Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Eleanor SHARPSTON

της 3ης Ιουλίου 2008 1(1)

Υπόθεση C-48/07

État belge - SPF Finances

κατά

Les Vergers du Vieux Tauves SA

[αίτηση του Cour d’Appel de Liège (Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 90/435 – Μητρική εταιρία – Δικαιούχος επικαρπίας μετοχών»





1.        Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο ερωτάται κατ’ ουσίαν από το Cour d’Appel de Liège (Εφετείο Λιέγης) (Βέλγιο) αν μια εταιρία, η οποία έχει δικαίωμα επικαρπίας μετοχών μιας άλλης εταιρίας μπορεί ή πρέπει να θεωρείται μητρική εταιρία κατά την έννοια της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών (2) (στο εξής: οδηγία περί μητρικών και θυγατρικών εταιριών ή οδηγία).

 Η οδηγία περί μητρικών και θυγατρικών εταιριών

2.        Η οδηγία περί μητρικών και θυγατρικών εταιριών επιδιώκει να εξαλείψει τη μειονεκτική από φορολογικής απόψεως θέση στην οποία βρίσκονται εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών σε σύγκριση με εταιρίες που είναι στο ίδιο κράτος μέλος, όταν επιθυμούν να συνεργασθούν μέσω της δημιουργίας ομίλων μητρικών και θυγατρικών εταιριών (3). Αυτό το πράττει με δύο τρόπους.

3.        Πρώτον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, ορίζει, καθόσον έχει σημασία εν προκειμένω, τα εξής:

«Όταν μητρική εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως εταίρου της θυγατρικής εταιρίας της, λαμβάνει κέρδη διανεμόμενα [...], το κράτος στο οποίο βρίσκεται η μητρική εταιρία:

–        είτε δεν φορολογεί τα κέρδη αυτά,

–        είτε τα φορολογεί, επιτρέποντας όμως παράλληλα στην εταιρία αυτή να εκπέσει από το ποσό του φόρου της το τμήμα του φόρου της θυγατρικής εταιρίας που αναλογεί στα κέρδη αυτά [...]»

4.        Δεύτερον, το άρθρο 5 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαλλάσσουν από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή τα κέρδη τα οποία η θυγατρική εταιρία καταβάλλει κατά τη διανομή στη μητρική εταιρία.

5.        Το άρθρο 3 ορίζει την έννοια της «μητρικής εταιρίας». Η διάταξη αυτή έχει ως ακολούθως:

«1.   Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α)       η ιδιώτης της μητρικής εταιρίας αναγνωρίζεται τουλάχιστον σε κάθε εταιρία ενός κράτους μέλους η οποία συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 [(4)] και συμμετέχει κατά 25 % τουλάχιστον στο κεφάλαιο μιας εταιρίας άλλου κράτους μέλους που συγκεντρώνει τις ίδιες προϋποθέσεις.      

β)       ως θυγατρική εταιρία νοείται η εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας υφίσταται η κατά το στοιχείο α΄ συμμετοχή.

2.     Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα:

–        να αντικαθιστούν, με διμερή συμφωνία, το κριτήριο της συμμετοχής στο κεφάλαιο με το κριτήριο της κατοχής δικαιωμάτων ψήφου,

–        να μην εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στις εταιρίες τους που δεν διατηρούν επί δύο τουλάχιστον συνεχή έτη τη συμμετοχή την απαιτούμενη για το χαρακτηρισμό τους ως μητρικών εταιριών ή στις εταιρίες τους στις οποίες εταιρία άλλου κράτους μέλους δεν διατηρεί επί δύο τουλάχιστον συνεχή έτη συμμετοχή αυτού του είδους.»

6.        Εφόσον το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ορίζει την έννοια της μητρικής εταιρίας με αναφορά σε, τουλάχιστον, εταιρίες κατά την έννοια του άρθρου 2 με ελάχιστη συμμετοχή 25 %, είναι σαφές ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να υιοθετήσουν έναν ευρύτερο ορισμό, προκειμένου να περιλαμβάνονται, παραδείγματος χάριν, εταιρίες με χαμηλότερο ποσοστό ελάχιστης συμμετοχής. Επιπλέον, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, έχει μειωθεί σε 20 % από τις 2 Φεβρουαρίου 2004 και σε 15 % από την 1η Ιανουαρίου 2007, πρόκειται δε να μειωθεί σε 10 % από την 1η Ιανουαρίου 2009 (5).

7.        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, ορίζει ότι η οδηγία δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων που είναι αναγκαίες για να αποφεύγονται φορολογικές απάτες και καταχρήσεις.

 Το εφαρμοστέο βελγικό δίκαιο

 Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας περί μητρικών και θυγατρικών εταιριών

8.        Η διάταξη περί παραπομπής παρέχει εν προκειμένω γενικότατες μόνον πληροφορίες για τη σχετική εθνική νομοθεσία. Με βάση τα ελάχιστα στοιχεία που περιέχει, όπως συμπληρώθηκαν με τις πολύ χρήσιμες διευκρινίσεις στις οποίες προέβησαν με τις γραπτές τους παρατηρήσεις η εταιρία Les Vergers du Vieux Tauves SA (στο εξής: προσφεύγουσα) και η Βελγική Κυβέρνηση, η κατάσταση εμφανίζεται ως ακολούθως.

9.        Το Βέλγιο επέλεξε τη μέθοδο της απαλλαγής κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας. Συνοπτικώς, κατά τη σχετική νομοθεσία (6), μερίσματα που καταβάλλονται από θυγατρικές εταιρίες, κατά την έννοια της οδηγίας, περιλαμβάνονται, κατ’ αρχάς, στη βάση επιβολής φόρου της μητρικής εταιρίας και, στη συνέχεια, εκπίπτουν έως 95 % (7) από αυτή τη βάση, καθόσον η μητρική εταιρία έχει φορολογητέα κέρδη (8).

10.      Το άρθρο 202 του κώδικα περί φόρου εισοδήματος (στο εξής: άρθρο 202) (9), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όριζε, καθόσον έχει σημασία εν προκειμένω, τα εξής:

«1.   Από τα κέρδη κατά τη φορολογική περίοδο εκπίπτουν επίσης, καθόσον περιλαμβάνονται σ’ αυτή:

1       Μερίσματα […]

[…]

2.     Εκπίπτουν τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 1, σημείο 1 [...] εισοδήματα μόνον αν κατά την ημερομηνία του προσδιορισμού ή της καταβολής τους η εταιρία που τα εισπράττει έχει συμμετοχή στο κεφάλαιο της εταιρίας που τα διανέμει ύψους τουλάχιστον 5 % […]»

11.      Ο κώδικας του 1992 αντικατέστησε τον κώδικα του 1964 (10). Το άρθρο 202 αποδίδει εν μέρει το άρθρο 111 του κώδικα του 1964, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 23ης Οκτωβρίου 1991, ο οποίος μετέφερε την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο (στο εξής: νόμος για τη μεταφορά της οδηγίας) (11). Οι μεταβολές που επήλθαν στον κώδικα του 1964 με τον νόμο για τη μεταφορά της οδηγίας περιελάμβαναν την κατάργηση του προηγουμένως ρητώς προβλεπόμενου όρου ότι μια εταιρία που λαμβάνει μερίσματα πρέπει να κατέχει κατά πλήρη κυριότητα τις μετοχές που αποφέρουν τα μερίσματα, προκειμένου να απολαύει του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος που προβλέπει το άρθρο 111. Το άρθρο 202 τροποποιήθηκε στη συνέχεια, προκειμένου να περιλάβει τον ρητό αυτόν όρο (12), πλην όμως μόνο για το μετά το ένδικο φορολογικό έτος χρονικό διάστημα.

12.      Η Βελγική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η πρόθεση ήταν να επεκταθεί ο νόμος για τη μεταφορά της οδηγίας και σε τομείς που δεν καλύπτει η οδηγία, ήτοι σε σχέσεις μεταξύ εγχωρίων εταιριών, προκειμένου να αποφευχθεί η αντίστροφή διάκριση σε βάρος βελγικών εταιριών με βελγικές θυγατρικές, συγκρινόμενων με βελγικές εταιρίες με θυγατρικές σε άλλα κράτη μέλη, όσον αφορά τη μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν τα μερίσματα.

 Η επικαρπία στο βελγικό δίκαιο

13.      Το Βέλγιο διευκρινίζει ότι, στο βελγικό δίκαιο, επικαρπία σημαίνει «le droit de jouir des choses dont un autre a la propriété, comme le propriétaire lui-même, mais à la charge d’en conserver la substance» (το δικαίωμα ενός προσώπου να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται, όπως ο κύριος, πράγματα ανήκοντα κατά κυριότητα σε άλλον, με την υποχρέωση όμως να διατηρεί ακέραιη την ουσία τους). Επομένως, ο επικαρπωτής έχει μόνον το usus και το fructus. Δεν έχει το δικαίωμα διαθέσεως (abusus), το οποίο παραμένει στον ψιλό κύριο (13).

14.      Ειδικότερα, η επικαρπία μετοχής παρέχει μόνο δικαίωμα καρπώσεως, δηλαδή δικαίωμα επί των κερδών που αποφέρει η μετοχή και όχι επί του κεφαλαίου που αυτή αντιπροσωπεύει. Επομένως, ο επικαρπωτής μετοχών δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα επί των κερδών που πραγματοποιεί η εταιρία πλην αυτού της εισπράξεως των αποφασισθέντων μερισμάτων. Δεν έχει δικαίωμα ούτε επί των αποθεματικών. Μολονότι ο υποκείμενος στον φόρο ψιλός κύριος των μετοχών δεν εισπράττει κανένα ποσό από τα αποθεματικά, αυτά αυξάνουν εντούτοις το κεφάλαιό του και, αν η εταιρία εκκαθαρισθεί, ενώ είναι φερέγγυα, θα λάβει πράγματι ένα μέρος των συσσωρευμένων αποθεματικών. Κατ’ αρχήν, και ανάλογα με το τί ορίζει το καταστατικό, μόνον ο υποκείμενος στον φόρο ψιλός κύριος μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές. Τέλος, ο επικαρπωτής δεν έχει δικαίωμα διαθέσεως, το οποίο παραμένει στον ψιλό κύριο.

 Τα πραγματικά περιστατικά και το υποβληθέν ερώτημα

15.      Η διάταξη περί παραπομπής είναι ομοίως εξαιρετικά λακωνική ως προς όλα τα πραγματικά περιστατικά. Εντούτοις, από τις γραπτές παρατηρήσεις της προσφεύγουσας και της Βελγικής Κυβερνήσεως προκύπτουν τα ακόλουθα περιστατικά. Όπως φαίνεται, δεν αμφισβητούνται.

16.      Τον Ιούνιο του 1999, η προσφεύγουσα, μια βελγική εταιρία, αγόρασε δικαιώματα επικαρπίας μετοχών της εταιρίας Narda SA (στο εξής: Narda) για χρονικό διάστημα δέκα ετών. Μια άλλη εταιρία, η Bepa SA (στο εξής: Bepa), απέκτησε την ψιλή κυριότητα των μετοχών. Μετά το χρονικό διάστημα των δέκα ετών η Bepa θα αποκτήσει την πλήρη κυριότητα των μετοχών. Δεν υπήρχαν σχέσεις συμμετοχής στο κεφάλαιο μεταξύ, αφενός, των πωλητών των μετοχών και, αφετέρου, της προσφεύγουσας και της Bepa. Η προσφεύγουσα επιθυμούσε να αποκτήσει βραχυπροθέσμως τις μετοχές της Narda, προκειμένου να βελτιώσει στον μέγιστο βαθμό τους χρηματοπιστωτικούς της πόρους και να αυξήσει την ποικιλία των προϊόντων της. Η Bepa επιθυμούσε να αποκτήσει μεσοπροθέσμως ή μακροπροθέσμως τις μετοχές για οικονομικής και χρηματοπιστωτικής φύσεως λόγους μακροπρόθεσμης στρατηγικής, αυξάνοντας τον αριθμό των θυγατρικών της.

17.      Όπως προκύπτει, η Narda είναι μια βελγική εταιρία. Το καταστατικό της προβλέπει ότι, όταν η επικαρπία αποχωρίζεται από την ψιλή κυριότητα μιας μετοχής, ο υποκείμενος στον φόρο ψιλός κύριος μπορεί να ψηφίζει μόνο για την αύξηση του κεφαλαίου και την παράταση ή τη λύση της εταιρίας. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο υποκείμενος στον φόρο επικαρπωτής μπορεί να ασκεί όλα τα δικαιώματα ψήφου.

18.      Το 2000, 2001 και 2002, η προσφεύγουσα θέλησε να προβεί σε έκπτωση των μερισμάτων που έλαβε από τη Narda από τη βάση επιβολής του φόρου. Οι βελγικές φορολογικές αρχές εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να διορθώσουν τις φορολογικές δηλώσεις της προσφεύγουσας για αυτά τα έτη και να φορολογήσουν τα μερίσματα με βάση την εκτίμηση ότι το δικαίωμα επικαρπίας που είχε η προσφεύγουσα δεν συνιστά «συμμετοχή στο κεφάλαιο» της Narda. Η προσφεύγουσα προέβαλε αντιρρήσεις. Με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2004, οι βελγικές φορολογικές αρχές απέρριψαν αυτές τις αντιρρήσεις. Η προσφεύγουσα προσέβαλε επιτυχώς αυτή την απόφαση ενώπιον του Tribunal de Première Instance de Namur (πρωτοδικείου του Namur). Δικάζοντας κατ’ έφεση, το Cour d’Appel de Liège υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Είναι σύμφωνος προς τις διατάξεις της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, ειδικότερα προς τα άρθρα 3, 4 και 5 της οδηγίας αυτής που αφορούν τη συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο, ο νόμος της 28ης Δεκεμβρίου 1992 περί τροποποιήσεως του άρθρου 202 του code des impôts sur les revenus 1992 σε σχέση με την οδηγία αυτή, ο οποίος επιτάσσει να συμμετέχει ο μερισματούχος στο κεφάλαιο της εταιρίας που διανέμει το μέρισμα, καθόσον δεν προβλέπει ρητά την υποχρέωση να έχει την πλήρη κυριότητα του κεφαλαίου και επιτρέπει εμμέσως, σύμφωνα με την εκ μέρους της εφεσίβλητης ερμηνεία, απλώς την ύπαρξη δικαιώματος επικαρπίας των αντιστοιχούντων στο εταιρικό κεφάλαιο τίτλων προκειμένου να τύχει φοροαπαλλαγής ο ενδιαφερόμενος για τον φόρο επί των μερισμάτων;»

19.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η προσφεύγουσα, η Βελγική, η Γαλλική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, οι οποίες όλες, πλην της Γαλλικής, της Γερμανικής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Ως προς το παραδεκτό

20.      Όλες οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις θέτουν ζήτημα παραδεκτού, μολονότι οι απόψεις τους διίστανται. Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή υποστηρίζουν αμφότερες ότι η διάταξη περί παραπομπής υποβάλλεται παραδεκτώς. Οι παρατηρήσεις επί του παραδεκτού επικεντρώνονται κυρίως σε δύο ζητήματα, ήτοι την ένδεια των πληροφοριών που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής και την προφανή έλλειψη οποιουδήποτε κοινοτικού στοιχείου.

21.      Είναι ίσως χρήσιμο να υπενθυμισθεί με συντομία η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά το παραδεκτό αιτήσεων εθνικών δικαστηρίων για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

22.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 234 ΕΚ αποτελεί ένα μέσο δικαστικής συνεργασίας, χάριν του οποίου το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που μπορεί να τους είναι αναγκαία για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας επίμαχης διατάξεως του εθνικού δικαίου επί της διαφοράς επί της οποίας έχουν κληθεί να αποφανθούν (14). Στο πλαίσιο αυτού του μέσου συνεργασίας, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (15).

23.      Κατά συνέπεια, όταν μια αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει κατά κανόνα να εκδώσει απόφαση (16). Επομένως, ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας και το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητείται δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει αποτελεσματική απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (17).

24.      Επιπλέον, όταν η εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπει για τις εσωτερικές καταστάσεις προς τις λύσεις που έχουν γίνει δεκτές στο κοινοτικό δίκαιο, υφίσταται οπωσδήποτε κοινοτικό συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που αντλούνται από το κοινοτικό δίκαιο, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις (18).

 Ανεπαρκείς πληροφορίες

25.      Η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζουν ότι η διάταξη περί παραπομπής περιέχει ανεπαρκείς πληροφορίες όσον αφορά την ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας.

26.      Είναι βεβαίως αληθές ότι η διάταξη περί παραπομπής είναι εξαιρετικά λιγόλογη και ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανάγκη μιας ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, η οποία θα είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο, επιβάλλει όπως αυτό καθορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει (19). Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτή την απαίτηση πρέπει πράγματι να απορρίπτονται ως απαράδεκτες.

27.      Πάντως, το Δικαστήριο έχει μετριάσει την αυστηρότητα αυτού του κανόνα υπό ορισμένες περιστάσεις, δεχόμενο ότι η εν λόγω απαίτηση είναι λιγότερο επιτακτική στην περίπτωση κατά την οποία τα ερωτήματα αφορούν συγκεκριμένα τεχνικά σημεία και παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει μια χρήσιμη απάντηση, έστω και αν το εθνικό δικαστήριο δεν έχει προβεί σε εξονυχιστική περιγραφή της καταστάσεως από νομική και πραγματική άποψη (20). Το γεγονός ότι, όπως εν προκειμένω, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δείχνει ότι οι πληροφορίες που παρέχονται με τη διάταξη περί παραπομπής τους έδωσαν πράγματι τη δυνατότητα να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Επιπλέον, οι πληροφορίες που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής μπορούν να συμπληρωθούν με αυτές τις παρατηρήσεις (21).

28.      Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, θεωρώ ότι η εν προκειμένω διάταξη περί παραπομπής, μολονότι δυστυχώς φτωχή σε πληροφορίες για το ιστορικό της υποθέσεως, δεν θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο.

 Έλλειψη κοινοτικού στοιχείου

29.      Οι περισσότερες από τις κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις τονίζουν ότι η διάταξη περί παραπομπής δεν παρέχει καμία ένδειξη για την ύπαρξη ενός κοινοτικού στοιχείου σε σχέση με τα περιστατικά αυτής της υποθέσεως. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ερμηνεία εθνικών διατάξεων, οι οποίες, μολονότι συνιστούν μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο αναφορικά με μητρικές και θυγατρικές εταιρίες που έχουν έδρα σε διαφορετικά κράτη μέλη, εφαρμόζουν αντίστοιχες ρυθμίσεις για τις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών σε καθαρά εθνικό πλαίσιο.

30.      Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει αν στην κύρια δίκη πρόκειται για θυγατρική εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος. Όπως προκύπτει, επιπλέον, αυτό δεν συμβαίνει. Εντούτοις, η Βελγική Κυβέρνηση εκθέτει με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι το άρθρο 202, παράγραφος 2, σκοπό έχει τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, επεκτείνοντας παράλληλα τα αποτελέσματά της στον εθνικό χώρο και σε ένα ευρύτερο πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι απαιτείται από την οδηγία. Επομένως, όπως υποστηρίζουν η προσφεύγουσα, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, οι Κάτω Χώρες και η Επιτροπή, η περίπτωση φαίνεται ότι είναι παρόμοια προς αυτή που αφορούσαν οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που θα μπορούσαν να αποκληθούν ως νομολογία Leur-Bloem (22), όπου το εθνικό δικαστήριο ζητεί ερμηνεία διατάξεων του εθνικού δικαίου, η οποία, επιπλέον της μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, εφαρμόζεται σε καταστάσεις εσωτερικού χαρακτήρα, ανάλογες προς καταστάσεις κοινοτικού χαρακτήρα, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οικείας οδηγίας.

31.      Όπως τονίζουν οι εν λόγω μετέχοντες της διαδικασίας, και όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη ανωτέρω νομολογία, το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι είναι αρμόδιο να ερμηνεύει διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, όταν τα περιστατικά της κύριας δίκης έχουν σχέση με διαφορά διεπόμενη από το εσωτερικό δίκαιο και η εθνική νομοθεσία προβλέπει τις ίδιες λύσεις με αυτές που υιοθετεί το κοινοτικό δίκαιο.

32.      Εν προκειμένω, φαίνεται να υπάρχει μία μόνο εθνική διάταξη περί φοροαπαλλαγής, την οποία μπορούν να επικαλεσθούν οι μητρικές ή οι θυγατρικές εταιρίες, ανεξαρτήτως αν οι δεύτερες έχουν συσταθεί στο Βέλγιο ή σε άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, από τις παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι το άρθρο 202, παράγραφος 2, κατέστη εφαρμοστέο στον εθνικό χώρο, προκειμένου να αποφευχθεί η αντίστροφη διάκριση σε βάρος βελγικών εταιριών λόγω του τόπου εγκαταστάσεως των θυγατρικών τους. Αυτή η εκούσια προσέγγιση του εθνικού δικαίου προς τις απαιτήσεις της οδηγίας, σε συνδυασμό με το αίτημα του εθνικού δικαστηρίου να του παρασχεθούν ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές, αρκεί, κατ’ εμέ, για να είναι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως εντός των ορίων του παραδεκτού.

33.      Περαιτέρω, το Βέλγιο, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο προβάλλουν ότι στερείται λυσιτέλειας η ερμηνεία της οδηγίας, εφόσον το άρθρο 202, παράγραφος 2, έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής: εφαρμόζεται, εκτός των μερισμάτων, σε έσοδα και θέτει ένα σημαντικά χαμηλότερο όριο συμμετοχής στο κεφάλαιο σε σύγκριση με την οδηγία.

34.      Εντούτοις, κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία δεν μεταφέρει με πανομοιότυπη διατύπωση την οδηγία στο εθνικό δίκαιο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η αίτηση εθνικού δικαστηρίου για ερμηνεία της οδηγίας που αποτελεί το έρεισμα αυτής της νομοθεσίας θα πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτη. Εκτός από το γενικώς πρόδηλο δεδομένο ότι οι οδηγίες είναι δεσμευτικές ως προς το αποτέλεσμά τους, η συγκεκριμένη οδηγία, για την οποία πρόκειται στην υπό εξέταση περίπτωση, παρέχει ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως στα κράτη μέλη. Επιπλέον, είναι σαφές ότι τόσο οι εθνικές όσο και οι κοινοτικές διατάξεις χρησιμοποιούν την ίδια έκφραση «συμμετοχής στο κεφάλαιο» (23) με τη μόνη διαφορά ότι στο Βέλγιο αρκεί συμμετοχή κατά 5 % για να δικαιούται η μητρική εταιρία της φορολογικής απαλλαγής. Η χρησιμοποίηση πανομοιότυπων εκφράσεων υποδηλώνει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εφαρμόζεται αυτός ο όρος με τον ίδιο τρόπο.

35.      Με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και λαμβανομένου υπόψη του ότι υπάρχει μία μόνο εθνική διάταξη που συνιστά μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και συγχρόνως διέπει εσωτερικές καταστάσεις, είναι σαφές ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να ερμηνεύεται αυτή η διάταξη με τον ίδιο τρόπο, όταν εφαρμόζεται σε διασυνοριακές καταστάσεις και σε καταστάσεις καθαρά εσωτερικής φύσεως.

36.      Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο προβάλλει ότι οποιαδήποτε κι αν είναι η ερμηνεία που θα δώσει το Δικαστήριο στην οδηγία θα εναπόκειται τελικά στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει το εσωτερικού δικαίου ζήτημα με τον τρόπο που θα εκτιμήσει καταλληλότερο. Με αυτό το δεδομένο, μια απόφαση του Δικαστηρίου για την ερμηνεία της οδηγίας δεν θα μπορεί να εφαρμοσθεί ούτε άμεσα ούτε έμμεσα και, επομένως, θα έχει εξ ολοκλήρου αφηρημένο χαρακτήρα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εξετάσθηκε υπό το ίδιο πρίσμα το ζήτημα της λυσιτέλειας της αποφάσεως Kleinwort Benson (24), όπου ένας από τους παράγοντες που ώθησαν το Δικαστήριο να απορρίψει ως απαράδεκτη την ενώπιόν του αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ήταν ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν υποχρέωνε τα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν τις ενώπιόν τους διαφορές, εφαρμόζοντας απολύτως και ανεπιφυλάκτως την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που τους παρέχει το Δικαστήριο (25).

37.      Δεδομένου ότι η οδηγία δεν διέπει καταστάσεις καθαρά εσωτερικής φύσεως, δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπό εξέταση υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο ως καθαρά γνωμοδοτικού χαρακτήρα –το κράτος μέλος θα είναι ελεύθερο να τροποποιήσει τη νομοθεσία του ή απλώς να αγνοήσει την απόφαση. Αυτό, βεβαίως, θα συμβαίνει πάντοτε σε καταστάσεις του είδους της υποθέσεως Leur-Bloem (26). Είναι όντως η ουσία αυτής της νομολογίας. Αυτό, πάντως, δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτές τις αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις αυτές και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει διάκριση μεταξύ των εν λόγω υποθέσεων και της υπό εξέταση.

38.      Επομένως, καταλήγω ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στην υπό εξέταση περίπτωση υποβάλλεται παραδεκτώς.

 Επί της ουσίας

39.      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ένας εθνικός νόμος για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ο οποίος επιτάσσει να συμμετέχει ο μερισματούχος στο κεφάλαιο της εταιρίας που διανέμει το μέρισμα, συνάδει με την οδηγία, καθόσον δεν προβλέπει ρητά την υποχρέωση συμμετοχής κατά πλήρη κυριότητα του κεφαλαίου και επιτρέπει εμμέσως απλώς την ύπαρξη δικαιώματος επικαρπίας των μετοχών προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να τύχει φοροαπαλλαγής για τον φόρο επί των μερισμάτων.

40.      Πριν επιχειρήσω να δώσω απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ενδείκνυται –όπως πρότειναν ρητώς ή εμμέσως αρκετοί από τους μετέχοντες της διαδικασίας που κατέθεσαν παρατηρήσεις– να το αναδιατυπώσω.

41.      Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί του συμβατού των διατάξεων εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (27). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, στο Δικαστήριο απόκειται να δίνει στο αιτούν δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί ενδεχομένως να αναδιατυπώσει το ερώτημα που του υποβλήθηκε (28). Στην υπό εξέταση περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο ερωτά προδήλως αν η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν την επιβαλλόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 1, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μερισμάτων που λαμβάνει μια μητρική εταιρία από μια θυγατρική σε μια περίπτωση, όπου η κυριότητα των μετοχών έχει διασπασθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μια εταιρία λαμβάνει μερίσματα δυνάμει επικαρπίας, ενώ η ψιλή κυριότητα παραμένει σε μια άλλη εταιρία. Καταφατική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα καταστήσει δυνατό στο εθνικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση υπέρ της προσφεύγουσας. Αν εντούτοις δοθεί αρνητική απάντηση, ανακύπτει το ζήτημα αν τα κράτη μέλη μπορούν παρά ταύτα, όταν μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, να επεκτείνουν το ευεργέτημα της φορολογικής απαλλαγής στον έχοντα απλώς δικαίωμα επικαρπίας των μετοχών.

 Πρέπει η οδηγία να έχει εφαρμογή όσον αφορά την επικαρπία;

42.      Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή θεωρούν ότι τα μερίσματα που λαμβάνει ο επικαρπωτής πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1 (29), ενώ η Βελγική, η Γαλλική, η Ελληνική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υιοθετούν την αντίθετη άποψη. Η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεν έχει εφαρμογή σε μερίσματα που λαμβάνει ο επικαρπωτής, εκτός αν η κατάστασή του είναι, από οικονομικής απόψεως, αντίστοιχη προς αυτή του ψιλού κυρίου.

 Ο σκοπός της οδηγίας

43.      Όλοι οι μετέχοντες της διαδικασίας επικαλούνται τον σκοπό της οδηγίας. Είμαι επίσης της γνώμης ότι αυτό είναι το κατάλληλο σημείο αφετηρίας για την ανάλυση.

44.      Στην πρώτη αιτιολογική σκέψη εκτίθεται ότι οι συνενώσεις εταιριών που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη μπορεί να είναι αναγκαίες για να δημιουργηθούν στην Κοινότητα συνθήκες ανάλογες με τις επικρατούσες σε μια εσωτερική αγορά και να εξασφαλισθεί έτσι η δημιουργία και η ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς, ότι οι πράξεις αυτές δεν πρέπει να εμποδίζονται από ειδικούς περιορισμούς, μειονεκτήματα ή στρεβλώσεις που να απορρέουν από τις φορολογικές διατάξεις των κρατών μελών και ότι, κατά συνέπεια, γι’ αυτές τις συνενώσεις εταιριών επιβάλλεται να θεσπισθούν φορολογικοί κανόνες ουδέτεροι ως προς τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της κοινής αγοράς, να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους και να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση διεθνώς.

45.      Στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη τονίζεται ότι συνενώσεις τέτοιου είδους μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία ομίλων μητρικών και θυγατρικών εταιριών. Στην τρίτη αιτιολογική σκέψη εκτίθεται ότι οι ισχύουσες φορολογικές διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη διαφέρουν αισθητά από ένα κράτος μέλος σε άλλο και είναι, γενικά, λιγότερο ευνοϊκές από τις εφαρμοζόμενες στις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών ευρισκομένων στο ίδιο κράτος μέλος. ότι, συνεπεία του γεγονότος αυτού, η συνεργασία μεταξύ εταιριών που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη τίθεται σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τη συνεργασία εταιριών του ιδίου κράτους μέλους και ότι πρέπει να εξαλειφθεί αυτή η δυσμενής μεταχείριση με τη θέσπιση ενός κοινού καθεστώτος και να διευκολυνθούν έτσι οι συνενώσεις εταιριών σε κοινοτική κλίμακα. Η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη εκθέτουν απλώς τα δύο κύρια μέσα με τα οποία πρέπει να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, προκαταλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τη διατύπωση των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 5.

46.      Όπως ήταν αναμενόμενο, το Δικαστήριο επικεντρώνει συνεχώς την προσοχή του με τις αποφάσεις του για την οδηγία στους σκοπούς της, όπως αυτοί εκτίθενται στην αιτιολογία της. Εξέθεσε ότι με την οδηγία, καθώς προκύπτει μεταξύ άλλων από την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, σκοπείται να εξαλειφθεί, με τη θέσπιση ενός κοινού φορολογικού καθεστώτος, κάθε δυσμενής μεταχείριση της συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με τη συνεργασία μεταξύ εταιριών του ιδίου κράτους μέλους και να διευκολυνθεί τοιουτοτρόπως η διασυνοριακή συνεργασία (30) ή η συνένωση εταιριών σε κοινοτική κλίμακα (31). Γενικότερα, η αναγκαιότητα της οδηγίας προκύπτει από τη διπλή φορολογία στην οποία μπορεί να υποβληθούν όμιλοι εταιριών εγκατεστημένων εντός πλειόνων κρατών (32).

47.      Η οδηγία στηρίζεται επομένως στη μείζονα πρόταση του συλλογισμού ότι η διπλή φορολογία μερισμάτων εντός ενός διασυνοριακού ομίλου επιχειρήσεων θα αποθαρρύνει τη δημιουργία τέτοιων ομίλων. Επιδιώκει να απομακρύνει αυτό το εμπόδιο, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να μη φορολογούν τέτοια μερίσματα στη μητρική εταιρία. Κατά τη μεστή διατύπωση της αιτιολογίας της τροποποιητικής οδηγίας 2003/123, ο στόχος της οδηγίας περί μητρικών και θυγατρικών εταιριών είναι «να απαλλάσσει τα μερίσματα και τις άλλες διανομές κερδών που καταβάλλονται από τις θυγατρικές εταιρίες στις μητρικές τους εταιρίες από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή και να καταργήσει τη διπλή φορολογία αυτών των εισοδημάτων σε επίπεδο μητρικής εταιρίας» (33). Επιπλέον, το Δικαστήριο περιέγραψε πρόσφατα την οδηγία ως «μέτρο ενοποιήσεως ή εναρμονίσεως προς εξάλειψη των καταστάσεων διπλής φορολογίας» (34).

48.      Με βάση αυτά τα δεδομένα, συμφωνώ με την προσφεύγουσα και την Επιτροπή ότι θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό της οδηγίας να υπόκειται το μέρισμα που λαμβάνει ο επικαρπωτής σε διπλή φορολογία υπό περιστάσεις, όπου το άρθρο 4, παράγραφος 1, θα απαιτούσε απαλλαγή, αν δεν είχε γεννηθεί δικαίωμα επικαρπίας. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το πρόβλημα της διπλής φορολογίας δεν εξαφανίζεται με τη διάσπαση της κυριότητας των μετοχών. Ελλείψει απαλλαγής, καταβαλλόμενα μερίσματα τέτοιων μετοχών μπορεί να φορολογούνται στο κράτος διαμονής του κατόχου τους και να υπόκεινται επίσης σε παρακράτηση στην πηγή στο κράτος της θυγατρικής. Αυτό, όπως εκτίθεται στην αιτιολογία της οδηγίας, συνιστά μειονέκτημα για τη συνεργασία μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών –πράγμα ακριβώς που η οδηγία επιδιώκει να εξαλείψει.

49.      Τα κράτη μέλη που κατέθεσαν παρατηρήσεις στηρίζουν επίσης τα επιχειρήματά τους κυρίως στους σκοπούς της οδηγίας. Συμφωνούν μεν ότι ο σκοπός της οδηγίας είναι να διευκολυνθεί η συνένωση εταιριών, προβάλλουν όμως ότι το σύστημα της φορολογικής ουδετερότητας των μερισμάτων δεν επινοήθηκε ως αυτοσκοπός, αλλά αντιθέτως ως μέσο επιτεύξεως του σκοπού. Επομένως, η οδηγία επιδιώκει να διευκολύνει τη συνένωση, υπό οικονομική έννοια, εταιριών από διάφορα κράτη μέλη, ώστε να είναι αυτές σε θέση να ενεργούν σαν να βρίσκονταν σε μία μόνο αγορά. Η προσέγγιση αυτή καθιστά αναγκαίο οι εταιρίες που συνενώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο να συνδέονται με οικονομικούς και λειτουργικούς δεσμούς και όχι μόνο με καθαρά χρηματοοικονομικούς. Αυτό μπορεί να συμβαίνει μόνον αν η μητρική εταιρία έχει μερίδιο συμμετοχής στη θυγατρική που της παρέχει όλα τα δικαιώματα που κανονικά συνδέονται με την ιδιότητα του μετόχου, ήτοι το δικαίωμα ψήφου σε όλες τις συνελεύσεις, το οποίο δίνει στον μέτοχο τη δυνατότητα να κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής, και το δικαίωμα επί των μερισμάτων, προκειμένου να αποκομίζει όφελος από τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτή τη δραστηριότητα και από αυτές τις κατευθύνσεις. Αντιθέτως, αν οι δύο αυτές καταστάσεις διαχωριστούν, δεν μπορεί να γίνει λόγος για γνήσια, υπό οικονομική έννοια, συνένωση εταιριών με την εταιρία στην οποία έχουν μερίδιο συμμετοχής. Επομένως, ο έχων απλώς δικαίωμα επικαρπίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμμετέχων σε ένα γνήσιο όμιλο.

50.      Κατά τη γνώμη μου, το επιχείρημα αυτό λαμβάνει ως βάση ότι το είδος της διεταιρικής σχέσεως, το οποίο η οδηγία σκοπεί να ενθαρρύνει, περιορίζεται σε ομίλους υπό την έννοια του παραδοσιακού δικαίου των εταιριών. Εντούτοις, η οδηγία δεν καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της με αναφορά σε κάποιο από τα κριτήρια που συνήθως χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό ενός ομίλου, ήτοι, αφενός, κεντρική και ενιαία διεύθυνση (35) και, αφετέρου, ύπαρξη πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου και/ή το δικαίωμα διορισμού ή ανακλήσεως της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού οργάνου και/ή άσκηση κυριαρχικής επιρροής. Αντιθέτως, η οδηγία, ως αρχικώς είχε, απαιτούσε τουλάχιστον συμμετοχή κατά 25 %, μεταγενέστερες δε τροποποιήσεις μείωσαν προοδευτικά αυτό το ελάχιστο όριο, το οποίο θα είναι 10 % από την 1η Ιανουαρίου 2009 (36). Μια τέτοια συμμετοχή απέχει πολύ από το σημείο, πέραν του οποίου θεωρείται ότι υφίσταται όμιλος από απόψεως ελέγχου και διαρθρώσεως.

51.      Ορισμένα από τα κράτη μέλη που κατέθεσαν παρατηρήσεις επισημαίνουν ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, ένα μέρος έχει δικαίωμα επί μερισμάτων και περιορισμένο δικαίωμα ψήφου σε γενικές συνελεύσεις και ένα άλλο μέρος έχει δικαίωμα ψήφου για τα πολύ σημαντικά ζητήματα (αύξηση κεφαλαίου, λύση και παράταση), είναι δυνατό να ανακύπτουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ αυτών των δύο. Ειδικότερα, το δικαίωμα του επικαρπωτή συνίσταται κυρίως στο να λαμβάνει βραχυπροθέσμως όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρισμα, ενώ ο ψιλός κύριος συνήθως ενδιαφέρεται μάλλον για την ισχυροποίηση της εταιρίας μακροπροθέσμως και μπορεί μάλιστα να προτιμά βραχυπροθέσμως ή μεσοπροθέσμως να επανεπενδύονται τα κέρδη στην εταιρία αντί να διανέμονται. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στον σκοπό της οδηγίας περιλαμβάνεται η υπαγωγή του επικαρπωτή μετόχου στο πεδίο εφαρμογής της.

52.      Μολονότι είναι προδήλως αληθές ότι μπορεί να υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του επικαρπωτή μετόχου και του ψιλού κυρίου των μετοχών, δεν νομίζω ότι αυτό έχει σημασία για το ζήτημα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο. Η οδηγία, όπως διευκρινίσθηκε ανωτέρω, σκοπεί στην εξάλειψη της από οικονομικής απόψεως διπλής φορολογίας μερισμάτων ομίλου εταιριών εκτεινομένου πέραν των συνόρων. Ο καλύτερος τρόπος επιτεύξεως αυτού του σκοπού είναι, κατά τη γνώμη μου, η εξασφάλιση ότι η απαιτούμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας απαλλαγή παρέχεται για μερίσματα που προκύπτουν από μετοχές μιας εταιρίας ενός τέτοιου ομίλου, τις οποίες κατέχει μια άλλη εταιρία, ανεξαρτήτως του πώς έχει κατατμηθεί η κυριότητα αυτών των μετοχών. Η ανησυχία –ιδίως της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου– ότι η προσέγγιση αυτή μπορεί να καταστήσει δυνατή την εκμετάλλευση των επιβαλλόμενων από την οδηγία φορολογικών απαλλαγών μέσω συμπαιγνιών μπορεί να αντιμετωπισθεί με κατάλληλα εθνικά ή διμερή μέτρα κατά απάτης ή καταχρήσεων, τα οποία επιτρέπονται ρητώς από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας.

 Η οικονομία της οδηγίας

53.      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας περιέχει μια παρέκκλιση, η οποία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αντικαθιστούν το κριτήριο της συμμετοχής στο κεφάλαιο με το κριτήριο της κατοχής δικαιωμάτων ψήφου. Το Βέλγιο και η Ιταλία επικαλούνται προς στήριξη της ερμηνείας τους αυτή την παρέκκλιση. Προβάλλουν κατ’ ουσίαν ότι το κράτος μέλος που κάνει χρήση αυτής μπορεί να αποκλείσει τον επικαρπωτή από το ευεργέτημα της οδηγίας, εφόσον για να υπάρχει πλήρες δικαίωμα ψήφου είναι αναγκαία η ύπαρξη πλήρους κυριότητας. Προκειμένου να υφίσταται συνοχή μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων που χρησιμοποιεί η οδηγία, το κριτήριο της συμμετοχής στο κεφάλαιο πρέπει επίσης να προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την πλήρη κυριότητα, προκειμένου να είναι δυνατή η απόλαυση του ευεργετήματος που παρέχει η οδηγία.

54.      Δεν θεωρώ πειστικό αυτό το επιχείρημα. Όπως συμβαίνει συνήθως με επιχειρήματα που στηρίζονται σε παρεκκλίσεις, μπορεί να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι (37). Πράγματι, θα μπορούσε ομοίως να υποστηριχθεί ότι η δυνατότητα του κράτους μέλους να αντικαταστήσει το κριτήριο της συμμετοχής στο κεφάλαιο με το κριτήριο της κατοχής δικαιωμάτων ψήφου σημαίνει ότι δεν είναι οπωσδήποτε αναγκαίο να έχει κάποιος δικαιώματα ψήφου για να απολαύει του ευεργετήματος της οδηγίας. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, επιλογή δεν συμβάλλει στο να δοθεί απάντηση στο εν προκειμένω υποβαλλόμενο ερώτημα.

 Το γράμμα της οδηγίας

55.      Κατά τον ορισμό της μητρικής εταιρίας, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας αναφέρεται σε μια εταιρία που «συμμετέχει [..]. στο κεφάλαιο» μιας άλλης εταιρίας, η οποία, αν υφίστανται όλα τα άλλα στοιχεία του ορισμού, θα είναι η θυγατρική της. Το άρθρο 4 της οδηγίας ορίζει ότι η επιταγή να απαλλάσσονται τα μερίσματα από τον φόρο ή να επιτρέπεται στη μητρική εταιρία να πιστώνει τον καταβληθέντα φόρο ισχύει, όταν η μητρική εταιρία λαμβάνει διανεμόμενα κέρδη «υπό την ιδιότητά της ως εταίρου της θυγατρικής εταιρίας». Η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλούνται το γράμμα της μιας ή και των δύο αυτών διατάξεων προς στήριξη της απόψεώς τους.

56.      Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να φαίνεται ανώμαλο το να θεωρείται ο απλώς επικαρπωτής ότι «συμμετέχει [...] στο κεφάλαιο» μιας εταιρίας. Το κεφάλαιο μιας εταιρίας συνιστάται συνήθως από τους μετόχους που εισφέρουν σε αντιστοιχία προς την αξία των μετοχών τους. Ο επικαρπωτής, όμως, δεν έχει εισφέρει κεφάλαιο.

57.      Ομοίως, μπορεί να φαίνεται τεχνητή η θεώρηση, κατά την οποία ο επικαρπωτής κάτοχος μετοχών μιας εταιρίας λαμβάνει μερίσματα «υπό την ιδιότητά τ[ου] ως εταίρου» της εταιρίας. Ο επικαρπωτής δεν βρίσκεται σε γνήσια εταιρική σχέση με την εταιρία. Αντιθέτως, το δικαίωμά του για μερίσματα απορρέει από τη συμβατική σχέση με τον ψιλό κύριο των μετοχών.

58.      Εντούτοις, κανένα από τα ανωτέρω επιχειρήματα δεν με πείθει ότι αντιλαμβάνομαι εσφαλμένως την οδηγία. Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας δεν πρέπει να ερμηνεύονται μόνο με βάση το γράμμα τους, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη η εν γένει οικονομία και οι στόχοι του συστήματος στο οποίο εντάσσονται (38). Διευκρίνισα ανωτέρω τι θεωρώ ότι είναι η οικονομία και οι σκοποί της οδηγίας και γιατί η εκ μέρους μου ερμηνεία των διατάξεών της είναι συνεπής προς αυτούς. Οι όροι «συμμετέχει [...] στο κεφάλαιο» μιας εταιρίας και μητρική εταιρία «ως εταίρου της θυγατρικής εταιρίας της» πρέπει να νοούνται εντός αυτού του πλαισίου, το οποίο –ας λεχθεί και πάλι– δεν είναι κατά κύριο λόγο το πλαίσιο του δικαίου των εταιριών.

59.      Επιβεβαιώνομαι σ’ αυτή την άποψη από την πρόσφατη επέκταση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας που πραγματοποιήθηκε με την οδηγία 2003/123 (39). Εξέθεσα προηγουμένως ότι η οδηγία 2003/123 καθιστά λιγότερο αυστηρό το όριο συμμετοχής που απαιτείται για να απολαύει η μητρική εταιρία του ευεργετήματος του άρθρου 4, παράγραφος 1. Επιπροσθέτως, διευρύνει τον κατάλογο των εταιριών που εμπίπτουν στην οδηγία περί μητρικών και θυγατρικών εταιριών, προκειμένου να περιλαμβάνονται σ’ αυτή ορισμένοι συνεταιρισμοί, εταιρίες αλληλοβοήθειας, μη κεφαλαιουχικές εταιρίες, τραπεζικά και άλλα ταμιευτήρια, ταμεία και ενώσεις με εμπορικές δραστηριότητες. Η πρόβλεψη προφανώς είναι ότι ο μέτοχος μιας τέτοιας εταιρίας πρέπει να θεωρείται ότι «συμμετέχει [...] στο κεφάλαιό [της]» και λαμβάνει μερίσματα «δυνάμει της σύνδεσής τ[ου]» με αυτήν, μολονότι δεν συμμετέχει στο κεφάλαιο της θυγατρικής κατά τη συνήθη έννοια του όρου. Ομοίως, η οδηγία 2003/123 τροποποιεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας περί μητρικών και θυγατρικών υπό την έννοια ότι αυτό έχει εφαρμογή, όταν η μητρική εταιρία ή η μόνιμη εγκατάστασή της, δυνάμει της σύνδεσης της μητρικής εταιρίας με τη θυγατρική της, λαμβάνει διανεμόμενα κέρδη. Αυτό επίσης υποδηλώνει ότι ο νομοθέτης δεν θεωρεί ασυμβίβαστο με τον σκοπό της οδηγίας να απαιτείται από τα κράτη μέλη να επιφυλάσσουν ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση στα κέρδη που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο καταστάσεων διαφορετικών από αυτές της συνήθους σχέσεως μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας.

60.      Τέλος, υπογραμμίζω ότι, κατά την άποψή μου, η ανωτέρω ανάλυση δεν καθιστά αναγκαίο να διαμορφώσει το Δικαστήριο μια αυτοτελή κοινοτική έννοια της επικαρπίας. Αυτό που έχει σημασία κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας δεν είναι οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί, τους οποίους ένα δεδομένο νομικό σύστημα επιτρέπει στον μέτοχο να χρησιμοποιήσει για να επινοήσει διάφορες παραλλαγές της κυριότητας. Το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα, αντιθέτως, όπως εκθέτει η Επιτροπή, είναι ότι υπήρξε κατοχή μετοχών που πληροί τα κριτήρια που θέτει η οδηγία και ότι καταβλήθηκε μέρισμα βάσει αυτής της κατοχής μετοχών.

 Μπορεί η οδηγία να έχει εφαρμογή στην περίπτωση της επικαρπίας;

61.      Διευκρίνισα γιατί θεωρώ ότι η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν την επιτασσόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 1, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μερισμάτων που λαμβάνει μια μητρική εταιρία από μια θυγατρική σε μια περίπτωση, όπου η κυριότητα των μετοχών έχει διασπασθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μια εταιρία λαμβάνει μερίσματα δυνάμει επικαρπίας, ενώ η ψιλή κυριότητα παραμένει σε μια άλλη εταιρία. Με αυτό το δεδομένο, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος, ως έχει κατά την αναδιατύπωση που πρότεινα (40), δηλαδή αν τα κράτη μέλη μπορούν παρά ταύτα, όταν μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, να επεκτείνουν το ευεργέτημα της φορολογικής απαλλαγής στον έχοντα απλώς δικαίωμα επικαρπίας των μετοχών.

62.      Αν, εντούτοις, το Δικαστήριο ακολουθήσει διαφορετική συλλογιστική από αυτή που πρότεινα ανωτέρω, θα πρέπει να δώσει απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα. Σ’ αυτή την περίπτωση, θεωρώ ότι η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Το συμπέρασμα αυτό, κατά την άποψή μου, προκύπτει αδιαμφισβητήτως από την οικονομία της οδηγίας. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω (41), εφόσον το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ορίζει την έννοια της μητρικής εταιρίας με αναφορά σε, τουλάχιστον, εταιρίες κατά την έννοια του άρθρου 2 με ελάχιστη συμμετοχή 25 %, είναι σαφές ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να υιοθετήσουν έναν ευρύτερο ορισμό. Δεν βλέπω να υπάρχει κάτι που να εμποδίζει τα κράτη μέλη να διαμορφώσουν αυτόν τον ορισμό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιλαμβάνει επικαρπωτές μετοχών.

63.      Αν το Δικαστήριο ακολουθήσει αυτή τη συλλογιστική, θα εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν οι εν προκειμένω εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο ορίζουν αυτή την έννοια ως αποτελούσα στοιχείο του εθνικού δικαίου. Πρέπει ίσως να σημειωθεί ότι η Βελγική Κυβέρνηση το αρνείται μετ’ επιτάσεως.

 Πρόταση

64.      Για τους ανωτέρω λόγους, θεωρώ ότι στο ερώτημα που υπέβαλε το Cour d’ Appel de Liège θα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

65.      Η οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν την επιτασσόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 1, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μερισμάτων που λαμβάνει μια μητρική εταιρία από μια θυγατρική σε μια περίπτωση, όπου η κυριότητα των μετοχών έχει διασπασθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μια εταιρία λαμβάνει μερίσματα δυνάμει επικαρπίας, ενώ η ψιλή κυριότητα παραμένει σε μια άλλη εταιρία.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – (ΕΕ 1990, L 225, σ. 6). Η οδηγία τροποποιήθηκε στη συνέχεια, αλλά η κύρια δίκη αφορά μόνον το αρχικό της κείμενο.


3 – Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη. Η αιτιολογία παρατίθεται λεπτομερέστερα κατωτέρω στα σημεία 44 και 45.


4 –      Κατά το άρθρο 2, με τον όρο «εταιρία κράτους μέλους» νοείται κάθε εταιρία α) η οποία έχει περιβληθεί έναν από τους απαριθμούμενους νομικούς τύπους· β) έχει φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος· γ) υπόκειται σε έναν από τους απαριθμούμενους φόρους.


5 – Οδηγία 2003/123/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τροποποίηση της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 7, σ. 41).


6 – Άρθρα 202, 204 και 205 του Code des impôts sur les revenus (κώδικα περί φόρου εισοδήματος) 1992.


7 – Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας επιτρέπει πράγματι στα κράτη μέλη, τα οποία έχουν επιλέξει τη μέθοδο της απαλλαγής, να περιορίζουν την απαλλαγή στο 95 % των καταβαλλομένων μερισμάτων.


8 – Το ζήτημα αν ένα τέτοιο σύστημα συνιστά ορθή μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-138/07, Cobelfret, επί της οποίας ανέπτυξα τις προτάσεις μου στις 8 Μαΐου 2008.


9 – Moniteur belge της 30ής Ιουλίου 1992, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών παραστατικών. Το άρθρο 202, παράγραφος 2, προστέθηκε (ως άρθρο 203, παράγραφος 2, κατόπιν δε ως άρθρο 202, παράγραφος 2) με τον Loi portant dispositions fiscales, financières et diverses (νόμο που περιέχει φορολογικές, δημοσιονομικές και άλλες διατάξεις), της 28ης Δεκεμβρίου 1992, Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1992, παρατιθέμενο από το αιτούν δικαστήριο στη διάταξή του περί παραπομπής (βλ. κατωτέρω σημείο 18).


10 – Moniteur belge της 10ης Απριλίου 1964.


11 – Loi du 23 octobre 1991 transposant en droit belge la Directive du Conseil des Communautés européennes du 23/07/1990 concernant le régime fiscal commun applicable aux sociétes mères et filiales (νόμος της 23ης Οκτωβρίου 1991 για τη μεταφορά στο βελγικό δίκαιο της οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23/7/1990 σχετικά με το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τις μητρικές και θυγατρικές εταιρίες) Moniteur belge της 15ης Νοεμβρίου 1991.


12 – Νόμος της 24ης Δεκεμβρίου 2002, Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 2002.


13 – Χάριν συντομίας, θα αναφέρομαι στον έχοντα δικαίωμα επικαρπίας μετοχών ως «επικαρπωτή» ή ως «επικαρπωτή μετοχών», και στον έχοντα την ψιλή κυριότητα αυτών των μετοχών ως τον «ψιλό κύριο» ή τον «ψιλό κύριο των μετοχών».


14 – Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2003, C-300/01, Salzmann (Συλλογή 2003, σ. I-4899, σκέψη 28), και της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-280/06, ETI κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. Ι-10893, σκέψη 19).


15 – Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2003, C-306/99, BIAO (Συλλογή 2003, σ. I-1, σκέψη 88).


16 – Αποφάσεις Salzmann (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 29), και ETI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 20).


17 – Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-379/05, Amurta (Συλλογή 2007, σ. Ι-9569, σκέψη 64).


18 – Αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi (Συλλογή 1990, σ. I-3763, σκέψη 37), της 17ης Ιουλίου 1997, C-28/95, Leur-Bloem (Συλλογή 1997, σ. I-4161, σκέψη 32), της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-1/99, Kofisa Italia (Συλλογή 2001, σ. I-207, σκέψη 32), και ETI κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 20).


19 – Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1993, C-320/90, C-321/90 και C-322/90, Telemarsicabruzzo (Συλλογή 1993, σ. I-393, σκέψη 6).


20 – Απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994, C-316/93, Vaneetveld (Συλλογή 1994, σ. I-763, σκέψη 13).


21 – Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-35/99, Arduino (Συλλογή 2002, σ. I-1529, σκέψεις 28 και 29).


22 – Βλ. υποσημείωση 18.


23 – Αυτό συμβαίνει επίσης με το αρχικό κείμενο στη γαλλική και στην ολλανδική του άρθρου 202 και της οδηγίας. Στη γαλλική απόδοση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας γίνεται αναφορά σε «toute société […] qui détient, dans le capital d'une société […] , une participation […]», ενώ το άρθρο 202, παράγραφος 2, απαιτεί «la société […] détienne dans le capital de la société […] une participation […]». Στην ολλανδική απόδοση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας γίνεται αναφορά σε «iedere vennootschap […] die een deelneming […] bezit in het kapitaal van een vennootschap», ενώ το άρθρο 202, παράγραφος 2, απαιτεί «de vennootschap […] in het kapitaal van de vennootschap […] een deelneming bezit».


24 – Απόφαση της 28ης Μαρτίου 1995, C-346/93, Kleinwort Benson (Συλλογή 1995, σ. I-615).


25 – Βλ. ειδικώς παραπέμπουσες στην απόφαση Kleinwort Benson αποφάσεις Leur-Bloem, σκέψεις 29 έως 31, και Kofisa Italia, σκέψεις 29 και 30 (αμφότερες παρατεθείσες στην υποσημείωση 18), και ETI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 16 και 22). Σε καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν ακολούθησε το Δικαστήριο την προσέγγισή του στην υπόθεση Kleinwort Benson.


26 – Βλ. σημείο 61 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση BIAO (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15).


27 – Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1994, C-130/93, Lamaire (Συλλογή 1994, σ. I-3215, σκέψη 10).


28 – Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer (Συλλογή 2002, σ.I-6325, σκέψη 32).


29 – Αν υποτεθεί –όπως λαμβάνεται ως βάση στην ανάλυση που ακολουθεί– ότι συντρέχουν τα άλλα ουσιώδη στοιχεία του κατά την οδηγία ορισμού της σχέσεως μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας, στην οποία η οδηγία έχει εφαρμογή.


30 – Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1996, C-283/94, C-291/94 και C-292/94, Denkavit (Συλλογή 1996, σ. I-5063, σκέψη 22).


31 – Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-294/99, Αθηναϊκή Ζυθοποιία (Συλλογή 2001, σ. I-6797, σκέψη 25).


32 – Όπ.π., σκέψη 5.


33 – Αιτιολογική σκέψη 2.


34 – Απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, C-194/06, Orange European Smallcap Fund (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32).


35 – Αυτή η έννοια χρησιμοποιείται στην έβδομη οδηγία για το δίκαιο των εταιριών (έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54, παράγραφος 3, [στοιχείο] ζ΄, της Συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ 1983, L 193, σ. 1)), στην οποία εισήχθη ληφθείσα από τη γερμανική νομοθεσία περί ισολογισμών ομίλων. Ένας εκπρόσωπος του UK Department of Trade, ερωτηθείς ενώπιον του UK House of Lords Select Committee αν μπορούσε να παράσχει κάποια διευκρίνιση ως προς το πώς εφαρμόζεται αυτή η έννοια στη Γερμανία, απάντησε ως εξής: «Κάναμε σημαντικές προσπάθειες, περιλαμβανομένων αποστολών με μερικούς από τους συναδέλφους μας στη Γερμανία, για να συζητήσουμε με βρετανικές εταιρίες λογιστών που ασκούν εκεί δραστηριότητες και με το Γερμανικό Ίδρυμα Φοροτεχνικών πως λειτουργεί το σύστημα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αποκτήσαμε ικανοποιητική εικόνα της καταστάσεως ή κάποια που θα ήταν χρήσιμη στο Committee. Μας ελέχθη ότι κεντρική και ενιαία διεύθυνση είναι κάτι σαν ένας ελέφαντας, υπό την έννοια ότι τον αναγνωρίζεις όταν τον δεις, αλλά δεν μπορείς να τον περιγράψεις. Νομίζω ότι ούτε αυτό αποτελεί σημαντική βοήθεια.» (House of Lords Select Committee’s 25th Report (Session 1976-77, HL Paper 118) 11-12)


36 – Βλ. ανωτέρω σημείο 6.


37 – Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε πράγματι την ίδια παρέκκλιση για να στηρίξει την άποψή της, προβάλλοντας ότι η επιλογή των κρατών μελών να αντικαθιστούν το κριτήριο της συμμετοχής στο κεφάλαιο με το κριτήριο της κατοχής δικαιωμάτων καταδεικνύει την πρόθεση του νομοθέτη να παρέχεται στο πρόσωπο που ασκεί τον ουσιαστικό έλεγχο η δυνατότητα να απολαύει, έστω και –όπως στην περίπτωση της προσφεύγουσας– προσωρινά, της προβλεπόμενης από την οδηγία απαλλαγής από τον φόρο.


38 – Απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, C-292/00, Davidoff (Συλλογή 2003, σ. I-389, σκέψη 24). Η απόφαση Davidoff αποτελεί εξαίρετο παράδειγμα αυτής της αποφάνσεως.


39 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5.


40 – Βλ. ανωτέρω σημείο 41.


41 – Βλ. σημείο 6.