Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

16.11.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 381/15


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (Ουγγαρία) στις 18 Αυγούστου 2015 — Signum Alfa Sped Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Kiemelt Adó- és Vám Főigazgatóság

(Υπόθεση C-446/15)

(2015/C 381/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Signum Alfa Sped Kft.

Καθής: Nemzeti Adó- és Vámhivatal Kiemelt Adó- és Vám Főigazgatóság

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας 2006/112 (1) σχετικά με την έκπτωση ΦΠΑ την έννοια ότι η φορολογική αρχή, προκειμένου να μη χαρακτηρίσει οικονομική συναλλαγή ως εικονική, μπορεί να απαιτήσει γενικώς από τον υποκείμενο στον φόρο που προβάλλει δικαίωμα εκπτώσεως ΦΠΑ να αποδείξει ότι ο εκδότης του σχετικού τιμολογίου για τις υπηρεσίες σχετικά με τις οποίες προβάλλεται το δικαίωμα εκπτώσεως διαθέτει, τόσο κατά το χρονικό σημείο της παροχής όσο και του σχετικού ελέγχου, το αναγκαίο προσωπικό και τα υλικά μέσα για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, καθώς επίσης και ότι ο τελευταίος έχει τηρήσει τις σχετικές υποχρεώσεις δηλώσεως και αποδόσεως ΦΠΑ, ή να απαιτήσει να έχει στη διάθεσή του, πέραν του τιμολογίου, λοιπά έγγραφα σχετικά με τη σχετική συναλλαγή το οποία δεν παρουσιάζουν τυπικά ελαττώματα; Μπορεί ομοίως να απαιτήσει από τον εκδότη του τιμολογίου να αποδείξει ότι η οικονομική του δραστηριότητα ασκείται συννόμως όχι μόνον κατά τη στιγμή της δικαιοπραξίας από την οποία προκύπτει το δικαίωμα εκπτώσεως ΦΠΑ, αλλά επίσης και κατά τη στιγμή του φορολογικού ελέγχου;

2)

Στην περίπτωση που η φορολογική αρχή, με βάση τις περιστάσεις που περιγράφονται στο πρώτο ερώτημα, κρίνει ότι, καίτοι πράγματι η συναλλαγή συντελέσθηκε, εντούτοις το περιεχόμενο του τιμολογίου στερείται αξιοπιστίας διότι δεν μετείχαν στη συναλλαγή αυτή τα πρόσωπα που εμφανίζονται ως συμβαλλόμενοι στο τιμολόγιο, μπορεί η εν λόγω φορολογική αρχή, λαμβανομένου υπόψη του βάρους αποδείξεως το οποίο κατ’ αρχήν φέρει η ίδια, να υποχρεωθεί να επαληθεύσει την ταυτότητα των συμβαλλομένων στην επίμαχη δικαιοπραξία και την ταυτότητα του εκδότη του τιμολογίου, ή αντιθέτως έχει τη δυνατότητα, ενώ δεν υφίστανται πειστικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ούτε υφίστανται δεδομένα ή περιστάσεις εκ των οποίων να μπορεί να διαπιστωθεί η ταυτότητα του τρίτου προσώπου ή ο ρόλος του, να αποκλείσει το δικαίωμα εκπτώσεως το οποίο προβάλλει ο υποκείμενος στον φόρο, στηριζόμενη αποκλειστικώς και μόνον στη δική της σχετική δήλωση;

3)

Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας 2006/112 σχετικά με την έκπτωση ΦΠΑ την έννοια ότι η φορολογική αρχή, καίτοι δεν αμφισβητεί ότι πράγματι συντελέστηκε η συναλλαγή που εμφαίνεται στο τιμολόγιο και ότι τηρούνται τύποις όλες οι προϋποθέσεις του νόμου, εντούτοις μπορεί να αποκλείσει την άσκηση του δικαιώματος εκπτώσεως ΦΠΑ χωρίς προηγουμένως να έχει εξετάσει εάν επιδείχθηκε η δέουσα επιμέλεια —αναγνωρίζοντας κατ’ ουσίαν αντικειμενική ευθύνη—, υποστηρίζοντας ότι, δεδομένου ότι δεν μετείχαν στη συναλλαγή τα πρόσωπα που εμφαίνονται ως συμβαλλόμενοι στο τιμολόγιο, η έλλειψη αξιοπιστίας του περιεχομένου του τιμολογίου αποκλείει εξ ορισμού τον έλεγχο της δέουσας επιμέλειας, ή μήπως η φορολογική αρχή η οποία αρνείται το δικαίωμα εκπτώσεως υποχρεούται, υπό αυτές τις περιστάσεις, να αποδείξει επίσης ότι ο υποκείμενος στον φόρο που προβάλλει το εν λόγω δικαίωμα τελούσε σε γνώση της παράτυπης, και ενδεχομένως σκοπούσας στη φορολογική απάτη, συμπεριφοράς της επιχειρήσεως με την οποία διατηρούσε συμβατική σχέση, ή ακόμα να αποδείξει ότι ο ίδιος ο υποκείμενος στον φόρο μετείχε στην επίμαχη παράτυπη ενέργεια;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, είναι συμβατή με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/112 που αφορούν την έκπτωση ΦΠΑ και με τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, όπως έχουν κατοχυρωθεί μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η δέουσα επιμέλεια του αποδέκτη του τιμολογίου πρέπει να εξετάζεται μόνον εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι πραγματοποιήθηκε οικονομική συναλλαγή μεταξύ των συμβαλλομένων, ήτοι εάν η συναλλαγή συντελέσθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων κατά τον τρόπο που ορίζεται στο τιμολόγιο, και απλώς υφίσταται άλλο είδος ελαττωμάτων, για παράδειγμα, τυπικά ελαττώματα, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γεγονότος ότι η εθνική φορολογική ρύθμιση περιέχει διατάξεις σχετικές με τα τιμολόγια που παρουσιάζουν τυπικά ελαττώματα και τα τιμολόγια που έχουν εκδοθεί χωρίς να υφίσταται οικονομική συναλλαγή;


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1).