Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 6ης Νοεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C-190/12

Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company

κατά

Dyrektor Izby Skarbowej w Bydgoszczy

[αίτηση του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Bydgoszczy (Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων –Άρθρα 56 ΕΚ, 57 ΕΚ και 58 ΕΚ – Φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων – Μερίσματα που καταβάλλονται σε οργανισμούς επενδύσεων εγκατεστημένους στο έδαφος τρίτων χωρών – Απαλλαγή»





I –    Εισαγωγή

1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Bydgoszczy (διοικητικό πρωτοδικείο Βοεβοδάτου του Bydgoszcz, Πολωνία) διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν είναι συμβατή με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων η διαφορετική φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων που καταβάλλονται σε οργανισμούς επενδύσεων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες σε σχέση με τα μερίσματα που καταβάλλονται σε οργανισμούς επενδύσεων που εδρεύουν στην Πολωνία.

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του οργανισμού επενδύσεων Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company, ο οποίος εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και του Dyrektor Izby Skarbowej w Bydgoszczy (διευθυντή της φορολογικής υπηρεσίας του Bydgoszcz), σχετικά με την άρνηση της διοικητικής αυτής αρχής να βεβαιώσει και να επιστρέψει επιπλέον ποσό το οποίο καταβλήθηκε έναντι του κατ’ αποκοπήν φόρου εταιριών των ετών 2005 και 2006 και αφορούσε φόρο επί μερισμάτων που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης από κεφαλαιουχικές εταιρίες που εδρεύουν στην Πολωνία.

3.        Ειδικότερα, ο προσφεύγων της κύριας δίκης ζήτησε τον Δεκέμβριο του 2010 από τη φορολογική αρχή την επιστροφή επιπλέον ποσού το οποίο καταβλήθηκε έναντι του κατ’ αποκοπήν φόρου εταιριών και αφορούσε φόρο επί καταβληθέντων σε αυτόν μερισμάτων που υπολογίστηκε με συντελεστή 15 % βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εισοδήματος εταιριών (ustawy o podatku dochodowym od osób prawnych), της 15ης Φεβρουαρίου 1992 (στο εξής: νόμος για τον φόρο εταιριών), σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως μεταξύ της Κυβερνήσεως της Λαϊκής Δημοκρατίας [της Πολωνίας] και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, περί αποτροπής της διπλής φορολογίας και περί αποτροπής της φοροαποφυγής (Umowy miedzy Rządem [Polskiej] Rzeczypospolitej Ludowej a Rządem Stanów Zjednoczonych Ameryki o uniknięciu podwójnego opodatkowania i zapobieżeniu uchylaniu się od opodatkowania w zakresie podatków od dochodu), η οποία υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον στις 8 Οκτωβρίου 1974 (στο εξής: Σύμβαση του 1974).

4.        Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 2ας Μαΐου 2011, επειδή, ως οργανισμός επενδύσεων που εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών, κατά το οποίο μόνο οι οργανισμοί επενδύσεων οι οποίοι ασκούν τις δραστηριότητές τους βάσει των διατάξεων του νόμου για τους οργανισμούς επενδύσεων (ustawy o funduszach inwestycyjnych), της 27ης Μαΐου 2004 (στο εξής: πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων), απαλλάσσονται από τον φόρο (2).

5.        Μετά από την επιβεβαίωση της αποφάσεως αυτής από τον Dyrektor Izby Skarbowej w Bydgoszczy στις 6 Οκτωβρίου 2011, ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

6.        Το αιτούν δικαστήριο, αφού επισημαίνει, αφενός, ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν από τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης έχουν τη μορφή «επενδύσεων χαρτοφυλακίου», δεδομένου ότι η συμμετοχή του στο κεφάλαιο των εταιριών δεν του έδινε τη δυνατότητα να ασκεί επιρροή στη διοίκηση των εν λόγω εταιριών και, αφετέρου, ότι οι πολωνικοί οργανισμοί επενδύσεων δεν τυγχάνουν, αυτομάτως, της απαλλαγής αλλά πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων, διερωτάται εάν, λόγω του στενού δεσμού μεταξύ της φορολογικής απαλλαγής και των διατάξεων του ως άνω νόμου, πρέπει να εφαρμοστεί η ελευθερία εγκαταστάσεως και όχι η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων.

7.        Εάν όμως πρέπει να εφαρμοστεί η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον συνάδει προς αυτήν το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ο ενδεχόμενος περιορισμός μπορεί να δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, δεδομένου ότι οι αναγκαίες πληροφορίες για τη χορήγηση της φορολογικής απαλλαγής, οι οποίες αφορούν το καθεστώς και τους κανόνες λειτουργίας των οργανισμών επενδύσεων, δεν εμπίπτουν στο πεδίο των μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών.

8.        Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Bydgoszczy αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εφαρμόζεται το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 63 ΣΛΕΕ) προκειμένου να εκτιμηθεί η νομιμότητα της εφαρμογής από κράτος μέλος κανόνων του εθνικού δικαίου, οι οποίοι εισάγουν διαφοροποιήσεις όσον αφορά τη νομική θέση των φορολογουμένων, καθόσον χορηγούν σε οργανισμό επενδύσεων που έχει την έδρα του εντός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο γενικής προσωπικής απαλλαγής, απαλλαγή από τον κατ’ αποκοπή φόρο εισοδήματος εταιριών για ληφθέντα μερίσματα, πλην όμως δεν προβλέπουν την απαλλαγή αυτή για οργανισμό επενδύσεων, ο οποίος έχει τη φορολογική εγκατάστασή του στις ΗΠΑ;

2)      Μπορεί η διαφορετική φορολογική μεταχείριση οργανισμών επενδύσεων που έχουν την έδρα τους σε τρίτο κράτος και οργανισμών επενδύσεων που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο σχετικά με την προσωπική απαλλαγή στον τομέα του φόρου εισοδήματος εταιριών, να θεωρηθεί δικαιολογημένη υπό το πρίσμα του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 3, ΕΚ [νυν άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, [ΣΛΕΕ,] σε συνδυασμό με το άρθρο 65, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ];»

9.        Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, η Πολωνική, η Γερμανική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι μετέχοντες στη διαδικασία, εκτός από τη Φινλανδική και την Ιταλική Κυβέρνηση, ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Σεπτεμβρίου 2013.

II – Ανάλυση

 Α-     Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος το οποίο αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων

10.      Μολονότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα γίνεται μνεία μόνο του άρθρου 56 ΕΚ, προκύπτει εντούτοις από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, όπως περιληπτικά εκτέθηκε στο σημείο 6 των παρουσών προτάσεων, ότι το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν αντί για την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων πρέπει να εφαρμοστεί η ελευθερία εγκαταστάσεως, δεδομένου του στενού συνδέσμου μεταξύ της φορολογικής απαλλαγής των μερισμάτων την οποία προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών και των όρων που προβλέπει ο πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων όσον αφορά την πρόσβαση των εν λόγω οργανισμών στην πολωνική αγορά.

11.      Ενώ ο προσφεύγων της κύριας δίκης, η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή εκτιμούν ότι όντως έχει εφαρμογή η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων (3), η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι θα ήταν πιο κρίσιμες είτε η ελευθερία εγκαταστάσεως είτε η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Υπό το πρίσμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και παραπέμποντας στην απόφαση Fidium Finanz (4), η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει την άποψη ότι, επειδή η εκ μέρους των οργανισμών επενδύσεων προσφορά μετοχών πολωνικών εταιριών αποτελεί υπηρεσία οικονομικής διαμεσολαβήσεως ή διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου ενεργητικού, οι οργανισμοί που εδρεύουν σε τρίτες χώρες θα ήταν αδύνατον να επωφεληθούν από το φορολογικό κίνητρο που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών.

12.      Κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εύλογα η εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.

13.      Συναφώς, πρέπει, κατ’ αρχάς, να ληφθεί υπόψη το αντικείμενο της επίμαχης ρυθμίσεως στην κύρια δίκη, η οποία δεν αφορά τους όρους προσβάσεως οργανισμών επενδύσεων τρίτων χωρών στην αγορά κράτους μέλους, εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Πολωνίας, αλλά διέπει τη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων των εν λόγω οργανισμών.

14.      Κατά τη γνώμη μου, η απλή αυτή διαπίστωση καθιστά ήδη δυνατό να αποκλειστεί η δυνατότητα εφαρμογής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

15.      Πράγματι, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Fidium Finanz, η οποία αφορούσε απαγόρευση εκ μέρους των γερμανικών αρχών της κατ’ επάγγελμα χορηγήσεως πιστώσεων από ελβετική εταιρία σε πελάτες εγκατεστημένους στη Γερμανία επειδή η εταιρία αυτή δεν είχε λάβει την απαιτούμενη άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, για την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (5), ο αποκλεισμός των οργανισμών επενδύσεων που εισπράττουν μερίσματα που διανέμουν πολωνικές εταιρίες από τη φορολογική απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών δεν έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της προσβάσεως των επιχειρήσεων αυτών στην πολωνική αγορά.

16.      Όσον αφορά την οριοθέτηση μεταξύ της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του άρθρου 43 ΕΚ το οποίο αφορά την πρώτη από τις ως άνω ελευθερίες όσο και του άρθρου 56 ΕΚ το οποίο αφορά τη δεύτερη (6).

17.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εφαρμογή της οποίας δεν εξαρτάται από το μέγεθος της συμμετοχής της δικαιούχου των μερισμάτων εταιρίας στη διανέμουσα εταιρία, ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του άρθρου 43 ΕΚ όσο και του άρθρου 56 ΕΚ (7).

18.      Όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των «εισερχόμενων» μερισμάτων που προέρχονται από τρίτη χώρα, δηλαδή των μερισμάτων που καταβάλλονται από εταιρία τρίτης χώρας σε πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος κράτους μέλους, το Δικαστήριο, μέχρι πολύ πρόσφατα, έκρινε ότι το πρόσωπο αυτό δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 56 ΕΚ, εφόσον από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης προέκυπτε ότι είχε μερίδα συμμετοχής που καθιστούσε δυνατή την άσκηση σημαντικής επιρροής στις αποφάσεις της οικείας εταιρίας τρίτης χώρας (8). Με άλλη διατύπωση, στο πλαίσιο αυτό είχε εφαρμογή μόνο η ελευθερία εγκαταστάσεως. Το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορούσε εντούτοις να επικαλεστεί την ελευθερία αυτή, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η Συνθήκη ΕΚ δεν προβλέπει ότι ισχύει και στις σχέσεις με υπηκόους τρίτων χωρών (9). Συνεπώς, στην πράξη, ο κάτοχος της μερίδας αυτής συμμετοχής δεν μπορούσε να επικαλεστεί κανένα από τα δύο αυτά δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας.

19.      Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου με την προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, Test Claimants in the FII Group Litigation, μετέβαλε την νομολογία αυτή. Έκρινε ότι εταιρία εγκατεστημένη σε ορισμένο κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 56 ΕΚ, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής της, έναντι εθνικής ρυθμίσεως που αφορά τη φορολογική μεταχείριση μερισμάτων προερχομένων από τρίτη χώρα, η οποία εφαρμόζεται όποιο και αν είναι το μέγεθος της μερίδας συμμετοχής. Ειδικότερα, σε μία τέτοια περίπτωση, δεν υφίσταται κίνδυνος να αντλήσει η εταιρία αυτή αθέμιτο όφελος επικαλούμενη την ελευθερία εγκαταστάσεως, δεδομένου ότι η επίμαχη φορολογική νομοθεσία δεν αφορούσε τους όρους προσβάσεως της εταιρίας στην αγορά τρίτης χώρας, αλλά μόνο τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων από επενδύσεις που πραγματοποίησε η εν λόγω εταιρία (10).

20.      Η νέα αυτή προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα ότι διασφαλίζει την πλήρη πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 56 ΕΚ σε περιπτώσεις που, κατά την μέχρι τότε νομολογία, επιχειρηματίες τρίτων χωρών, οι οποίοι, εξ ορισμού, δεν μπορούσαν να επικαλεστούν την ελευθερία εγκαταστάσεως και στις οποίες εντούτοις ο κίνδυνος καταστρατηγήσεως της ελευθερίας αυτής ήταν ανύπαρκτος, στερούνταν επίσης τη δυνατότητα επικλήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.

21.      Η κρίση του Δικαστηρίου η οποία, κατ’ ουσίαν, επαναλαμβάνεται στο σημείο 19 των παρουσών προτάσεων, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να επεκταθεί στην περίπτωση των «εξερχόμενων» μερισμάτων, δηλαδή των μερισμάτων που καταβάλλει εταιρία που εδρεύει σε κράτος μέλος στον μέτοχό της που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον η ερμηνεία του άρθρου 56 ΕΚ δεν μπορεί να καταλήξει στην άντληση αθέμιτου οφέλους από την επίκληση της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

22.      Κατά τη γνώμη μου, το ενδεχόμενο τέτοιου κινδύνου μπορεί να αποκλειστεί στην υπόθεση της κύριας δίκης. Πράγματι, πέρα από το, ήδη αναφερθέν, γεγονός ότι οι κρίσιμες διατάξεις του νόμου για τον φόρο εταιριών δεν αφορούν τους όρους προσβάσεως αλλοδαπών επιχειρηματιών στην πολωνική αγορά αλλά τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης πραγματοποίησε, κατά τις δύο επίμαχες φορολογικές χρήσεις, μόνο επένδυση καλούμενη «χαρτοφυλακίου», προφανώς κατώτερη του 10 % του μετοχικού κεφαλαίου των πολωνικών εταιριών που διένειμαν τα μερίσματα, η οποία δεν του δίνει τη δυνατότητα ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο των πολωνικών εταιριών των οποίων κατέχει μερίδια συμμετοχής (11).

23.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το άρθρο 56 ΕΚ έχει την έννοια ότι είναι δυνατή η επίκληση της διατάξεως αυτής έναντι της εφαρμογής φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία δεν τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εταιρίες εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα.

 Β-     Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος το οποίο αφορά το συμβατό της διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων

1.      Επί του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων

24.      Στα μέτρα που απαγορεύονται από το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ ως περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων συγκαταλέγονται εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους αλλοδαπής από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κράτος μέλος (12). Η απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ αφορά σαφώς και τους περιορισμούς στην κυκλοφορία κεφαλαίων που προέρχονται από τρίτες χώρες.

25.      Εν προκειμένω, κατά τον νόμο για τον φόρο εταιριών, ο οποίος έχει εφαρμογή ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης όπως ίσχυε το 2005 και το 2006 και ως τον Ιανουάριο 2011, τα διανεμόμενα μερίσματα από ημεδαπή εταιρία σε αλλοδαπό οργανισμό επενδύσεων που εδρεύει σε τρίτη χώρα, υπέκειντο, κατ’ αρχήν, σε συντελεστή φόρου 19 %, παρακρατούμενου στην πηγή, πλην της περιπτώσεως εφαρμογής διαφορετικού συντελεστή δυνάμει συμβάσεως αποτροπής διπλής φορολογίας, ενώ τα μερίσματα αυτά απαλλάσσονταν στην περίπτωση που καταβάλλονταν σε εγχώριο οργανισμό επενδύσεων, εφόσον αυτός πληρούσε επίσης τις προϋποθέσεις που όριζε ο πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων.

26.      Η ίδια διαφορετική μεταχείριση επιφυλασσόταν επίσης στους οργανισμούς επενδύσεων που ήταν εγκατεστημένοι σε άλλα, πλην της Δημοκρατίας της Πολωνίας, κράτη μέλη, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε ήδη, ο Πολωνός νομοθέτης επεξέτεινε την απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου στην πηγή επί των μερισμάτων που καταβάλλονται σε οργανισμούς επενδύσεων εγκατεστημένους σε κράτη μέλη της Ένωσης και άλλα κράτη μέρη της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), συγκρίσιμους προς τους οργανισμούς που διέπει ο πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων, μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2011, με την προσθήκη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εταιριών σημείου 10a, κατόπιν διαδικασίας λόγω παραβάσεως που κίνησε η Επιτροπή.

27.      Κατά συνέπεια, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, μόνο οι οργανισμοί επενδύσεων που ήταν εγκατεστημένοι στην Πολωνία και ασκούσαν τη δραστηριότητά τους κατά τρόπο σύμφωνο προς τον πολωνικό νόμο για τους οργανισμούς επενδύσεων απαλλάσσονταν από τον φόρο, ενώ οι αλλοδαποί οργανισμοί επενδύσεων αποκλείονταν συστηματικά, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως που αυτοί ετύγχαναν μειώσεως του συντελεστή φόρου για τα μερίσματα κατ’ εφαρμογή συμβάσεως αποτροπής διπλής φορολογίας, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης.

28.      Με άλλη διατύπωση, μόνο τα μερίσματα που καταβάλλονταν σε πολωνικούς οργανισμούς επενδύσεων μπορούσαν να τύχουν της προβλεπόμενης από τον νόμο για τον φόρο εταιριών απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου στην πηγή.

29.      Μια τέτοια διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση των οργανισμών επενδύσεων όσον αφορά τα μερίσματα, βάσει, κυρίως, του τόπου της έδρας τους, μπορεί να αποτρέψει, αφενός, τους αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων από το να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε εταιρίες εδρεύουσες στην Πολωνία και, αφετέρου, τους επενδυτές στο εν λόγω κράτος μέλος από το να αποκτήσουν μερίδια σε αλλοδαπούς οργανισμούς επενδύσεων (13).

30.      Κατά συνέπεια, τέτοια φορολογική νομοθεσία συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ο οποίος, κατ’ αρχήν, προσκρούει στο άρθρο 56 ΕΚ.

31.      Εντούτοις, ο ως άνω περιορισμός θα μπορούσε να γίνει δεκτός στο δίκαιο της Ένωσης εάν η διαφορετική μεταχείριση στην οποία στηρίζεται αφορά καταστάσεις που δεν είναι από αντικειμενικής απόψεως συγκρίσιμες (14), πράγμα το οποίο υποστήριξαν εξάλλου ορισμένες από τις κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση.

32.      Η άποψη των κυβερνήσεων αυτών, οι οποίες υποστηρίζουν ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω καταστάσεις συγκρίσιμες από αντικειμενικής απόψεως, στηρίζεται στο επιχείρημα ότι οι οργανισμοί επενδύσεων τρίτων χωρών δεν υπόκεινται στις κανονιστικές ρυθμίσεις για την ίδρυση και λειτουργία ευρωπαϊκών οργανισμών επενδύσεων, ήτοι ειδικότερα στην οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (15), οι απαιτήσεις της οποίας επαναλαμβάνονται, κατ’ ουσίαν, στον πολωνικό νόμο για τους οργανισμούς επενδύσεων από την τήρηση του οποίου εξαρτάται η χορήγηση της απαλλαγής που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών.

33.      Φρονώ ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα για διάφορους λόγους.

34.      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η εκτίμηση του αν οι καταστάσεις είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους από αντικειμενικής απόψεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη μόνο των κριτηρίων διακρίσεως που θεσπίζει η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση (16).

35.      Εν προκειμένω, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, επρόκειτο, πρωτίστως, για το κριτήριο της έδρας δεδομένου ότι κανένας μη εγκατεστημένος στην Πολωνία οργανισμός επενδύσεων δεν μπορούσε να τύχει της απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή φόρου επί των διανεμόμενων μερισμάτων την οποία προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών.

36.      Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των κυβερνήσεων, η οποία εκτέθηκε στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, στηρίζεται στην εσφαλμένη βάση ότι η μόνη απαίτηση από την οποία εξαρτιόταν η χορήγηση της προβλεπόμενης από τον νόμο για τον φόρο εταιριών απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου στην πηγή ήταν η εκπλήρωση των όρων που προέβλεπε ο πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία των εν λόγω οργανισμών. Πράγματι, η απαίτηση αυτή εφαρμοζόταν, εν τέλει, μόνο επικουρικώς αποκλειστικά έναντι των οργανισμών επενδύσεων που ήταν εγκατεστημένοι στην Πολωνία.

37.      Δεύτερον, κατά τη γνώμη μου είναι ομοίως εσφαλμένη η σύγκριση καταστάσεων που αφορούν δύο διασυνοριακές περιπτώσεις, προκειμένου να εκτιμηθεί η από αντικειμενικής απόψεως δυνατότητα συγκρίσεως, όπως πράττει το αιτούν δικαστήριο το οποίο αναφέρεται στα ερωτήματά του στο καθεστώς των «οργανισμών επενδύσεων που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και όπως υποστηρίζουν οι περισσότερες κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση.

38.      Ειδικότερα, η προσέγγιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το κύριο κριτήριο διακρίσεως που προέβλεπε ο νόμος για τον φόρο εταιριών, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ήτοι, εν τέλει, να εδρεύει ο οργανισμός επενδύσεων στην Πολωνία.

39.      Τρίτον, όσον αφορά το κύριο κριτήριο του τόπου της έδρας το οποίο θεσπίζει ο νόμος για τον φόρο εταιριών, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, με την προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., ότι διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ των ημεδαπών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), οι οποίοι τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής για τα μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως που εισπράττουν, και των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες), που υποβάλλονται σε παρακράτηση φόρου στην πηγή για τα ως άνω μερίσματα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κρίσιμη εν προκειμένω διαφορά των καταστάσεων (17).

40.      Βεβαίως, το συμπέρασμα αυτό προέκυψε κατόπιν εξετάσεως του ζητήματος εάν, προκειμένου να εκτιμηθεί η από αντικειμενικής απόψεως δυνατότητα συγκρίσεως των καταστάσεων, έπρεπε να συνεκτιμηθεί μαζί με την κατάσταση των εν λόγω οργανισμών ως φορέων συλλογικών επενδύσεων και η κατάσταση των μεριδιούχων ΟΣΕΚΑ.

41.      Εντούτοις, το Δικαστήριο απέκλεισε ακριβώς τη συνεκτίμηση της φορολογικής καταστάσεως των μεριδιούχων για να εκτιμηθεί κατά πόσον η επίμαχη φορολογική νομοθεσία εισήγε δυσμενή διάκριση, λόγω του κριτηρίου διακρίσεως που προέβλεπε, ήτοι του τόπου της έδρας των ΟΣΕΚΑ (18).

42.      Όπως όμως έχω ήδη αναφέρει επανειλημμένα, ο τόπος της έδρας του οργανισμού επενδύσεων είναι το κύριο κριτήριο που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης. Συνεπώς, η κατάσταση αυτή, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να εξομοιωθεί με την περίπτωση που αφορούσε η γαλλική νομοθετική ρύθμιση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ.

43.      Εξάλλου, το πλήρως εμπεριστατωμένο σκεπτικό που αφορά την από αντικειμενικής απόψεως δυνατότητα συγκρίσεως των καταστάσεων των ημεδαπών και αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ, συμπεριλαμβανομένων των ΟΣΕΚΑ τρίτων χωρών, το οποίο εκτίθεται στις σκέψεις 24 έως 44 της εν λόγω αποφάσεως, δεν αφήνει ως προς τη δυνατότητα αυτή συγκρίσεως την παραμικρή αμφιβολία η οποία να μπορεί να θεμελιωθεί στον γενικής φύσεως λόγο ότι οι δραστηριότητες των οργανισμών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες διέπονται από διαφορετικές ρυθμίσεις σε σχέση με τις εφαρμοζόμενες για τους ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της Ένωσης.

44.      Εν τέλει, από τη σκέψη 42 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. προκύπτει ότι αυτή επιβεβαιώνει και όσον αφορά τους οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες (εκτός του ΕΟΧ) την ήδη πάγια νομολογία κατά την οποία, στην περίπτωση που κράτος μέλος ασκεί τη φορολογική του εξουσία ως προς τα μερίσματα που διανέμονται σε εταιρίες εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες μέρη στη Συμφωνία ΕΟΧ, η κατάσταση των αλλοδαπών δικαιούχων των μερισμάτων αυτών είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση των ημεδαπών όσον αφορά τον κίνδυνο διπλής ή αλλεπάλληλης φορολογίας των διανεμόμενων από ημεδαπές εταιρίες μερισμάτων (19).

45.      Όπως υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το σκεπτικό αυτό, όσον αφορά την από αντικειμενικής απόψεως δυνατότητα συγκρίσεως, πρέπει να γίνει δεκτό και στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, η προβαλλόμενη διαφορά του νομοθετικού πλαισίου που εφαρμόζεται στους πολωνικούς οργανισμούς επενδύσεων σε σχέση με τους εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες οργανισμούς επενδύσεων, μπορεί να συνεκτιμηθεί πληρέστερα στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων γενικού συμφέροντος που ενδέχεται να δικαιολογούν τον φορολογικής φύσεως περιορισμό.

46.      Τέλος, τέταρτον, πρέπει να επισημανθεί ότι ουδόλως προβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας το επιχείρημα ότι η εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως του 1974 καθιστούσε δυνατή, σε όλες τις περιπτώσεις, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, την αντιστάθμιση της διαφορετικής μεταχειρίσεως η οποία προκύπτει λόγω της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου για τον φόρο εταιριών ή των διατάξεων της ως άνω Συμβάσεως κατά τις οποίες μειώνεται ο συντελεστής του παρακρατούμενου στην πηγή φόρου (20).

47.      Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως ο νόμος για τον φόρο εταιριών, κατά την οποία κύριο κριτήριο διακρίσεως το οποίο καθορίζει αν θα εισπραχθεί ή όχι φόρος παρακρατούμενος στην πηγή επί των μερισμάτων που διανέμουν πολωνικές εταιρίες σε οργανισμούς επενδύσεων αποτελεί ο τόπος της έδρας των εν λόγω οργανισμών, η κατάσταση των οργανισμών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες είναι από αντικειμενικής απόψεως συγκρίσιμη με την κατάσταση των οργανισμών επενδύσεων που εδρεύουν στο πολωνικό έδαφος.

48.      Συνεπώς, απομένει να εξακριβωθεί αν, όπως υποστήριξαν η Πολωνική, η Γερμανική, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η διαφορετική μεταχείριση εμπίπτει στη καλούμενη ρήτρα «standstill», που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ή δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

2.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ

49.      Υπενθυμίζω ότι με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο ούτε επικαλείται το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ ούτε αναφέρεται σε αυτό και ότι ο λόγος αυτός και μόνο έχει οδηγήσει ορισμένες φορές το Δικαστήριο να μην περιλάβει στην απάντησή του εκτιμήσεις σχετικά με την ερμηνεία της διατάξεως αυτής (21).

50.      Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ αποτέλεσε αντικείμενο γραπτών παρατηρήσεων εκ μέρους της Πολωνικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής καθώς και προφορικής συζητήσεως μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματος της δεύτερης.

51.      Μολονότι, για λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω, κατά τη γνώμη μου το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση –και, άρα, εν τέλει ορθώς το αιτούν δικαστήριο δεν έκανε μνεία της διατάξεως αυτής στην αίτησή του–, φρονώ εντούτοις ότι σκέψεις σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ είναι χρήσιμες, ιδιαιτέρως επειδή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ορισμένες κυβερνήσεις, υιοθετώντας την άποψη της Πολωνικής Κυβερνήσεως, υποστήριξαν, αντιθέτως προς την Επιτροπή, ότι ο νόμος για τον φόρο εταιριών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι μπορούν να διατηρηθούν οι περιορισμοί που προβλέπει ο νόμος αυτός έναντι τρίτων χωρών.

52.      Ωστόσο, ως γνωστόν, το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ επιτρέπει, υπό τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό και παρά την απαγόρευση των περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών που προβλέπει το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, τη διατήρηση των περιορισμών που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού δικαίου, εφόσον οι συγκεκριμένες κινήσεις κεφαλαίων αφορούν «άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση, παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές».

53.      Ως εκ τούτου, προκειμένου να εμπίπτει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει όχι μόνο να έχει εφαρμογή ως προς τρίτη χώρα, πράγμα που δεν αμφισβητείται όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά και να πληροί τόσο το χρονικό όσο και το καθ’ ύλην κριτήριο που προβλέπει το άρθρο αυτό.

54.      Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, με την εξαίρεση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, οι μετέχοντες στη διαδικασία που εξέφρασαν άποψη ως προς το σημείο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συμφωνούν ότι το κριτήριο αυτό πληρούται εν προκειμένω. Η παρακράτηση φόρου στην πηγή στην οποία υποβλήθηκαν τα μερίσματα που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης εφαρμογής του νόμου για τον φόρο εταιριών, ο οποίος ανάγεται στις 15 Φεβρουαρίου 1992, και της Συμβάσεως του 1974, κειμένων συνεπώς προγενέστερων της 31ης Δεκεμβρίου 1993.

55.      Μολονότι εναπόκειται κατ’ αρχήν στον εθνικό δικαστή να καθορίσει το περιεχόμενο της νομοθεσίας που ισχύει σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο προσδιοριζόμενο από το δίκαιο της Ένωσης (22), όπως επισήμαναν με τις παρατηρήσεις τους ο προσφεύγων της κύριας δίκης και η Επιτροπή, πρέπει εντούτοις να υπομνησθεί ότι η απαλλαγή που προβλέπεται υπέρ των πολωνικών οργανισμών επενδύσεων θεσπίστηκε το 1997 (23).

56.      Ομολογουμένως, η τροποποίηση αυτή του νόμου για τον φόρο εταιριών δεν έθεσε εν αμφιβόλω τη φορολόγηση των μερισμάτων που καταβάλλονται σε οργανισμούς επενδύσεων εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες.

57.      Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πριν την 31η Δεκεμβρίου 1993 ίσχυε «περιορισμός», κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ μετά από την ημερομηνία αυτή. Πράγματι, την 31η Δεκεμβρίου 1993, τα μερίσματα που κατέβαλλαν πολωνικές εταιρίες σε αλλοδαπές οντότητες θα αποτελούσαν αντικείμενο είτε ίδιας παρακρατήσεως φόρου στην πηγή όπως και τα καταβαλλόμενα μερίσματα σε οντότητες εγκατεστημένες στην Πολωνία είτε μειωμένου συντελεστή φόρου, κατ’ εφαρμογή συμβάσεως αποτροπής διπλής φορολογίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και του οικείου κράτους. Επομένως, προβλέποντας διαφορετική φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων που καταβάλλουν οι πολωνικές εταιρίες ανάλογα με το αν οι δικαιούχοι τους εδρεύουν ή όχι στην Πολωνία, η τροποποίηση του νόμου για τον φόρο εταιριών το 1997 μετέβαλε ουσιωδώς το φορολογικό καθεστώς που ίσχυε την 31η Δεκεμβρίου 1993. Συνεπώς, η τροποποίηση αυτή διαπνέεται από διαφορετική, κατά την έννοια της νομολογίας (24), λογική από εκείνη του προγενέστερου δικαίου που ίσχυε την 31η Δεκεμβρίου 1993, δεδομένου ότι προβλέπει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πολωνικών και των μη πολωνικών οντοτήτων η οποία δεν ήταν γνωστή κατά το παρελθόν, απαλλάσσοντας τις πρώτες από την παρακράτηση φόρου στην πηγή και από τις διοικητικές διαδικασίες που σχετίζονται με την είσπραξη κατ’ αποκοπή φόρου εισοδήματος εταιριών επί των μερισμάτων που τους διανέμονται. Κατά τη γνώμη μου, η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελεί νομοθεσία ισχύουσα την 31η Δεκεμβρίου 1993.

58.      Η διαπίστωση αυτή αρκεί προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ στην υπό κρίση υπόθεση.

59.      Εν πάση περιπτώσει όμως φρονώ ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση δεν πληροί την καθ’ ύλην προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ήτοι ότι οι συγκεκριμένες κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να αφορούν «άμεσες επενδύσεις» ή «παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών».

60.      Η Συνθήκη δεν ορίζει την έννοια των άμεσων επενδύσεων αλλά ούτε και την έννοια των κινήσεων κεφαλαίων.

61.      Αντιμέτωπο με τη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο έχει, μέχρι τούδε, συστηματικά στηριχθεί, για την ερμηνεία τόσο του άρθρου 56 ΕΚ όσο και του άρθρου 57 ΕΚ, στους ορισμούς της ονοματολογίας του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της [Σ]υνθήκης [ΕΟΚ] (άρθρο που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ) (25) και στις συναφείς επεξηγηματικές σημειώσεις (26).

62.      Οι άμεσες επενδύσεις εμπίπτουν στο σημείο I της εν λόγω ονοματολογίας και περιλαμβάνουν, κατά το τμήμα 2, τη «[σ]υμμετοχή σε νέες [ή] υφιστάμενες επιχειρήσεις με σκοπό τη δημιουργία ή τη διατήρηση σταθερών οικονομικών δεσμών». Κατά τις επεξηγηματικές σημειώσεις, ως άμεσες επενδύσεις νοούνται «[οι] επενδύσεις πάσης φύσεως […] οι οποίες χρησιμεύουν για τη δημιουργία ή διατήρηση σταθερών και άμεσων σχέσεων ανάμεσα στον παρακοινωνό και τον επικεφαλής της επιχείρησης ή την επιχείρηση για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας». Οι επεξηγηματικές σημειώσεις διευκρινίζουν επίσης, όσον αφορά το τμήμα 2 του εν λόγω σημείου I, το οποίο εφαρμόζεται στις κατά μετοχές εταιρίες, ότι υφίσταται «συμμετοχή με χαρακτήρα άμεσων επενδύσεων, εφόσον το πακέτο των μετοχών που βρίσκεται στην κατοχή […] οιουδήποτε […] κατόχου [του] δίνει […] τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση της εν λόγω εταιρείας ή τον έλεγχό της».

63.      Το Δικαστήριο διακρίνει επί τη βάσει αυτών ακριβώς των ορισμών μεταξύ των κινήσεων κεφαλαίων τις λεγόμενες «άμεσες» επενδύσεις που έχουν τη μορφή συμμετοχής σε επιχείρηση διά της κατοχής μετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση και τον έλεγχό της και τις επενδύσεις «χαρτοφυλακίου» που έχουν τη μορφή αποκτήσεως τίτλων στην αγορά κεφαλαίων επιχειρούμενης με μοναδική πρόθεση την πραγματοποίηση τοποθετήσεως χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως (27).

64.      Μολονότι και οι δύο μορφές επενδύσεων εμπίπτουν στην έννοια των κινήσεων κεφαλαίων, εντούτοις μόνο οι «άμεσες επενδύσεις», συμπεριλαμβανομένης της καταβολής των μερισμάτων που αυτές αποφέρουν (28), καλύπτονται από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

65.      Θα μπορούσε, ως εκ τούτου, ιδίως για λόγους ασφάλειας δικαίου, να εξεταστεί το ενδεχόμενο χαράξεως γενικής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών επενδύσεων.

66.      Αυτό το εγχείρημα θα ήταν όμως μάταιο, δεδομένου ότι εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως.

67.      Ομολογουμένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο νόμος για τον φόρο εταιριών εφαρμόζεται αδιακρίτως ως προς την καταβολή μερισμάτων από τις πολωνικές εταιρίες ανεξαρτήτως του μεγέθους της μερίδας συμμετοχής σε αυτές (29). Δεν αμφισβητείται όμως ότι επίμαχη είναι μόνο η φορολόγηση στην πηγή της αποδόσεως των συμμετοχών, οι οποίες, όπως τις περιγράφει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, αντιστοιχούν μόνο σε επενδύσεις καλούμενες «χαρτοφυλακίου».

68.      Δεν είναι δυνατή, συνεπώς, η επίκληση του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ στην υπόθεση της κύριας δίκης.

69.      Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τα δύο πρόσθετα επιχειρήματα που προέβαλε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία άντλησε, αφενός, από την ευρύτερη έννοια των «άμεσων επενδύσεων» την οποία κατά την ως άνω κυβέρνηση δέχθηκε το Δικαστήριο στη σκέψη 21 της αποφάσεως VBV – Vorsorgekasse (30) και, αφετέρου, από το γεγονός ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης κινήσεις κεφαλαίων αφορούν, εάν δεν αποτελούν «άμεσες επενδύσεις», «την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», την οποία επίσης προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

70.      Ως προς το πρώτο σημείο, πρέπει να επισημανθεί ότι η προπαρατεθείσα απόφαση VBV – Vorsorgekasse, η οποία αφορούσε μόνο την ερμηνεία του άρθρου 63 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 56 ΕΚ), αντικείμενο είχε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία περιόριζε την κτήση από υπήκοο κράτους μέλους μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου με έδρα σε άλλο κράτος μέλος και όχι, όπως η υπόθεση της κύριας δίκης, τη φορολόγηση μερισμάτων που καταβάλλει σε αλλοδαπό οργανισμό επενδύσεων εταιρία που εδρεύει σε κράτος μέλος. Ομολογουμένως, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 21 της αποφάσεως αυτής, ότι η κτήση αυτή μεριδίων συνιστούσε «άμεση επένδυση» και, κατά συνέπεια, κίνηση κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 63 ΣΛΕΕ. Παρέπεμψε εντούτοις, ομολογουμένως όχι χωρίς αμφισημία, στο σημείο IV της ονοματολογίας του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361, το οποίο τιτλοφορείται «Πράξεις επί μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων», και όχι στο σημείο I της εν λόγω ονοματολογίας που αφορά τις «άμεσες επενδύσεις», καθώς και σε σκέψεις δύο προηγούμενων αποφάσεων (31) οι οποίες αφορούσαν την ερμηνεία του εν λόγω σημείου I και υπενθύμιζαν ότι η άμεση επένδυση χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση και τον έλεγχο εταιρίας.

71.      Φρονώ, επομένως, ότι πρόθεση του Δικαστηρίου στη σκέψη 21 της προπαρατεθείσας αποφάσεως VBV – Vorsorgekasse δεν ήταν να διακρίνει μεταξύ των άμεσων επενδύσεων και των επενδύσεων χαρτοφυλακίου ή να διευρύνει το περιεχόμενο της πρώτης έννοιας, αλλά το πολύ να διευκρινίσει ότι η κτήση μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου αποτελούσε επένδυση που εμπίπτει στις «κινήσεις κεφαλαίων» κατά την έννοια του άρθρου 63 ΣΛΕΕ και της ονοματολογίας του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361.

72.      Κατά τα λοιπά, μολονότι είναι ανεκτές ορισμένες «διακυμάνσεις» στη χρήση των όρων με τους οποίους προσδιορίζονται οι διάφορες κατηγορίες κινήσεων κεφαλαίων που εμπίπτουν στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ λόγω του ευρύτατου πεδίου εφαρμογής του, εντούτοις, αυτό δεν μπορεί να ισχύει για τις «άμεσες επενδύσεις» που απαριθμούνται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ), το οποίο, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από ιδιαιτέρως ευρεία ελευθερία που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, χρήζει στενής ερμηνείας (32).

73.      Το δεύτερο επιχείρημα που προέβαλε η Πολωνική Κυβέρνηση είναι ότι, στην περίπτωση που δεν θεωρηθούν σχετικές με «άμεσες επενδύσεις», οι κινήσεις κεφαλαίων που αποτελούν αντικείμενο του περιορισμού που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών συνεπάγονται την «παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», ήτοι των υπηρεσιών που προσφέρει ο οργανισμός επενδύσεων στους μεριδιούχους του.

74.      Επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι ούτε η Συνθήκη ΕΚ ούτε η νομολογία ούτε η ονοματολογία του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361 δίνουν ορισμό της «παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», ενώ οι επεξηγηματικές σημειώσεις της τελευταίας περιορίζονται στην απαρίθμηση ορισμένων χρηματοπιστωτικών πράξεων, όπως οι πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και οι καταθέσεις, τα χρηματοδοτικά δάνεια και πιστώσεις, οι μεταφορές σε εκτέλεση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, καθώς και στη μνεία των «χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» που εμπίπτουν στην εν λόγω οδηγία, όπως οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρίες, οι εταιρίες επενδύσεων και άλλα παρόμοια ιδρύματα. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, βάσιμα μπορεί να υποτεθεί ότι οι υπηρεσίες αυτές αφορούν υπηρεσίες που παρέχουν τα εν λόγω ιδρύματα στους πελάτες τους.

75.      Ακολούθως, βάσει του γράμματος του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής περιλαμβάνει μόνο τις καταστάσεις που εμπίπτουν στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων οι οποίες συνεπάγονται παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και όχι αντιθέτως την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που συνεπάγεται κινήσεις κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το κύριο αντικείμενο των εθνικών μέτρων που εμπίπτουν στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ είναι οι κινήσεις κεφαλαίων και όχι η παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Άλλως, τα μέτρα αυτά θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Πλην όμως, υπενθυμίζω ότι η ισχύς των διατάξεων αυτών δεν επεκτείνεται στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες.

76.      Τέλος, το πιο ευαίσθητο ίσως ζήτημα είναι ο προσδιορισμός της φύσεως του συνδέσμου που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των οικείων κινήσεων κεφαλαίων και της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ περιλαμβάνει κάθε περιορισμό κινήσεων κεφαλαίων ως προς τις τρίτες χώρες συνδεόμενο με παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την ένταξη σε αυτό του συνόλου σχεδόν των χρηματοπιστωτικών πράξεων ή πρέπει η διάταξη αυτή να ερμηνευθεί στενότερα;

77.      Κατά την άποψη μου, η δεύτερη επιλογή είναι προτιμότερη για δύο λόγους. Αφενός, το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ αφορά, κατά το γράμμα του, τις κινήσεις κεφαλαίων στην περίπτωση που «αφορούν» (33), δηλαδή συνεπάγονται, την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αφετέρου, η στενή ερμηνεία της επιφυλάξεως που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ καθιστά επίσης δυνατή τη διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της erga omnes ελευθερίας που κατοχυρώνει το άρθρο 56 ΕΚ.

78.      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι αντικείμενο του νόμου για τον φόρο εταιριών είναι η φορολόγηση των μερισμάτων που εισπράττονται από οργανισμούς επενδύσεων με έδρα σε τρίτες χώρες, χωρίς, ως προς το σημείο αυτό, η σχέση μεταξύ του οικείου οργανισμού και των μεριδιούχων του να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ως προς τη φορολογητέα βάση ή τον συντελεστή του φόρου. Συνεπώς, το εθνικό μέτρο δεν αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων που συνδέονται με παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών εκ μέρους του οργανισμού επενδύσεων προς τους μεριδιούχους του, είτε αυτοί κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους είτε κατοικούν στο έδαφος τρίτης χώρας. Εξάλλου, αυτή καθαυτή, η συμμετοχή οργανισμού επενδύσεων τρίτης χώρας στο κεφάλαιο εταιριών κράτους μέλους δεν συνεπάγεται παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

79.      Εκτιμώ συνεπώς ότι οι συγκεκριμένες κινήσεις κεφαλαίων, δηλαδή η κτήση εκ μέρους του οργανισμού επενδύσεων μερίδας συμμετοχής στο κεφάλαιο πολωνικών εταιριών που του έχουν καταβάλει μερίσματα τα οποία φορολογήθηκαν σύμφωνα με τον νόμο για τον φόρο εταιριών, δεν αφορούν, κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

80.      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Πολωνική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτιμώ ότι περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

81.      Απομένει να εξεταστεί αν ο εν λόγω περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος.

3.      Επί του δικαιολογημένου χαρακτήρα του περιορισμού

82.      Οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση προέβαλαν σειρά λόγων οι οποίοι κατά την άποψή τους δικαιολογούν τον περιορισμό που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών, μεταξύ των οποίων αποδίδουν προτεραιότητα στην ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, τη συνδρομή της οποίας υποστηρίζει επίσης και η Επιτροπή. Εξάλλου, οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις προβάλλουν ότι η διαφορετική μεταχείριση μπορεί επίσης να διατηρηθεί λόγω της ανάγκης διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος και εξασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας. Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η διασφάλιση των φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκή δικαιολογητικό λόγο περιορισμού έναντι των τρίτων χωρών.

83.      Φρονώ ότι δεν είναι αναγκαίο να εξεταστούν ένας προς έναν αυτοί οι λόγοι, δεδομένου ότι ο πρώτος από αυτούς ενδέχεται πράγματι να αρκεί, κατά τη δική μου άποψη επίσης, για τη δικαιολόγηση του επίδικου περιορισμού. Θα εξετάσω επομένως κυρίως τον δικαιολογητικό λόγο που αντλείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, ενώ οι λοιποί λόγοι οι οποίοι είναι λιγότερο πειστικοί, θα αναπτυχθούν επικουρικώς.

 α)     Επί της ανάγκης διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων

84.      Οι κυβερνήσεις που μετέχουν στη διαδικασία επί της υπό κρίση υποθέσεως υποστηρίζουν ότι, εάν ο επίδικος περιορισμός δεν υπήρχε, οι εθνικές φορολογικές αρχές δεν θα ήταν σε θέση να εξακριβώσουν μέσω των αρμοδίων αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών εάν οργανισμός επενδύσεων εγκατεστημένος στη χώρα αυτή ασκεί τη δραστηριότητά του υπό όρους αντίστοιχους με εκείνους που προβλέπει ο πολωνικός νόμος για τους οργανισμούς επενδύσεων, ο οποίος μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 85/611 και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών. Η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, η οποία δεν αμφισβητείται ότι συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (34), δικαιολογεί συνεπώς κατά την Πολωνική Κυβέρνηση την άρνηση χορηγήσεως της επίδικης φορολογικής απαλλαγής στους οργανισμούς επενδύσεων που εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι κατά τα λοιπά οι σχετικές με τη φορολογία Συμβάσεις μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για τη λήψη των απαιτούμενων πληροφοριών.

85.      Η Επιτροπή συμμερίζεται, κατ’ ουσίαν, την άποψη αυτή. Υποστηρίζει ειδικότερα ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημεία 10 και 10a, του νόμου για τον φόρο εταιριών μπορεί να διατηρηθεί, δεδομένου ότι η έλλειψη νομικού μέσου το οποίο να καθιστά δυνατή τόσο για τις πολωνικές αρχές όσο και για το αιτούν δικαστήριο τον έλεγχο των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων που προσκομίζει ο αμερικανικός οργανισμός επενδύσεων για να εκτιμηθεί η δυνατότητα συγκρίσεως της φύσεώς του με τη φύση των οργανισμών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στην Πολωνία, στην Ένωση ή στον ΕΟΧ, δεν καθιστά δυνατή την ισότιμη μεταχείρισή του με τους δεύτερους.

86.      Συμμερίζομαι, κατ’ ουσίαν, την επιχειρηματολογία αυτή, με ορισμένες διευκρινίσεις.

87.      Βεβαίως, όπως παραδέχθηκε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οργανισμοί επενδύσεων τρίτων χωρών αποκλείονται σε κάθε περίπτωση από την απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου στην πηγή που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών, ακόμη και αν ενδέχεται να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να τύχουν της εν λόγω απαλλαγής.

88.      Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων ότι ο φορολογούμενος είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά έγγραφα που είναι κατάλληλα, ώστε οι φορολογικές αρχές του αρμόδιου για τη φορολόγηση κράτους μέλους να εξακριβώσουν, με σαφήνεια και ακρίβεια, ότι δεν προσπαθεί να αποφύγει ή να διαφύγει την πληρωμή φόρου (35).

89.      Κατά συνέπεια, εντός της Ένωσης, η απόλυτη άρνηση εκ μέρους κράτους μέλους να χορηγήσει σε φορολογούμενο κάτοικο αλλοδαπής φορολογικό πλεονέκτημα, απαγορεύοντάς του να αποδείξει ότι ενδέχεται να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να τύχει του πλεονεκτήματος αυτού, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, επειδή η άρνηση αυτή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (36).

90.      Εντούτοις, η νομολογία αυτή σχετικά με τους περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Ένωσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτούσια και άνευ άλλου τινός στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, δεδομένου ότι κατά το Δικαστήριο η άσκηση της ελευθερίας κυκλοφορίας κεφαλαίων με τις εν λόγω χώρες, στις οποίες περιλαμβάνονται οι χώρες που μετέχουν στη Συμφωνία ΕΟΧ, εντάσσεται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο (37).

91.      Προκειμένου να αναδείξει τη διαφορά αυτή νομικού πλαισίου, το Δικαστήριο εμμένει, γενικώς, στο γεγονός ότι ενώ εντός της Ένωσης οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών έχουν στη διάθεσή τους μηχανισμούς αμοιβαίας συνδρομής, δηλαδή την οδηγία 77/799/ΕΟΚ (38), οι οποίοι καθιστούν δυνατό μεταξύ άλλων τον έλεγχο των πληροφοριακών στοιχείων που υποβάλλουν οι φορολογούμενοι κάτοικοι αλλοδαπής προς τον σκοπό του ορθού προσδιορισμού του φόρου, οι μηχανισμοί αυτοί δεν επεκτείνονται επί του παρόντος στις τρίτες χώρες, δεδομένου ότι το πλαίσιο συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές των χωρών αυτών εξαρτάται από πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες (39).

92.      Η Επιτροπή πρότεινε με τις γραπτές παρατηρήσεις της να ακολουθηθεί η νομολογία αυτή υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι καθόσον, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο, ούτε οι διατάξεις (άρθρο 23) της Συμβάσεως του 1974 (40) ούτε οι διατάξεις (άρθρο 4) της Συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 25 Ιανουαρίου 1988, σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα (41), στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (42), καθιστούν δυνατή τη λήψη των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία των οργανισμών επενδύσεων τις οποίες απαιτεί ο νόμος για τον φόρο εταιριών για την αποδοχή του αιτήματος χορηγήσεως της απαλλαγής, η διαπίστωση αυτή αρκεί για να δικαιολογήσει την επίδικη διαφορετική μεταχείριση.

93.      Φρονώ ότι η συλλογιστική αυτή δεν είναι πρόσφορη για την υπό κρίση υπόθεση, όπως εξάλλου εν τέλει παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

94.      Ειδικότερα, η διαφορά νομικού πλαισίου μεταξύ της συνεργασίας που έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο της Ένωσης, αφενός, και των σχέσεων με τις τρίτες χώρες, αφετέρου, δεν έγκειται, εν προκειμένω, στο επίπεδο των μηχανισμών συνεργασίας στα φορολογικά θέματα, δεδομένου ότι όπως και οι διατάξεις της διμερούς συμβάσεως μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η οδηγία 77/799 δεν προβλέπει μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών των κρατών μελών σχετικά με τους όρους εγκρίσεως, ελέγχου και λειτουργίας των οργανισμών επενδύσεων. Με άλλη διατύπωση, όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, οι πληροφορίες αυτού του τύπου, οι οποίες απαιτούνται για τη χορήγηση της επίδικης απαλλαγής κατά τον νόμο για τον φόρο εταιριών, είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής του μηχανισμού ανταλλαγής πληροφοριών της οδηγίας 77/799.

95.      Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου, η διαφορά νομικού πλαισίου έγκειται κυρίως στην ύπαρξη του καθεστώτος που θέσπισε η οδηγία 85/611, από το οποίο αποκλείονται οι τρίτες χώρες.

96.      Πράγματι, η ως άνω οδηγία, όπως υπενθυμίζει μεταξύ άλλων η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, θεσπίζει στοιχειώδεις κοινούς κανόνες όσον αφορά την άδεια λειτουργίας των ΟΣΕΚΑ που εδρεύουν στα κράτη μέλη (άδεια που ισχύει για όλα τα εν λόγω κράτη), τον έλεγχό τους, τη δομή τους, τη δραστηριότητά τους και τις πληροφορίες που οφείλουν να δημοσιεύουν. Η άδεια λειτουργίας των ΟΣΕΚΑ δεν μπορεί να χορηγηθεί εάν η εταιρία διαχειρίσεως (στην περίπτωση που ο οργανισμός λαμβάνει συμβατική μορφή) ή η εταιρία επενδύσεων (στην περίπτωση που ο οργανισμός λαμβάνει καταστατική μορφή) δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζουν τα τμήματα III και IV της εν λόγω οδηγίας, τα οποία προβλέπουν τους όρους προσβάσεως και ασκήσεως των δραστηριοτήτων αυτών. Στο τμήμα IX της οδηγίας 85/611 προβλέπεται ως προς τον έλεγχο των ΟΣΕΚΑ ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, στις οποίες πρέπει να απονέμονται όλες οι απαραίτητες αρμοδιότητες και εξουσίες ελέγχου, συνεργάζονται στενά για την εκπλήρωση της αποστολής τους και τους επιβάλλει την υποχρέωση να ανταλλάσσουν προς τον σκοπό αυτόν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες. Ορίζει, επίσης, ότι οι διατάξεις που προβλέπει σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών δεν εμποδίζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τόσο εντός του κράτους μέλους όσο και μεταξύ των κρατών μελών την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών που έχουν δημόσια εξουσία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών αγορών, των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση, την πτώχευση και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες των ΟΣΕΚΑ και των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, καθώς και των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νομικό έλεγχο των λογαριασμών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επιπλέον, η οδηγία 85/611 προβλέπει, υπό τους όρους του άρθρου 50α, μηχανισμό έγκαιρης προειδοποιήσεως των αρμόδιων αρχών ο οποίος αφορά, τουλάχιστον, κάθε απόφαση ή γεγονός το οποίο ενδέχεται να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση της δραστηριότητας των ΟΣΕΚΑ ή των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, ή να θίξει τη συνέχεια της εκμεταλλεύσεως του οργανισμού αυτού ή της επιχειρήσεως που συμβάλλει στη δραστηριότητά του, ή να οδηγήσει σε άρνηση της εγκρίσεως των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

97.      Όμως, ακόμα και να υποτεθεί ότι οργανισμός επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα μπορεί να υποβάλει πληροφοριακά στοιχεία βάσει των οποίων οι αρχές κράτους μέλους δύνανται να διαπιστώσουν ότι διέπεται από κανόνες παρόμοιους με εκείνους που ισχύουν στην επικράτεια του εν λόγω κράτους και οι οποίοι μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη τις διατάξεις της οδηγίας 85/611, οι αρχές αυτές δεν μπορούν, ελλείψει κοινού πλαισίου ανάλογου με εκείνο που εφαρμόζεται στο πλαίσιο της Ένωσης, ούτε να βεβαιωθούν για την αλήθεια των πληροφοριών που τους υποβλήθηκαν απευθυνόμενες στις αρμόδιες αρχές της συγκεκριμένης τρίτης χώρας ούτε, ακόμη, να λάβουν εκ μέρους αυτών πληροφορίες σχετικά με ενδεχόμενες μεταβολές του καθεστώτος ή της εκμεταλλεύσεως του εν λόγω οργανισμού επενδύσεων. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι εντός της Ένωσης, το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 85/611 διασφαλίζει τη σταθερότητα του καθεστώτος των ΟΣΕΚΑ που διέπονται από τις διατάξεις της πράξεως αυτής, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν τη μεταβολή των ΟΣΕΚΑ σε οργανισμούς μη υπαγόμενους στην εν λόγω οδηγία, πράγμα που ουδόλως διασφαλίζεται στις τρίτες χώρες.

98.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι είναι θεμιτό λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών για τη χορήγηση της επίδικης απαλλαγής, να μη χορηγείται η απαλλαγή αυτή σε οργανισμό επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα εφόσον δεν υφίσταται καμία υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές της εν λόγω χώρας, ανάλογη εκείνης που προβλέπεται για τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης και των κρατών μερών στη Συμφωνία ΕΟΧ τα οποία δεσμεύονται από τις διατάξεις της οδηγίας 85/611.

99.      Φρονώ ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι ο Πολωνός νομοθέτης μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2011, με την προσθήκη σημείου 10a στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εταιριών, επεξέτεινε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την επίδικη απαλλαγή και στους ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος κράτους μέλους της Ένωσης ή κράτους μέρους στη Συμφωνία ΕΟΧ, κατόπιν διαδικασίας λόγω παραβάσεως που κίνησε η Επιτροπή, ούτε από το γεγονός ότι η οδηγία 85/611 σιωπά ως προς τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και των φορολογικών αρχών κράτους μέλους.

100. Όσον αφορά το πρώτο σημείο, αρκεί η επισήμανση ότι μολονότι, πριν την τροποποίηση του νόμου για τον φόρο εταιριών, το διαφοροποιημένο καθεστώς που εφαρμοζόταν στους ΟΣΕΚΑ που ήταν εγκατεστημένοι στο έδαφος κράτους μέλους της Ένωσης ή κράτους μέρους στη Συμφωνία ΕΟΧ μπορούσε εύλογα, όπως εκτίμησε εξάλλου η Επιτροπή, να θεωρηθεί αντίθετο προς την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΕΚ, εντούτοις η διαπίστωση αυτή δεν μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να επεκταθεί στη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των οργανισμών επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα ακριβώς επειδή οι αρμόδιες αρχές των χωρών αυτών δεν υπέχουν υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών, ανάλογη προς τις επιβαλλόμενες στις αρχές των κρατών μελών και των κρατών μερών στη Συμφωνία ΕΟΧ τα οποία δεσμεύονται από τις διατάξεις της οδηγίας 85/611.

101. Με άλλη διατύπωση, το γεγονός ότι η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων δεν μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό, όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για τον φόρο εταιριών, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κρατών μερών στη Συμφωνία ΕΟΧ, δεν συνεπάγεται ότι η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να αντιταχθεί σε οργανισμό επενδύσεων που εδρεύει σε τρίτη χώρα.

102. Ομοίως, όσον αφορά το δεύτερο σημείο, η σιωπή της οδηγίας 85/611 ως προς την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία των ΟΣΕΚΑ, κατά την έννοια της οδηγίας 85/611, και των φορολογικών αρχών των κρατών μελών δεν συνεπάγεται ότι, ακόμα και εντός της Ένωσης, δεν είναι δυνατή η διαβίβαση στις φορολογικές αυτές αρχές επαρκών πληροφοριών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χορήγηση προσωπικού φορολογικού πλεονεκτήματος, όπως η επίδικη φορολογική απαλλαγή.

103. Ειδικότερα, για τη χορήγηση τέτοιου πλεονεκτήματος, οι φορολογικές αρχές κράτους μέλους, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν μπορούν να λάβουν ή να ελέγξουν ευθέως πληροφορίες που τους υποβάλλονται βάσει των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 85/611, έχουν απλούστατα τη δυνατότητα να αρκεστούν στην επιβεβαίωση εκ μέρους των αρμοδίων, κατά την έννοια της οδηγίας 85/611, αρχών του οικείου κράτους μέλους ως προς την αλήθεια των πληροφοριών που υπέβαλε ο ΟΣΕΚΑ, ενδεχομένως, κατόπιν ελέγχου των αρμοδίων αυτών αρχών ή λήψεως εκ μέρους τους ορισμένων πληροφοριών από τις αντίστοιχες αρχές των λοιπών κρατών μελών ή κρατών μερών στη Συμφωνία ΕΟΧ. Αντιθέτως, δεν υφίσταται τέτοια δυνατότητα στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες.

104. Τέλος, το γεγονός ότι, στην προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., το Δικαστήριο απέρριψε τον δικαιολογητικό λόγο που αντλείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων όσον αφορά τη γαλλική φορολογική κανονιστική ρύθμιση, και όσον αφορά τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, δεν αναιρεί την προσέγγιση που προτείνεται με τις παρούσες προτάσεις. Αρκεί η υπόμνηση ότι η απόρριψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν επικαλέσθηκε στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους η αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων δικαιολογεί φόρο που πλήττει τους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ (43).

105. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κρατών μερών στη Συμφωνία ΕΟΧ και, αφετέρου, οι σχέσεις με τις τρίτες χώρες διέπονται από διαφορετικό νομικό πλαίσιο, εκτιμώ ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί να στηριχθεί στην ανάγκη διαφυλάξεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων προκειμένου να δικαιολογήσει τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση της διανομής μερισμάτων προς οργανισμό επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα, την οποία προβλέπει ο νόμος για τον φόρο εταιριών.

106. Προτείνω συνεπώς να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου η απάντηση ότι τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ δεν αντιτίθενται στην εφαρμογή φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν μπορούν να τύχουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εταιρίες εγκατεστημένες στο κράτος μέλος αυτό σε οργανισμό επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα εφόσον οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις πληροφορίες που ενδεχομένως υποβάλλει ο οργανισμός επενδύσεων, σχετικά ιδίως με την άδειά του και τη λειτουργία του, ελλείψει νομικού πλαισίου και διοικητικής συνεργασίας ανάλογων με τα υφιστάμενα στην Ένωση και τον ΕΟΧ.

107. Λαμβανομένης υπόψη της προτάσεως αυτής, όπως ήδη τόνισα, δεν θα ήταν απολύτως αναγκαίο να εξεταστούν οι υπόλοιποι δικαιολογητικοί λόγοι που προέβαλαν οι κυβερνήσεις που μετέχουν στην παρούσα διαδικασία. Θα προβώ όμως σε συνοπτική εξέταση των υπόλοιπων λόγων για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν ακολουθήσει την ανωτέρω πρόταση.

 β)     Επί της διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος

108. Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, η επίμαχη απαλλαγή συνδέεται στενά με τη φορολόγηση των ποσών που καταβάλλουν οι οργανισμοί επενδύσεων στους μεριδιούχους τους. Η συνοχή του φορολογικού συστήματος θα διαφυλασσόταν με τη διασφάλιση ενιαίας αποτελεσματικής (πραγματικής) φορολογήσεως των εισοδημάτων συγκεκριμένου φορολογούμενου, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους όπου εισπράχθηκαν, η οποία θα λάμβανε υπόψη τα ποσά των φόρων που καταβλήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη.

109. Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι σε καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται τρίτες χώρες, ιδίως σε περιπτώσεις που αφορούν οργανισμούς επενδύσεων, θα πρέπει να διευρυνθεί η έννοια της φορολογικής συνοχής και να εκτιμηθούν από κοινού τα διάφορα στάδια της φορολογήσεως, υποθέτοντας ότι τα μερίσματα καταβάλλονται στους μεριδιούχους που είναι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό. Η προσέγγιση αυτή είναι συμπληρωματική ως προς τον σκοπό εξασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας και δικαιολογείται ακόμη περισσότερο επειδή το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό σύστημα σκοπό έχει να εξομοιώσει τις επενδύσεις σε οργανισμούς επενδύσεων με τις άμεσες επενδύσεις. Η διεύρυνση της έννοιας της συνοχής ώστε η φορολόγηση διαφορετικών φορολογούμενων να εκτιμάται συνολικά αλλά και ο περιορισμός της διευρύνσεως αυτής μόνο στην περίπτωση των τρίτων χωρών θα καθιστούσε δυνατή την πρόληψη της υπερβολικής επικλήσεως του δικαιολογητικού αυτού λόγου.

110. Φρονώ ότι η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία είναι, κατ’ ουσίαν, ανάλογη της επιχειρηματολογίας της Γαλλικής Κυβερνήσεως την οποία απέρριψε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., πρέπει επίσης να απορριφθεί.

111. Κατά πάγια πλέον νομολογία, προκειμένου να δικαιολογηθεί περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας λόγω διατηρήσεως της συνοχής φορολογικού συστήματος, είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η δε αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του σκοπού της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως (44).

112. Όπως, όμως, η γαλλική φορολογική κανονιστική ρύθμιση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., ο νόμος για τον φόρο εταιριών δεν εξαρτά την απαλλαγή των μερισμάτων από τον παρακρατούμενο στην πηγή φόρο από την προϋπόθεση να αναδιανέμει ο οικείος οργανισμός επενδύσεων τα μερίσματα που εισπράττει και να αντισταθμίζει η επιβολή φόρου στους μεριδιούχους του εν λόγω οργανισμού επενδύσεων για τα μερίσματα αυτά την απαλλαγή από τον φόρο που παρακρατείται στην πηγή (45).

113. Επιπλέον, δεν αντιλαμβάνομαι ποιος είναι ο αντικειμενικός λόγος βάσει του οποίου η ερμηνεία αυτή πρέπει να καμφθεί ή να τεθεί εν αμφιβόλω στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, όπως διατείνεται η Γερμανική Κυβέρνηση. Κατά τα λοιπά, η άποψη αυτή στηρίζεται στη μη αποδειχθείσα προϋπόθεση ότι οι μεριδιούχοι οργανισμών επενδύσεων τρίτων χωρών κατοικούν επίσης στις χώρες αυτές ή, τουλάχιστον, εκτός του εθνικού εδάφους και συνεπάγεται ότι η συνοχή τέτοιας φορολογικής κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους θα ήταν, ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώκει, εξαρτημένη σε κάθε περίπτωση από την εξέταση του φορολογικού καθεστώτος που εφαρμόζεται για τους μεριδιούχους αυτούς στο κράτος της φορολογικής τους κατοικίας. Όμως, από την άποψη αυτή, η ως άνω επιχειρηματολογία θα είχε ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση του περιεχομένου του ελέγχου του δικαιολογητικού λόγου που αφορά τη συνοχή του φορολογικού συστήματος κράτους μέλους, δεδομένου ότι η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται ως προς ένα και το αυτό φορολογικό καθεστώς.

114. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που αφορά την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού του καθεστώτος.

 γ)     Επί της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας και της διασφαλίσεως των φορολογικών εσόδων

115. Μόνο η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλέστηκε την ανάγκη να διατηρηθεί η κατανομή της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής καθώς και τη διασφάλιση των φορολογικών εσόδων ως δικαιολογητικούς λόγους του επίμαχου περιορισμού, των οποίων προσήκει από κοινού εξέταση δεδομένου ότι είναι αλληλένδετη η επίκλησή τους στην επιχειρηματολογία της ως άνω κυβερνήσεως.

116. Μολονότι η συλλογιστική της Γερμανικής Κυβερνήσεως συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με τις εκτιμήσεις σχετικά με τη διαφορά νομικού πλαισίου μεταξύ των σχέσεων εντός της Ένωσης και των σχέσεων των κρατών μελών με τρίτες χώρες τις οποίες εξέθεσα ήδη στο πλαίσιο της εξετάσεως του δικαιολογητικού λόγου που αφορά τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, εντούτοις, η ως άνω κυβέρνηση εκτιμά γενικότερα ότι, όσον αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων προς και από τρίτες χώρες, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς παρά μόνο αν το αμοιβαίο άνοιγμα των αγορών διασφαλίζεται από διεθνή συνθήκη, δεδομένου ότι ο περιορισμός της φορολογικής κυριαρχίας κράτους μέλους μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων θα είχε ως αυτόματη συνέπεια τη μεταφορά της φορολογητέας ύλης σε τρίτη χώρα.

117. Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι δεν εφαρμόζεται σε κατάσταση όπου εμπλέκεται τρίτη χώρα το σκεπτικό του Δικαστηρίου για τις εσωτερικές καταστάσεις της Ένωσης, ήτοι ότι, στην περίπτωση που κράτος μέλος επιλέγει να μη φορολογήσει τις δικαιούχους εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός του ως προς τα εισοδήματα αυτής της μορφής, δεν μπορεί να επικαλείται την ανάγκη διασφαλίσεως ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών για να δικαιολογήσει τη φορολόγηση δικαιούχων εταιριών εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος, ή ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας πρέπει να μην ασκήσει την εξουσία της να φορολογεί εισόδημα με πηγή οικονομική δραστηριότητα που ασκείται στο έδαφός της επειδή τα μερίσματα που διανέμουν οι ημεδαπές εταιρίες έχουν ήδη φορολογηθεί ως κέρδη που πραγματοποίησαν οι διανέμουσες εταιρίες.

118. Υπό το ίδιο πνεύμα, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι η διασφάλιση των εθνικών φορολογικών εσόδων πρέπει να αναγνωριστεί ως αυτοτελής δικαιολογητικός λόγος όσον αφορά τις τρίτες χώρες. Ειδικότερα, η εσωτερική αγορά σκοπό έχει να διασφαλίσει αποτελεσματική κατανομή των πόρων εντός της Ένωσης και απαγορεύει κατά συνέπεια την ειδική φορολόγηση των διασυνοριακών καταστάσεων σε σχέση με τις εσωτερικές καταστάσεις, προκειμένου να τηρείται η φορολογική ουδετερότητα στο πλαίσιο της εν λόγω αγοράς. Οι τρίτες χώρες, όμως, που δεν αποτελούν μέρος της αγοράς αυτής δεν είναι συνεπώς υποχρεωμένες να αποδεχθούν παρόμοια απώλεια φορολογικών εσόδων έναντι των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αποποιούνται φορολογικά έσοδα υπέρ των τρίτων χωρών. Εξάλλου, το θεσμικό αντίβαρο, που αποτελεί η προσέγγιση των νομοθεσιών (άρθρα 114 ΣΛΕΕ και 115 ΣΛΕΕ) και που μπορεί να συμβάλλει στο συντονισμό, εντός της εσωτερικής αγοράς, των φορολογικών συμφερόντων των διαφόρων κρατών μελών έναντι των δραστηριοποιούμενων στην αγορά, επίσης δεν υφίσταται στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες.

119. Η άποψη αυτή δεν με πείθει.

120. Πρώτον, καθόσον με την επιχειρηματολογία αυτή επιχειρείται, με γενικό τρόπο, να τεθεί η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων προς και από τρίτες χώρες υπό την προϋπόθεση υπάρξεως όρου αμοιβαιότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Συνθήκη ΕΚ (όπως και, πλέον, η Συνθήκη ΛΕΕ) δεν προβλέπει την προϋπόθεση αυτή. Το Δικαστήριο υπενθύμισε με γενική διατύπωση τη διαπίστωση αυτή στις σκέψεις 127 και 128 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen.

121. Επιπροσθέτως, η Συνθήκη ΕΚ (και, πλέον, η Συνθήκη ΛΕΕ), προβλέπει τη δυνατότητα εκδόσεως διαφόρων μέτρων στο επίπεδο της Ένωσης, όπως τα προβλεπόμενα στα άρθρα 57, παράγραφος 3, ΕΚ και 59 ΕΚ, τα οποία εφαρμόζονται ειδικά στις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες και η θέσπισή τους εκφράζει ακριβώς τη βούληση των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών για οριοθέτηση της ελευθερίας αυτής, καθιστώντας δυνατή τη λήψη μέτρων τα οποία συνιστούν οπισθοδρόμηση του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων στις σχέσεις με τρίτες χώρες ή προσωρινών μέτρων διασφαλίσεως (46).

122. Η ίδια η ύπαρξη τέτοιων διατάξεων, οι οποίες περιορίζουν ειδικά και εκτενώς την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων έναντι τρίτων χωρών, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 56 ΕΚ, καταδεικνύει επίσης ότι η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων δεν μπορεί να υποβληθεί σε πρόσθετο όρο αμοιβαιότητας, μη προβλεπόμενο στη Συνθήκη ΕΚ.

123. Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε με την προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ., στηριζόμενο σε πάγια πλέον νομολογία, ότι από τη στιγμή που κράτος μέλος επέλεξε να μη φορολογήσει τους ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ που εισπράττουν μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ανάγκη εξασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών για να δικαιολογήσει τη φορολόγηση των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ που αποκτούν τέτοια εισοδήματα (47). Ειδικότερα, στην περίπτωση που κράτος μέλος αποφασίζει μονομερώς, ιδίως προς αποτροπή της διπλής φορολογίας, να μην ασκήσει τη φορολογική του εξουσία όσον αφορά μερίσματα εισπραττόμενα από κατοίκους του σε σχέση με δραστηριότητες που έχουν ασκηθεί στο έδαφός του, είναι ασυνεπές να επικαλείται την ανάγκη διασφαλίσεως ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας για να δικαιολογήσει, υπό τις αυτές περιστάσεις, την άσκηση της ίδιας ως άνω εξουσίας μόνο ως προς τα εισοδήματα των κατοίκων αλλοδαπής.

124. Εκτός από το ζήτημα της μειώσεως των φορολογικών εσόδων, που επικαλέστηκε κατά τα λοιπά η Γερμανική Κυβέρνηση και το οποίο θα εξετάσω αμέσως κατωτέρω, δεν αντιλαμβάνομαι πώς ένα επιχείρημα που είναι ασυνεπές στην περίπτωση που προβάλλεται εκ μέρους κράτους μέλους έναντι των λοιπών κρατών μελών μεταβάλλεται, αντιθέτως, σε συνεπές στην περίπτωση που προβάλλεται έναντι τρίτων χωρών. Δεδομένου ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν ανέπτυξε περαιτέρω το σημείο αυτό, φρονώ ότι παρέλκει η εξέτασή του από το Δικαστήριο.

125. Όσον αφορά, τέλος, τη μείωση των φορολογικών εσόδων, ομολογουμένως το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν αποκλείεται ένα κράτος μέλος να είναι σε θέση να αποδείξει ότι ένας περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες δικαιολογείται από λόγους που δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (48).

126. Το Δικαστήριο, μέχρι τώρα, δεν δέχεται, όσον αφορά και τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες πλην των κρατών μερών στη Συμφωνία ΕΟΧ, ότι η μείωση των φορολογικών εσόδων μπορεί να αποτελέσει επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που μπορεί να δικαιολογήσει μέτρο το οποίο περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων (49).

127. Φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή δεν πρέπει να μεταβληθεί. Όχι μόνο οι πολωνικές εταιρίες συνεχίζουν να υπόκεινται σε φόρο επί των κερδών αλλά, πιο μακροπρόθεσμα, το οικείο κράτος μέλος κάλλιστα μπορεί, προκειμένου, αφενός, να διασφαλίσει ίση μεταχείριση του συνόλου των οργανισμών επενδύσεων στους οποίους διανέμονται μερίσματα και, αφετέρου, να αποφύγει τη μείωση των φορολογικών εσόδων, να επιλέξει να μην αποτρέψει τη διπλή φορολογία, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν του επιβάλλει, μέχρι στιγμής, τη λήψη ή τη διατήρηση μέτρων με σκοπό την εξάλειψη των περιπτώσεων διπλής φορολογίας (50).

128. Εκτιμώ συνεπώς ότι ο επίμαχος περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διαφυλάξεως της ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας και διασφαλίσεως των φορολογικών εσόδων του οικείου κράτους μέλους.

129. Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που πρότεινα να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, τη δικαιολόγηση του επίμαχου περιορισμού υπό το πρίσμα της ανάγκης διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, δεν συντρέχει λόγος να εξετάσω το επικουρικό αίτημα της Πολωνικής Κυβερνήσεως για περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως που θα εκδοθεί.

III – Πρόταση

130. Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Bydgoszczy:

1)      Το άρθρο 56 ΕΚ έχει την έννοια ότι είναι δυνατή η επίκληση της διατάξεως αυτής έναντι της εφαρμογής φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία δεν τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εταιρίες εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος σε οργανισμό επενδύσεων εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα.

2)      Τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ δεν αντιτίθενται στην εφαρμογή φορολογικής νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν μπορούν να τύχουν φορολογικής απαλλαγής τα μερίσματα που καταβάλλουν εταιρίες εγκατεστημένες στο κράτος μέλος αυτό σε οργανισμό επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα εφόσον οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις πληροφορίες που ενδεχομένως υποβάλλει ο οργανισμός επενδύσεων, σχετικά ιδίως με την άδειά του και τη λειτουργία του, ελλείψει νομικού πλαισίου και διοικητικής συνεργασίας ανάλογων με τα υφιστάμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον ΕΟΧ.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Σημειωτέον ότι, κατόπιν της εκδόσεως του νόμου της 25ης Νοεμβρίου 2010, ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2011, οι οργανισμοί επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε άλλο κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) τυγχάνουν επίσης της απαλλαγής εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, του νόμου για τον φόρο εταιριών.


3 –      Σημειωτέον ότι η Ισπανική, η Γαλλική και η Φινλαδική Κυβέρνηση δεν έλαβαν ρητώς θέση επί του πρώτου ερωτήματος, αλλά απάντησαν μόνο στο δεύτερο ερώτημα υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.


4 – Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-452/04 (Συλλογή 2006, σ. I-9521).


5 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Fidium Finanz (σκέψεις 2 και 45 έως 47). Το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, ότι η ελβετική εταιρία, ως νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.


6 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C-436/08 και C-437/08, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (Συλλογή 2011, σ. I-305, σκέψη 33)· της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C-310/09, Accor (Συλλογή 2011, σ. I-8115, σκέψη 30), καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2012, C-35/11, Test Claimants in the FII Group Litigation (σκέψη 89).


7 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I-11753, σκέψη 36)· της 26ης Ιουνίου 2008, C-284/06, Burda (Συλλογή 2008, σ. I-4571, σκέψη 71), καθώς και διάταξη της 4ης Ιουνίου 2009, C-439/07 και C-499/07, KBC Bank και Beleggen, Risicokapitaal, Beheer (Συλλογή 2009, σ. I-4409, σκέψη 69).


8 –      Βλ., ιδίως, βεβαίως με κάπως ασαφή τρόπο, απόφαση της 24ης Μαΐου 2007, C-157/05, Holböck (Συλλογή 2007, σ. I-4051, σκέψεις 23 έως 29), καθώς και προπαρατεθείσα διάταξη KBC Bank και Beleggen, Risicokapitaal, Beheer (σκέψεις 70 και 71). Βλ., επίσης, όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση κληρονομικής διαδοχής μεταξύ δύο Γερμανών υπηκόων, στην οποία περιλαμβανόταν μεταβίβαση μεριδίου συμμετοχής 100 % του μετοχικού κεφαλαίου εταιρίας εγκατεστημένης στον Καναδά, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C-31/11, Scheunemann (σκέψεις 31 έως 34).


9 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Holböck (προπαρατεθείσα, σκέψη 28) και απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, Test Claimants in the FII Group Litigation (προπαρατεθείσα, σκέψη 97).


10 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, Test Claimants in the FII Group Litigation (σκέψεις 99 και 100).


11 –      Βλ., μεταξύ άλλων, για τη διάκριση μεταξύ άμεσων επενδύσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C-182/08, Glaxo Wellcome (Συλλογή 2009, σ. I-8591, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπενθυμίζω ότι η εφαρμογή εν προκειμένω του συντελεστή 15 % επί του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων προκύπτει από το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο b, της Συμβάσεως του 1974, διάταξη η οποία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πέραν εκείνης που ο επενδυτής κατέχει τουλάχιστον 10 % του μετοχικού κεφαλαίου της πολωνικής εταιρίας που διανέμει τα μερίσματα.


12 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (προπαρατεθείσα, σκέψη 50), και της 10ης Μαΐου 2012, C-338/11 έως C-347/11, Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψη 15).


13 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψη 17).


14 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C-25/10, Missionswerk Werner Heukelbach (Συλλογή 2011, σ. I-497, σκέψη 29), και Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (προπαρατεθείσα, σκέψη 23).


15 – ΕΕ L 375, σ. 3. Σημειωτέον ότι, από την 1η Ιουλίου 2011, η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302, σ. 32).


16 –      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, C-387/11, Επιτροπή κατά Βελγίου (σκέψη 65).


17 – Σκέψεις 44 και 16. Όσον αφορά τις τρίτες χώρες, στη συγκεκριμένη υπόθεση επρόκειτο για ΟΣΕΚΑ εγκατεστημένους στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως προκύπτει από τη σκέψη 6 της εν λόγω αποφάσεως.


18 –      Προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψεις 39 και 41). Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 40 της εν λόγω αποφάσεως, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως εκείνης διέφεραν από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, C-194/06, Orange European Smallcap Fund (Συλλογή 2008, σ. I-3747), η οποία αφορούσε φορολογική ρύθμιση που εξαρτούσε τη φορολογική απαλλαγή υπέρ των ΟΣΕΚΑ από τον όρο της διανομής στους μεριδιούχους του συνόλου των κερδών του οργανισμού.


19 –      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2009, C-303/07, Aberdeen Property Fininvest Alpha (Συλλογή 2009, σ. I-5145, σκέψεις 43 και 44)· της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-540/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2009, σ. I-10983, σκέψεις 53 και 54)· της 3ης Ιουνίου 2010, C-487/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2010, σ. I-4843, σκέψη 53), καθώς και της 20ής Οκτωβρίου 2011, C-284/09, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2011, σ. I-9879, σκέψη 58).


20 –      Βλ., ειδικότερα, υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 39) και Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 70).


21 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψη 54).


22 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Holböck (σκέψη 40).


23 –      Βλ., σημείο 6 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής, που επαναλήφθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το σημείο 10 του άρθρου 6, παράγραφος 1, του νόμου για τον φόρο εταιριών θεσπίστηκε με τον νόμο της 28ης Αυγούστου 1997.


24 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Holböck (προπαρατεθείσα, σκέψη 41)· της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-101/05, A (Συλλογή 2007, σ. I-11531, σκέψη 49), και της 11ης Φεβρουαρίου 2010, C-541/08, Fokus Invest (Συλλογή 2010, σ. I-1025, σκέψη 42).


25 – ΕΕ L 178, σ. 5. Το εν λόγω άρθρο 67 καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.


26 –      Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Holböck (σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Orange European Smallcap Fund (σκέψεις 98 έως 102), καθώς και Glaxo Wellcome (σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, C-212/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2011, σ. I-10889, σκέψη 47).


28 –      Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, Test Claimants in the FII Group Litigation (σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29 –      Υπενθυμίζω ότι με την προπαρατεθείσα απόφαση Holböck το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ μπορούσε να καλύπτει περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, τους οποίους προβλέπει κανονιστική ρύθμιση εφαρμοζόμενη αδιακρίτως για τα κράτη μέλη και για τις τρίτες χώρες και αφορώσα την καταβολή μερισμάτων. Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε εντούτοις συμμετοχές του μετόχου στην οικεία εταιρία η οποία του έδινε τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση της εν λόγω εταιρίας ή στον έλεγχό της.


30 –      Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2012, C-39/11.


31 –      Ήτοι, αντιστοίχως, τη σκέψη 37 της αποφάσεως της 4ης Ιουνίου 2002, C-483/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. I-4781), και την πανομοιότυπη σκέψη 38 της αποφάσεως της ίδιας ημέρας, C-503/99, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2002, σ. I-4809), πρώτες αποφάσεις για τις λεγόμενες «golden shares».


32 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, C-181/12, Welte (σκέψη 29), καθώς και σημείο 51 των προτάσεών στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή.


33 –      Μολονότι ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου αυτού, όπως η γερμανική και η πολωνική φαίνονται μάλλον ουδέτερες, φρονώ εντούτοις ότι οι γλωσσικές αποδόσεις στην ισπανική («supongan»), αγγλική («involving»), ιταλική («implichino») και πορτογαλική («envolva») επιβεβαιώνουν ορισμένη σχέση αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ της επίμαχης κινήσεως κεφαλαίου και της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι λεγόμενες «ουδέτερες» αποδόσεις δεν αποκλείουν, σε κάθε περίπτωση, τη στενή ερμηνεία του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω της ανάγκης διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας της ελευθερίας που κατοχυρώνει το άρθρο 56 ΕΚ.


34 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011, C-493/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2011, σ. I-9247, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


35 –      Βλ., ιδίως, αποφάσεις A (προπαρατεθείσα, σκέψη 59), και της 6ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, (προπαρατεθείσα, σκέψη 46).


36 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (σκέψη 46).


37 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις A (σκέψη 60), καθώς και Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (σκέψη 65).


38 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των άμεσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 86), η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο των επίδικων φορολογικών χρήσεων στην υπόθεση της κύριας δίκης όπως είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 2004/106/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004 (ΕΕ L 359, σ. 30, στο εξής: οδηγία 77/779).


39 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψεις 70 και 71) και Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (σκέψεις 66 και 67).


40 –      Το άρθρο 23 της Συμβάσεως αυτής ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως ή την πρόληψη της φοροδιαφυγής ή ακόμη τη διαχείριση της εκτελέσεως των κυρίων διατάξεων που αφορούν τους φόρους για τους οποίους εφαρμόζεται η Σύμβαση, υπό τον όρο να είναι δυνατή η διαβίβαση των πληροφοριών αυτών εκ της φύσεώς τους σύμφωνα με το δίκαιο και τη διοικητική πρακτική του κάθε συμβαλλόμενου κράτους σε σχέση με τους δικούς του φόρους.


41 – Η Σύμβαση αυτή άρχισε να ισχύει την 1η Απριλίου 1995. Το άρθρο 4 της Συμβάσεως αυτής ορίζει ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη ανταλλάσσουν τις πληροφορίες οι οποίες είναι προβλέψιμα σχετικές, μεταξύ άλλων, με τη βεβαίωση και την είσπραξη των φόρων καθώς και με τα μέτρα διεκδικήσεως και εκτελέσεως φορολογικών απαιτήσεων. Το κείμενο της εν λόγω Συμβάσεως διατίθεται στον ιστότοπο http://conventions.coe.int.


42 –      Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπέγραψαν τη Σύμβαση αυτή στις 26 Αυγούστου 1989 και την επικύρωσαν στις 13 Φεβρουαρίου 1991.


43 –      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψη 54).


44 –      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


45 –      Βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Santander Asset Management SGIIC κ.λπ. (σκέψη 52). Βλ., επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (σκέψεις 37 έως 39).


46 –      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται επίσης από το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο, αντιθέτως προς το προγενέστερό του άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 88/361, δεν εξαρτά τη διατήρηση των οικείων εθνικών διατάξεων έναντι τρίτων χωρών από την τήρηση «των ενδεχόμενων όρων αμοιβαιότητας».


47 –      Σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


48 –      Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49 – Όπ.π. (σκέψεις 125 και 126).


50 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C-298/05, Columbus Container Services (Συλλογή 2007, σ. I-10451, σκέψη 45), και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C-157/10, Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (Συλλογή 2011, σ. I-13023, σκέψη 31). Βλ., επίσης, διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, C-540/11, Levy και Sebbag (σκέψεις 24 έως 29).