Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 22ας Ιανουαρίου 2015 (1)

Υπόθεση C-686/13

X AB

κατά

Skatteverket

[αίτηση του Högsta förvaltningsdomstol (Σουηδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Φορολογική νομοθεσία — Εθνικός φόρος επί των κερδών — Ελευθερία εγκαταστάσεως δυνάμει του άρθρου 49 ΣΛΕΕ — Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ — Μη συνυπολογισμός, για φορολογικούς σκοπούς, των κερδών και των ζημιών που συνδέονται με την εκποίηση συμμετοχής — Συμμετοχή σε θυγατρική εταιρία σε άλλο κράτος μέλος — Παύση της δραστηριότητας της θυγατρικής εταιρίας — Συνυπολογισμός, για φορολογικούς σκοπούς, ζημίας λόγω εκποιήσεως, εφόσον αυτή οφείλεται σε μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών»





I –    Εισαγωγή

1.        Η σουηδική φορολογική διαφορά την οποία αφορά η προκειμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ανάγεται στο γεγονός ότι, στο Βασίλειο της Σουηδίας, τα κέρδη και οι ζημίες από την εκποίηση συγκεκριμένων συμμετοχών σε εταιρίες δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος. Η ρύθμιση αυτή ευνοεί ορισμένους, αλλά είναι δυσμενής για εκείνους που πρέπει να επιβαρυνθούν με ζημία. Ωστόσο, εφόσον τέτοιου είδους ζημία οφείλεται σε κίνδυνο λόγω μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών και ο κίνδυνος αυτός υφίσταται κυρίως σε περίπτωση ασκήσεως διασυνοριακής δραστηριότητας, οι θεμελιώδεις ελευθερίες θα μπορούσαν να επιτάσσουν τον συνυπολογισμό της ζημίας. Τούτο θέλει να διευκρινίσει το αιτούν δικαστήριο, προτού η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προβεί στην παύση της δραστηριότητας της θυγατρικής της εταιρίας που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

2.        Το Δικαστήριο έχει εξετάσει άλλη μία φορά παρόμοια περίπτωση στην υπόθεση Deutsche Shell, η οποία αφορούσε ζημία λόγω μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε σχέση με την παύση λειτουργίας αλλοδαπής μόνιμης εγκαταστάσεως. Στο πλαίσιο εκείνο, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας εγκαταστάσεως (2). Στην προκειμένη διαδικασία πρέπει να ερευνηθεί πλέον κατά πόσον οι διαπιστώσεις της αποφάσεως Deutsche Shell δύνανται να εφαρμοσθούν επί συναλλαγματικών ζημιών που συνδέονται με την παύση δραστηριότητας θυγατρικής εταιρίας.

II – Νομικό πλαίσιο

3.        Το Βασίλειο της Σουηδίας επιβάλλει φόρο εισοδήματος. Συναφώς, φορολογούνται καταρχήν και κέρδη προερχόμενα από την εκποίηση συμμετοχών σε μετοχικές εταιρίες.

4.        Εντούτοις, προβλέπεται εξαίρεση για συμμετοχές τις οποίες κατέχουν συγκεκριμένες εταιρίες, ιδίως μετοχικές, για επιχειρηματικούς σκοπούς. Κατά το κεφάλαιο 25a, άρθρο 5, παράγραφος 1, του σουηδικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (inkomstskattelag 1999:1229), κέρδος που προκύπτει από την εκποίηση τέτοιων συμμετοχών δεν πρέπει, καταρχήν, να λαμβάνεται υπόψη. Αφετέρου, η παράγραφος 2 της διατάξεως επιτρέπει την έκπτωση ζημίας οφειλόμενης στην εκποίηση μόνον εάν θα φορολογούνταν αντιστοίχως και ενδεχόμενο κέρδος.

5.        Προκειμένου να μη ληφθούν υπόψη για φορολογικούς σκοπούς τα κέρδη και οι ζημίες που συνδέονται με εκποίηση, το κεφάλαιο 24, άρθρο 14, παράγραφος 1, του σουηδικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος ορίζει ότι η συμμετοχή πρέπει να πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

«1.      Η συμμετοχή δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεως στο χρηματιστήριο.

2.      Ο συνολικός αριθμός των ψήφων για όλες τις συμμετοχές της κατέχουσας εταιρίας στην εταιρία στην οποία συμμετέχει αποτελεί τουλάχιστον το 10 % των δικαιωμάτων ψήφου που αναλογούν στο σύνολο των συμμετοχών της τελευταίας αυτής εταιρίας.

3.      Η κατοχή της συμμετοχής σχετίζεται με τη δραστηριότητα την οποία ασκεί η κατέχουσα εταιρία ή άλλη εταιρία που μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με αυτήν βάσει σχέσεων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή βάσει οργανωτικών σχέσεων.»

6.        Παρόμοιοι κανόνες ισχύουν για μερίσματα από τέτοιες συμμετοχές τα οποία, καταρχήν, εξαιρούνται επίσης από τη φορολόγηση. Ο μη συνυπολογισμός, για φορολογικούς σκοπούς, των μερισμάτων καθώς και των κερδών που προέρχονται από εκποίηση έχει ως σκοπό την αποφυγή πολλαπλής φορολογήσεως των κερδών των εταιριών.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης

7.        Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την αίτηση της σουηδικής εταιρίας X AB για την έκδοση προκριματικής γνωμοδοτήσεως στο πλαίσιο της φορολογήσεως των εισοδημάτων της.

8.        Το 2003 η X AB συνέστησε βρετανική θυγατρική εταιρία. Οι μετοχές της εταιρίας αυτής είχαν εκδοθεί σε δολάρια ΗΠΑ. Από το 2003 έως το 2009 η X αύξησε πολλές φορές την εισφορά της στο κεφάλαιο της θυγατρικής.

9.        Μετά τη σύσταση της ανωτέρω εταιρίας, η X μεταβίβασε και στη μητρική της εταιρία συμμετοχές της στην εν λόγω θυγατρική, με αποτέλεσμα η X να κατέχει πλέον μόνον το 45 % των μετοχών.

10.      Η X σχεδιάζει την —μη περαιτέρω διευκρινιζόμενη— παύση της δραστηριότητας της βρετανικής θυγατρικής της η οποία θα πραγματοποιηθεί προφανώς κατά τη σουηδική νομοθεσία, όπως και η εκποίηση της συμμετοχής στη θυγατρική. Συναφώς, προβλέπει ότι ενδέχεται να υποστεί συναλλαγματική ζημία, καθόσον εν τω μεταξύ έχει μεταβληθεί η συναλλαγματική ισοτιμία της σουηδικής κορώνας έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Τέτοιου είδους ζημία δεν θα μπορούσε να προβληθεί από φορολογικής απόψεως με βάση τις σουηδικές διατάξεις περί ζημιών οφειλόμενων σε εκποιήσεις συμμετοχών κατεχόμενων για επιχειρηματικούς σκοπούς.

11.      Υπό αυτές τις συνθήκες, η X ζήτησε την έκδοση προκριματικής γνωμοδοτήσεως ενώπιον της Skatterättsnämnd [σουηδικής φορολογικής αρχής], προκειμένου να αποσαφηνισθεί αν η άρνηση συνυπολογισμού συναλλαγματικής ζημίας για φορολογικούς σκοπούς αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης. Κατόπιν της αρνητικής απαντήσεως που έδωσε η Skatterättsnämnd στο ανωτέρω ερώτημα, η X κατέφυγε στη δικαστική οδό.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12.      Στις 27 Δεκεμβρίου 2013 το Högsta förvaltningsdomstol, το οποίο εξέτασε εν τω μεταξύ τη διαφορά, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ:

Είναι τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ αντίθετα προς εθνική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία το κράτος της έδρας δεν επιτρέπει την έκπτωση της συναλλαγματικής ζημίας, η οποία περιλαμβάνεται στη ζημία που οφείλεται σε εκποίηση συμμετοχών κατεχόμενων για επιχειρηματικούς σκοπούς σε εταιρία εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους, όταν το κράτος της έδρας εφαρμόζει ένα σύστημα στο οποίο τα κέρδη και οι ζημίες από την εκποίηση τέτοιων συμμετοχών δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της βάσεως επιβολής του φόρου;

13.      Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2014 οι διάδικοι της κύριας δίκης, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

V –    Νομική εκτίμηση

14.      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν κράτος μέλος δύναται, κατά την επιβολή φόρου εισοδήματος, να μη λάβει υπόψη κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από την εκποίηση συμμετοχών σε εταιρίες, χωρίς να θίξει τοιουτοτρόπως την ελευθερία εγκαταστάσεως ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η παραβίαση είναι πιθανή, διότι βάσει της ρυθμίσεως δεν λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς ούτε οι συναλλαγματικές ζημίες.

15.      Πριν δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να τονισθεί ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διευκρινίσει το αν και σε ποιον βαθμό μπορεί η εταιρία Χ να υποστεί όντως συναλλαγματική ζημία (3). Από τα στοιχεία που περιέχει η διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει η γένεση συναλλαγματικής ζημίας. Πράγματι, μόνον το γεγονός ότι μετοχές εταιρίας είχαν εκδοθεί σε αλλοδαπό νόμισμα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη πιθανότητα συναλλαγματικής ζημίας σε περίπτωση παύσεως της δραστηριότητας. Τέτοια πιθανότητα μπορεί να αναγνωρισθεί χωρίς αμφιβολία μόνον εάν η κάτοχος μετοχών Χ έχει δικαίωμα εισπράξεως του ονομαστικού της κεφαλαίου αποκλειστικώς σε αλλοδαπό νόμισμα σε περίπτωση παύσεως της δραστηριότητας της θυγατρικής της. Αντιθέτως, εάν η παύση της δραστηριότητας παράγει δικαίωμα επί της περιουσίας της θυγατρικής, δεν θα ήταν ευχερής η αυτοτελής διαπίστωση συναλλαγματικής ζημίας ακόμη και αν στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως της εταιρίας η περιουσία της εκποιούνταν σε αλλοδαπό νόμισμα. Συγκεκριμένα, το επίπεδο τιμών των εμπλεκόμενων οικονομιών και η συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων τους αλληλεπιδρούν και τούτο θα μπορούσε να καταστήσει δυσχερή τη διάκριση μεταξύ πραγματικών μεταβολών της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και απλών συναλλαγματικών διακυμάνσεων.

16.      Στη συνέχεια, λοιπόν, για την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, θα λάβω ως δεδομένο —όπως έπραξε και το Δικαστήριο στην απόφαση Deutsche Shell (4)— ότι στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να διαπιστωθεί αυτοτελώς συναλλαγματική ζημία οφειλόμενη στην παύση της δραστηριότητας της θυγατρικής εταιρίας.

 Α       Η εφαρμοστέα θεμελιώδης ελευθερία

17.      Κατ’ αρχάς τίθεται το ζήτημα αν ρύθμιση όπως η σουηδική πρέπει να εκτιμηθεί βάσει της ελευθερίας εγκαταστάσεως του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στην προκειμένη υπόθεση που αφορά συμμετοχή σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος μπορούν να θίγονται, καταρχήν, αμφότερες οι θεμελιώδεις ελευθερίες.

18.      Για τον λόγο αυτόν, επιβάλλεται να εξετασθεί πρωτίστως το αντικείμενο της εθνικής ρυθμίσεως. Πράγματι, κατά τη νομολογία, εθνική ρύθμιση η οποία εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση συμμετοχών που καθιστούν δυνατή την άσκηση αναμφισβήτητης επιρροής στις αποφάσεις της εταιρίας και τον καθορισμό των δραστηριοτήτων της εμπίπτει αποκλειστικώς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες εφαρμόζονται επί συμμετοχών που αποκτήθηκαν με μοναδικό σκοπό την οικονομική επένδυση χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως πρέπει να εξετάζονται μόνον υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (5).

19.      Κατά το κεφάλαιο 24, άρθρο 14, παράγραφος 1, του σουηδικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, η σουηδική ρύθμιση εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, επί συμμετοχών που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στο χρηματιστήριο, ανεξαρτήτως του ύψους της συμμετοχής. Επομένως, δεν εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση συμμετοχών που καθιστούν δυνατή την άσκηση αναμφισβήτητης επιρροής στις αποφάσεις της εταιρίας ούτε αποκλειστικώς επί συμμετοχών που αποκτήθηκαν με μοναδικό σκοπό την οικονομική επένδυση.

20.      Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προκειμένου να διευκρινισθεί αν η κατάσταση η οποία εξετάζεται στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (6). Συναφώς, η ελευθερία εγκαταστάσεως είναι ειδικότερη, διότι σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αφορά μόνο συμμετοχές που καθιστούν δυνατή τη σύσταση και διαχείριση εταιρίας.

21.      Εν προκειμένω, η X ήταν αρχικώς μοναδική μέτοχος της βρετανικής θυγατρικής της. Σε σχέση με τη σύσταση της θυγατρικής, λοιπόν, η Χ εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

22.      Η προκειμένη διαδικασία όμως αφορά την άρνηση συνυπολογισμού συναλλαγματικής ζημίας για φορολογικούς σκοπούς σε περίπτωση παύσεως της δραστηριότητας της θυγατρικής. Η Χ έχει μειώσει ήδη τη συμμετοχή της στη θυγατρική στο 45 %. Μετά την απώλεια της πλειονότητας των μετοχών, θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα μήπως η Χ δεν δύναται να ασκήσει πλέον αναμφισβήτητη επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας και να καθορίσει τις δραστηριότητές της, με αποτέλεσμα να μην προστατεύεται πια από την ελευθερία εγκαταστάσεως.

23.      Εντούτοις, στην εξεταζόμενη περίπτωση, φρονώ ότι πρέπει να προηγηθεί η εφαρμογή της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, πρώτον, η προοπτική μειονεκτημάτων συνδεόμενων με την παύση της δραστηριότητας μπορεί να αποτρέψει τη σύσταση θυγατρικής, ως προς την οποία η X εμπίπτει οπωσδήποτε στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση την κατοχή της πλειονότητας των μετοχών, προκειμένου να εφαρμοσθεί η ελευθερία εγκαταστάσεως. Επί παραδείγματι, έχει δεχθεί ότι συμμετοχή ύψους 34 % αρκεί για την άσκηση «αναμφισβήτητης επιρροής» (7). Σε άλλη υπόθεση έκρινε ως επαρκή, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ακόμη και συμμετοχή λίγο μεγαλύτερη του 25 % (8).

24.      Εν τέλει, λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο παραβιάσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, η οποία για λόγους ειδικότητας αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Β       Ο περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως

25.      Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν θίγεται η ελευθερία εγκαταστάσεως του άρθρου 49 ΣΛΕΕ όταν δεν επιτρέπεται σε συγκεκριμένες σουηδικές εταιρίες να προβάλλουν, στο πλαίσιο της φορολογήσεως των εισοδημάτων τους, συναλλαγματική ζημία η οποία προέκυψε λόγω εκποιήσεως συγκεκριμένων συμμετοχών σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

26.      Βάσει του άρθρου 54 ΣΛΕΕ, το δικαίωμα της ελεύθερης εγκαταστάσεως στην Ένωση αναγνωρίζεται και στις εταιρίες. Το άρθρο 49, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ απαγορεύει ιδίως περιορισμούς ως προς τη σύσταση και τη διαχείριση θυγατρικών εταιριών σε άλλο κράτος μέλος. Συναφώς, ισχύει κατά πάγια νομολογία ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως απαγορεύει τόσο στο κράτος υποδοχής όσο και στο κράτος προελεύσεως να παρακωλύσει την εγκατάσταση εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος (9).

27.      Η Σουηδία, λοιπόν, ως κράτος προελεύσεως, θα μπορούσε να παρακωλύσει εταιρία όπως η Χ, η οποία υπόκειται στο δικό της καθεστώς φορολογίας εισοδήματος, να συστήσει ή να διαχειρισθεί θυγατρική εταιρία σε άλλο κράτος μέλος, καθόσον αρνείται να αναγνωρίσει, από φορολογικής απόψεως, συναλλαγματική ζημία η οποία προκύπτει στο πλαίσιο της παύσεως της δραστηριότητας της θυγατρικής.

28.      Κατά πάγια νομολογία, ως περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως πρέπει να νοούνται όλα τα μέτρα που απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (10). Το Δικαστήριο δέχεται, κατά κανόνα, ότι ρύθμιση του κράτους προελεύσεως εισάγει περιορισμό όταν η διασυνοριακή εγκατάσταση τυγχάνει δυσμενέστερης μεταχειρίσεως από την ημεδαπή εγκατάσταση (11). Συνεπώς, περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως εκ μέρους του κράτους προελεύσεως υπάρχει όταν η διασυνοριακή εγκατάσταση υφίσταται δυσμενή διάκριση έναντι της ημεδαπής εγκαταστάσεως. Τούτο μπορεί να συμβαίνει κατά τρόπο εμφανή (σχετικά υπό 1) ή συγκεκαλυμμένο (σχετικά υπό 2). Επιπλέον, υπό 3 πρέπει να εξετασθεί επίσης αν είναι δυνατόν να αντιβαίνει στην ελευθερία εγκαταστάσεως περιορισμός εκ μέρους του κράτους προελεύσεως ο οποίος δεν εισάγει διάκριση.

1.      Εμφανής διάκριση

29.      Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να διαπιστωθεί εμφανής δυσμενής μεταχείριση της διασυνοριακής εγκαταστάσεως. Πράγματι, η σουηδική ρύθμιση, βάσει της οποίας δεν λαμβάνονται υπόψη, για φορολογικούς σκοπούς, ζημίες που οφείλονται στην εκποίηση συμμετοχών σε εταιρία, ισχύει ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για συμμετοχές σε ημεδαπή ή αλλοδαπή εταιρία. Επομένως, δεν διαφέρει καταρχήν η φορολογική μεταχείριση της ημεδαπής ή της αλλοδαπής εγκαταστάσεως με θυγατρική εταιρία.

2.      Συγκεκαλυμμένη διάκριση

30.      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες περί ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύουν όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις που στηρίζονται στην ιθαγένεια, ή την έδρα όσον αφορά τις εταιρίες, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (12). Ως κανόνες περί ίσης μεταχειρίσεως νοούνται ιδίως οι θεμελιώδεις ελευθερίες στον βαθμό που περιλαμβάνουν επιταγή περί ίσης μεταχειρίσεως ημεδαπών, όπως η ελευθερία εγκαταστάσεως κατά το άρθρο 49, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

31.      Ασφαλώς, η εν λόγω νομολογία αφορά κατ’ αρχάς μόνον τις υποχρεώσεις του κράτους υποδοχής. Το κράτος προελεύσεως, δηλαδή, δεν παρακωλύει κατά κανόνα την άσκηση θεμελιώδους ελευθερίας θεσπίζοντας διαφορετικές ρυθμίσεις για πρόσωπα διαφορετικής ιθαγένειας, αλλά προβλέποντας για όλους τους κατοίκους της επικράτειάς του τις ίδιες ρυθμίσεις οι οποίες ωστόσο επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση στη διασυνοριακή και στην ημεδαπή δραστηριότητα. Συναφώς, όμως, οι θεμελιώδεις ελευθερίες επιβάλλουν ίση μεταχείριση και από το κράτος προελεύσεως. Άλλωστε, συγκεκαλυμμένη μορφή δυσμενούς μεταχειρίσεως διασυνοριακών δραστηριοτήτων εκ μέρους του κράτους προελεύσεως δύναται να παρακωλύσει την άσκηση θεμελιώδους ελευθερίας κατά τρόπο παρόμοιο με τις διακρίσεις λόγω ιθαγένειας ή έδρας εταιρίας εκ μέρους του κράτους υποδοχής. Για τον λόγο αυτόν, η εν λόγω νομολογιακή αρχή πρέπει να εφαρμόζεται, προσαρμοσμένη, και κατά την εξέταση του περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως από το κράτος προελεύσεως.

32.      Συνεπώς, επιβάλλεται να ερευνηθεί αν ο αποκλεισμός του συνυπολογισμού, για φορολογικούς σκοπούς, κερδών και ζημιών που προκύπτουν κατά την εκποίηση συμμετοχών έχει ως αποτέλεσμα οι υποκείμενοι στον φόρο που κατέχουν συμμετοχές σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος να υφίστανται δυσμενή μεταχείριση συγκεκαλυμμένης μορφής έναντι υποκείμενων στον φόρο με συμμετοχές σε ημεδαπή εταιρία.

33.      Η ύπαρξη τέτοιας συγκεκαλυμμένης δυσμενούς μεταχειρίσεως πρέπει να γίνει δεκτή, με βάση τον αντίστοιχο κανόνα του Δικαστηρίου που αφορά τη συγκεκαλυμμένη διάκριση λόγω ιθαγένειας (13), εάν η σουηδική ρύθμιση είναι, ως επί το πλείστον, δυσμενής για υποκείμενους στον φόρο οι οποίοι εκποιούν συμμετοχές σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

34.      Συναφώς, είναι πιθανές δύο προσεγγίσεις. Αφενός, θα μπορούσε να θεωρηθεί κρίσιμο ότι ενδεχομένως —σε κάθε περίπτωση, η οριστική διαπίστωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο (14)— η προβολή συναλλαγματικών ζημιών αφορά κυρίως συμμετοχές σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος. Ασφαλώς είναι δεδομένο ότι και η αξία ημεδαπών συμμετοχών μπορεί να διατρέχει συναλλαγματικό κίνδυνο και μάλιστα όχι μόνον όταν η εισφορά έχει καταβληθεί σε αλλοδαπό νόμισμα, αλλά και όταν η ημεδαπή εταιρία έχει επενδύσει σε αλλοδαπά νομίσματα. Εντούτοις, η αξία των συμμετοχών σε αλλοδαπή εταιρία θα ήταν δυνατό να επηρεασθεί περισσότερο από την αξία αλλοδαπών νομισμάτων, διότι τέτοια εταιρία θα μπορούσε να επενδύει πιο συχνά σε περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποτιμώνται σε αλλοδαπό νόμισμα.

35.      Αφετέρου, τέτοιου είδους προσέγγιση ουδόλως λαμβάνει υπόψη ότι η προκειμένη σουηδική ρύθμιση δεν αποκλείει μόνον τον συνυπολογισμό, για φορολογικούς σκοπούς, των ζημιών αλλά και των κερδών που προκύπτουν από την εκποίηση συμμετοχών. Το αποτέλεσμα είναι ότι συναλλαγματικές μεταβολές που επηρεάζουν την αξία συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη, από φορολογικής απόψεως, ούτε σε περίπτωση προκλήσεως ζημιών ούτε σε περίπτωση αντλήσεως κερδών. Υπό τις συνθήκες αυτές, συγκεκαλυμμένη δυσμενής μεταχείριση διασυνοριακής εγκαταστάσεως θα διαπιστωνόταν μόνον εάν ο συναλλαγματικός κίνδυνος καθιστούσε εν γένει τις αλλοδαπές συμμετοχές σημαντικά πιο ζημιογόνες από τις ημεδαπές συμμετοχές.

36.      Ωστόσο, δεν μπορώ να προβώ σε τέτοια διαπίστωση. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει εν τέλει, βάσει των πραγματικών δεδομένων στο Βασίλειο της Σουηδίας, αν υφίσταται συγκεκαλυμμένη δυσμενής μεταχείριση της αλλοδαπής εγκαταστάσεως λόγω της σουηδικής ρυθμίσεως. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη και την ιδιαιτερότητα της προκειμένης περιπτώσεως, δηλαδή ότι οι μετοχές της X στη βρετανική θυγατρική της δεν είχαν εκδοθεί στο νόμισμα του κράτους υποδοχής, ήτοι τη λίρα στερλίνα, αλλά σε τρίτο νόμισμα, συγκεκριμένα σε δολάριο ΗΠΑ. Η πρακτική αυτή, βεβαίως, δεν αρκεί για να αποκλείσει την ύπαρξη συγκεκαλυμμένης δυσμενούς μεταχειρίσεως διασυνοριακής δραστηριότητας, διότι θα μπορούσε να εφαρμόζεται συχνότερα σε διασυνοριακή παρά σε ημεδαπή εγκατάσταση. Ανεξαρτήτως αυτού όμως, από τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία στην προκειμένη διαδικασία δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος υλοποιείται συχνότερα από τους λοιπούς κινδύνους της οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους υπόκεινται τόσο οι ημεδαπές όσο και οι αλλοδαπές εταιρίες.

37.      Κατά συνέπεια, με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία, δεν μπορεί να διαπιστωθεί συγκεκαλυμμένη δυσμενής μεταχείριση της διασυνοριακής εγκαταστάσεως λόγω της προκειμένης σουηδικής ρυθμίσεως.

3.      Περιορισμός ο οποίος δεν εισάγει διάκριση

38.      Απομένει να εξετασθεί αν θα μπορούσε να διαπιστωθεί, εντούτοις, περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως για τον λόγο ότι η σουηδική ρύθμιση παρακωλύει την εγκατάσταση της X σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να την μεταχειρίζεται δυσμενέστερα από την ημεδαπή εγκατάσταση κατά τρόπο εμφανή ή συγκεκαλυμμένο.

39.      Ως προς το κράτος υποδοχής ισχύει ότι τούτο ενδέχεται, καταρχήν, να περιορίσει την ελευθερία εγκαταστάσεως ακόμη και διά ρυθμίσεως η οποία εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ή έδρας εταιρίας (15). Επιπλέον, με βάση τον γενικό κανόνα, ως περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως πρέπει να νοούνται όλα τα μέτρα που απαγορεύουν, παρακωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (16).

40.      Στο παρελθόν όμως έχω διαπιστώσει επανειλημμένως τις αμφιβολίες μου σχετικά με το αν είναι δυνατόν να υφίσταται στον τομέα της φορολογικής νομοθεσίας περιορισμός θεμελιώδους ελευθερίας ο οποίος δεν εισάγει διάκριση (17). Η επιβολή οποιουδήποτε φόρου παρακωλύει την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας ή την καθιστά λιγότερο ελκυστική. Ωστόσο, εάν ένας φόρος ελέγχεται κατά το δίκαιο της Ένωσης υπό το πρίσμα των θεμελιωδών ελευθεριών ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν εισάγει ούτε εμφανή ούτε συγκεκαλυμμένη διάκριση και επιβάλλεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους πολίτες της Ένωσης, κάθε απόφαση κράτους μέλους για την επιβολή φόρου σε συγκεκριμένη περίπτωση και κάθε αύξηση φόρου θα διέπονταν επίσης από το δίκαιο της Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εν τέλει, θα παραβιαζόταν η φορολογική εξουσία που διαθέτουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την ισχύουσα κατανομή αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Επομένως, φόρος ο οποίος επιβάλλεται χωρίς να εισάγει απολύτως καμία διάκριση δεν δύναται, καταρχήν, να επιφέρει περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας.

41.      Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή τίθεται ενδεχομένως εν αμφιβόλω λόγω της αποφάσεως Deutsche Shell την οποία ανέλυσαν λεπτομερώς και οι μετέχοντες στην προκειμένη διαδικασία. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο —στηριζόμενο στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston— αναγνώρισε ότι υφίσταται περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως λόγω μη συνυπολογισμού, για φορολογικούς σκοπούς, συναλλαγματικής ζημίας σε περίπτωση κατά την οποία εταιρία ιδρύει υποκατάστημα σε κράτος μέλος που χρησιμοποιεί διαφορετικό νόμισμα από εκείνο του κράτους προελεύσεως και η προκληθείσα συναλλαγματική ζημία εμφανίζεται κατά την παύση της δραστηριότητας μόνο στο κράτος προελεύσεως. Στην περίπτωση αυτή, η εταιρία διατρέχει αυξημένο οικονομικό κίνδυνο (18). Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έκανε λόγο για ύπαρξη σχετικής δυσμενούς διακρίσεως.

42.      Η γενική εισαγγελέας E. Sharpston όμως στήριξε την πρότασή της στο γεγονός ότι κατά τις συναλλαγές μεταξύ της κύριας εγκαταστάσεως εταιρίας και του υποκαταστήματός της δύναται να προκύψει συναλλαγματικός κίνδυνος μόνον όταν το υποκατάστημα βρίσκεται στην αλλοδαπή. Συνεπώς, δεν διαπιστώθηκε περιορισμός ο οποίος δεν εισάγει διάκριση, αλλά συγκεκαλυμμένη δυσμενής μεταχείριση της διασυνοριακής έναντι της ημεδαπής καταστάσεως. Τέτοια συγκεκαλυμμένη δυσμενής μεταχείριση δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τις συναλλαγές μεταξύ εταιρικών εγκαταστάσεων, συναλλαγματικό κίνδυνο μπορεί να διατρέχει και η αξία ημεδαπής συμμετοχής (19).

43.      Πέραν τούτου, φρονώ ότι στην απόφαση Deutsche Shell η στήριξη μόνο στη συναλλαγματική ζημία δεν είναι πειστική. Εάν ο μη συνυπολογισμός, για φορολογικούς σκοπούς, τέτοιας ζημίας συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, θα έπρεπε αντιστοίχως —σε περίπτωση που το κράτος μέλος φορολογούσε συναλλαγματικά κέρδη— η φορολόγηση συναλλαγματικού κέρδους να συνιστά ομοίως περιορισμό. Τούτο θα συνεπαγόταν παραδόξως ότι το κράτος μέλος θα περιόριζε την ελευθερία εγκαταστάσεως τόσο διά της φορολογήσεως όσο και διά της μη φορολογικής συνεκτιμήσεως τέτοιων καταστάσεων.

44.      Τέλος, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι στο πλαίσιο της φορολογικής νομοθεσίας είναι δυνατό να υφίσταται περιορισμός θεμελιώδους ελευθερίας ο οποίος δεν εισάγει διάκριση, στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να διαπιστωθεί, εν τέλει, περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Πράγματι, το Δικαστήριο εκτιμά ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, η ελευθερία εγκαταστάσεως δεν παρακωλύεται από το κράτος υποδοχής όταν η σχετική ρύθμιση ισχύει για όλους τους επιχειρηματίες, δεν έχει ως σκοπό να ρυθμίζει τις προϋποθέσεις που αφορούν την εγκατάσταση και τα ενδεχόμενα περιοριστικά αποτελέσματά της είναι υπερβολικά αβέβαια και έμμεσα για να θεωρηθούν ικανά να παρακωλύσουν την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως (20). Συναφώς, είναι κρίσιμο εν τέλει το αν ρύθμιση μη εισάγουσα διάκριση είναι σε θέση να ασκήσει σοβαρή επιρροή στην επενδυτική απόφαση επιχειρηματία (21). Η εφαρμογή της νομολογίας αυτής και ως προς την παρακώλυση της ασκήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως εκ μέρους του κράτους προελεύσεως συνεπάγεται στην προκειμένη περίπτωση ότι η αγνόηση συναλλαγματικής ζημίας, από φορολογικής απόψεως, δεν επιφέρει περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο λήψεως της επενδυτικής αποφάσεως υφίσταται η προοπτική τόσο ενδεχόμενης συναλλαγματικής ζημίας που δεν μπορεί να προβληθεί για φορολογικούς σκοπούς όσο και ενδεχόμενου συναλλαγματικού κέρδους που δεν θα πρέπει να φορολογηθεί. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα περιοριστικά αποτελέσματα που παράγει η αδυναμία εκπτώσεως ενδεχόμενης συναλλαγματικής ζημίας σχετικής με τη συμμετοχή είναι υπερβολικά αβέβαια και έμμεσα για να παρακωλύσουν την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

45.      Εν τέλει, λοιπόν, η προκειμένη σουηδική ρύθμιση δεν περιορίζει την ελευθερία εγκαταστάσεως.

 Γ       Επικουρικώς: δικαιολόγηση περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως

46.      Εάν το Δικαστήριο κρίνει στην προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως προς την εκτίμησή μου, ότι υφίσταται περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως λόγω του ότι συναλλαγματική ζημία δεν λαμβάνεται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς, θα πρέπει να εξετασθεί εν συνεχεία μήπως ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος.

47.      Οι μετέχοντες στη διαδικασία προέβαλαν δύο λόγους: τη διαφύλαξη της φορολογικής συνοχής (σχετικά, υπό 1) και τη διαφύλαξη της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών (σχετικά, υπό 2).

1.      Φορολογική συνοχή

48.      Κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη προασπίσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογεί περιορισμό στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη (22). Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ένας φορολογούμενος να τύχει μονομερώς φορολογικού πλεονεκτήματος χωρίς να υποβληθεί συγχρόνως σε αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνση.

 Άμεσος σύνδεσμος μεταξύ επιβαρύνσεως και πλεονεκτήματος

49.      Εντούτοις, για να ευσταθεί ο δικαιολογητικός αυτός λόγος, πρέπει να αποδειχθεί ότι υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση (23). Συναφώς, η αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τον σκοπό της επίμαχης ρυθμίσεως (24).

50.      Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιος σύνδεσμος θα μπορούσε να συνδέει, αφενός, τη φορολογική επιβάρυνση η οποία ανάγεται στον μη συνυπολογισμό των συναλλαγματικών ζημιών που προκύπτουν από εκποίηση συμμετοχής και, αφετέρου, το φορολογικό πλεονέκτημα που συνίσταται στο ότι ούτε τα συναλλαγματικά κέρδη λαμβάνονται υπόψη.

51.      Στην απόφαση Deutsche Shell, το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι μεταξύ του συνυπολογισμού, για φορολογικούς σκοπούς, των συναλλαγματικών ζημιών και των συναλλαγματικών κερδών δεν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ζημία την οποία έχει υποστεί ο φορολογούμενος δεν αντισταθμίζεται από κανένα φορολογικό πλεονέκτημα υπέρ αυτού (25).

52.      Ωστόσο, στη μεταγενέστερη απόφαση K το Δικαστήριο έκρινε κατά τρόπο διαφορετικό. Στο πλαίσιο της υποθέσεως K αμφισβητούνταν επίσης ο συνυπολογισμός, για φορολογικούς σκοπούς, ζημίας λόγω εκποιήσεως που αφορούσε αλλοδαπή επένδυση. Στην περίπτωση αυτή όμως το Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ του συνυπολογισμού ζημιών που απορρέουν από επένδυση σε κεφάλαια και της φορολογήσεως των κερδών που αποφέρει η εν λόγω επένδυση (26). Τόνισε, συναφώς, ότι τόσο το πλεονέκτημα όσο και η επιβάρυνση αφορούσαν το πρόσωπο του ιδίου φορολογουμένου (27), μολονότι ο μη συνυπολογισμός της ζημίας που υπέστη ο φορολογούμενος λόγω της εκποιήσεως δεν μπορούσε να αντισταθμισθεί για αυτόν από μεταγενέστερο φορολογικό πλεονέκτημα —εξαιτίας της μοναδικότητας της εκποιητικής διαδικασίας.

53.      Οι διαφορετικές αυτές αποφάσεις στηρίζονται σε διαφορετική αντίληψη του πλεονεκτήματος που συνδέεται με τη φορολογική επιβάρυνση. Ενώ η απόφαση Deutsche Shell αναγνωρίζει ως πλεονέκτημα μόνον τη μη φορολόγηση πραγματικού κέρδους του φορολογουμένου, στην απόφαση K το Δικαστήριο αρκείται στο πλεονέκτημα ότι ο φορολογούμενος δεν θα όφειλε να φορολογηθεί για ενδεχόμενο κέρδος του. Δηλαδή, η κατάσταση του φορολογουμένου εξετάζεται στην απόφαση Deutsche Shell ex post, ενώ στην απόφαση K ex ante. Ο φορολογούμενος, λοιπόν, πριν από την έναρξη της επενδύσεώς του σε κράτος μέλος, θα εκλαμβάνει ως πλεονέκτημα το ότι δεν θα πρέπει να φορολογηθεί για ενδεχόμενο κέρδος του. Ωστόσο, το πλεονέκτημα αυτό δεν θα υφίσταται πλέον, εάν η επένδυσή του ολοκληρωθεί με ζημία.

54.      Υπό το πρίσμα του σκοπού των θεμελιωδών ελευθεριών, η προσέγγιση της αποφάσεως K είναι προτιμότερη. Οι θεμελιώδεις ελευθερίες επιδιώκουν να εξασφαλίσουν ότι επιχειρηματίας δεν θα αποτραπεί από την άσκηση διασυνοριακής δραστηριότητας στην εσωτερική αγορά. Εφόσον πρόκειται για επενδυτική απόφαση που προηγείται της ενάρξεως της δραστηριότητας —όπως στην εξεταζόμενη περίπτωση της συστάσεως θυγατρικής εταιρίας— είναι κρίσιμη η κατάσταση κατά τον χρόνο αυτόν.

55.      Συνεπώς, η συνοχή του σουηδικού φορολογικού συστήματος δικαιολογεί, καταρχήν, τον μη συνυπολογισμό συναλλαγματικής ζημίας η οποία προέκυψε κατά την εκποίηση συμμετοχών σε αλλοδαπή εταιρία, καθόσον στο πλαίσιο αυτού του συστήματος δεν θα φορολογούνταν ούτε το συναλλαγματικό κέρδος.

 Αναλογικότητα

56.      Εντούτοις, η ρύθμιση κράτους μέλους που εξασφαλίζει τη φορολογική συνοχή δεν πρέπει να βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

57.      Συναφώς, τίθεται το ζήτημα μήπως το Βασίλειο της Σουηδίας μπορούσε να διαφυλάξει ομοίως —και κατά τρόπο πιο ευνοϊκό για τη X— τη συνοχή του φορολογικού του συστήματος, λαμβάνοντας υπόψη στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος τόσο τις συναλλαγματικές ζημίες όσο και τα συναλλαγματικά κέρδη που προκύπτουν από την εκποίηση συμμετοχών σε εταιρίες.

58.      Φρονώ ότι η ανωτέρω πρακτική δεν θα αποτελούσε ήπιο μέσο για τη διαφύλαξη της φορολογικής συνοχής. Θα σήμαινε, δηλαδή, ότι φορολογούμενος ο οποίος αποκομίζει συναλλαγματικό κέρδος πρέπει να φορολογηθεί για αυτό. Τούτο όμως θα συνιστούσε και περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, στο μέτρο που γίνεται δεκτό ότι τέτοιον περιορισμό υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση η Χ.

59.      Διαφορετική προσέγγιση θα είχε επίσης ως συνέπεια ότι τα κράτη μέλη δεν θα ήταν ελεύθερα να κρίνουν ποιες περιπτώσεις θα φορολογήσουν εν γένει. Εκτιμώ ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν θα συμβιβαζόταν με την υφιστάμενη φορολογική εξουσία των κρατών μελών στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων της Ένωσης.

60.      Επομένως, η εξεταζόμενη σουηδική ρύθμιση θα δικαιολογούνταν από τον σκοπό διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής, ακόμη και αν το Δικαστήριο δεχόταν —αντιθέτως προς την εκτίμησή μου— ότι στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

2.      Κατανομή των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των κρατών μελών

61.      Απεναντίας, ο προβαλλόμενος επιπροσθέτως από ορισμένους μετέχοντες στη διαδικασία δικαιολογητικός λόγος περί διαφυλάξεως της κατανομής των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των κρατών μελών δεν δύναται να δικαιολογήσει ενδεχόμενο περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

62.      Στην προκειμένη περίπτωση, δεν θίγεται η κατανομή της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι κέρδος από εκποίηση συμμετοχής σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος υπόκειται στη σουηδική φορολογική εξουσία. Απλώς, το Βασίλειο της Σουηδίας δεν ασκεί συναφώς αυτήν την εξουσία του.

 Δ       Συμπέρασμα

63.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προκειμένη σουηδική ρύθμιση δεν περιορίζει την ελευθερία εγκαταστάσεως. Ωστόσο, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι υφίσταται περιορισμός λόγω της σουηδικής ρυθμίσεως, τούτος θα δικαιολογούνταν από τον σκοπό της διαφυλάξεως της φορολογικής συνοχής.

VI – Πρόταση

64.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Högsta förvaltningsdomstol ως εξής:

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία με την οποία το κράτος της έδρας μητρικής εταιρίας δεν επιτρέπει την έκπτωση της συναλλαγματικής ζημίας η οποία περιλαμβάνεται στη ζημία που οφείλεται σε εκποίηση συμμετοχών κατεχόμενων για επιχειρηματικούς σκοπούς σε εταιρία εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους, όταν το κράτος της έδρας της μητρικής εταιρίας εφαρμόζει σύστημα στο οποίο τα κέρδη και οι ζημίες από την εκποίηση τέτοιων συμμετοχών δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της βάσεως επιβολής του φόρου.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 —      Απόφαση Deutsche Shell (C-293/06, EU:C:2008:129).


3 —      Βλ., ομοίως, απόφαση Deutsche Shell (C-293/06, EU:C:2008:129, σκέψη 25).


4 —      Βλ. απόφαση Deutsche Shell (C-293/06, EU:C:2008:129, σκέψη 27).


5 —      Βλ., ενδεικτικά, απόφαση Kronos International (C-47/12, EU:C:2014:2200, σκέψεις 30 έως 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


6 —      Βλ. αποφάσεις Test Claimants in the FII Group Litigation (C-35/11, EU:C:2012:707, σκέψεις 93 και 94), Beker και Beker (C-168/11, EU:C:2013:117, σκέψεις 27 και 28), Bouanich (C-375/12, EU:C:2014:138, σκέψει 29 και 30) και Kronos International (C-47/12, EU:C:2014:2200, σκέψεις 36 και 37).


7 —      Βλ. απόφαση SGI (C-311/08, EU:C:2010:26, σκέψεις 34 και 35).


8 —      Βλ. απόφαση Scheunemann (C-31/11, EU:C:2012:481, σκέψεις 25 έως 30).


9 —      Βλ., ιδίως, αποφάσεις Daily Mail und General Trust (81/87, EU:C:1988:456, σκέψη 16), National Grid Indus (C-371/10, EU:C:2011:785, σκέψη 35) και Nordea Bank Danmark (C-48/13, EU:C:2014:2087, σκέψη 18).


10 —      Βλ., ενδεικτικά, απόφαση National Grid Indus (C-371/10, EU:C:2011:785, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


11 —      Βλ., ενδεικτικά, αποφάσεις AMID (C-141/99, EU:C:2000:696, σκέψη 27), Marks & Spencer (C-446/03, EU:C:2005:763, σκέψεις 32 έως 34), Papillon (C-418/07, EU:C:2008:659, σκέψεις 21 και 22), National Grid Indus (C-371/10, EU:C:2011:785, σκέψη 37), DI VI Finanziaria SAPA di Diego della Valle (C-380/11, EU:C:2012:552, σκέψεις 34 έως 36) και Nordea Bank Danmark (C-48/13, EU:C:2014:2087, σκέψη 19).


12 —      Βλ., ενδεικτικά, απόφαση Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


13 —      Βλ. απόφαση Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47).


14 —      Βλ. απόφαση Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2014:47, σκέψη 40).


15 —      Βλ., ενδεικτικά, αποφάσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C-299/02, EU:C:2004:620, σκέψη 15), Blanco Pérez και Chao Gómez (C-570/07 και C-571/07, EU:C:2010:300, σκέψη 53), καθώς και Venturini (C-159/12 έως C-161/12, EU:C:2013:791, σκέψη 30).


16 —      Βλ., ανωτέρω, σημείο 28.


17 —      Βλ. τις προτάσεις μου στις υποθέσεις X (C-498/10, EU:C:2011:870, σημείο 28) και Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C-385/12, EU:C:2013:531, σημεία 83 και 84).


18 —      Απόφαση Deutsche Shell (C-293/06, EU:C:2008:129, σκέψη 30).


19 —      Βλ., ανωτέρω, σημείο 34.


20 —      Βλ. απόφαση Semeraro Casa Uno κ.λπ. (C-418/93 έως C-421/93, C-460/93 έως C-462/93, C-464/93, C-9/94 έως C-11/94, C-14/94, C-15/94, C-23/94, C-24/94 και C-332/94, EU:C:1996:242, σκέψη 32)· βλ., σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, την απόφαση Pelckmans Turnhout (C-483/12, EU:C:2014:304, σκέψη 24) και, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την απόφαση DIP κ.λπ. (C-140/94 έως C-142/94, EU:C:1995:330, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


21 —      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Sky Italia (C-234/12, EU:C:2013:323, σημεία 60 και 61).


22 —      Βλ., ιδίως, αποφάσεις Bachmann (C-204/90, EU:C:1992:35, σκέψη 21), Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (C-524/04, EU:C:2007:161, σκέψη 68) και SCA Group Holding κ.λπ. (C-39/13 έως C-41/13, EU:C:2014:1758, σκέψη 33).


23 —      Βλ., ενδεικτικά, αποφάσεις Svensson και Gustavsson (C-484/93, EU:C:1995:379, σκέψη 18), ICI (C-264/96, EU:C:1998:370, σκέψη 29), Rewe Zentralfinanz (C-347/04, EU:C:2007:194, σκέψη 62) και SCA Group Holding κ.λπ. (C-39/13 έως C-41/13, EU:C:2014:1758, σκέψη 33).


24 —      Βλ., ενδεικτικά, αποφάσεις Deutsche Shell (C-293/06, EU:C:2008:129, σκέψη 39), Presidente del Consiglio dei Ministri (C-169/08, EU:C:2009:709, σκέψη 47) και Emerging Markets Series of DFA Investment Trust Company (C-190/12, EU:C:2014:249, σκέψη 92).


25 —      Απόφαση Deutsche Shell (C-293/06, EU:C:2008:129, σκέψη 40).


26 —      Απόφαση K (C-322/11, EU:C:2013:716, σκέψη 69).


27 —      Βλ. απόφαση K (C-322/11, EU:C:2013:716, σκέψεις 69 και 70).