Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0012

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 18ης Μαρτίου 1999. - Miguel Amengual Far κατά Juan Amengual Far. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποϕάσεως: Audiencia Provincial de Palma de Mallorca - Ισπανία. - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Μισθώσεις ακινήτων - Απαλλαγές. - Υπόθεση C-12/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-00527


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Με την παρούσα προδικαστική παραπομπή του Audiencia Provincial de Palma de Mallorca (Ισπανία), το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν η ισπανική κανονιστική ρύθμιση, υπάγοντας γενικώς στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) τις μισθώσεις ακινήτων εντός των οποίων ασκούνται εμπορικές δραστηριότητες, μετέφερε ορθά την έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (στο εξής: έκτη οδηγία) (1).

Οι κοινοτικές διατάξεις

2 Η έκτη οδηγία εισήγαγε στον τίτλο Ξ (άρθρα 13 έως 16) σύστημα απαλλαγών, δυνάμει του οποίου ορισμένες πράξεις δεν υπόκεινται στον φόρο και δεν επιτρέπουν την έκπτωση του επιβληθέντος κατά το προηγούμενο στάδιο ΦΠΑ. Μεταξύ των περιπτώσεων απαλλαγής καταλέγονται ειδικότερα οι μισθώσεις ακινήτων. Κατά το άρθρο 13, μέρος Β, διάταξη που αποτελεί αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής:

«Υπό την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

α) (...)

β) τις μισθώσεις ακινήτων, εξαιρέσει:

1. των πράξεων παροχής καταλύματος, όπως ορίζονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ξενοδοχειακού τομέα ή άλλων τομέων παρεμφερούς χαρακτήρα, περιλαμβανομένης και της μισθώσεως κατασκηνώσεων διακοπών ή γηπέδων, διαρρυθμισμένων καταλλήλως για κατασκήνωση·

2. των μισθώσεων χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων·

3. των μισθώσεων εργαλείων και μηχανημάτων μονίμως εγκατεστημένων·

4. των μισθώσεων χρηματοθυρίδων.

Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν περαιτέρω εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απαλλαγής.

(...)».

Οι εθνικές διατάξεις

3 Κατά την ισπανική έννομη τάξη, η επιβολή του ΦΠΑ διέπεται από το νόμο 37/1992, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, ο οποίος αντικατέστησε τον προϋσχύσαντα νόμο 20/1985, της 2ας Αυγούστου 1985. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του νόμου 37/1992 ορίζει ότι όλες οι μισθώσεις, με ή χωρίς τη δυνατότητα αγοράς, υπόκεινται στην καταβολή του φόρου. Το άρθρο 20, παράγραφος 23, στοιχείο αα, προβλέπει απαλλαγές υπέρ των μισθώσεων με αντικείμενο «τα κτίρια ή τμήματα κτιρίων που προορίζονται αποκλειστικά προς κατοίκηση» (2). Επομένως, οι μισθώσεις εμπορικών καταστημάτων δεν τυγχάνουν απαλλαγής.

Τα πραγματικά περιστατικά

4 Η διαφορά της κύριας δίκης της οποίας επελήφθη το αιτούν δικαστήριο, ήτοι το Audiencia Provincial, έχει ως αντικείμενο τη λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του μισθώματος λύση της συμβάσεως, δυνάμει της οποίας ο Miguel Amengual Far εκμίσθωσε στον αδελφό του Juan Amengual Far εμπορικά καταστήματα. Κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως - η οποία, εξάλλου, έλαβε χώρα προφορικώς - οι συμβαλλόμενοι δεν είχαν συμφωνήσει ρητώς ότι το μίσθωμα θα συμπεριελάμβανε τον οφειλόμενο από τον εκμισθωτή, βάσει των ισπανικών φορολογικών διατάξεων, ΦΠΑ. ΑΟπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, ο μισθωτής θεώρησε αρχικά ότι ο φόρος δεν περιλαμβανόταν στο μίσθωμα. Ο Juan Amengual Far πρότεινε αρχικά πληρωμή χωρίς τον ΦΠΑ· η πρόταση δεν έγινε δεκτή από τον εκμισθωτή, ο οποίος κίνησε ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia de Inca δίκη με αντικείμενο την έξωση του πρώτου λόγω εκπρόθεσμης καταβολής. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο μισθωτής επανέλαβε την προσφορά του, προβαίνοντας παράλληλα σε κατάθεση διά παρακαταθήκης των οφειλομένων μισθωμάτων, πάντοτε χωρίς ΦΠΑ. Ακολούθως, όμως, κατέβαλε στον αδελφό του και το οφειλόμενο ως ΦΠΑ ποσό. Ενόψει των επανειλημμένων προσφορών πληρωμής και των διενεργηθέντων, έστω και καθυστερημένα, εμβασμάτων, το αίτημα περί λύσεως της μισθώσεως απορρίφθηκε πρωτοδίκως. Κατόπιν αυτού, ο εκμισθωτής άσκησε έφεση ενώπιον του Audiencia Provincial, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων λόγων, ότι ο μισθωτής όφειλε να του καταβάλλει προκαταβολικώς το μηνιαίο μίσθωμα, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Ο εναγόμενος/εφεσίβλητος αμφισβήτησε το δικαίωμα του εκμισθωτή να αξιώνει την καταβολή του ΦΠΑ, τον οποίο δεν είχε απαιτήσει ρητώς κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως και εν πάση περιπτώσει μέχρι την κατάθεσή του διά παρακαταθήκης στο Δημόσιο Ταμείο.

Κατά το ισπανικό δίκαιο, οι τυχόν οφειλόμενοι στο Δημόσιο Ταμείο φόροι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του μισθώματος, οπότε η μη καταβολή τους συνιστά λόγο αυτόματης λύσεως, χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένη αίτηση. Επομένως, το Audiancia Provincial εκτιμά ότι δεν απαιτείται εκ προοιμίου η απόφανση επί του αν οφείλεται πράγματι ο ΦΠΑ για τη συγκεκριμένη μίσθωση: διαγράφεται το ενδεχόμενο η ισπανική νομοθεσία, προβλέποντας κατά κανόνα την καταβολή του ΦΠΑ για όλες τις εκμισθώσεις εμπορικών καταστημάτων, να μη συνάδει προς το άρθρο 13, μέρος Β, της οδηγίας, η οποία, κατά την κρίση του a quo δικαστή, θέτει γενική αρχή απαλλαγής υπέρ των μισθώσεων ακινήτων.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

5 Κατόπιν αυτού, το Audiencia Provincial de Palma de Mallorca υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Ερωτάται αν ο ισπανικός νόμος περί ΦΠΑ μετέφερε προσηκόντως το άρθρο 13, μέρος Β, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, στον βαθμό που εμπίπτει στον φόρο κάθε μίσθωση ακινήτου εντός του οποίου ασκείται οικονομική δραστηριότητα.

2) Αν υποτεθεί ότι το άρθρο 13, μέρος Β, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ δεν μεταφέρθηκε προσηκόντως στο εθνικό δίκαιο, ερωτάται αν η ανωτέρω κοινοτική διάταξη, θεσπίζοντας τον γενικό κανόνα της απαλλαγής από την καταβολή ΦΠΑ επί των μισθώσεων ακινήτων, έχει απ' ευθείας εφαρμογή.».

Επί του πρώτου ερωτήματος

6 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ερωτάται αν η ισπανική κανονιστική ρύθμιση περί μεταφοράς της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία ο φόρος επιβάλλεται επί οποιασδήποτε μισθώσεως ακινήτου εντός του οποίου ασκείται οικονομική δραστηριότητα, μετέφερε ορθά τη διάταξη του άρθρου 13, μέρος Β, της έκτης οδηγίας. Η διάταξη αυτή απαλλάσσει τη μίσθωση ακινήτων, εκτός συγκεκριμένων περιπτώσεων - αφορωσών την παροχή ξενοδοχειακού καταλύματος, χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων, εργαλείων και μηχανημάτων μονίμως εγκατεστημένων και χρηματοθυρίδων -, προβλέποντας, εξάλλου, την ευχέρεια των κρατών μελών να «ορίζουν περαιτέρω εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απαλλαγής».

7 Η Ισπανική Κυβέρνηση, η οποία παρενέβη για να υποστηρίξει ότι οι διατάξεις περί μεταφοράς συνάδουν προς την οδηγία, παρατηρεί ότι η ερμηνευτική αμφιβολία οφείλεται στην πραγματικότητα σε πεπλανημένη διατύπωση, κατά την ισπανική απόδοσή του, του άρθρου 13, μέρος Β, τελευταίο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, το οποίο έχει ως εξής: «Los Estados miembros podrαn ampliar el αmbito de aplicaciσn de esta exenciσn a otros supuestos» [τα κράτη μέλη δύνανται να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της ως άνω απαλλαγής σε άλλες περιπτώσεις]. Επομένως, η διάταξη φαίνεται να αποκλείει την ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής των απαλλαγών. Από τη σύγκριση με άλλες γλωσσικές αποδόσεις προκύπτει σαφώς ότι η ισπανική δεν είναι ορθή (3). Επιπλέον, διάταξη σκοπούσα στην επέκταση του περιεχομένου ενός γενικού κανόνα ουδόλως εξυπηρετεί την οικονομία του θεσμού, όπως παρατηρεί ο εκπρόσωπος της Ισπανικής Κυβερνήσεως. Η οδηγία επιτρέπει στην πραγματικότητα στα κράτη μέλη να προβλέπουν περαιτέρω εξαιρέσεις σε περιπτώσεις απαλλαγών.

Η διευκρίνιση είναι σκόπιμη, χωρίς να εξαλείφει την ερμηνευτική ασάφεια. Ασφαλώς, το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την ιδέα ότι η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπει, όπως διευκρινίζεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου, στα κράτη μέλη να προβλέπουν συμπληρωματικές εξαιρέσεις έναντι εκείνων που προβλέπει ρητώς το άρθρο 13, μέρος Β. Πάντως, παρατηρεί ότι, δυνάμει της ισπανικής φορολογικής νομοθεσίας, η επιβολή του ΦΠΑ στις μισθώσεις εμπορικών καταστημάτων είναι απόρροια της εφαρμογής γενικού κανόνα και όχι εξαιρέσεως από την εγκαθιδρυόμενη με την οδηγία γενική αρχή περί απαλλαγής.

8 Επομένως, επιβάλλεται να ελεγχθεί αν η ισπανική κανονιστική ρύθμιση τηρεί τον συσχετισμό μεταξύ κανόνα (περί απαλλαγής) και εξαιρέσεως που καθιέρωσε το Συμβούλιο σε θέματα μισθώσεως ακινήτων. Η Επιτροπή θεωρεί κατ' ουσίαν ορθές τις επιλογές του Ισπανού νομοθέτη. Υπογραμμίζει ειδικότερα ότι η γενικευμένη επιβολή του ΦΠΑ σε μισθώσεις εμπορικών καταστημάτων συμφωνεί με τη γενικότητα που χαρακτηρίζει τον ΦΠΑ, φόρο πλήττοντα όλες τις παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, η εφαρμογή του οποίου προβλέπεται κατ' αρχήν καθόλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Από τη γενική εφαρμογή εξαρτάται επίσης η δυνατότητα του υποκειμένου στον φόρο να του επιστραφεί ο καταβληθείς επί των αγορών φόρος (4). σΟπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon στην υπόθεση Lubbock Fine, το σύστημα του φόρου προστιθέμενης αξίας επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη απλούστευση και ουδετερότητα οσάκις ο φόρος εισπράττεται κατά τρόπο όσον το δυνατόν γενικότερο και το πεδίο εφαρμογής του περιλαμβάνει όλα τα στάδια παραγωγής και διανομής καθώς επίσης και τον τομέα της παροχής υπηρεσιών (5). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι απαλλαγές, οι οποίες συνιστούν εξαίρεση από την γενική αρχή περί φορολογίας, τυγχάνουν συσταλτικής ερμηνείας (6). Η νομολογία του Δικαστηρίου ακολούθησε παγίως το ως άνω κριτήριο (7). Υπό το αυτό πρίσμα, πρέπει, επομένως, να ερμηνεύεται ευρέως η αναγνωριζόμενη στα κράτη μέλη ευχέρεια να προβλέπουν εξαιρέσεις από τις απαλλαγές που καθιερώνει η οδηγία· αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Blasi (8).

9 Πράγματι, όχι μόνο το γράμμα των συναφών διατάξεων αλλά και όλο το σύστημα της οδηγίας αφήνουν στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως της οικονομικής πραγματικότητας. Ειδικότερα, έχει σημασία το γεγονός ότι, μολονότι το άρθρο 13, μέρος Β, κατατάσσει εν γένει τις μισθώσεις ακινήτων στις απαλλασσόμενες πράξεις, το άρθρο 13, μέρος Γ, επιτρέπει, εν τούτοις, στα κράτη μέλη να παρέχουν στους υποκειμένους στον φόρο το δικαίωμα να επιλέγουν σε περίπτωση φορολογήσεως μισθώσεως (9). Στο σημείο αυτό επιβάλλεται μία επισήμανση. Ναι μεν η ευχέρεια των κρατών μελών να παρεκκλίνουν από τις περιπτώσεις απαλλαγής που προβλέπει η οδηγία εννοείται ότι πρέπει να είναι ευρεία, στη συγκεκριμένη, πάντως, περίπτωση, σε αντίθεση με τις αχθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου προηγουμένως υποθέσεις, δεν πρόκειται για την ερμηνεία συγκεκριμένης περιπτώσεως προκειμένου να εκτιμηθεί αν μπορεί να υπαχθεί στη γενική ρήτρα περί απαλλαγής ή τις περιπτώσεις εξαιρέσεως· αντίθετα, πρέπει να εκτιμηθεί αν η γενική κατηγορία των μισθώσεων εμπορικών καταστημάτων μπορεί ή όχι να υπαχθεί στον ΦΠΑ. Κατά την άποψή μου, επιβάλλεται να ελεγχθεί το συμβιβαστό των επιλογών εκ μέρους του Ισπανού νομοθέτη όχι μόνο προς τις αρχές της γενικότητας και ουδετερότητας του φόρου αλλά επίσης και προς τη λογική που ακολούθησε το Συμβούλιο όταν προέβλεψε και ρύθμισε τις περιπτώσεις απαλλαγής. Συγκεκριμένα, η οδηγία προορίζεται να τύχει εφαρμογής κατά τρόπο ενιαίο εντός της Κοινότητας, προς τούτο δε επιδιώκει την εγκαθίδρυση ενός εναρμονισμένου συστήματος απαλλαγών (10). ηΕτσι, δεν συμμερίζομαι την άποψη που εξέφρασε ο εκπρόσωπος της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι η οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από την απαλλαγή που αφορά τις μισθώσεις ακινήτων χωρίς περιορισμούς, εκτός και αν δεν συρρικνώνεται, στερούμενο σημασίας, το πεδίο εφαρμογής των απαλλαγών. Αντί να προστρέχουμε σε ποσοτικά κριτήρια, θα έπρεπε να εξετασθεί αν συντρέχουν οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο καθιέρωσε τις περιπτώσεις απαλλαγών. νΟπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στην υπόθεση Blasi, κατά κανόνα, η επιβολή ΦΠΑ δεν δικαιολογείται, όσον αφορά την μίσθωση ακινήτων, η οποία, όπως ο ίδιος διευκρίνισε «αποτελεί συνήθως σχετικά παθητική δραστηριότητα, μη συνεπαγόμενη σημαντική πρόσθετη αξία». Ο γενικός εισαγγελέας Jacobs πρότεινε, στα πλαίσια της διαφοράς εκείνης, ότι το κοινό χαρακτηριστικό των αποκλειομένων, κατά την έννοια του άρθρου 13, μέρος Β, περιπτώσεις 1 έως 4, πράξεων από την απαλλαγή έγκειται στο γεγονός ότι «συνεπάγονται περισσότερο ενεργό εκμετάλλευση του ακινήτου, δικαιολογούσα πρόσθετη φορολόγηση, πέραν της επιβληθείσας κατά την αρχική του πώληση» (11).

10 ιΕρχομαι και πάλι στην εξέταση της υπό κρίση εθνικής κανονιστικής διατάξεως. Ο φόρος πλήττει πράξη εντασσόμενη στην πραγματικότητα σε παραγωγική διαδικασία, εμφανίζουσα, για να επαναλάβω τη διατύπωση του γενικού εισαγγελέα Jacobs, χαρακτήρα δραστηριότητας. Κάνοντας χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 13, μέρος Β, ευχέρειας να θεσπίσει νέες εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής των απαλλαγών επί των μισθώσεων ακινήτων, ο Ισπανός νομοθέτης υπήγαγε, έτσι, νομίμως στον φόρο μισθώσεις ακινήτων, εμπιπτουσών στα πλαίσια της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας και εντασσομένων στις φορολογητέες πράξεις.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

11 Ενόψει της απαντήσεως επί του πρώτου, παρέλκει η απάντηση επί του δευτέρου ερωτήματος. Περιορίζομαι να παρατηρήσω ότι, αν η ισπανική κανονιστική ρύθμιση ήταν ασυμβίβαστη προς την οδηγία, σύμφωνα με τη γνωστή και πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένας ιδιώτης δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί, έναντι άλλου ιδιώτη, τη μη ορθώς μεταφερθείσα στην εσωτερική έννομη τάξη διάταξη της οδηγίας (12).

Πρόταση

12 Υπό το φως των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Mallorca (τρίτο τμήμα):

«Η έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1997, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, επιτρέπει στα κράτη μέλη να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων από τις απαλλαγές σε μη προβλεπόμενες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, όπως η υπό κρίση περίπτωση, οι μισθώσεις ακινήτων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας».

(1) - EE ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49.

(2) - Η ίδια διάταξη προβλέπει, εξάλλου, σειρά περιπτώσεων όπου δεν τυγχάνει εφαρμογής η απαλλαγή.

(3) - Επί παραδείγματι, το ιταλικό κείμενο είναι διατυπωμένο ως εξής: «Gli Stati membri possono stabilire ulteriori esclusioni al campo di applicazione di tale esenzione»· κατά τη γαλλική απόδοση «Les Ιtats membres ont la facultι de prιvoir des exclusions supplιmentaires au champ d'application de cette exonιration»· η γερμανική απόδοση έχει ως εξής: «Die Mitliedstaaten kφnnen weitere Ausnahmen vom Geltungsbereich dieser Befreiung vorsehen» ενώ, τέλος, κατά την αγγλική απόδοση «Member States may apply further exclusions to the scope of this exemption».

(4) - Πράγματι, στον υποκείμενο στον φόρο επιστρέφεται ο φόρος που καταβλήθηκε επί των αγορών μέσω πιστώσεως έναντι του Δημοσίου, ο δε οφειλόμενος στο Δημόσιο φόρος επιστρέφεται χάρις στο δικαίωμα μετακυλίσεως αυτού επί των αγοραστών των αγαθών και υπηρεσιών του. Επομένως, η απαλλαγή ευνοεί αποκλειστικά τον τελικό καταναλωτή, ο οποίος αγοράζει το αγαθό ή την υπηρεσία σε τιμή στην οποία δεν έχει προστεθεί ο ΦΠΑ· ενδέχεται ακόμη να μην ευνοεί τον υποκείμενο στον φόρο ο οποίος διενεργεί απαλλασσόμενες συναλλαγές στον βαθμό που η διενέργεια παρομοίων απαλλασσομένων συναλλαγών συνοδεύεται από περιορισμούς του δικαιώματος μειώσεως του ΦΠΑ που βαρύνει τις αγορές. Βλ. Tesauro F: Istituzioni di diritto tributario, Μιλάνο, 1995, σ. 211.

(5) - Βλ. σημεία 13 και 15 των προτάσεων στην υπόθεση C-63/92, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1993 (Συλλογή 1993, σ. Ι-6665).

(6) - Οπως παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon, «οι απαλλαγές πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς για τον πρόσθετο λόγο ότι μπορούν να διασπάσουν την αλυσίδα των εκπτώσεων μεταξύ υποκειμένων στον φόρο και να προκαλέσουν φορολογική επιβάρυνση λόγω αδυναμίας εκπτώσεως ενός προκαταβληθέντος φόρου». Βλ. προαναφερθείσες προτάσεις υπό την απόφαση Lubbock Fine, σημείο 20.

(7) - Με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 107/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1985, σ. 2655, σκέψη 20), το Δικαστήριο δίδει αυστηρά γραμματική ερμηνεία του άρθρου 13, μέρος Α, παράγραφος 1, στοιχείο αα, αποκλείοντας το ενδεχόμενο η διάταξη αυτή να καλύπτει παροχές υπηρεσιών εκ μέρους των δημοσίων ταχυδρομείων. Η επιταγή περί συσταλτικής ερμηνείας εξαγγέλεται γενικώς με την απόφαση της 15ης Ιουνίου 1989 στην υπόθεση 348/87, Stichting Uitvoering Financiλle Acties (Συλλογή 1989, σ. 1737, σκέψη 13)· βλ. επίσης απόφαση της 26ης Ιουνίου 1990 στην υπόθεση C-185/89, Velker International Oil Company (Συλλογή 1990, σ. Ι-2561, σκέψη 19).

(8) - Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1998 στην υπόθεση C-346/95 (Συλλογή 1998, σ. I-481, σκέψη 18), με την οποία πράξεις παροχής καταλύματος για βραχεία διάρκεια σε πρόσωπα εκτός των οικείων λογίζονται ως φορολογητέες πράξεις παροχής καταλύματος. Βλ. επίσης απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989 στην υπόθεση 173/88, Henriksen (Συλλογή 1989, σ. 2763), σύμφωνα με την οποία οι κλειστοί χώροι σταθμεύσεως αυτοκινήτων εμπίπτουν στην έννοια των «μισθώσεων χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων», η οποία εισάγει εξαίρεση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 13, μέρος Β, στοιχείο ββ, σημείο 2, απαλλαγή.

(9) - Οπως αναφέρεται στη σκέψη 17 της αποφάσεως της 3ης Δεκεμβρίου 1998 στην υπόθεση C-381/97 (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή), «τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 13, μέρη Β και Γ. Πράγματι, σ' αυτά εναπόκειται να εκτιμήσουν αν πρέπει να θεσπίσουν ή όχι το δικαίωμα επιλογής, ανάλογα με το αν θεωρούν σκόπιμο σε συνάρτηση προς την κατάσταση που υφίσταται στη χώρα τους σε δεδομένο χρονικό σημείο».

Επίσης, όσον αφορά μία άλλη πτυχή, το Συμβούλιο προέβλεψε ευρεία ευχέρεια παρεκκλίσεως από τις διατάξεις του άρθρου 10, όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο καθίσταται απαιτητός ο φόρος. Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση C-144/94, Italittica (Συλλογή 1995, σ. Ι-3653, σκέψη 15).

(10) - Οπως προκύπτει από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της έκτης οδηγίας, κρίθηκε σκόπιμο «να καταρτισθεί κοινός πίνακας απαλλαγών με σκοπό την ομοιόμορφη είσπραξη των ιδίων πόρων σε όλα τα κράτη μέλη».

(11) - Προτάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1997 στην προαναφερθείσα υπόθεση C-346/95, Blasi, σημεία 15 και 16.

(12) - Βλ., ex multis, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986 στην υπόθεση 152/84, Marshall (Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 48), και πρόσφατη απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1997 στην υπόθεση C-97/96, Daihatsu Deutschland (Συλλογή 1997, σ. Ι-6843, σκέψη 24).