Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (1)

Υπόθεση C-560/13

Finanzamt Ulm

κατά

Ingeborg Wagner-Raith, ως διαδόχου της Μaria Schweier

[αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Μη υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα — Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Άρθρο 73 Γ της Συνθήκης ΕΚ — Άρθρο 57 ΕΚ — Ρήτρα “standstill” — Τρίτες χώρες — Υπερπόντιες χώρες και εδάφη (ΥΧΕ) — Ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την κατ’ αποκοπήν φορολόγηση εισοδημάτων προερχομένων από αλλοδαπά επενδυτικά κεφάλαια που δεν διαβιβάζουν λεπτομερή ανακοίνωση σχετικά με τα κέρδη των επενδυτών (“schwarze Fonds”) — Παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών — Άμεσες επενδύσεις»





I –    Εισαγωγή

1.        Με την κρινόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Bundesfinanzhof (Γερμανία) ερωτά ποιο είναι το περιεχόμενο της εκφράσεως «κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις [ή] παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» η οποία περιέχεται στο άρθρο 73 Γ της Συνθήκης ΕΚ και, από την 1η Μαΐου 1999, στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ (2).

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ι. Wagner-Raith, διαδόχου της M. Schweier, και του Finanzamt Ulm, σχετικής με τη φορολόγηση εισοδημάτων από κεφάλαια, προερχομένων από μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων που εδρεύουν στις Νήσους Κάιμαν κατά τα φορολογικά έτη 1997 έως 2003.

3.        Δεν αμφισβητείται ότι, καθ’ όλο το επίμαχο διάστημα, η φορολογία στη Γερμανία των μεριδιούχων επενδυτικών κεφαλαίων διεπόταν από τον νόμο για τη διάθεση μεριδίων αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων και τη φορολόγηση των εισοδημάτων από μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων (Gesetz über den Vertrieb ausländischer Investmentanteile und über die Besteuerung der Erträge aus ausländischen Investmentanteilen) (3) (στο εξής: AuslInvestmG), ο οποίος διέκρινε τρεις κατηγορίες αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία αποκαλούνταν αντιστοίχως στην καθομιλουμένη «λευκά», «γκρίζα» και «μαύρα», ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο τηρούσαν τις διατάξεις του AuslInvestmG.

4.        Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, του AuslInvestmG, ένα επενδυτικό κεφάλαιο υπαγόταν στην πρώτη κατηγορία εάν η αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων είτε είχε ανακοινώσει στη γερμανική ελεγκτική αρχή την πρόθεσή της να διανείμει στο γερμανικό κοινό μερίδια των αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων, είτε, στην περίπτωση κατά την οποία τα μερίδια ήταν εισηγμένα στην επίσημη αγορά ή στη ρυθμιζόμενη αγορά γερμανικού Χρηματιστηρίου, είχε διορίσει εκπρόσωπο εγκατεστημένο στη Γερμανία και πληρούσε επιπλέον ορισμένες απαιτήσεις κοινοποιήσεων και δημοσιότητας. Στην περίπτωση αυτή, οι μεριδιούχοι φορολογούνταν σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις ίδιες αρχές «διαφάνειας» που ίσχυαν για τους μεριδιούχους επενδυτικού κεφαλαίου το οποίο διαχειριζόταν γερμανική εταιρία επενδύσεων, δηλαδή ως εάν είχαν πραγματοποιήσει οι ίδιοι απευθείας τα εισοδήματα που αποκόμιζαν από τη συμμετοχή τους στο συλλογικό χαρτοφυλάκιο (4). Η βάση επιβολής του φόρου υπολογιζόταν επί των πράγματι διανεμηθέντων κερδών, καθώς και επί ορισμένων εισοδημάτων εξομοιούμενων με τα εν λόγω κέρδη (5).

5.        Εάν η αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 3, του AuslInvestmG, αλλά αποδείκνυε, προσκομίζοντας τα σχετικά έγγραφα, τη διανομή πραγματικών κερδών και ορισμένα «εισοδήματα εξομοιούμενα με τα διανεμηθέντα», επιπλέον δε διόριζε εκπρόσωπο εγκατεστημένο στη Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του AuslInvestmG, το επενδυτικό κεφάλαιο υπαγόταν στην κατηγορία των λεγόμενων «γκρίζων» επενδυτικών κεφαλαίων. Στην περίπτωση αυτή, η φορολογία των μεριδιούχων πραγματοποιούνταν κατ’ αρχήν κατά τον ίδιο τρόπο όπως και για τα λεγόμενα «λευκά» επενδυτικά κεφάλαια, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του AuslInvestmG.

6.        Αν η αλλοδαπή εταιρία επενδύσεων δεν πληρούσε ούτε τις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 3, του AuslInvestmG ούτε τις απαιτήσεις του άρθρου 18, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, το επενδυτικό κεφάλαιο εθεωρείτο «μαύρο» και η φορολογία των μεριδιούχων διεπόταν από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG. Βάσει της εν λόγω διατάξεως, εθεωρείτο ότι διανεμόταν και καταλογιζόταν στους μεριδιούχους ένα κατ’ αποκοπήν ποσό που αντιπροσώπευε το 90 % της υπεραξίας η οποία προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας τιμής εξαγοράς του μεριδίου εντός του ημερολογιακού έτους, με ελάχιστο ποσό το 10 % της τελευταίας τιμής εξαγοράς που καθορίστηκε κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους. Αν δεν είχε καθοριστεί τιμή εξαγοράς, εφαρμοζόταν η χρηματιστηριακή τιμή ή η αγοραία τιμή. Το κατ’ αποκοπήν αυτό ποσό ήταν υποχρεωτικό και δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η εφαρμογή του, για παράδειγμα διά της προσκομίσεως αποδείξεων περί του εναντίου βασιζομένων σε λογιστικά έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι είχαν αποκομισθεί εισοδήματα που δεν είχαν διανεμηθεί στους μεριδιούχους.

7.        Η διαφορά της κύριας δίκης προέκυψε ακριβώς από την εφαρμογή του καθεστώτος κατ’ αποκοπήν φορολογίας των εισοδημάτων από κεφάλαια προερχόμενα από μαύρα επενδυτικά κεφάλαια.

8.        Η Μ. Schweier, η οποία διατηρούσε λογαριασμό κινητών αξιών στην τράπεζα LGT Bank in Liechtenstein AG (στο εξής: LGT Bank) που περιείχε, μεταξύ άλλων, μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων με έδρα τις Nήσους Κάιμαν, δήλωσε στις γερμανικές φορολογικές αρχές τα εισοδήματά της για τα έτη 1997 έως 2003, επισυνάπτοντας έγγραφα που είχε θέσει στη διάθεσή της η τράπεζα LGT, βασιζόμενη στο άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG.

9.        Οι γερμανικές φορολογικές αρχές τροποποίησαν τις πράξεις επιβολής φόρου για τα εν λόγω έτη και προσδιόρισαν, για κάθε επίμαχο έτος, το ύψος των εισοδημάτων από κινητές αξίες της Μ. Schweier τα οποία προέρχονταν από τα επενδυτικά κεφάλαια που ήταν κατατεθειμένα στην τράπεζα LGT Bank, σε συνολικό ποσό άνω των 623 000 ευρώ.

10.      Η Μ. Schweier υπέβαλε διοικητική προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως επικαλούμενη ασυμβατότητα της κατ’ αποκοπήν φορολογίας την οποία προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και ζήτησε να υπολογίσουν οι γερμανικές φορολογικές αρχές τα πραγματικά της εισοδήματα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, έθεσε δε στη διάθεσή τους τα απαραίτητα προς τούτο έγγραφα και υπολογισμούς.

11.      Κατόπιν της απορρίψεως της διοικητικής προσφυγής της από τις φορολογικές αρχές, η Μ. Schweier άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Baden-Württemberg, το οποίο τη δέχθηκε κατά το ουσιώδες μέρος της, κρίνοντας ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG αντιβαίνει προς την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Κατόπιν τούτου, το εν λόγω δικαστήριο τροποποίησε τον υπολογισμό του ύψους των εισοδημάτων από κινητές αξίες που αποκόμισε η Μ. Schweier κάθε ένα από τα επίμαχα φορολογικά έτη, βασιζόμενο στα πραγματικά εισοδήματα που είχε υπολογίσει η προσφεύγουσα. Το συνολικό ποσό το οποίο προσδιόρισε το εν λόγω δικαστήριο ανερχόταν σε 285 000 ευρώ περίπου.

12.      Στη συνέχεια, οι γερμανικές φορολογικές αρχές υπέβαλαν αίτηση «Revision» ενώπιον του Bundesfinanzhof, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG εμπίπτει στη ρήτρα περί διατηρήσεως της ισχύουσας καταστάσεως («standstill») την οποία προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ όσον αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών. Κατά τις φορολογικές αρχές, η εν λόγω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε διαφορά όπως η κρινόμενη, διότι οι καταστάσεις τις οποίες διέπει ο AuslInvestmG εμπίπτουν είτε στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είτε στην έννοια των «άμεσων επενδύσεων» του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

13.      Μολονότι, κατά την άποψη του Bundesfinanzhof, ο AuslInvestmG πληροί τη χρονική και την προσωπική προϋπόθεση τις οποίες προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος από την 31η Δεκεμβρίου 1993 και αφορά εν προκειμένω μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζονται εταιρίες εδρεύουσες σε τρίτη χώρα, φαίνεται να μην πληροί την ουσιαστική προϋπόθεση του εν λόγω άρθρου, πράγμα που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της αιτήσεως «Revision» των γερμανικών φορολογικών αρχών. Πράγματι, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, είναι αναμφισβήτητο ότι, αν το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως τείνει να διαπιστώσει το δικαστήριο αυτό, η κατ’ αποκοπήν φορολογία την οποία προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG, σε συνδυασμό, αφενός, με το ότι είναι αδύνατο για τον επενδυτή να αποδείξει το πραγματικό ύψος των εισοδημάτων του όταν το επενδυτικό κεφάλαιο δεν πληροί τους όρους του άρθρου 17, παράγραφος 3, του ίδιου νόμου και, αφετέρου, με το ότι δεν διορίστηκε αντιπρόσωπος σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του νόμου, είναι προδήλως ασύμβατη με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων την οποία προβλέπει το άρθρο 56 ΕΚ και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 58 ΕΚ ή για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο κρίνει, παραπέμποντας στην απόφαση Cilfit κ.λπ. (6), ότι δεν είναι απαραίτητο να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 56 ΕΚ και 58 ΕΚ.

14.      Αντιθέτως, επειδή ενδέχεται να εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες αμφιβολίες όσον αφορά την έκταση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ιδίως κατόπιν της αποφάσεως VBV — Vorsorgekasse (7) η οποία αφορούσε την ερμηνεία της έννοιας των άμεσων επενδύσεων, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Στην περίπτωση συμμετοχής σε επενδυτικά κεφάλαια τρίτων χωρών, μπορεί να κριθεί ότι εθνική ρύθμιση (εν προκειμένω το άρθρο 18, παράγραφος 3, AuslInvestmG) κατά την οποία σε ημεδαπούς μεριδιούχους αλλοδαπού επενδυτικού κεφαλαίου καταλογίζονται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εκτός των μερισμάτων και πλασματικά εισοδήματα ίσα με το 90 % της διαφοράς μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας τιμής εξαγοράς του μεριδίου εντός του ημερολογιακού έτους, αλλά τουλάχιστον ίσα με το 10 % της τελευταίας τιμής εξαγοράς (ή της χρηματιστηριακής ή αγοραίας τιμής), δεν αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων κατά το άρθρο 56 ΕΚ για τον λόγο ότι η εν λόγω ρύθμιση, η οποία ισχύει από τις 31 Δεκεμβρίου 1993 χωρίς να έχει υποστεί ουσιαστικές τροποποιήσεις, είναι σχετική με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της ρήτρας περί διατηρήσεως της ισχύουσας καταστάσεως (“standstill”) του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)      Συνιστά η συμμετοχή σε επενδυτικό κεφάλαιο με ανάλογα χαρακτηριστικά, το οποίο έχει την έδρα του σε τρίτη χώρα, άμεση επένδυση κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ ή μήπως η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το κατά πόσον η συμμετοχή παρέχει στον επενδυτή, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το επενδυτικό κεφάλαιο ή για άλλους λόγους, τη δυνατότητα να συμμετέχει πραγματικά στη διαχείριση και τον έλεγχο του κεφαλαίου αυτού;»

15.      Γραπτές παρατηρήσεις επί των ερωτημάτων αυτών κατέθεσαν η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ι. Wagner-Raith, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αγόρευσαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Νοεμβρίου 2014, ενώ οι λοιποί διάδικοι δεν εκπροσωπήθηκαν.

II – Ανάλυση

 Α — Επί του περιεχομένου της προδικαστικής παραπομπής

16.      Όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα και από το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις μόνον όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, και όχι του άρθρου 56 ΕΚ το οποίο, ως γνωστόν, απαγορεύει όλους τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών.

17.      Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη ότι το επίδικο στη διαφορά της κύριας δίκης φορολογικό καθεστώς προδήλως δεν συνάδει με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων την οποία προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη, το αιτούν δικαστήριο φρονεί, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι δεν είναι απαραίτητο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο για το θέμα αυτό.

18.      Κατά συνέπεια, η απάντηση του Δικαστηρίου πρέπει να βασιστεί στην παραδοχή ότι το επίδικο φορολογικό καθεστώς, το οποίο είναι εφαρμοστέο στους επενδυτές που κατέχουν μερίδια των μαύρων επενδυτικών κεφαλαίων αντιβαίνει κατ’ αρχήν στο άρθρο 56 ΕΚ.

19.      Ασφαλώς, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω κατά το παρελθόν, το Δικαστήριο, σε ορισμένες περιπτώσεις, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο και παρά την οριοθέτηση της προδικαστικής παραπομπής εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, είτε εξακριβώνει, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και τα προβαλλόμενα κατά τη διαδικασία επιχειρήματα, κατά πόσον μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παρά ταύτα εφαρμοστέα στην υπό κρίση περίπτωση είτε αναδιατυπώνει τα υποβληθέντα ερωτήματα, ούτως ώστε να συμπεριλάβει στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μία ή περισσότερες διατάξεις, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως (8).

20.      Μολονότι αυτή η προσέγγιση, την οποία εξάλλου η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να ακολουθήσει εν προκειμένω, είναι θεμιτή και αξιέπαινη, εντούτοις πρέπει, αφενός, να μην αντιβαίνει προς τη νομολογιακή τάση κατά την οποία στο αιτούν δικαστήριο και μόνον εναπόκειται να προσδιορίζει το αντικείμενο και το περιεχόμενο των ερωτημάτων που επιθυμεί να υποβάλει στο Δικαστήριο (9). Αφετέρου, πρέπει επίσης να συνάδει με τη νομολογία, την οποία εξάλλου παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου δεν υποχρεούνται συστηματικώς να υποβάλλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο όσον αφορά διάταξη του δικαίου της Ένωσης την οποία πρέπει να εφαρμόσουν σε διαφορά που υποβάλλεται στην κρίση τους, ιδίως αν το οικείο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ή αν η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες (10).

21.      Σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, στην οποία μολονότι το αιτούν δικαστήριο έχει υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν του έχει ζητήσει να αποφανθεί επί του συνόλου των αφορώντων το δίκαιο της Ένωσης ζητημάτων τα οποία έχουν ανακύψει ενώπιόν του, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει, κατ’ αρχήν, να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, αρκούμενο να απαντήσει μόνο στα ερμηνευτικά ερωτήματα σχετικά με το άρθρο 57 ΕΚ τα οποία του έχουν υποβληθεί και να μη διευρύνει το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ώστε να καλύπτει το ζήτημα που ηθελημένα δεν παραπέμφθηκε, δηλαδή το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 56 ΕΚ.

22.      Πράγματι, όπως επισήμανα στο σημείο 19 των προτάσεών μου στην υπόθεση Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet (11), από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο αποφεύγει συστηματικά να μεταβάλει ή να διευρύνει το αντικείμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως πέρα από το πλαίσιο που καθορίστηκε από το αιτούν δικαστήριο, όταν το τελευταίο αρνείται, ρητώς ή σιωπηρώς, να υποβάλει στο Δικαστήριο (πρόσθετο) ερώτημα για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το οποίο είχε τεθεί ρητώς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου από κάποιον από τους διαδίκους της διαφοράς της κύριας δίκης.

23.      Η προσέγγιση αυτή δεν αποδυναμώθηκε με την απόφαση Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet (12), δεδομένου ότι το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αρκέστηκε να απαντήσει στο ερώτημα που του είχε υποβάλει το εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας.

24.      Μολονότι η δικονομική προβληματική της κρινόμενης υποθέσεως εντάσσεται σε πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο της υποθέσεως Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet, εντούτοις δεν διαφέρει τόσο ώστε να πρέπει να προταθεί στο Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα που δεν του έχει υποβληθεί.

25.      Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι το ζήτημα που δεν υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο συνιστά κατ’ αρχήν, λογικώς, πρόκριμα της εξετάσεως του ερωτήματος το οποίο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο, ενώ στην υπόθεση Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet συνέβαινε το αντίθετο, στερείται, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερων συνεπειών.

26.      Όπως έχω ήδη εκθέσει και όπως κατανόησαν άριστα η Ιταλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στις γραπτές παρατηρήσεις τους, είναι απολύτως δυνατόν το Δικαστήριο, προκειμένου να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα, να αρκεστεί να βασιστεί στην παραδοχή ή στην προκείμενη ότι το επίδικο φορολογικό καθεστώς αντιβαίνει στο άρθρο 56 ΕΚ, έτσι ώστε να εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, αφού το Δικαστήριο απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα, να επιβεβαιώσει με την οριστική του απόφαση, εφόσον απαιτείται, την ανάλυση που σκιαγραφείται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 56 ΕΚ.

27.      Από αυτή την άποψη, εξάλλου, η προκειμένη περίπτωση δεν διαφέρει από την περίπτωση που αντιμετώπισε το Δικαστήριο με την απόφαση Pedro IV Servicios (13). Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη, είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση ερμηνείας κανονισμών απαλλαγής οι οποίοι έθεταν σε εφαρμογή το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας και κάθετων συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων, ενώ το αιτούν δικαστήριο δεν είχε υποβάλει το κατ’ ανάγκην προκριματικό ερώτημα αν οι επίδικες στην υπόθεση εκείνη συμφωνίες αντέβαιναν πράγματι στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

28.      Αφού διαπίστωσε, ουσιαστικά, ότι τίποτα δεν το εμπόδιζε να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα που αφορούσαν την ερμηνεία των κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορίες, χωρίς να χρειάζεται να διεξαγάγει προηγουμένως μια πολύπλοκη οικονομική και νομική εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση Cilfit κ.λπ. (EU:C:1982:335) (14), το Δικαστήριο αρκέστηκε να απαντήσει μόνο στα ερωτήματα που του είχαν υποβληθεί.

29.      Είναι αληθές ότι, αντιθέτως προς τις καταστάσεις τις οποίες αφορούσαν οι υποθέσεις Pedro IV Servicios, αφενός, και Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet, αφετέρου, στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν διευκρινίσει πώς σκόπευαν να επιλύσουν τα ζητήματα που δεν είχαν υποβληθεί στο Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει σαφώς, στο σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, την πρόθεσή του να απορρίψει τη θέση των γερμανικών φορολογικών αρχών και της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι το καθεστώς το οποίο προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG συνάδει με το άρθρο 56 ΕΚ ή δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

30.      Δεν νομίζω ότι το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πρόθεση του αιτούντος δικαστηρίου ήταν να ζητήσει τη ρητή επιβεβαίωση από το Δικαστήριο της απαντήσεως που προτίθεται να δώσει όσον αφορά το ζήτημα που δεν υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι, αναφερόμενο ειδικώς στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, μετά την απόφαση Cilfit κ.λπ. (EU:C:1982:335), το αιτούν δικαστήριο θεωρεί πράγματι προφανές, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG παρακωλύει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 56 ΕΚ.

31.      Διαβλέπω μάλλον σε αυτή τη στάση ειλικρινούς καλόπιστης συνεργασίας τη βούληση να δοθεί, κατ’ αρχάς, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένους στους οποίους κοινοποιείται η απόφαση περί παραπομπής και, κατόπιν, στο ίδιο το Δικαστήριο η δυνατότητα να αντιταχθούν στην ερμηνεία την οποία προκρίνει το αιτούν δικαστήριο, εφόσον η λύση που προτείνεται όσον αφορά το ζήτημα που δεν υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο στην κρίση του Δικαστηρίου βασίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ή θεμελιώνεται σε σαφώς ανακριβείς νομικές παραδοχές.

32.      Σε μια τέτοια περίπτωση, φρονώ ότι έχει πράγματι πρωταρχική σημασία, λόγω της ανάγκης να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών, να μπορεί το Δικαστήριο να διορθώνει τέτοιου είδους σφάλματα στα οποία υποπίπτει δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμα και όταν άπτονται ζητημάτων τα οποία το εν λόγω δικαστήριο ηθελημένα δεν έχει υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου (15).

33.      Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει στην εξεταζόμενη υπόθεση.

34.      Πράγματι, η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου όχι μόνο δεν είναι προδήλως εσφαλμένη, αλλά θα πρέπει μάλιστα να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι, όπως υποστήριξε και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του επίδικου φορολογικού καθεστώτος είναι αδιαμφισβήτητος.

35.      Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ενώ τα μερίδια ημεδαπών επενδυτικών κεφαλαίων ουδέποτε φορολογούνται κατ’ αποκοπήν, τα μερίδια αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων φορολογούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο, και μάλιστα υποχρεωτικώς στην περίπτωση των μαύρων επενδυτικών κεφαλαίων, χωρίς να δίδεται καμία δυνατότητα στους μεριδιούχους να αποδείξουν το πραγματικό ύψος των εισοδημάτων που αποκόμισαν. Όπως προκύπτει από τα εισοδήματα από κεφάλαια τα οποία αποκόμισε η I. Wagner-Raith, η φορολογική βάση της κατ’ αποκοπήν φορολογίας είναι σημαντικά υψηλότερη από τη φορολογική βάση όταν λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά εισοδήματα, στην περίπτωση των λευκών ή των γκρίζων επενδυτικών κεφαλαίων, τόσο για το σύνολο της περιόδου 1997-2003 όσο και για κάθε φορολογικό έτος μεμονωμένα.

36.      Επιπλέον, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι με την πρόσφατη απόφαση van Caster (16), το Δικαστήριο έκρινε ότι αντιβαίνει στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η γερμανική νομοθεσία που αντικατέστησε, από το 2003, το επίδικο στη διαφορά της κύριας δίκης φορολογικό καθεστώς.

37.      Βασιζόμενο στη νομολογία του, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αντιβαίνει στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη, κατά την οποία η μη τήρηση, από αλλοδαπό επενδυτικό κεφάλαιο, των υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως και δημοσιεύσεως ορισμένων προβλεπόμενων από τη νομοθεσία αυτή πληροφοριακών στοιχείων, υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν αδιακρίτως τόσο τα ημεδαπά όσο και τα αλλοδαπά επενδυτικά κεφάλαια, συνεπάγεται την κατ’ αποκοπήν φορολογία των εισοδημάτων που αποκομίζει ο φορολογούμενος από το εν λόγω επενδυτικό κεφάλαιο, στον βαθμό που η εν λόγω νομοθεσία δεν επιτρέπει στον φορολογούμενο να προσκομίσει στοιχεία ή πληροφορίες που να αποδεικνύουν το πραγματικό ύψος των εισοδημάτων αυτών (17).

38.      Αναμφισβήτητα η εκτίμηση αυτή μπορεί, αν μη τι άλλο, να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν στο καθεστώς το οποίο προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG.

39.      Τέλος, η εκτίμηση αυτή δεν αποδυναμώνεται από το ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Μ. Schweier απέκτησε μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων εγκατεστημένων σε υπερπόντια χώρα και έδαφος (στο εξής: ΥΧΕ) που εξαρτάται από το Ηνωμένο Βασίλειο, και συγκεκριμένα στις Νήσους Κάιμαν (18), οι οποίες περιλαμβάνονται στα εδάφη που απαριθμούνται, κατ’ αρχάς, στο παράρτημα IV της Συνθήκης ΕΟΚ, κατόπιν της πράξεως προσχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου (19), στη συνέχεια δε στο παράρτημα II της Συνθήκης  ΕΚ.

40.      Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι, από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, οι βάσεις του νομικού καθεστώτος των ΥΧΕ παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητες (20). Οι οντότητες αυτές, μολονότι διατηρούν νομικούς ή/και συνταγματικούς δεσμούς με κάποιο κράτος μέλος, αποκλείονται από το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών, όπως προέκυπτε, υπό την ισχύ της Συνθήκης ΕΟΚ, από το άρθρο 227, παράγραφος 3, αυτής και, υπό την ισχύ της Συνθήκης ΕΚ, από το άρθρο 299, παράγραφος 3, αυτής, αλλά ισχύει γι’ αυτές «το ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως που ορίζεται στο τέταρτο μέρος» των αντίστοιχων Συνθηκών. Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της Συνθήκης ΛΕΕ (21).

41.      Σκοπός του ιδιαίτερου αυτού καθεστώτος είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των ΥΧΕ και της δημιουργίας στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στο σύνολό της (22).

42.      Η ύπαρξη αυτού του ιδιαίτερου καθεστώτος συνδέσεως χωρών και εδαφών που διατηρούν δεσμούς με ορισμένα κράτη μέλη, αλλά δεν είναι ευρωπαϊκά, εγείρει ορισμένα προβλήματα όσον αφορά την εξομοίωσή τους προς τα κράτη μέλη ή προς τρίτες χώρες, προκειμένου να καθοριστεί αν εφαρμόζονται σε αυτά οι γενικές διατάξεις των Συνθηκών. Το Δικαστήριο δεν έχει δώσει ενιαία απάντηση σε αυτά τα προβλήματα, κατά πάσα πιθανότητα λόγω του υβριδικού χαρακτήρα των εν λόγω οντοτήτων και της ιδιάζουσας φύσεως της συνδέσεώς τους με την Ένωση (23).

43.      Τουλάχιστον όσον αφορά την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών κυκλοφορίας τις οποίες αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης, η συλλογιστική του Δικαστηρίου θεμελιώνεται στη διαπίστωση ότι, λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος συνδέσεως, οι γενικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης είναι εφαρμοστέες στις ΥΧΕ μόνον όταν υπάρχει ρητή πρόβλεψη προς τούτο (24).

44.      Μολονότι το τέταρτο μέρος των διαδοχικών Συνθηκών δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, το Δικαστήριο δεν έχει συναγάγει εντεύθεν ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι εφαρμοστέες στις ΥΧΕ. Πράγματι, εφόσον η ελευθερία αυτή εκτείνεται και τις τρίτες χώρες, θα ήταν τουλάχιστον ανάρμοστο οντότητες που υπάγονται σε ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως με σκοπό την εγκαθίδρυση στενών οικονομικών σχέσεων με την Ένωση να μην μπορούν να απολαύουν καθεστώτος ελευθερίας που καλύπτει ειδικά όλες τις τρίτες χώρες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο, με την απόφαση Prunus και Polonium, έκρινε, σε σχέση με τη φορολόγηση άμεσων επενδύσεων που πραγματοποίησε στη Γαλλία εταιρία εδρεύουσα στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, ότι η ελευθέρωση της κινήσεως των κεφαλαίων κατά το άρθρο 63 ΣΛΕΕ ισχύει υπέρ των ΥΧΕ, ως τρίτων χωρών (25), μολονότι, κατά την άποψή μου, θα ήταν ορθότερο να λεχθεί ότι οι ΥΧΕ απολαύουν ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων ισοδύναμης με αυτή που ισχύει υπέρ των τρίτων χωρών, λόγω του ιδιόμορφου καθεστώτος τους.

45.      Πράγματι, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως μέτρου που συνιστά περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των ΥΧΕ, η εκτίμηση του Δικαστηρίου στην απόφαση Prunus και Polonium (EU:C:2011:276, σκέψη 31), ότι το άρθρο 63 ΣΛΕΕ είναι εφαρμοστέο και στις ΥΧΕ, ισχύει στο μέτρο που οι εν λόγω κινήσεις δεν διέπονται από ειδική διάταξη, τουλάχιστον ισοδύναμη προς το άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

46.      Αυτό δεν ίσχυε κατά το διάστημα από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ, δηλαδή από την κατ’ αρχήν ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων και έναντι των τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 73 B της Συνθήκης ΕΚ, μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 2001, δεδομένου ότι καμία απόφαση του Συμβουλίου εκδοθείσα βάσει του τέταρτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ δεν προέβλεπε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των ΥΧΕ, ισοδύναμο με το καθεστώς που ίσχυε όσον αφορά τις τρίτες χώρες. Στις 2 Δεκεμβρίου 2001, αντιθέτως, άρχισε να ισχύει η απόφαση 2001/822/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2001, για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (στο εξής: απόφαση για τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΕ) (26), το άρθρο 47, παράγραφος 1, της οποίας κρίθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο, με την απόφαση X και TBG (27), ότι έχει ιδιαιτέρως ευρύ πεδίο εφαρμογής, ανάλογο με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56 ΕΚ ως προς τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών.

47.      Μολονότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι επενδύσεις τις οποίες πραγματοποίησε η Μ. Schweier και οι οποίες, υπενθυμίζω, αφορούν το διάστημα από το έτος 1997 έως το έτος 2003, εμπίπτουν εν μέρει στο άρθρο 73 B της Συνθήκης ΕΚ και εν μέρει στο άρθρο 47, παράγραφος 1, της αποφάσεως για τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΕ, αυτό δεν μεταβάλλει τον περιοριστικό χαρακτήρα του καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG υπό το πρίσμα των εν λόγω διατάξεων.

48.      Για όλους αυτούς τους λόγους προτείνω στο Δικαστήριο να μην εξετάσει το ζήτημα που δεν έχει υποβάλει στην κρίση του το αιτούν δικαστήριο, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 56 ΕΚ.

 Β — Επί των υποβληθέντων ερωτημάτων και της ερμηνείας του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ

49.      Με τα δύο ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικά να διευκρινισθεί εάν η ρήτρα «standstill» την οποία προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ και αφορά αποκλειστικά τους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων έναντι τρίτων χωρών είναι εφαρμοστέα σε φορολογικό καθεστώς όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη.

50.      Σύμφωνα με την πρώτη φράση της εν λόγω διατάξεως, «οι διατάξεις του άρθρου 56 δεν θίγουν την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, τυχόν περιορισμών που ισχύουν στις 31 Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού […] δικαίου σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις […] [ή] παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών».

51.      Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων, προϋποθέτει την πλήρωση τριών σωρευτικών κριτηρίων, ήτοι: ενός προσωπικού κριτηρίου, δηλαδή το επίμαχο εθνικό μέτρο να αφορά μία ή περισσότερες τρίτες χώρες ή να εφαρμόζεται σε αυτές, ενός χρονικού κριτηρίου, δηλαδή οι επίμαχοι περιορισμοί να ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 1993 και ενός ουσιαστικού κριτηρίου, δηλαδή οι επίμαχες κινήσεις κεφαλαίων να αφορούν μία από τις πράξεις που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 57, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ΕΚ (28).

52.      Η διάταξη αυτή είναι εφαρμοστέα και επί των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και των ΥΧΕ, ακόμα και μετά τις 2 Δεκεμβρίου 2001. Πράγματι, το άρθρο 47, παράγραφος 2, της αποφάσεως για τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΕ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη και οι ΥΧΕ δικαιούνται να λαμβάνουν mutatis mutandis τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 57 ΕΚ σύμφωνα με τους όρους που προσδιορίζονται στο άρθρο αυτό (29).

1.      Επί του χρονικού και του προσωπικού κριτηρίου που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ

53.      Το αιτούν δικαστήριο, αλλά και οι ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις δεν διατηρούν καμία επιφύλαξη όσον αφορά την πλήρωση των δυο πρώτων κριτηρίων.

54.      Πράγματι, δεν υπάρχει λόγος να αναφερθεί κανείς εκτενώς στην πλήρωση του χρονικού κριτηρίου, εφόσον, όπως υπενθύμισε το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή, το φορολογικό καθεστώς το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG ισχύει από το 1969, χωρίς να υποστεί ουσιαστική τροποποίηση έκτοτε (30).

55.      Το προσωπικό κριτήριο πληρούται επίσης, αφού, όπως προανέφερα, είτε οι ΥΧΕ θεωρηθούν τρίτες χώρες είτε εξομοιωθούν απλώς προς τρίτες χώρες, οι προϋποθέσεις του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζονται οπωσδήποτε σε αυτές, είτε ευθέως είτε μέσω του άρθρου 47, παράγραφος 2, της αποφάσεως για τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΕ.

56.      Επίσης, φρονώ ότι δεν πρέπει να κριθεί ότι δεν πληρούται το προσωπικό κριτήριο του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω του ότι τα μερίδια της Μ. Schweier στα επίδικα επενδυτικά κεφάλαια, καθώς και τα εισοδήματα που απέφεραν, κατατέθηκαν σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, είναι εγκατεστημένο σε συμβαλλόμενο κράτος της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφηκε στις 2 Μαΐου 1992 (31) (στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), και συγκεκριμένα στο Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν, έναντι του οποίου, ως γνωστόν, τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να επικαλούνται το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ από την 1η Μαΐου 1995, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΧ ως προς το Πριγκιπάτο (32).

57.      Πράγματι, εάν, ανεξαρτήτως των κριτηρίων τα οποία προβλέπει η εθνική ρύθμιση, τα κράτη μέλη δεν είχαν τη δυνατότητα να επικαλούνται το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ κάθε φορά που κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτη χώρα διέρχονται από το έδαφος άλλου κράτους μέλους ή συμβαλλόμενου κράτους της Συμφωνίας ΕΟΧ, η εν λόγω διάταξη θα έχανε το μεγαλύτερο μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της. Εξάλλου, κανένας από τους διαδίκους της κύριας δίκης ή τους ενδιαφερομένους δεν υποστήριξε το αντίθετο.

58.      Επιπλέον, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την έδρα της εταιρίας που διαχειρίζεται τα επενδυτικά κεφάλαια, εν προκειμένω τις Νήσους Κάιμαν, και όχι από τον τόπο όπου είναι κατατεθειμένοι οι τίτλοι των μεριδίων (33).

59.      Ανεξαρτήτως τούτων, όπως προανέφερα, οι αμφιβολίες τις οποίες εκφράζει το αιτούν δικαστήριο επικεντρώνονται στο περιεχόμενο του ουσιαστικού κριτηρίου το οποίο προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

2.      Επί του ουσιαστικού κριτηρίου το οποίο προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ

60.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά ειδικότερα το Δικαστήριο ποια έννοια πρέπει να δοθεί στην έκφραση «κινήσεις κεφαλαίων […] που αφορούν άμεσες επενδύσεις […] [ή] παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», προκειμένου να μπορέσει να κρίνει εάν, όσον αφορά την κατάσταση της κύριας δίκης, το φορολογικό καθεστώς το οποίο προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG θα μπορούσε νομίμως να διατηρηθεί σε ισχύ βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

61.      Φρονώ ότι στο πρώτο ερώτημα, το οποίο αφορά την έννοια της «παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια, εφόσον το Δικαστήριο ακολουθήσει αυτή την άποψη, να μην χρειαστεί να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, το οποίο άπτεται της έννοιας των «άμεσων επενδύσεων». Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, οι δισταγμοί του αιτούντος δικαστηρίου μπορούν ευχερώς να διασκεδαστούν.

 α)     Επί της εκφράσεως «παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ

62.      Με το πρώτο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί εάν το φορολογικό καθεστώς του άρθρου 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, λόγω του ότι εφαρμόζεται σε κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

63.      Επισημαίνοντας ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα διευκρινίσει την έκφραση αυτή, το αιτούν δικαστήριο είναι της γνώμης, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, ότι μόνον οι κανόνες οι οποίοι αφορούν τους παρέχοντες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες και οι οποίοι καθορίζουν τις προϋποθέσεις ή τη διαδικασία της παροχής υπηρεσιών σχετίζονται με την εν λόγω έκφραση, εξαιρουμένων σε κάθε περίπτωση των διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν ως αντικείμενο τη φορολόγηση των επενδυτών.

64.      Ενώ η Επιτροπή συμφωνεί με αυτή την ερμηνεία, οι Κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου την απορρίπτουν. Οι εν λόγω τρεις ενδιαφερόμενοι υποστηρίζουν ουσιαστικά ότι, αφενός, η έννοια της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μπορεί να περιλαμβάνει μέτρα που πλήττουν τον αποδέκτη της εν λόγω παροχής, και ότι αφετέρου, υφίσταται εν προκειμένω στενός σύνδεσμος μεταξύ του αντικειμένου του εθνικού μέτρου, δηλαδή της φορολογίας των μεριδιούχων αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων, και της συμπεριφοράς των επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 17, παράγραφος 3, και 18, παράγραφος 2, του AuslInvestmG. Με άλλα λόγια, η εθνική φορολογική νομοθεσία αφορά την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών καθόσον παρέχει ένα, έστω και έμμεσο, κίνητρο στα επενδυτικά κεφάλαια να συμμορφωθούν προς τους εθνικούς κανόνες διαφάνειας τους οποίους προβλέπει η εν λόγω νομοθεσία.

65.      Από την πλευρά μου, υπενθυμίζω, πρώτον, ότι είχα ήδη την ευκαιρία να εκθέσω ορισμένες απόψεις όσον αφορά την έννοια της «παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (34).

66.      Όπως διευκρίνισα με τις εν λόγω προτάσεις, εφόσον δεν δίδεται ορισμός της εν λόγω έννοιας, μπορεί ορθώς να υποτεθεί ότι οι υπηρεσίες που εμπίπτουν σε αυτή είναι οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρίες, οι εταιρίες επενδύσεων και άλλα παρόμοια ιδρύματα. Ένα επενδυτικό κεφάλαιο (ή ακριβέστερα η εταιρία που έχει αναλάβει τη διαχείρισή του) ανήκει αναμφίβολα σε αυτή την κατηγορία ιδρυμάτων.

67.      Επίσης, εμμένω στην άποψη ότι, βάσει του γράμματος του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως καταλαμβάνει αποκλειστικά τις κινήσεις κεφαλαίων που «αφορούν» την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και όχι, αντιστρόφως, την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που αφορά ή συνεπάγεται κινήσεις κεφαλαίων. Η διάκριση αυτή έχει θεμελιώδη σημασία. Πράγματι, μόνον τα εθνικά μέτρα των οποίων το αντικείμενο αφορά, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο, κινήσεις κεφαλαίων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ. Τα εθνικά μέτρα αντικείμενο των οποίων είναι κατά κύριο λόγο η παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, διότι πρέπει να εξετάζονται με γνώμονα τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών οι οποίες, ως γνωστόν, δεν καλύπτουν τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες ούτε τις σχέσεις με τις ΥΧΕ (35).

68.      Κατά συνέπεια, όταν το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι διέπει τις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, δεν είναι δυνατόν, κατά τη γνώμη μου, να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του εθνικά μέτρα αντικείμενο των οποίων είναι οι προϋποθέσεις ή η διαδικασία της παροχής υπηρεσιών. Πράγματι, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ένα μέτρο αυτού του είδους απλούστατα δεν θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και κατά συνέπεια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, αλλά στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

69.      Το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ δεν έχει την έννοια ότι απλώς επαναλαμβάνει τη γενική οριοθέτηση στην οποία προβαίνει η Συνθήκη μεταξύ του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων περί της παροχής υπηρεσιών, έστω και απλώς «χρηματοπιστωτικών», και του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων περί των κινήσεων κεφαλαίων. Η επιφύλαξη την οποία περιέχει το εν λόγω άρθρο, μολονότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Γερμανική Κυβέρνηση, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (36), πρέπει εντούτοις να μπορεί να διατηρήσει κάποια πρακτική αποτελεσματικότητα.

70.      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ διέπει τις κινήσεις κεφαλαίων που «αφορούν», δηλαδή συνεπάγονται, την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (37).

71.      Στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (EU:C:2013:710), η οποία αφορούσε τη φορολογία στην Πολωνία συμμετοχών στο εταιρικό κεφάλαιο πολωνικών εταιριών τις οποίες κατείχε οργανισμός επενδύσεων τρίτης χώρας, οι οικείες κινήσεις κεφαλαίων δεν αφορούσαν παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών εκ μέρους του οργανισμού επενδύσεων προς τις εν λόγω εταιρίες. Εξάλλου, όπως διευκρίνισα με τις προτάσεις μου, το επίδικο εθνικό μέτρο δεν αφορούσε τις κινήσεις κεφαλαίων που συνδέονταν με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών εκ μέρους του οργανισμού επενδύσεων προς τους μεριδιούχους του, είτε αυτοί κατοικούσαν στο έδαφος κράτους μέλους είτε κατοικούσαν στο έδαφος τρίτης χώρας. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ δεν ήταν δυνατή (38).

72.      Δεν παρέστη ανάγκη να εξετάσει το Δικαστήριο αυτή την προβληματική, δεδομένου ότι η εφαρμογή της ρήτρας «standstill», την οποία προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ ορθώς αποκλείστηκε για τον μόνο λόγο ότι η επίδικη πολωνική νομοθεσία δεν πληρούσε το χρονικό κριτήριο το οποίο προβλέπει το εν λόγω άρθρο (39).

73.      Στην κρινόμενη υπόθεση, οι επίδικες κινήσεις κεφαλαίων, δηλαδή οι πράξεις αποκτήσεως μεριδίων επενδυτικών κεφαλαίων που εδρεύουν σε ΥΧΕ, από τα οποία ο επενδυτής αποκομίζει μερίσματα υποκείμενα στην επίδικη κατ’ αποκοπήν φορολογία, αφορούν αναγκαστικά, κατά την άποψή μου, την παροχή, από τα οικεία επενδυτικά κεφάλαια, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προς τον επενδυτή. Χωρίς τις υπηρεσίες αυτές, πράγματι, η απόκτηση των εν λόγω μεριδίων απλούστατα δεν θα είχε έννοια, ιδίως στην περίπτωση μη θεσμικού επενδυτή, ο οποίος αποκτά κατ’ αυτόν τον τρόπο μια δέσμη επενδυτικών δυνατοτήτων σε συνάρτηση με διάφορες σχετικές παραμέτρους, τις οποίες κατά κανόνα θα εστερείτο εάν αποφάσιζε να επενδύσει απευθείας στην αγορά κεφαλαίων. Επιπλέον, αυτές ακριβώς οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες βελτιστοποιούν και αυξάνουν τα κέρδη επί των οποίων επιβάλλεται η εθνική φορολογία.

74.      Το γεγονός ότι το εθνικό μέτρο αφορά κατά κύριο λόγο τον επενδυτή και όχι τον παρέχοντα την υπηρεσία καθεαυτόν δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση αυτή, δεδομένου ότι το καθοριστικό κριτήριο του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ αφορά τον σύνδεσμο αιτίου-αιτιατού που υφίσταται μεταξύ των κινήσεων κεφαλαίων και της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και όχι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του επίδικου εθνικού μέτρου ή τη σχέση του με τον παρέχοντα την υπηρεσία μάλλον παρά με τον αποδέκτη της. Εάν οι εν λόγω κινήσεις συνεπάγονται αναγκαστικά μια τέτοια παροχή, είναι εφαρμοστέο το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

75.      Επίσης, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι φορολογικές ρυθμίσεις των κρατών μελών εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ ή του νυν άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις Holböck (40), Prunus και Polonium (EU:C:2011:276), Welte (EU:C:2013:662) και Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (EU:C:2014:249), εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως σε σχέση με εθνικά φορολογικά μέτρα.

76.      Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG, η οποία δεν τροποποιήθηκε ουσιαστικά από τις 31 Δεκεμβρίου 1993 και προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την επιβολή κατ’ αποκοπήν φορολογίας στους ημεδαπούς κατόχους μεριδίων επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία εδρεύουν σε τρίτες χώρες ή σε ΥΧΕ που εξομοιώνονται με τις εν λόγω τρίτες χώρες, διέπει τις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 73 Γ της Συνθήκης ΕΚ και, από την 1η Μαΐου 1999, του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.

77.      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί το δεύτερο ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση στην οποία δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο.

78.      Κατά συνέπεια, θα αναλύσω το δεύτερο ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο επικουρικώς και μόνο, για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο δεν ακολουθήσει την πρόταση που διατύπωσα ανωτέρω.

 β)     Επί του όρου «άμεσες επενδύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ

79.      Όπως διευκρίνισα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (41), επειδή η Συνθήκη δεν δίδει τον ορισμό της έννοιας των άμεσων επενδύσεων, το Δικαστήριο έχει στηριχθεί, μέχρι τούδε, στους ορισμούς της ονοματολογίας του παραρτήματος I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (42) και στις συναφείς επεξηγηματικές σημειώσεις (43).

80.      Κατά τους ορισμούς αυτούς, η έννοια του όρου «άμεσες επενδύσεις» αφορά τις πάσης φύσεως επενδύσεις τις οποίες διενεργούν τα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα και οι οποίες αποσκοπούν στη δημιουργία ή στη διατήρηση σταθερών και αμέσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχειρήσεως για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια αυτά προς άσκηση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας (44).

81.      Το Δικαστήριο διακρίνει, επί τη βάσει αυτών ακριβώς των ορισμών, τις κινήσεις κεφαλαίων στις λεγόμενες «άμεσες» επενδύσεις που έχουν τη μορφή συμμετοχής σε επιχείρηση διά της κατοχής μετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής στη διαχείριση και τον έλεγχό της και στις επενδύσεις «χαρτοφυλακίου» που έχουν τη μορφή αποκτήσεως τίτλων στην αγορά κεφαλαίων επιχειρούμενης με μοναδική πρόθεση την τοποθέτηση χρημάτων και χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως (45).

82.      Μολονότι και οι δύο μορφές επενδύσεων εμπίπτουν στην έννοια των κινήσεων κεφαλαίων, εντούτοις μόνον οι «άμεσες επενδύσεις», συμπεριλαμβανομένης της καταβολής των μερισμάτων που αυτές αποφέρουν, καλύπτονται από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ (46).

83.      Ενώ, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ, το αιτούν δικαστήριο δηλώνει ότι προτίθεται a priori να ακολουθήσει αυτόν τον διαχωρισμό μεταξύ των άμεσων επενδύσεων και των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, θεωρώντας ότι, εν προκειμένω, η κατάσταση των μεριδιούχων επενδυτικών κεφαλαίων κατ’ αρχήν δεν εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία, εντούτοις διερωτάται μήπως το Δικαστήριο, με την απόφαση VBV — Vorsorgekasse (47) της 7ης Ιουνίου 2012, τροποποίησε ή ακόμα και ανέτρεψε τη νομολογία αυτή.

84.      Με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (48), εξέτασα και απέρριψα ανάλογο επιχείρημα που είχε προβάλει η Πολωνική Κυβέρνηση, στο οποίο όμως το Δικαστήριο δεν έκρινε απαραίτητο να απαντήσει.

85.      Κατά συνέπεια, θα αρκεστώ να παραπέμψω, κατά κύριο λόγο, στις σκέψεις που ανέπτυξα συναφώς στις εν λόγω προτάσεις. Ειδικότερα, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, αν και η απόφαση VBV — Vorsorgekasse (EU:C:2012:327) αφορούσε περιορισμούς της αποκτήσεως από νομικό πρόσωπο (επαγγελματικό ασφαλιστικό ταμείο), θεσμικό επενδυτή εγκατεστημένο στην Αυστρία, μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου που έδρευε σε άλλο κράτος μέλος, πράξη την οποία το Δικαστήριο χαρακτήρισε, στο προοίμιο της συλλογιστικής του, «άμεση επένδυση», το ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν αφορούσε το άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, αλλά αποκλειστικά το άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Μολονότι όμως το άρθρο 63 ΣΛΕΕ έχει ευρύτατο πεδίο εφαρμογής και επιτρέπει ορισμένες «διακυμάνσεις» στη χρήση των όρων με τους οποίους προσδιορίζονται οι διάφορες κατηγορίες κινήσεων κεφαλαίων, τούτο δεν ισχύει για τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ το οποίο, υπενθυμίζω, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από καθεστώς ελευθερίας που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, χρήζει συσταλτικής ερμηνείας κατά τη νομολογία (49). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν του είχε υποβληθεί ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προφανώς δεν είχε την πρόθεση να διευρύνει την έννοια των άμεσων επενδύσεων κατά την εν λόγω διάταξη.

86.      Ασφαλώς, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο ο μεριδιούχος επενδυτικού κεφαλαίου να συμμετέχει πράγματι στη διαχείριση ή στον έλεγχο της εταιρίας που διαχειρίζεται το εν λόγω επενδυτικό κεφάλαιο, ούτως ώστε, ανάλογα με τις ιδιομορφίες κάθε περιπτώσεως, να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για άμεση επένδυση.

87.      Δυστυχώς, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που περιγράφονται στην απόφαση VBV — Vorsorgekasse (EU:C:2012:327) δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι αυτό ίσχυε όσον αφορά την απόκτηση από το αυστριακό επαγγελματικό ταμείο μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου που έδρευε στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

88.      Εντούτοις, και εν πάση περιπτώσει, φαίνεται τουλάχιστον παρακινδυνευμένο να θεωρηθεί ότι η Μ. Schweier, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του μεγέθους των επενδύσεων που πραγματοποίησε, απέκτησε μερίδια που της επέτρεπαν να έχει δικαίωμα ελέγχου επί των επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζονταν εταιρίες εγκατεστημένες στις Νήσους Κάιμαν. Αντιθέτως, είναι πολύ πιθανότερο, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, η Μ. Schweier, ως ιδιώτης επενδυτής, απλώς να συμμετείχε σε συλλογικό χαρτοφυλάκιο που είχαν δημιουργήσει τα εν λόγω επενδυτικά κεφάλαια, με μόνη πρόθεση να πραγματοποιήσει μια χρηματοοικονομική επένδυση. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι το φορολογικό καθεστώς το οποίο προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του AuslInvestmG εφαρμόζεται στην πραγματοποίηση ανάλογων επενδύσεων χαρτοφυλακίου.

89.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η απόφαση VBV — Vorsorgekasse (EU:C:2012:327) ουδεμία επιρροή ασκεί στην ερμηνεία του όρου «άμεσες επενδύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ και ότι, βάσει του συνόλου των νομικών και των πραγματικών στοιχείων που προκύπτουν από τη δικογραφία, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη, καθόσον η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά «κινήσεις κεφαλαίων από ή προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις».

III – Πρόταση

90.      Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία):

«Εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 18, παράγραφος 3, του νόμου για τη διάθεση μεριδίων αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων και τη φορολόγηση των εισοδημάτων από μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων·(Gesetz über den Vertrieb ausländischer Investmentanteile und über die Besteuerung der Erträge aus ausländischen Investmentanteilen), η οποία δεν τροποποιήθηκε ουσιαστικά από τις 31 Δεκεμβρίου 1993 και προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την επιβολή κατ’ αποκοπήν φορολογίας στους ημεδαπούς κατόχους μεριδίων επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία εδρεύουν σε τρίτες χώρες ή σε ΥΧΕ που εξομοιώνονται με τις εν λόγω τρίτες χώρες, διέπει τις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 73 Γ, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ και, από την 1η Μαΐου 1999, του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ.»


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 — Εκτός εάν αυτό είναι απαραίτητο για λόγους διαχρονικής εφαρμογής των Συνθηκών, στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων θα αναφέρομαι αποκλειστικά στο άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ για λόγους ευκολίας· εννοείται ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπουν τα δύο άρθρα δεν έχουν μεταβληθεί.


3 — BGBl. 1998 I, σ. 2820.


4 — Δυνάμει των διατάξεων του νόμου περί εταιριών επενδύσεων (Gesetz über Kapitalanlagegesellschaften, στο εξής: KAGG) ως ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.


5 — Βλ. άρθρο 38 b του KAGG.


6 — 283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 21.


7 — C-39/11, EU:C:2012:327.


8 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet (C-83/13, EU:C:2014:201 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


9 — Βλ., ιδίως, αποφάσεις Kerafina-Keramische und Finanz-Holding και Βιοκτηματική (C-134/91 και C-135/91, EU:C:1992:434, σκέψη 16), Consiglio nazionale dei geologi και Autorità garante della concorrenza e del mercato (C-136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 29), καθώς και Belgian Electronic Sorting Technology (C-657/11, EU:C:2013:516, σκέψη 28).


10 — Βλ., ιδίως, αποφάσεις Cilfit κ.λπ. (EU:C:1982:335, σκέψη 21), Pedro IV Servicios (C-260/07, EU:C:2009:215, σκέψη 36), καθώς και Boxus κ.λπ. (C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, EU:C:2011:667, σκέψη 31).


11 — EU:C:2014:201.


12 — C-83/13, EU:C:2014:2053.


13 — EU:C:2009:215.


14 — Όπ.π. (σκέψη 36).


15 — Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις μου στην υπόθεση Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet (EU:C:2014:201, σημείο 22).


16 — C-326/12, EU:C:2014:2269.


17 — Όπ.π. (σκέψη 58 και διατακτικό).


18 — Μέχρι το 2002, οι Νήσοι Κάιμαν υπήγοντο στο καθεστώς «British dependent territory» βάσει του νόμου British Nationality Act 1981 (βλ. παράρτημα 6 του εν λόγω νόμου). Το καθεστώς αυτό μετονομάστηκε το 2002 σε «British overseas territory» κατ’ εφαρμογή του νόμου British Overseas Territories Act της 26ης Φεβρουαρίου 2002.


19 — Πράγματι, ο κατάλογος των ΥΧΕ που περιλαμβανόταν στο παράρτημα IV της Συνθήκης ΕΟΚ τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών [ΕΕ (μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις) 1972 L 73, σ. 14], ούτως ώστε να περιλάβει, μεταξύ άλλων, τις Νήσους Κάιμαν.


20 — Βλ. τις σκέψεις που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας P. Cruz Villalòn στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Prunus και Polonium (C-384/09, EU:C:2010:759, σημεία 24 έως 29).


21 — Βλ. άρθρο 355, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.


22 — Βλ. άρθρα 131, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και 182, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και, πλέον, άρθρο 198, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.


23 — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Villalòn στην υπόθεση Prunus και Polonium (EU:C:2010:759, σημεία 31 έως 39).


24 — Αποφάσεις Prunus και Polonium (C-384/09, EU:C:2011:276, σκέψη 29), καθώς και X και TBG (C-24/12 και C-27/12, EU:C:2014:1385, σκέψη 45).


25 — EU:C:2011:276, σκέψη 31. Το Δικαστήριο χρησιμοποιεί στη γαλλική τον όρο «États tiers» («τρίτα κράτη»), αλλά είναι ορθότερο οι εν λόγω οντότητες να αποκαλούνται «pays tiers» («τρίτες χώρες»), λόγω του ότι δεν είναι κυρίαρχες, από την άποψη του δημοσίου διεθνούς δικαίου, όρος που αντιστοιχεί, εξάλλου, στο γράμμα των άρθρων 73 Β και 73 Γ της Συνθήκης ΕΚ, 56 ΕΚ και 57 ΕΚ, καθώς και 63 ΣΛΕΕ και 64 ΣΛΕΕ.


26 — ΕΕ L 314, σ. 1. Σύμφωνα με το άρθρο 63 αυτής, η εν λόγω απόφαση εφαρμοζόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011.


27 — EU:C:2014:1385, σκέψη 48.


28 — Βλ., ιδίως, υπό την έννοια αυτή, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2013:710, σημείο 53).


29 — Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Prunus και Polonium (EU:C:2011:276, σκέψη 32).


30 — Βλ., πλέον πρόσφατα, όσον αφορά την εξέταση του χρονικού κριτηρίου το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ, απόφαση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψεις 47 έως 52).


31 — ΕΕ 1994, L 1, σ. 3.


32 — Βλ., συναφώς, απόφαση Ospelt και Schlössle Weissenberg (C-452/01, EU:C:2003:493, σκέψη 31) σε σχέση με το άρθρο 73 Γ της Συνθήκης ΕΚ.


33 — Μολονότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο δικηγόρος της Ι. Wagner-Raith ανέφερε ότι τα κεφάλαια διαχειριζόταν αποκλειστικά η LGT Bank, το στοιχείο αυτό δεν προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και δεν επηρεάζει το γεγονός ότι, όπως εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, διαχειρίστρια των επενδυτικών κεφαλαίων ήταν εταιρία εγκατεστημένη στις Νήσους Κάιμαν, πράγμα που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή της επίδικης εθνικής νομοθεσίας.


34 — EU:C:2013:710, σημεία 73 έως 79.


35 — Όσον αφορά τη μη εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στις τρίτες χώρες, βλ. απόφαση Fidium Finanz (C-452/04, EU:C:2006:631, σκέψεις 25 και 47). Όσον αφορά τις ΥΧΕ, αξίζει να επισημανθεί ότι το τέταρτο μέρος της Συνθήκης δεν κάνει μνεία της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ενώ η απόφαση για τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΕ αναφέρει απλώς έναν μακροπρόθεσμο σκοπό, ο οποίος έγκειται στη σταδιακή ελευθέρωση των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών, βάσει των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των Υπηρεσιών (GATS).


36 — Βλ. απόφαση Welte (C-181/12, EU:C:2013:662, σκέψη 29).


37 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (EU:C:2013:710, σημείο 77).


38 — Όπ.π. (σημεία 78 και 79).


39 — Βλ. απόφαση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (EU:C:2014:249, σκέψη 53).


40 — C-157/05, EU:C:2007:297, σκέψεις 37 έως 45.


41 — EU:C:2013:710, σημεία 60 και 61.


42 — ΕΕ L 178, σ. 5.


43 — Βλ., ιδίως, αποφάσεις Holböck (EU:C:2007:297, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και Welte (EU:C:2013:662, σκέψη 32).


44 — Βλ., ιδίως, απόφαση Welte (EU:C:2013:662, σκέψη 32).


45 — Βλ., ιδίως όσον αφορά την εν λόγω διάκριση, αποφάσεις Orange European Smallcap Fund (C-194/06, EU:C:2008:289, σκέψεις 98 έως 102), Glaxo Wellcome (C-182/08, EU:C:2009:559, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C-212/09, EU:C:2011:717, σκέψη 47).


46 — Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen (C-436/08 και C-437/08, EU:C:2011:61, σκέψεις 137 και 138) και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (EU:C:2013:710, σημείο 64).


47 — EU:C:2012:327.


48 — EU:C:2013:710, σημεία 69 έως 72. Οι προτάσεις αυτές αναπτύχθηκαν μερικές ημέρες μετά την κοινοποίηση στο Δικαστήριο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


49 — Βλ. απόφαση Welte (EU:C:2013:662, σκέψη 29).