Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

Share

Highlight in text

Go

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Συμφωνία μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της και, αφετέρου, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Άμεση φορολογία – Μεταφορά του τόπου κατοικίας από κράτος μέλος στην Ελβετία – Φορολόγηση λανθανουσών υπεραξιών σχετικών με σημαντικές συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιριών εγκατεστημένων στο κράτος μέλος καταγωγής επ’ ευκαιρία μιας τέτοιας μεταφοράς – Πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας»

Στην υπόθεση C-355/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουνίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Christian Picart

κατά

Ministre des Finances et des Comptes publics,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund (εισηγητή), J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο C. Picart, εκπροσωπούμενος από τους P.-J. Douvier και A. d’Aubigny, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas και την E. de Moustier,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις N. Gossement και M. Šimerdová,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6, στο εξής: ΣΕΚΠ).

2        H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Christian Picart και του ministre des Finances et des Comptes publics (Υπουργού Οικονομικών και Δημόσιου Λογιστικού, Γαλλία) σχετικά με την απόφαση με την οποία η γαλλική φορολογική αρχή, αφενός, επανεκτίμησε το ποσό της λανθάνουσας υπεραξίας της σχετικής με σημαντικές συμμετοχές, στο κεφάλαιο εγκατεστημένων στη Γαλλία εταιριών, που ο C. Picart κατείχε και που είχε δηλώσει κατά τη μεταφορά της κατοικίας του από το κράτος καταγωγής του στην Ελβετία, και, αφετέρου, επέβαλε στον C. Picart πρόσθετες εισφορές όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος και εισφορές κοινωνικού χαρακτήρα, πλέον των σχετικών προστίμων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η ΣΕΚΠ

3        Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, αφενός, και η Ελβετική Συνομοσπονδία, αφετέρου, υπέγραψαν, στις 21 Ιουνίου 1999, επτά συμφωνίες, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η ΣΕΚΠ. Με την απόφαση 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2002 (ΕΕ 2002, L 114, σ. 1), οι επτά αυτές συμφωνίες εγκρίθηκαν εξ ονόματος της Κοινότητας και τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2002.

4        Το άρθρο 16 της ΣΕΚΠ προβλέπει, στην παράγραφο 2, τα εξής:

«Δεδομένου ότι η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας εμπεριέχει έννοιες του κοινοτικού δικαίου, θα ληφθεί υπόψη η [σχετική] νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της. Η νομολογία μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας θα κοινοποιείται στην Ελβετία. Προκειμένου να επιτευχθεί καλή εφαρμογή της συμφωνίας, η μικτή επιτροπή θα καθορίζει, μετά από αίτηση ενός [συμβαλλομένου] μέρους, τις επιπτώσεις της εν λόγω νομολογίας.»

5        Το κεφάλαιο III του παραρτήματος I της ΣΕΚΠ αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες. Το άρθρο 12 του παραρτήματος αυτού, που τιτλοφορείται «Ρύθμιση της διαμονής», έχει ως εξής:

«1.      Ο υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους που επιθυμεί να εγκατασταθεί στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους για να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα (που στο εξής καλείται ελεύθερος επαγγελματίας) λαμβάνει τίτλο διαμονής διάρκειας πέντε ετών τουλάχιστον από την ημερομηνία της χορήγησής [του], εφόσον αποδείξει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι έχει εγκατασταθεί ή θέλει να εγκατασταθεί για το σκοπό αυτό.

2.      Ο τίτλος διαμονής παρατείνεται αυτόματα για πέντε έτη τουλάχιστον, εφόσον ο ελεύθερος επαγγελματίας αποδείξει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι ασκεί μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα.

[...]»

6        Το άρθρο 13 του εν λόγω παραρτήματος, που τιτλοφορείται «Παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«1.      Ο παραμεθόριος ελεύθερος επαγγελματίας είναι υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους που έχει τη διαμονή του στην επικράτεια ενός συμβαλλομένου μέρους και που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στην επικράτεια του άλλου συμβαλλομένου μέρους επιστρέφοντας στην κατοικία του [καταρχήν] καθημερινώς, ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα.»

 Η γαλλική νομοθεσία

7        Το άρθρο 167 bis του code général des impôts (γαλλικού γενικού φορολογικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των επίμαχων στην κύρια δίκη πραγματικών περιστατικών (στο εξής: CGI), ορίζει τα εξής:

«I. - 1. Οι φορολογούμενοι που κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών είχαν τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία επί έξι έτη τουλάχιστον οφείλουν, κατά την ημερομηνία της μεταφοράς εκτός Γαλλίας της φορολογικής τους κατοικίας, να καταβάλουν φόρο επί της διαπιστωθείσας υπεραξίας των εταιρικών δικαιωμάτων τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 150-0 A και τα οποία κατέχουν υπό τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στο στοιχείο f του άρθρου 164 B.

[...]

II. - 1. Η καταβολή του φόρου για τη διαπιστωθείσα υπεραξία μπορεί να ανασταλεί μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση, η εξαγορά, η επιστροφή ή η ακύρωση των οικείων εταιρικών δικαιωμάτων.

Η αναστολή καταβολής του φόρου εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος δηλώνει το ποσό της διαπιστωθείσας υπεραξίας κατά τα οριζόμενα στο σημείο Ι, ζητεί να τύχει της αναστολής, ορίζει έναν εκπρόσωπο εγκατεστημένο στη Γαλλία και εξουσιοδοτημένο να λαμβάνει τις κοινοποιήσεις σχετικά με τη βάση επιβολής του φόρου, την είσπραξη και τις σχετικές με τον φόρο διαφορές, και την εκ μέρους του σύσταση, προ της αναχωρήσεώς του, ενώπιον του αρμόδιου προϊσταμένου του δημοσίου ταμείου εγγυήσεως διασφαλίζουσας την ικανοποίηση της απαιτήσεως του Δημοσίου.

[...]

2.      Οι φορολογούμενοι στους οποίους έχει χορηγηθεί αναστολή καταβολής του φόρου κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου υπέχουν υποχρέωση υποβολής της δηλώσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 170. Στη δήλωση αυτή αναγράφεται το συνολικό ποσό των φόρων για τους οποίους έχει χορηγηθεί αναστολή καταβολής, επισυνάπτεται δε σε αυτή κατάσταση, υπό μορφή συμπληρωμένου εντύπου χορηγούμενου από τη διοίκηση, στην οποία εμφανίζεται το ποσό του αναλογούντος για τους οικείους τίτλους φόρου ως προς το οποίο ισχύει ακόμη η αναστολή πληρωμής, καθώς και, ενδεχομένως, ο χαρακτήρας και η ημερομηνία επελεύσεως του συνεπαγόμενου άρση της αναστολής γεγονότος.

[...]

Ο κατά τόπους καταβληθείς εκ μέρους του φορολογούμενου φόρος, ο οποίος αφορά υπεραξία πράγματι πραγματοποιηθείσα εκτός Γαλλίας, αφαιρείται από τον φόρο για εισοδήματα που πραγματοποιούνται στη Γαλλία, υπό την προϋπόθεση ότι είναι παρεμφερής με τον φόρο αυτό.

4.      Σε περίπτωση αδυναμίας προσκομίσεως της δηλώσεως και της καταστάσεως που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 2 ή σε περίπτωση παραλείψεως του συνόλου ή μέρους των στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτές, μπορεί να απαιτηθεί η άμεση καταβολή του φόρου για τον οποίο έχει χορηγηθεί αναστολή πληρωμής.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Ο C. Picart μετέφερε την κατοικία του από τη Γαλλία στην Ελβετία το 2002. Κατά τον χρόνο της εν λόγω μεταφοράς, κατείχε σημαντικές συμμετοχές στο εταιρικό κεφάλαιο διαφόρων γαλλικών εταιριών.

9        Κατά τη μεταφορά αυτή, ο C. Picart δήλωσε, σύμφωνα με το άρθρο 167 bis του CGI, λανθάνουσα υπεραξία επί των τίτλων των συμμετοχών αυτών και, προκειμένου να του χορηγηθεί αναστολή καταβολής του αναλογούντος φόρου, όρισε φορολογικό εκπρόσωπο στη Γαλλία και παρέσχε τραπεζική εγγύηση για να διασφαλίσει την είσπραξη των απαιτήσεων του Γαλλικού Δημοσίου.

10      Το 2005, ο C. Picart μεταβίβασε τους εν λόγω τίτλους, οπότε έληξε η αναστολή καταβολής του εν λόγω φόρου. Κατόπιν εξετάσεως της προσωπικής του φορολογικής καταστάσεως, η γαλλική φορολογική αρχή επανεκτίμησε το ποσό της δηλωθείσας υπεραξίας και επέβαλε στον C. Picart πρόσθετες εισφορές όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος και εισφορές κοινωνικού χαρακτήρα, πλέον των σχετικών προστίμων.

11      Ο C. Picart υπέβαλε ένσταση προκειμένου να απαλλαγεί από τις εν λόγω πρόσθετες εισφορές και από τα εν λόγω πρόστιμα. Δεδομένου ότι η φορολογική αρχή απέρριψε την ένσταση αυτή, ο C. Picart προσέφυγε στο tribunal administratif de Montreuil (διοικητικό πρωτοδικείο Montreuil, Γαλλία), ενώπιον του οποίου υποστήριξε, ατελέσφορα, ότι το άρθρο 167 bis του CGI αντέκειτο στη ΣΕΚΠ καθόσον η ελευθερία εγκαταστάσεως που κατοχυρωνόταν με τη συμφωνία αυτή του παρείχε τη δυνατότητα να εγκατασταθεί στην Ελβετία και να ασκεί από εκεί οικονομική δραστηριότητα ως ελεύθερος επαγγελματίας, η οποία συνίστατο στη διαχείριση των διαφόρων άμεσων ή έμμεσων συμμετοχών του σε πλείονες εταιρίες που τελούσαν υπό τον έλεγχό του στη Γαλλία. Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν τελεσφόρησε ούτε κατά την εκδίκαση της εφέσεως την οποία άσκησε ενώπιον του cour administrative d’appel de Versailles (διοικητικού εφετείου Βερσαλλιών, Γαλλία), ο C. Picart άσκησε αναίρεση ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία).

12      To αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το δικαίωμα εγκαταστάσεως προσώπου ως ελεύθερου επαγγελματία, κατά την έννοια της ΣΕΚΠ, έχει την ίδια έκταση με την ελευθερία εγκαταστάσεως που κατοχυρώνει το άρθρο 49 ΣΛΕΕ υπέρ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όσον αφορά την εφαρμογή του εν λόγω δικαιώματος, η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, N (C-470/04, EU:C:2006:525), η οποία εκδόθηκε μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας αυτής.

13      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί το δικαίωμα εγκαταστάσεως προσώπου ως ελεύθερου επαγγελματία, όπως αυτό ορίζεται στα άρθρα 1 και 4 της [ΣΕΚΠ] και στο άρθρο 12 του παραρτήματος I της εν λόγω συμφωνίας, να θεωρηθεί ισοδύναμο προς την ελευθερία εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται υπέρ των ασκούντων μη μισθωτή δραστηριότητα προσώπων με το άρθρο [49 ΣΛΕΕ];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω ερώτημα, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 16 της συμφωνίας αυτής, χωρεί εφαρμογή της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση [της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, N (C-470/04, EU:C:2006:525)], απόφαση που εκδόθηκε μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας αυτής, στην περίπτωση υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος μετέφερε την κατοικία του στην Ελβετία και ο οποίος περιορίζεται στο να διατηρεί τις συμμετοχές του σε εταιρίες υπαγόμενες στο δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, οι οποίες παρέχουν υπέρ αυτού βέβαιη επιρροή επί των αποφάσεων των εν λόγω εταιριών και του παρέχουν επίσης τη δυνατότητα να διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο ως προς τον καθορισμό των δραστηριοτήτων των εν λόγω εταιριών, χωρίς να υποστηρίζει ότι σχεδιάζει να ασκήσει στην Ελβετία δραστηριότητα ελεύθερου επαγγελματία διαφορετική από αυτήν την οποία ασκούσε στο κράτος μέλος του οποίου ήταν υπήκοος και η οποία συνίσταται στη διαχείριση των εν λόγω συμμετοχών;

3)      Σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν είναι ισοδύναμο με την ελευθερία εγκαταστάσεως, πρέπει το ως άνω δικαίωμα να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμήνευσε την ελευθερία εγκαταστάσεως με την απόφαση της [7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ν (C-470/04, EU:C:2006:525)];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

14      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι διατάξεις της ΣΕΚΠ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθετική ρύθμιση κράτους που είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας αυτής, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, οσάκις ένα φυσικό πρόσωπο μεταφέρει την κατοικία του από το κράτος αυτό σε άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω συμφωνίας, διατηρώντας ταυτοχρόνως την οικονομική δραστηριότητά του στο πρώτο από τα δύο αυτά κράτη, προβλέπει την άμεση φορολόγηση των λανθανουσών υπεραξιών των σχετικών με σημαντικές συμμετοχές τις οποίες το πρόσωπο αυτό κατέχει στο κεφάλαιο εταιριών υπαγομένων στο δίκαιο του πρώτου από τα εν λόγω κράτη επ’ ευκαιρία της ως άνω μεταφοράς κατοικίας και η οποία επιτρέπει την αναστολή της καταβολής του οφειλόμενου φόρου μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συσταθεί εγγυήσεις διασφαλίζουσες την είσπραξη του εν λόγω φόρου, ενώ ένα πρόσωπο το οποίο επίσης κατέχει τέτοιες συμμετοχές, αλλά το οποίο εξακολουθεί να κατοικεί στο έδαφος του πρώτου από τα κράτη αυτά, καταβάλλει τον αναλογούντα φόρο μόνον κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως των εν λόγω συμμετοχών.

15      Ο C. Picart υποστηρίζει ότι η δραστηριότητα διαχειρίσεως, από την Ελβετία, των συμμετοχών του στις εγκατεστημένες στη Γαλλία εταιρίες εμπίπτει στο δικαίωμα εγκαταστάσεως ενός προσώπου ως ελεύθερου επαγγελματία, κατά την έννοια της ΣΕΚΠ, δικαίωμα που αυτός θα πρέπει να μπορεί να επικαλεσθεί ακόμη και έναντι του κράτους καταγωγής του.

16      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις και σε συνάρτηση με τις εφαρμοστέες διατάξεις, οι υπήκοοι ενός συμβαλλομένου μέρους μπορούσαν να προβάλλουν δικαιώματα που αντλούν από τη ΣΕΚΠ όχι μόνον έναντι της χώρας στην οποία ασκούν την ελευθερία κυκλοφορίας, αλλά ακόμη και έναντι της χώρας τους (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ettwein, C-425/11, EU:C:2013:121, σκέψη 33).

17      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, καταρχάς, αν μια κατάσταση όπως αυτή του C. Picart εμπίπτει στο ratione personae πεδίο εφαρμογής της έννοιας των «ελεύθερων επαγγελματιών», κατά τη ΣΕΚΠ, και, ενδεχομένως, αν η συμφωνία αυτή περιέχει διατάξεις τις οποίες ο C. Picart θα μπορούσε να επικαλεσθεί έναντι του κράτους καταγωγής του.

18      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το κεφάλαιο III του παραρτήματος I της ΣΕΚΠ, το οποίο αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες, περιέχει τα άρθρα 12 και 13, που ορίζουν αυτό το πεδίο εφαρμογής.

19      Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού, λογίζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας ο υπήκοος ενός συμβαλλόμενου μέρους που επιθυμεί να εγκατασταθεί στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλόμενου μέρους για να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα.

20      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος αφορά τους παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες, ήτοι τους υπηκόους ενός συμβαλλόμενου μέρους οι οποίοι έχουν τη διαμονή τους στην επικράτεια ενός συμβαλλόμενου μέρους και ασκούν μη μισθωτή δραστηριότητα στην επικράτεια του άλλου συμβαλλόμενου μέρους επιστρέφοντας στην κατοικία τους καταρχήν καθημερινώς, ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα.

21      Όμως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί, στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, αν μια δραστηριότητα διαχειρίσεως συμμετοχών, όπως η επίμαχη, συνιστά μη μισθωτή δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, ή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του ίδιου παραρτήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η κατάσταση του C. Picart δεν εμπίπτει σε καμία από αυτές τις δύο διατάξεις.

22      Πράγματι, πρώτον, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της ΣΕΚΠ, το δικαίωμα εγκαταστάσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αφορά αποκλειστικώς φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι ενός συμβαλλόμενου μέρους και που επιθυμούν να εγκατασταθούν στην επικράτεια άλλου συμβαλλόμενου μέρους για να ασκήσουν εκεί μη μισθωτή δραστηριότητα.

23      Συνεπώς, για να τύχει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να ασκεί τη μη μισθωτή δραστηριότητά του στην επικράτεια συμβαλλόμενου μέρους άλλου από αυτό του οποίου είναι υπήκοος.

24      Όμως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο C. Picart, Γάλλος υπήκοος, δεν προτίθεται να ασκήσει την οικονομική δραστηριότητά του στο έδαφος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αλλά να διατηρήσει μια δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους καταγωγής του. Επομένως, η κατάσταση του C. Picart δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της ΣΕΚΠ.

25      Δεύτερον, από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της ΣΕΚΠ απορρέει ότι στην εν λόγω διάταξη εμπίπτει η κατάσταση του υπηκόου ενός συμβαλλόμενου μέρους ο οποίος έχει τη διαμονή του στην επικράτεια ενός συμβαλλόμενου μέρους και ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στην επικράτεια του άλλου συμβαλλόμενου μέρους επιστρέφοντας στην κατοικία του καταρχήν καθημερινώς, ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα.

26      Όσον αφορά τη διάταξη αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ettwein (C-425/11, EU:C:2013:121, σκέψεις 34 και 35), ότι η κατάσταση ενός ζεύγους ελεύθερων επαγγελματιών που είχαν μεταφέρει την κατοικία τους από το κράτος καταγωγής τους στην Ελβετία, διατηρώντας ταυτοχρόνως τη δραστηριότητά τους στο εν λόγω κράτος καταγωγής, και που επέστρεφαν καθημερινώς από τον τόπο ασκήσεως της επαγγελματικής τους δραστηριότητας στον τόπο κατοικίας τους, ενέπιπτε στην εν λόγω διάταξη.

27      Όμως, εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο C. Picart, εν αντιθέσει προς το εν λόγω ζεύγος ελεύθερων επαγγελματιών, παραμένει στο έδαφος του κράτους κατοικίας του, ήτοι της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, από όπου ασκεί την οικονομική δραστηριότητά του στο κράτος καταγωγής του, και ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της ΣΕΚΠ, αυτός δεν μεταβαίνει καθημερινώς, ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, από τον τόπο της οικονομικής δραστηριότητάς του στον τόπο κατοικίας του. Επομένως, μια κατάσταση όπως αυτή του C. Picart δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ettwein (C-425/11, EU:C:2013:121). Κατά συνέπεια, μια κατάσταση όπως αυτή του C. Picart δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

28      Επομένως, μια κατάσταση όπως αυτή του C. Picart δεν εμπίπτει στο ratione personae πεδίο εφαρμογής της έννοιας των «ελεύθερων επαγγελματιών», κατά τη ΣΕΚΠ, και, ως εκ τούτου, αυτός δεν δύναται να επικαλεσθεί τη συμφωνία αυτή.

29      Τέλος, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 43 ΕΚ (νυν άρθρου 49 ΣΛΕΕ) που απορρέει από την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, N (C-470/04, EU:C:2006:525), αρκεί να υπομνησθεί ότι, δεδομένου ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν έχει προσχωρήσει στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, η ερμηνεία που έχει δοθεί ως προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που αφορούν την αγορά αυτή δεν μπορεί να ακολουθείται άνευ ετέρου στην περίπτωση της ΣΕΚΠ, εκτός αν υφίστανται ρητές προς τούτο διατάξεις της ίδιας αυτής συμφωνίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2009, Grimme, C-351/08, EU:C:2009:697, σκέψη 29· της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Fokus Invest, C-541/08, EU:C:2010:74, σκέψη 28, καθώς και της 15ης Ιουλίου 2010, Hengartner και Gasser, C-70/09, EU:C:2010:430, σκέψη 42).

30      Πλην όμως, η ΣΕΚΠ δεν προβλέπει τέτοιες ρητές διατάξεις.

31      Επιπλέον, η ερμηνεία του άρθρου 43 ΕΚ (νυν άρθρου 49 ΣΛΕΕ), την οποία έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, N (C-470/04, EU:C:2006:525), έχει ακόμη μικρότερη επίδραση επί των ανωτέρω εκτιμήσεων καθόσον, όπως προκύπτει από τα σημεία 63 επ. των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, ούτε το γράμμα ούτε το περιεχόμενο του άρθρου αυτού μπορούν να εξομοιωθούν με εκείνα των σχετικών διατάξεων της ΣΕΚΠ.

32      Βάσει του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μια κατάσταση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν εμπίπτει στο ratione personae πεδίο εφαρμογής της έννοιας των «ελεύθερων επαγγελματιών», κατά τη ΣΕΚΠ, οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε νομοθετική ρύθμιση κράτους που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία αυτή, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, οσάκις ένα φυσικό πρόσωπο μεταφέρει την κατοικία του από το κράτος αυτό σε άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω συμφωνία, διατηρώντας ταυτοχρόνως την οικονομική δραστηριότητά του στο πρώτο από τα δύο αυτά κράτη, χωρίς να μεταβαίνει καθημερινώς, ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, από τον τόπο της οικονομικής δραστηριότητάς του στον τόπο κατοικίας του, προβλέπει την άμεση φορολόγηση των λανθανουσών υπεραξιών των σχετικών με σημαντικές συμμετοχές τις οποίες το πρόσωπο αυτό κατέχει στο κεφάλαιο εταιριών υπαγομένων στο δίκαιο του πρώτου από τα εν λόγω κράτη επ’ ευκαιρία αυτής της μεταφοράς κατοικίας και η οποία επιτρέπει την αναστολή της καταβολής του οφειλόμενου φόρου μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συσταθεί εγγυήσεις διασφαλίζουσες την είσπραξη του εν λόγω φόρου, ενώ ένα πρόσωπο το οποίο επίσης κατέχει τέτοιες συμμετοχές, αλλά το οποίο εξακολουθεί να κατοικεί στο έδαφος του πρώτου από τα κράτη αυτά, καταβάλλει τον αναλογούντα φόρο μόνον κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως των εν λόγω συμμετοχών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Σε περίπτωση κατά την οποία μια κατάσταση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν εμπίπτει στο rationepersonae πεδίο εφαρμογής της έννοιας των «ελεύθερων επαγγελματιών», κατά τη Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999, οι διατάξεις της συμφωνίας πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε νομοθετική ρύθμιση κράτους που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία αυτή, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, οσάκις ένα φυσικό πρόσωπο μεταφέρει την κατοικία του από το κράτος αυτό σε άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω συμφωνία, διατηρώντας ταυτοχρόνως την οικονομική δραστηριότητά του στο πρώτο από τα δύο αυτά κράτη, χωρίς να μεταβαίνει καθημερινώς, ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, από τον τόπο της οικονομικής δραστηριότητάς του στον τόπο κατοικίας του, προβλέπει την άμεση φορολόγηση των λανθανουσών υπεραξιών των σχετικών με σημαντικές συμμετοχές τις οποίες το πρόσωπο αυτό κατέχει στο κεφάλαιο εταιριών υπαγομένων στο δίκαιο του πρώτου από τα εν λόγω κράτη επ’ ευκαιρία αυτής της μεταφοράς κατοικίας και η οποία επιτρέπει την αναστολή της καταβολής του οφειλόμενου φόρου μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συσταθεί εγγυήσεις διασφαλίζουσες την είσπραξη του εν λόγω φόρου, ενώ ένα πρόσωπο το οποίο επίσης κατέχει τέτοιες συμμετοχές, αλλά το οποίο εξακολουθεί να κατοικεί στο έδαφος του πρώτου από τα κράτη αυτά, καταβάλλει τον αναλογούντα φόρο μόνον κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως των εν λόγω συμμετοχών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.