Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 17ης Ιουνίου 2010 (1)

Υπόθεση C-20/09

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Πορτογαλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Παραδεκτό – Διατήρηση των αποτελεσμάτων της παραβάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Άρθρα 56 ΕΚ και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Τίτλοι δημοσίου χρέους – Προτιμησιακό φορολογικό καθεστώς»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην παρούσα υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ζητώντας του να διαπιστώσει ότι, καθιερώνοντας, στο πλαίσιο της φορολογικής τακτοποίησης, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μόνο για τους τίτλους δημοσίου χρέους που εκδίδονται αποκλειστικά από το πορτογαλικό Δημόσιο, η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΕΚ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής: Συμφωνία για τον ΕΟΧ).

II – Το νομικό πλαίσιο

2.        Το Εξαιρετικό Καθεστώς Φορολογικής Τακτοποιήσεως [περιουσιακών στοιχείων που δεν ευρίσκονται σε πορτογαλικό έδαφος στις 31 Δεκεμβρίου 2004] (Regime Excepcional de Regularização Tributária de elementos patrimoniais que não se encontrem no território português, στο εξής: ΕΚΦΤ) υιοθετήθηκε από το Κοινοβούλιο της Πορτογαλικής Δημοκρατίας με τον νόμο 39-A/2005 της 29ης Ιουλίου 2005 και δημοσιεύθηκε στην Diário da República την ίδια ημέρα (2).

3.        Το ΕΚΦΤ τέθηκε σε ισχύ προς πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής με την εφαρμογή ενός περιορισμένης διάρκειας συστήματος κινήτρων απευθυνομένου στα υποκείμενα σε φορολογία φυσικά πρόσωπα που δεν εκπλήρωναν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, προκειμένου να προβούν οικειοθελώς στην τακτοποίηση της φορολογικής τους κατάστασης όσον αφορά τη μη δήλωση, διά παραλείψεως ή ψευδούς δηλώσεως, φορολογητέων εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων ευρισκομένων στο εξωτερικό.

4.        Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, το ΕΚΦΤ εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 1 του νόμου, σε περιουσιακά στοιχεία συνιστάμενα σε καταθέσεις, καταθέσεις προθεσμίας, κινητές αξίες και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που δεν βρίσκονται στο πορτογαλικό έδαφος. Στο πλαίσιο του ΕΚΦΤ, τα περιουσιακά στοιχεία φορολογούνται με γενικό συντελεστή 5 % της αξίας τους που αναγράφεται στη δήλωση φορολογικής τακτοποίησης, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 5 του ΕΚΦΤ.

5.        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ΕΚΦΤ, ο γενικός αυτός συντελεστής 5 % μειώνεται στο μισό στην περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία είναι τίτλοι δημοσίου χρέους της Πορτογαλικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ΕΚΦΤ, ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής ισχύει και για άλλα περιουσιακά στοιχεία, εφόσον η αξία τους επενδύθηκε, μετά την εκποίησή τους, σε τίτλους δημοσίου χρέους της Πορτογαλικής Δημοκρατίας πριν από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης φορολογικής τακτοποίησης.

6.        Ωστόσο, για να εφαρμοστεί ο μειωμένος συντελεστής 2,5 % που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του ΕΚΦΤ, οι τίτλοι δημοσίου χρέους του πορτογαλικού Δημοσίου πρέπει να παραμείνουν στην κυριότητα του δηλούντος επί τρία τουλάχιστον έτη μετά την ημερομηνία υποβολής της δηλώσεως φορολογικής τακτοποίησης και ανεξάρτητα από την ημερομηνία αποκτήσεώς τους, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΕΚΦΤ. Η μη τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως διατηρήσεως των τίτλων για το ελάχιστο αυτό χρονικό διάστημα, επισύρει, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5, του ΕΚΦΤ, την καταβολή της διαφοράς σε σχέση με το ποσό που θα προέκυπτε αν εφαρμοζόταν ο γενικός συντελεστής 5 %.

7.        Το ΕΚΦΤ έπαψε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2005.

III – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

8.        Κατόπιν σχετικής καταγγελίας και ενώ το ΕΚΦΤ ήταν ακόμη σε ισχύ, η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως στην Πορτογαλική Δημοκρατία στις 19 Δεκεμβρίου 2005. Κατά το εν λόγω έγγραφο, η Επιτροπή θεωρούσε ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΕΚ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθόσον εφήρμοζε ευνοϊκότερο φορολογικό συντελεστή στην περίπτωση φορολογικής τακτοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων που ήταν επενδεδυμένα σε τίτλους δημοσίου χρέους του πορτογαλικού Δημοσίου ή προκειμένου για την αξία των περιουσιακών στοιχείων που επενδυόταν, μετά την εκποίησή τους, σε τέτοιους τίτλους σε σχέση με τον συντελεστή που ίσχυε κατά την τακτοποίηση περιουσιακών στοιχείων που δεν είχαν επενδυθεί σε τίτλους δημοσίου χρέους του πορτογαλικού Δημοσίου πριν από την ημερομηνία υποβολής της δηλώσεως φορολογικής τακτοποιήσεως.

9.        Στις 27 Φεβρουαρίου 2006, η Πορτογαλική Κυβέρνηση απάντησε στο έγγραφο οχλήσεως. Προκαταρκτικώς, η Πορτογαλική Κυβέρνηση δήλωσε ότι αμφισβητούσε τον επίκαιρο χαρακτήρα των αιτιάσεων της Επιτροπής, αφού, όπως υποστήριξε, η προβαλλόμενη παράβαση των υποχρεώσεων εκ του άρθρου 56 ΕΚ και εκ του άρθρου 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ δεν υφίστατο πλέον. Περαιτέρω, η Πορτογαλική Κυβέρνηση θεωρούσε ότι το ΕΚΦΤ δεν αντέκειτο στο κοινοτικό δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, υποστήριζε ότι η επίμαχη νομική ρύθμιση δικαιολογείτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

10.      Η Επιτροπή δεν έκρινε ικανοποιητική την απάντηση αυτή και, ως εκ τούτου, εξέδωσε την από 11 Μαΐου 2007 αιτιολογημένη γνώμη, σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ, με την οποία κάλεσε την Πορτογαλική Δημοκρατία να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 56 ΕΚ και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης.

11.      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ενέμεινε στις απόψεις που είχε αναπτύξει στην απάντησή της στο έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

12.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Ιανουαρίου 2009.

13.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, προβλέποντας, στο πλαίσιο της φορολογικής τακτοποίησης δυνάμει του νόμου 39-A/2005, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μόνο για τους τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ,

–        να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

14.      Η Πορτογαλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15.      Οι εκπρόσωποι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Μαΐου 2010.

V –    Νομική ανάλυση

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

16.      Αμυνόμενη κατά της προσφυγής, η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι αυτή είναι απαράδεκτη για δύο λόγους. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι προσφυγή λόγω παραβάσεως δεν πρέπει να κρίνεται παραδεκτή εφόσον η καταγγελλόμενη παράβαση έπαψε ικανό διάστημα πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (εν προκειμένω ενάμιση έτος και πλέον), αφού ο νόμος 39-Α/2005 έπαψε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2005. Συνεπώς, η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως στερούμενη αντικειμένου. Δεύτερον, κατά το καθού κράτος μέλος, το αντικείμενο της παραβάσεως στην οποία αναφέρεται η αιτιολογημένη γνώμη δεν συμπίπτει με το αντικείμενο της παραβάσεως που περιγράφεται στο έγγραφο οχλήσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξήγησε μόνο στην αιτιολογημένη γνώμη ότι η προβαλλόμενη παράβαση δεν συνίστατο, όπως είχε εκτεθεί στο έγγραφο οχλήσεως, στην ευνοϊκή μεταχείριση των τίτλων δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου σε σχέση με τα άλλα περιουσιακά στοιχεία, αλλά μόνο σε σχέση με τους τίτλους δημοσίου χρέους άλλων κρατών μελών.

17.      Η Επιτροπή αποκρούει όλους αυτούς τους ισχυρισμούς και υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι καθ’ όλα παραδεκτή. Όσον αφορά το αντικείμενο της προσφυγής, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι εξακολουθεί να είναι σκόπιμη η συνέχιση της διαδικασίας. Υποστηρίζει ότι, στην παρούσα υπόθεση και σε αντίθεση με τα όσα γίνονται δεκτά στη νομολογία την οποία επικαλείται η Πορτογαλική Κυβέρνηση (3), η Επιτροπή ενήργησε εγκαίρως, πράγμα που επιτρέπει στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτή την παρούσα προσφυγή a contrario. Άλλωστε, τα αποτελέσματα του ΕΚΦΤ εξακολουθούν να επέρχονται αφού τα πρόσωπα που δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν της ευνοϊκής μεταχείρισης εξακολουθούν να βρίσκονται σε δυσμενέστερη κατάσταση σε σχέση με εκείνους που μπόρεσαν να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή πρόσθεσε ότι τα αποτελέσματα του επίμαχου νόμου αποδεικνύονται από ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο έχει σχέση με την υποχρέωση, που επιβλήθηκε στους φορολογουμένους κατόχους τίτλων δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου οι οποίοι επιθυμούν να επωφεληθούν του συντελεστή (τακτοποίησης) 2,5 %, να διατηρήσουν τους εν λόγω τίτλους για διάστημα τριών ετών τουλάχιστον μετά την υποβολή της φορολογικής δηλώσεως τακτοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΕΚΦΤ. Όσον αφορά την υποτιθέμενη ασυμφωνία μεταξύ του εγγράφου οχλήσεως και της αιτιολογημένης γνώμης, η αιτίαση που περιέχεται στην αιτιολογημένη γνώμη αποτελεί απλώς διευκρίνιση της αιτιάσεως που διατυπώνεται στο έγγραφο οχλήσεως. Η εν λόγω αιτίαση περιεχόταν ήδη αναγκαστικά στο έγγραφο οχλήσεως. Επομένως, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για τροποποίηση της αιτιάσεως που διατυπώθηκε αρχικά.

2.      Εκτίμηση

 α)     Επί του δευτέρου λόγου απαραδέκτου, που στηρίζεται στην ύπαρξη ασυμφωνίας μεταξύ του εγγράφου οχλήσεως και της αιτιολογημένης γνώμης

18.      Διατυπώνω, ευθύς εξ αρχής, την εκτίμησή μου ότι ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου της προσφυγής, που προβλήθηκε από την Πορτογαλική Δημοκρατία και στηρίζεται στην ασυμφωνία μεταξύ του εγγράφου οχλήσεως και της αιτιολογημένης γνώμης, πρέπει ασφαλώς να απορριφθεί.

19.      Είναι σκόπιμο να υπενθυμίσω στο πλαίσιο αυτό τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών εγγράφων που εντάσσονται στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αιτιολογημένη γνώμη, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 226 ΕΚ, πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ. Αντιθέτως, προκειμένου περί του εγγράφου οχλήσεως, δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό κατ’ ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. Επομένως, ουδόλως απαγορεύεται η Επιτροπή να εκθέσει λεπτομερώς, στην αιτιολογημένη γνώμη, τις αιτιάσεις που προέβαλε κατά συνοπτικό τρόπο στο έγγραφο οχλήσεως (4).

20.      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, ενώ το έγγραφο οχλήσεως συνέκρινε την ευνοϊκή μεταχείριση των τίτλων δημοσίου χρέους του πορτογαλικού Δημοσίου με τη μεταχείριση όλων των άλλων περιουσιακών στοιχείων, η αιτιολογημένη γνώμη περιείχε μόνο σύγκριση των εν λόγω τίτλων με τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως άλλων κρατών μελών.

21.      Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η έννοια των περιουσιακών στοιχείων είναι γενικότερη από την έννοια των τίτλων δημοσίου χρέους την οποία αναγκαστικά συμπεριλαμβάνει. Επομένως, η αιτιολογημένη γνώμη που διατυπώθηκε στην παρούσα υπόθεση συνιστά απλώς διευκρίνιση των αιτιάσεων που εκτίθεντο στο έγγραφο οχλήσεως, ή έστω περιορισμό του αντικειμένου της παραβάσεως, καθ’ όλα θεμιτό (5). Επομένως, το αντικείμενο της παραβάσεως δεν τροποποιήθηκε στο πλαίσιο της αιτιολογημένης γνώμης αλλά απλώς εκτέθηκε με λεπτομερέστερο τρόπο, ή έστω περιορίστηκε σε εύρος, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στο σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.

 β)     Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου, που στηρίζεται στην απουσία επί του παρόντος παραβάσεως της Συνθήκης και της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ

22.      Κατά τη γνώμη μου, ο χειρισμός του πρώτου λόγου απαραδέκτου παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες και απαιτεί τη μελέτη της νομολογίας που αφορά το παραδεκτό μιας προσφυγής λόγω παραβάσεως η οποία στρέφεται κατά προσωρινής ισχύος εθνικών μέτρων. Πρόκειται για ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκα εν μέρει κατά το παρελθόν στις προτάσεις που ανέπτυξα στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας (6) και Επιτροπή κατά Γερμανίας (7).

23.      Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ, η αποστολή της Επιτροπής συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της δυνατότητας διαπιστώσεως, με σκοπό την παύση τους, ενδεχόμενων παραβάσεων των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο (8).

24.      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ και κατά τη νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (9). Όπως επεσήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Lenz στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (10), δεν υπάρχει κανένας λόγος αναγνωρίσεως της παραβάσεως της Συνθήκης από το Δικαστήριο όταν η εν λόγω παράβαση έχει ήδη εξαλειφθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που τάσσεται με την αιτιολογημένη γνώμη που εξέδωσε η Επιτροπή (11).

25.      Εννοείται ότι η λύση αυτή επιβάλλεται όταν η εξάλειψη της καταγγελλόμενης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου είναι το αποτέλεσμα των ενεργειών του εμπλεκομένου κράτους μέλους προς την κατεύθυνση συμμορφώσεως προς την αιτιολογημένη γνώμη.

26.      Έτσι, το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη προσφυγή λόγω παραβάσεως όπου καταλογιζόταν στο καθού κράτος μέλος το ότι θέσπισε διάφορα νομοθετικά μέτρα τα οποία, όπως προέκυψε μετά από σχετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, είχαν καταργηθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή στην αιτιολογημένη γνώμη της (12).

27.      Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει στην εξεταζόμενη υπόθεση. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις του ΕΚΦΤ δεν καταργήθηκαν τυπικώς και η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν ενήργησε προκειμένου να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη πριν από τη λήξη της προθεσμίας που της είχε τάξει η Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη.

28.      Δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι ο νόμος 39-Α/2005 έπαψε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2005 και, συνεπώς, αρκετά πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και ήταν η 11η Μαΐου 2007.

29.      Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ελεγχθεί αν όντως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, η καταγγελλόμενη παράβαση των άρθρων 56 ΕΚ και 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ εξακολουθούσε να παράγει αποτελέσματα.

30.      Η νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού δεν είναι ομόφωνη και ποικίλλει ανάλογα με τον τομέα για τον οποίο πρόκειται. Ορισμένες αποφάσεις απαιτούν να εξακολουθούν οι επίμαχες διατάξεις να παράγουν αποτελέσματα ενώ άλλες ουδόλως ασχολούνται με την προϋπόθεση αυτή.

31.      Μεταξύ των αποφάσεων αυτών, αξίζει να σημειωθούν οι αποφάσεις που εκδόθηκαν σε σχέση με τις ποσοστώσεις στον τομέα της αλιείας όπου κρίθηκαν παραδεκτές πολλές προσφυγές λόγω παραβάσεως, μολονότι η Επιτροπή κίνησε τις προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίες αρκετό χρόνο μετά το πέρας των επίμαχων ετησίων περιόδων αλιείας (13). Ειδικότερα, στην προπαρατεθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας, η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής λόγω παραβάσεως με βάση το ότι η εν λόγω προσφυγή αφορούσε παράβαση αντιστοιχούσα σε περιόδους αλιείας που χώρησαν προ δεκαετίας και πλέον, οπότε η συμμόρφωση της καθής δεν ήταν πλέον δυνατή (14).

32.      Απαντώντας στην επιχειρηματολογία αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση της προσφυγής, καθώς και ότι εναπόκειται σ’ αυτήν να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά ενός κράτους μέλους, ιδίως δε να επιλέξει το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του κράτους αυτού, και, τέλος, ότι η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση να τηρήσει, στο πλαίσιο του άρθρου 226 ΕΚ, ορισμένη προθεσμία για την ανάληψη της δράσεώς της (15).

33.      Επομένως, το Δικαστήριο ουδόλως εξέτασε αν η προβαλλόμενη παράβαση εξακολουθούσε να υφίσταται κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που είχε οριστεί με την αιτιολογημένη γνώμη, καίτοι το στοιχείο αυτό ήταν προφανώς η βάση στην οποία η Γαλλική Δημοκρατία στήριζε την ένστασή της περί απαραδέκτου της προσφυγής. Αντιθέτως, η συλλογιστική του Δικαστηρίου στηρίζεται αποκλειστικά στα τρία επιχειρήματα που παρατέθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων.

34.      Όμως, η συλλογιστική αυτή δεν αποτελεί ικανοποιητική απάντηση στον λόγο απαραδέκτου της Γαλλικής Δημοκρατίας που στηριζόταν ουσιαστικά στο γεγονός ότι είχε εξαλειφθεί η παράβαση που της καταλογιζόταν.

35.      Πράγματι, κατ’ αρχάς, τόσο η ανεπιφύλακτη αναγνώριση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής όσον αφορά το αν θα ασκήσει ή όχι προσφυγή λόγω παραβάσεως όσο και η απουσία οιασδήποτε υποχρέωσής της να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την εν λόγω ενέργεια ουδόλως ταυτίζονται με την προβληματική του επίκαιρου ή μη χαρακτήρα της παραβάσεως ή του αν εξακολουθούν να επέρχονται τα έννομα αποτελέσματά της στην περίπτωση που πρόκειται για στιγμιαία παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Ενώ η ύπαρξη της παρεχόμενης στην Επιτροπή διακριτικής ευχέρειας και η απουσία υποχρεώσεώς της να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την εκ μέρους της ανάληψη δράσης αντιστοιχούν σε υποκειμενικά δικαιώματα της Επιτροπής, η ύπαρξη παραβάσεως κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που ορίστηκε με την αιτιολογημένη γνώμη αποτελεί αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού η συνδρομή της οποίας πρέπει να διαπιστωθεί προκαταρκτικά από το Δικαστήριο και, ενδεχομένως, αυτεπαγγέλτως (16). Εξάλλου, η νομολογία που απαιτεί την απόδειξη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που η καταγγελλόμενη παράβαση εξαλείφθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας που οριζόταν στην αιτιολογημένη γνώμη (17) και όχι πριν απ’ αυτήν.

36.      Κατόπιν, η επίκληση από το Δικαστήριο, στη σκέψη 24 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, των αποφάσεων Επιτροπή κατά Γερμανίας (18) και Επιτροπή κατά Ιταλίας (19), προς θεμελίωση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής όσον αφορά την επιλογή του χρονικού σημείου ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως, δεν είναι κατά τη γνώμη μου εύστοχη.

37.      Στις εν λόγω παρατεθείσες από το Δικαστήριο αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας και Επιτροπή κατά Ιταλίας, οι λόγοι απαραδέκτου που είχαν προβληθεί από τα καθών κράτη μέλη διέφεραν ουσιωδώς από τους λόγους που επικαλέστηκε η Γαλλική Κυβέρνηση στην προπαρατεθείσα απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας. Στην πρώτη από τις δύο υποθέσεις, η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής ισχυριζόμενη ότι η συμμόρφωση με την αιτιολογημένη γνώμη βρισκόταν σε εξέλιξη, ότι η άσκηση της προσφυγής αντέκειτο στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ότι συνιστούσε παρεμβολή στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (20). Στη δεύτερη, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλέστηκε, ιδίως, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή κίνησε κακώς δεύτερη διαδικασία λόγω παραβάσεως η οποία περιείχε, κατ’ ουσίαν, τις ίδιες αιτιάσεις με αυτές που εξετίθεντο στην προσφυγή λόγω παραβάσεως που είχε ασκηθεί εναντίον της νωρίτερα (21). Όμως, ενώ μπορεί να γίνει κατανοητή η συλλογιστική του Δικαστηρίου που στηρίζεται στην ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής όσον αφορά την επιλογή του χρόνου ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως υπό τις περιστάσεις που μόλις περιέγραψα, η ίδια συλλογιστική δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μια κατάσταση όπου, όπως στην προπαρατεθείσα απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, ο λόγος απαραδέκτου που προβλήθηκε από το καθού κράτος αφορούσε την ύπαρξη της παραβάσεως της Συνθήκης κατά το πέρας της προθεσμίας που οριζόταν με την αιτιολογημένη γνώμη.

38.      Εκτιμώ, επομένως, ότι δεν ενδείκνυται, εν προκειμένω, να ακολουθήσει το Δικαστήριο την προεκτεθείσα θέση της νομολογίας που διαμορφώθηκε σε σχέση με τις ποσοστώσεις στον τομέα της αλιείας (22).

39.      Αντιθέτως, προτείνω στο Δικαστήριο να αντλήσει έμπνευση από τη νομολογία, πλουσιότερη κατά τα άλλα, που αναπτύχθηκε σε άλλους τομείς και κατά την οποία το Δικαστήριο εκτιμά το παραδεκτό της προσφυγής λόγω παραβάσεως εξετάζοντας αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που ορίστηκε για τη συμμόρφωση με την αιτιολογημένη γνώμη, η καταγγελλόμενη παράβαση του κοινοτικού δικαίου, η οποία προφανώς έχει εξαλειφθεί, εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα.

40.      Η νομολογία αυτή άρχισε να διαμορφώνεται στο πλαίσιο υποθέσεων στον τομέα των δημοσίων έργων. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε τις προσφυγές της Επιτροπής λόγω παραβάσεως παραδεκτές σε περιπτώσεις όπου οι συμβάσεις που καταγγελλόταν ότι είχαν συναφθεί κατά παράβαση των εφαρμοστέων διατάξεων του παραγώγου κοινοτικού δικαίου δεν είχαν εκτελεστεί πλήρως κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη και, συνεπώς, εξακολουθούσαν να παράγουν τα αποτελέσματά τους (23). Αντιθέτως, οι προσφυγές λόγω παραβάσεως κρίθηκαν απαράδεκτες στην περίπτωση που οι εν λόγω συμβάσεις είχαν εξαντλήσει όλα τα αποτελέσματά τους (24) ή όταν το εθνικό διάταγμα που επέτρεπε την ανάθεση έργων σε περιπτώσεις μη προβλεπόμενες από τις οδηγίες «περί δημοσίων έργων» είχε παύσει να παράγει «οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα» (25).

41.      Η νομολογιακή αυτή τοποθέτηση υιοθετήθηκε και σε άλλους τομείς.

42.      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αποφάσεις που μόλις παρατέθηκαν στο πλαίσιο εξετάσεως του παραδεκτού προσφυγών λόγω παραβάσεως που αφορούσαν, αφενός (26), τη μεταφορά της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (27) και, αφετέρου (28), τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (29).

43.      Πλέον προσφάτως, το Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία αυτή στην προπαρατεθείσα απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Γερμανίας η οποία αφορούσε προσβολή της ελευθερίας εγκαταστάσεως των ψυχοθεραπευτών στη Γερμανία (30).

44.      Στην εν λόγω υπόθεση, το ζήτημα ήταν αν συμβιβάζονταν με το άρθρο 43 ΕΚ εθνικές μεταβατικές διατάξεις οι οποίες επέτρεπαν μόνο στους ψυχοθεραπευτές οι οποίοι είχαν ασκήσει το επάγγελμά τους σε μια περιοχή της Γερμανίας στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους υπό καθεστώς συμβεβλημένου φυσιοθεραπευτή και δεν παρείχαν αυτή τη δυνατότητα στους ψυχοθεραπευτές που είχαν ασκήσει το επάγγελμά τους κατά την ίδια περίοδο εκτός της Γερμανίας στο πλαίσιο των ταμείων υγείας άλλου κράτους μέλους. Η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβήτησε τον επίκαιρο χαρακτήρα της καταγγελλομένης προσβολής της ελευθερίας εγκαταστάσεως καθόσον η Επιτροπή εξέδωσε την αιτιολογημένη γνώμη της πλέον των δύο ετών από της λήξεως της ισχύος των μεταβατικών διατάξεων.

45.      Αποφαινόμενο επί του λόγου αυτού απαραδέκτου, το Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι ήταν αρμόδιο να ελέγξει, σύμφωνα με τη νομολογία, αν κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη «οι επίμαχες διατάξεις συνέχιζαν να παράγουν αποτελέσματα» (31), διαπίστωσε ότι η αδυναμία των ψυχοθεραπευτών που δεν είχαν ασκήσει το επάγγελμά τους κατά την περίοδο αναφοράς στη Γερμανία να ωφεληθούν από τις επίμαχες μεταβατικές διατάξεις δεν ήταν χρονικά περιορισμένη, αλλά ήταν διαρκής και παρέμενε και κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (32). Κατά συνέπεια, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Γερμανική Κυβέρνηση, διευκρινίζοντας ότι οι επίμαχες μεταβατικές διατάξεις συνέχιζαν να παράγουν αποτελέσματα κατά την ημερομηνία που ήταν κρίσιμη για το παραδεκτό της προσφυγής λόγω παραβάσεως (33).

46.      Φρονώ ότι η νομολογία αυτή είναι συνεπής και συνάδει με τον σκοπό του άρθρου 226 ΕΚ που είναι να παράσχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με την αιτιολογημένη γνώμη και, γενικότερα, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι του κοινοτικού δικαίου κατά το πέρας της προθεσμίας που τάσσεται με την εν λόγω γνώμη (34). Ωστόσο, ένα κράτος μέλος μπορεί να επωφεληθεί της καταστάσεως αυτής μόνον εφόσον, κατά την ημερομηνία που έχει ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, έχει πράγματι τη δυνατότητα να θέσει τέλος στην καταγγελλόμενη παράβαση, καθώς και στα αποτελέσματά της, μεταβάλλοντας τη συμπεριφορά του lato sensu.

47.      Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι είναι σκόπιμο, ακολουθώντας την τάση αυτή της νομολογίας, να εξεταστεί, στην προκειμένη περίπτωση, αν το ΕΚΦΤ εξακολουθούσε να παράγει αποτελέσματα κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη.

48.      Υπενθυμίζω σχετικώς ότι η ισχύς του νόμου 39-Α/2005 έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2005 και η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη για τη συμμόρφωση με το περιεχόμενό της έληξε, αντίθετα, τον Ιούλιο του 2007.

49.      Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΕΚΦΤ, οι τίτλοι δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου τους οποίους κατείχαν Πορτογάλοι φορολογούμενοι υπαγόμενοι στο επίμαχο προτιμησιακό καθεστώς, έπρεπε να παραμείνουν στην ιδιοκτησία του δηλούντος επί τρία τουλάχιστον έτη από της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως φορολογικής τακτοποίησης και ανεξάρτητα από την ημερομηνία κτήσεώς τους, ειδάλλως ο δηλών θα υποχρεούτο να καταβάλει τη διαφορά μεταξύ του φόρου που προέκυπτε με βάση τον ευνοϊκό συντελεστή και του φόρου που προέκυπτε με βάση τον γενικό συντελεστή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του ΕΚΦΤ, η δήλωση φορολογικής τακτοποίησης έπρεπε να υποβληθεί το αργότερο στις 16 Δεκεμβρίου 2005. Κατά συνέπεια, το όφελος από την ευνοϊκή μεταχείριση δεν ήταν δυνατό να επέλθει πλήρως παρά μόνο μετά την παρέλευση των τριών ετών από της υποβολής της δηλώσεως φορολογικής τακτοποίησης, ήτοι μεταξύ του τέλους του μηνός Ιουλίου του 2008, το ενωρίτερο, και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, το αργότερο.

50.      Είναι, επομένως, σαφέστατο, ότι το ΕΚΦΤ εξακολουθούσε να παράγει αποτελέσματα τον Ιούλιο του 2007, ήτοι κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη. Άλλωστε, κατά την ημερομηνία αυτή, η Πορτογαλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να έχει την πραγματική δυνατότητα να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, επανεισάγοντας, παραδείγματος χάριν, ενιαίο συντελεστή φορολογίας για το σύνολο των τίτλων δημοσίου χρέους εκδόσεως των κρατών μελών και των κρατών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), συμβαλλομένων μερών στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ.

51.      Το ότι το ΕΚΦΤ εξακολουθούσε να παράγει αποτελέσματα μετά τη λήξη της ισχύος του νόμου 39-Α/2005 ενισχύεται, κατά τη γνώμη μου, από το γεγονός ότι οι πορτογαλικές φορολογικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τον γενικό συντελεστή 5 % στους φορολογουμένους οι οποίοι εκποίησαν τους τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου διαρκούσης της τριετίας που προβλεπόταν στο άρθρο 6, παράγραφος 4, του ΕΚΦΤ. Πράγματι, η δυνατότητα αυτή, που εξαρτάτο από την εκποίηση των εν λόγω τίτλων, επέτρεπε, κατά κάποιο τρόπο, στις πορτογαλικές φορολογικές αρχές να αίρουν, καίτοι σε περιορισμένη έκταση και περιστασιακά, τα αποτελέσματα της καταγγελλόμενης παραβάσεως μετά την 31η Δεκεμβρίου 2005, αποκαθιστώντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, την ισότητα μεταχείρισης των φορολογουμένων, αναλόγως του αν κατείχαν τίτλους του πορτογαλικού Δημοσίου ή άλλων κρατών μελών (ή των κρατών της ΕΖΕΣ, συμβαλλομένων μερών στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ). Κατά συνέπεια, η ύπαρξη και μόνον της δυνατότητας αυτής επεμβάσεως των πορτογαλικών φορολογικών αρχών ικανό διάστημα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2005, που παρέμενε παρούσα και επίκαιρη κατά τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας που είχε ταχθεί για τη συμμόρφωση με την αιτιολογημένη γνώμη ενισχύει, κατά τη γνώμη μου, την άποψη ότι τα ευνοϊκά αποτελέσματα της προτιμησιακής φορολογικής μεταχείρισης δεν είχαν επέλθει πλήρως κατά την ημερομηνία λήξεως της ισχύος του νόμου 39-Α/2005.

52.      Τέλος, δεν βρίσκω πειστικό το προβληθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επιχείρημα της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, η παράβαση που της προσάπτεται δεν καλύπτει την τριετή περίοδο κατά την οποία έπρεπε να διατηρηθούν οι τίτλοι εκδόσεως της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, καθότι η Επιτροπή περιορίστηκε να ζητήσει από την Πορτογαλική Δημοκρατία να επεκτείνει την ευνοϊκή μεταχείριση και στους κατόχους τίτλων εκδόσεως των κρατών μελών εκτός της Πορτογαλίας, ενώ η υποχρέωση διατηρήσεως των τίτλων που επιβαλλόταν στους φορολογουμένους που κατείχαν τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου συνιστούσε όχι προνόμιο αλλά δυσμενή όρο για τους εν λόγω φορολογουμένους.

53.      Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η υποχρέωση διατηρήσεως επί τριετία των εν λόγω τίτλων συνιστά πλεονέκτημα ή όχι για τους φορολογουμένους που αφορά, το επιχείρημα της Πορτογαλικής Δημοκρατίας δεν είναι κατά τη γνώμη μου λυσιτελές σε σχέση με το ζήτημα αν ο νόμος 39-Α/2005 είχε ή όχι εξαντλήσει τα αποτελέσματά του κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη εν όψει της εκτιμήσεως του αν η προσφυγή ασκείται παραδεκτώς ή όχι. Άλλωστε, η καταγγελλόμενη παράβαση αφορά τον νόμο αυτόν στο σύνολό του, χωρίς να αποκλείει το άρθρο 6, παράγραφοι 4 και 5, του ΕΚΦΤ.

54.      Περαιτέρω, υπενθυμίζω ότι η διαδικασία της προσφυγής λόγω παραβάσεως έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στη διαπίστωση παραβάσεων των υποχρεώσεων που επιβάλλει η Συνθήκη. Επομένως, δεν εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να υποχρεώσει ένα κράτος μέλος να υιοθετήσει την τάδε ή τη δείνα συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν μπορεί να ισχυρίζεται, κατά τη γνώμη μου, ότι, κινώντας εναντίον της την εν λόγω διαδικασία, η Επιτροπή τής ζήτησε μόνο να επεκτείνει την ευνοϊκή μεταχείριση που επεφύλασσε στους κατόχους τίτλων δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου και στους κατόχους τίτλων αυτού του είδους εκδόσεως των άλλων κρατών μελών. Στην προκειμένη περίπτωση, η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν μπορεί να μην αντιλήφθηκε ότι η Επιτροπή δεν ήταν δυνατό να την καλούσε μόνο να άρει την ανισότητα που καταγγέλθηκε στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας η οποία, κατ’ αυτήν, αντέκειτο στις διατάξεις της Συνθήκης. Επομένως, η Πορτογαλική Δημοκρατία είχε αρκετά ευρεία διακριτική ευχέρεια για να τροποποιήσει τη συμπεριφορά που καταγγελλόταν στην αιτιολογημένη γνώμη, ώστε να αποκαταστήσει την ισότητα μεταχειρίσεως που παραβιαζόταν, ακόμη και αφού έπαψε να ισχύει ο νόμος 39-Α/2005 και ενόσω αυτός εξακολουθούσε να παράγει αποτελέσματα (35).

55.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον λόγο απαραδέκτου που προέβαλε η Πορτογαλική Δημοκρατία και, κατά συνέπεια, να κρίνει παραδεκτή την παρούσα προσφυγή.

 γ)     Επικουρικώς, επί του αν η Επιτροπή έδρασε εγκαίρως

56.      Αν, ωστόσο, το Δικαστήριο αποφασίσει να μη συμφωνήσει με την πρότασή μου να κρίνει παραδεκτή την παρούσα προσφυγή με βάση το ότι το ΕΚΦΤ εξακολουθούσε να παράγει αποτελέσματα κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, θα χρειαστεί να αποφανθεί επί του ισχυρισμού της Επιτροπής ότι αρκεί να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή προέβη εγκαίρως σε ενέργειες για τη διαπίστωση της παραβάσεως για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή της.

57.      Η Επιτροπή επικαλείται σχετικώς, a contrario, την προπαρατεθείσα απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992, Επιτροπή κατά Ιταλίας (36), που εκδόθηκε σε σχέση με τον τομέα των δημοσίων έργων, όπου το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη μια προσφυγή λόγω παραβάσεως, ιδίως επειδή, αφενός, η Επιτροπή δεν ενήργησε εγκαίρως για να αποτρέψει, με τις διαδικασίες που είχε στη διάθεσή της, την επέλευση των αποτελεσμάτων της προσαπτομένης παραβάσεως και, αφετέρου, επειδή δεν επικαλέστηκε καν περιστάσεις που την εμπόδισαν να ολοκληρώσει, πριν παύσει να υφίσταται η παράβαση, την κατά το άρθρο 226 ΕΚ προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (37).

58.      Επομένως, η Επιτροπή ισχυρίζεται εν προκειμένω ότι, εφόσον ενήργησε εγκαίρως, πρέπει η προσφυγή της να κριθεί παραδεκτή.

59.      Ο λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι πρέπει να υιοθετηθεί η άποψη της Επιτροπής είναι ότι η κατάσταση την οποία αφορά η παρούσα υπόθεση είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν που αφορούσε το σημείο 54 των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (38).

60.      Όπως ανέφερα στο εν λόγω σημείο των ως άνω προτάσεων, το γεγονός ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως ασκήθηκε μετά τη λήξη της ισχύος ενός εθνικού μέτρου, το οποίο έχει επίσης πάψει να παράγει αποτελέσματα, δεν μπορεί να εμποδίσει το Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως που ασκήθηκε σε σχέση με το εν λόγω μέτρο, στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν είχε στην πράξη τον χρόνο να ολοκληρώσει την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία προτού παύσουν τα εν λόγω αποτελέσματα. Πράγματι, η κήρυξη της προσφυγής ως απαράδεκτης σε μία τέτοια περίπτωση θα ισοδυναμούσε με επιβράβευση του ότι η παράβαση ολοκληρώθηκε, ενόσω η Επιτροπή δεν μπορούσε να ενεργήσει πριν η παράβαση παύσει να υφίσταται και να εμποδίσει την επέλευση των αποτελεσμάτων της και τούτο, κατά μείζονα λόγο, στην περίπτωση που η Επιτροπή έπραξε ό,τι ήταν δυνατό για να ενεργήσει εγκαίρως.

61.      Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, το ΕΚΦΤ παρέμεινε σε ισχύ μόνο για πέντε μήνες περίπου και, αφετέρου, η Επιτροπή απέστειλε το έγγραφο οχλήσεως πριν από τη λήξη της ισχύος του νόμου 39-Α/2005, θα πρέπει να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι η Επιτροπή ενήργησε εγκαίρως.

62.      Όσον αφορά το πρώτο σημείο, μπορεί να υποτεθεί, θεωρητικά, ότι, όπως υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε ολοκληρώσει στο σύνολό της την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία εντός των 5 μηνών προ της λήξεως της ισχύος του νόμου 39-Α/2005.

63.      Ωστόσο, γνωρίζουμε επίσης ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει εύλογη προθεσμία στα κράτη μέλη για να απαντήσουν στο έγγραφο οχλήσεως και για να συμμορφωθούν με την αιτιολογημένη γνώμη και ότι το αν η προθεσμία αυτή είναι εύλογη πρέπει να εκτιμάται με βάση τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι βραχύτατες προθεσμίες μπορούν να δικαιολογηθούν σε ειδικές περιπτώσεις, ιδίως όταν είναι επείγον να δοθεί τέλος σε παράβαση κράτους μέλους ή όταν το οικείο κράτος μέλος έχει πλήρη επίγνωση της απόψεως της Επιτροπής πολύ πριν από την έναρξη της διαδικασίας (39).

64.      Λαμβανομένης, ωστόσο, υπόψη της περιορισμένης διάρκειας της καταλογιζομένης παραβάσεως και του ότι η Επιτροπή πληροφορήθηκε τη θέσπιση του επίμαχου νόμου μόλις τον Σεπτέμβριο του 2005, μάλλον είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι η παρούσα υπόθεση πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω νομολογίας που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ιδιαίτερα ευαίσθητων και σοβαρών υποθέσεων, όπως αυτή που αφορούσε την άρνηση των γαλλικών αρχών να θέσουν τέλος στην απαγόρευση εισαγωγής βρετανικού βοείου κρέατος (40) ή την ανάθεση σημαντικών δημοσίων έργων στο έδαφος ορισμένου κράτους μέλους (41).

65.      Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, θα παρατηρήσω ότι η κατάσταση που αφορά η παρούσα υπόθεση διαφέρει σημαντικά από την κατάσταση που αφορούσε η προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (42), όπου η Επιτροπή κίνησε την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία σχεδόν δύο έτη μετά τη λήξη της ισχύος των μεταβατικών διατάξεων (43).

66.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κριθεί παραδεκτή μόνο με βάση το ότι η Επιτροπή ενήργησε εγκαίρως.

 Επί της ουσίας

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

67.      Η Επιτροπή φρονεί ότι οι διατάξεις του ΕΚΦΤ συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ και του άρθρου 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Υποστηρίζει ότι οι υποκείμενοι στον φόρο που υπήχθησαν στο ΕΚΦΤ παροτρύνθηκαν να μη διατηρήσουν τα τακτοποιηθέντα περιουσιακά τους στοιχεία υπό άλλες μορφές εκτός από τίτλους δημοσίου χρέους του πορτογαλικού Δημοσίου. Ωστόσο, η Επιτροπή ουδόλως αμφισβητεί ότι επιτρέπεται οι τίτλοι δημοσίου χρέους να τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης, αλλά το ειδικό πρόβλημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση είναι αν μια εθνική ρύθμιση επιτρέπεται να ευνοεί τους τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους. Έτσι, η Επιτροπή φρονεί ότι η καθιέρωση χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή μόνο για τα τακτοποιούμενα περιουσιακά στοιχεία που είναι τίτλοι δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου συνιστά περιορισμό της κυκλοφορίας των κεφαλαίων που ενέχει διακρίσεις.

68.      Στηριζόμενη στην απόφαση Verkooijen (44), η Επιτροπή εκτιμά ότι η διαφορά μεταξύ του ευνοϊκού συντελεστή 2,5 % και του γενικού συντελεστή 5 % δεν δικαιολογείται με βάση κανέναν αντικειμενικό λόγο, στο μέτρο που η κατάσταση των φορολογουμένων είναι ακριβώς η ίδια. Εξάλλου, ούτε οι εκθέσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) (45) τις οποίες επικαλέστηκε η Πορτογαλική Κυβέρνηση στο υπόμνημά της αντικρούσεως ούτε η οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (46), μπορούν να δικαιολογήσουν την ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους τίτλους δημοσίου χρέους που εκδίδει το πορτογαλικό Δημόσιο.

69.      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, για την περίπτωση που η προσφυγή κριθεί παραδεκτή, ότι η ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου στο πλαίσιο του ΕΚΦΤ δικαιολογείται δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, ο αναγόμενος στο δημόσιο συμφέρον λόγος συνίσταται στην πάταξη της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.

70.      Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της, η Πορτογαλική Κυβέρνηση επικαλείται την οδηγία 2003/48. Αφού η εν λόγω οδηγία αποδέχθηκε αυτού του είδους τη διαφοροποίηση για τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδονται από το δημόσιο, η καθής θεωρεί ότι θα είχε λογικά κριθεί επίσης θεμιτό να χορηγηθεί, στο πλαίσιο της θεσπίσεως του ΕΚΦΤ, ευνοϊκό καθεστώς στους κατόχους τίτλων δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου.

71.      Περαιτέρω, κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, οι προπαρατεθείσες εκθέσεις του ΟΟΣΑ υποχρεώνουν τα κράτη μέλη, συμβαλλόμενα μέρη του εν λόγω οργανισμού, να λάβουν μέτρα ευνοούντα την οικειοθελή τακτοποίηση της καταστάσεως των φορολογουμένων οι οποίοι, τοποθετώντας κεφάλαια στην αλλοδαπή, αποκρύπτουν φορολογητέα εισοδήματα στο κράτος όπου κατοικούν.

72.      Τέλος, υπενθυμίζοντας ότι το ΕΚΦΤ αποσκοπούσε στη φορολογική τακτοποίηση περιουσιακών στοιχείων τα οποία δεν είχαν φορολογηθεί, ως όφειλαν, στην Πορτογαλία, η Πορτογαλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το επίμαχο νομικό καθεστώς είναι θεμιτό. Πράγματι, ο επίμαχος φόρος λειτούργησε στην πραγματικότητα ως «κόστος τακτοποίησης» της φορολογικής κατάστασης. Ο εν λόγω φόρος αποτέλεσε ένα είδος αποζημιώσεως για την εξάλειψη των φορολογικών υποχρεώσεων προς το πορτογαλικό Δημόσιο για τα οικεία περιουσιακά στοιχεία.

73.      Συνεπώς, η λειτουργία αυτή αποζημιώσεως δικαιολογεί, προκειμένου για τους τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου, να προβλέπεται μειωμένο κόστος, σε αντίθεση με τα ισχύοντα για τους τίτλους κάθε άλλου κράτους μέλους, αφού, στο πλαίσιο του ΕΚΦΤ, συνεκτιμήθηκαν οι φορολογικές εισπράξεις του συγκεκριμένου κράτους μέλους οι οποίες προέκυψαν από την τακτοποίηση των οικείων φορολογικών υποχρεώσεων.

2.      Εκτίμηση

 α)     Επί της υπάρξεως περιορισμού στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων

74.      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μέτρα επιβαλλόμενα από κράτος μέλος που είναι ικανά να αποθαρρύνουν τους κατοίκους του από το να συνάψουν δάνεια ή να προβούν σε επενδύσεις σε άλλα κράτη μέλη συνιστούν περιορισμούς στις κινήσεις των κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ (47).

75.      Όπως συνόψισε την κατάσταση η Επιτροπή, χωρίς να υπάρξουν αντιρρήσεις εκ μέρους της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, εν προκειμένω, οι φορολογούμενοι που είχαν τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου έτυχαν της ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ΕΚΦΤ σε σχέση με τους φορολογουμένους που είχαν τίτλους δημοσίου χρέους άλλων κρατών μελών.

76.      Πράγματι, ενώ οι τελευταίοι υποχρεούντο σε καταβολή φόρου με συντελεστή 5 % επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που αναγράφονταν στη φορολογική τους δήλωση για την τακτοποίηση εκκρεμοτήτων σύμφωνα με το ΕΚΦΤ, οι φορολογούμενοι που είχαν επενδύσει στους τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου φορολογούνταν με τον μειωμένο φορολογικό συντελεστή 2,5 %.

77.      Η εν λόγω ευνοϊκή μεταχείριση ήταν ικανή να αποθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους φορολογούμενους από το να αποκτήσουν και να διατηρήσουν τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως άλλων κρατών μελών, αφού για τους τίτλους αυτούς ίσχυε λιγότερο ευνοϊκός συντελεστής 5 % στο πλαίσιο του ΕΚΦΤ.

78.      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά αναμφισβήτητα περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ.

79.      Καθόσον η παράβαση αφορά και τη φορολογική μεταχείριση των τίτλων δημοσίου χρέους που εκδίδονται από τα κράτη μέλη της ΕΖΕΣ, που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ, ανάλογο ενδιάμεσο συμπέρασμα επιβάλλεται και προκειμένου για το άρθρο 40 της εν λόγω συμφωνίας, το νομικό περιεχόμενο του οποίου ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με αυτό του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ (48).

 β)     Επί του αν ο περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων είναι δικαιολογημένος

80.      Κατά πάγια νομολογία, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μπορεί να περιοριστεί από εθνική κανονιστική ρύθμιση μόνον αν αυτή δικαιολογείται από έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 58 ΕΚ λόγους ή από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, υπό τον όρο ότι δεν υφίσταται κοινοτικό μέτρο εναρμόνισης περιέχον τις αναγκαίες ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της προστασίας των εν λόγω συμφερόντων (49).

81.      Ελλείψει κοινοτικής εναρμόνισης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίζει σε ποιο βαθμό επιθυμεί να εξασφαλίσει την προστασία των θεμιτών αυτών συμφερόντων καθώς και με ποιο τρόπο, σεβόμενο τη Συνθήκη και, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία τα θεσπιζόμενα μέτρα πρέπει να είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην είναι περισσότερο περιοριστικά απ’ όσο χρειάζεται για να επιτευχθεί ο εν λόγω σκοπός (50).

82.      Εν προκειμένω, η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η οδηγία 2003/48 μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να δικαιολογηθεί η διαφορά μεταχείρισης μεταξύ των εμπορευσίμων χρεογράφων που εκδίδονται από δημόσια αρχή και αυτών που εκδίδονται από ιδιωτικούς φορείς.

83.      Χωρίς να είναι ανάγκη να υπεισέλθω σε λεπτομερή εξέταση των διατάξεων της οδηγίας 2003/48, δεν βρίσκω καθόλου πειστική την επιχειρηματολογία αυτή.

84.      Πράγματι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι η οδηγία περιέχει όντως τη διαφοροποίηση που επικαλείται η Πορτογαλική Κυβέρνηση, αυτό δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση τίτλων του αυτού είδους, ήτοι, εν προκειμένω, των τίτλων δημοσίου χρέους που έχουν εκδοθεί από διαφορετικά κράτη μέλη. Ωστόσο, αυτή είναι η αιτίαση που διατύπωσε η Επιτροπή, η οποία, όπως προανέφερα στο σημείο 21 των παρουσών προτάσεων, στη φάση αποστολής της αιτιολογημένης γνώμης, περιόρισε το αντικείμενο της διαφοράς στη διαφορετική φορολογική μεταχείριση εκ μέρους της Πορτογαλίας μεταξύ των τίτλων δημοσίου χρέους εκδόσεως της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και των τίτλων του αυτού είδους εκδόσεως άλλων κρατών μελών (καθώς και εκδόσεως κρατών της ΕΖΕΣ, συμβαλλομένων μερών στη Σύμβαση για τον ΕΟΧ) μη περιλαμβάνοντας στο εν λόγω αντικείμενο τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση μεταξύ των τίτλων δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου και όλων των άλλων περιουσιακών στοιχείων.

85.      Επομένως, η οδηγία 2003/48 δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τη δικαιολόγηση των περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που βρίσκονται στο επίκεντρο της παρούσης διαφοράς.

86.      Απομένει, συνεπώς, να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει στη συνέχεια η Πορτογαλική Κυβέρνηση, οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να δικαιολογηθούν με βάση την προσπάθεια για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

87.      Βεβαίως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο ως άνω σκοπός είναι δυνατό να δικαιολογήσει περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (51). Ωστόσο, θα πρέπει τουλάχιστον οι εν λόγω περιορισμοί, εν προκειμένω οι περιορισμοί που απορρέουν από την εφαρμογή του ΕΚΦΤ, να συνιστούν μέτρα αναγκαία για την πάταξη της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής αντίστοιχα (52).

88.      Δεν νομίζω ότι το ΕΚΦΤ μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί αυτή την προϋπόθεση.

89.      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ουδόλως εξήγησε ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε την αναγκαιότητα ύπαρξης διαφορετικών συντελεστών για τους τίτλους δημοσίου χρέους που εκδίδει το πορτογαλικό Δημόσιο και αυτούς που εκδίδουν άλλα κράτη μέλη προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει, ενώ οι άλλοι κανόνες του ΕΚΦΤ που ίσχυαν για τους φορολογουμένους που επιθυμούσαν να τακτοποιήσουν τη φορολογική τους κατάσταση εφαρμόζονταν ανεξάρτητα από τον τόπο όπου ήταν επενδεδυμένα τα κεφάλαια. Πράγματι, οι εξηγήσεις που στηρίζονται στο ότι η εφαρμογή διαφορετικού συντελεστή δικαιολογείται από το γεγονός ότι η «αποζημίωση» για τη φορολογική τακτοποίηση πρέπει να είναι μεγαλύτερη προκειμένου για νομιμοποιούμενα περιουσιακά στοιχεία που είναι επενδεδυμένα σε τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως άλλων κρατών μελών, συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, προσπάθεια δικαιολογήσεως ενός συνεπαγομένου περιορισμούς για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μέτρου με την επίκληση της επιδιώξεως σκοπού καθαρά οικονομικής φύσεως, ήτοι του σκοπού που συνίσταται στην αντιστάθμιση της απωλείας φορολογικών εσόδων για το κράτος μέλος. Όμως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, λόγος οικονομικής φύσεως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει μέτρο αντικείμενο στο άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ (53). Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΕΚΦΤ, κλήθηκαν όλοι οι φορολογούμενοι να τακτοποιήσουν την κατάστασή τους όσον αφορά μη καταβληθέντες φόρους στην Πορτογαλία, ουδόλως αντιλαμβάνομαι γιατί, σε περίπτωση φοροαποφυγής, έπρεπε να τύχουν της ευνοϊκής μεταχειρίσεως μόνον όσοι επένδυσαν σε τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου.

90.      Τέλος, η καθής δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να επικαλεστεί εν προκειμένω τις προαναφερθείσες στο σημείο 68 των παρουσών προτάσεων εκθέσεις του ΟΟΣΑ. Οι εκθέσεις αυτές δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να περιορίζουν τις ελευθερίες κυκλοφορίας. Επιπλέον, έχω σοβαρές αμφιβολίες για το αν τέτοιου είδους εκθέσεις, οι οποίες δεν επιβάλλουν καμία νομική υποχρέωση, θα μπορούσαν, κατά κανόνα, να επιβάλουν στα κράτη μέλη την υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

91.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ΕΚΦΤ συνιστά, κατά τη γνώμη μου, περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων του άρθρου 56 ΕΚ, ο οποίος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τους λόγους που επικαλείται η Πορτογαλική Κυβέρνηση.

92.      Το ίδιο ακριβώς συμπέρασμα επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, και όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

93.      Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη, πρώτον, ότι η εξεταζόμενη κατάσταση επηρεάζει και τους τίτλους δημοσίου χρέους που εκδίδονται από τα κράτη της ΕΖΕΣ, συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ, και, δεύτερον, ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε ειδικούς λόγους αναγόμενους στο διαφορετικό νομικό πλαίσιο για τα κράτη μέλη αφενός και για τις τρίτες χώρες αφετέρου, το οποίο υποτίθεται ότι διέπει τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων όσον αφορά την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων εντός της Κοινότητας (54), λόγους που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να δικαιολογήσουν την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση που προβλέπεται στο ΕΚΦΤ, η μεταχείριση αυτή αντίκειται και στο άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη πατάξεως της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.

94.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτή την προσφυγή λόγω παραβάσεως της Επιτροπής.

VI – Επί των δικαστικών εξόδων

95.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

96.      Εφόσον προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί την προσφυγή και λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί το καθού κράτος στα δικαστικά έξοδα, θεωρώ ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα εν λόγω έξοδα.

VII – Συμπέρασμα

97.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

–        να διαπιστώσει ότι, προβλέποντας, στο πλαίσιο της φορολογικής τακτοποίησης δυνάμει του νόμου 39-A/2005, της 29ης Ιουλίου 2005, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μόνο για τους τίτλους δημοσίου χρέους εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου, η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 ΕΚ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), και

–        να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Diário da República I, σειρά A, αριθ. 145.


3 – Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992, C-362/90, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1992, σ. I-2353).


4 – Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 1984, 74/82, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 1984, σ. 317, σκέψη 20), της 28ης Μαρτίου 1985, 274/83, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1985, σ. 1077, σκέψη 21), της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-289/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1996, σ. I-4405, σκέψη 16), και της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-358/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2003, σ. I-13145, σκέψη 29).


5 – Βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1999, σ. I-7773, σκέψη 25), και της 18ης Μαΐου 2006, C-221/04, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2006, σ. I-4515, σκέψη 33).


6 – Προτάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-237/05 (Συλλογή 2007, σ. I-8203).


7 – Προτάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C-456/05 (Συλλογή 2007, σ. I-10517).


8 – Βλ. αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. I-1025, σκέψη 23), της 2ας Ιουνίου 2005, C-394/02, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2005, σ. I-4713, σκέψεις 14 και 15), και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, C-33/04, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2005, σ. I-10629, σκέψη 65).


9 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2008, C-196/07, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 25), της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-183/05, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2007, σ. I-137, σκέψη 17), και της 13ης Απριλίου 2000, C-348/99, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2000, σ. I-2917, σκέψη 8).


10 – Προτάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992.


11 – Βλ. σημείο 11 των εν λόγω προτάσεων.


12 – Βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-439/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2002, σ. I-305, σκέψεις 15 έως 17). Επρόκειτο στην περίπτωση εκείνη για μερική μόνον έλλειψη παραδεκτού καθότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως αφορούσε δύο νομοθετικές ρυθμίσεις περιφερειών επί θεμάτων πανηγύρεων, εκθέσεων και αγορών.


13 – Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση, Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψεις 22 έως 26), αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2002, C-418/00 και C-419/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. I-3969, σκέψεις 28 έως 30), και της 21ης Ιουλίου 2005, C-149/03, Επιτροπή κατά Βελγίου. Σημειώνεται ότι στην τελευταία αυτή υπόθεση το Δικαστήριο δεν εξέτασε καν το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής λόγω παραβάσεως που ασκήθηκε σχεδόν δύο χρόνια μετά την τελευταία από τις επίμαχες περιόδους αλιείας.


14 – Βλ. σκέψη 22 της προαναφερθείσας αποφάσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας.


15 – Βλ. σκέψεις 23 έως 25 της αποφάσεως.


16 – Στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, το Δικαστήριο εξέτασε πολύ σωστά τον λόγο απαραδέκτου που στηριζόταν στην απουσία παρούσης παραβάσεως της Συνθήκης ανεξάρτητα και πριν από τον λόγο που στηριζόταν στην απουσία έννομου συμφέροντος της Επιτροπής.


17 – Βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 1970, 26/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 383, σκέψεις 2 έως 13), και σημείο 12 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Lenz στην προαναφερθείσα απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992, Επιτροπή κατά Ιταλίας.


18 – Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-317/92 (Συλλογή 1994, σ. I-2039).


19 – Απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96 (Συλλογή 1998, σ. I-3851).


20 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 2).


21 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, (σκέψεις 21 έως 31).


22 – Εν πάση περιπτώσει, αν το Δικαστήριο αποφάσιζε να εμπνευστεί από την τάση αυτή της νομολογίας στην προκειμένη περίπτωση, η προσφυγή λόγω παραβάσεως θα κρινόταν παραδεκτή, αφού δεν θα χρειαζόταν να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως μετά το πέρας της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.


23 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-328/96, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 1999, σ. I-7479, σκέψεις 42 έως 44), της 10ης Απριλίου 2003, C-20/01 και C-28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2003, σ. I-3609, σκέψεις 32 έως 37), της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-125/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψεις 12 και 13), της 4ης Οκτωβρίου 2007, C-217/06, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 21), και της 2ας Ιουνίου 2006, Επιτροπή κατά Ελλάδας, προπαρατεθείσα (σκέψεις 18 και 19).


24 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ελλάδας, (σκέψεις 29 έως 35).


25 – Βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-525/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2005, σ. I--9405, σκέψεις 15 και 16).


26 – Απόφαση της 4ης Μαΐου 2006, C-508/03, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2006, σ. I-3969, σκέψη 73) όπου το Δικαστήριο επικαλέστηκε την προπαρατεθείσα απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992, Επιτροπή κατά Ιταλίας.


27 – ΕΕ L 175, σ. 40.


28 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψεις 23 έως 26) όπου το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1992, Επιτροπή κατά Ιταλίας και της 27ης Οκτωβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας.


29 – ΕΕ L 206, σ. 7.


30 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007.


31 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007 (σκέψη 16). Το Δικαστήριο επικαλείται στη σκέψη αυτή τρεις αποφάσεις που εκδόθηκαν επί διαφορών στον τομέα της ανάθεσης δημοσίων έργων, ήτοι, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Γερμανίας, της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Γερμανίας και της 27ης Οκτωβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας.


32 – Σκέψη 18 της αποφάσεως.


33 – Σκέψη 20 της αποφάσεως.


34 – Βλ., υπέρ της απόψεως αυτής, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-1/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. I-9989, σκέψη 64).


35 – Δεν θεωρώ ότι το γεγονός ότι το διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης προσάπτει στο κράτος μέλος ότι επεφύλασσε την ευνοϊκή μεταχείριση μόνο στους κατόχους των τίτλων εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου έχει αποφασιστική σημασία. Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως, η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά έναντι των πολιτών του σε κατάσταση καθαρά εθνικού χαρακτήρα. Έτσι, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την επιλογή του Πορτογάλου νομοθέτη να εφαρμόσει συντελεστή 2,5 % υπέρ των κατόχων τίτλων εκδόσεως του πορτογαλικού Δημοσίου οι οποίοι επιθυμούσαν να τακτοποιήσουν τη φορολογική τους κατάσταση. Αντίθετα, με βάση το δεδομένο αυτό, κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να εξασφαλίσει την ίση μεταχείριση που επιβάλλουν οι διατάξεις της Συνθήκης. Αυτό ουδόλως σημαίνει ότι, για να επιτύχει τον σκοπό αυτόν και να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, το κράτος μέλος δεν μπορεί να αναιρέσει αυτό το ίδιο την αρχική επιλογή του να εφαρμόσει συντελεστή 2,5 % στους συγκεκριμένους Πορτογάλους φορολογούμενους, αν θεωρεί ότι αυτό είναι η πλέον κατάλληλη ή ρεαλιστική λύση.


36 – Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992.


37 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 31ης Μαρτίου 1992, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 12).


38 – Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007.


39 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


40 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001.


41 – Βλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-328/96, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 1999, σ. I-7479, σκέψη 54).


42 – Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007.


43 – Βλ., ιδίως, σημείο 56 των προπαρατεθεισών προτάσεών μου στην απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007.


44 – Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98 (Συλλογή 2000, σ. I-4071, σκέψεις 43 και 44).


45 – Εκθέσεις του ΟΟΣΑ, Καλύτερηπρόσβασηστατραπεζικάδεδομένα για φορολογικούς σκοπούς, 2000, σ. 19 και Καλύτερη πρόσβαση στα τραπεζικά δεδομένα για φορολογικούς σκοπούς: ενδιάμεση έκθεση, 2007, σ. 26.


46 – ΕΕ L 157, σ. 38.


47 – Αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1995, C-484/93, Svensson και Gustavsson (Συλλογή 1995, σ. I-3955, σκέψη 10), της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-439/97, Sandoz (Συλλογή 1999, σ. I-7041, σκέψη 19), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-478/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-7587, σκέψη 18).


48 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, C-521/07, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33), και της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-540/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 66).


49 – Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2002, C-367/98, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2002, σ. I-4731, σκέψη 49), και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-274/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 35).


50 – Βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2000, C-54/99, Église de scientologie (Συλλογή 2000, σ. I-1335, σκέψη 18), της 4ης Ιουνίου 2002, C-503/99, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2002, σ. I-4809, σκέψη 45), και προπαρατεθείσες αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2002, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (σκέψη 49), και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 36).


51 – Βλ. ιδίως, προκειμένου για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής, αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Βελγίου (προαναφερθείσα, σκέψη 39), της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03, Marks & Spencer (Συλλογή 2005, σ. I-10837, σκέψεις 49 και 51), και της 18ης Ιουλίου 2007, C-231/05, Oy AA (Συλλογή 2007, σ. I-6373, σκέψη 60), προκειμένου δε για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1995, C-358/93 και C-416/93, Bordessa κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-361, σκέψεις 21 και 22), της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-163/94, C-165/94 και C-250/94, Sanz de Lera κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I 4821, σκέψη 22), καθώς και της 19ης Νοεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα, σκέψη 55).


52 – Βλ., προπαρατεθείσες αποφάσεις Bordessa κ.λπ. (σκέψη 21) και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Βελγίου (σκέψη 40).


53 – Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση Verkooijen (σκέψη 48). Όσον αφορά το ότι δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθούν εθνικά μέτρα περιορίζοντα την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων με βάση την ανάγκη να αποτραπεί η απώλεια φορολογικών εσόδων, βλ., ιδίως, απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2009, C-318/07, Persche (Συλλογή 2009, σ. I-359, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


54 – Βλ., υπέρ της απόψεως αυτής, προπαρατεθείσα απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 69). Ιδίως, σε αντίθεση με τα υποστηριχθέντα από την Ιταλική Δημοκρατία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η Πορτογαλική Δημοκρατία ουδέποτε επικαλέστηκε το γεγονός ότι η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση που καθιερώθηκε με το ΕΚΦΤ υιοθετήθηκε και ήταν αναγκαία προκειμένου να αρθούν οι συνέπειες της παντελούς απουσίας συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών των κρατών μελών και των αρχών των κρατών της ΕΖΕΣ, συμβαλλομένων μερών στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ.