Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 20ής Μαΐου 2010 (1)

Υπόθεση C-70/09

Alexander Hengartner

και

Rudolf Gasser

κατά

Landesregierung Voralberg

[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου – Ελεύθεροι επαγγελματίες – Μίσθωση θηρευτικού δικαιώματος – Περιφερειακός φόρος θήρας – Ίση μεταχείριση»





I –    Εισαγωγή

1.        Στο ομόσπονδο κράτος Vorarlberg (Αυστρία) εφαρμόζονται δύο συντελεστές φόρου θήρας. Συγκεκριμένα, επί των υπηκόων τρίτων χωρών εφαρμόζεται υψηλότερος φορολογικός συντελεστής, ενώ χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής ισχύει, ιδίως, για τους πολίτες της Ένωσης και τα πρόσωπα που έχουν την κύρια κατοικία τους στην Αυστρία. Ως εκ τούτου, επί δύο Ελβετών υπηκόων, κατοίκων Ελβετίας, οι οποίοι είναι μισθωτές θηρευτικού δικαιώματος σε περιοχή αποκλειστικής ασκήσεως θήρας εφαρμόστηκε υψηλότερος φορολογικός συντελεστής από αυτόν που ισχύει για τους μισθωτές θηρευτικού δικαιώματος οι οποίοι είναι κάτοικοι Αυστρίας. Οι εν λόγω μισθωτές προσέφυγαν ενώπιον της διοικήσεως του οικείου ομόσπονδου κράτους κατά της διακριτικής αυτής μεταχειρίσεως, επικαλούμενοι τη Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η οποία έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου (στο εξής: Συμφωνία ή Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας) (2). Κατόπιν απορρίψεως του αιτήματός τους, οι δύο προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι η εφαρμογή επί αυτών λιγότερο ευνοϊκού φορολογικού συντελεστή θίγει το δικαίωμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως του οποίου απολαύουν βάσει της Συνθήκης ΕΚ. Το Verwaltungsgerichtshof (διοικητικό δικαστήριο) (Αυστρία) ζητεί να διευκρινιστεί εάν η θήρα, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ως μη μισθωτή δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –         Η Σύμβαση της Βιέννης

2.        Κατά το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης) (3), το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή της παρούσης Συμβάσεως», η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επί των συνθηκών μεταξύ κρατών.

3.        Κατά το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικός κανών ερμηνείας»:

«1.       Η συνθήκη δέον να ερμηνεύηται καλή τη πίστει, συμφώνως προς την συνήθη έννοιαν ήτις δίδεται εις τους όρους της συνθήκης, εν τω συνόλω αυτών και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της.

2.      Το σύνολον της συνθήκης, διά τους σκοπούς ερμηνείας ταύτης, εκτός του κειμένου, περιέχοντος το προοίμιον και τα παραρτήματα αυτής, περιλαμβάνει:

α)      πάσαν συμφωνίαν σχετικήν προς την συνθήκην, ήτις συνωμολογήθη μεταξύ όλων των μερών, επ’ ευκαιρία της συνάψεως της συνθήκης·

β)      παν έγγραφον, το οποίον συνετάγη υφ’ ενός ή πλειόνων μερών εν σχέσει προς την σύναψιν της συνθήκης, το οποίον εγένετο αποδεκτόν υπό των άλλων μερών ως έγγραφον σχετιζόμενον προς την συνθήκην.

[…]»

 Β –         Η Συνθήκη ΕΚ

4.        Κατά το άρθρο 43 EΚ, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Κατά το άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων.

 Γ –         Η Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

 1.     Η Συμφωνία

5.        Η Συμφωνία συνήφθη στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2002. Αποτελεί μία από τις επτά χωριστές τομεακές συμφωνίες οι οποίες διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (4).

6.        Το άρθρο 1 της Συμφωνίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Ι αυτής, ορίζει τα εξής:

«Ο στόχος της παρούσας συμφωνίας, προς όφελος των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετίας, είναι:

α)      να χορηγήσει δικαίωμα εισόδου, διαμονής, προσβάσεως σε μια μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, εγκαταστάσεως ως ανεξάρτητου επαγγελματία και το δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών·

β)      να διευκολύνει την παροχή υπηρεσιών στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών, ιδίως να απελευθερώσει την παροχή υπηρεσιών μικρής διάρκειας·

[...]»

7.        Το άρθρο 2 της Συμφωνίας, υπό τον τίτλο «Μη διάκριση», ορίζει τα εξής:

«Οι υπήκοοι ενός συμβαλλομένου μέρους που διαμένουν νομίμως στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους δεν αποτελούν αντικείμενο διάκρισης λόγω ιθαγενείας σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ.»

8.        Το άρθρο 4 της Συμφωνίας ορίζει τα εξής:

«Το δικαίωμα διαμονής και πρόσβασης σε μια οικονομική δραστηριότητα εξασφαλίζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 και σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος Ι.»

9.        Το άρθρο 5 της Συμφωνίας, υπό τον τίτλο «Παροχέας υπηρεσιών», στην παράγραφο 3 ορίζει τα εξής:

«Φυσικά πρόσωπα, υπήκοοι ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Ελβετίας, που μεταβαίνουν στην επικράτεια ενός συμβαλλομένου μέρους μόνον ως αποδέκτες υπηρεσιών απολαύουν του δικαιώματος εισόδου και διαμονής.»

10.      Κατά το άρθρο 15 της Συμφωνίας, τα παραρτήματα και πρωτόκολλα της Συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της.

11.      Το άρθρο 16 της Συμφωνίας ορίζει τα εξής:

«1.      Για να επιτευχθούν οι στόχοι που αναφέρονται στην παρούσα συμφωνία, τα μέρη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε δικαιώματα και υποχρεώσεις που ισοδυναμούν με αυτές που περιλαμβάνονται στις νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις οποίες γίνεται αναφορά να τυγχάνουν εφαρμογής στις σχέσεις τους.

2.      Δεδομένου ότι η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας εμπεριέχει έννοιες του κοινοτικού δικαίου, θα ληφθεί υπόψη η κατάλληλη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της. Η νομολογία μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας θα κοινοποιείται στην Ελβετία. Προκειμένου να επιτευχθεί καλή εφαρμογή της Συμφωνίας, η μεικτή επιτροπή θα καθορίζει, μετά από αίτηση ενός μέρους, τις επιπτώσεις της εν λόγω νομολογίας.»

 2.     Το παράρτημα Ι της Συμφωνίας

12.      Το παράρτημα Ι της Συμφωνίας, υπό τον τίτλο «Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων», αποτελείται από επτά κεφάλαια: I - Γενικές Διατάξεις, II - Μισθωτοί εργαζόμενοι, III - Ελεύθεροι επαγγελματίες, IV - Παροχή υπηρεσιών, V - Πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, VI - Αποκτήσεις ακινήτων και VII - Μεταβατικές διατάξεις και ανάπτυξη της Συμφωνίας.

13.      Το κεφάλαιο ΙΙ («Μισθωτοί εργαζόμενοι») του παραρτήματος Ι περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 9, υπό τον τίτλο «Ισότητα μεταχείρισης», το οποίο ορίζει τα εξής:

«1.      Ένας μισθωτός εργαζόμενος υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους δεν μπορεί, στην επικράτεια του άλλου συμβαλλομένου μέρους, να τυγχάνει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετικής μεταχειρίσεως από τους μισθωτούς εργαζόμενους υπηκόους της χώρας όσον αφορά τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, και την επαγγελματική επανενσωμάτωση ή την επαναπασχόληση εάν είναι άνεργος.

2.      Ο μισθωτός εργαζόμενος και τα μέλη της οικογενείας του που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος παραρτήματος έχουν τα ίδια φορολογικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα με τους μισθωτούς εργαζόμενους υπηκόους του κράτους και τα μέλη της οικογενείας τους.

[…]»

14.      Το κεφάλαιο ΙΙΙ («Ελεύθεροι επαγγελματίες») του παραρτήματος Ι περιλαμβάνει πέντε άρθρα (άρθρα 12 έως 16). Το άρθρο 12 του παραρτήματος Ι ορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως τίτλου διαμονής ως εξής:

«1.      Ο υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους που επιθυμεί να εγκατασταθεί στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους για να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα (που στο εξής καλείται ελεύθερος επαγγελματίας) λαμβάνει τίτλο διαμονής διάρκειας πέντε ετών τουλάχιστον από την ημερομηνία της χορηγήσεώς της, εφόσον αποδείξει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι έχει εγκατασταθεί ή θέλει να εγκατασταθεί για τον σκοπό αυτόν.

2.      Ο τίτλος διαμονής παρατείνεται αυτόματα για πέντε έτη τουλάχιστον, εφόσον ο ελεύθερος επαγγελματίας αποδείξει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι ασκεί μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα.

3.      Για τη χορήγηση των τίτλων διαμονής, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν από τον εργαζόμενο να προσκομίσει μόνον:

α)      το έγγραφο με την κάλυψη του οποίου εισήλθε στην επικράτεια·

β)      την απόδειξη που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

4.      Ο τίτλος διαμονής ισχύει για το σύνολο της επικράτειας του κράτους που τον χορήγησε.

5.      Οι διακοπές της διαμονής που δεν υπερβαίνουν τους έξι συνεχείς μήνες, καθώς και οι απουσίες που δικαιολογούνται για την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων δεν επηρεάζουν την ισχύ του τίτλου διαμονής.

[…]»

15.      Το άρθρο 15 («Ισότητα μεταχείρισης») του παραρτήματος Ι ορίζει τα εξής:

«1.      Ο ελεύθερος επαγγελματίας τυγχάνει στη χώρα υποδοχής, όσον αφορά την πρόσβαση σε μια μη μισθωτή δραστηριότητα και στην άσκησή της, όχι λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από αυτή των ημεδαπών.

2.      Οι διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, στους ελεύθερους επαγγελματίες που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο.»

16.      Κατά το άρθρο 23 («Αποδέκτης υπηρεσιών») του παραρτήματος Ι:

«1.      Ο αποδέκτης υπηρεσιών που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συμφωνίας δεν χρειάζεται τίτλο διαμονής για διαμονές μικρότερες ή ίσες των τριών μηνών. Για διαμονές μεγαλύτερες των τριών μηνών, ο αποδέκτης των υπηρεσιών λαμβάνει τίτλο διαμονής διάρκειας ίσης με τη διάρκεια της παροχής. Μπορεί να εξαιρεθεί από την κοινωνική βοήθεια κατά τη διάρκεια της διαμονής του.

2.      Ο τίτλος διαμονής ισχύει για το σύνολο της επικράτειας του κράτους που τον χορήγησε.»

 Δ –         Το περιφερειακό νομικό πλαίσιο

17.      Το άρθρο 2 του νόμου του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg για τη θήρα (Vorarlberger Gesetz über das Jagdwesen), ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (5), ορίζει τα εξής:

«Περιεχόμενο και άσκηση του θηρευτικού δικαιώματος

1)      Το θηρευτικό δικαίωμα αποτελεί βάση για την άσκηση κάθε θηρευτικής δραστηριότητας. Συναρτάται προς συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία και περιλαμβάνει το δικαίωμα διαχειρίσεως, θηρεύσεως και κτήσεως των θηραμάτων. [...]»

18.      Το άρθρο 20 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Μίσθωση θηρευτικού δικαιώματος

1.      Η μίσθωση θηρευτικού δικαιώματος συνάπτεται με απευθείας ανάθεση, μέσω δημοσίου πλειστηριασμού ή μέσω δημοπρασίας. Στο πλαίσιο μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος, οι κάτοχοι του οικείου θηρευτικού δικαιώματος οφείλουν να διασφαλίζουν τη σύμφωνη προς τις αρχές του άρθρου 3 άσκησή του.

[...]

6.      Η κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους πρόκειται να θεσπίσει, με την έκδοση διατάγματος, λεπτομερείς διατάξεις όσον αφορά τη διαδικασία μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος.»

19.      Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg περί επιβολής φόρου θήρας (Vorarlberger Gesetz über die Erhebung einer Jagdabgabe) (6), για την άσκηση του θηρευτικού δικαιώματος καταβάλλεται φόρος θήρας. Υπόχρεος σε φόρο είναι, βάσει του άρθρου 2 του εν λόγω νόμου, ο δικαιούχος του θηρευτικού δικαιώματος και, σε περίπτωση μεταβιβάσεως της χρήσεως αυτού σε μισθωτή, το πρόσωπο που έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του θηρευτικού δικαιώματος.

20.      Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι, σε περίπτωση μισθώσεως του θηρευτικού δικαιώματος, ο φόρος υπολογίζεται ανάλογα με το ετήσιο μίσθωμα προσαυξημένο με την αξία ενδεχόμενων παρεπόμενων παροχών που έχουν συμφωνηθεί συμβατικώς. Δαπάνες που αφορούν τη θηρευτική φύλαξη και τις ζημιές που προκαλούνται από τη θήρα και τα θηράματα δεν θεωρούνται παρεπόμενες παροχές.

21.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, ο φόρος ανέρχεται σε 15 % της φορολογικής βάσεως για πρόσωπα με κύρια κατοικία στην ημεδαπή και πολίτες της Ένωσης, καθώς και για φυσικά και νομικά πρόσωπα που εξομοιώνονται με αυτούς, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του οικείου νόμου, για όλα τα άλλα πρόσωπα ο φόρος ανέρχεται σε 35 % της φορολογικής βάσεως.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22.      Στις 8 Ιανουαρίου 2002, οι Hengartner και Gasser, Ελβετοί υπήκοοι, συνήψαν σύμβαση μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος που αφορούσε συγκεκριμένη θηρευτική περιοχή στην Αυστρία για χρονικό διάστημα έξι ετών (ήτοι από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2008).

23.      Για την άσκηση της θηρευτικής τους δραστηριότητας, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης διατηρούν ένα κυνηγετικό περίπτερο επί του εδάφους του ομόσπονδου κράτους Vorarlberg. Συναντώνται εκεί τακτικώς, και δη μία φορά εβδομαδιαίως, για να θηρεύσουν. Μισθώνουν επίσης έναν ψυκτικό θάλαμο και ένα κρεοπωλείο το οποίο προμηθεύουν με τα ζώα που σκοτώνουν. Επιπλέον, έχουν καταβάλει σε δύο πρόσωπα τα οποία είναι αρμόδια για την προστασία της οικείας θηρευτικής περιοχής αποζημίωση εξόδων και έχουν αναλάβει τις δαπάνες για την τροφή των θηραμάτων.

24.      Με απόφαση της φορολογικής αρχής του ομόσπονδου κράτους του Vorarlberg της 1ης Απριλίου 2007, επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες της κύριας δίκης φόρος θήρας ύψους 4 359,30 ευρώ, ανερχόμενος στο 35 % της οικείας φορολογικής βάσεως για τη θηρευτική περίοδο μεταξύ 1ης Απριλίου 2007 και 31ης Μαρτίου 2008. Οι προσφεύγοντες άσκησαν ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής.

25.      Με απόφασή της της 17ης Οκτωβρίου 2007, η εν λόγω φορολογική αρχή απέρριψε την ένσταση, με την αιτιολογία ότι η εφαρμογή του υψηλότερου φορολογικού συντελεστή επί των προσφευγόντων της κύριας δίκης είναι σύννομη. Επίσης, επισήμανε ότι η Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην άσκηση της θήρας και στους συνδεόμενους με αυτή φόρους.

26.      Ως εκ τούτου, οι Hengartner και Gasser προσέφυγαν ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof, επικαλούμενοι κατ’ ουσίαν την προσβολή των δικαιωμάτων τους περί ελεύθερης εγκαταστάσεως και ίσης μεταχειρίσεως. Οι προσφεύγοντες εξέθεσαν ότι η θήρα αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, όπως η αλιεία ή η γεωργία, ιδίως όταν τα θηράματα υπερβαίνουν ετησίως τα 50 ζώα και οι πωλήσεις υπερβαίνουν τον ένα τόνο κρέατος θηραμάτων. Κατά τους προσφεύγοντες, είναι συναφώς αδιάφορο εάν η οικεία δραστηριότητα είναι κερδοφόρα.

27.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι η φορολογική αρχή του ομόσπονδου κράτους του Vorarlberg θα έπρεπε να εφαρμόσει φορολογικό συντελεστή 15 %, προς αποφυγή δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγενείας η οποία απαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης.

28.      Η οικεία φορολογική αρχή αντέταξε ότι η θήρα πρέπει να θεωρηθεί ως άθλημα το οποίο δεν εξυπηρετεί τη συνεχή επίτευξη εσόδων και ότι, εν προκειμένω, η αξιοποίηση του κρέατος των θηραμάτων δεν έχει επαγγελματικό χαρακτήρα. Η αγορά ζωοτροφών για τα θηράματα και η πώληση τμήματος του κρέατος των θηραμάτων από τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης δεν αποτελούν οικονομική δραστηριότητα ασκούμενη από μη μισθωτό.

29.      Το Verwaltungsgerichtshof επισημαίνει ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 43 ΕΚ χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία της εγκαταστάσεως και της μη μισθωτής δραστηριότητας. Κατά το Verwaltungsgerichtshof, στην προκειμένη περίπτωση δεν αποκλείεται να υφίσταται μόνιμη εγκατάσταση για τουλάχιστον μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ συντρέχουν και τα στοιχεία της ελλείψεως εξαρτήσεως. Κατά συνέπεια, τίθεται το ερώτημα εάν η άσκηση του θηρευτικού δικαιώματος συνιστά οικονομική δραστηριότητα, ιδίως όταν η απόκτηση εισοδήματος δεν αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό. Εντούτοις, κρίσιμο στοιχείο θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει η πρόθεση αντλήσεως κέρδους από τον οικείο τομέα δραστηριοτήτων, οι οποίες ενδέχεται να χαρακτηρισθούν ως οικονομικές δραστηριότητες.

30.      Το αιτούν δικαστήριο, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης επί του σημείου αυτού, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον αυτού διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποτελεί η θήρα, όταν ο δικαιούμενος που την ασκεί πωλεί τα ζώα που σκοτώνει στην ημεδαπή, μη μισθωτή δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, ακόμη και στην περίπτωση που, συνολικά, με τη δραστηριότητα αυτή δεν επιδιώκεται η επίτευξη κέρδους;»

IV – Προταθείσες στο Δικαστήριο απαντήσεις

31.      Κατά τη γνώμη των προσφευγόντων της κύριας δίκης, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα είναι η εξής:

«Η θήρα αποτελεί ανεξάρτητη δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, έστω και όταν η δραστηριότητα αυτή γενικώς δεν είναι ουδόλως κερδοφόρα, ιδίως όταν ο δικαιούμενος που την ασκεί πωλεί τα ζώα που σκοτώνει στην ημεδαπή, ή όταν προβαίνει στις αναγκαίες συναφείς αγορές (επί παραδείγματι της ζωοτροφής για τα θηράματα) στην ημεδαπή, όταν ασκεί τη θήρα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 ετών τουλάχιστον (διάρκεια της συμβάσεως μισθώσεως), ή ακόμη όταν διαθέτει μόνιμη και σταθερή συναφή υποδομή σε άλλο κράτος μέλος (κυνηγετικό περίπτερο, ψυκτικό θάλαμο και εμπόρους θηραμάτων).»

32.      Η Vorarlberger Landesregierung (κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους του Vorarlberg) προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

«Έστω και όταν ο δικαιούμενος να ασκεί τη θήρα πωλεί τα ζώα που σκοτώνει στην ημεδαπή, χωρίς εντούτοις να αντλεί κέρδη, και ασκεί τη θήρα προπάντων ως ψυχαγωγική δραστηριότητα και όχι προς προσπορισμό κέρδους, η άσκηση της θήρας δεν αποτελεί μη μισθωτή δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 12 του παραρτήματος Ι της [Συμφωνίας].»

33.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«Έστω και όταν ο δικαιούμενος να ασκεί τη θήρα πωλεί τα ζώα που σκοτώνει στην ημεδαπή, χωρίς εντούτοις να αντλεί κέρδη και, βάσει των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, ασκεί τη θήρα προπάντων ως ψυχαγωγική δραστηριότητα και όχι προς προσπορισμό κέρδους, η άσκηση της θήρας δεν αποτελεί μη μισθωτή δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 12 του παραρτήματος Ι της [Συμφωνίας], σε συνδυασμό με το άρθρο 16 της εν λόγω συμφωνίας και με το άρθρο 43 ΕΚ.»

34.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι:

«Η θήρα στο πλαίσιο μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος δεν αποτελεί δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, εφόσον αυτή ασκείται για ψυχαγωγικούς σκοπούς και η πώληση των ζώων που σκότωσε ο κυνηγός έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία.»

V –    Ανάλυση

 Α –         Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 43 ΕΚ

35.      Με την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν και σε ποιο βαθμό η άσκηση θηρευτικού δικαιώματος μπορεί να αποτελεί μη μισθωτή δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, έστω και εάν η δραστηριότητα αυτή δεν αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους.

36.      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης και η Επιτροπή, στις γραπτές τους παρατηρήσεις, στηρίζονται στην ανωτέρω νομική βάση. Αντιθέτως, η Vorarlberger Landesregierung και η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι πρέπει μάλλον να γίνει ερμηνεία της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας.

37.      Είναι αναμφίβολο ότι οι Ελβετοί υπήκοοι, ως υπήκοοι τρίτης χώρας, δεν δύνανται να επικαλεστούν το άρθρο 43 ΕΚ προκειμένου να επωφεληθούν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη διάταξη αυτή, όταν πρόκειται για μια κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης (7).

38.      Δεδομένου ότι οι Hengartner και Gasser είναι Ελβετοί υπήκοοι, η περίπτωσή τους δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 43 ΕΚ. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης, ουδόλως τίθεται το ζήτημα εάν η άσκηση θηρευτικού δικαιώματος στο πλαίσιο μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος αποτελεί ή όχι δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ.

39.      Παραμένει πάντως το ερώτημα εάν το Δικαστήριο δύναται να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο άλλα λυσιτελή ερμηνευτικά στοιχεία.

40.      Κατά τη γνώμη μου, περί αυτού πρόκειται. Λαμβανομένων υπόψη των αρκούντως λεπτομερών στοιχείων που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται όχι στην ελευθερία εγκαταστάσεως στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, αλλά στα δικαιώματα των «ελευθέρων επαγγελματιών» κατά την έννοια του άρθρου 12 του παραρτήματος Ι της Συμφωνίας. Συγκεκριμένα, είναι εμφανές ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις που αφορούν τα δικαιώματα των ελευθέρων επαγγελματιών στο πλαίσιο της Συμφωνίας απαγορεύουν την επιβολή εντός ορισμένου κράτους μέλους, σε μισθωτούς ελβετικής ιθαγενείας, φόρων όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον εφαρμόζεται φορολογικός συντελεστής υψηλότερος από τον ισχύοντα για τους υπηκόους των κρατών μελών.

 Β –         Η Συμφωνία

 1.     Γενικές παρατηρήσεις επί της Συμφωνίας

41.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί πλειστάκις επί της ερμηνείας της εν λόγω συμφωνίας, ιδίως στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Grimme (8).

42.      Στην ως άνω απόφαση το Δικαστήριο τόνισε, προκαταρκτικώς, ότι η Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας υπεγράφη κατόπιν της αρνήσεως προσχωρήσεως εκ μέρους της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, στις 6 Δεκεμβρίου 1992, στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία για τον ΕΟΧ), και ότι, με την άρνησή της, η χώρα αυτή δεν δέχθηκε το σχέδιο δημιουργίας ενός ενοποιημένου οικονομικού συνόλου με ενιαία αγορά, στηριζόμενου σε κοινούς μεταξύ των μελών του κανόνες, αλλά προέκρινε τη λύση των διμερών συμφωνιών, σε συγκεκριμένους τομείς, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της (9).

43.      Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν προσχώρησε στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, οπότε η ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης περί της ως άνω αγοράς δεν μπορεί να ακολουθείται άνευ ετέρου στην περίπτωση της Συμφωνίας, εκτός εάν υφίστανται ρητές προς τούτο διατάξεις της ίδιας της Συμφωνίας (10).

44.      Υπενθυμίζεται ότι μια διεθνής συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνον βάσει του γράμματός της, αλλά και των σκοπών της. Το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης, διευκρινίζει, συναφώς, ότι οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων τους, λαμβανομένων υπόψη των συμφραζομένων και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους (11).

45.      Όσον αφορά τη Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας, επιβάλλεται επομένως να υπομνησθεί ότι πρόκειται για την ερμηνεία διεθνούς συνθήκης η οποία συνήφθη από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη αυτής με τρίτη χώρα. Ασφαλώς, υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες των οποίων δηλωθείς στόχος είναι η εφαρμογή του συνόλου των θεμελιωδών ελευθεριών σε τρίτες χώρες, ή των οποίων η προοπτική είναι απώτερη της εντάξεως στην Ένωση (12). Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τη Συμφωνία που έχει συναφθεί με την Ελβετική Συνομοσπονδία. Η εν λόγω Συμφωνία δεν αναφέρει όλες τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ελλείπει δε από αυτή η προοπτική εντάξεως. Η Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας θα πρέπει επομένως να ερμηνευθεί ως κλασική διεθνής συμφωνία, ήτοι με πιστή τήρηση του γράμματός της, όπως ορίζει η Σύμβαση της Βιέννης (13). Ως εκ τούτου, δεν παρίσταται, κατά τη γνώμη μου, δικαιολογημένη η δυναμική και τελεολογική προσέγγιση, κατά την ερμηνεία των διατάξεων της Συμφωνίας.

46.      Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι η Συμφωνία καλύπτει πλείονες τομείς του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις η κάλυψη αυτή παραμένει περιορισμένη λόγω του αποσπασματικού χαρακτήρα των διατάξεων αυτής, καθώς και λόγω του ότι περιέχει διατάξεις οι οποίες τείνουν να περιορίζουν το καθ’ ύλην ή το χρονικό πεδίο εφαρμογής της (14) ή να παρέχουν συναφείς διευκρινίσεις, και οι οποίες είναι άγνωστες στο κοινοτικό δίκαιο (15). Επιπλέον, ακόμη και εάν το άρθρο 16, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας καθιστά εφαρμοστέα τη νομολογία του Δικαστηρίου, η παραπομπή σε αυτή αφορά μόνον τη νομολογία πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 21 Ιουνίου 1999. Κατά την ίδια διάταξη, η μεταγενέστερη της υπογραφής της Συμφωνίας νομολογία θα κοινοποιείται στην Ελβετική Συνομοσπονδία και, μετά από αίτηση ενός μέρους, η μεικτή επιτροπή θα καθορίζει τις επιπτώσεις της εν λόγω νομολογίας επί της οικείας χώρας η οποία δεν ανήκει στην Ένωση.

47.      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εξεταστεί η κατάσταση που περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής.

 2.     Οι σχετικές με τα δικαιώματα των ελευθέρων επαγγελματιών διατάξεις της Συμφωνίας

48.      Οι σχετικές με τα δικαιώματα των ελευθέρων επαγγελματιών διατάξεις της Συμφωνίας έχουν συνοπτικό χαρακτήρα. Το κεφάλαιο ΙΙΙ του παραρτήματος Ι περιλαμβάνει πέντε άρθρα. Σε γενικές γραμμές, το άρθρο 12 του παραρτήματος αφορά αποκλειστικώς τις προϋποθέσεις χορηγήσεως τίτλου διαμονής οι οποίες ισχύουν για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ τα υπόλοιπα άρθρα (13 έως 16) παρέχουν απλώς και μόνον διευκρινίσεις όσον αφορά το εν λόγω δικαίωμα. Οι επίμαχες διατάξεις αφορούν μόνον τα φυσικά πρόσωπα (16).

49.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Συμφωνία περιορίζεται στην αναγνώριση σε κάθε ελεύθερο επαγγελματία δικαιώματος εισόδου και διαμονής, καθώς και του δικαιώματος να τυγχάνει στη χώρα υποδοχής, όσον αφορά την πρόσβαση σε μια μη μισθωτή δραστηριότητα και την άσκησή της, όχι λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από αυτή των ημεδαπών.

50.      Κατά συνέπεια, τα θεσπισμένα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους ελεύθερους επαγγελματίες με τη Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας καθορίζονται κατά τρόπο σαφώς στενότερο σε σχέση με την ελευθερία εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται με τη Συνθήκη ΕΚ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

51.      Τα φορολογικά ζητήματα διευκρινίζονται στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας μόνον κατά τρόπο αποσπασματικό. Ασφαλώς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του παραρτήματος Ι της Συμφωνίας παραπέμπει στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του εν λόγω παραρτήματος. Εντούτοις, τα φορολογικά ζητήματα που μνημονεύονται στο τελευταίο άρθρο συνδέονται με την κοινωνική ασφάλιση και δεν αφορούν τους φόρους που σχετίζονται με την άσκηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης (17). Οι διατάξεις του άρθρου 21 της Συμφωνίας όσον αφορά τις συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογήσεως δεν είναι ούτε αυτές λυσιτελείς για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως. Επομένως, ούτε οι σκοποί της Συμφωνίας ούτε οι σχετικές με τις προθέσεις των συμβαλλομένων μερών ενδείξεις δικαιολογούν ερμηνεία της Συμφωνίας κατά την έννοια ότι αυτή συνεπάγεται απαγόρευση των φορολογικών διακρίσεων σε βάρος των ελεύθερων επαγγελματιών, όταν πρόκειται για κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

52.      Επομένως, χωρίς να χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση να εξεταστεί το ζήτημα εάν και, ενδεχομένως, υπό ποιους όρους, η θήρα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, θεωρώ ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους ελεύθερους επαγγελματίες με τη Συμφωνία αφορούν κυρίως τις προϋποθέσεις χορηγήσεως τίτλου διαμονής, καθώς και την πρόσβαση σε μια μη μισθωτή δραστηριότητα και την άσκησή της βάσει ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, από τις διατάξεις αυτές δεν προκύπτει ότι η επιβολή επί της μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος σε θηρευτική περιοχή στην Αυστρία φόρου υπολογιζoμένου με εφαρμογή επί των υπηκόων τρίτων χωρών υψηλότερου φορολογικού συντελεστή σε σχέση με τον ισχύοντα για τους υπηκόους των κρατών μελών είναι ασύμβατη με τις διατάξεις της Συμφωνίας σχετικά με τους ελεύθερους επαγγελματίες.

53.      Επομένως, τα άρθρα 12 και 15 του παραρτήματος Ι δεν απαγορεύουν, κατά τη γνώμη μου, να τυγχάνουν οι Ελβετοί υπήκοοι διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως απ’ ό, τι οι πολίτες της Ένωσης όσον αφορά τον επίμαχο φόρο.

54.      Θα πρέπει πάντως να διακριβωθεί εάν μια τέτοια μεταχείριση αντίκειται στη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων η οποία περιλαμβάνεται στη Συμφωνία.

 3.     Η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο της Συμφωνίας

55.      Το άρθρο 2 της Συμφωνίας διακηρύσσει την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι οι υπήκοοι συμβαλλομένου μέρους που διαμένουν νομίμως στην επικράτεια άλλου συμβαλλομένου μέρους δεν αποτελούν αντικείμενο διακρίσεως λόγω ιθαγενείας σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι έως ΙΙΙ της οικείας συμφωνίας.

56.      Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι εάν το περιεχόμενο της εν λόγω απαγορεύσεως είναι ανάλογο με αυτό που προβλέπεται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ.

57.      Θεωρώ ότι το περιεχόμενο της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου, είναι σχετικό και δεν έχει την ίδια έκταση όπως αυτή την οποία λαμβάνει στο πλαίσιο των σχέσεων εντός της Ένωσης ή εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 12 ΕΚ, όπως ακριβώς και το άρθρο 4 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, απαγορεύουν κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας εντός του πεδίου εφαρμογής τους. Η Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας καθιερώνει επίσης αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων, αλλά κατά τρόπο περιοριστικό και υπό όρους.

58.      Εξάλλου, οι επτά χωριστές συμφωνίες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας έχουν σαφώς τομεακό χαρακτήρα (18). Η διαπραγμάτευση όσον αφορά τις εν λόγω συμφωνίες έλαβε χώρα ταυτοχρόνως, αλλά χωριστά. Ούτε η δομή, ούτε οι σκοποί είναι ταυτόσημοι. Μολονότι δε οι επτά αυτές συμφωνίες περιλαμβάνουν κρίσιμες όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων διατάξεις, τόσο από απόψεως του περιεχομένου τους όσο και του πεδίου εφαρμογής τους, οι εν λόγω διατάξεις δεν ταυτίζονται (19).

59.      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τη φορολόγηση της θήρας, η ισχύουσα τουλάχιστον σε δυο από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας, ήτοι στη Δημοκρατία της Αυστρίας και στην Ελβετική Συνομοσπονδία, νομοθεσία βασίζεται εμφανώς στην προσέγγιση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν έχει εφαρμογή στον τομέα αυτόν (20).

60.      Επομένως, η προβλεπόμενη στη Συμφωνία αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης, δεν αντιτίθεται, αφ’ εαυτής, στις επίμαχες διατάξεις οι οποίες προβλέπουν την επιβολή υψηλότερου φόρου σε βάρος των Ελβετών υπηκόων, όσον αφορά τη μίσθωση θηρευτικού δικαιώματος σε θηρευτική περιοχή στην Αυστρία.

 4.     Η έκταση των δικαιωμάτων των αποδεκτών υπηρεσιών στο πλαίσιο της Συμφωνίας

61.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι έγινε μνεία ενώπιον της εθνικής διοικήσεως των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η παρούσα ανάλυση, θεωρώ ότι είναι αναγκαία η εξέταση και αυτού του ζητήματος.

62.      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να ελέγξει το νομικό χαρακτηρισμό παρόμοιας καταστάσεως με την απόφαση Jägerskiöld (21). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε την παροχή δικαιώματος αλιείας και τη χορήγηση σχετικών αδειών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δραστηριότητα που συνίσταται στη διάθεση σε τρίτους, έναντι αμοιβής και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μιας υδάτινης επιφάνειας για να ασκήσουν την αλιεία αποτελεί παροχή υπηρεσιών η οποία, εάν έχει χαρακτήρα μεθοριακό, εμπίπτει στα άρθρα 59 επ. της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 49 επ. ΕΚ). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής άλλων προβλεπόμενων στη Συνθήκη ελευθεριών. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι το δικαίωμα αλιείας ή οι οικείες άδειες διαπιστώνονται με έγγραφα, τα οποία, καθεαυτά, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορίας, δεν αρκεί για να συναχθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

63.      Η νομολογία αυτή έχει, κατά τη γνώμη μου, εφαρμογή και επί της μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος.

64.      Επομένως, η δραστηριότητα που συνίσταται στη διάθεση σε τρίτους, έναντι αμοιβής και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μιας περιοχής για να ασκήσουν τη θήρα αποτελεί παροχή υπηρεσιών η οποία, εάν έχει χαρακτήρα μεθοριακό, εμπίπτει στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

65.      Εντούτοις, εν προκειμένω, οι Hengartner και Gasser δεν αποτελούν παρέχοντες, αλλά αποδέκτες υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί η ερμηνεία των ειδικών διατάξεων οι οποίες αφορούν τα δικαιώματα των αποδεκτών των προβλεπόμενων στη Συμφωνία υπηρεσιών.

66.      Δεν αμφισβητείται ότι, έστω και εάν η Συμφωνία καλύπτει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, το περιεχόμενο της δεν είναι ταυτόσημο με αυτό των αντίστοιχων διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ.

67.       Με την προπαρατεθείσα απόφαση Grimme, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Συμφωνία, κατά το άρθρο της 1, στοιχείο β΄, σκοπεί να διευκολύνει την παροχή υπηρεσιών εντός των συμβαλλομένων μερών, και ειδικότερα να απελευθερώσει την παροχή υπηρεσιών μικρής διάρκειας (22). Το Δικαστήριο προσέθεσε, πάντως, ότι το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών εντός συμβαλλομένου μέρους περιορίζεται, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμφωνίας και του άρθρου 17, στοιχείο α΄, του παραρτήματός Ι αυτής, στις 90 ημέρες πραγματικής εργασίας ανά ημερολογιακό έτος. Βάσει του άρθρου 19 του εν λόγω παραρτήματος I, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, το κράτος υποδοχής δεν μπορεί να επιβάλει σε αυτούς τους παρέχοντες υπηρεσίες όρους λιγότερους ευνοϊκούς από αυτούς που επιβάλλει στους ημεδαπούς, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I έως III της Συμφωνίας (23).

68.      Όσον αφορά τους αποδέκτες των υπηρεσιών, τα δικαιώματα που κατοχυρώνει υπέρ αυτών η Συμφωνία άπτονται κατ’ ουσίαν του δικαιώματος διαμονής. Προβλέπεται ότι οι αποδέκτες των υπηρεσιών δεν χρειάζονται τίτλο διαμονής της οποίας η διάρκεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Για διαμονές μεγαλύτερες των τριών μηνών, οι αποδέκτες των υπηρεσιών μπορούν να λάβουν τίτλο διαμονής διάρκειας ίσης με τη διάρκεια της παροχής. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το άρθρο 2 της Συμφωνίας δεν απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας, αλλά μόνον «σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ».

69.      Από κανένα στοιχείο της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας δεν προκύπτει ότι ο σκοπός της συνίσταται στη διασφάλιση ισότητας φορολογικής μεταχειρίσεως, όσον αφορά φόρους επιβαλλόμενους σε υπηρεσίες όπως η μίσθωση θηρευτικών δικαιωμάτων. Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για το εμπόριο αγαθών (24), στο πλαίσιο του εμπορίου υπηρεσιών ούτε η Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS) (25), ούτε οι Συνθήκες για την ίδρυση της Ένωσης απαγορεύουν ρητώς οιαδήποτε ενέχουσα διάκριση φορολόγηση.

70.      Ελλείψει ρητής διατάξεως η οποία να απαγορεύει κάθε φορολογική διάκριση σε βάρος υπηκόων άλλων συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας, μια τέτοια απαγόρευση μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εάν δικαιολογείται βάσει της ερμηνείας των κατοχυρωμένων με άλλες διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας δικαιωμάτων. Εντός της Ένωσης, τούτο απορρέει από τις διατάξεις για τις θεμελιώδεις ελευθερίες.

71.      Όσον αφορά τη Συμφωνία, αυτή ενδεχομένως αντιτίθεται στην επιβολή σε βάρος των αποδεκτών υπηρεσιών κατά τη λήψη του τίτλου διαμονής τους, φόρου ή υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού, των οποίων το ύψος υπερβαίνει, άνευ αντικειμενικής αιτιολογήσεως, το ποσό που καταβάλλουν υποχρεωτικώς οι ημεδαποί για τη χορήγηση δικαιολογητικών εγγράφων σε μια εν γένει παρόμοια περίπτωση. Κατά τη γνώμη μου, η επιβολή τέτοιου φόρου, ευθέως συνδεόμενου με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η Συμφωνία, ενέχει τον κίνδυνο άμεσης προσβολής των δικαιωμάτων που προβλέπει η ίδια συμφωνία υπέρ των αποδεκτών υπηρεσιών (26). Εντούτοις, ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης φόρος είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως.

72.      Ως εκ περισσού, θα προσέθετα ότι η εισαγωγή σε βάρος αλλοδαπών φυσικών προσώπων που διαμένουν νομίμως εντός της Ένωσης διακρίσεως μόνον λόγω της ιθαγενείας τους, σε περιπτώσεις οι οποίες είναι κατά τα λοιπά απολύτως παρόμοιες, ελάχιστα συμβιβάζεται, κατά τη γνώμη μου, προς το ιδανικό της ισότητας όλων των ατόμων ενώπιον του νόμου. Φρονώ ότι διακρίσεις τέτοιας φύσεως θα έπρεπε να αποκλείονται βάσει των συνταγματικών μας αξιών. Η εισαγωγή τέτοιων άμεσων διακρίσεων σε βάρος αλλοδαπών αποδεκτών υπηρεσιών θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί δικαιολογημένη σε χώρες ευρισκόμενες σε κατάσταση οικονομικής ανασφάλειας, οι οποίες πλήττονται από έλλειψη συναλλάγματος, όχι όμως εντός της Ένωσης. Ως εκ τούτου, μετά λύπης μου υποχρεούμαι να διαπιστώσω ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η επίτευξη του εν λόγω ιδανικού, όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών, δεν έχει καταστεί δυνατή.

73.      Εν κατακλείδι, οι διατάξεις της Συμφωνίας σε σχέση με τους αποδέκτες υπηρεσιών δεν απαγορεύουν τη διαφορετική μεταχείριση Ελβετού υπηκόου, ο οποίος αποτελεί αποδέκτη υπηρεσιών, όσον αφορά την επιβολή φόρου επί μισθώσεως θηρευτικού δικαιώματος, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

VI – Πρόταση

74.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Verwaltungsgerichtshof ως εξής:

«Το άρθρο 43 ΕΚ δεν έχει εφαρμογή υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

Οι διατάξεις της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999, δεν απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες συνεπάγονται, κατά την επιβολή φόρου που καταβάλλεται για την άσκηση του θηρευτικού δικαιώματος, την εφαρμογή επί των Ελβετών υπηκόων υψηλότερου φορολογικού συντελεστή σε σχέση με τον ισχύοντα για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ 2002, L 114, σ. 6.


3 – Συλλογή Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών, τόμος 1155, σ. 331.


4 – Οι επτά συμφωνίες αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, τις αεροπορικές μεταφορές, τις σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών, τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων, την αμοιβαία αναγνώριση σχετικά με την αξιολόγηση της πιστότητας, ορισμένες πτυχές που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και την επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία. Βλ. απόφαση 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη Συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, της 4ης Απριλίου 2002, για τη σύναψη επτά συμφωνιών με την Ελβετική Συνομοσπονδία (ΕΕ L 114, σ. 1).


5 – LGBL αριθ. 32/1988, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως.


6 – LGBl. αριθ. 28/2003.


7 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1992, C-147/91, Ferrer Laderer (Συλλογή 1992, σ. I-4097, σκέψη 7), και της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-230/97, Awoyemi (Συλλογή 1998, σ. I-6781, σκέψη 29).


8 – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2009, C-351/08 (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-13/08, Stamm και Hauser (Συλλογή 2008, σ. I-11087), καθώς και της 11ης Φεβρουαρίου 2010, C-541/08, Fokus Invest (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή). Οι εν λόγω υποθέσεις εκδικάσθηκαν όλες χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα.


9 – Βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Grimme, (σκέψη 27) και προπαρατεθείσα απόφαση Fokus Invest (σκέψη 27).


10 – Βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Grimme (σκέψεις 27 και 29, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


11 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 2ας Μαρτίου 1999, C-416/96, Eddline El-Yassini (Συλλογή 1999, σ. I-1209, σκέψη 47).


12 – Τέτοια συμφωνία αποτελεί η Συμφωνία για τον ΕΟΧ ή η Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας).


13 – Κατά τον Borghi, A., La libre circulation des personnes entre la Suisse et l’UE, Éditions Interuniversitaires Suisses, 2010, σ. 2, την άποψη αυτή υποστηρίζει ομόφωνα μερίδα της θεωρίας.


14 – Όσον αφορά, επί παραδείγματι, τους παρέχοντες υπηρεσίες, βλ. άρθρα 17 επ. του παραρτήματος Ι της εν λόγω Συμφωνίας.


15 – Βλ., ιδίως, τις ρήτρες απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο των επτά συμφωνιών· (βλ. υπόσημείωση 19 των παρουσών προτάσεων).


16 – Με την προπαρατεθείσα απόφαση Fokus Invest, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι σκοποί της Συμφωνίας, που προσδιορίζονται στο άρθρο 1 αυτής, τέθηκαν, κατά το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, υπέρ των υπηκόων των κρατών μελών και αυτών της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και, κατά συνέπεια, προς όφελος των φυσικών προσώπων, και ότι όλες οι κατηγορίες προσώπων, υπηκόων των κρατών μελών και Ελβετών υπηκόων, που αφορά η Συμφωνία, με την εξαίρεση των παρεχόντων υπηρεσίες και των αποδεκτών υπηρεσιών, προϋποθέτουν εκ της φύσεώς τους ότι πρόκειται για φυσικά πρόσωπα (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσες αποφάσεις Grimme, σκέψεις 33 και 34, και Fokus Invest, σκέψη 29).


17 – Το άρθρο 9, παράγραφος 2, ορίζει ότι ο μισθωτός εργαζόμενος και τα μέλη της οικογενείας του που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παραρτήματος έχουν τα ίδια φορολογικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα με τους μισθωτούς εργαζόμενους υπηκόους του κράτους και τα μέλη της οικογενείας τους. Διευκρινίζεται ότι η έννοια των «φορολογικών και κοινωνικών πλεονεκτημάτων» που περιλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο βασίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ L 257, σ. 2).


18 – Βλ. υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων.


19 – Όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο των λοιπών συμφωνιών (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων), βλ. ιδίως άρθρα 3 και 23 της Συμφωνίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές, άρθρα 1, 17, 20, 27, 28, 32, 38, 40 και 52 της Συμφωνίας σχετικά με τη σιδηροδρομική και οδική μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών, καθώς και άρθρα 3, 4 και 6 της Συμφωνίας σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις.


20 – Έτσι, η καθής της κύριας δίκης συνήψε στις γραπτές της παρατηρήσεις την απόφαση των εθνικών αρχών, της 17ης Οκτωβρίου 2007, (προαναφερθείσα στο σημείο 25 των παρουσών προτάσεων) η οποία αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής της κύριας δίκης. Με την απόφαση αυτή, οι αυστριακές αρχές αναφέρονται ιδίως στις ισχύουσες στην Ελβετία διατάξεις. Από τα οικεία στοιχεία προκύπτει εμφανώς ότι η κρίσιμη νομοθεσία εισάγει διαφορετική μεταχείριση όχι μόνον μεταξύ Ελβετών υπηκόων και αλλοδαπών, αλλά επίσης μεταξύ Ελβετών υπηκόων, βάσει του καντονίου καταγωγής τους. Ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη θεώρησαν, επομένως, ότι δεν ήταν αναγκαίο να τροποποιήσουν τις συναφείς εθνικές τους διατάξεις, οπότε η πρακτική των συμβαλλομένων μερών δεν συμβαδίζει με την προτεινόμενη από τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης ερμηνεία.


21 – Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-97/98 (Συλλογή 1999, σ. I-7319).


22 – Προπαρατεθείσα απόφαση Grimme (σκέψη 40).


23 – Ibidem (σκέψη 42).


24 – Βλ. άρθρα III:2 της GATT, 90 ΕΚ, και 14 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.


25  Βλ. απόφαση 94/800/ΕΚ, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1), με την οποία το Συμβούλιο ενέκρινε τη Συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, καθώς και τις συμφωνίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 3 της συμφωνίας αυτής, μία εκ των οποίων είναι η GATS. Το άρθρο XIV της GATS αποκλείει ορισμένα φορολογικά μέτρα από το πεδίο εφαρμογής των γενικών υποχρεώσεων που καθιερώνει η εν λόγω συμφωνία.


26 – Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί κατά τι παρόμοιας καταστάσεως στο πλαίσιο άλλης συμφωνίας, και συγκεκριμένα της προαναφερθείσας Συμφωνίας Συνδέσεως· απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου, C-242/06, Sahin (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 75), σχετικά με το ειδικό πλαίσιο ρήτρας standstill του άρθρου 13 της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της συνδέσεως.