Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

5.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 171/17


Προσφυγή της 15ης Απριλίου 2008 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας

(Υπόθεση C-154/08)

(2008/C 171/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. Afonso και F. Jimeno Fernández)

Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

Να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, θεωρώντας ότι οι υπηρεσίες που παρέχουν οι registradores de la propiedad, ως εκκαθαριστές φόρων υπεύθυνοι ενός γραφείου φορολογικής εκκαθαρίσεως περιφέρειας υποθηκοφυλακείου, δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 4, παράγραφοι 1 και 2, της έκτης οδηγίας για τον ΦΠΑ (1).

Να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

1.

Οι registradores de la propiedad [υποθηκοφύλακες] είναι επαγγελματίες που διορίζονται από το ισπανικό κράτος και στους οποίους ανατίθεται η διαχείριση των Registros de la Propiedad [υποθηκοφυλακείων]. Διεξάγουν τις δραστηριότητές τους για λογαριασμό τους, είναι ελεύθεροι να οργανώνουν την εργασία τους κατά βούληση, επιλέγουν οι ίδιοι το προσωπικό τους και εισπράττουν τις αμοιβές που αποτελούν τα έσοδά τους. Διάφορες Αυτόνομες Κοινότητες τους έχουν αναθέσει διάφορες εργασίες σχετικές με τη βεβαίωση ορισμένων φόρων. Για τέτοιου είδους υπηρεσίες, οι registradores de la propiedad εισπράττουν ένα ποσοστό επί των εισπραχθέντων φόρων.

2.

Μέχρι τώρα, το ισπανικό κράτος θεωρούσε κατά παράδοση, από άποψη ΦΠΑ, τους registradores de la propiedad, κατά την πραγματοποίηση αυτών των εργασιών για τις Αυτόνομες Κοινότητες, ως επιχειρηματίες ή επαγγελματίες που παρείχαν υπηρεσίες υποκείμενες σε ΦΠΑ. Τα επιχειρήματα που επικαλείται σχετικά το ισπανικό κράτος στηρίζονταν κυρίως στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 1987 (υπόθεση C-235/85, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών) (2) και της 25ης Ιουλίου 1991 (υπόθεση C-202/90, Ayuntamiento de Sevilla) (3).

3.

Το Tribunal Supremo της Ισπανίας, με απόφασή του της 12ης Ιουλίου 2003, έκρινε ότι οι registradores de la propiedad, όσον αφορά τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που τους αναθέτουν οι Αυτόνομες Κοινότητες, οι οποίες συνίστανται στη βεβαίωση και είσπραξη ορισμένων φόρων, είναι απλοί δημόσιοι υπάλληλοι και αποτελούν τμήμα της δημόσιας διοικήσεως. Από την έκδοση της αποφάσεως αυτής και εντεύθεν, το ισπανικό κράτος θεωρεί ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν υπόκεινται στον ΦΠΑ.

4.

Αντιθέτως, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι υπηρεσίες που παρέχουν στις Αυτόνομες Κοινότητες οι registradores de la propiedad πρέπει να υπόκεινται στον ΦΠΑ σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας. Το συμπέρασμα αυτό απορρέει από το γεγονός ότι οι registradores de la propiedad ενεργούν ως επαγγελματίες που οργανώνουν κατά τρόπο αυτοτελή και ανεξάρτητο τους ανθρώπινους και υλικούς τους πόρους προς τον σκοπό της παροχής της υπηρεσίας, όπως επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, και ότι δεν συντρέχουν στην περίπτωση αυτή το χαρακτηριστικά της υπαγωγής και της εξαρτήσεως που είναι ουσιώδη ώστε οι εν λόγω υπηρεσίες να θεωρηθούν ως παρεχόμενες από δημόσιο υπάλληλο προς τη Διοίκηση στην οποίαν ανήκει και, ως τέτοιες, ως μη υποκείμενες στον ΦΠΑ. Ο υποθηκοφύλακας που ενεργεί ως εκκαθαριστής φόρων δεν είναι ούτε διοικητικό όργανο της Αυτόνομης Κοινότητας, ούτε αναπόσπαστο στοιχείο της, αλλά ανεξάρτητο και διακριτό μέρος με το οποίο η Αυτόνομη Κοινότητα συνάπτει σύμβαση παροχής υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας.

5.

Επίσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομολογία για να διαπιστωθεί η ευθύνη του Βασιλείου της Ισπανίας για την παράβαση που απορρέει από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου κατά τρόπο μη σύμφωνο ούτε με το πνεύμα και τον σκοπό του, αλλά ούτε και με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Πρώτον, η θέση του Tribunal Supremo ως ανώτατου δικαστικού οργάνου όλων των δικαστικών κλάδων, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί συνταγματικών εγγυήσεων. Δεύτερον, η συνάφεια και ο αντίκτυπος της αποφάσεως, η οποία είναι, κατ' αρχήν, αντίθετη προς την ερμηνεία που έχει καθιερώσει το Δικαστήριο και οδήγησε σε πλήρη στροφή της μέχρι τότε νομολογίας των κατώτερων δικαστηρίων και της πρακτικής της ισπανικής διοικήσεως, καθώς λόγω του δεσμευτικού της χαρακτήρα. Τρίτον, η παραγωγή βλαπτικών συνεπειών στον τομέα του ΦΠΑ, η οποία μπορεί να θίξει τους ίδιους πόρους της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, το ισπανικό κράτος δεν μπορεί να στηριχθεί στην απόφαση του Tribunal Supremo για να δικαιολογήσει την παράβαση του κοινοτικού δικαίου.


(1)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ελλ. ειδ. έκδ. 09/001. σ. 49).

(2)  Συλλογή 1987, σ. 1471.

(3)  Συλλογή 1991, σ. Ι-4247.