεσία στηριζόμενοι στις ευχέρειες που παρέχονται δυνάμει της Συνθήκης» (13).

19.   Η ίδια αρχή μπορεί να εφαρμοστεί όσον αφορά την οδηγία. Σκοπός του άρθρου 2 της οδηγίας είναι να διασφαλίσει ότι η πράξη η οποία ενδέχεται να υπόκειται στον φόρο εισφοράς θα φορολογείται μόνο σε ένα κράτος μέλος. Εντούτοις, οι εταιρίες δεν μπορούν, κάνοντας χρήση της διατάξεως αυτής, να καταστρατηγούν την εθνική νομοθεσία τους. Επομένως, η έννοια «έδρα της πραγματικής διοικήσεως» του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείονται οι επίπλαστες καταστάσεις που σκοπούν αποκλειστικά στην επίτευξη κάποιου φορολογικού πλεονεκτήματος (14).

20.   Εντούτοις, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, στηριζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, αν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία καταχρηστικής πρακτικής στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (15).

III – Πρόταση

21.   Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Unabhängiger Finanzsenat ως εξής:

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 69/335/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί της συγκεντρώσεως κεφαλαίων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1985, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μεταφοράς από ένα κράτος μέλος σε άλλο της έδρας της πραγματικής διοικήσεως μιας εταιρίας, η οποία είναι κεφαλαιουχική εταιρία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ως άνω οδηγίας. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το αν το πρώτο κράτος μέλος έχει απαλλάξει ή όχι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, όλες τις πράξεις από τον φόρο εισφοράς.

Η έννοια της «έδρας της πραγματικής διοικήσεως» του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, ερμηνευόμενη βάσει της απαγορεύσεως της καταχρηστικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο, δεν καλύπτει επίπλαστες καταστάσεις που χαλκεύθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την επίτευξη κάποιου φορολογικού πλεονεκτήματος. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει, βασιζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, αν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία καταχρηστικής πρακτικής στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η πορτογαλική.


2 – ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20, όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με την οδηγία 2006/98/ΕΚ, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα της φορολογίας, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (ΕΕ 2006, L 363, σ. 129).


3 – Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C-178/05 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Kokott επί της ανωτέρω υποθέσεως (σημεία 34 έως 52).


4 – BGBl. αριθ. 629/1994.


5 – Μόνον η Ελλάδα, η Ισπανία, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία, η Πολωνία και η Πορτογαλία εξακολουθούν να εισπράττουν φόρο εισφοράς. Βλ. ανακοινωθέν τύπου IP/06/1673 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2006.


6 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.


7 – Βλ., συναφώς, σκέψεις 29 έως 31 της αποφάσεως. Βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-494/03, Senior Engineering Investments (Συλλογή 2006, σ. I-525, σκέψη 43).


8 – Βλ σημεία 64 και 71 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C-255/02, Halifax κ.λπ. (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I-1609).


9 – Προπαρατεθείσα στη υποσημείωση 8, σκέψη 69. Βλ., επίσης, σημείο 57 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα Kokott επί της υποθέσεως C-321/05, Kofoed (η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου).


10 – Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04 (Συλλογή 2006, σ. I-7995).


11 – Όπ.π., υποσημείωση 10, σκέψη 53. Βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 25).


12 – Όπ.π., υποσημείωση 10, σκέψη 55.


13 – Όπ.π., υποσημείωση 10, σκέψη 35. Βλ., επίσης, έννοια της «διπλής ουδετερότητας» την οποία αναλύω στο σημείο 67 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C-446/03, Marks & Spencer (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Συλλογή 2005, σ. Ι-10837).


14 – Βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke (Συλλογή 2000, σ. Ι-11569), της 6ης Απριλίου 2006, C-456/04, Agip Petroli (Συλλογή 2006, σ. Ι-3395, σκέψη 22), και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8 απόφαση Halifax κ.λπ. (σκέψεις 82 και 86).


15 – Αποφάσεις Agip Petroli (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 21 και 24) και Halifax κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 86).