Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Υπόθεση C-209/01


Theodor Schilling και Angelica Fleck-Schilling
κατά
Finanzamt Nürnberg-Süd



(αίτηση του Bundesfinanzhofγια την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Υπάλληλοι και λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διατήρηση της φορολογικής κατοικίας στο κράτος μέλος καταγωγής – Φόρος εισοδήματος – Έκπτωση δαπανών για οικιακή βοηθό»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Tizzano της 6ης Μαρτίου 2003
    
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 2003
    

Περίληψη της αποφάσεως

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ίση μεταχείριση – Άτομα που εγκατέλειψαν το κράτος καταγωγής τους προκειμένου να εργαστούν ως μόνιμοι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε άλλο κράτος μέλος – Δαπάνες για απασχόληση οικιακής βοηθού στο δεύτερο αυτό κράτος – Φορολογική κατοικία στο κράτος καταγωγής – Έκπτωση αυτών των δαπανών από το φορολογητέο εισόδημά τους – Μη αποδοχή της εκπτώσεως – Δεν επιτρέπεται
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 48 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ)· πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 14]Το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ), σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν επιτρέπει υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταγόμενοι από τη Γερμανία, οι οποίοι κατοικούν στο Λουξεμβούργο, όπου ασκούν τη δραστηριότητά τους ως υπάλληλοι, και οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε δαπάνες για οικιακή βοηθό στο δεύτερο κράτος μέλος, να μην μπορούν να εκπέσουν αυτές τις δαπάνες από τα εισοδήματά τους στη Γερμανία, λόγω του ότι οι εισφορές που καταβλήθηκαν για την οικιακή βοηθό δεν καταβλήθηκαν στο εκ του νόμου προβλεπόμενο γερμανικό συνταξιοδοτικό σύστημα ασφαλίσεως, αλλά στο λουξεμβουργιανό σύστημα ασφαλίσεως.βλ. σκέψη 44 και διατακτ.




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 13ης Νοεμβρίου 2003 (1)


Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Υπάλληλοι και λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διατήρηση της φορολογικής κατοικίας στο κράτος μέλος καταγωγής – Φόρος εισοδήματος – Έκπτωση δαπανών για οικιακή βοηθό

Στην υπόθεση C-209/01,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Theodor Schilling, Angelika Fleck-Schilling

και

Finanzamt Nürnberg-Süd,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ) και του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),,



συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, A. La Pergola και S. von Bahr (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano
γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

─ο Τ. Schilling και η Α. Fleck-Schilling, εκπροσωπούμενοι από τον H. Hacker, Steuerberater,

─η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Pasquier και H. Kreppel,

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη



Απόφαση



1 Με διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2001, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Μαΐου 2001, το Bundesfinanzhof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 39 ΕΚ) και του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: πρωτόκολλο).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Τ. Schilling και της συζύγου του Α. Fleck-Schilling και, αφετέρου, του Finanzamt Nürnberg-Süd, αναφορικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως από τον φόρο στη Γερμανία των δαπανών για οικιακή βοηθό εργαζόμενη στο Λουξεμβούργο.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3 Το άρθρο 13 του πρωτοκόλλου ορίζει: Επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών που καταβάλλουν οι Κοινότητες στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό τους, επιβάλλεται φόρος υπέρ των Κοινοτήτων σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που καθορίζονται από το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής.Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό απαλλάσσονται από την επιβολή εσωτερικών φόρων επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών, που καταβάλλονται από τις Κοινότητες.

4 Το άρθρο 14, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου προβλέπει ότι: Για την εφαρμογή του φόρου επί του εισοδήματος και της περιουσίας, του φόρου κληρονομιών, καθώς και για την εφαρμογή των συμβάσεων περί αποφυγής της διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών των Κοινοτήτων, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί, απλώς και μόνο λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων τους στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, άλλου από το κράτος της φορολογικής κατοικίας την οποία έχουν κατά το χρόνο της εισόδου τους στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, θεωρούνται και στις δύο αυτές χώρες ότι διατηρούν την προηγούμενη κατοικία τους εφόσον αυτή ευρίσκεται σε κράτος μέλος των Κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ομοίως και για τον ή τη σύζυγο στο μέτρο που αυτός ή αυτή δεν ασκεί ιδία επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και για τα τέκνα των οποίων έχουν την επιμέλεια και τα οποία συντηρούνται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.Τα κινητά πράγματα τα οποία ανήκουν στα πρόσωπα που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο και που ευρίσκονται στην επικράτεια του κράτους διαμονής απαλλάσσονται του φόρου κληρονομίας στο κράτος αυτό. Για την επιβολή του φόρου αυτού θεωρούνται ευρισκόμενα εντός του κράτους της φορολογικής κατοικίας, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων τρίτων κρατών και της ενδεχομένης εφαρμογής διατάξεων διεθνών συμβάσεων περί διπλής φορολογίας.

5 Το άρθρο 48 της Συνθήκης έχει ως εξής:

1.Εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας.

2.Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.

3.Με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων περιλαμβάνει το δικαίωμά τους:

α)να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας,

β)να διακινούνται ελεύθερα για τον σκοπό αυτόν εντός της επικρατείας των κρατών μελών,

γ)να διαμένουν σε ένα από τα κράτη μέλη με τον σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την απασχόληση των εργαζομένων υπηκόων αυτού του κράτους μέλους,

δ)να παραμένουν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας, κατά τους όρους που θα αποτελέσουν αντικείμενο κανονισμών εφαρμογής που θα εκδώσει η Επιτροπή.

4.Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση.

Η εθνική νομοθεσία

6 To άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, του Einkommensteuergesetz (νόμου περί φόρου εισοδήματος), της 7ης Σεπτεμβρίου 1990 (BGBl. 1990 I, σ. 1898, και διορθωτικό της 7ης Μαρτίου 1991, BGBl. 1991 I, σ. 808, στο εξής: EStG), ορίζει ότι: Φορολογική υποχρέωση

1.Τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν την κατοικία τους ή τη συνήθη διαμονή τους εντός της εθνικής επικράτειας υπέχουν πλήρη υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος. [...]

[...]

4.Τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν ούτε την κατοικία τους ούτε τη συνήθη διαμονή τους εντός της εθνικής επικράτειας υπέχουν μερική υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος [...] σε περίπτωση που πραγματοποιούν εισόδημα στην ημεδαπή, κατά την έννοια του άρθρου 49.

7 Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του EStG, όπως αυτό εφαρμόζεται επί της υποθέσεως της κύριας δίκης: Εξαιρετικές δαπάνες

1.Οι εξαιρετικές δαπάνες αντιστοιχούν στις ακόλουθες δαπάνες, εφόσον δεν πρόκειται για δαπάνες εκμεταλλεύσεως ή για επαγγελματικής φύσεως επιβαρύνσεις:

[...]

8)Οι δαπάνες στις οποίες υπόκειται ο φορολογούμενος μέχρι του ύψους των 12 000 γερμανικών μάρκων (DEM), ανά ημερολογιακό έτος, για οικιακή βοηθό, σε περίπτωση που οι υποχρεωτικές εισφορές καταβάλλονται, βάσει της σχέσεως εργασίας, στο εκ του νόμου προβλεπόμενο εθνικό σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως. [...]

8 Το άρθρο 50, παράγραφος 1, του EStG ορίζει ότι: Ειδικές διατάξεις του άρθρου 50 αφορώσες τους μερικώς υπαγόμενους σε φόρο

1. [...] τα άρθρα [...] 10 [...] δεν εφαρμόζονται. [...]

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9 Κατά τα έτη 1991 και 1992, αμφότερα τα μέλη του ζεύγους Schilling ηργάζοντο ως υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Λουξεμβούργο, κράτος μέλος στο οποίο είχαν την κατοικία τους και το κέντρο των συμφερόντων τους και όπου ζούσαν τα τρία τους τέκνα, τα οποία γεννήθηκαν το 1982, 1983 και 1986. Στη Γερμανία, κράτος μέλος καταγωγής του ζεύγους Schilling, ο Τ. Schilling είχε εισοδήματα από εκμισθώσεις καθώς και, σε μικρότερη κλίμακα, κατά το οικονομικό έτος 1992, εισόδημα από ανεξάρτητη εργασία.

10 Αντικείμενο της διαφοράς είναι η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα στη Γερμανία των δαπανών για την απασχόληση οικιακής βοηθού στο Λουξεμβούργο, για την οποία το ζεύγος Schilling είχε καταβάλει τις υποχρεωτικές εισφορές στο προβλεπόμενο εκ του νόμου στο Λουξεμβούργο σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως. Το Finanzamt Nürnberg-Süd δεν δέχθηκε την έκπτωση με το αιτιολογικό ότι δεν είχαν καταβληθεί εισφορές στο εκ του νόμου προβλεπόμενο στη Γερμανία συνταξιοδοτικό σύστημα, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του EStG.

11 Η διοικητική ένσταση και η προσφυγή που άσκησε το ζεύγος Schilling απορρίφθηκαν. Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν ενώπιον του Bundesfinanzhof υποστήριξαν ότι το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου αποσκοπεί στη διατήρηση της φορολογικής σχέσεως μεταξύ των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών καταγωγής τους, ως εάν οι εν λόγω υπάλληλοι δεν είχαν μετακινηθεί από το εν λόγω κράτος. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει αυτής της διατάξεως μπορεί να θεωρηθεί ότι οι υποχρεωτικές εισφορές που καταβλήθηκαν στο λουξεμβουργιανό σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως καταβλήθηκαν στη Γερμανία. Επιπροσθέτως, η νομική ερμηνεία του Finanzamt Nürnberg-Süd αντιβαίνει προς την κοινοτική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

12 Το Bundesfinanzhof διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του EStG, όπως αυτό εφαρμόζεται στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι δαπάνες για την απασχόληση οικιακής βοηθού, μέχρι του ύψους των 12 000 DEM, μπορούν να εκπέσουν ως εξαιρετικές δαπάνες εφόσον έχουν καταβληθεί από τον εργοδότη στο εκ του νόμου προβλεπόμενο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ασφαλίσεως οι υποχρεωτικές εισφορές. Δυνατότητα μιας τέτοιας εκπτώσεως παρέχεται εφόσον η οικογένεια των υποκειμένων στον φόρο έχει δύο τέκνα, τα οποία κατά την έναρξη του ημερολογιακού έτους δεν έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 10 ετών. Το Bundesfinanzhof υπογραμμίζει ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις του νόμου (BTDrucks 11/4688, σ. 10, ιδίως, σ. 12), ο περιορισμός στο εκ του νόμου προβλεπόμενο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ασφαλίσεως οφείλεται σε λόγους οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής καθώς και πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως. Κατά το Bundesfinanzhof, το μέτρο αποσκοπεί, προκειμένου περί οικογενειών με τέκνα ή άτομα χρήζοντα βοηθείας, στον περιορισμό, ιδίως όσον αφορά τις γυναίκες, της επιβαρύνσεως και των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η συντήρηση της οικίας, η άσκηση επαγγέλματος και η επιμέλεια των τέκνων. Με το μέτρο αυτό, ο νομοθέτης επιδιώκει τη δημιουργία συμπληρωματικών θέσεων απασχολήσεως και την απάλειψη των επιζημίων συνεπειών της παράνομης εργασίας, τόσο για τους ιδίους τους εργαζόμενους όσο και για το εκ του νόμου προβλεπόμενο εθνικό ασφαλιστικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

13 Κατά το Bundesfinanzhof δεν είναι σαφές το περιεχόμενο του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου. Η κατά πλάσμα φορολογική κατοικία που προβλέπει η διάταξη αυτή μπορεί αποκλειστικώς να αποσκοπεί στη δικαιολόγηση της απεριόριστης φορολογικής υποχρεώσεως και στον καθορισμό του τόπου κατοικίας, κατά την έννοια των συμβάσεων για την αποτροπή της διπλής φορολογίας (βλ. άρθρο 4 του υποδείγματος φορολογικών συμβάσεων του Οοργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως, του έτους 1977). Αντιθέτως, αν η διάταξη αυτή ερμηνευθεί ευρύτερα, υπό την έννοια που της προσδίδει το ζεύγος Schilling, αυτή η κατά πλάσμα δικαίου ρύθμιση θα μπορούσε να έχει εφαρμογή επί εκείνων των πραγματικών περιστατικών που ευθέως συνδέονται με την κατοικία. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή εισφορών στο λουξεμβουργιανό ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως θα πρέπει να θεωρηθεί ως καταβολή στο γερμανικό ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως.

14 Κατά το Bundesfinanzhof, το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται όχι μόνον από την έλλειψη αρμοδιότητας της Κοινότητας στον τομέα των αμέσων φόρων, αλλά και από το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κινητά πράγματα που ευρίσκονται στην επικράτεια του κράτους διαμονής θεωρούνται, όσον αφορά τον φόρο κληρονομίας, ως ευρισκόμενα στο κράτος μέλος καταγωγής. Συνεπώς, είναι, επίσης, πλασματικός ο τόπος όπου βρίσκονται τα πράγματα. Κατά το Bundesfinanzhof, αν το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου είχε την ευρεία έννοια που του προσδίδει το ζεύγος Schilling, δεν θα υπήρχε λόγος προσθήκης του δεύτερου εδαφίου στο άρθρο αυτό. Κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές άλλες διατάξεις του γερμανικού φορολογικού δικαίου οι οποίες προβλέπουν ευνοϊκές ρυθμίσεις μόνο για εσωτερικές καταστάσεις. Συσταλτική ερμηνεία επιβάλλεται, επίσης, λόγω του ότι οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απολαύουν ήδη μιας ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως, λόγω της συγκριτικά μικρότερης φορολογήσεως των αποδοχών τους.

15 Το Bundesfinanzhof προσθέτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του EStG δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, θα ανέκυπτε το ζήτημα της συμφωνίας αυτής της διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας με το άρθρο 48 της Συνθήκης. Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, επιβάλλεται να καθοριστεί αν το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν μπορούν να επικαλούνται το εν λόγω άρθρο.

16 Κατά το Bundesfinanzhof, αν το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη αντιβαίνει προς το άρθρο 48 της Συνθήκης, θα ανέκυπτε το ζήτημα αν οι αρχές που απορρέουν από την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1993, C-112/91, Werner (Συλλογή 1993, σ. Ι-429), έχουν εφαρμογή επί της υποθέσεως της κύριας δίκης. Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει κράτος μέλος να επιβάλει σε υπηκόους του οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα εντός της επικρατείας του μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση όταν έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος. Το Bundesfinanzhof έχει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μπορεί να ληφθεί υπόψη η προαναφερθείσα απόφαση Werner. Πράγματι, στην υπόθεση αυτή ο μόνος σύνδεσμος με την αλλοδαπή ήταν η κατοικία. Αντιθέτως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ζεύγος Schilling εργάζεται και διαβιώνει σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, ο σύνδεσμος με την αλλοδαπή είναι πολύ ισχυρότερος.

17 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα:

1)Αντιβαίνει στο άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [...] το γεγονός ότι Γερμανοί υπήκοοι, οι οποίοι εργάζονται στο Λουξεμβούργο ως υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και κατοικούν σε αυτό, δεν επιτρέπεται να τύχουν, στο πλαίσιο του καταλογισμού του φόρου εισοδήματος από το γερμανικό κράτος, εκπτώσεως βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του Einkommensteuergesetz (νόμου για τον φόρο εισοδήματος) για τις δαπάνες απασχολήσεως οικιακής βοηθού στο Λουξεμβούργο, για τον λόγο ότι οι εισφορές για την κατά νόμο σύνταξη γήρατος της οικιακής βοηθού δεν είχαν καταβληθεί στον γερμανικό φορέα συντάξεων γήρατος;

2)Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι ένας υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 48 της εν λόγω Συνθήκης;

3)Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, αντιβαίνει στο άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ το γεγονός ότι ένας υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που κατοικεί στο Λουξεμβούργο και θεωρείται ως εγκατεστημένος στην ημεδαπή και ο οποίος καταβάλλει στο Λουξεμβούργο για οικιακή βοηθό εισφορές για την κατά νόμο σύνταξη γήρατος δεν δικαιούται της εκπτώσεως ειδικών δαπανών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του νόμου για τον φόρο εισοδήματος;

4)Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, είναι δυνατό να εφαρμοστούν στην παρούσα υπόθεση οι αρχές που ανέπτυξε το Δικαστήριο με την απόφασή του Werner [...];

Επί της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας

18 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Απριλίου 2003, το ζεύγος Schilling ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας ή και της έγγραφης διαδικασίας για την περίπτωση που το Δικαστήριο προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του επί ενός επιχειρήματος του γενικού εισαγγελέα, που διατύπωθηκε στο σημείο 80 των προτάσεών του, το οποίο δεν έτυχε συζητήσεως μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία. Κατά το επιχείρημα αυτό, ερμηνεία του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου κατά την προτεινόμενη από το ζεύγος Schilling ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να διασφαλίσει στους εν λόγω δύο συζύγους ευνοϊκή οικονομική μεταχείριση μη δικαιολογούμενη αντικειμενικώς.

19 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προτάσεως του γενικού εισαγγελέα, ή, ακόμη, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον θεωρεί ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ή ότι η υπόθεση πρέπει να κριθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2002, C-299/99, Philips, Συλλογή 2002, σ. Ι-5475, σκέψη 20, και της 7ης Νοεμβρίου 2002, C-184/01 P, Συλλογή 2002, σ. Ι-10173, σκέψη 30).

20 Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να διατάξει εν προκειμένω την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας ή της έγγραφης διαδικασίας. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για επανάληψη της διαδικασίας.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

21 Με τα τέσσερα προδικαστικά του ερωτήματα, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως δε το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου, αποκλείει το να μην έχουν οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατάγονται από τη Γερμανία και κατοικούν στο Λουξεμβούργο, υποβλήθηκαν δε σε δαπάνες για οικιακή βοηθό στο δεύτερο κράτος μέλος, τη δυνατότητα να εκπίπτουν τις δαπάνες αυτές από τα φορολογητέα εισοδήματά τους στη Γερμανία, επειδή οι εισφορές που καταβλήθηκαν για την οικιακή βοηθό δεν καταβλήθηκαν στο εκ του νόμου προβλεπόμενο στη Γερμανία σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, αλλά στο σύστημα του Λουξεμβούργου.

22 Επικουρικώς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου και, κατά συνέπεια, να απέχουν από κάθε εμφανή ή συγκεκαλυμμένη διάκριση λόγω ιθαγενείας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-385/00, De Groot, Συλλογή 2002, σ. Ι-11819, σκέψη 75).

23 Κάθε κοινοτικός υπήκοος, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγενείας του, ο οποίος χρησιμοποίησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ο οποίος άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της κατοικίας του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48 της Συνθήκης (προαναφερθείσα απόφαση De Groot, σκέψη 76).

24 Επιπροσθέτως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι όλες οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την εκ μέρους των κοινοτικών υπηκόων άσκηση πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων εντός του εδάφους της Κοινότητας και απαγορεύουν μέτρα που θα μπορούσαν να αποβούν δυσμενή για τους εν λόγω υπηκόους όταν αυτοί επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1992, C-370/90, Singh, Συλλογή 1992, σ. I-4265, σκέψη 16· της 26ης Ιανουαρίου 1999, C-18/95, Terhoeve, Συλλογή 1999, σ. Ι-345, σκέψη 37· της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-190/98, Graf, Συλλογή 2000, σ. I-493, σκέψη 21, και της 15ης Ιουνίου 2000, C-302/98, Sehrer, Συλλογή 2000, σ. I-4585, σκέψη 32).

25 Από αυτής της απόψεως, διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν ή αποθαρρύνουν υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας παρακωλύουν την άσκηση αυτής της ελευθερίας, ακόμη και αν εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των οικείων εργαζομένων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-232/01, Van Lent, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16).

26 Συνεπώς, καίτοι κατά το γράμμα τους, οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων αποσκοπούν ιδίως στη διασφάλιση του ευεργετήματος της εθνικής μεταχειρίσεως εντός του κράτους υποδοχής, εντούτοις δεν επιτρέπουν να παρακωλύει το κράτος καταγωγής έναν από τους υπηκόους του να δεχθεί και να ασκήσει ελεύθερα εργασία σε άλλο κράτος μέλος (βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση De Groot, σκέψη 79).

27 Συνεπώς, το γεγονός ότι το ζεύγος Schilling έχει τη γερμανική ιθαγένεια δεν αποκλείει τη δυνατότητά του να επικαλεστεί τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια, εφόσον, χρησιμοποιώντας το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος (βλ., υπ' αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση De Groot, σκέψη 80).

28 Επιβάλλεται, επιπροσθέτως, να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο κοινοτικός υπήκοος που εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της καταγωγής του δεν χάνει την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επειδή απασχολείται σε διεθνή οργανισμό, έστω και αν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής του στη χώρα όπου εργάζεται ρυθμίζονται ειδικώς από διεθνή σύμβαση (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1989, 389/87 και 390/87, Echternach και Moritz, Συλλογή 1989, σ. 723, σκέψη 11· της 27ης Μαΐου 1993, C-310/91, Schmid, Συλλογή 1993, σ. I-3011, σκέψη 20, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-411/98, Ferlini, Συλλογή 2000, σ. Ι-8081, σκέψη 42).

29 Πάντως, επιβάλλεται να τονιστεί ότι οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπόκεινται σε ειδικούς φορολογικούς κανόνες, που τους διακρίνουν από τους λοιπούς εργαζομένους.

30 Ειδικότερα, καίτοι τα μέλη του ζεύγους Schilling μετέβησαν από το κράτος μέλος καταγωγής τους, συγκεκριμένα τη Γερμανία, με σκοπό να εργαστούν ως υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε άλλο κράτος μέλος, συγκεκριμένα στο Λουξεμβούργο, ο μισθός που λαμβάνουν ως υπάλληλοι δεν φορολογείται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα δύο αυτά κράτη μέλη, αλλά, κατά το άρθρο 13 του πρωτοκόλλου, φορολογείται κατά τις διατάξεις του αυτοτελούς φορολογικού συστήματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 115).

31 Κατά το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου, το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο διατηρείται η φορολογική κατοικία των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, παραμένει, κατ' αρχήν, αρμόδιο να επιβάλει φόρο επί όλων των άλλων εισοδημάτων των εν λόγω ατόμων και να τους επιβάλει φόρο επί της περιουσίας ή φόρο κληρονομίας. Οι εμπίπτοντες στο άρθρο 14 του πρωτοκόλλου υπάλληλοι και οι ανήκοντες στο λοιπό προσωπικό έχουν, κατά συνέπεια, το δικαίωμα να ζητούν τις φορολογικές εκπτώσεις που προβλέπει το εθνικό φορολογικό σύστημα του κράτους μέλους καταγωγής, όσες δεν συνδέονται με τον μισθό που λαμβάνουν ως υπάλληλοι ή ως μέλη του λοιπού προσωπικού.

32 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη διάταξη παραπομπής προκύπτει, προφανώς, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη φορολογική έκπτωση δεν σχετίζεται με το επαγγελματικό εισόδημα των φορολογουμένων και ότι, κατά συνέπεια, δεν υφίσταται καμία σχέση με τον μισθό που λαμβάνουν οι εμπίπτοντες στο άρθρο 13 του πρωτοκόλλου υπάλληλοι και μέλη του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

33 Συνεπώς, υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, γερμανικής καταγωγής, ο οποίος, καίτοι εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος, διατηρεί την κατοικία του στο κράτος καταγωγής του και ο οποίος προσλαμβάνει οικιακή βοηθό σ' αυτό το κράτος καταβάλλοντας εισφορές στο εκ του νόμου προβλεπόμενο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ασφαλίσεως έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από την φορολογική έκπτωση περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη.

34 Αντιθέτως, όσοι ευρίσκονται στην κατάσταση του ζεύγους Schilling, έχουν δηλαδή εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής τους προκειμένου να εργασθούν ως υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν κανονικώς να επωφεληθούν από αυτό το φορολογικό πλεονέκτημα.

35 Πράγματι, τα άτομα αυτά, τα οποία προσλαμβάνουν οικιακή βοηθό στο νέο κράτος κατοικίας τους καταβάλλοντας κοινωνικές εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως αυτού του κράτους, κατ' εξαίρεση μόνον μπορούν να πληρούν προϋπόθεση όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, κατά την οποία απαιτείται να έχουν καταβάλει εισφορές στο εκ του νόμου προβλεπόμενο σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους καταγωγής τους.

36 Συνεπώς, οι ευρισκόμενοι στην κατάσταση του ζεύγους Schilling περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους ευρισκόμενους σε ταυτόσημη κατάσταση οι οποίοι όμως διατήρησαν την κατοικία τους στο κράτος καταγωγής τους.

37 Υπό τις περιστάσεις αυτές, προϋπόθεση όπως αυτή που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του EStG μπορεί να αποτρέψει υπηκόους κράτους μέλους να εγκαταλείψουν το κράτος αυτό προκειμένου να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα, ως υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και, επομένως, συνιστά κώλυμα στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

38 Το Bundesfinanzhof και όσοι εκ των ενδιαφερομένων κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν έκαναν μνεία περί της δυνατότητας δικαιολογήσεως ενός τέτοιου κωλύματος στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

39 Εντούτοις, επιβάλλεται να εξεταστεί αν μπορεί να δικαιολογηθεί ένα τέτοιο κώλυμα σε σχέση με τις διατάξεις της Συνθήκης.

40 Από αυτής της απόψεως επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη αποσκοπεί, κατά το Bundesfinanzhof, στην ενίσχυση των πολυτέκνων οικογενειών, στη δημιουργία προσθέτων θέσεων απασχολήσεως και στην καταστολή της παράνομης εργασίας. Δεν προκύπτει ότι θα διακινδύνευε η επίτευξη αυτών των σκοπών αν το συγκεκριμένο φορολογικό πλεονέκτημα εχορηγείτο, επίσης, σε όσους καταβάλλουν κοινωνικές εισφορές σε άλλο κράτος μέλος. Επιβάλλεται να προστεθεί ότι, όσο θεμιτή και αν είναι η επιδίωξη αυτών των σκοπών, εντούτοις δεν μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες έλκουν από τις διατάξεις της Συνθήκης που καθιερώνουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους.

41 Επιβάλλεται, δεύτερον, να τονιστεί ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η ανάγκη εξασφαλίσεως της συνοχής ενός φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογήσει ρύθμιση ικανή να περιορίσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες (βλ. αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C-204/90, Bachmann, Συλλογή 1992, σ. Ι-249, σκέψη 28· C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. Ι-305, σκέψη 21, και De Groot, σκέψη 106), αν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος, προκειμένου περί ενός και μόνο φορολογουμένου, μεταξύ της παροχής ενός φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεως του πλεονεκτήματος αυτού με φορολογική επιβάρυνση, όταν αυτές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ίδιας φορολογικής πράξεως (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen, Συλλογή 2000, σ. Ι-4071, σκέψη 57, και της 3ης Οκτωβρίου 2002, C-136/00, Danner, Συλλογή 2002, σ. Ι-8147, σκέψη 36).

42 Καμία, όμως, τέτοια σχέση δεν υφίσταται προφανώς στην υπόθεση της κύριας δίκης μεταξύ του φορολογικού πλεονεκτήματος, δηλαδή του συγκεκριμένου δικαιώματος εκπτώσεως, και ενός ειδικού φορολογητέου εισοδήματος.

43 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το κώλυμα στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που συνεπάγεται το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 8, του EStG δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση της ανάγκης διασφαλίσεως της συνέπειας του φορολογικού συστήματος.

44 Συνεπώς, στα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesfinanzhof πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου, δεν επιτρέπει υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταγόμενοι από τη Γερμανία, οι οποίοι κατοικούν στο Λουξεμβούργο, όπου ασκούν τη δραστηριότητά τους ως υπάλληλοι, και οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε δαπάνες για οικιακή βοηθό στο δεύτερο κράτος μέλος, να μην μπορούν να εκπέσουν αυτές τις δαπάνες από τα εισοδήματά τους στη Γερμανία, λόγω του ότι οι εισφορές που καταβλήθηκαν για την οικιακή βοηθό δεν καταβλήθηκαν στο εκ του νόμου προβλεπόμενο γερμανικό συνταξιοδοτικό σύστημα ασφαλίσεως, αλλά στο λουξεμβουργιανό σύστημα ασφαλίσεως.


Επί των δικαστικών εξόδων

45 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2001 το Bundesfinanzhof, αποφαίνεται:

Edwards

La Pergola

von Bahr

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

Β. Σκουρής


1 – Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.