Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 5ης Σεπτεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C-362/12

Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation

κατά

Commissioners of Inland Revenue,

Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs

[αίτηση του Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Επιστροφή εθνικών φόρων αντίθετων προς το δίκαιο της Ένωσης – Προθεσμίες ασκήσεως αγωγής – Εθνική νομοθετική ρύθμιση που συντέμνει την προθεσμία αναδρομικά και απροειδοποίητα»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί την τρίτη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλεται στο Δικαστήριο στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής ασκηθείσας ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου από τους Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation (στο εξής: Test Claimants), αποτελουμένους από εταιρίες του ομίλου British American Tobacco και του ομίλου Aegis, σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων που καταβάλλονται σε μητρικές εταιρίες εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο από θυγατρικές εταιρίες των ομίλων τους εγκατεστημένες στην αλλοδαπή.

2.        Η πρώτη από τις δύο προηγούμενες αιτήσεις υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στις 30 Οκτωβρίου 2004 από το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Ηνωμένο Βασίλειο) και αφορούσε την αντίθεση αυτής της φορολογικής μεταχειρίσεως των μερισμάτων προς τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΛΕΕ (2). Κατόπιν της πρώτης αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο επί της εν λόγω υποθέσεως στις 12 Δεκεμβρίου 2006, το εν λόγω εθνικό δικαστήριο, με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, έκρινε ότι έπρεπε να υποβληθούν διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με την ερμηνεία της πρώτης αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της εν λόγω υποθέσεως (3).

3.        Οι Test Claimants προσέβαλαν την εν λόγω απόφαση ενώπιον του Court of Appeal (England & Wales) το οποίο, με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2010 (4), επικύρωσε την απόφαση του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division περί υποβολής στο Δικαστήριο δεύτερης αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2011 και επί της αιτήσεως αυτής το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012 (5).

4.        Εν τω μεταξύ, οι Test Claimants προσέβαλαν την προαναφερθείσα απόφαση του Court of Appeal (England & Wales) ενώπιον του Supreme Court of the United Kingdom σχετικά με το ζήτημα των ενδίκων βοηθημάτων για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων που διαθέτουν οι φορολογούμενοι όσον αφορά φόρους που κρίθηκαν αντίθετοι προς τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης και, ειδικότερα, σχετικά με την αναδρομική τροποποίηση της ισχύουσας για τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα προθεσμίας παραγραφής που επήλθε με το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 (Finance Act 2004) και το άρθρο 107 του δημοσιονομικού νόμου του 2007 (Finance Act 2007). Οι Test Claimants αμφισβήτησαν την κήρυξη εκ μέρους του Court of Appeal (England & Wales) ως παραγεγραμμένων των ενδίκων βοηθημάτων για την επιστροφή του αντίθετου προς το δίκαιο της Ένωσης φόρου τον οποίο είχαν, κατά συνέπεια, αχρεωστήτως καταβάλει στις βρετανικές φορολογικές αρχές.

5.        Με την απόφασή του της 23ης Μαΐου 2012, το Supreme Court of the United Kingdom έκρινε ομοφώνως ότι το άρθρο 107 του δημοσιονομικού νόμου του 2007 αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά δεν ομοφώνησε ως προς το ζήτημα της συμφωνίας προς το δίκαιο της Ένωσης της αναδρομικής και απροειδοποίητης τροποποιήσεως της προθεσμίας παραγραφής που επήλθε με το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004. Πέντε δικαστές (ο Λόρδος Hope, ο Λόρδος Walker, ο Λόρδος Clarke, ο Λόρδος Dyson και ο Λόρδος Reed) έκριναν την εν λόγω τροποποίηση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, ενώ δύο συνάδελφοί τους (ο Λόρδος Brown και ο Λόρδος Sumption) αποφάνθηκαν υπέρ της συμφωνίας της εν λόγω τροποποιήσεως προς το δίκαιο της Ένωσης (6). Κατά συνέπεια, το Supreme Court of the United Kingdom αποφάσισε να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει την υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

II – Το νομοθετικό πλαίσιο

       Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ προβλέπει, στο δεύτερο εδάφιο, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.»

7.        Στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτει επίσης το ζήτημα της εφαρμογής των αρχών της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αυτές απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου (7).

       Το εθνικό δίκαιο

8.        Ο πολυεθνικός όμιλος Aegis που δραστηριοποιείται στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των ψηφιακών επικοινωνιών, η επικεφαλής εταιρία του οποίου εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε ασκήσει στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων αγωγή για την επιστροφή των φόρων που το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι αντίκεινται στις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης.

9.        Με την απόφαση Test Claimants FII (αριθ. 3), το Supreme Court of the United Kingdom έκρινε κατά πλειοψηφία ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι εταιρίες του ομίλου Aegis είχαν ασκήσει την αγωγή τους, δηλαδή στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, οι ενάγοντες είχαν στη διάθεσή τους δύο ένδικα βοηθήματα του «common law» για την επιστροφή φόρων εταιρειών που αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης (8).

10.       Το πρώτο ένδικο βοήθημα είχε αναγνωριστεί, σε αμιγώς εσωτερικό πλαίσιο, πολύ πριν από την έναρξη της παρούσας αντιδικίας, από το House of Lords με την απόφασή του της 20ής Ιουλίου 1992 στην υπόθεση Woolwich (9) (στο εξής: ένδικο βοήθημα Woolwich). Το ένδικο αυτό βοήθημα καθιστούσε δυνατή την ανάκτηση «όλων των ποσών που καταβλήθηκαν σε δημόσια αρχή σε απάντηση (και σε επαρκή αιτιώδη συνάφεια μαζί της) μιας κατά τα φαινόμενα εκ του νόμου επιταγής να καταβληθεί φόρος ο οποίος (τόσο για πραγματικούς όσο και για νομικούς λόγους) δεν οφειλόταν σύννομα» (10).

11.      Κατά το άρθρο 5 του νόμου περί παραγραφής του 1980 (Limitation Act 1980), η προθεσμία παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Woolwich είναι εξαετής και αρχίζει από τότε που στοιχειοθετήθηκε η νομική βάση της αγωγής, συνήθως από την καταβολή του φόρου.

12.      Το δεύτερο ένδικο βοήθημα για την επιστροφή τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση καταβολής φόρων συνεπεία πλάνης του φορολογούμενου περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα. Το εν λόγω ένδικο βοήθημα είχε αναγνωριστεί για πρώτη φορά με την απόφαση του House of Lords της 29ης Οκτωβρίου 1998 στην υπόθεση Kleinwort Benson (11), η οποία είχε ανατρέψει μακροχρόνια νομολογία κατά την οποία χρήματα που καταβλήθηκαν λόγω πλάνης περί το δίκαιο δεν ήταν δυνατόν να ανακτηθούν (στο εξής: ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson).

13.      Στην απόφασή του της 18ης Ιουλίου 2003 στην υπόθεση Deutsche Morgan Grenfell (12), ο δικαστής Park, του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, έκρινε για πρώτη φορά ότι το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ανάκτηση φόρου καταβληθέντος συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο.

14.      Κατά συνέπεια, ο δικαστής Park έκρινε ότι η ισχύουσα για το εν λόγω ένδικο βοήθημα προθεσμία παραγραφής είναι η ευνοϊκότερη προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980, σύμφωνα με το οποίο:

«[…] όταν, στην περίπτωση των αγωγών η προθεσμία παραγραφής των οποίων διέπεται από τον παρόντα νόμο

[…]

(c)      η αγωγή αφορά την αποκατάσταση των συνεπειών πλάνης

η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει μόνον όταν ο ενάγων αντελήφθη […] την πλάνη […] ή θα μπορούσε να την αντιληφθεί επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια».

15.      Στις 4 Φεβρουαρίου 2005, το Court of Appeal (England & Wales) εξαφάνισε την απόφαση του δικαστή Park, αλλά το House of Lords την επικύρωσε στις 25 Οκτωβρίου 2006, δεχόμενο ότι οι φορολογούμενοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τόσο το ένδικο βοήθημα Woolwich όσο και το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson προκειμένου να ζητήσουν την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου.

16.      Τα δύο ένδικα βοηθήματα διαφοροποιούνταν, μεταξύ άλλων, ως προς την προθεσμία παραγραφής. Η εξαετής προθεσμία του ενδίκου βοηθήματος Woolwich άρχιζε να τρέχει από τη στιγμή καταβολής του εν λόγω φόρου, ενώ η εξαετής προθεσμία του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson δεν άρχιζε να τρέχει παρά μόνον από τη στιγμή που ο ενάγων είχε αντιληφθεί ή όφειλε να έχει αντιληφθεί την πλάνη του.

17.      Εν τω μεταξύ, το Κοινοβούλιο είχε θεσπίσει τον δημοσιονομικό νόμο του 2004, το άρθρο 320, παράγραφος 1, του οποίου προβλέπει τα εξής:

«Το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980 […] (επιμηκυνθείσα προθεσμία για την άσκηση αγωγής σε περίπτωση πλάνης) δεν έχει εφαρμογή όταν πρόκειται για πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με φορολογικό ζήτημα της αρμοδιότητας των Commissioners of Inland Revenue [εφορίας εθνικών εσόδων].

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν στις ή μετά τις 8 Σεπτεμβρίου 2003.»

18.      Το 2007, το Κοινοβούλιο θέσπισε τον δημοσιονομικό νόμο του 2007, το άρθρο 107 του οποίου κατάργησε αναδρομικά τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής για όλα τα ένδικα βοηθήματα που στηρίζονται σε πλάνη και είχαν ασκηθεί πριν τις 8 Σεπτεμβρίου 2003.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19.      Στο επίκεντρο της διαφοράς της κύριας δίκης που κίνησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου οι εταιρίες του ομίλου Aegis βρίσκεται ο προκαταβλητέος φόρος εταιρειών (Advance Corporation Tax, στο εξής: ACT) που ίσχυε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1973 έως το 1999. Γενικώς, ο ACT ήταν φόρος επί του κέρδους των εταιρειών, καταβλητέος προκαταβολικώς από την εταιρία μόλις αυτή προέβαινε σε καταβολή μερίσματος. Εντούτοις, το αγγλικό δίκαιο προέβλεπε μια εξαίρεση από την εν λόγω υποχρέωση, εφόσον η εταιρία που κατέβαλλε το μέρισμα και η μητρική εταιρία είχαν επιλέξει τη φορολόγηση του ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, αντιμετωπίζονταν για τους σκοπούς του ACT ως μια μόνον εταιρία και υπόχρεη καταβολής του ACT ήταν πλέον όχι η θυγατρική αλλά η μητρική εταιρία, μόλις αυτή θα προέβαινε με τη σειρά της σε διανομή μερισμάτων. Εντούτοις, μόνον οι εταιρίες των οποίων η μητρική εταιρία ήταν εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσαν να επωφεληθούν αυτής της εξαιρέσεως (13).

20.      Κατόπιν της αποφάσεως Metallgesellschaft κ.λπ. (14), με την οποία κρίθηκε ότι το εν λόγω σύστημα του ACT αντίκειται στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως DMG στις 18 Ιουλίου 2003, ο όμιλος Aegis, με την αγωγή που άσκησε στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, περί ώρα 12.00, απαίτησε τα ποσά του ACT που είχε καταβάλει αχρεωστήτως. Το αίτημά του αφορούσε τα έτη 1973 έως 1999.

21.      Χάρη στο γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980, η προθεσμία παραγραφής για το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson δεν άρχιζε να τρέχει παρά από τη στιγμή που θα γινόταν αντιληπτή η πλάνη που προκάλεσε την καταβολή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, εν προκειμένω από τη δημοσίευση στις 8 Μαρτίου 2001, της προαναφερθείσας αποφάσεως Metallgesellschaft κ.λπ., ο όμιλος Aegis μπορούσε να απαιτήσει το σύνολο του αχρεωστήτως καταβληθέντος ACT από το 1973, έτος προσχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Αυτό δεν ήταν δυνατόν να συμβεί επί τη βάση του ενδίκου βοηθήματος Woolwich, η εξαετής προθεσμία παραγραφής του οποίου άρχιζε από την ημέρα καταβολής του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου.

22.      Προκειμένου να περιορίσει την υποχρέωσή του να επιστρέψει τον αχρεωστήτως καταβληθέντα ACT, το Inland Revenue ανακοίνωσε με δελτίο τύπου που δημοσιεύτηκε το απόγευμα της 8ης Σεπτεμβρίου 2003 την πρόθεσή του να προκαλέσει τη θέσπιση, εκ μέρους του Κοινοβουλίου, μέτρου που να αποκλείει την εφαρμογή της μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980, ισχύοντος επί όλων των κατατεθέντων από την ημερομηνία αυτή ενδίκων βοηθημάτων Kleinwort Benson. Στις 22 Ιουνίου 2004, ο δημοσιονομικός νόμος του 2004 που περιλαμβάνει το μέτρο αυτό στο άρθρο του 320 κυρώθηκε από τη Βασίλισσα και το άρθρο αυτό ετέθη σε ισχύ αναδρομικώς από τις 8 Σεπτεμβρίου 2003 και, συνεπώς, εφαρμόζεται στην αγωγή του ομίλου Aegis.

23.      Κατόπιν της αποφάσεως DMG που δεν ευνοούσε τις βρετανικές φορολογικές αρχές, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε από το Δικαστήριο να επανεξετάσει την πρώτη αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-446/04, προκειμένου να επιτύχει τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως του Δικαστηρίου που αφορά την εν λόγω πρώτη αίτηση.

24.      Στις 6 Δεκεμβρίου 2006, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό και, την ίδια ημέρα, οι Commissioners for Ηer Majesty’s Revenue and Customs ανακοίνωσαν την απόφασή τους να προτείνουν στο Κοινοβούλιο την αναδρομική κατάργηση, με ορισμένες εξαιρέσεις, της προθεσμίας παραγραφής που εφαρμόζεται στα ένδικα βοηθήματα Kleinwort Benson, συμπεριλαμβανομένων αυτών που κατετέθησαν πριν την 8η Σεπτεμβρίου 2003. Πράγματι αυτό συνέβη. Ο δημοσιονομικός νόμος του 2007 που κυρώθηκε από τη Βασίλισσα και ετέθη σε ισχύ στις 19 Ιουλίου 2007 προβλέπει, στο άρθρο 107, ότι το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980 δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που αφορούν την αναζήτηση φόρων καταβληθέντων συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο, ενώ οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 107 δεν ασκούν επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης.

25.      Ο περιεχόμενος στο ίδιο αυτό άρθρο κανόνας ήταν συνεπώς εφαρμοστέος στην αγωγή που κατέθεσαν οι λοιποί Test Claimants πλην του ομίλου Aegis, οι οποίοι ανήκουν στον όμιλο British American Tobacco.

26.      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε επισήμως το Ηνωμένο Βασίλειο να τροποποιήσει το άρθρο 107 του δημοσιονομικού νόμου του 2007, προκειμένου να το καταστήσει σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, πράγμα που το εν λόγω κράτος μέλος αρνήθηκε. Κατόπιν αυτού, στις 26 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς το ζήτημα αυτό, αλλά ουδεμία διαδικασία κινήθηκε εν αναμονή της αποφάσεως του Supreme Court of the United Kingdom επί του εν λόγω ζητήματος (15).

27.      Με την απόφασή του της 23ης Μαΐου 2012, που οδήγησε στην υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το τελευταίο αυτό δικαστήριο έκρινε ομοφώνως ότι το εν λόγω άρθρο 107 ήταν αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορά το άρθρο αυτό και τα αποτελέσματα που επιφέρει όσον αφορά τις αγωγές που άσκησαν οι εταιρίες του ομίλου British American Tobacco, αλλά αποκλειστικά και μόνον το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 που επηρέαζε μόνον την αγωγή του ομίλου Aegis (16).

28.      Δεδομένου ότι το Supreme Court of the United Kingdom ήταν διχασμένο επί του ζητήματος της συμβατότητας του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 προς το δίκαιο της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Όταν βάσει του δικαίου ενός κράτους μέλους ο φορολογούμενος δύναται να επιλέξει μεταξύ δύο εναλλακτικών νομικών βάσεων για την άσκηση αγωγής για την ανάκτηση φόρων που εισπράχθηκαν σε αντίθεση με τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ και η μία από αυτές τις νομικές βάσεις απολαύει μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, είναι συμβατό με τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης να θεσπίσει αυτό το κράτος μέλος νομοθετική ρύθμιση η οποία συντέμνει αυτή τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής απροειδοποίητα και αναδρομικά από την ημερομηνία της δημόσιας αναγγελίας της προταθείσας νέας νομοθετικής ρυθμίσεως;

2)      Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα αν, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φορολογούμενος άσκησε την αγωγή του χρησιμοποιώντας τη νομική βάση που απολαύει της μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, στο εθνικό δίκαιο η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της νομικής αυτής βάσεως είχε αναγνωριστεί μόνον i) πρόσφατα και ii) από κατώτερο δικαστήριο, ενώ επιβεβαιώθηκε οριστικά από την ανώτατη δικαστική αρχή μόνον αργότερα;»

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

29.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 2012. Οι εταιρίες του ομίλου Aegis, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και ανέπτυξαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιουνίου 2013.

V –    Ανάλυση

       Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

30.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον η αναδρομική και απροειδοποίητη σύντμηση της προθεσμίας παραγραφής που εφαρμόζεται στο ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων είναι σύμφωνη προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

31.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει χωριστά τις τρεις αρχές, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η αντίθεση προς μία μόνον από τις εν λόγω αρχές θα αρκούσε για να καταστήσει το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης. Έστω και αν, στην ανάλυσή μου, θα λάβω υπόψη τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, φρονώ ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η αρχή της αποτελεσματικότητας είναι ο πλέον άμεσα εφαρμοστέος κανόνας (17).

1.      Επί της αρχής της αποτελεσματικότητας

32.      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, το High Court of Justice υπέβαλε, μεταξύ άλλων, το ερώτημα κατά πόσον οι αξιώσεις που άσκησαν οι Test Claimants έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «αξιώσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών» ή «παρανόμως αφαιρεθέντων φορολογικών πλεονεκτημάτων» ή, αντιθέτως, ως «αξιώσεις αποκαταστάσεως επελθούσας ζημίας».

33.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι «απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων τα οποία αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, περιλαμβανομένου του χαρακτηρισμού των αξιώσεων που οι ζημιωθέντες εγείρουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Τα δικαστήρια αυτά υποχρεούνται, πάντως, να διασφαλίζουν ότι οι ιδιώτες διαθέτουν αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα, που τους επιτρέπουν να επιτύχουν την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου και των σχετικών με τον εν λόγω φόρο ποσών που το κράτος αυτό έχει εισπράξει ή παρακρατήσει» (18).

34.      Στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, η Συνθήκη της Λισσαβώνας κωδικοποίησε την υποχρέωση των κρατών μελών να καθιερώσουν τα απαραίτητα ένδικα βοηθήματα προκειμένου να εξασφαλιστεί «πραγματική δικαστική προστασία» (19).

35.      Σε αυτό το νομικό πλαίσιο το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί κατά πόσον οι εταιρίες του ομίλου Aegis έτυχαν «πραγματικής δικαστικής προστασίας» όσον αφορά το αίτημά τους περί επιστροφής του ACT με τον οποίο επιβαρύνθηκαν σε αντίθεση προς το δίκαιο της Ένωσης.

36.      Κατά τον Λόρδο Walker, ο οποίος εξέφρασε την κατευθυντήρια άποψη της πλειοψηφίας του Supreme Court of the United Kingdom στην παρούσα υπόθεση, η υπόθεση αυτή εμπίπτει στη νομολογία που καθιερώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση Marks & Spencer, με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αναφορικά με μέτρο ισοδύναμο προς αυτό το οποίο αφορά η διαφορά της κύριας δίκης, ότι «εθνική νομοθετική ρύθμιση περί συντομεύσεως της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παραβίαση του [δικαίου της Ένωσης] δεν αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας υπό την προϋπόθεση όχι μόνον ότι η νέα οριζόμενη προθεσμία είναι εύλογη, αλλά επίσης ότι η νέα νομοθετική ρύθμιση περιέχει μεταβατικό καθεστώς που παρέχει στους ιδιώτες αρκετό χρόνο, μετά την έκδοσή της, για την υποβολή αιτήσεων επιστροφής υπό το καθεστώς της προηγουμένης ρυθμίσεως. Ένα τέτοιο μεταβατικό καθεστώς είναι αναγκαίο, εφόσον η άμεση εφαρμογή μικρότερης αποσβεστικής προθεσμίας σε αυτές τις αιτήσεις θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδρομική στέρηση ορισμένων ιδιωτών του δικαιώματός τους επιστροφής ή θα τους άφηνε ένα πολύ μικρό περιθώριο για την προβολή αυτού του δικαιώματος» (20).

37.      Από τα προαναφερθέντα, ο Λόρδος Walker συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η έλλειψη μεταβατικού καθεστώτος σε συνδυασμό με την αναδρομική ισχύ του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 παραβίαζε την αρχή της αποτελεσματικότητας (21).

38.      Αντιθέτως, κατά τον Λόρδο Sumption, ο οποίος εξέφρασε την κατευθυντήρια άποψη της μειοψηφίας του Supreme Court of the United Kingdom, οι εταιρίες του ομίλου Aegis είχαν στη διάθεσή τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ένα αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα για να επιτύχουν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, δηλαδή το ένδικο βοήθημα Woolwich, που ανταποκρινόταν πλήρως στις υποχρεώσεις που υπέχει το Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει της Συνθήκης ΛΕΕ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι υπέκειτο σε διαφορετική προθεσμία παραγραφής, στο μέτρο που η προθεσμία αυτή άρχιζε από την ημερομηνία καταβολής του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου (22).

39.      Ο Λόρδος Sumption διέκρινε μεταξύ της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Marks & Spencer και της υπό κρίση υποθέσεως, υπό την έννοια ότι η Marks & Spencer plc είχε στη διάθεσή της, για να απαιτήσει την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ), ένα μόνον αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα, η προθεσμία παραγραφής του οποίου είχε εκ των υστέρων συντμηθεί, ενώ, στην υπό κρίση υπόθεση, οι εταιρίες του ομίλου Aegis είχαν πάντοτε στη διάθεσή τους ένα άλλο αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα, η προθεσμία παραγραφής του οποίου δεν επηρεάστηκε από το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, δηλαδή το ένδικο βοήθημα Woolwich (23). Για τον λόγο αυτό, ο Λόρδος Sumption θεώρησε ότι η ύπαρξη και η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος Woolwich αρκούσαν για να εξασφαλιστεί η τήρηση εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει του δικαίου της Ένωσης (24).

40.      Αυτή η διάσταση απόψεων μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας του Supreme Court of the United Kingdom οδήγησε στην υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με τη συμφωνία του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 προς το δίκαιο της Ένωσης. Απόκειται συνεπώς στο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσον η προαναφερθείσα νομολογία της αποφάσεως Marks & Spencer εκτείνεται και στις περιπτώσεις στις οποίες, όπως εν προκειμένω, ο ενάγων έχει στη διάθεσή του δύο ένδικα βοηθήματα και η εθνική νομοθεσία συντέμνει αναδρομικώς και χωρίς να προβλέπει μεταβατικό καθεστώς την προθεσμία παραγραφής εκείνου του ενδίκου βοηθήματος που έχει ήδη επιλέξει ο ενάγων.

41.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει την άποψη ότι το ένδικο βοήθημα Woolwich συνιστά για τις εταιρίες του ομίλου Aegis ένα ένδικο βοήθημα που διασφαλίζει πλήρως πραγματική δικαστική προστασία για την αναζήτηση των επιβληθέντων ή εισπραχθέντων κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης φόρων, ενώ η τροποποίηση της προθεσμίας παραγραφής που έλαβε χώρα με το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 ουδόλως έθιξε την εφαρμοζόμενη στο εν λόγω ένδικο βοήθημα προθεσμία παραγραφής.

42.      Από την πλευρά τους, οι εταιρίες του ομίλου Aegis υποστηρίζουν ότι αυτή η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προαναφερθείσας αποφάσεως Marks & Spencer. Επισημαίνουν ότι η παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας στην εν λόγω απόφαση δεν συνίστατο στο γεγονός της μη παροχής αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος για την επιστροφή του παρανόμως καταβληθέντος ΦΠΑ ή στο γεγονός της μη προβλέψεως εύλογης προθεσμίας, αλλά στο γεγονός ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος του εθνικού δικαίου για την επιστροφή του παρανόμως εισπραχθέντος ΦΠΑ συντμήθηκε απροειδοποίητα και αναδρομικά, αιφνιδιάζοντας τους φορολογούμενους και εμποδίζοντάς τους να ασκήσουν εγκαίρως ένδικα βοηθήματα αναφερόμενα σε ορισμένες προγενέστερες περιόδους.

43.      Από την πλευρά της η Επιτροπή, έστω και αν συντάσσεται με την άποψη που υποστηρίζουν οι βρετανικές φορολογικές αρχές, σύμφωνα με την οποία το ένδικο βοήθημα Woolwich συνιστά ένδικο βοήθημα που διασφαλίζει πραγματική δικαστική προστασία, εκτιμά ότι αυτό δεν σημαίνει ότι το έτερο ένδικο βοήθημα μπορεί στην πραγματικότητα να καταργηθεί απροειδοποίητα με την τροποποίηση των προθεσμιών παραγραφής (25). Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο παραλληλισμός με την προαναφερθείσα υπόθεση Marks & Spencer είναι καταφανής και δεν βλέπει κάποιο λόγο που θα δικαιολογούσε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό που έγινε δεκτό στην εν λόγω υπόθεση, δηλαδή ότι το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας.

44.      Κατά την άποψή μου, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας αποφάσεως Marks & Spencer, ορθά οι εταιρίες του ομίλου Aegis καθώς και η Επιτροπή εκφράζουν την άποψη ότι το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας.

45.      Η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν απαιτεί, βέβαια, από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν περισσότερα του ενός ένδικα βοηθήματα προκειμένου να μπορέσουν οι διοικούμενοι να διασφαλίσουν τα δικαιώματα που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης.

46.      Πράγματι, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαιτεί απλώς τα κράτη μέλη να θεσπίζουν «τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». Η υποχρέωση αυτή αφήνει στα κράτη μέλη περιθώριο διακριτικής ευχέρειας κατά την άσκηση της δικονομικής τους αυτονομίας και τους επιτρέπει να καθορίσουν τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (26).

47.      Εντούτοις, εάν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, ένα κράτος μέλος θέτει περισσότερα ένδικα βοηθήματα στη διάθεση των ιδιωτών, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει καθένα από αυτά να διασφαλίζει πραγματική δικαστική προστασία και ένα ένδικο βοήθημα μπορεί να προσφέρει «πραγματική» προστασία μόνον εφόσον είναι εκ των προτέρων γνωστές οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να φέρει αποτέλεσμα.

48.      Πράγματι, από τη στιγμή που οι φορολογούμενοι επιλέξουν ένα από τα εθνικά ένδικα βοηθήματα που προσφέρει το εθνικό δίκαιο (στην προκειμένη περίπτωση το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson) ή χρησιμοποιήσουν το μοναδικό διαθέσιμο εθνικό ένδικο βοήθημα, πρέπει να απολαύουν της προστασίας των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

49.      Κατά συνέπεια, η τροποποίηση με τον δημοσιονομικό νόμο του 2004 της προθεσμίας προσφυγής που εφαρμόζεται σε ένδικο βοήθημα, το οποίο θα μπορούσε να έχει επιλεγεί από τους ιδιώτες, με αναδρομική ισχύ και χωρίς να προβλέπεται μεταβατικό καθεστώς, καθιστά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που τους απονέμει το δίκαιο της Ένωσης.

50.      Το γεγονός ότι θα μπορούσαν να είχαν επιλέξει άλλο ένδικο βοήθημα, απολύτως σύμφωνο προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Εξάλλου, αν γινόταν δεκτή η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, τα κράτη μέλη θα είχαν πάντοτε τη δυνατότητα να αφήνουν τον ενάγοντα να επιλέγει το ένδικο βοήθημα που του ταιριάζει καλύτερα και, ακολούθως, να τροποποιούν απροειδοποίητα και χωρίς να προβλέπουν μεταβατικό καθεστώς, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το ήδη επιλεγέν ένδικο βοήθημα μπορεί να γίνει δεκτό. Το αποτέλεσμα αυτό θα καθιστούσε κενή περιεχομένου την αρχή της αποτελεσματικότητας και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

51.      Όπως επισημαίνει, εξάλλου, ο Λόρδος Walker, το γεγονός ότι οι εταιρίες του ομίλου Aegis δεν θα μπορούσαν να παραπονεθούν σε περίπτωση που δεν είχε ποτέ υπάρξει το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980 δεν είναι καθοριστικό όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας (27). Το ίδιο θα συνέβαινε σε περίπτωση που δεν είχε ποτέ υπάρξει το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson.

52.      Διευκρινίζω ότι δεν προβάλλεται κατά του Ηνωμένου Βασιλείου η αιτίαση ότι συνέτμησε την προθεσμία παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson, αλλά, όπως υπογραμμίζουν οι εταιρίες του ομίλου Aegis, ότι το έπραξε με αναδρομική ισχύ, θίγοντας τα εκκρεμή ένδικα βοηθήματα και χωρίς να προβλέψει μεταβατικό καθεστώς, όπως επιτάσσει το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Marks & Spencer. Κατά πάγια νομολογία «ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίσει, μετά την έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι ορισμένη νομοθετική ρύθμιση αντιβαίνει στη Συνθήκη, διαδικαστικό κανόνα ο οποίος να μειώνει ειδικά τις δυνατότητες αναζητήσεως των φόρων οι οποίοι έχουν αχρεωστήτως εισπραχθεί δυνάμει της εν λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως» (28).

53.      Εξάλλου, η ύπαρξη ενός ή δύο ενδίκων βοηθημάτων στην προαναφερθείσα υπόθεση Marks & Spencer δεν έχει συνέπειες στην υπό κρίση υπόθεση, διότι οι διασφαλίσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας εφαρμόζονται σε κάθε ένδικο βοήθημα που το εθνικό δίκαιο θέτει στη διάθεση των εναγόντων για την επιστροφή των φόρων που αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης.

54.      Το συμπέρασμα αυτό επαναλαμβάνεται σε παρεμφερείς υποθέσεις επί των οποίων αποφάνθηκε το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε, αναφορικά με φορολογικό σύστημα που περιόριζε την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ότι «η ύπαρξη επιλογής, η οποία θα καθιστούσε ενδεχομένως συμβατή μια κατάσταση με το δίκαιο της Ένωσης, δεν έχει συνεπώς ως αποτέλεσμα τη θεραπεία του παράνομου χαρακτήρα ενός συστήματος, όπως αυτό που προβλέπει η επίδικη κανονιστική ρύθμιση, που περιλαμβάνει μηχανισμό φορολογήσεως ασύμβατο με το εν λόγω δίκαιο» (29). Κατά συνέπεια, η ύπαρξη, πέραν του ενδίκου βοηθήματος που είναι αντίθετο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, και ενός έτερου ενδίκου βοηθήματος που δεν αντίκειται στην αρχή αυτή, δεν είναι ικανή να αποκλείσει την ασυμβατότητα του πρώτου ενδίκου βοηθήματος προς το δίκαιο της Ένωσης.

55.      Για τους λόγους αυτούς, συμμερίζομαι την άποψη της πλειοψηφίας των μελών του Supreme Court of the United Kingdom, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 είναι αντίθετο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.

56.      Έστω και αν το συμπέρασμα αυτό αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης, θα εξετάσω το ζήτημα αυτό υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η εξέταση αυτή θα ενισχύσει το πρώτο συμπέρασμά μου.

2.      Οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

57.      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αλληλοκαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό.

58.      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι τα κράτη μέλη μπορούσαν, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον φορολογούμενο όσο και τη διοίκηση, να καθορίζουν εύλογες αποσβεστικές προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων (30).

59.      Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι, κατά την πάγια νομολογία του, «η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να την τηρούν κατά την άσκηση των εξουσιών που τους απονέμουν οι [οδηγίες της Ένωσης]» (31) και ότι «μια τροποποίηση εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως που στερεί τον ιδιώτη, με αναδρομικό αποτέλεσμα, ενός δικαιώματος εκπτώσεως που απέκτησε βάσει του δικαίου [της Ένωσης] αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης» (32).

60.      Κατά την άποψη του Λόρδου Sumption, την οποία συμμερίζεται η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 είναι σύμφωνο προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (33). Ο Λόρδος Sumption φρονεί ότι οι εταιρίες του ομίλου Aegis δεν μπορούσαν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980, λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες παρεχόταν το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson σύμφωνα με την απόφαση DMG.

61.      Ειδικότερα, ο Λόρδος Sumption εκκινεί από την αρχή ότι τα αγγλικά δικαστήρια μπορούν να δημιουργήσουν νέες νομικές βάσεις αγωγής, αλλά ο καθορισμός των προθεσμιών παραγραφής εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου. Εκτιμά ότι η συντομία του διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως DMG, στις 18 Ιουλίου 2003, και της ανακοινώσεως της θεσπίσεως του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, η βεβαιότητα ότι η φορολογική διοίκηση θα προσέβαλλε με έφεση την εν λόγω απόφαση και η αβεβαιότητα όσον αφορά το αποτέλεσμα της εν λόγω εφέσεως συνεπάγονταν ότι οι εταιρίες του ομίλου Aegis δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson.

62.      Κατά συνέπεια, κατά την άποψη του Λόρδου Sumption και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, το Κοινοβούλιο, θεσπίζοντας το άρθρο 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, έκανε νόμιμη χρήση της εξουσίας να καθορίσει την προθεσμία παραγραφής για το νέο, κατά τον χρόνο εκείνο, ένδικο βοήθημα για την επιστροφή των φόρων που είχαν καταβληθεί λόγω πλάνης περί το δίκαιο, το οποίο είχε μόλις αναγνωριστεί με την απόφαση DMG της 18ης Ιουλίου 2003. Στη βάση αυτή, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσπάθησε και πάλι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να προβεί σε διάκριση μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της προαναφερθείσας υποθέσεως Marks & Spencer, η οποία αφορούσε, κατά την άποψή της, την κατάργηση ήδη υφισταμένου στο αγγλικό δίκαιο ενδίκου βοηθήματος.

63.      Εξάλλου, ο Λόρδος Sumption, υποστηριζόμενος και ως προς το ζήτημα αυτό από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αντιτίθεται στην άποψη της πλειοψηφίας των μελών του Supreme Court of the United Kingdom, σύμφωνα με την οποία οι εταιρίες του ομίλου Aegis μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων Woolwich και Kleinwort Benson λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα των δικαστικών αποφάσεων, που συνεπάγεται ότι η δικαστική απόφαση δηλώνει την έννομη κατάσταση όπως αυτή υπήρξε πάντοτε, παρά την αβεβαιότητα που θα μπορούσαν να έχουν οι ιδιώτες πριν τη δημοσίευση της αποφάσεως.

64.      Από την πλευρά της, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν ασκεί επιρροή το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, πριν την απόφαση Kleinwort Benson του House of Lords, κανείς δεν μπορούσε δικαιολογημένα να προσδοκά ότι θα δημιουργηθεί ένδικο βοήθημα για τις αγωγές απόδοσης αχρεωστήτως καταβληθέντων με τις οποίες επιδιώκεται η επιστροφή φόρων που καταβλήθηκαν λόγω πλάνης περί το δίκαιο. Αντιθέτως, το ζήτημα που ανακύπτει είναι τι μπορούσαν να προσδοκούν οι φορολογούμενοι μετά την εν λόγω απόφαση και αμέσως πριν την επίσημη ανακοίνωση της θεσπίσεως του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004. Κατά την άποψη της Επιτροπής, όσο το Court of Appeal (England & Wales) και το House of Lords δεν είχαν αποφανθεί διαφορετικά, οι φορολογούμενοι δικαιούντο να θεωρούν ότι είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν το εν λόγω ένδικο βοήθημα.

65.      Φρονώ ότι η άποψη του Λόρδου Sumption και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

66.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν απόκειται σε αυτό να αποφαίνεται επί της ερμηνείας και της εφαρμογής εθνικών διατάξεων ή να διαπιστώνει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, απόκειται στο Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το προδικαστικό ερώτημα, όπως το εξειδικεύει η απόφαση περί παραπομπής (34).

67.      Δεν απόκειται, συνεπώς, στο Δικαστήριο να καθορίσει το ισχύον αγγλικό δίκαιο ούτε και να αποφασίσει αν πρέπει να υιοθετηθεί η θεωρία του αναγνωριστικού χαρακτήρα των δικαστικών αποφάσεων όπως αυτή γίνεται δεκτή από την πλειοψηφία του Supreme Court of the United Kingdom. Η αφετηρία της αναλύσεώς μου συνίσταται στο ότι, όπως δέχεται η πλειοψηφία των μελών του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, οι εταιρίες του ομίλου Aegis μπορούσαν, μέχρι τη θέση σε ισχύ του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004, να επιλέξουν μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων Woolwich και Kleinwort Benson για την αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ACT.

68.      Το αργότερο από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως DMG, στις 18 Ιουλίου 2003, το αγγλικό δίκαιο αναγνώριζε ότι, για την απαίτηση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, οι φορολογούμενοι είχαν στη διάθεσή τους το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson με την προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου περί παραγραφής του 1980.

69.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επέμεινε πολύ στο γεγονός ότι, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως DMG, δεν ήταν βέβαιο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα επιβεβαίωνε την εν λόγω απόφαση και, κατά συνέπεια, κατά τον χρόνο αυτό, οι εταιρίες του ομίλου Aegis δεν μπορούσαν δικαιολογημένα να υπολογίζουν στη θετική τελική έκβαση του ενδίκου βοηθήματός τους Kleinwort Benson.

70.      Για τις εταιρίες του ομίλου Aegis, δεν ήταν αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Αντιθέτως, ισχυρίζονται ότι, κατά τον χρόνο καταθέσεως της αγωγής τους, στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, μπορούσαν δικαιολογημένα να προσδοκούν ότι τα αγγλικά δικαστήρια θα έκριναν την αγωγή τους βάσει του ισχύοντος κατά τον χρόνο καταθέσεως της εν λόγω αγωγής δικαίου.

71.      Ως προς το ζήτημα αυτό, συμμερίζομαι την άποψη του Λορδου Hope και του Λόρδου Reed, σύμφωνα με την οποία οι εταιρίες του ομίλου Aegis είχαν το δικαίωμα να προσδοκούν, σύμφωνα με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ότι δεν θα τους στερήσει το δικαίωμα αυτό ένας νόμος που, πολλούς μήνες μετά την άσκηση της εν λόγω αγωγής, τροποποιεί την προθεσμία παραγραφής, και μάλιστα απροειδοποίητα και με αναδρομική ισχύ (35).

72.      Με το αίτημά της για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρθηκε στα ποσά τα οποία αφορά η υπό κρίση υπόθεση. Εκτιμά ότι το αίτημα επιστροφής των εταιρειών του ομίλου Aegis ανέρχεται σε τουλάχιστον 2 δισεκατομμύρια λίρες στερλίνες και ότι οι οικονομικές συνέπειες για το Δημόσιο θα ανέρχονταν, έναντι άλλων εναγόντων, σε πολλά δισεκατομμύρια λίρες στερλίνες. Τίθεται, συνεπώς, κατά την άποψή της, ζήτημα προστασίας του δημοσίου συμφέροντος να μη διαταραχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα.

73.      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο, κρίνοντας τους φόρους τους οποίους αφορά η υπό κρίση υπόθεση αντίθετους προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της νομολογίας του, το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, διότι διαφορετικά η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων θα ετύγχανε διαφορετικής μεταχειρίσεως αναλόγως του αν οι εν λόγω φόροι αφορούν ή όχι σημαντικά ποσά.

74.      Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επιστροφής επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν σε κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμονται στους διοικούμενους από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες απαγορεύουν τέτοιες επιβαρύνσεις (36). Η υποχρέωση αυτή γνωρίζει μία μόνον εξαίρεση, στην περίπτωση που το σύνολο της φορολογικής επιβαρύνσεως μετακυλίστηκε σε τρίτο πρόσωπο και η επιστροφή της επιβαρύνσεως θα συνεπαγόταν για τον υποκείμενο στον φόρο αδικαιολόγητο πλουτισμό (37). Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

75.      Περαιτέρω, με τις πρόσφατες αποφάσεις του Irimie και Littlewoods Retail κ.λπ., το Δικαστήριο, στηριζόμενο στις προαναφερθείσες αποφάσεις του Metallgesellschaft κ.λπ. καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, έκρινε ότι τα κράτη μέλη είχαν υποχρέωση να επιστρέψουν εντόκως τα ποσά των φόρων που εισέπραξαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (38).

76.      Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν βάσει του δικαίου ενός κράτους μέλους ο φορολογούμενος δύναται να επιλέξει μεταξύ δύο ενδίκων βοηθημάτων για να ζητήσει την ανάκτηση φόρων που εισπράχθηκαν σε αντίθεση με τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ και το ένα από αυτά τα ένδικα βοηθήματα απολαύει μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, η νομοθετική ρύθμιση του εν λόγω κράτους μέλους που θεσπίστηκε μετά την άσκηση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος και συντέμνει τη μεγαλύτερη αυτή προθεσμία παραγραφής, και μάλιστα απροειδοποίητα και αναδρομικά, προσκρούει στις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

       Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

77.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον έχει οποιαδήποτε σημασία για την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι εταιρίες του ομίλου Aegis άσκησαν το ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson, δηλαδή στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως αυτού του ενδίκου βοηθήματος είχε αναγνωριστεί μόνον πρόσφατα (εν προκειμένω με την απόφαση DMG) και από κατώτερο δικαστήριο [εν προκειμένω το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division] ενώ επιβεβαιώθηκε οριστικά από την ανώτατη δικαστική αρχή μόνον αργότερα (εν προκειμένω, στις 25 Οκτωβρίου 2006, από το House of Lords).

78.      Το εν λόγω δεύτερο ερώτημα συνδέεται προφανώς με την άποψη που υποστήριξαν ο Λόρδος Sumption και ο Λόρδος Brown, σύμφωνα με την οποία η εφαρμοστέα εν προκειμένω αρχή είναι αυτή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πράγματι, οι επισημάνσεις σχετικά με τη χρονική εγγύτητα της ημερομηνίας θέσεως του άρθρου 320 του δημοσιονομικού νόμου του 2004 σε ισχύ και της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της αποφάσεως DMG, καθώς και σχετικά με την αβεβαιότητα όσον αφορά την ενδεχόμενη επιβεβαίωση της εν λόγω αποφάσεως από το House of Lords, συνδέονται με το ερώτημα κατά πόσον, στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, οι εταιρίες του ομίλου Aegis μπορούσαν δικαιολογημένα να προσδοκούν ότι το εν λόγω άρθρο 320 δεν θα έθιγε το ένδικο βοήθημά τους Kleinwort Benson.

79.      Λαμβανομένων υπόψη όσων ανέφερα σχετικά με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. σημεία 65 έως 70 των παρουσών προτάσεων), φρονώ ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

VI – Πρόταση

80.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom:

«1.      Όταν, βάσει του δικαίου ενός κράτους μέλους, ο φορολογούμενος δύναται να επιλέξει μεταξύ δύο ενδίκων βοηθημάτων για να ζητήσει την ανάκτηση φόρων που εισπράχθηκαν σε αντίθεση με τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ και το ένα από αυτά τα ένδικα βοηθήματα απολαύει μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, η νομοθετική ρύθμιση του εν λόγω κράτους μέλους που θεσπίστηκε μετά την άσκηση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος και συντέμνει τη μεγαλύτερη αυτή προθεσμία παραγραφής, και μάλιστα απροειδοποίητα και αναδρομικά, προσκρούει στις αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2.      Δεν έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι εταιρίες του ομίλου Aegis άσκησαν την αγωγή τους, χρησιμοποιώντας το ένδικο βοήθημα με τη μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής, το ένδικο αυτό βοήθημα είχε αναγνωριστεί μόνον i) πρόσφατα, ii) από κατώτερο δικαστήριο, ενώ επιβεβαιώθηκε οριστικά από την ανώτατη δικαστική αρχή μόνον αργότερα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I-11753).


3 – Βλ. απόφαση Test Claimants Franked Investment Income Group Litigation κατά The Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs [2008] EWHC 2893 (Ch), [2009] STC 254.


4 – Βλ. απόφαση Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation κατά Commissioners of Inland Revenue and another [2010] EWCA Civ 103.


5 – Βλ. απόφαση C-35/11, Test Claimants in the FII Group.


6 – Βλ. απόφαση Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation κατά Commissioners of Inland Revenue and another [2012] UKSC 19 [στο εξής: απόφαση Test Claimants FII (αριθ. 3)].


7 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer (Συλλογή 2002, σ. I-6325, σκέψεις 34 έως 47).


8 – Η κατάσταση άλλαξε τον Απρίλιο του 2010 με τη θέσπιση, με τον δημοσιονομικό νόμο του 2009 (Finance Act 2009), ενός νέου ενδίκου βοηθήματος για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, με τετραετή προθεσμία παραγραφής. Αυτό το νέο ένδικο βοήθημα αντικατέστησε τα ένδικα βοηθήματα Woolwich και Kleinwort Benson στον τομέα της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων.


9 – Βλ. απόφαση Woolwich Equitable Building Society κατά Inland Revenue Commrs [1993] AC 70 (HL).


10 – Βλ. την απόφαση του Λόρδου Walker στην υπόθεση Test Claimants FII (αριθ. 3), σημείο 79.


11 – Βλ. απόφαση Kleinwort Benson Ltd κατά Lincoln City Council [1999] 2 AC 349 (HL).


12 – Βλ. απόφαση Deutsche Morgan Grenfell plc κατά Inland Revenue Commrs [2003] EWHC 1779 (Ch), [2003] 4 All ER 645 (στο εξής: απόφαση DMG).


13 – Βλ., συναφώς, την απόφαση του Λόρδου Walker στην υπόθεση Test Claimants FII (αριθ. 3), σημεία 28 έως 33. Βλ., επίσης, απόφαση Deutsche Morgan Grenfell plc κατά Inland Revenue Commrs [2006] UKHL 49, [2007] 1 AC 558, 564.


14 – Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, C-397/98 και C-410/98 (Συλλογή 2001, σ. I-1727).


15 – Βλ., συναφώς, το δελτίο Τύπου της Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 2012 (IP/12/64).


16 – Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως της 23ης Μαΐου 2012 και ότι, εξ όσων γνωρίζει, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε τροποποιήσει το άρθρο 107 του δημοσιονομικού νόμου του 2007.


17 – Μόνον η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση τίθεται θέμα εφαρμογής της αρχής της ισοδυναμίας και όχι της αρχής της αποτελεσματικότητας. Κατά την άποψή μου, τούτο δεν ισχύει. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι οι κανόνες που αφορούν το ένδικο βοήθημα Woolwich καθώς και αυτοί που εφαρμόζονται στο ένδικο βοήθημα Kleinwort Benson τυγχάνουν εφαρμογής στην επιστροφή όλων των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, είτε αυτοί αντίκεινται στο εσωτερικό δίκαιο είτε στο δίκαιο της Ένωσης. Δεν τίθεται συνεπώς θέμα ισοδυναμίας.


18 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation (σκέψη 220). Η υπογράμμιση δική μου.


19 – Η εν λόγω υποχρέωση απέρρεε ήδη από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψεις 39 και 41).


20 – Προπαρατεθείσα απόφαση Marks & Spencer (σκέψη 38).


21 – Βλ. την απόφαση του Λόρδου Walker στην υπόθεση Test Claimants FII (αρ. 3), σημεία 111 έως 115.


22 – Βλ. την απόφαση του Λόρδου Sumption στην υπόθεση Test Claimants FII (αρ. 3), σημείο 142.


23 – Όπ.π. (σκέψη 197). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επέμεινε στη διάκριση αυτή, ενώ, αντιθέτως, οι εταιρίες του ομίλου Aegis υποστήριξαν ότι, στην προαναφερθείσα υπόθεση Marks & Spencer, ο ενάγων μπορούσε επίσης να επιλέξει μεταξύ δύο ενδίκων βοηθημάτων, δηλαδή ενός ενδίκου βοηθήματος για την επιστροφή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος από τις φορολογικές αρχές ΦΠΑ και ενός έτερου ενδίκου βοηθήματος για την επιστροφή του ΦΠΑ που κατέβαλε ο φορολογούμενος συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο.


24 – Όπ.π. (σκέψη 199).


25 – Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου είχε, αναμφίβολα, το δικαίωμα να συντμήσει την προθεσμία παραγραφής του ενδίκου βοηθήματος Kleinwort Benson προκειμένου να περιορίσει την υποχρέωσή της να επιστρέψει τον αχρεωστήτως εισπραχθέντα ACT, ήταν όμως υποχρεωμένη να παράσχει περίοδο χάριτος στους φορολογούμενους, ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν τα ένδικα βοηθήματά τους. Κατά την άποψη της Επιτροπής, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, μια περίοδος δύο μηνών θα ήταν αρκετή για την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως.


26 – Βλ. το σημείο 22 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, C-565/11, Irimie.


27 – Βλ. την απόφαση του Λόρδου Walker στην υπόθεση Test Claimants FII (αριθ. 3), σημείο 114.


28 – Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1988, 240/87, Deville (Συλλογή 1988, σ. 3513, σκέψη 13). Βλ., επίσης, στο ίδιο πνεύμα, προπαρατεθείσα απόφαση Marks & Spencer (σκέψη 36).


29 – Αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C-168/11, Beker (σκέψη 62). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation, (σκέψη 462) και απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, C-440/08, Gielen (Συλλογή 2010, σ. Ι-2323, σκέψη 53).


30 –       Βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-228/96, Aprile (Συλλογή 1998, σ. I-7141, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. επίσης προπαρατεθείσα απόφαση Marks & Spencer (σκέψη 35).


31 – Προπαρατεθείσα απόφαση Marks & Spencer (σκέψη 44). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, 316/86, Krücken (Συλλογή 1988, σ. 2213, σκέψη 22)· της 1ης Απριλίου 1993, C-31/91 έως C-44/91, Lageder κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I-1761, σκέψη 33)· της 3ης Δεκεμβρίου 1998, C-381/97, Belgocodex (Συλλογή 1998, σ. I-8153, σκέψη 26), καθώς και της 8ης Ιουνίου 2000, C-396/98, Schloßstrasse (Συλλογή 2000, σ. I-4279, σκέψη 44).


32 – Προπαρατεθείσα απόφαση Marks & Spencer (σκέψη 45). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Schloßstrasse (σκέψη 47).


33 – Βλ. την απόφαση του Λόρδου Sumption στην υπόθεση Test Claimants FII (αρ. 3), σημεία 200 έως 202 .


34 – Βλ. αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2003, C-153/02, Neri (Συλλογή 2003, σ. I-13555, σκέψεις 34 και 35), καθώς και της 29ης Απριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri (Συλλογή 2004, σ. I-5257, σκέψη 42).


35 – Βλ. την απόφαση του Λόρδου Hope στην υπόθεση Test Claimants FII (αριθ. 3), σημείο 19 και την απόφαση του Λόρδου Reed στην ίδια υπόθεση, σημείο 243.


36 – Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 199/82, San Giorgio (Συλλογή 1983, σ. 3595, σκέψη 12)·προπαρατεθείσα απόφαση Metallgesellschaft κ.λπ. (σκέψη 84), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in the FII Group Litigation (σκέψη 202).


37 – Βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253, σκέψη 26)·της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C-441/98 και C-442/98, Μιχαηλίδης (Συλλογή 2000, σ. I-7145, σκέψη 33), καθώς και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-147/01, Weber’s Wine World κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-11365, σκέψεις 94 και 102).


38 – Προπαρατεθείσα απόφαση Irimie, (σκέψεις 21 και 22), καθώς και απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C-591/10, Littlewoods Retail κ.λπ. (σκέψεις 25 και 26).