Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 14ης Μαΐου 2020 (1)

Υπόθεση C-42/19

Sonaecom SGPS SA

κατά

Autoridade Tributária e Aduaneira

[αίτηση του Supremo Tribunal Administrativo
(Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πορτογαλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Έννοια του υποκειμένου στον φόρο – Εταιρία χαρτοφυλακίου – Μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου – Έκπτωση φόρου εισροών – Δαπάνες για συμβουλευτικές υπηρεσίας και για την έκδοση εταιρικών ομολόγων προς απόκτηση άλλης εταιρίας – Τροποποίηση των σχεδιαζομένων πράξεων εκροών»






I.      Εισαγωγή

1.        Το δικαίωμα εκπτώσεως εκ μέρους εταιριών χαρτοφυλακίου έχει απασχολήσει συχνά το Δικαστήριο (2). Εν τούτοις, εξακολουθεί στην πράξη να δημιουργεί προβλήματα. Τούτο ισχύει ιδίως όταν μια εταιρία χαρτοφυλακίου διαχειρίζεται μεν απλώς συμμετοχές σε ορισμένες εταιρίες, παρέχει όμως φορολογητέες υπηρεσίες σε άλλες εταιρίες τις οποίες ελέγχει (μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου).

2.        Εν προκειμένω, η εταιρία Sonaecom SGPS, S.A. (στο εξής: Sonaecom) ήθελε να αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως και, στη συνέχεια, να της παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες. Κατά την προετοιμασία της συναλλαγής, χρησιμοποίησε συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες εκδόσεως εταιρικών ομολόγων. Η Sonaecom ζήτησε να τύχει εκπτώσεως του αναλογούντος ΦΠΑ. Ωστόσο, η πορτογαλική φορολογική αρχή αρνήθηκε να δεχθεί το αίτημα. Ο λόγος ήταν, ιδίως, ότι η Sonaecom δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τις επενδύσεις και, αντί αυτού, έθεσε στη διάθεση της μητρικής εταιρίας του ομίλου το προς τούτο αποκτηθέν κεφάλαιο ως απαλλασσόμενο από τον φόρο δάνειο.

3.        Εν προκειμένω, στο Δικαστήριο εναπόκειται να διευκρινίσει, ιδίως, ποιες είναι οι συνέπειες που έχει για την έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών το γεγονός ότι υπήρξε μια τέτοια μεταβολή, ώστε άλλη να είναι η σχεδιαζόμενη και άλλη η πραγματική δραστηριότητα.

II.    Το νομικό πλαίσιο

A.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Το αποτελούν το υπόβαθρο για την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου διαμορφώνει η οδηγία 77/388/ΕΟΚ (στο εξής: έκτη οδηγία) (3), η οποία καταργήθηκε εν τω μεταξύ με την οδηγία 2006/112/EΕ (στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ) (4). Το περιεχόμενο των καθοριστικών εν προκειμένω διατάξεων των δύο οδηγιών είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπο.

5.        Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, της έκτης οδηγίας (νυν άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ), στον φόρο προστιθέμενης αξίας υπόκεινται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή.

6.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της έκτης οδηγίας (νυν άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ) ορίζει την έννοια του υποκειμένου στον φόρο ως εξής:

«Θεωρείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, μια από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού [ή] των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας αυτής.»

7.        Το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 1, της έκτης οδηγίας (νυν άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ) προβλέπει απαλλαγές στο εσωτερικό της χώρας:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

δ)      τις ακόλουθες πράξεις:

1.      τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων, καθώς και την διαχείριση πιστώσεων ενεργουμένη από εκείνον ο οποίος τις εχορήγησε.»

8.        Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας (νυν άρθρα 167 και 168, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ) ρυθμίζει τη γένεση και την έκταση του δικαιώματος προς έκπτωση:

«(1)      Το δικαίωμα προς έκπτωση γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίον ο εκπεστέος φόρος γίνεται απαιτητός.

(2)      Κατά το μέτρο που τα αγαθά ή οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση των φορολογουμένων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο δικαιούται να εκπίπτει από τον φόρο για τον οποίον είναι υπόχρεος:

α)      τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα [ΦΠΑ] για αγαθά που του παρεδόθησαν ή πρόκειται να του παραδοθούν καθώς και για υπηρεσίες που του παρασχέθησαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο στον φόρο.»

B.      Το πορτογαλικό δίκαιο

9.        Το άρθρο 9, παράγραφος 28, στοιχείο a, του Código do Imposto sobre o Valor Acrescentado (Πορτογαλικού Κώδικα περί φόρου προστιθέμενης αξίας) όριζε, κατά την επίμαχη περίοδο, τα εξής:

«Απαλλάσσονται του φόρου:

(28)      [ο]ι ακόλουθες πράξεις:

a)      η υπό οποιαδήποτε μορφή χορήγηση και διαπραγμάτευση πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πράξεων προεξοφλήσεως και αναπροεξοφλήσεως, καθώς και η διαχείριση και η διεκπεραίωσή τους εκ μέρους αυτού που τις χορηγεί.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

10.      Η Sonaecom είναι εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία αποκτά, κατέχει και διαχειρίζεται εταιρικές συμμετοχές και εισπράττει τα εξ αυτών απορρέοντα εισοδήματα. Επιπλέον, διαχειρίζεται και συντονίζει, ως στρατηγικός επενδυτής, επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στις αγορές τηλεπικοινωνιών, μέσων μαζικής ενημερώσεως, λογισμικού και ενοποιήσεως των συστημάτων. Η Sonaecom υποστηρίζει ότι έλαβε αντίστοιχη αντιπαροχή για τις υπηρεσίες διαχειρίσεως και στρατηγικού συντονισμού που φορολογούνται εξ ολοκλήρου.

11.      Το 2005 η Sonaecom θέλησε να επενδύσει στον νέο τομέα «Triple Play», ο οποίος περιλαμβάνει υπηρεσίες αφορώσες την οπτικοακουστική ψυχαγωγία, την τηλεφωνία και το Διαδίκτυο. Προς τούτο, η Sonaecom, αφενός, χρησιμοποίησε συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από δύο επιχειρήσεις, οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες στην αγορά με σκοπό την ενδεχόμενη απόκτηση από τη Sonaecom μεριδίων της επιχειρήσεως τηλεπικοινωνιών Cabovisão. Οι παροχές αυτές υπέκειντο σε ΦΠΑ ύψους 212 627,56 ευρώ.

12.      Περαιτέρω, η Sonaecom κατέβαλε φορολογητέα προμήθεια σε τράπεζα επενδύσεων (στο εξής: BCP) για την οργάνωση, διάρθρωση και εγγύηση της ιδιωτικής εκδόσεως ομολόγων με την ονομασία «Sonaecom-SPS-2005-Anleihen», ύψους 150 000 000 ευρώ. Στο ποσό αυτό αντιστοιχεί ΦΠΑ ύψους 769 500,00 ευρώ. Σύμφωνα με όσα δήλωσε, η Sonaecom με το κεφάλαιο που θα αποκτούσε κατά τον τρόπο αυτό, σχεδίαζε να αγοράσει μερίδια της Cabovisão και, στη συνέχεια, να παράσχει στην εταιρία αυτή υπηρεσίες τεχνικής και διαχειριστικής αρωγής υποκείμενες στον ΦΠΑ.

13.      Ωστόσο, δεν έλαβε χώρα η απόκτηση των μεριδίων της Cabovisão. Κατόπιν αυτού, η Sonaecom διέθεσε το κεφάλαιο που αποκτήθηκε με την έκδοση των ομολόγων στη μητρική εταιρία του ομίλου Sonae SGPS S.A. ως δάνειο.

14.      Για το 2005, η Sonaecom προέβη σε έκπτωση του ΦΠΑ για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών (με δήλωση του Δεκεμβρίου 2005) και για τη σχετική προμήθεια (με δήλωση του Ιουνίου 2005) συνολικού ύψους 982 127,56 ευρώ.

15.      Κατόπιν ελέγχου, η Autoridade Tributária e Adunaeira (φορολογική και τελωνειακή αρχή, Πορτογαλία) διόρθωσε το ποσό του φόρου το 2008 και απαίτησε τους δηλωθέντες φόρους, πλέον αντισταθμιστικών τόκων ύψους 106 548,20 ευρώ, ήτοι συνολικά 1 088 675,77 ευρώ. Προς αιτιολόγηση, εξέθεσε ότι, αφενός, η απόκτηση μεριδίων δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ και, αφετέρου, ότι η χορήγηση πιστώσεων απαλλασσόταν, δυνάμει του άρθρου 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 1, της έκτης οδηγίας.

16.      Η ασκηθείσα τον Οκτώβριο του 2008 προσφυγή κατά των εν λόγω φορολογικών απαιτήσεων απορρίφθηκε από το Tribunal Administrativo e Fiscal de Porto (δικαστήριο διοικητικών και φορολογικών διαφορών του Πόρτο, Πορτογαλία) το 2016. Κατά το δικαστήριο αυτό, ο ΦΠΑ επί των συμβουλευτικών υπηρεσιών δεν μπορεί να εκπέσει, διότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο σκοπούμενη απόκτηση και διαχείριση εταιρικών συμμετοχών δεν αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες. Ο ΦΠΑ επί της προμήθειας εκδόσεως ομολόγων δεν μπορεί να εκπέσει, διότι το κεφάλαιο μεταβιβάστηκε εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία του ομίλου και η Sonaecom δεν απέδειξε ούτε ότι το κεφάλαιο αυτό ωφέλησε τις εταιρίες στις οποίες κατέχει συμμετοχές ούτε ότι χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο εκροής παρέχουσας δικαίωμα εκπτώσεως.

17.      Κατά της αποφάσεως αυτής η Sonaecom άσκησε έφεση. Η Sonaecom φρονεί ότι, ως εκ της φύσεώς τους, οι επίμαχες αποκτήσεις αποτελούν, τουλάχιστον, τμήμα των δαπανών στις οποίες έπρεπε να υποβληθεί προκειμένου να παράσχει με προσήκοντα τρόπο τις υπηρεσίες που συνήθως παρέχει στις εταιρίες στις οποίες συμμετέχει. Παρεμβαίνει επανειλημμένως και ουσιωδώς στη διαχείριση των εταιριών αυτών, ιδίως μέσω της συμβολής της στη χάραξη της στρατηγικής τους και της παροχής υπηρεσιών έναντι αμοιβής και, επομένως, απαιτείται συχνά, με τη σειρά της, να αποκτά αγαθά και να της παρέχονται υπηρεσίες παντός τύπου.

IV.    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.      Με διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 2019, το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πορτογαλία) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1.      Έχουν οι κανόνες περί εκπτώσεως του ΦΠΑ που θεσπίζονται στην έκτη οδηγία ΦΠΑ, και συγκεκριμένα στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 17, παράγραφοι 1, 2 και 5, την έννοια ότι αντιτίθενται στην πραγματοποιηθείσα εκ μέρους της εκκαλούσας Sonaecom SGPS έκπτωση του φόρου τον οποίο κατέβαλε η εταιρία αυτή για συμβουλευτικές υπηρεσίες έρευνας αγοράς με σκοπό την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής σε εταιρίες, σε περίπτωση που η σχετική απόκτηση δεν πραγματοποιήθηκε;

2.      Έχουν οι κανόνες περί εκπτώσεως του ΦΠΑ που θεσπίζονται στην έκτη οδηγία του ΦΠΑ, και συγκεκριμένα στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 17, παράγραφοι 1, 2 και 5, την έννοια ότι αντιτίθενται στην πραγματοποιηθείσα εκ μέρους της εκκαλούσας Sonaecom SGPS έκπτωση του φόρου τον οποίο κατέβαλε η εταιρία αυτή στο πλαίσιο της καταβολής προμήθειας στην BCP για την οργάνωση και σύναψη ομολογιακού δανείου με προβαλλόμενο σκοπό την ενσωμάτωσή του στη δομή χρηματοδοτήσεως των θυγατρικών της εταιριών, το οποίο, δεδομένου ότι οι σχετικές επενδύσεις δεν πραγματοποιήθηκαν, χρησιμοποιήθηκε εξ ολοκλήρου από τη Sonae SGPS, μητρική εταιρία του ομίλου;

19.      Η Sonaecom, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Φεβρουαρίου 2020.

V.      Νομική εκτίμηση

A.      Επί της εκπτώσεως φόρου εισροών από το κόστος των συμβουλευτικών υπηρεσιών (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

20.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν συμβιβάζεται με την έκτη οδηγία η έκπτωση στην οποία προέβη η Sonaecom. Επομένως, διερωτάται, εν τέλει, αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών που δήλωσε η Sonaecom. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 17 και 4 της έκτης οδηγίας έχουν την έννοια ότι εταιρία χαρτοφυλακίου ευρισκόμενη σε κατάσταση όπως αυτή της Sonaecom έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ που καταβλήθηκε για ορισμένες υπηρεσίες.

21.      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο παραβλέπει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απλή απόκτηση εταιρικών συμμετοχών από εταιρία χαρτοφυλακίου δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του δικαίου του ΦΠΑ (5). Το αντίθετο ισχύει μόνον όταν μια εταιρία χαρτοφυλακίου αναμειγνύεται στη διαχείριση της αποκτώμενης εταιρίας (6). Πάντως, το αιτούν δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η Sonaecom σχεδίαζε να παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες στην Cabovisão, στην οποία επιθυμούσε να αποκτήσει συμμετοχές.

22.      Ωστόσο, η Sonaecom υποστήριξε ότι είχε την πρόθεση να παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες στην Cabovisão μετά την απόκτηση των μεριδίων. Το κατά πόσον υφίσταντο αντικειμενικές ενδείξεις για την πρόθεση αυτή μπορεί ακόμη να διαπιστωθεί από το αιτούν δικαστήριο κατόπιν της παρούσας διαδικασίας.

23.      Κατά συνέπεια, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί κατά τρόπον ώστε να αφορά το αν μια μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 4 της έκτης οδηγίας για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες που συνδέονται με έρευνα αγοράς για την απόκτηση εταιρικών συμμετοχών. Το σχετικό ζήτημα ανακύπτει ιδίως διότι η εταιρία χαρτοφυλακίου θέλησε να παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες στην αποκτώμενη εταιρία, αλλά, ελλείψει αποκτήσεως, αυτό δεν συνέβη.

24.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Πέραν του ζητήματος αν οι μικτές εταιρίες χαρτοφυλακίου μπορούν να έχουν την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο (κατωτέρω υπό 1), προσφάτως το Δικαστήριο επιβεβαίωσε εκ νέου, ειδικότερα, τη δυνατότητα εκπτώσεως των δαπανών προετοιμασίας για δραστηριότητες οι οποίες δεν ασκήθηκαν μεταγενέστερα από τον φορολογούμενο στην υπόθεση Ryanair (7) (κατωτέρω υπό 2). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί επί της άμεσης και ευθείας σχέσεως μεταξύ εισροών και εκροών (κατωτέρω υπό 3). Η συνήθως προκύπτουσα στις περιπτώσεις αυτές δυσαναλογία μεταξύ του ύψους της εκπτώσεως του ΦΠΑ και του ύψους της φορολογικής οφειλής εταιρίας χαρτοφυλακίου λόγω των προβλεπομένων υπηρεσιών διαχειρίσεως της εταιρίας δεν ασκεί επιρροή (κατωτέρω υπό 4).

1.      Επί της μικτής εταιρίας χαρτοφυλακίου ως έχουσας την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο

25.      Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, δικαίωμα εκπτώσεως έχει μόνον ο υποκείμενος στον φόρο υπό την έννοια του άρθρου 4. Το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό μια εταιρία χαρτοφυλακίου υπόκειται σε φόρο έχει αποτελέσει συχνά αντικείμενο της νομολογίας του Δικαστηρίου.

26.      Όσον αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα εκπτώσεως εκ μέρους εταιρίας χαρτοφυλακίου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εταιρία αυτή δεν υπόκειται στον ΦΠΑ κατά την έννοια του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρο 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ) και, επομένως, δεν έχει δικαίωμα εκπτώσεως σύμφωνα με το άρθρο 17 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρα 167 και 168 της οδηγίας περί ΦΠΑ) όταν ο μοναδικός σκοπός της είναι η απόκτηση συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να αναμειγνύεται, άμεσα ή έμμεσα, στη διαχείριση των εταιριών αυτών (8) (αποκαλουμένων χρηματοοικονομικών εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου), υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της ως μεριδούχου ή εταίρου.

27.      Η απλή απόκτηση και η απλή κατοχή εταιρικών μεριδίων δεν πρέπει να θεωρούνται ως οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια της οδηγίας ΦΠΑ οι οποίες προσδίδουν στους αποκτώντες ή στους κατόχους τους την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο. Πράγματι, η απλή οικονομική συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις δεν αποτελεί εκμετάλλευση αγαθού προς τον σκοπό αντλήσεως εσόδων με διαρκή χαρακτήρα, εφόσον η είσπραξη ενός ενδεχομένου μερίσματος, που αποτελεί καρπό αυτής της συμμετοχής, απορρέει απλώς από την κυριότητα επί του αγαθού (9).

28.      Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τις λεγόμενες διευθύνουσες εταιρίες χαρτοφυλακίου διοικήσεως ή εταιρίες χαρτοφυλακίου συμμετοχών. Αυτές είναι, όπως τονίζει κατά πάγια νομολογία το Δικαστήριο, υποκείμενες στον φόρο όταν η εταιρία χαρτοφυλακίου αναμιγνύεται, άμεσα ή έμμεσα, στη διαχείριση της εταιρίας στην οποία έχει αποκτήσει συμμετοχή. Το ίδιο ισχύει εφόσον, με την παρέμβαση αυτή, η εταιρία χαρτοφυλακίου διενεργεί πράξεις υποκείμενες στον ΦΠΑ (10). Κατά πάγια νομολογία, αποτελούν μη εξαντλητικά παραδείγματα (11) συναφώς η παροχή διοικητικών, λογιστικών, χρηματοοικονομικών, εμπορικών, μηχανογραφικών και τεχνικών υπηρεσιών μιας εταιρίας χαρτοφυλακίου στις θυγατρικές της (12).

29.      Το ίδιο ισχύει όταν η εταιρία χαρτοφυλακίου ασκεί άλλες οικονομικές δραστηριότητες, όπως π.χ. η εκμίσθωση γηπέδων και κτιρίων σε τρίτους ή στις θυγατρικές της (13). Και η άμεση, μόνιμη και αναγκαία προέκταση της φορολογητέας δραστηριότητας μιας εταιρίας χαρτοφυλακίου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ (14).

30.      Το ίδιο ισχύει και για μια μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου. Μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου είναι η εταιρία η οποία, παράλληλα με τη μη οικονομική δραστηριότητα της εταιρίας χαρτοφυλακίου, η οποία συνίσταται στην κατοχή συμμετοχών σε άλλες εταιρίες και η οποία δεν υπόκειται στον ΦΠΑ, ασκεί επίσης οικονομική δραστηριότητα (15). Κατά τη νομολογία, και μια μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία δεν κατέχει μόνο συμμετοχές σε εταιρίες, αλλά παρέχει παράλληλα σε ορισμένες από τις εταιρίες αυτές αμειβόμενες και φορολογητέες υπηρεσίες, είναι στον βαθμό αυτό υποκείμενη στον φόρο (16), σχετικά με τον οποίο, πάντως, η έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών είναι μόνον μερική.

31.      Η Sonaecom, η οποία θέλησε να παράσχει, έναντι αμοιβής, τεχνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαχειρίσεως στην εταιρία στην οποία επιθυμούσε να αποκτήσει μερίδια, είναι μια τέτοια μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου και, επομένως, είναι, κατ’ αρχήν, υποκείμενη στον φόρο, υπό την έννοια του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρο 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ).

2.      Επί της εκπτώσεως του ΦΠΑ που οφείλεται για τις σχεδιαζόμενες οικονομικές δραστηριότητες

32.      Το δικαίωμα εκπτώσεως της Sonaecom σχετικά με τις συμβουλευτικές υπηρεσίες γεννήθηκε, κατ’ αρχήν, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τελικώς δεν απέκτησε συμμετοχή στην Cabovisão.

33.      Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, υφίσταται δικαίωμα εκπτώσεως και για τις ανεπιτυχείς επενδύσεις. Για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της προετοιμασίας μιας οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να προβληθεί δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ ακόμη και αν η έναρξη της οικονομικής δραστηριότητας δεν ευδοκιμήσει και δεν πραγματοποιηθούν οι σκοπούμενες φορολογητέες πράξεις (17). Τούτο προκύπτει και από την ουδετερότητα του συστήματος του ΦΠΑ. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι προπαρασκευαστικές δραστηριότητες μιας επιχειρήσεως πρέπει ήδη να απαλλάσσονται από ενδεχόμενη επιβάρυνση με ΦΠΑ.

34.      Για τον λόγο αυτόν, στην υπόθεση Ryanair, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρία η οποία σχεδιάζει να αποκτήσει μερίδια άλλης εταιρίας και η οποία προβαίνει σε προπαρασκευαστικές πράξεις προκειμένου να παρέμβει στη διαχείριση της εταιρίας αυτής, παρέχοντας υπηρεσίες διαχειρίσεως υποκείμενες σε ΦΠΑ είναι υποκείμενη στον φόρο κατά την έννοια της έκτης οδηγίας (18).

35.      Εν προκειμένω, το ίδιο ισχύει, κατ’ αρχήν, για τη Sonaecom, η οποία θέλησε να παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες στην Cabovisão.

3.      Επί της άμεσης και ευθείας σχέσεως μεταξύ των συμβουλευτικών υπηρεσιών και των σχεδιαζομένων υπηρεσιών

36.      Επομένως, ανακύπτει πλέον μόνον το ζήτημα της άμεσης και ευθείας σχέσεως μεταξύ, αφενός, των δαπανών οι οποίες συνδέονται με την προβλεπόμενη για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες απόκτηση μεριδίων και, αφετέρου, των υπηρεσιών που η Sonaecom θέλησε να παράσχει στην Cabovisão.

37.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, άμεση και ευθεία σχέση με συγκεκριμένες πράξεις εκροών έχουν οι δαπάνες που αποτελούν μέρος των στοιχείων που συνθέτουν την τιμή τους (19). Επιπλέον, μια επιχείρηση μπορεί να προβάλει έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών για τα γενικά έξοδα που αποτελούν μέρος των συστατικών στοιχείων της τιμής όλων των προϊόντων της (20).

38.      Επομένως, εταιρία η οποία σχεδιάζει να αποκτήσει το σύνολο των μετοχών άλλης εταιρίας προκειμένου να της παράσχει υπηρεσίες διαχειρίσεως υποκείμενες σε ΦΠΑ έχει δικαίωμα εκπτώσεως ολόκληρου του καταβληθέντος ΦΠΑ εισροών όσον αφορά δαπάνες για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών που είχε χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο επίσημης προσφοράς εξαγοράς (21).

39.      Αυτό μπορεί να ισχύσει και στις μικτές εταιρίες χαρτοφυλακίου. Τούτο ισχύει, εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που μια εταιρία χαρτοφυλακίου βαρύνεται με δαπάνες οι οποίες συνδέονται με την απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές στις οποίες παρέχει ή προτίθεται να παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες. Συναφώς ασκεί οικονομική δραστηριότητα (22) και απολαύει του δικαιώματος εκπτώσεως του φόρου.

40.      Εν προκειμένω, η Sonaecom χρησιμοποίησε συμβουλευτικές υπηρεσίες για να αποκτήσει μερίδια της Cabovisão και στη συνέχεια να παράσχει στην εταιρία αυτή φορολογητέες υπηρεσίες. Οι δαπάνες αυτές έχουν ευθεία και άμεση σχέση με τις σχεδιαζόμενες φορολογητέες παροχές υπηρεσιών. Συναφώς η Sonaecom έχει, κατ’ αρχήν, δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ εισροών.

4.      Επί της εκτάσεως του δικαιώματος προς έκπτωση

41.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν ανέφερε ποιο θα ήταν το ύψος των σχεδιαζομένων φορολογητέων παροχών υπηρεσιών, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ΦΠΑ που αφορά τις δραστηριότητες αυτές είναι σαφώς χαμηλότερος από την έκπτωση του ΦΠΑ που ζητείται.

42.      Εν προκειμένω, γεννήθηκε δικαίωμα έκπτωσης του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών ύψους περίπου 210 000 ευρώ, στην οποία προστίθενται τα 770 000 ευρώ περίπου που προκύπτουν από την οργάνωση της εκδόσεως του δανείου. Η δυσαναλογία αυτή μεταξύ της εκτάσεως της εκπτώσεως του ΦΠΑ και της ίδιας της φορολογικής οφειλής είναι σύμφυτη με την πλειονότητα των υποθέσεων χαρτοφυλακίου. Εκ πρώτης όψεως προκαλεί κάποια ενόχληση και δημιουργεί απορίες ως προς το αν πρέπει να περιορίζεται, σε τέτοιες περιπτώσεις, η έκταση του δικαιώματος προς έκπτωση.

43.      Με μια προσεκτικότερη όμως εξέταση, η εν λόγω ενόχληση παύει να υπάρχει. Αφενός, η δυσαναλογία αυτή προκύπτει μόνο βάσει εξατομικευμένης αναλύσεως η οποία δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι φορολογητέες παροχές υπηρεσιών πραγματοποιούνται στο πλαίσιο περισσοτέρων ετών. Αφετέρου, η νομοθεσία περί ΦΠΑ δεν προβλέπει υποχρεωτική σύνδεση μεταξύ του ύψους της εκπτώσεως του φόρου και του ύψους της φορολογικής οφειλής (23).

44.      Αποκλείεται επίσης η κατ’ αποκοπήν μείωση της εκπτώσεως του ΦΠΑ για τη μη φορολογητέα δραστηριότητα εταιρίας χαρτοφυλακίου όταν το κόστος των υπηρεσιών εισροής μπορεί να συνδεθεί άμεσα με ορισμένες υπηρεσίες που υπόκεινται στον φόρο επί των εκροών. Υπέρ της αναλογικής μειώσεως δεν μπορεί να αναφερθεί ούτε η απόφαση Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (24). Στην απόφαση εκείνη εξετάσθηκε βεβαίως η αναλογική έκπτωση φόρου. Τούτο όμως θα συνέβαινε μόνον αν οι επιβαρυνθείσες με φόρο δαπάνες σε προγενέστερο στάδιο θα έπρεπε να έχουν κατανεμηθεί και σε άλλες θυγατρικές εταιρίες, στη φορολογητέα διαχείριση των οποίων δεν είχε μετάσχει η εταιρία χαρτοφυλακίου. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

45.      Επιπλέον, η ανισορροπία αυτή αποτελεί, σε τελική ανάλυση, συνέπεια της νομολογίας του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι εταιρίες χαρτοφυλακίου έχουν δικαίωμα εκπτώσεως μόνον εάν παρέχουν στις εταιρίες στις οποίες έχουν συμμετοχή υπηρεσίες έναντι αμοιβής (βλ. σημεία 26 επ.). Εάν είχε αναγνωριστεί, κατ’ αρχήν, στις ελέγχουσες εταιρίες χαρτοφυλακίου –οι οποίες δραστηριοποιούνται οικονομικώς μέσω των συμμετοχών που έχουν– το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου επί των δαπανών της εταιρίας χαρτοφυλακίου, οι εταιρίες αυτές δεν θα ήσαν υποχρεωμένες να προσφεύγουν σε τεχνητές κατασκευές φορολογητέων υπηρεσιών (25) προκειμένου να αποφύγουν την οριστική επιβάρυνση του ΦΠΑ εντός του ομίλου.

46.      Αντιθέτως, η αρχή της ουδετερότητας της νομικής μορφής –την οποία τόνισε και το Δικαστήριο στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί ΦΠΑ (26)– συνηγορεί υπέρ της πλήρους εκπτώσεως του φόρου για μια ελέγχουσα εταιρία χαρτοφυλακίου. Το γεγονός ότι η κατοχή μιας μετοχής δεν καθιστά τον μέτοχο οικονομικώς ενεργό υποκείμενο στον φόρο (βλ. ανωτέρω, σημείο 27), είναι απολύτως ακριβές. Πάντως, το ζήτημα αν ένας κύριος μέτοχος της τάξεως του 100 % δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητας μέσω της ελεγχόμενης εταιρίας «του» στον ίδιο βαθμό με ατομική επιχείρηση και, ως εκ τούτου, πρέπει, όπως αυτή, να απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ που βασίζεται στην εν λόγω δραστηριότητα είναι διαφορετικό ζήτημα, στο οποίο ουδέποτε το Δικαστήριο έδωσε ρητώς αρνητική απάντηση.

47.      Η αρχή της ουδετερότητας της νομικής μορφής συνηγορεί υπέρ του ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι δαπάνες διαχειρίσεως της επιχειρήσεως πρέπει να απαλλάσσονται του ΦΠΑ όταν η επιχείρηση πραγματοποιεί η ίδια πράξεις που παρέχουν δικαίωμα εκπτώσεως: ο μεμονωμένος επιχειρηματίας ασκεί άμεσα οικονομική δραστηριότητα, ενώ ο κύριος εταίρος έμμεσα –μέσω της ελέγχουσας εταιρίας. Επομένως, κανένας από τους δύο (μεμονωμένους επιχειρηματίες ή πλειοψηφικούς εταίρους) δεν πρέπει να υποχρεωθεί να συνάψει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας με την επιχείρησή «του» για να θεωρηθεί υποκείμενος στον φόρο.

5.      Συμπέρασμα

48.      Επομένως, μια μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου, όπως η Sonaecom, έχει, δυνάμει των άρθρων 17 και 4 της έκτης οδηγίας, δικαίωμα εκπτώσεως ολόκληρου του ΦΠΑ από τις δαπάνες αποκτήσεως συμμετοχών σε άλλη εταιρία, στην οποία θέλησε να παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στη σχετική διαπίστωση. Το δικαίωμα προς έκπτωση γεννάται ακόμη και αν η απόκτηση αυτή τελικώς δεν υλοποιήθηκε και ισχύει ανεξαρτήτως του ποσού του ΦΠΑ που οφείλεται για τις σχεδιαζόμενες υπηρεσίες.

B.      Επί της εκπτώσεως του φόρου για τις δαπάνες εκδόσεως ομολογιακού δανείου (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

49.      Και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί (27). Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν μια μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου έχει το δικαίωμα εκπτώσεως το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 17 και 4 της έκτης οδηγίας των δαπανών οργανώσεως και συνάψεως ομολογιακού δανείου που πραγματοποιήθηκαν για την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής σε εταιρία στην οποία η εταιρία χαρτοφυλακίου επιθυμούσε να παράσχει υπηρεσίες εξ επαχθούς αιτίας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες της μη αποκτήσεως εταιρικών μεριδίων και του γεγονότος ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου αντί αυτού έθεσε στη διάθεση της μητρικής εταιρίας του ομίλου ως δάνειο το κεφάλαιο που αποκτήθηκε με απαλλαγή από τον φόρο.

50.      Προς τούτο πρέπει να εξετασθεί αν για την έκπτωση του ΦΠΑ από τη Sonaecom καθοριστική είναι η σχεδιαζόμενη φορολογητέα χρήση ή πραγματική χρήση του αποκτηθέντος κεφαλαίου (κατωτέρω υπό 1). Στη συνέχεια, θα εξεταστεί το ζήτημα που έθεσε η Sonaecom, αν έχει οποιαδήποτε επίπτωση η πραγματοποιούμενη αργότερα κατά τη διάρκεια άλλης φορολογικής περιόδου «χρησιμοποίηση» του κεφαλαίου προς όφελος των ασκούντων οικονομική δραστηριότητα εταιριών (συναφώς, υπό 2).

1.      Επί του προσδιορισμού της εκπτώσεως του ΦΠΑ βάσει της πραγματικής χρήσεως

51.      Η έκταση του δικαιώματος προς έκπτωση ρυθμίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της έκτης οδηγίας (νυν άρθρο 168 της οδηγίας περί ΦΠΑ). Σύμφωνα με το γράμμα της διατάξεως αυτής, ο υποκείμενος στον φόρο έχει δικαίωμα εκπτώσεως ΦΠΑ, στον βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογουμένων πράξεών του.

52.      Εν προκειμένω, η Sonaecom σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο που αποκτήθηκε με την έκδοση ομολόγων για την απόκτηση μεριδίων στην Cabovisão. Επομένως, τα έξοδα εκδόσεως των ομολόγων έχουν ευθεία και άμεση σχέση με την απόκτηση εταιρικών μεριδίων. Το ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι σχεδιαζόμενες πράξεις δεν ασκεί –όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω (28)– επιρροή.

53.      Αν όμως ο υποκείμενος στον φόρο ασκεί, κατά την ίδια φορολογική περίοδο, πράγματι απαλλασσόμενες δραστηριότητες αντί της αρχικώς σχεδιασθείσας φορολογητέας δραστηριότητας, τίθεται το ερώτημα αν αυτό δεν επηρεάζει την ήδη πραγματοποιηθείσα έκπτωση. Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα αυτό ανάγεται στη σχέση μεταξύ της σχεδιαζόμενης και της πράγματι ασκηθείσας δραστηριότητας όσον αφορά την έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών. Κατά τη γνώμη μου, η πραγματική χρήση πρέπει να είναι καθοριστικής σημασίας αν μια πράξη εισροής μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένη πραγματική πράξη εκροής.

54.      Τούτο προκύπτει, κατ’ αρχάς, από το άρθρο 17, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας (νυν άρθρο 168 της οδηγίας περί ΦΠΑ). Κατά τη διάταξη αυτή, ο υποκείμενος στον φόρο μπορεί να προβεί στην έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών μόνο στο μέτρο που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις φορολογούμενες πράξεις του. Επομένως, το δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ ερείδεται σε μια συναλλακτική προσέγγιση, η οποία στηρίζεται, κατά τρόπο καθοριστικό, στην πραγματική χρήση.

55.      Επιπλέον, όσον αφορά την κατανομή του ΦΠΑ επί των εισροών στην περίπτωση των αγαθών μικτής χρήσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού από την προβλεπόμενη στην έκτη οδηγία ή την οδηγία περί ΦΠΑ κλείδα κατανομής εάν η επιλεγείσα μέθοδος διασφαλίζει ακριβέστερο αποτέλεσμα (29). Ο επιμερισμός ανάλογα με την πραγματική χρήση είναι η πλέον ακριβής δυνατότητα καθορισμού της εκπτώσεως του ΦΠΑ σύμφωνα με την πραγματικότητα και πρέπει, κατά συνέπεια, να κατισχύει μόνον του συνυπολογισμού της σχεδιαζόμενης –και, επομένως, ακόμη αβέβαιης– χρησιμοποιήσεως από τους υποκείμενους στον φόρο. Επιπλέον, οι κανόνες που αφορούν τον διακανονισμό των εκπτώσεων (άρθρο 20 της έκτης οδηγίας και, νυν, άρθρα 184 και 185 της οδηγίας περί ΦΠΑ) αναγνωρίζουν ότι, εν τέλει, η αρχικώς πραγματοποιηθείσα έκπτωση προσαρμόζεται σε τελική ανάλυση κατά τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο στην πραγματική χρήση, προκειμένου να αποφεύγονται «αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα» (πρβλ.       το άρθρο 20, παράγραφος 6, της έκτης οδηγίας ή το άρθρο 192 της οδηγίας περί ΦΠΑ).

56.      Τέλος, η εκτίμηση του άρθρου 17 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρα 168 και 169 της οδηγίας περί ΦΠΑ) και η αρχή της ουδετερότητας συνηγορούν επίσης υπέρ της συνεκτιμήσεως, κυρίως, της πραγματικής χρήσεως, όταν υφίσταται τέτοια χρήση. Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της έκτης οδηγίας και τα άρθρα 168 και 169 της οδηγίας περί ΦΠΑ o υποκείμενος στον φόρο θα πρέπει να απαλλαγεί, μέσω της εκπτώσεως του φόρου, από τον ΦΠΑ ο οποίος συνδέεται (κανονικά (30)) με πράξεις στις οποίες επιβάλλεται φόρος εκροών. Αντιθέτως, δικαίωμα εκπτώσεως φόρου εισροών δεν υφίσταται όταν υπάρχει ευθεία και άμεση σχέση με δραστηριότητα απαλλασσόμενη από τη φορολογία (31).

57.      Στην προκειμένη περίπτωση, η Sonaecom χορήγησε δάνειο στη μητρική εταιρία του ομίλου. Η χορήγηση πιστώσεων απαλλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 1, της έκτης οδηγίας, από τον ΦΠΑ. Επομένως, αποκλείεται η έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών υπό την έννοια του άρθρου 17 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρων 167 επ. της οδηγίας περί ΦΠΑ).

58.      Περαιτέρω, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ, των οικονομικών φορέων που διενεργούν πράγματι το ίδιο είδος πράξεων (32), προκειμένου να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Πάντως, αν δύο υποκείμενοι στον φόρο πραγματοποιούν σε τελική ανάλυση, κατά τη διάρκεια της ίδιας φορολογικής περιόδου, μόνον απαλλασσόμενες πράξεις, αμφότεροι δεν έχουν δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ. Δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ, το οποίο θα υφίστατο μόνο λόγω προηγούμενης προθέσεως μιας επιχειρήσεως να πραγματοποιήσει φορολογητέες πράξεις, θα της παρείχε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Εκτός από το ζήτημα της επαρκούς εξετάσεως της προθέσεως αυτής, το εν λόγω αποτέλεσμα θα ήταν επίσης αντίθετο προς την προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την οποία, για την εκτίμηση φορολογητέας πράξεως, πρέπει να λαμβάνεται ως βάση η αντικειμενική φύση της πράξεως και όχι υποκειμενικές προθέσεις (33).

59.      Οι αποφάσεις Sveda και Iberdrola (34) δεν αποκλείουν το προβάδισμα της πραγματικής χρήσεως έναντι της σχεδιαζόμενης χρήσεως. Οι αποφάσεις αυτές καθιστούν δυνατή την έκπτωση του ΦΠΑ με μεγάλη γενναιοδωρία, μολονότι οι εκάστοτε δαπάνες συνδέονταν στενά με τις εκ χαριστικής αιτίας παροχές υπηρεσιών υπέρ κοινοτικής υποδομής (διαδρομή αναψυχής για την προώθηση του τουρισμού και αναδιαμόρφωση σταθμού αντλήσεως ακάθαρτων υδάτων για τη σύνδεση με υπό ανέγερση κτίρια).

60.      Πράγματι, στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε υπέρ της υπεροχής της απαλλασσόμενης από τον φόρο πραγματικής χρήσεως έναντι της σκοπούμενης φορολογητέας χρήσεως: οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν αποκλειστικά τη σχέση των εισροών με το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας του υποκειμένου στον φόρο, η οποία θα ήταν αδύνατη χωρίς την εκ χαριστικής αιτίας παροχή (35). Εν προκειμένω, πάντως, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

61.      Κατά συνέπεια, η πραγματική χρήση κατά τη διάρκεια της φορολογικής περιόδου εντός της οποίας γεννήθηκε το δικαίωμα εκπτώσεως κατισχύει της αρχικής προθέσεως.

62.      Στην παρούσα υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι η Sonaecom δεν χρησιμοποίησε το αποκτηθέν με την έκδοση ομολόγων κεφάλαιο για την αρχικώς σχεδιαζόμενη απόκτηση. Αντιθέτως, κατά το καθοριστικό έτος 2005, η Sonaecom χορήγησε το απαλλασσόμενο από τον φόρο κεφάλαιο αυτό στη μητρική εταιρία του ομίλου ως δάνειο. Τούτο υπογραμμίζει επίσης η Πορτογαλία.

63.      Στο μέτρο που η Sonaecom υποστηρίζει ότι οι δαπάνες για την έκδοση των ομολόγων της μπορούν να εκπέσουν ως γενικά έξοδα της επιχειρήσεως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η Sonaecom φρονεί συναφώς ότι η έκδοση των ομολόγων θα πρέπει να εξυπηρετεί τον σκοπό της συνεχίσεως των οικονομικών δραστηριοτήτων του ομίλου. Το κεφάλαιο που αποκόμισε μέσω της εκδόσεως των ομολόγων απλώς «εναποτέθηκε» στη μητρική εταιρία του ομίλου. Στη συνέχεια, το κεφάλαιο επέστρεψε στη Sonaecom, προκειμένου να μπορέσει να αποκτήσει μερίδια σε άλλες επιχειρήσεις.

64.      Εν τούτοις, οι γενικές δαπάνες του υποκειμένου στον φόρο μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον ελλείψει ευθείας και άμεσης σχέσεως μεταξύ συγκεκριμένης πράξεως εισροής και πράξεων εκροών παρέχουσας δικαίωμα εκπτώσεως (36). Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία μια πράξη εισροής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε καμία πράξη εκροής θα πρέπει να εξετάζεται, επικουρικώς, η σχέση της πράξεως εισροής με τη συνολική οικονομική δραστηριότητα μιας επιχειρήσεως (37). Εν προκειμένω, όμως, υφίσταται ευθεία και άμεση σχέση με τη χορήγηση απαλλασσομένων δανείων που δεν παρέχουν δικαίωμα εκπτώσεως.

65.      Εν κατακλείδι, η πραγματική φοροαπαλλασσόμενη μεταβίβαση του αποκτηθέντος κεφαλαίου μικτής εταιρίας χαρτοφυλακίου στη μητρική εταιρία του ομίλου αποκλείει την έκπτωση του ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 17 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρα 168 και 169 της οδηγίας περί ΦΠΑ) βάσει των δαπανών αποκτήσεως κεφαλαίου. Η άμεση σχέση με το όντως παραχωρηθέν αυτό δάνειο που απαλλάσσεται του φόρου υπερισχύει της αρχικής προθέσεως παροχής φορολογητέων υπηρεσιών σε θυγατρική εταιρία που επρόκειτο να αποκτηθεί με το κεφάλαιο αυτό.

2.      Επί της μεταγενέστερης πραγματικής χρησιμοποιήσεως του κεφαλαίου

66.      Η Sonaecom διατείνεται ότι απλώς «εναπέθεσε» το κεφάλαιο στη μητρική εταιρία του ομίλου και το χρησιμοποίησε σε μεταγενέστερη φορολογική περίοδο για συμμετοχές σε εταιρίες σύμφωνα με την αρχική πρόθεση. Σε περίπτωση που η Sonaecom όντως χρησιμοποίησε, στη συνέχεια, το αποκτηθέν κεφάλαιο για φορολογητέες παροχές, θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει λόγος για διόρθωση της εκπτώσεως του φόρου σύμφωνα με το άρθρο 20 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρα 184 επ. της οδηγίας περί ΦΠΑ).

67.      Εν τούτοις, αφενός, αυτό δεν μεταβάλλει την έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών κατά τη διάρκεια της εν προκειμένω κρίσιμης φορολογικής περιόδου. Ενδεχόμενες συνέπειες προκύπτουν μόνο για τη φορολογική περίοδο κατά την οποία επήλθε αλλαγή της χρήσεως.

68.      Αφετέρου, το άρθρο 20 της έκτης οδηγίας (νυν άρθρα 184 επ. της οδηγίας περί ΦΠΑ) προβλέπει ότι η αρχική έκπτωση φόρου διακανονίζεται μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν η έκπτωση του φόρου είναι κατώτερη από εκείνη την οποία εδικαιούτο να ενεργήσει ο υποκείμενος στον φόρο. Ο σκοπός έγκειται, στο πλαίσιο της αρχής της ουδετερότητας, στην πλήρη απαλλαγή του υποκειμένου στον φόρο από την επιβάρυνση με ΦΠΑ για περιουσιακά αγαθά δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν μακροπρόθεσμα (38). Η έκτη οδηγία και η οδηγία περί ΦΠΑ χρησιμοποιούν συναφώς τον όρο του «αγαθού επενδύσεως».

69.       Είναι, πάντως, αμφίβολο αν οι παροχές υπηρεσιών για την έκδοση ομολογιακού δανείου πρέπει να θεωρηθούν ως αγαθά επενδύσεως υπό την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας (νυν άρθρου 187 της οδηγίας περί ΦΠΑ). Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αυτά περιλαμβάνουν αγαθά τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας και διακρίνονται για τον διαρκή χαρακτήρα τους και την αξία τους, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι το κόστος της αγοράς τους δεν καταχωρίζεται κανονικά στις τρέχουσες δαπάνες, αλλά αποσβέννυται κατανεμόμενο σε περισσότερες της μίας χρήσεις (39). Πρέπει να διακρίνονται από τις αμέσως καταναλωνόμενες παροχές, για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να διακανονιστεί χρονικά η έκπτωση του φόρου επί των εισροών. Αυτό συμβαίνει συνήθως στην περίπτωση των υπηρεσιών.

70.      Ωστόσο, η Sonaecom χρησιμοποίησε υπηρεσίες για την έκδοση των ομολόγων. Οι υπηρεσίες αυτές καταναλώνονται πλήρως διά της κτήσεως του κεφαλαίου, οπότε η μεταβολή της χρήσεως του αποκτηθέντος κεφαλαίου κατά τα επόμενα έτη ουδόλως επηρεάζει την έκπτωση του ΦΠΑ όσον αφορά τις υπηρεσίες αυτές.

VI.    Πρόταση

71.      Κατόπιν του συνόλου των παραπάνω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1.      Τα άρθρα 17 και 4 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι μια «μικτή εταιρία χαρτοφυλακίου», όπως η Sonaecom, έχει το δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ όσον αφορά το σύνολο των δαπανών για την απόκτηση συμμετοχών σε εταιρία στην οποία είχε την πρόθεση να παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες. Η σχετική διαπίστωση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Το δικαίωμα εκπτώσεως γεννάται και όταν η απόκτηση αυτή τελικώς δεν πραγματοποιείται, ισχύει δε ανεξαρτήτως του ποσού του ΦΠΑ που οφείλεται για τις σχεδιαζόμενες υπηρεσίες.

2.      Η απαλλασσόμενη από τον φόρο διάθεση στην πράξη του αποκτηθέντος κεφαλαίου μικτής εταιρίας χαρτοφυλακίου στη μητρική εταιρία του ομίλου αποκλείει την έκπτωση του φόρου. Η άμεση σχέση με την εν λόγω πράγματι παρασχεθείσα και απαλλασσόμενη του φόρου υπηρεσία κατισχύει της αρχικής προθέσεως παροχής φορολογητέων υπηρεσιών σε θυγατρική εταιρία η οποία πρόκειται να αποκτηθεί με το κεφάλαιο αυτό.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Βλ. απλώς τις αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:888), της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834), της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537), της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496), της 13ης Μαρτίου 2008, Securenta (C-437/06, EU:C:2008:166), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Portugal Telecom (C-496/11, EU:C:2012:557).


3      Έκτη οδηγία του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (77/388/ΕΟΚ) (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49) όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/66/EΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004 (ΕΕ 2004, L 168, σ. 35).


4      Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (EΕ) 2019/475 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2019 (ΕΕ 2019, L 83, σ. 42).


5      Αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:888, σκέψη 30), της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 16), και της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 28).


6      Αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:888, σκέψη 32), της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 17), και της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 29).


7      Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2018 (C-249/17, EU:C:2018:834) και προτάσεις μου στην υπόθεση εκείνη (EU:C:2018:301).


8      Αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 27), και της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 18).


9      Αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 28), και της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 19).


10      Αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:888, σκέψη 32), της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 17), της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 29), και της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 20).


11      Έτσι, ρητώς, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 31).


12      Αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:888, σκέψη 32), της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψεις 30 και 31), και της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 21).


13      Πρβλ. για την τελευταία απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 32). Ωστόσο, το ζήτημα αν η εκμίσθωση ακινήτου μπορεί και πρέπει πράγματι να νοείται ως «ανάμιξη εταιρίας χρηματοφυλακίου στη διαχείρισης της θυγατρικής της» είναι μάλλον αμφισβητήσιμο.


14      Αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2018, C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:888, σκέψη 33), της 29ης Οκτωβρίου 2009, AB SKF (C-29/08, EU:C:2009:665, σκέψη 31), και της 29ης Απριλίου 2004, EDM (C-77/01, EU:C:2004:243, σκέψη 70).


15      Προτάσεις μου στην υπόθεση Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:301, σημείο 31, υποσημείωση 21), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση EDM (C-77/01, EU:C:2002:483, σημείο 2, υποσημείωση 3) και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl στην υπόθεση Cibo Participations (C-16/00, EU:C:2001:131, σημείο 16).


16      Αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2008, Securenta (C-437/06, EU:C:2008:166, σκέψη 31), της 29ης Απριλίου 2004, EDM (C-77/01, EU:C:2004:243, σκέψη 80), και της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, Cibo Participations (C-16/00, EU:C:2001:495, σκέψη 22).


17      Αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 18), της 22ας Οκτωβρίου 2015, Sveda (C-126/14, EU:C:2015:712, σκέψη 20), της 14ης Μαρτίου 2013, Ablessio (C-527/11, EU:C:2013:168, σκέψη 25), της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Inzo (C-110/94, EU:C:1996:67, σκέψη 17), και της 14ης Φεβρουαρίου 1985, Rompelman (268/83, EU:C:1985:74, σκέψεις 23 και 24), και προτάσεις μου στην υπόθεση (C-249/17, EU:C:2018:301, σημεία 16 και 26).


18      Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 19 και διατακτικό).


19      Αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2019, The Chancellor, Masters and Scholars of the University of Cambridge (C-316/18, EU:C:2019:559, σκέψη 25), της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 26), της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments (C-132/16, EU:C:2017:683, σκέψη 28), και της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 23).


20      Αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2019, The Chancellor, Masters and Scholars of the University of Cambridge (C-316/18, EU:C:2019:559, σκέψη 26), της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 27), της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments (C-132/16, EU:C:2017:683, σκέψη 29), και της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 24).


21      Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 32 και διατακτικό).


22      Αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2018, Marle Participations (C-320/17, EU:C:2018:537, σκέψη 36), της 16ης Ιουλίου 2015, Larentia + Minerva και Marenave Schiffahrt (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 25), και της 13ης Μαρτίου 2008, Securenta (C-437/06, EU:C:2008:166, σκέψη 28).


23      Πρβλ. αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2018, Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:834, σκέψη 23), της 22ας Οκτωβρίου 2015, Sveda (C-126/14, EU:C:2015:712, σκέψη 17), της 14ης Μαρτίου 2013, Ablessio (C-527/11, EU:C:2013:168, σκέψη 23), και της 14ης Φεβρουαρίου 1985, Rompelman (268/83, EU:C:1985:74, σκέψη 19): το κοινό σύστημα ΦΠΑ διασφαλίζει την ουδετερότητα όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων ανεξαρτήτως του σκοπού της ή του αποτελέσματός της, στο μέτρο που οι ίδιες οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται, κατ’ αρχήν στον ΦΠΑ.


24      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015 (C-108/14 και C-109/14, EU:C:2015:496, σκέψη 29).


25      Αναφέρθηκα ήδη στο πρόβλημα αυτό στις προτάσεις μου στην υπόθεση Ryanair (C-249/17, EU:C:2018:301, σημείο 28).


26      Βλ. απλώς στον τομέα των φορολογικών απαλλαγών: αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2007, JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies (C-363/05, EU:C:2007:391, σκέψη 26), της 4ης Μαΐου 2006, Abbey National (C-169/04, EU:C:2006:289, σκέψη 53), της 3ης Απριλίου 2003, Hoffmann (C-144/00, EU:C:2003:192, σκέψη 24), της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, Kügler (C-141/00, EU:C:2002:473, σκέψη 30), και της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Gregg (C-216/97, EU:C:1999:390, σκέψη 20).


27      Πρβλ. σημεία 20 επ. των παρουσών προτάσεων.


28      Σημεία 32 επ. των παρουσών προτάσεων.


29      Αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Wolfgang και Dr. Wilfried Rey Grundstücksgemeinschaft (C-332/14, EU:C:2016:417, σκέψη 33), και της 8ης Νοεμβρίου 2012, BLC Baumarkt (C-511/10, EU:C:2012:689, σκέψεις 23 επ. και διατακτικό), για την κλείδα κατανομής με βάση το εμβαδόν κατά τη γερμανική νομοθεσία περί φόρου κύκλου εργασιών.


30      Ορισμένες εξαιρέσεις ρυθμίζει το άρθρο 169 της οδηγίας περί ΦΠΑ.


31      Αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments (C-132/16, EU:C:2017:683, σκέψη 30), της 29ης Οκτωβρίου 2009, AB SKF (C-29/08, EU:C:2009:665, σκέψη 59), και της 13ης Μαρτίου 2008, Securenta (C-437/06, EU:C:2008:166, σκέψη 30), και προτάσεις μου στην υπόθεση C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:676, σημείο 37).


32      Αποφάσεις της 3ης Απριλίου 2003, Hoffmann (C-144/00, EU:C:2003:192, σκέψη 24), της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, Kügler (C-141/00, EU:C:2002:473, σκέψη 30), και της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Gregg (C-216/97, EU:C:1999:390, σκέψη 20).


33      Αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Teleos κ.λπ. (C-409/04, EU:C:2007:548, σκέψη 39), της 6ης Ιουλίου 2006, Kittel και Recolta Recycling (C-439/04 και C-440/04, EU:C:2006:446, σκέψη 42), της 12ης Ιανουαρίου 2006, Optigen κ.λπ. (C-354/03, C-355/03 και C-484/03, EU:C:2006:16, σκέψη 44), και της 6ης Απριλίου 1995, BLP Group (C-4/94, EU:C:1995:107, σκέψη 24).


34      Αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments (C-132/16, EU:C:2017:683, σκέψεις 33 και 34), και της 22ας Οκτωβρίου 2015, Sveda (C-126/14, EU:C:2015:712, σκέψη 22).


35      Αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments (C-132/16, EU:C:2017:683, σκέψη 29), και της 22ας Οκτωβρίου 2015, Sveda (C-126/14, EU:C:2015:712, σκέψη 28), και προτάσεις μου στην υπόθεση C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:676, σημείο 49).


36      Σημείο 37 των παρουσών προτάσεων και προτάσεις μου στην υπόθεση Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments (C-132/16, EU:C:2017:283, σημείο 35).


37      Προτάσεις μου στις υποθέσεις C&D Foods Acquisition (C-502/17, EU:C:2018:676, σημείο 51) και Iberdrola Inmobiliaria Real Estate Investments (C-132/16, EU:C:2017:283, σημεία 36 και 37).


38      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Gmina Ryjewo (C-140/17, EU:C:2018:595, σκέψη 55), και προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (C-140/17, EU:C:2018:273, σημείο 40).


39      Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Eon Aset Menidjmunt (C-118/11, EU:C:2012:97, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).