Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 11ης Ιουλίου 1996. - Institut national d'assurances sociales pour travailleurs indépendants (Inasti) κατά Claude Hervein και Hervillier SA. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Tribunal du travail de Tournai - Βέλγιο. - Κοινωνική ασϕάλιση των διακινούμενων εργαζομένων - Προσδιορισμός της εϕαρμοστέας νομοθεσίας - Έννοιες της μισθωτής και της μη μισθωτής δραστηριότητας. - Υπόθεση C-221/95.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-00609
1 Το προδικαστικό ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί στην παρούσα υπόθεση υποβλήθηκε από το tribunal du travail de Tournai (Βέλγιο) με σκοπό την επίλυση της διαφοράς, της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο, μεταξύ, αφενός, του ασφαλιστικού φορέα Institut national d'assurances sociales pour travailleurs indιpendants (στο εξής: Inasti) και, αφετέρου, του C. Hervein και της εταιρίας SA Hervillier.
2 Από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, στην οποία προβαίνει το εθνικό δικαστήριο με την απόφασή του περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, προκύπτει ότι ο Hervein, ο οποίος είναι Γάλλος υπήκοος και κατοικεί στη Γαλλία, άσκησε για πολλά έτη την ίδια περίπου δραστηριότητα στη χώρα αυτή και στο Βέλγιο. Συγκεκριμένα, ήταν ταυτόχρονα πρόεδρος και γενικός διευθυντής στη Γαλλία και διευθύνων σύμβουλος στο Βέλγιο της εταιρίας SA Ιtablissements Hervillier, καθώς και μέλος του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών SA Laines Anny Blatt και SA Laines Berger du Nord στα δύο αυτά κράτη μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 1986.
3 Το Inasti, ενάγον στη διαφορά της κύριας δίκης, θεωρεί ότι ο Hervein άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στη Γαλλία και μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο, άρα ο Hervein υπόκειται στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μη μισθωτών εργαζομένων, και ζητεί, τόσο από τον ίδιο όσο και από την εταιρία SA Hervillier, την καταβολή των σχετικών εισφορών από την 1η Ιουλίου 1982, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού (ΕΟΚ) 1390/81 (1), o οποίος επεξέτεινε στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 (2), μέχρις ότου παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του, ήτοι συνολικώς 1 588 489 βελγικά φράγκα (BFR).
4 Οι εναγόμενοι ζητούν την απόρριψη του αιτήματος αυτού, ισχυριζόμενοι ότι, ναι μεν η γαλλική νομοθεσία εξομοιώνει τους διευθυντές εταιριών προς τους μισθωτούς όσον αφορά την υπαγωγή τους στην κοινωνική ασφάλιση, τα άτομα αυτά όμως δεν χάνουν την ιδιότητα του μη μισθωτού και πρέπει να θεωρούνται ως μη μισθωτοί εφόσον δεν συνδέονται με την επιχείρηση με οποιαδήποτε σχέση εξαρτήσεως.
5 Το προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλει το tribunal du travail de Tournai προς επίλυση της διαφοράς αυτής είναι το ακόλουθο:
«Καλύπτει η μη μισθωτή δραστηριότητα, στην οποία αναφέρεται ιδίως το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, συγκεκριμένα τη δραστηριότητα που ασκείται από υπήκοο κράτους μέλους που εργάζεται χωρίς να παρέχει εξαρτημένη εργασία;»
Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου
6 Το άρθρο 1 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 (3) (στο εξής: κανονισμός 2001/83), ορίζει τα εξής:
«(...)
α) ως "μισθωτός" και [ως] "μη μισθωτός" νοείται, αντίστοιχα, κάθε πρόσωπο:
i) το οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσότερων κινδύνων που αντιστοιχούν στους κλάδους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή [τους] μη μισθωτούς,
(...).»
7 Ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1390/81 και τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, περιλαμβάνει ένα πλήρες σύστημα κανόνων περί άρσεως των συγκρούσεων, με σκοπό τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας για τα άτομα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Η γενική αρχή, όπως εκτίθεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, είναι ότι ο εργαζόμενος υπόκειται στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους. Κατά τη διάταξη αυτή:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 14γ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.»
8 Το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, την ερμηνεία του οποίου ζητεί το εθνικό δικαστήριο, έχει ως εξής:
«2. Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους. Αν δεν ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στου οποίου το έδαφος ασκεί την κύρια δραστηριότητά του. (...)»
9 Το άρθρο 14γ ορίζει τους ειδικότερους κανόνες οι οποίοι έχουν εφαρμογή στα άτομα που ασκούν συγχρόνως μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Κατά τη διάταξη αυτή, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (4):
«1. Το πρόσωπο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους υπόκειται:
α) με την επιφύλαξη της περιπτώσεως ββ, στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκεί μισθωτή δραστηριότητα·
β) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παράρτημα VII, στη νομοθεσία καθενός από αυτά τα κράτη μέλη όσον αφορά τη δραστηριότητα που ασκείται στο έδαφός τους.
2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 1, περίπτωση ββ, θα καθορισθούν σε κανονισμό που θα εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.»
10 Κατά το άρθρο 14δ:
«1. Το πρόσωπο που αναφέρεται (...) στο άρθρο 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο αα, θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που καθορίζεται σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, ότι άσκησε το σύνολο της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.»
11 Το παράρτημα VII του κανονισμού 1408/71 ορίζει, καθόσον αφορά την παρούσα υπόθεση:
«(Εφαρμογή του άρθρου 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού)
Περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόσωπο υπόκειται ταυτόχρονα στη νομοθεσία δύο κρατών μελών
1. Άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας στο Βέλγιο και μισθωτής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος, εκτός του Λουξεμβούργου. (...)»
12 Γραπτές παρατηρήσεις στην παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως κατέθεσαν οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.
13 Ο Hervein και η εταιρία SA Hervillier εκθέτουν ότι η δραστηριότητα την οποία άσκησε ο Hervein, τόσο στη Γαλλία όσο και στο Βέλγιο, κατά την περίοδο για την οποία το Inasti τους ζητεί την καταβολή εισφορών, ήταν μη μισθωτή δραστηριότητα, καθόσον ο Hervein, ο οποίος ασκούσε σε όλες τις περιπτώσεις διευθυντικά καθήκοντα σε διάφορες εταιρίες, δεν συνδεόταν με αυτές με σύμβαση εργασίας, δεδομένου ότι δεν υφίστατο η σχέση εξαρτήσεως που είναι εγγενής στις συμβάσεις αυτές. Προσθέτουν ότι, αν και η γαλλική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως θεωρεί τους διευθυντές εταιριών ως εξομοιούμενους προς μισθωτούς, όσον αφορά την υπαγωγή τους σε ασφαλιστικό φορέα, την καταβολή εισφορών και την ασφαλιστική κάλυψή τους, ωστόσο τα άτομα αυτά δεν χάνουν την ιδιότητα του μη μισθωτού εργαζομένου. Θεωρούν, επομένως, ότι η κατάσταση του Hervein εμπίπτει στην περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, το οποίο υπάγει στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας το άτομο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, αν ασκεί, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, πράγμα το οποίο τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Hervein δεν πρέπει να υπάγεται παρά μόνο στη γαλλική νομοθεσία.
Προτείνουν να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η μη μισθωτή δραστηριότητα, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, αφορά τη δραστηριότητα που ασκεί ο υπήκοος κράτους μέλους που εργάζεται χωρίς να παρέχει εξαρτημένη εργασία.
14 Η Βελγική Κυβέρνηση υπογραμμίζει με τις παρατηρήσεις της ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν ορίζει τις έννοιες της μισθωτής και της μη μισθωτής δραστηριότητας, μολονότι οι σχετικοί όροι περιλαμβάνονται στα άρθρα 13 και 14α του κανονισμού, τα οποία προσδιορίζουν την εφαρμοστέα νομοθεσία για τις διάφορες κατηγορίες ατόμων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Εκτιμά ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου στον σχετικό τομέα, το μόνο κριτήριο βάσει του οποίου είναι δυνατός ο καθορισμός του αν ένας εργαζόμενος παρέχει ή δεν παρέχει εξαρτημένη εργασία έγκειται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος αυτός στη χώρα του. Εν προκειμένω, ο εναγόμενος έχει γαλλική ιθαγένεια και αναγνωρίζει ότι στη Γαλλία υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να θεωρηθεί ως μισθωτός για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.
Η Βελγική Κυβέρνηση προσθέτει ακόμα ότι, εν όψει της διατάξεως του άρθρου 1, στοιχείο ιθθ, δυνάμει του οποίου «ως "περίοδοι απασχολήσεως" ή "περίοδοι μη μισθωτής δραστηριότητας" νοούνται οι περίοδοι που καθορίζονται ή αναγνωρίζονται ως τέτοιες από τη νομοθεσία υπό την οποία πραγματοποιήθηκαν, ως και κάθε εξομοιούμενη προς αυτές περίοδος, κατά το μέτρο που αναγνωρίζονται από τη νομοθεσία αυτή ως ισοδύναμες προς τις περιόδους απασχολήσεως ή προς τις περιόδους μη μισθωτής δραστηριότητας», πρέπει να συναχθεί ότι οι νομοθεσίες των κρατών μελών είναι αυτές που καθορίζουν αν μια δραστηριότητα είναι μισθωτή ή μη μισθωτή και ότι τίποτα δεν εμποδίζει την υπαγωγή της δραστηριότητας αυτής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών σε ένα κράτος μέλος και σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μη μισθωτών εργαζομένων σε ένα άλλο κράτος μέλος.
Η ως άνω κυβέρνηση προτείνει να δοθεί στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου η απάντηση ότι η μη μισθωτή δραστηριότητα, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, αφορά τη δραστηριότητα που ασκεί ο εργαζόμενος που δεν παρέχει εξαρτημένη εργασία και η οποία χαρακτηρίζεται ως μη μισθωτή δραστηριότητα από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα αυτή και ότι ο χαρακτηρισμός μιας δραστηριότητας σε ένα κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει καμία επίπτωση επί του χαρακτηρισμού της ίδιας αυτής δραστηριότητας εντός άλλου κράτους μέλους.
15 Η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο ερώτημα, όπως το έθεσε το εθνικό δικαστήριο, δεν θα παράσχει στο δικαστήριο αυτό σημαντική βοήθεια για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου προς επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση αυτή, το ζήτημα δεν αφορά το αν ο ενδιαφερόμενος είναι μισθωτός, αλλά την εφαρμογή στους μισθωτούς, τους μη μισθωτούς και τα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας των οικείων κοινοτικών διατάξεων που συντονίζουν τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.
Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΚ θεσπίζει μια αρχή σχετικά με τον συντονισμό των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών, βάσει της οποίας τους παρέχεται μεγάλη ελευθερία όσον αφορά την οργάνωση των συστημάτων τους κοινωνικής ασφαλίσεως και, πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το δικαίωμα ή την υποχρέωση υπαγωγής σε ασφαλιστικό σύστημα και τους όρους κτήσεως του δικαιώματος προς λήψη παροχών. Επομένως, οι διαφορές μεταξύ των συστημάτων των κρατών μελών εξακολουθούν να υφίστανται, ενώ και τα δικαιώματα των ατόμων διαφέρουν επίσης ανάλογα με το κράτος εντός του οποίου υπάγονται σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.
Στο πλαίσιο της εξετάσεως της υποθέσεως αυτής, η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, όπως ακριβώς τα άτομα που ασκούν ταυτόχρονα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών μισθωτή δραστηριότητα (περίπτωση η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71) ή μη μισθωτή δραστηριότητα (περίπτωση η οποία προβλέπεται από το άρθρο 14α, παράγραφος 2), το άτομο που ασκεί ταυτόχρονα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα υπάγεται στη νομοθεσία ενός μόνο κράτους μέλους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14γ, στοιχείο αα, εκτός αν πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις του στοιχείου ββ του ίδιου άρθρου, αν δηλαδή οι δραστηριότητες ασκούνται σε δύο από τα κράτη τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα VII του κανονισμού 1408/71, οπότε ο ενδιαφερόμενος υπόκειται ταυτόχρονα στη νομοθεσία αυτών των δύο κρατών.
Αφού αυτό συμβαίνει όταν ασκείται μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο και μισθωτή δραστηριότητα σε ένα από τα άλλα κράτη μέλη - εκτός του Λουξεμβούργου -, πρέπει να συναχθεί, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ότι ο ενδιαφερόμενος υπάγεται ταυτόχρονα στη γαλλική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως ως μισθωτός και στη βελγική νομοθεσία ως μη μισθωτός εργαζόμενος.
Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου η απάντηση ότι η μη μισθωτή δραστηριότητα, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, αφορά τη δραστηριότητα την οποία ασκεί κάθε άτομο το οποίο καλύπτεται από τον ορισμό του «μη μισθωτού» του άρθρου 1 του κανονισμού 1408/71.
16 Η Επιτροπή αποδίδει ουσιαστική σημασία στη διάκριση μεταξύ «μισθωτής δραστηριότητας» και «μη μισθωτής δραστηριότητας», όσον αφορά την εφαρμογή του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71. Συγκεκριμένα, για να διαπιστωθεί ποιο από τα άρθρα του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71 έχει εφαρμογή στην περίπτωση του Hervein και, επομένως, σε ποια νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως υπάγεται ο ενδιαφερόμενος, πρέπει προηγουμένως να καθοριστεί αν το άτομο αυτό ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα ως μισθωτός ή ως μη μισθωτός.
Εφόσον αυτές οι δύο έννοιες δεν προσδιορίζονται στον κανονισμό 1408/71, η Επιτροπή προτείνει να ληφθούν ως βάση οι ορισμοί του «μισθωτού» και του «μη μισθωτού» που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, δυνάμει του οποίου έχουν την ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού τα άτομα τα οποία είναι ασφαλισμένα σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως προβλεπόμενο από τη νομοθεσία κράτους μέλους που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή τους μη μισθωτούς αντιστοίχως. Επομένως, η φύση των ασκουμένων δραστηριοτήτων δεν έχει καμία σημασία εν προκειμένω. Κατά την Επιτροπή, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 καθορίζεται σε συνάρτηση με το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος και όχι σε συνάρτηση με έννοιες που αφορούν περισσότερο το εργατικό δίκαιο.
Δεδομένου ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε συγκεκριμένο κλάδο του συστήματος αυτού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που έχουν εφαρμογή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
17 Η Επιτροπή προσθέτει ότι η έννοια του εργαζομένου κατά το άρθρο 48 της Συνθήκης, που έχει κοινοτικό περιεχόμενο και πρέπει να προσδιορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια αναγόμενα στη σχέση εργασίας, σε συνάρτηση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων ατόμων, δεν ταυτίζεται με την έννοια του εργαζομένου που προτείνεται ανωτέρω όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης παρέχει δικαιώματα κοινοτικής φύσεως στους διακινούμενους εργαζομένους, πρέπει δε να γίνει δεκτός ένας κοινοτικός ορισμός που να παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού των ατόμων που απολαύουν των δικαιωμάτων αυτών, ενώ το άρθρο 51 της Συνθήκης προβλέπει μόνο τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και, προς προσδιορισμό των ατόμων για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις περί συντονισμού που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1408/71, πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά ποιος υπάγεται στα συστήματα αυτά. Επομένως, το αν ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 εξαρτάται από την υπαγωγή του σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών ή μη μισθωτών κάποιου κράτους μέλους.
Εν κατακλείδι, η Επιτροπή διατείνεται ότι, για να εξακριβωθεί αν οι επίμαχες εν προκειμένω δραστηριότητες ανήκουν στη μία ή την άλλη κατηγορία, θα πρέπει να εξεταστεί αν το κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου ασκούνται οι δραστηριότητες αυτές, τις θεωρεί ως μισθωτές ή ως μη μισθωτές, όσον αφορά την υπαγωγή στο οικείο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, προτείνει δε να δοθεί στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου η απάντηση ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, πρέπει να θεωρούνται ως «μη μισθωτές δραστηριότητες» οι δραστηριότητες που θεωρούνται ως τέτοιες από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκούνται οι δραστηριότητες αυτές.
18 Στην υπόθεση De Jaeck (5), η οποία αφορά την ερμηνεία του όρου «μη μισθωτή δραστηριότητα» για την εφαρμογή του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις, τις απαντήσεις στις οποίες θεωρώ χρήσιμες για την επίλυση της διαφοράς στην παρούσα υπόθεση.
Πρώτον, της ζητήθηκε να διευκρινίσει αν πρέπει να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο οι έννοιες «πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα», οι οποίες απαντούν στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού, και οι έννοιες «μισθωτός» και «μη μισθωτός», που απαντούν στο άρθρο 1, στοιχείο αα. Δεύτερον, της ζητήθηκε να δώσει παραδείγματα σχετικά με τον ισχυρισμό της ότι η προσφυγή σε κριτήρια του εργατικού δικαίου προς προσδιορισμό των εννοιών των μισθωτών και των μη μισθωτών δραστηριοτήτων, περί των οποίων γίνεται λόγος στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71, καθιστά σε ορισμένες περιπτώσεις αδύνατη την εφαρμογή των κανόνων περί άρσεως των συγκρούσεων σε άτομα τα οποία εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.
19 Όσον αφορά την πρώτη ερώτηση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αν ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρείται ως μισθωτός, ως μη μισθωτός ή ως άτομο που δεν εμπίπτει σε καμία από τις δύο αυτές κατηγορίες εξαρτάται από την απάντηση στα ακόλουθα ερωτήματα: πρώτον, εμπίπτει ο ενδιαφερόμενος στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (τίτλος Ι); Αν ναι, ποια είναι η εφαρμοστέα στην περίπτωσή του νομοθεσία (τίτλος ΙΙ), εξυπακουομένου ότι η νομοθεσία αυτή μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη που ελήφθη υπόψη για τον χαρακτηρισμό του ως μισθωτού ή ως μη μισθωτού (6); Τέλος, είναι ασφαλισμένος ο ενδιαφερόμενος βάσει της νομοθεσίας αυτής με κάποια από τις ανωτέρω δύο ιδιότητες (7);
Συνεπώς, κατά την εφαρμογή του τίτλου ΙΙ, δεν είναι ακόμη δυνατό να λεχθεί αν ο ενδιαφερόμενος πρέπει στο εξής να θεωρείται, για την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού, ως μισθωτός ή ως μη μισθωτός. Για τον λόγο αυτό ο τίτλος ΙΙ δεν λαμβάνει ως βάση τις έννοιες αυτές, αλλά παραπέμπει στη φύση των ασκούμενων δραστηριοτήτων, μέχρις ότου η ιδιότητα του ενδιαφερομένου καθοριστεί οριστικά βάσει της νομοθεσίας που έχει εφαρμογή σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ. Είναι πολύ πιθανό, για παράδειγμα, ένα άτομο να ασκεί μη μισθωτές δραστηριότητες στο έδαφος ενός κράτους μέλους και, δυνάμει των κανόνων περί άρσεως των συγκρούσεων, να υπόκειται μόνο στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως ενός άλλου κράτους μέλους, στο οποίο ασκεί μισθωτή δραστηριότητα, οπότε δεν θα μπορεί πλέον να θεωρείται ως μη μισθωτός όσον αφορά την εφαρμογή των άλλων διατάξεων του κανονισμού.
20 Για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, η Επιτροπή προτείνει τα ακόλουθα παραδείγματα:
1) Πρώτον, εκθέτει ότι, κατά τη γερμανική νομοθεσία, οι φοιτητές είναι ασφαλισμένοι βάσει του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που ισχύει για τους μισθωτούς. Δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο αα, του κανονισμού, τα άτομα αυτά θεωρούνται επομένως ως εργαζόμενοι και εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Αν, για την εφαρμογή του τίτλου ΙΙ, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κριτήρια αναγόμενα στο εργατικό δίκαιο, θα ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για άτομα που ασκούν μισθωτές ή μη μισθωτές δραστηριότητες, δεδομένου ότι δεν ασκούν καμία οικονομική δραστηριότητα, θα ήταν δε επίσης αδύνατος ο καθορισμός της εφαρμοστέας στην περίπτωσή τους νομοθεσίας, κατά τον κανονισμό 1408/71, σε περίπτωση διαμονής τους σε άλλο κράτος μέλος.
2) Δεύτερον, η Επιτροπή διατείνεται ότι, αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο ορισμός του εργαζομένου τον οποίο έχει δώσει το Δικαστήριο σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης, ούτε ένα άτομο που ασκεί μια πολύ περιορισμένη μισθωτή δραστηριότητα, όπως είναι η απασχόληση δύο ημερών την εβδομάδα για δύο ώρες την ημέρα, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του Van Heijningen, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα. Ωστόσο, στην εν λόγω υπόθεση (8), το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα άτομο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1, στοιχείο αα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, ανεξάρτητα από τον χρόνο που αφιερώνει στη δραστηριότητα αυτή.
Εξ αυτών η Επιτροπή συνάγει ότι είναι προτιμότερο να εφαρμόζεται το κριτήριο που προβλέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι, σε εθνικό επίπεδο, τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία συναντούν μεγάλες δυσχέρειες όταν πρόκειται να γίνει διάκριση μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών για την εφαρμογή του εθνικού εργατικού δικαίου.
21 Συμμερίζομαι την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, η οποία διαπιστώνει ότι η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο ερώτημα, όπως αυτό έχει τεθεί από το εθνικό δικαστήριο, δεν θα του παράσχει σημαντική βοήθεια για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου προς επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Ως εκ τούτου θα απαντήσω καταρχάς στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, στη συνέχεια δε θα παράσχω στο εθνικό δικαστήριο και άλλα ερμηνευτικά στοιχεία που θα του δώσουν τη δυνατότητα να εφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.
22 Από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος συνάγω ότι, δεδομένου του γεγονότος ότι η έννοια της μη μισθωτής δραστηριότητας δεν ορίζεται στον κανονισμό 1408/71, το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να πληρώσει το κενό αυτό, δίδοντας έναν κοινοτικό ορισμό της εν λόγω εννοίας, όπως έχει πράξει για τις έννοιες «εργαζόμενος», σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης, «πρόσωπο που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα», σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 52 της Συνθήκης, και «μισθωτός ή εξομοιούμενος προς αυτόν», σε σχέση με την εφαρμογή της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως.
Όσον αφορά την πρώτη έννοια, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα δεχθεί ότι «(...) ο όρος "εργαζόμενος" έχει κοινοτικό περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Για να θεωρείται ένα άτομο ως εργαζόμενος, πρέπει να ασκεί πραγματικές και γνήσιες δραστηριότητες, ενώ αποκλείονται οι δραστηριότητες που είναι τόσο περιορισμένες, ώστε να εμφανίζονται ως καθαρά περιθωριακές και επουσιώδεις. Το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς άλλο πρόσωπο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή» (9).
Ερμηνεύοντας τον ορισμό το Δικαστήριο έκρινε, a contrario, με την πρόσφατη απόφαση Asscher (10), ότι η δραστηριότητα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, ο οποίος ασκούσε στις Κάτω Ξώρες τα καθήκοντα του διευθυντή εταιρίας της οποίας ήταν ο μόνος μέτοχος, δεν ασκείτο στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτήσεως, πράγμα που σήμαινε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «εργαζόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 48 της Συνθήκης, αλλά ως «άτομο που ασκεί μη έμμισθη δραστηριότητα» κατά την έννοια του άρθρου 52 της Συνθήκης (11).
Όσον αφορά την τρίτη έννοια, το Δικαστήριο δέχθηκε με την απόφαση Unger ότι η έκφραση «εργαζόμενος μισθωτός ή εξομοιούμενος προς αυτόν» που χρησιμοποιείται στον κανονισμό 3 (12) δεν έχει νόημα παρά μόνο εντός του πλαισίου και των ορίων της έννοιας του «εργαζομένου» που προβλέπεται στη Συνθήκη, στην εφαρμογή της οποίας περιορίζεται ο εν λόγω κανονισμός· επομένως, η εν λόγω έκφραση, η οποία αποσκοπεί στην αποσαφήνιση της εννοίας του «εργαζομένου» για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού 3, έχει, όπως και η έννοια «εργαζόμενος», κοινοτικό περιεχόμενο· και αν ακόμα υποτεθεί ότι η έκφραση «εργαζόμενος μισθωτός ή εξομοιούμενος προς αυτόν» απαντά στη νομοθεσία καθενός από τα κράτη μέλη, θα μπορούσε να μην έχει παντού την ίδια έννοια και λειτουργία, με συνέπεια να είναι αδύνατον να προσδιοριστεί το περιεχόμενό της με παραπομπή στις παρεμφερείς εκφράσεις που ενδεχομένως υπάρχουν στις εθνικές νομοθεσίες· επομένως, η έννοια του «εργαζομένου μισθωτού ή εξομοιουμένου προς αυτόν» έχει κοινοτικό περιεχόμενο και αναφέρεται σε όλους εκείνους οι οποίοι, υπό την ιδιότητά τους αυτή και ανεξαρτήτως του πώς χαρακτηρίζονται, καλύπτονται από τα διάφορα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (13). Η αρχή αυτή, που διαμορφώθηκε νομολογιακά, ενσωματώθηκε στον κανονισμό 1408/71 και περιλαμβάνεται συγκεκριμένα στο στοιχείο αα του άρθρου 1.
23 Είναι απόλυτα κατανοητό το δίλημμα που αντιμετωπίζει το tribunal du travail de Tournai για να εφαρμόσει τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 και να αποφασίσει ποια είναι η εφαρμοστέα στην περίπτωση του Hervein νομοθεσία επιλέγοντας μεταξύ των δύο πιθανών νομοθεσιών, της γαλλικής και της βελγικής. Πράγματι, μεγάλο μέρος των διατάξεων περί άρσεως των συγκρούσεων μεταξύ των σχετικών ρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται στον τίτλο αυτό, αποσκοπεί στον προσδιορισμό της νομοθεσίας που εφαρμόζεται «στο πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα» και «στο πρόσωπο που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα», ανάλογα με το αν οι δραστηριότητες ασκούνται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, πρέπει δε να γίνει δεκτό ότι η κατάσταση θα ήταν ασφαλώς πολύ σαφέστερη αν υπήρχε ένας ορισμός αυτών των δύο εννοιών που να ισχύει ομοιόμορφα στην Κοινότητα.
24 Όμως, ο νομοθέτης δεν έχει δώσει ως τώρα τον ορισμό αυτό, καθόσον, όπως προανέφερα, σε κανέναν από τους κοινοτικούς κανονισμούς περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινούμενων εργαζομένων δεν περιλαμβάνεται τέτοιος ορισμός. Όσον αφορά τη νομολογία, αν και το Δικαστήριο δέχθηκε με την απόφαση Van Poucke (14) ότι η δραστηριότητα την οποία ασκεί ως δημόσιος υπάλληλος ένα άτομο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 είναι μισθωτή δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 14γ, δεν προσδιόρισε τι πρέπει να νοείται ως μισθωτή δραστηριότητα γενικά. Εξάλλου, δεν έδωσε σχετικό ορισμό ούτε με την απόφαση Van Roosmalen (15), με την οποία έκρινε ότι ο όρος «μη μισθωτός», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, περίπτωση iv, του κανονισμού, που αφορά την προαιρετική ασφάλιση, περιλαμβάνει τα άτομα τα οποία, χωρίς να έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ή να ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή να είναι ανεξάρτητοι επιχειρηματίες, ασκούν ή άσκησαν επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία λαμβάνουν παροχές που τους επιτρέπουν, εν όλω ή εν μέρει, να αντεπεξέρχονται στις ανάγκες τους, έστω και αν οι παροχές αυτές προέρχονται από τρίτους που απολαύουν των υπηρεσιών ιερέα που ασκεί ή άσκησε ιεραποστολικό έργο.
25 Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής, που φρονεί ότι το αποφασιστικό κριτήριο για να εμπίπτει ένα άτομο στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού είναι η υπαγωγή του σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών ή μη μισθωτών ενός κράτους μέλους και ότι, όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού, προς προσδιορισμό του αν μια δραστηριότητα πρέπει να θεωρηθεί ως μισθωτή ή ως μη μισθωτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, το πώς τη θεωρεί το κράτος μέλος όταν εφαρμόζει τη δική του νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως.
26 Κατά πάγια νομολογία, «(...) εναπόκειται στα κράτη μέλη να προσδιορίσουν τις προϋποθέσεις του δικαιώματος ή της υποχρέωσης ασφαλίσεως στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε ανάλογο ταμείο, από τη στιγμή που δεν γίνεται συναφώς διάκριση μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων των άλλων κρατών μελών» (16).
27 Πρέπει ωστόσο να υπομνησθεί ότι, αν και τα κράτη μέλη είναι καταρχήν αρμόδια για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπαγωγής στα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν έχουν όμως τη δυνατότητα να καθορίζουν το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας τους, καθόσον το ζήτημα αυτό διέπεται πλήρως από το κοινοτικό δίκαιο. Με την απόφαση Ten Holder (17), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του τίτλου II αποτελούν πλήρες σύστημα κανόνων άρσεως των συγκρούσεων, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να αφαιρεί από τον νομοθέτη κάθε κράτους την εξουσία προσδιορισμού της εκτάσεως και των προϋποθέσεων εφαρμογής της εθνικής του νομοθεσίας, όσον αφορά αφενός τα άτομα που υπόκεινται στον κανονισμό και αφετέρου το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους.
28 Ενόψει των παρατηρήσεων αυτών προτείνω να δοθεί στο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου η απάντηση ότι η μη μισθωτή δραστηριότητα, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, είναι εκείνη την οποία ορίζει ως μη μισθωτή δραστηριότητα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκείται η δραστηριότητα αυτή.
29 Συνεπώς, αν πρέπει κάθε φορά να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτηρισμός της δραστηριότητας ως μισθωτής ή μη μισθωτής, ο οποίος δίδεται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκείται η δραστηριότητα αυτή, τότε στην υπό κρίση υπόθεση ο Hervein ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στη Γαλλία, καθόσον υπάγεται εντός του κράτους μέλους αυτού στο σύστημα ασφαλίσεως των μισθωτών, και μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο, καθόσον η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους ορίζει ότι ο ενδιαφερόμενος, λόγω της δραστηριότητας που ασκεί στο βελγικό έδαφος, πρέπει να υπάγεται στο σύστημα ασφαλίσεως των μη μισθωτών.
30 Βάσει τούτου μπορεί τώρα να εξετασθεί η εφαρμογή των κανόνων περί άρσεως των συγκρούσεων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71, και να καθοριστεί η εφαρμοστέα στην περίπτωση του Hervein νομοθεσία. Πράγματι, ο Hervein εμπίπτει στην περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 14γ, το οποίο θεσπίζει τους ειδικούς κανόνες που ισχύουν επί των ατόμων τα οποία ασκούν ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους, ειδικότερα δε στην περίπτωση την οποία προβλέπει η παράγραφος 1, στοιχείο ββ, δυνάμει της οποίας, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παράρτημα VII, τα άτομα αυτά υπάγονται στη νομοθεσία καθενός των κρατών μελών αυτών όσον αφορά τη δραστηριότητα που ασκείται στο έδαφός τους, το δε Βασίλειο του Βελγίου είναι μια από τις χώρες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό.
31 Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο Hervein υπάγεται ταυτόχρονα στη γαλλική νομοθεσία, όσον αφορά την ασκούμενη στη Γαλλία δραστηριότητα, για την οποία υπάγεται στο σύστημα ασφαλίσεως μισθωτών του κράτους μέλους αυτού, και στη βελγική νομοθεσία, όσον αφορά την ασκούμενη στο Βέλγιο δραστηριότητα, για την οποία θεωρείται ως υπαγόμενος στο ασφαλιστικό σύστημα των μη μισθωτών και για την οποία του ζητείται η καταβολή των αντίστοιχων εισφορών στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. Τούτο σημαίνει ουσιαστικά ότι, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14γ, στοιχείο ββ, του κανονισμού 1408/71 και του σημείου 1 του παραρτήματος VII, ο Hervein οφείλει να υπάγεται και να καταβάλλει τις σχετικές εισφορές σε συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως σε δύο κράτη μέλη.
32 Το αποτέλεσμα αυτό προκαλεί ασφαλώς κάποια αμηχανία. Πρώτον, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί, με την απόφαση Nonnenmacher (18), η οποία αφενός εκδόθηκε ενόσω ακόμα η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων περιλαμβανόταν στον κανονισμό 3 και αφετέρου αφορούσε το ζήτημα αν η υποχρεωτική εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους στο οποίο απασχολείται ο εργαζόμενος αποκλείει την εφαρμογή της νομοθεσίας οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, ότι το άρθρο 12 του προαναφερθέντος κανονισμού, που περιλαμβανόταν στον τίτλο ΙΙ, ο οποίος περιείχε, όπως και ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71, τους κανόνες περί άρσεως των συγκρούσεων που είχαν ως σκοπό τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας για τα άτομα που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του, δεν απαγόρευε την εφαρμογή της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο εργαζόταν ο ενδιαφερόμενος παρά μόνο στον βαθμό που υποχρέωνε τον τελευταίο να καταβάλλει εισφορές σε φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως ο οποίος δεν επρόκειτο να του παράσχει συμπληρωματικά οφέλη για τον ίδιο κίνδυνο και την ίδια περίοδο. Εξάλλου, με την απόφαση Van der Vecht (19), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 3 απαγορεύει κάθε σωρευτική εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών η οποία θα μπορούσε να αυξήσει ασκόπως τις επιβαρύνσεις κοινωνικής ασφαλίσεως τόσο του εργαζομένου όσο και του εργοδότη και ότι το άρθρο 12 απαγορεύει στα κράτη μέλη, εξαιρέσει του κράτους στο έδαφος του οποίου απασχολείται ο εργαζόμενος, να εφαρμόζουν για τον εργαζόμενο αυτό τη νομοθεσία τους περί κοινωνικής ασφαλίσεως, όταν η εφαρμογή αυτή συνεπάγεται για τους εργαζόμενους ή τους εργοδότες τους αύξηση των επιβαρύνσεων η οποία δεν αντιστοιχεί σε συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία.
Δεύτερον, όταν ο κανονισμός 1408/71 είχε εφαρμογή μόνο στους μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους, δεν είχε εμφανιστεί το φαινόμενο της υπαγωγής του ίδιου εργαζομένου στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως δύο κρατών μελών. Η διάταξη που προέβλεψε τον κανόνα αυτό προσετέθη με τον κανονισμό 1390/81, ο οποίος επεξέτεινε στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους τον κανονισμό 1408/71 και ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1982. Όπως η ίδια η Επιτροπή δέχεται με τις παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλε στην υπόθεση De Jaeck (20), η πρόταση κανονισμού που υπέβαλε στο Συμβούλιο δεν προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή. Η αναγγελθείσα ρύθμιση του τρόπου εφαρμογής του σημείου ββ, ο οποίος, κατά το άρθρο 14γ, παράγραφος 2, έπρεπε να καθορισθεί με κανονισμό που θα εξέδιδε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, πραγματοποιήθηκε με τον κανονισμό 3811/86, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1987 (21).
33 Διερωτώμαι μέχρι ποιου σημείου η ρύθμιση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως σύμφωνη προς τις αρχές που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και το δικαίωμα εγκαταστάσεως, που θεσπίζονται με τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, το οποίο κλήθηκε επανειλημμένα να αποφανθεί επί της εφαρμογής τους σε υποθέσεις που ομοιάζουν πολύ με αυτή της οποίας έχει επιληφθεί τώρα, με τη διαφορά ωστόσο ότι, την εποχή κατά την οποία έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων εκείνων, ο κανονισμός 1390/81 δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ.
34 Συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις Stanton (22) και Wolf κ.λπ. (23), το Δικαστήριο απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα που του είχαν υποβάλει βελγικά δικαστήρια. Η πρώτη από τις υποθέσεις αυτές αφορούσε την περίπτωση του Stanton, Βρετανού υπηκόου, ο οποίος ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατέβαλλε για τον λόγο αυτόν εισφορές στο βρετανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μισθωτών. Ταυτόχρονα ασκούσε τα καθήκοντα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου μιας βελγικής ασφαλιστικής εταιρίας, θυγατρικής της βρετανικής εταιρίας στην οποία εργαζόταν ως μισθωτός. Λόγω της δραστηριότητάς του αυτής οι βελγικές αρχές τον υπήγαγαν αυτεπαγγέλτως στο δικό τους σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως των μη μισθωτών εργαζομένων. Το Inasti ζητούσε την περίοδο εκείνη από τον Stanton, καθώς και από την ασφαλιστική εταιρία, ως εις ολόκληρον ευθυνόμενη, την καταβολή των αντίστοιχων εισφορών. Η δεύτερη από τις ανωτέρω υποθέσεις αφορούσε την περίπτωση του Wolf, Γερμανού υπηκόου, ο οποίος ασκούσε ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως χημικός μηχανικός και τα καθήκοντα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου εταιρίας εδρεύουσας στο Βέλγιο. Το Inasti ζητούσε τόσο από εκείνον όσο και από τη βελγική επιχείρηση την καταβολή εισφορών στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως των μη μισθωτών εργαζομένων λόγω της ιδιότητάς του αυτής.
35 Οι ενδιαφερόμενοι ζητούσαν να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής των εισφορών αυτών βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος 38, περί ρυθμίσεως από απόψεως κοινωνικής ασφαλίσεως της καταστάσεως των μη μισθωτών εργαζομένων, από το οποίο προκύπτει ότι ο μη μισθωτός εργαζόμενος δεν οφείλει καμία εισφορά, αν τα εισοδήματα που απέκτησε με την ιδιότητα αυτή δεν υπερβαίνουν ορισμένο όριο και αν, εκτός της δραστηριότητας αυτής, ασκεί συνήθως και κατά κύριο λόγο μια άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, πράγμα το οποίο το Inasti αμφισβητούσε, ισχυριζόμενο ότι «η άλλη επαγγελματική δραστηριότητα», την οποία αναφέρει η διάταξη αυτή, αφορά αποκλειστικά τη δραστηριότητα του μισθωτού που υπάγεται σε βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.
36 Με τις δύο αυτές αποφάσεις το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης επιτάσσει την κατάργηση των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων κράτους μέλους [στο έδαφος άλλου κράτους μέλους] και ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή αποτελεί κανόνα κοινοτικού δικαίου με απευθείας εφαρμογή»· ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως δεν περιορίζεται στο δικαίωμα δημιουργίας μιας και μόνης εγκαταστάσεως στο εσωτερικό της Κοινότητας, αλλά συνεπάγεται τη δυνατότητα δημιουργίας και διατηρήσεως, εφόσον τηρούνται οι σχετικοί επαγγελματικοί κανόνες, περισσότερων από ένα κέντρων δραστηριότητας στο έδαφος της Κοινότητας και ότι «οι σκέψεις αυτές ισχύουν εξίσου και για τον μισθωτό που είναι εγκατεστημένος σε ένα κράτος μέλος και επιθυμεί να επιδοθεί παράλληλα σε ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος» (24).
Το Δικαστήριο δέχεται, με τις δύο αυτές αποφάσεις, ότι «όλες οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων έχουν (...) σκοπό να διευκολύνουν την άσκηση από τους κοινοτικούς υπηκόους πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας και δεν επιτρέπουν εθνικές ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να είναι δυσμενείς για τους εν λόγω υπηκόους, όταν αυτοί επιθυμούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και πέρα από το έδαφος ενός μόνο κράτους μέλους». Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «η ρύθμιση κράτους μέλους που απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής εισφορών στο σύστημα των ανεξαρτήτων εργαζομένων τα πρόσωπα που απασχολούνται κατά κύριο λόγο ως μισθωτοί σ' αυτό το κράτος μέλος, αλλά αρνείται αυτή την απαλλαγή στα πρόσωπα που απασχολούνται κατά κύριο λόγο ως μισθωτοί σε άλλο κράτος μέλος, έχει ως αποτέλεσμα να θέτει σε δυσμενέστερη μοίρα την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκτός του εδάφους αυτού του κράτους μέλους. Μια τέτοια ρύθμιση αντιβαίνει, συνεπώς, στα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης». Λαμβανομένου υπόψη, επιπλέον, ότι η επίμαχη εθνική διάταξη δεν παρείχε καμία συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία στους ενδιαφερομένους, οι οποίοι ήσαν ασφαλισμένοι στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και συνταξιοδοτήσεως του κράτους μέλους όπου ασκούσαν την κύρια έμμισθη δραστηριότητά τους, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η δυσχέρεια που επιφέρει η εν λόγω διάταξη στην άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκτός του εδάφους ενός μόνο κράτους μέλους δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογηθεί με βάση αυτό το κριτήριο» (25).
37 Πιο πρόσφατα, με την απόφαση Kemmler (26), το Δικαστήριο απάντησε σε προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν από το ίδιο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Inasti και, αφετέρου, του Hervein και της εταιρίας SA Hervillier. Στη διαδικασία εκείνη, το Inasti ζητούσε από τον Kemmler την καταβολή εισφορών υπέρ του βελγικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των μη μισθωτών εργαζομένων για το 1981 και το πρώτο εξάμηνο του 1982. Όπως και στις υποθέσεις Stanton και Wolf κ.λπ., επρόκειτο για εισφορές για περιόδους προγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1390/81. Ο Kemmler ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Φρανκφούρτη και στις Βρυξέλλες και αρνείτο να καταβάλλει τις εισφορές αυτές, με την αιτιολογία ότι υπαγόταν ήδη στη γερμανική κοινωνική ασφάλιση των μη μισθωτών εργαζομένων και ότι η υπαγωγή στη βελγική κοινωνική ασφάλιση δεν θα του παρείχε καμία συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία. Ο ίδιος κατοικούσε στη Γερμανία και είχε διαμείνει στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια μέρους της περιόδου για την οποία του εζητείτο η καταβολή των εισφορών.
38 Εφόσον ο κανονισμός 1390/81 δεν είχε εφαρμογή στη διαφορά μεταξύ Inasti και Kemmler, στο υποβληθέν ερώτημα έπρεπε να δοθεί απάντηση με εφαρμογή μόνο του άρθρου 52 της Συνθήκης, περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως, δεδομένου ότι ο Kemmler είχε σταθερή και μόνιμη εγκατάσταση και στα δύο κράτη μέλη.
39 Ακολουθώντας την ίδια συλλογιστική όπως και στις αποφάσεις Stanton και Wolf κ.λπ., το Δικαστήριο κατέληξε, στην υπόθεση Kemmler, στο ίδιο συμπέρασμα: «Η ρύθμιση κράτους μέλους, κατά την οποία υπέχουν υποχρέωση καταβολής εισφορών στο σύστημα ασφαλίσεως των ελεύθερων επαγγελματιών όσοι εργάζονται ήδη ως ελεύθεροι επαγγελματίες σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου κατοικούν και υπάγονται σε ορισμένο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει ως αποτέλεσμα να παρακωλύει την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων πέρα από το έδαφος αυτού του κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει προς το άρθρο 52 της Συνθήκης, εκτός αν μπορεί να δικαιολογηθεί προσηκόντως.» Συναφώς, όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του Stanton και του Wolf, η επίμαχη ρύθμιση, που υποχρέωνε τον Kemmler να υπαχθεί και να καταβάλλει εισφορές στο βελγικό σύστημα των μη μισθωτών εργαζομένων, δεν παρείχε καμία συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία στους ενδιαφερομένους. Κατά συνέπεια, πρόσθεσε το Δικαστήριο, «(...) η παρακώλυση της ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων πέρα από το έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογηθεί με βάση αυτό το κριτήριο», έδωσε δε στο ερώτημα του tribunal du travail de Tournai την απάντηση ότι «το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν την υποχρέωση καταβολής εισφορών στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ελεύθερων επαγγελματιών σε όσους εργάζονται ήδη ως ελεύθεροι επαγγελματίες σε άλλο κράτος μέλος, όπου κατοικούν και υπάγονται σε ορισμένο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, εφόσον η υποχρέωση αυτή δεν τους παρέχει καμία συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία» (27).
40 Τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή κλήθηκαν, στην υπόθεση De Jaeck (28), να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της συμφωνίας του άρθρου 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού 1408/71 προς τα άρθρα 48 έως 52 της Συνθήκης, ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως της αποφάσεως Kemmler (29). Θεωρώ ότι οι παρατηρήσεις αυτές είναι επίσης χρήσιμες για την επίλυση της παρούσας διαφοράς.
41 Το Συμβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία αντιστοιχεί προς τις πολιτικές ευθύνες τις οποίες έχει βάσει του άρθρου 51 της Συνθήκης και λόγω της οποίας ο έλεγχος τον οποίο ασκεί το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δικής του ευθύνης, επί των πολιτικών αποφάσεων του Συμβουλίου πρέπει να περιορίζεται σε έλεγχο γενικής φύσεως σχετικά με τον επιδιωκόμενο σκοπό (30), και, δεύτερον, ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, με την απόφαση Triches (31), ότι καμία από τις διατάξεις της Συνθήκης δεν μπορεί να θίξει την ελευθερία την οποία το άρθρο 51 παρέχει στο Συμβούλιο να επιλέγει, προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, κάθε αντικειμενικά δικαιολογημένο μέτρο, έστω και αν τα λαμβανόμενα μέτρα δεν έχουν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη κάθε κινδύνου υπάρξεως ανισότητας μεταξύ εργαζομένων οφειλόμενου στις διαφορές των οικείων εθνικών συστημάτων. Προσθέτει ότι μια εξαίρεση, όπως αυτή η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού 1408/71, από την αρχή που θεσπίζεται με το άρθρο 13, κατά την οποία τα άτομα στα οποία έχει εφαρμογή ο κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνο κράτους μέλους, δεν μπορεί να αντιβαίνει προς τα άρθρα 48 έως 52· πρέπει πάντως η εξαίρεση αυτή να μην έχει ακούσιες παρενέργειες και να μη δημιουργεί στην πράξη προβλήματα που να περιάγουν τους διακινούμενους εργαζομένους σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ημεδαπούς ανταγωνιστές τους· δεν αποδεικνύεται δε ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δημιούργησε κάποιο πρόβλημα στο πλαίσιο της διοικητικής επιτροπής για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων.
Το Συμβούλιο ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι, με την απόφαση Kemmler (32), το Δικαστήριο δέχεται τις εξαιρέσεις από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, εφόσον υφίσταται γι' αυτές «προσήκουσα δικαιολογία» ή εφόσον αυτές παρέχουν «συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία». Όσον αφορά τη δικαιολογία, το Συμβούλιο διατείνεται ότι το άρθρο 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, αποσκοπεί στην αποφυγή του ενδεχομένου να έχουν τα άτομα τα οποία ασκούν ταυτόχρονα μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών την υποχρέωση να καταβάλλουν λιγότερες εισφορές απ' ό,τι τα άτομα που ασκούν τα δύο είδη δραστηριοτήτων στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Αν αυτό ήταν δυνατό, το αποτέλεσμα θα ήταν όχι μόνο η χορήγηση στα άτομα αυτά ενός μη δικαιολογημένου πλεονεκτήματος σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, οι δραστηριότητες των οποίων δεν κατανέμονται μεταξύ δύο κρατών μελών, αλλά επίσης ότι η άσκηση μισθωτής δραστηριότητας εκτός του οικείου κράτους μέλους, είτε με καταστρατήγηση της νομοθεσίας του είτε σύμφωνα με τις διατάξεις της, θα οδηγούσε, χωρίς να υπάρχει η προς τούτο βούληση, σε έμμεση εναρμόνιση των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα VII του κανονισμού, πράγμα το οποίο θα ήταν αντίθετο προς τη Συνθήκη και θα μπορούσε, με την πάροδο του χρόνου, να πλήξει τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών αυτών, επιδεινώνοντας την κακή οικονομική τους κατάσταση. Όσον αφορά τη συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διπλή καταβολή εισφορών, υπολογιζόμενη επί των εισοδημάτων που αποκτώνται εντός του οικείου κράτους μέλους, μπορεί να αντιστοιχεί, στον τομέα των συντάξεων και των οικογενειακών επιδομάτων, σε συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία.
42 Απαντώντας στην ερώτηση αυτή του Δικαστηρίου, η Επιτροπή διατείνεται ότι η διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, δεν υπήρχε στην πρόταση την οποία υπέβαλε στο Συμβούλιο (η διάταξη αυτή είναι το αποτέλεσμα τροποποιήσεως την οποία επέφερε το ίδιο το Συμβούλιο), υπογραμμίζει δε ότι η εν λόγω διάταξη είχε ως σκοπό την αποφυγή του ενδεχομένου άτομα τα οποία ασκούν ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα εντός κράτους μέλους (για παράδειγμα στη Γαλλία) και μη μισθωτή δραστηριότητα εντός ενός των κρατών μελών του παραρτήματος VII (για παράδειγμα στο Βέλγιο) να απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες θα έπρεπε να καταβάλλουν εντός του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκούν τη δεύτερη δραστηριότητα αν ασκούσαν αυτές τις δύο δραστηριότητες εντός του κράτους μέλους αυτού, πράγμα το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τα άτομα αυτά να περιέρχονται σε ευνοϋκότερη θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που ασκούν και τις δύο δραστηριότητες εντός του εν λόγω κράτους. Η Επιτροπή επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά την εκτίμηση αν η βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως εξαίρεση από την αρχή της εφαρμογής μιας μόνο νομοθεσίας στον εργαζόμενο είναι σύμφωνη προς τα άρθρα 48 έως 52 της Συνθήκης.
43 Δεν μπορώ να δεχθώ τα επιχειρήματα του Συμβουλίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 1390/81, «(...) η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, που αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, δεν περιορίζεται μόνο στους μισθωτούς αλλά αφορά και τους μη μισθωτούς, στα πλαίσια του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών» (δεύτερη αιτιολογική σκέψη)· «(...) κρίνεται αναγκαίος ο συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που ισχύουν για τους μη μισθωτούς, ώστε να επιτευχθεί ένας από τους στόχους της Κοινότητας (...)» (τρίτη αιτιολογική σκέψη), και «(...) στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως η εφαρμογή μόνο των εθνικών νομοθεσιών δεν θα εξασφάλιζε επαρκή προστασία στους μη μισθωτούς που διακινούνται εντός της Κοινότητας· (...) για να αποκτήσει πλήρη ισχύ το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, πρέπει να συντονιστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που ισχύουν για τους μη μισθωτούς» (πέμπτη αιτιολογική σκέψη).
44 Ωστόσο, αποδεικνύεται εύκολα ότι, από της ενάρξεως της ισχύος της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών που ισχύουν για τους μη μισθωτούς, η κατάσταση των ατόμων που ασκούν μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο και μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, πλην του Λουξεμβούργου (για να δώσω ένα παράδειγμα των διαφόρων ενδεχομένων τα οποία προβλέπει το παράρτημα VII του κανονισμού 1408/71), είναι χειρότερη απ' ό,τι προηγουμένως, όταν δηλαδή μπορούσαν να εφαρμοστούν μόνο οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων· πράγματι, οι Stanton, Wolf και Kemmler όφειλαν απλώς να υπαχθούν και να καταβάλλουν εισφορές σε ένα μόνο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ ο Hervein υποχρεώνεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού 1408/71, να υπαχθεί και να καταβάλλει εισφορές τόσο στο γαλλικό σύστημα μισθωτών όσο και στο βελγικό σύστημα μη μισθωτών, λόγω της δραστηριότητας την οποία ασκεί σε κάθε κράτος.
45 Η διαφορά μεταξύ της καταστάσεως των Stanton, Wolf και Kemmler, αφενός, και εκείνης του Hervein, αφετέρου, έγκειται στο γεγονός ότι, για τους πρώτους, η υποχρέωση υπαγωγής σε δεύτερο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως εντός κράτους μέλους, ενώ ήταν ήδη ασφαλισμένοι σε ένα άλλο κράτος μέλος, προέκυπτε από την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας, και συγκεκριμένα της βελγικής, ενώ, στην περίπτωση του Hervein, αυτή η ίδια υποχρέωση του επιβάλλεται από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.
46 Αφού είδαμε ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης εμποδίζουν τη βάσει κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών στο σύστημα μη μισθωτών εργαζομένων στα άτομα τα οποία ασκούν ήδη μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα εντός άλλου κράτους μέλους, στο οποίο κατοικούν και εντός του οποίου υπάγονται σε εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, με την αιτιολογία ότι η υποχρέωση αυτή έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκτός του εδάφους του κράτους μέλους αυτού, νομίζω ότι, κατά μείζονα λόγο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα άρθρα 48 και 52 εμποδίζουν την επέλευση αυτών των ίδιων συνεπειών που θα οφειλόταν στην εφαρμογή κανονισμού του Συμβουλίου.
47 Απομένει να προσθέσω επ' αυτού ότι, με τις αποφάσεις Stanton, Wolf και Kemmler, το Δικαστήριο αναφέρθηκε, καθώς φαίνεται, στο ενδεχόμενο να μπορεί να δικαιολογηθεί η παρεμπόδιση της ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκτός του εδάφους ενός μόνο κράτους μέλους, εφόσον η εθνική ρύθμιση παρέχει κάποια συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία. Ωστόσο, κατ' εφαρμογή της αρχής της ιεραρχίας των κανόνων του δικαίου και ενόψει των διατάξεων των άρθρων 48 και 52 της Συνθήκης, που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο σύνολο του εδάφους των κρατών μελών, τίποτα δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι το Συμβούλιο, ασκώντας τη νομοθετική του αρμοδιότητα, έθεσε σε δυσμενέστερη θέση όσους από τους κοινοτικούς υπηκόους επιθυμούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος ορισμένων άλλων κρατών μελών.
48 Πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό επιχείρημα κατά την εκτίμηση της συμφωνίας της υπό κρίση διατάξεως προς τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης. Εντούτοις, δεν είναι το μόνο. Όταν έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, στο παράρτημα VII του κανονισμού 1408/71 αναφέρονταν έξι απο τα δέκα κράτη που αποτελούσαν την Κοινότητα (33). Στην περίπτωση του Βελγίου, της Γαλλίας, της Δανίας (για τους κατοικούντες στην ημεδαπή), της Ελλάδος και της Ιταλίας, το άτομο που ασκούσε μη μισθωτή δραστηριότητα σε ένα από τα κράτη αυτά και μισθωτή δραστηριότητα σε ένα άλλο υπέκειτο στη νομοθεσία δύο κρατών μελών. Για τη Γερμανία, τούτο περιοριζόταν στην άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας στον τομέα της γεωργίας. Το Συμβούλιο διατείνεται ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση αποσκοπούσε στην αποφυγή του ενδεχομένου να καταβάλλουν τα άτομα που ασκούν ταυτόχρονα μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα εντός δύο κρατών μελών χαμηλότερες εισφορές απ' ό,τι τα άτομα που ασκούν και τις δύο δραστηριότητες εντός ενός μόνο κράτους μέλους, πράγμα το οποίο θα τους παρείχε τη δυνατότητα να απολαύουν ενός αδικαιολογήτου πλεονεκτήματος σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, οι δραστηριότητες των οποίων δεν κατανέμονται μεταξύ δύο κρατών μελών. Θα εξετάσω τώρα, λαμβάνοντας ως παράδειγμα την περίπτωση του Hervein, αν το άρθρο 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, εξασφαλίζει την επίτευξη του σκοπού αυτού.
49 Όπως ανέφερα στην αρχή των προτάσεών μου, ο Hervein άσκησε για πολλά έτη δραστηριότητες που ομοιάζουν πολύ μεταξύ τους στη Γαλλία, χώρα στην οποία κατοικεί, και στο Βέλγιο. Συγκεκριμένα, άσκησε ταυτόχρονα τα καθήκοντα του προέδρου και γενικού διευθυντή και του διευθύνοντος συμβούλου σε διάφορες ανώνυμες εταιρίες. Πρόκειται για άτομο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, δεδομένου ότι η υπαγωγή του στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών στη Γαλλία δεν αμφισβητείται. Στο Βέλγιο, η άσκηση δραστηριότητας αυτού του είδους υποχρεώνει τον ενδιαφερόμενο να υπαχθεί σε σύστημα ασφαλίσεως μη μισθωτών εργαζομένων.
Εφαρμόζοντας τον τίτλο II του κανονισμού για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας στην περίπτωση του ενδιαφερομένου νομοθεσίας, διαπιστώνω αμέσως ότι η περίπτωσή του αποτελεί μία από εκείνες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 14γ. Αν δεν υφίστατο η παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του άρθρου αυτού και το παράρτημα VII, που προανέφερα επανειλημμένα, ο Hervein θα υπήγετο μόνο στη γαλλική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, δυνάμει της οποίας θα εθεωρείτο ως μισθωτός ο οποίος ασκεί όλες τις δραστηριότητές του στη Γαλλία. Η ίδια λύση θα δινόταν αν ασκούσε τη μη μισθωτή δραστηριότητα στη Γερμανία αντί για το Βέλγιο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επρόκειτο για γεωργική δραστηριότητα, ή στη Δανία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα κατοικούσε στη χώρα αυτή, ή στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στην Ιρλανδία, για να δώσω μερικά επιπλέον παραδείγματα. Αντιθέτως, η θέση των ατόμων σε περιπτώσεις όπως η δική του είναι συγκριτικά χειρότερη, όταν τα άτομα αυτά ασκούν αυτή τη μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο, όπως ήδη εξέθεσα, στην Ιταλία ή στην Ελλάδα, καθόσον υπάγονται ταυτόχρονα στη νομοθεσία δύο κρατών μελών, πράγμα το οποίο ενέχει την υποχρέωση διπλής υπαγωγής σε ασφαλιστικό σύστημα και καταβολής των σχετικών εισφορών, έστω και αν τούτο ισχύει μόνον όσον αφορά την ασκούμενη σε κάθε ένα από τα οικεία κράτη δραστηριότητα.
50 Ο ισχυρισμός του Συμβουλίου ότι, αν δεν υπήρχε η επίμαχη διάταξη, τα ευρισκόμενα στη θέση του Hervein άτομα θα ευνοούντο σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που ασκούν όλες τις δραστηριότητές τους στο ίδιο κράτος μέλος, λόγω του ότι θα κατέβαλλαν λιγότερες εισφορές, δεν μπορεί να γίνει δεκτός για διαφόρους λόγους: πρώτον, διότι θεωρώ ότι ακριβώς προς αποφυγή αυτού του αποτελέσματος το άρθρο 14δ, παράγραφος 1, ορίζει ότι το άτομο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα εντός κράτους μέλους και άλλη, μη μισθωτή, δραστηριότητα εντός άλλου κράτους μέλους και το οποίο υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους θεωρείται ότι ασκεί το σύνολο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του εντός του κράτους μέλους αυτού και, δεύτερον, διότι οι εισφορές υπολογίζονται με πολύ διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το κράτος μέλος, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι παρακινδυνευμένο να προβάλλεται εξαρχής ο ισχυρισμός ότι η υπαγωγή στο ασφαλιστικό σύστημα ενός μόνο κράτους μέλους θα είχε σε όλες τις περιπτώσεις ως αποτέλεσμα την καταβολή χαμηλότερων εισφορών.
Θεωρώ αυτόν τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ακόμη λιγότερο πειστικό μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στον κανονισμό 1408/71 ο κανονισμός 3811/86. Πράγματι, από της ενάρξεως της ισχύος του την 1η Ιανουαρίου 1987, αν και το άτομο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός από τα μνημονευόμενα στο παράρτημα VII κράτη μέλη εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία αμφοτέρων των κρατών αυτών, δεν είναι δυνατό να λεχθεί με βεβαιότητα ότι τούτο συμβαίνει μόνον όσον αφορά τη δραστηριότητα που ασκείται σε κάθε κράτος, δεδομένου ότι η σχετική διευκρίνιση καταργήθηκε στις δύο περιπτώσεις στις οποίες υποδιαιρείται το στοιχείο ββ του άρθρου 14γ. Επιπλέον, κατά τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 14δ, το άτομο που βρίσκεται στην κατάσταση αυτή θεωρείται, για τον καθορισμό του ποσοστού των εισφορών που επιβαρύνουν τους μη μισθωτούς εργαζομένους βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου το άτομο αυτό ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, ότι ασκεί τη μισθωτή δραστηριότητά του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους: η διάταξη αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, κατά την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, είτε τη μείωση είτε την αύξηση του ποσοστού των εισφορών.
51 Το Συμβούλιο διατείνεται επίσης ότι η εν λόγω διάταξη έχει ως λόγο υπάρξεως την αποφυγή του ενδεχομένου τα άτομα τα οποία εξευρίσκουν μισθωτή εργασία σε άλλο κράτος μέλος να απαλλάσσονται, απλώς λόγω του ότι μεταβαίνουν σε άλλη χώρα, της υποχρεωτικής υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μη μισθωτών, για παράδειγμα στο βελγικό σύστημα. Είμαι διατεθειμένος να πιστέψω ότι αυτός ήταν πράγματι ο λόγος για τον οποίο το Συμβούλιο τροποποίησε το κείμενο της Επιτροπής, όμως, όπως εξέθεσα ανωτέρω, η διάταξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων εκτός του εδάφους ενός κράτους μέλους.
Θα ήθελα να προσθέσω ότι ένα άτομο το οποίο κατοικεί στο Βέλγιο, όπου ασκεί μισθωτή και μη μισθωτή δραστηριότητα, θα βρεθεί ίσως σε μια παρόμοια κατάσταση αν παραμείνει σ' αυτό το κράτος μέλος ή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, αν μεταφέρει την κατοικία του στη Γαλλία για να ασκήσει εκεί μισθωτή δραστηριότητα και συνεχίσει να ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο. Όμως, η κατάσταση αυτή διαφέρει πολύ από εκείνη του ατόμου το οποίο κατοικεί για παράδειγμα στη Γερμανία, όπου ασκεί μισθωτή δραστηριότητα, και το οποίο ασκεί ταυτόχρονα μη μισθωτή δραστηριότητα στη Δανία ή σε ένα από τα άλλα κράτη μέλη που δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα του παραρτήματος VII.
52 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή, έστω και αν μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχει ως αποτέλεσμα τη συμπληρωματική προστασία του ενδιαφερομένου όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα ή τη διατήρηση του δικαιώματος λήψεως συντάξεως επιζώντων τα οποία έχουν κτηθεί δυνάμει της νομοθεσίας καθενός των εμπλεκομένων κρατών, όχι μόνο παρεμποδίζει την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε διάφορα κράτη μέλη, αλλά και οξύνει τις διαφορές που απορρέουν ήδη από τις ίδιες τις εθνικές νομοθεσίες και καταλήγει σε άνιση μεταχείριση των υπηκόων των κρατών μελών, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο επιθυμούν να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους.
53 Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι το άρθρο 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, και το παράρτημα VII του κανονισμού 1408/71 πρέπει να κριθούν ανίσχυρα, στον βαθμό που ορίζουν ότι το άτομο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός των κρατών μελών που αναφέρει το ως άνω παράρτημα υπάγεται στη νομοθεσία καθενός των κρατών μελών αυτών.
54 Το γεγονός ότι εν προκειμένω το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία κανονιστικής διατάξεως δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος της. Συναφώς, έχει κεφαλαιώδη σημασία η αρχή που δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Schwarze (34): «Από τη διατύπωση (των ερωτημάτων) συνάγεται ότι (το παραπέμπον δικαστήριο) δεν ζητεί τόσο την ερμηνεία της Συνθήκης ή πράξεως των οργάνων όσο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος μιας τέτοιας πράξεως βάσει του άρθρου 177, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ββ»· σε τέτοιες περιπτώσεις, «το Δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει απόφαση, χωρίς να επιβάλει στον παραπέμποντα δικαστή την αυστηρή τήρηση ενός τύπου που θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την παρέλκυση της διαδικασίας και δεν θα συμβιβαζόταν με τη φύση του μηχανισμού που θεσπίζεται με το άρθρο 177· μια τέτοια τυπικότητα (...) είναι νοητή στις κατ' αντιδικία διαδικασίες, στις οποίες τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων διέπονται από αυστηρούς κανόνες, δεν έχει όμως θέση στον ειδικό τομέα της συνεργασίας μεταξύ δικαστηρίων βάσει του άρθρου 177, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο και το Δικαστήριο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (...) οφείλουν να συνεργάζονται άμεσα για την έκδοση της αποφάσεως» (35).
55 Στις προτάσεις του στην υπόθεση Weiser, ο γενικός εισαγγελέας Darmon εξέφρασε παρόμοια άποψη επ' αυτού: «(...) στο Δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει το κύρος κανονιστικής διατάξεως, έστω και αν δεν ζητείται τούτο με το προδικαστικό ερώτημα, όταν το Δικαστήριο προτίθεται να ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή κατά τρόπον ώστε να μπορεί η εν λόγω διάταξη να θεωρηθεί ανίσχυρη» (36).
56 Αυτήν ακριβώς την αρχή ακολουθεί πάντοτε το Δικαστήριο. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Strehl (37), στην οποία ένα βελγικό δικαστήριο είχε ζητήσει την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 και της αποφάσεως 91 της διοικητικής επιτροπής για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων, το Δικαστήριο εξέτασε προκαταρκτικά τη νομιμότητα των εν λόγω διατάξεων, τις έκρινε δε ασυμβίβαστες προς το άρθρο 51 της Συνθήκης· στην υπόθεση Roquette Frθres (38), το Δικαστήριο έκρινε ότι έξι από τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου επέτασσαν επίσης, εμμέσως, την εκτίμηση του κύρους ορισμένων κανονιστικών διατάξεων, τις οποίες εξέτασε στη συνέχεια και έκρινε ανίσχυρες. Στην υπόθεση Roviello (39), στην οποία το εθνικό δικαστήριο είχε υποβάλει τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του σημείου 15 του τμήματος Γ του παραρτήματος VI του κανονισμού 1408/71, το Δικαστήριο άρχισε ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη, την οποία έκρινε στη συνέχεια ανίσχυρη. Επίσης, στην υπόθεση Weiser (40), στην οποία ένα γαλλικό δικαστήριο είχε υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του ότι η εν λόγω διάταξη ήταν ανίσχυρη.
Το ίδιο συνέβη με τις υποθέσεις Lenoir (41), Paris (42) και Trend-Moden Textilhandel (43), στις οποίες το Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως το κύρος των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου την ερμηνεία των οποίων ζητούσαν τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς ωστόσο να διαπιστώσει κάποιο στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος αυτό.
57 Όσον αφορά τις συνέπειες του ανισχύρου του άρθρου 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, και του παραρτήματος VII του κανονισμού 1408/71, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι, «όταν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους, το άρθρο 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης επιφυλάσσει υπέρ του Δικαστηρίου εξουσία εκτιμήσεως ώστε να καθορίζει συγκεκριμένα, κατά περίπτωση, τα αποτελέσματα της κανονιστικής πράξεως που κηρύσσεται άκυρη, τα οποία πρέπει να διατηρηθούν» (44).
Στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι οι αποφάσεις Stanton, Wolf και Kemmler (45), με τις οποίες το Δικαστήριο προσέδωσε στα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης την ερμηνεία επί της οποίας βασίζεται η εν προκειμένω αναγνώριση του ανισχύρου, εκδόθηκαν οι δύο πρώτες το 1988, η δε τελευταία το 1986, και δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά των κυρίων δικών ανέτρεχαν, σε όλες τις περιπτώσεις, σε περιόδους προγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1390/81 - ο οποίος είναι αυτός ο οποίος προσέθεσε στον κανονισμό 1408/71 τόσο το άρθρο 14γ όσο το παράρτημα VII -, πρέπει κατ' εξαίρεση να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα κράτη μέλη, τα οποία επέβαλαν από της ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω κοινοτικής διατάξεως την 1η Ιουλίου 1982 την υποχρέωση υπαγωγής στα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως των μη μισθωτών εργαζομένων σε άτομα που καλύπτονταν ήδη από σύστημα ασφαλίσεως μισθωτών εντός άλλου κράτους μέλους, ενδεχομένως πλανήθηκαν ως προς την ακριβή έκταση των υποχρεώσεών τους στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων.
58 Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί, όπως έπραξε και με την απόφαση Pinna (46), ότι επιτακτικοί λόγοι ασφαλείας δικαίου, που αφορούν όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά, δεν επιτρέπουν καταρχήν να τεθεί ζήτημα νομιμότητας της υπαγωγής σε ασφαλιστικό φορέα και της καταβολής των σχετικών εισφορών κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, όσον αφορά περιόδους προγενέστερες της ημερομηνίας απαγγελίας της αποφάσεως με την οποία κρίνεται ανίσχυρη η ως άνω διάταξη, εκτός αν πρόκειται για εργαζομένους ή εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα που πριν από την ημερομηνία αυτή προσέφυγαν στη δικαιοσύνη ή υπέβαλαν ισοδύναμη διοικητική προσφυγή βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου.
Πρόταση
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του tribunal du travail de Tournai:
«Η μη μισθωτή δραστηριότητα, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 14α, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, είναι εκείνη την οποία ορίζει ως μη μισθωτή δραστηριότητα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκείται η δραστηριότητα αυτή.»
Εξάλλου, βάσει αυτού του συλλογισμού, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι:
«1) Το άρθρο 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, και το παράρτημα VΙΙ του κανονισμού 1408/71 είναι ανίσχυρα, καθόσον ορίζουν ότι άτομο που ασκεί ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία καθενός από αυτά τα κράτη μέλη.
2) Το ανίσχυρο αυτό δεν μπορεί να προβληθεί προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της υπαγωγής σε ασφαλιστικό φορέα και της καταβολής των εισφορών οι οποίες οφείλονται, κατ' εφαρμογή της κηρυχθείσας ως ανίσχυρης διατάξεως, για περιόδους προγενέστερες της εκδόσεως της αποφάσεως που κηρύσσει το ανίσχυρο, εκτός αν πρόκειται για εργαζομένους ή τους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα που πριν από την ημερομηνία αυτή προσέφυγαν στη δικαιοσύνη ή υπέβαλαν διοικητική προσφυγή βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου.»
(1) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 12ης Μαου 1981, περί επεκτάσεως στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (EE L 143, σ. 1).
(2) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73).
(3) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, περί τροποποιήσεως και ενημερώσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (EE L 230, σ. 6).
(4) - Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3811/86 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1986, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 (ΕΕ L 355, σ. 5), που άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 1987, τροποποίησε τη διατύπωση του άρθρου αυτού, προς συμπλήρωσή του, έτσι ώστε να διέπει και την άσκηση δύο ή περισσοτέρων μισθωτών ή μη μισθωτών δραστηριοτήτων στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.
(5) - C-340/94, που εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου.
(6) - Τούτο συνέβη στην υπόθεση που αφορά η απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1993, C-121/92, Zinnecker (Συλλογή 1993, σ. Ι-5023). Ο ενδιαφερόμενος, Γερμανός υπήκοος και κάτοικος Γερμανίας που ασκούσε μη μισθωτή δραστηριότητα κατά το ήμισυ περίπου του χρόνου των δραστηριοτήτων του στο κράτος αυτό και κατά το υπόλοιπο ήμισυ στις Κάτω Ξώρες, έπρεπε να θεωρηθεί, κατ' εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας, ως εμπίπτων στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (τίτλος Ι), όμως η εφαρμοστέα στην περίπτωσή του νομοθεσία ήταν εκείνη του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούσε (τίτλος ΙΙ, άρθρο 14α).
(7) - Στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση Zinnecker, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν ασφαλισμένος σε κανένα από τα εμπλεκόμενα δύο κράτη, δεδομένου ότι η γερμανική νομοθεσία προέβλεπε μόνο προαιρετική ασφάλιση για τα άτομα που βρίσκονταν στην κατάσταση αυτή και ο Zinnecker είχε προτιμήσει να μην υπαχθεί στην ασφάλιση αυτή.
(8) - Απόφαση της 3ης Μαου 1990, C-2/89, Kits van Heijningen (Συλλογή 1990, σ. Ι-1755).
(9) - Αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C-3/90, Bernini (Συλλογή 1992, σ. Ι-1071, σκέψη 14), και της 21ης Ιουνίου 1988, 197/86, Brown (Συλλογή 1988, σ. 3205, σκέψη 21).
(10) - Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94, (Συλλογή 1996, σ. Ι-3089, σκέψη 26).
(11) - Η υπογράμμιση δική μου.
(12) - Κανονισμός 3 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 1958, περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινούμενων εργαζομένων [JO (μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις) 1958, 30, σ. 561].
(13) - Απόφαση της 19ης Μαρτίου 1964, 75/63 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1069, ιδίως σ. 1074).
(14) - Απόφαση της 24ης Μαρτίου 1994, C-71/93 (Συλλογή 1994, σ. Ι-1101). Ο Van Poucke ασκούσε διπλή επαγγελματική δραστηριότητα: ήταν στρατιωτικός ιατρός στο Βέλγιο και αυτοτελώς απασχολούμενος ιατρός στις Κάτω Ξώρες, υποχρεώθηκε δε σε καταβολή εισφορών στον βελγικό οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως των ελεύθερων επαγγελματιών. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 14γ, παράγραφος 1, στοιχείο αα, και του άρθρου 14δ, παράγραφος 1, επειδή ασκούσε ταυτόχρονα μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο και μη μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Ξώρες, υπήχθη λόγω αυτής της τελευταίας δραστηριότητας στη βελγική νομοθεσία υπό τους ίδιους όρους ως εάν ασκούσε αυτή τη μη μισθωτή δραστηριότητα στο Βέλγιο.
(15) - Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1986, 300/84 (Συλλογή 1986, σ. 3097). Επρόκειτο για την εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας. Το σημείο Ι του παραρτήματος Ι του κανονισμού 1408/71 ορίζει, όσον αφορά τις Κάτω Ξώρες, ότι «ως μη μισθωτός, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, σημείο ii, του κανονισμού, θεωρείται το πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα ή επάγγελμα χωρίς σύμβαση εργασίας».
(16) - Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, 254/84, De Jong (Συλλογή 1986, σ. 671, σκέψη 13). Βλ. επίσης τις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1979, 266/78, Brunori (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 311, σκέψη 6)· της 24ης Απριλίου 1980, 110/79, Coonan (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 77, σκέψη 12)· της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, 275/81, Koks (Συλλογή 1982, σ. 3013, σκέψη 9), και 276/81, Kuijpers (Συλλογή 1982, σ. 3027, σκέψη 14)· της 24ης Σεπτεμβρίου 1987, 43/86, De Rijke κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 3611, σκέψη 12)· της 18ης Μαου 1989, 368/87, Hartmann Troiani (Συλλογή 1989, σ. 1333, σκέψη 21), και της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-297/92, Baglieri (Συλλογή 1993, σ. I-5211, σκέψη 13).
(17) - Απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, 302/84 (Συλλογή 1986, σ. 1821, σκέψη 21).
(18) - Απόφαση της 9ης Ιουνίου 1964, 92/63 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1115, ειδικότερα σ. 1120).
(19) - Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1967, 19/67 (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 617).
(20) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5 ανωτέρω.
(21) - Βλ. υποσημείωση 4 ανωτέρω. Κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού, το άρθρο 14γ επαναδιατυπώθηκε και δεν υφίσταται πλέον παράγραφος 2.
(22) - Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1988, 143/87 (Συλλογή 1988, σ. 3877).
(23) - Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1988, 154/87 και 155/87 (Συλλογή 1988, σ. 3897).
(24) - Προαναφερθείσες ανωτέρω στις υποσημειώσεις 22 και 23 αποφάσεις, σκέψεις 10 έως 12.
(25) - Όπ.π., σκέψεις 13 έως 15.
(26) - Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C-53/95 (Συλλογή 1996, σ. I-703).
(27) - Όπ.π., σκέψεις 12 έως 14.
(28) - Προαναφερθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 5.
(29) - Προαναφερθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 26.
(30) - Το Συμβούλιο παραθέτει, συναφώς, την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψεις 89 έως 91), η οποία αφορούσε τον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής.
(31) - Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1976, 19/76 (Συλλογή τόμος 1976, σ. 469, σκέψη 18).
(32) - Προαναφερθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 26, σκέψεις 12 και 13.
(33) - Με την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, ο αριθμός των κρατών του εν λόγω πίνακα αυξήθηκε κατά δύο. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε και πάλι με την προσχώρηση της Αυστριακής Δημοκρατίας, της Φινλανδικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.
(34) - Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1965, 16/65 (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 191).
(35) - Το χωρίο αυτό έχει ληφθεί από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini στην υπόθεση Roviello (απόφαση της 7ης Ιουνίου 1988, 20/85, Συλλογή 1988, σ. 2805, συγκεκριμένα σ. 2826).
(36) - Απόφαση της 14ης Ιουνίου 1990, C-37/89 (Συλλογή 1990, σ. I-2395, συγκεκριμένα σ. I-2411).
(37) - Απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1977, 62/76 (Συλλογή τόμος 1977, σ. 69, σκέψη 10).
(38) - Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1980, 145/79 (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 153, σκέψη 6).
(39) - Προαναφερθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 35.
(40) - Προαναφερθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 36.
(41) - Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 313/86 (Συλλογή 1988, σ. 5391).
(42) - Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-204/88 (Συλλογή 1989, σ. 4361).
(43) - Απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, C-117/88 (Συλλογή 1990, σ. I-631).
(44) - Αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1985, 112/83, Sociιtι des produits de maοs (Συλλογή 1985, σ. 719, σκέψη 18), και της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pinna (Συλλογή 1986, σ. 1, σκέψη 26).
(45) - Προαναφερθείσες ανωτέρω στις υποσημειώσεις 22, 23 και 26.
(46) - Προαναφερθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 44.