Available languages

Taxonomy tags

Info

References in this case

References to this case

Share

Highlight in text

Go

Σημαντική ανακοίνωση νομικού περιεχομένου

|

61998C0478

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 15ης Ιουνίου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου. - Τίτλοι δανείου εκδοθέντoς στην αλλοδαπή - Απαγόρευση αποκτήσεως για τους κατοίκους Βελγίου. - Υπόθεση C-478/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-07587


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Με την παρούσα προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 226 ΕΚ), η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, απαγορεύοντας σε πρόσωπα διαμένοντα στο Βέλγιο να αποκτούν ευρωομόλογα εκδόσεως του Βασιλείου του Βελγίου στην αγορά των ευρωομολόγων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 73 B της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ).

2. Η προσφυγή αφορά συγκεκριμένη έκδοση ευρωομολόγων του Βασιλείου του Βελγίου του 1994. Τα ευρωομόλογα είναι εμπορεύσιμοι τίτλοι χρεωγράφων με αρχική ημερομηνία λήξεως μετά από ένα έτος τουλάχιστον, δηλαδή ενσωματώνουν συμβατική υποχρέωση του δανειζομένου να αποπληρώσει το κεφάλαιο και τους επ' αυτού τόκους σε ορισμένες προκαθορισμένες ημερομηνίες. Η αναδοχή, διανομή και οι αγοραπωλησίες ευρωομολόγων πραγματοποιούνται στην αγορά ευρωομολόγων η οποία επί του παρόντος αντιπροσωπεύει περισσότερα από 3 000 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΑ (USD). Οι εκδόσεις των ευρωομολόγων πραγματοποιούνται σε 29 διαφορετικά νομίσματα, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ.

3. λείονα χαρακτηριστικά της αγοράς ευρωομολόγων έχουν ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, τα ομόλογα εκδίδονται στον κομιστή και η ονομαστική τους αξία εκφράζεται σε νόμισμα άλλο από αυτό του εκδότη, ενώ οι τόκοι καταβάλλονται χωρίς να παρακρατείται επ' αυτών φόρος από τράπεζα την οποία ορίζει ο εκδότης ως αντιπρόσωπό του για τις πληρωμές στους επενδυτές που κομίζουν τα τοκομερίδια ή τα σώματα των ομολόγων. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι επενδυτές δεν υποχρεούνται να υπογράφουν τα ομόλογα ή να γνωστοποιούν κατ' άλλο τρόπο την ταυτότητά τους στον εκδότη. Κατά τη συνήθη πρακτική, προκειμένου για εκδόσεις ευρωομολόγων ευρείας κυκλοφορίας, και ιδίως για εκδόσεις που απευθύνονται σε ιδιώτες επενδυτές, τηρείται ο κανόνας του ανώνυμου χαρακτήρα των παραδοσιακών ευρωομολόγων, οπότε δεν απαιτείται οποιαδήποτε βεβαίωση ή δήλωση ως προς την ταυτότητα του κομιστή. Ένα σημαντικό τμήμα της αγοράς αγνοεί απλώς οποιαδήποτε έκδοση όπου απαιτείται πιστοποίηση της ταυτότητας των επενδυτών.

4. Τον Οκτώβριο του 1994, το Βασίλειο του Βελγίου εξέδωσε ομόλογα στον κομιστή για ποσό 1 δισεκατομμυρίου γερμανικών μάρκων (DEM) στην αγορά ευρωομολόγων. Ανάδοχος της εκδόσεως, το ποσό της οποίας εκφράστηκε σε γερμανικά μάρκα, ήταν διεθνής κοινοπραξία τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών της οποίας ηγείτο η Dresdner Bank AG και η Schweizerischer Bankverein (Γερμανία) AG. Στους όρους του ομολογιακού δανείου περιείχετο η ακόλουθη διάταξη:

«εριορισμοί πωλήσεως

Βασίλειο του Βελγίου

Τα ομόλογα δεν μπορούν να προσφέρονται προς πώληση ή να πωλούνται, άμεσα ή έμμεσα, σε κατοίκους του Βασιλείου του Βελγίου ή σε εταιρίες ή άλλα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους στο εν λόγω κράτος παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσφορά ή η πώληση δεν συνιστά προσφορά στο κοινό του Βασιλείου του Βελγίου, σε (i) τράπεζα που έχει την έδρα της ή εγκατάσταση στο Βασίλειο του Βελγίου, (ii) χρηματιστηριακή εταιρία, παρόμοιο διαμεσολαβητή ή φορέα διεθνούς εμβελείας, η δραστηριότητα των οποίων συνίσταται στη διαπραγμάτευση κινητών αξιών ή στη διαχείριση κεφαλαίων πελατών και οι οποίοι εδρεύουν ή είναι εγκατεστημένοι στο Βέλγιο και (iii) σε ασφαλιστικές εταιρίες που εδρεύουν ή είναι εγκατεστημένες στο Βέλγιο. [...]»

5. Κατά σχετική ρητή δήλωση, το ομολογιακό δάνειο εκδόθηκε με βάση το βασιλικό διάταγμα της 4ης Οκτωβρίου 1994. Το εν λόγω διάταγμα ορίζει τα εξής:

«ALBERT ΙΙ, Βασιλιάς των Βέλγων,

[...]

Εκδίδει το παρόν διάταγμα:

Άρθρο 1. Ο Υπουργός Οικονομικών εξουσιοδοτείται να συνάψει ομολογιακό δάνειο σταθερού επιτοκίου, ποσού 1 δισεκαταμμυρίου (DEM) με την Dresdner Bank AG και τη Schweizerischer Bankverein (Γερμανία) AG στη Φρανκφούρτη. Το εν λόγω ομολογιακό δάνειο μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο, εν όλω ή εν μέρει, μιας ή περισσοτέρων συμβάσεων απαλλαγής επιτοκίου.

Άρθρο 2. Οι όροι και οι προϋποθέσεις του ομολογιακού δανείου και των ενδεχομένων συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίου θα καθορισθούν με συμφωνίες που θα συναχθούν με τους οικείους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

Άρθρο 3. Το δημόσιο παραιτείται από την είσπραξη του παρακρατουμένου φόρου προσόδου κινητών αξιών επί των τόκων του δανείου.

Δεν επιτρέπεται η απόκτηση ομολόγων από κατοίκους Βελγίου, πλην των τραπεζών, των χρηματοπιστωτικών ενδιαμέσων και των θεσμικών επενδυτών που αναφέρονται στις συμβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 και υπό τους όρους που καθορίζονται με τις συμβάσεις αυτές.

Οι οριστικοί τίτλοι θα χορηγούνται στους δικαιούχους κατόπιν προσκομίσεως πιστοποιητικού που βεβαιώνει ότι οι δικαιούχοι αυτοί είναι κάτοικοι εξωτερικού ή ότι πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο.

Άρθρο 4. Οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 συμφωνίες και κάθε άλλο έγγραφο σχετικό με το παρόν ομολογιακό δάνειο ή πράξεις απαλλαγής επιτοκίου συνάπτονται για λογαριασμό του βελγικού κράτους από τον Υπουργό Οικονομικών ή από αξιωματούχο του Υπουργείου Οικονομικών στον οποίο έχει παρασχεθεί σχετική εξουσιοδότηση.

Άρθρο 5. Το παρόν διάταγμα τίθεται σε ισχύ από 26 Σεπτεμβρίου 1994.

Άρθρο 6. Ο Υπουργός Οικονομικών είναι αρμόδιος για την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος.

Εκδόθηκε στις Βρυξέλλες, στις 4 Οκτωβρίου 1994.»

6. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαγόρευση αποκτήσεως ομολόγων κατά τα ανωτέρω από τους κατοίκους Βελγίου συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που αντίκειται στο άρθρο 73 B της Συνθήκης, το οποίο απαγορεύει οποιοδήποτε περιορισμό στην κίνηση των κεφαλαίων και στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων κρατών . Ως εκ τούτου, κίνησε την προ της προσφυγής διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 169. Το Βέλγιο απάντησε ότι την απαγόρευση είχαν υπαγορεύσει φορολογικοί μόνο λόγοι, ώστε να αποτραπεί η φοροδιαφυγή από φυσικά πρόσωπα κατοικούντα στο Βέλγιο δια της μη δηλώσεως του εισπραττομένου τόκου και ότι το βασιλικό διάταγμα εκδόθηκε με βάση το άρθρο 73 Δ της Συνθήκης (νυν άρθρο 58 ΕΚ), το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη α) να εφαρμόζουν τις διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους και β) να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας . Κατά το Βέλγιο, η απαγόρευση ούτε είναι αυθαίρετη και συνεπαγόμενη διακρίσεις ούτε αποτελεί συγκεκαλυμμένο περιορισμό στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και την ελεύθερη πραγματοποίηση πληρωμών· επιπλέον, είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό που έγκειται στην αποτροπή της φοροδιαφυγής.

7. Η Επιτροπή δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα αυτά και εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη στην οποία το Βέλγιο δεν απάντησε. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

8. Ενώπιον του Δικαστηρίου, το Βέλγιο προέβαλε ένα διαφορετικό επιχείρημα από αυτό που επικαλέστηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Η κύρια άμυνά του συνίσταται στον ισχυρισμό ότι το άρθρο 73 B δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της επίμαχης εκδόσεως ευρωομολόγων, διότι η εν λόγω έκδοση αποτελούσε εμπορική συναλλαγή στην οποία το βελγικό κράτος συμμετείχε όχι με την ιδιότητα της δημοσίας αρχής, αλλά με τους όρους που θα μετείχε ένας ιδιώτης δανειζόμενος. Τα επιχειρήματα του Βελγίου περί δικαιολογημένου και ανάλογου χαρακτήρα του βαλλομένου μέτρου προβάλλονται μόνον εναλλακτικώς. Κατά συνέπεια, θα εξετάσω πρώτον το κύριο ζήτημα αν η απαγόρευση αποκτήσεως ομολόγων από κατοίκους Βελγίου είναι καταρχήν αντίθετη προς το άρθρο 73 B. Ωστόσο, προτού προχωρήσω στην εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών, θα κάνω μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των εφαρμοστέων διατάξεων της Συνθήκης και μια συνοπτική παράθεση της σχετικής νομολογίας, καθ' ότι, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, η νομολογία επί των προϊσχυσάντων κειμένων εξακολουθεί να είναι λυσιτελής για την ερμηνεία των άρθρων 73 B και 73 Δ.

Τα άρθρα 73 B και 73 Δ στο ιστορικό τους πλαίσιο

9. Η διάταξη που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 73 Β ήταν το άρθρο 67 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο προέβλεπε τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη καταργούν προοδευτικώς μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου και κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς, τους περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων που ανήκουν σε πρόσωπα τα οποία έχουν κατοικία εντός των κρατών μελών, όπως και τις διακρίσεις μεταχειρίσεως που βασίζονται στην ιθαγένεια ή στην κατοικία των μερών ή στον τόπο της επενδύσεως.

2. Οι τρέχουσες πληρωμές που συνδέονται με τις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών ελευθερώνονται από όλους τους περιορισμούς το αργότερο κατά τη λήξη του πρώτου σταδίου.»

10. Με το άρθρο 69 το Συμβούλιο εξουσιοδοτείτο να εκδώσει τις αναγκαίες οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 67. Η πρώτη οδηγία, περί εφαρμογής του άρθρου 67 της Συνθήκης , εκδόθηκε στις 11 Μα_ου 1960· η δεύτερη οδηγία, με την οποία τροποποιήθηκε η πρώτη, εκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1962 .

11. Οι εν λόγω οδηγίες διαιρούσαν τις κινήσεις κεφαλαίων σε τέσσερις καταλόγους - κατηγορίες για καθεμιά απ' τις οποίες ίσχυε ένα διαφορετικό επίπεδο απελευθέρωσης. Ο κατάλογος A περιελάμβανε συναλλαγές ή εμβάσματα για τα οποία τα κράτη μέλη υπεχρεούντο να χορηγούν «όλες τις άδειες ξένου συναλλάγματος»· στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονταν άμεσες επενδύσεις σε επιχειρήσεις, επενδύσεις σε ακίνητα, ορισμένες κινήσεις προσωπικών κεφαλαίων και εμπορικές πιστώσεις και αποστολές χρημάτων απαιτούμενες για την παροχή υπηρεσιών. Οι περιλαμβανόμενες στον κατάλογο B συναλλαγές και μεταφορές απαιτούσαν «γενική άδεια» των κρατών μελών· συνίσταντο κυρίως σε συναλλαγές επί χρεωγράφων, και ειδικότερα στην αγορά και πώληση από κατοίκους του εξωτερικού εγχωρίων χρεωγράφων εισηγμένων σε χρηματιστήριο και αντίστοιχες συναλλαγές επί αλλοδαπών εισηγμένων χρεωγράφων από κατοίκους του εσωτερικού. Όσον αφορά τον κατάλογο Γ, τα κράτη μέλη δικαιούνταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να διατηρήσουν ή να επανεισαγάγουν συναλλαγματικούς περιορισμούς που ίσχυαν κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ της οδηγίας· στον κατάλογο Γ περιλαμβανόταν η έκδοση και η τοποθέτηση χρεωγράφων εγχώριας επιχειρήσεως σε ξένη κεφαλαιαγορά και αλλοδαπής επιχείρησεως στην εγχώρια κεφαλαιαγορά, η διασυνοριακή απόκτηση και ρευστοποίηση μη εισηγμένων χρεωγράφων και μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς και η χορήγηση και αποπληρωμή ορισμένων μακροπροθέσμων πιστώσεων. Τέλος, ο κατάλογος Δ περιελάμβανε τις κινήσεις κεφαλαίων των οποίων δεν επεβάλλετο η απελευθέρωση, μεταξύ των οποίων συγκατελέγετο το άνοιγμα και η τοποθέτηση κεφαλαίων σε τρεχούμενους ή προθεσμιακούς λογαριασμούς, η εισαγωγή και εξαγωγή με φυσική μετακίνηση περιουσιακών στοιχείων χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα και τα προσωπικά δάνεια.

12. Στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας ορίζονταν τα εξής:

«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν περιορίζουν το δικαίωμα των κρατών μελών να ελέγχουν το χαρακτήρα και τη γνησιότητα συναλλαγών ή μεταβιβάσεων καθώς και το δικαίωμα να λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την πρόληψη παραβάσεων των νόμων και κανονισμών τους.»

13. Το καθεστώς αυτό παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1986, οπότε η οδηγία 86/566 τροποποίησε την πρώτη οδηγία συγχωνεύοντας στην πραγματικότητα τους παλαιούς καταλόγους A και B σε ένα νέο κατάλογο A, για τον οποίο ίσχυε η ίδια υποχρέωση χορηγήσεως αδείας που είχε ισχύσει και για τον προϋπάρξαντα κατάλογο A, στον οποίο προστέθηκαν και άλλες συναλλαγές και μεταφορές κεφαλαίων που υπάγονταν προηγουμένως στον κατάλογο Γ, ο οποίος περιείχε τα προαναφερθέντα στοιχεία, ενώ ως νέο στοιχείο προστέθηκε η απόκτηση και ρευστοποίηση εκ μέρους κατοίκων του οικείου κράτους εγχωρίων εισηγμένων ή μη εισηγμένων χρεωγράφων που είχαν εκδοθεί σε αλλοδαπή κεφαλαιαγορά. Ότι απέμεινε από τον κατάλογο Γ μετονομάστηκε σε κατάλογο Β και υπήχθη στους όρους που είχαν ισχύσει για τον κατάλογο Γ· ομοίως, ο πρώην κατάλογος Δ μετονομάστηκε σε κατάλογο Γ και εξακολούθησε να μην υπάγεται στο καθεστώς ελευθερώσεως.

14. Η οδηγία 88/361 , η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1ης Ιουλίου 1990, καθιέρωσε τελικώς τη βασική αρχή της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να «καταργήσουν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών» . Στο παράρτημα Ι, «Ονοματολογία των κινήσεων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας», περιλαμβάνονταν τα εξής:

«ΙΙΙ. ράξεις επί τίτλων που είναι συνήθως διαπραγματεύσιμοι στην κεφαλαιαγορά

[...]

α) Μετοχές και λοιποί τίτλοι που έχουν χαρακτήρα συμμετοχής [...]

b) Ομόλογα [...]

A. Συναλλαγές επί τίτλων στις αγορές κεφαλαίων

[...]

2.

Απόκτηση από κατοίκους ξένων τίτλων που είναι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο [...]

4. Απόκτηση από κατοίκους ξένων τίτλων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι σε χρηματιστήριο [...]»

15. Το άρθρο 4 της οδηγίας 88/361 όριζε τα εξής:

«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή των παραβάσεων των νόμων και των κανονιστικών τους πράξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προσεκτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης.

Η εφαρμογή των μέτρων και διαδικασιών αυτών δεν μπορεί να οδηγεί σε παρεμπόδιση των κινήσεων κεφαλαίων, που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου» .

16. Δυνάμει του άρθρου 73 A, που προστέθηκε στη Συνθήκη ΕΚ με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (συνθήκη Μάαστριχτ), τα άρθρα 67 έως 73 αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 73 B, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Ζ από 1ης Ιανουαρίου 1994. Τα άρθρα 73 B και 73 Δ ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 73 B

1. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

2. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύονται όλοι οι περιορισμοί στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

[...]

Άρθρο 73 Δ

1. Οι διατάξεις του άρθρου 73 B δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών:

α) να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους,

β) να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ίδιως στον τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευόμενα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγουν τη δυνατότητα εφαρμογής περιορισμών του δικαιώματος εγκατάστασης που συμβιβάζονται με την παρούσα συνθήκη.

3. Τα μέτρα και οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 73 B.»

17. ρέπει να προσθέσω εδώ ότι, από 1ης Μα_ου 1999, τα άρθρα 73 B και 73 Δ κατέστησαν, μετά τη νέα αρίθμηση τα άρθρα 56 και 58 χωρίς, ωστόσο, να τροποποιηθούν.

Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας

18. Ενόψει της νομοθετικής ιστορίας των άρθρων 73 B και 73 Δ, είναι σαφές ότι η νομολογία του Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία ορισμένων πτυχών της παλαιότερης νομοθεσίας εξακολουθεί να είναι λυσιτελής για την ερμηνεία των άρθρων αυτών . Οι ακόλουθες υποθέσεις είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

19. Στην υπόθεση Brugnoni , οι προσφεύγοντες της κυρίας δίκης κάτοικοι Ιταλίας, είχαν αγοράσει ομόλογα αξίας 5 000 DEM εκδόσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα εισηγμένα στο γερμανικό χρηματιστήριο για αλλοδαπούς τίτλους. Η ιταλική νομοθεσία προέβλεπε ότι οι κάτοικοι Ιταλίας μπορούσαν να κατέχουν μετοχές ή ομόλογα εκδοθέντα ή αποπληρωτέα στην αλλοδαπή μόνον υπό τον όρο ότι θα κατέθεταν συγκεκριμένο ποσό καθώς και τους τίτλους σε εγκεκριμένη προς τούτο τράπεζα. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η νομοθεσία αυτή εστερείτο νομιμότητας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ενώ η επιβολή της υποχρεώσεως για την κατάθεση ορισμένου ποσού ήταν σύννομη αφού είχε επιτραπεί ρητώς με απόφαση της Επιτροπής, η επιβολή της υποχρεώσεως καταθέσεως των τίτλων αντέκειτο στο άρθρο 67 της Συνθήκης και στην πρώτη οδηγία, εκτός αν ήταν απαραίτητη για τον έλεγχο της συμμορφώσεως προς τους κανόνες της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Εναπόκειτο στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν το συγκεκριμένο μέτρο ήταν «απαραίτητο» κατά την έννοια του άρθρου 5 της πρώτης οδηγίας για την πρόληψη παραβάσεων της υποχρεώσεως τηρήσεως τραπεζικής καταθέσεως που επέβαλε νομίμως η ιταλική νομοθεσία .

20. Στην υπόθεση Margetts και Addenbrooke το ερώτημα ήταν αν οι αγορές εγχωρίων τίτλων από κατοίκους ορισμένου κράτους σε αγορά άλλου κράτους ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων· το Δικαστήριο, ενώ επισήμανε ότι οι εν λόγω συναλλαγές είχαν ελευθερωθεί δυνάμει της οδηγίας 86/566, αποφάνθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχαν ακόμη ελευθερωθεί, καθ' ότι η εν λόγω οδηγία δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξήγησε ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν είχαν ελευθερωθεί με την πρώτη και τη δεύτερη οδηγία, κυρίως λόγω

«της τότε ανάγκης να εξασφαλισθεί ότι η έκδοση ενός ομολογιακού δανείου στο εξωτερικό θα απέδιδε μια καθαρή εισροή κεφαλαίων και δεν θα κατέληγε απλώς στην επανεισαγωγή εθνικών αποταμιεύσεων μέσω της χρηματαγοράς ενός άλλου κράτους. Ήταν ανάγκη να ληφθεί πρόνοια κατά του κινδύνου αυτού, ενόψει του ότι ένα ομολογιακό δάνειο που εκδίδεται στο εξωτερικό, ιδίως από το κράτος, πολύ συχνά περιέχει όρους ευνοϊκότερους από αυτούς που προσφέρονται στην εγχώρια αγορά.

Αν τα εν λόγω εκδιδόμενα στο εξωτερικό ομολογιακά δάνεια μπορούσαν ελεύθερα να καλύπτονται από κατοίκους του εκδίδοντος κράτους, θα μπορούσε να αυξηθεί το εσωτερικό κόστος του δημοσίου χρέους ή να εξουδετερωθεί το επιδιωκόμενο όφελος από την δημιουργία καθαρών εισροών κεφαλαίου. Όταν η Επιτροπή υπέβαλε τις προτάσεις της για μια νέα οδηγία , είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ενόψει της ολοκληρώσεως της κοινής αγοράς και, ειδικότερα, της δημιουργίας ενός ενοποιημένου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, και λαμβανομένων υπόψη των επικρατουσών οικονομικών συνθηκών, η διατήρηση περιορισμών αυτού του είδους δεν εδικαιολογείτο πλέον» .

21. Στην υπόθεση Bordessa κ.λπ. , το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται με βάση το άρθρο 4 της οδηγίας 88/361 η επιβολή υποχρεώσεως για προηγούμενη δήλωση ή λήψη αδείας για την εξαγωγή κερμάτων, τραπεζογραμματίων ή επιταγών. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η επιβολή της υποχρεώσεως λήψεως προηγουμένης αδείας είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή εξαγωγών συναλλάγματος και την εξάρτησή τους από τη συναίνεση των διοικητικών αρχών, η οποία έπρεπε να ζητείται με ειδική αίτηση: η επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα είχε ως συνέπεια την εξάρτηση της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων από τη βούληση των διοικητικών αρχών και, κατά συνέπεια, θα καθιστούσε την εν λόγω ελευθερία ανύπαρκτη στην πράξη, ενώ θα μπορούσε επίσης να έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση των κινήσεων κεφαλαίων που θα πραγματοποιούνταν σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, σε αντίθεση προς τα προβλεπόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 4. Αντίθετα, η επιβολή υποχρεώσεως για προηγούμενη δήλωση μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που δικαιούνται να λάβουν τα κράτη μέλη, καθ' ότι, σε αντίθεση με την προηγούμενη άδεια, δεν συνεπάγεται αναστολή της οικείας συναλλαγής, ενώ παρέχει στις εθνικές αρχές τη δυνατότητα να ασκούν αποτελεσματική εποπτεία για την πρόληψη παραβάσεων των εθνικών τους νομοθετικών κανονιστικών διατάξεων . Η Ισπανική Κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι μόνον ένα σύστημα προηγουμένης αδείας θα επέτρεπε να χαρακτηριστεί ως ποινική μια παράβαση και επομένως να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις· το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα αυτό λόγω του ότι η Ισπανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε επαρκώς ότι ήταν αδύνατο να κολαστεί ποινικώς η παράλειψη υποβολής προηγούμενης δηλώσεως.

22. Η υπόθεση Sanz de Lera κ.λπ. αφορούσε την ίδια εθνική νομοθεσία όπως η υπόθεση Bordessa· ωστόσο, οι εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις ήταν τα άρθρα 73 B και 73 Δ της Συνθήκης και όχι η οδηγία 88/361. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 73 Δ αναφερόταν ιδίως σε μέτρα που αποσκοπούν στην αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων καθώς και στην καταπολέμηση παρανόμων δραστηριοτήτων όπως, μεταξύ άλλων, η φοροδιαφυγή . Ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, τον οποίο συνεπάγεται η επιβολή της υποχρεώσεως λήψεως αδείας, θα μπορούσε να εξελιχθεί χωρίς εντούτοις να επηρεαστεί η υλοποίηση των στόχων στους οποίους αποβλέπει η ρύθμιση αυτή: θα αρκούσε η καθιέρωση καταλλήλου συστήματος υποβολής δηλώσεων, ώστε να γνωστοποιούνται η φύση της σχεδιαζομένης πράξεως και η ταυτότητα του δηλούντος, πράγμα το οποίο παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις αναγκαίες κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως της εθνικής νομοθεσίας . Όσον αφορά το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι μόνον ένα σύστημα λήψεως αδείας επιτρέπει τον χαρακτηρισμό ενός αδικήματος ως ποινικού και την επιβολή ποινικών κυρώσεων, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τέτοιου είδους λόγοι δεν είναι ικανοί να δικαιολογήσουν τη διατήρηση μέτρων τα οποία είναι ασυμβίβαστα με το κοινοτικό δίκαιο .

23. Η πιο πρόσφατη υπόθεση Sandoz , αφορούσε νομοθετικά μέτρα επιβάλλοντα τέλος χαρτοσήμου επί των συμβάσεων ομολογιακών δανείων που συνάπτονταν σε άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εν λόγω νομοθεσία στερούσε τους κατοίκους ενός κράτους μέλους της δυνατότητας να τύχουν του ευεργετήματος της μη υποβολής σε φόρο, η οποία ενδέχεται να ισχύει για τα δάνεια που συνάπτονται εκτός του εθνικού εδάφους. Επομένως, ένα τέτοιο μέτρο ήταν ικανό να αποτρέπει τους κατοίκους αυτούς από το να συνάπτουν δάνεια με πρόσωπα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, συνιστούσε περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 73 B . Δεδομένου, ωστόσο, ότι η εν λόγω νομοθεσία είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεώνει τους δανειζομένους να καταβάλουν το τέλος εμπόδιζε τους υποκειμένους στον φόρο να αποφεύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από την εθνική φορολογική νομοθεσία επωφελούμενοι της ελευθερίας της κινήσεως κεφαλαίων που εξασφαλίζει το άρθρο 73 B, παράγραφος 1. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση κρίθηκε απαραίτητη για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τόμεα της φορολογίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1 .

24. Τέλος, στην υπόθεση Konle , το Δικαστήριο εξέτασε, μεταξύ άλλων, το σύννομο εθνικής νομοθεσίας επιβάλλουσας προηγούμενη άδεια για την απόκτηση ακινήτου. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η συλλογιστική στην οποία στήριξε τα συμπεράσματά του στις υποθέσεις Bordessa και Sanz de Lera - δηλαδή ότι ένα σύστημα προηγουμένης αδείας για την εξαγωγή συναλλάγματος μπορούσε να καταστήσει πρακτικά ανύπαρκτη την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και ότι η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος προηγουμένης δηλώσεως μπορούσε να εξασφαλίσει την επίτευξη του ιδίου σκοπού χωρίς να περιορίζει την εν λόγω ελευθερία - δεν μπορούσε να εφαρμοστεί άμεσα στην υπό κρίση υπόθεση, καθ' ότι μια διαδικασία δηλώσεως δεν θα επέτρεπε την επίτευξη του στόχου της εν λόγω νομοθεσίας (που ήταν να εξασφαλίσει ότι το ακίνητο δεν εχρησιμοποιείτο ως δευτερεύουσα κατοικία). Ωστόσο, στη συνέχεια αποφάνθηκε ότι για τις παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας περί δευτερεύουσας κατοικίας μπορούσαν να επιβληθούν κυρώσεις και με άλλους τρόπους· υπό τις συνθήκες αυτές, η διαδικασία χορηγήσεως αδείας κρίθηκε ότι συνιστούσε περιορισμό της κινήσεως κεφαλαίων, ο οποίος δεν ήταν απαραίτητος για την αποτροπή παραβιάσεων της εθνικής νομοθεσίας περί δευτερεύουσας κατοικίας .

Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 73 B

25. Στο επίκεντρο της παρούσας διαδικασίας είναι η απαγόρευση αποκτήσεως ευρωομολόγων από τους κατοίκους ενός κράτους μέλους. Είναι αναμφισβήτητο ότι μια τέτοια απαγόρευση, εφόσον δεν δικαιολογείται, είναι αφ' εαυτής αντίθετη προς τους κανόνες περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων, οσάκις επιβάλλεται από κράτος μέλος: μια καθαρή απαγόρευση είναι σαφώς αντίθετη προς τη διάταξη της Συνθήκης περί απαγορεύσεως των περιορισμών. Είναι περαιτέρω σαφές από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι οι κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων εφαρμόζονται στις περιπτώσεις απαγορεύσεων που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε σχέση με την απόκτηση αλλοδαπών τίτλων από τους υπηκόους του . Είναι επίσης σαφές, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ότι οι κανόνες που επιβάλλονται από κράτος μέλος με σκοπό να αποθαρρυνθούν οι ενδιαφερόμενοι και να μην ασκήσουν δικαίωμα το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο της ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων , ή με τους οποίους επιβάλλεται σχετική προηγούμενη άδεια , είναι καταρχήν αντίθετοι προς τις διατάξεις του άρθρου 73 B. Συνεπώς, δεν αμφισβητείται ότι ένα κράτος μέλος το οποίο, απαγορεύοντας στους κατοίκους του να αποκτούν τίτλους εξωτερικού, δεν περιορίζεται στο να αποθαρρύνει τους κατοίκους του να εγγραφούν στις οικείες εκδόσεις, αλλά επεμβαίνει πολύ δραστικότερα ή απαιτεί την έκδοση προηγουμένης περί τούτου αδείας, παραβαίνει το άρθρο 73 B, εκτός εάν το εν λόγω μέτρο είναι δικαιολογημένο.

26. Ωστόσο, χρειάζεται να διευκρινιστούν δύο περαιτέρω ζητήματα προκειμένου να κριθεί αν το άρθρο 73 B βρίσκει εφαρμογή ενόψει των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως. ρώτον, συνιστά η εκ μέρους κράτους μέλους απαγόρευση στους κατοίκους του να αποκτούν ευρωομόλογα που εκδίδει το ίδιο αυτό κράτος περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων μεταξύ κρατών κατά την έννοια του άρθρου 73 B; Με άλλα λόγια, είναι το ενδοκοινοτικό στοιχείο επαρκές ώστε να εφαρμοστούν οι διατάξεις της Συνθήκης; Δεύτερον, εφαρμόζεται η απαγόρευση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων του άρθρου 73 B επί των ενεργειών του Βελγίου που έδωσαν αφορμή στην παρούσα διαδικασία ή οι ενέργειες αυτές, όπως ισχυρίστηκε το Βέλγιο, δεν πραγματοποιήθηκαν από το εν λόγω κράτος με την ιδιότητά του ως κράτους μέλους, με αποτέλεσμα να αποκλείεται οποιαδήποτε ευθύνη λόγω παραβάσεως;

Το ενδοκοινοτικό στοιχείο

27. Μολονότι το Βέλγιο δεν ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο αφορά ευρωομόλογα εκδοθέντα από το Βασίλειο του Βελγίου και αφορά μόνον κατοίκους του ιδίου κράτους, πρόκειται για καθαρά εσωτερική υπόθεση του Βελγίου, η Επιτροπή προέβαλε μια σειρά προκαταρκτικών ισχυρισμών υποστηρίζοντας την άποψη ότι, παρά ταύτα, το ενδοκοινοτικό στοιχείο είναι αρκετά ισχυρό ώστε να εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων. Δεδομένου ότι η άποψη αυτή δεν αμφισβητείται, δεν θα παραθέσω εκτενώς τα επιχείρηματα της Επιτροπής. Ωστόσο, επικροτώ πλήρως τις θέσεις της Επιτροπής ότι η αρχή της ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων παρέχει στα φυσικά πρόσωπα το δικαίωμα να επενδύουν ελεύθερα αποκτώντας τίτλους εκδιδομένους σε άλλο κράτος μέλος · ότι το ομολογιακό δάνειο για το οποίο πρόκειται έχει οπωσδήποτε διεθνή χαρακτήρα: η ονομαστική του αξία ήταν εκφρασμένη σε γερμανικά μάρκα, συμμετείχε σ' αυτό μια διεθνής κοινοπραξία τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εισήχθη στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης και διείπετο από το δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· και ότι, ακόμη και προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία ελευθερώσεως των κινήσεων κεφαλαίων, το Δικαστήριο είχε κρίνει αντιθέτους προς το άρθρο 67 της Συνθήκης ΕΚ (προκάτοχο του άρθρου 73 B· βλ. σημείο 9 ανωτέρω) τους περιορισμούς κράτους μέλους στην πρόσβαση των κατοίκων του σε ξένα κεφάλαια .

Ευθύνεται το Βέλγιο ως κράτος μέλος για τους όρους εκδόσεως;

28. Υπάρχουν δύο συνδεόμενες μεταξύ τους πτυχές στην κύρια άμυνα του Βελγίου.

29. ρώτον, το Βέλγιο ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση που έδωσε αφορμή στην παρούσα διαδικασία δεν αποτελεί κρατικό μέτρο γενικής εφαρμογής, αλλά συμβατικό όρο προκύψαντα μετά από διαπραγμάτευση στο πλαίσιο συναλλαγής στην οποία το Βέλγιο συμμετέσχε με τους ίδιους όρους όπως ένας ιδιώτης δανειζόμενος. Το βασιλικό διάταγμα της 4ης Οκτωβρίου 1994 απλώς εξουσιοδοτεί τον Υπουργό να ενεργήσει σε συγκεκριμένη συναλλαγή υπό όρους που θα συμφωνηθούν ή καθορίζονται στο εν λόγω διάταγμα και ο βαλλόμενος περιορισμός ως προς την πώληση διατυπώνεται στο βασιλικό διάταγμα μόνο στο πλαίσιο αυτό. Ο περιορισμός εφαρμόζεται επί τρίτων όχι δυνάμει του διατάγματος, αλλά μόνον ως συμβατική διάταξη που διέπει τους όρους του δανεισμού. Κατά συνέπεια, το διάταγμα δεν αποτελεί γενικό νομοθετικό μέτρο εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 73 B.

30. Δεύτερον, το Βέλγιο υποστηρίζει ότι τόσο ο κοινοτικός νομοθέτης στην οδηγία 80/723 περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων , όσο και το Δικαστήριο, στην υπόθεση Piacentino και στην υπόθεση LTU , διέκριναν μεταξύ του ρόλου του κράτους ως δημοσίας αρχής και ως ιδιώτη ιδιοκτήτη ή συναλλασσομένου. Η διάκριση αυτή είναι σημαντική καθ' ότι ενέργειες του κράτους ως ιδιώτη συναλλασσομένου έναντι άλλων ιδιωτών δεν μπορεί να υπαχθεί στο άρθρο 73 B· η διάταξη αυτή δεν έχει οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται επί διατάξεως σαν αυτή που επιβάλλει τους υπό εξέταση περιορισμούς επί των πωλήσεων που περιλαμβάνεται στους όρους ομολογιακού δανείου εκδοθέντος από κράτος ενεργούντος ως ιδιώτη δανειζομένου.

31. Η Επιτροπή απαντά ότι μόνον το κράτος, με την ιδιότητά του ως δημοσίας αρχής, είναι αρμόδιο να παραιτείται του παρακρατουμένου φόρου επί των καταβαλλομένων τόκων συγκεκριμένου ομολογιακού δανείου και να απαγορεύει στους φορολογικώς υποχρέους του να εγγράφονται στην έκδοση ευρωομολόγων. Το άρθρο 3 του βασιλικού διατάγματος αποτελεί μέτρο γενικής οικονομικής πολιτικής που θεσπίστηκε από τη Βελγική Κυβέρνηση ενεργούσα ως δημόσια αρχή και δεν θα μπορούσε να επιβληθεί από ιδιώτη επενδυτή εκδίδοντα ομόλογα στην αγορά ευρωομολόγων.

32. Η Επιτροπή προσθέτει ότι τα παραδείγματα που επικαλέστηκε το Βέλγιο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα υπόθεση. Η οδηγία 80/723 αφορά τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και δημοσίων επιχειρήσεων στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους και δεν έχει καμία σχέση με την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών. Η αναφορά στην υπόθεση Piacentino δεν είναι λυσιτελής καθ' ότι εν προκειμένω είναι προφανές ότι το Βέλγιο δεν ενήργησε από νομικής απόψεως ως ιδιώτης συναλλασσόμενος: κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν έχει την ίδια εξουσία με το βελγικό κράτος και κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν μπορεί να αποφασίσει να παραιτηθεί του παρακρατουμένου φόρου επί των καταβαλλομένων τόκων ή να απαγορεύει στους υπηκόους του (ή άλλη κατηγορία προσώπων) να συμμετέχουν σε συγκεκριμένη έκδοση ευρωομολόγων. Η αναφορά στην υπόθεση LTU είναι επίσης αλυσιτελής εν προκειμένω, δεδομένου ότι αφορά την ερμηνεία της φράσεως «αστικά και εμπορικά θέματα» κατά την έννοια της συμβάσεως των Βρυξελλών .

33. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι όροι του επιμάχου ομολογιακού δανείου είναι καθαρά συμβατικοί, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι το βασιλικό διάταγμα προβλέπει ότι οι όροι εκδόσεως καθορίζονται με συμβάσεις που θα συναφθούν με τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ο όρος του οποίου η νομιμότητα αμφισβητείται, δεν ορίστηκε συμβατικά αλλά απορρέει από κανονιστική πράξη του Υπουργού Οικονομικών. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εφόσον το Βέλγιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής, το γεγονός ότι το άρθρο 73 B δεν έχει οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα δεν το καθιστά εν προκειμένω ανεφάρμοστο.

34. Ο ισχυρισμός του Βελγίου μπορεί να συνοψιστεί στο ότι το βαλλόμενο μέτρο, επειδή δεν θεσπίστηκε από το βελγικό κράτος υπό την ιδιότητά του ως δημοσίας αρχής, δεν μπορεί να συνιστά παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 169· στην πραγματικότητα, το επιχείρημα διατυπώθηκε στο υπόμνημα αντικρούσεως του Βελγίου.

35. Το άρθρο 73 B απαγορεύει όλους τους περιορισμούς της ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων. Το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η Επιτροπή στην παρούσα διαδικασία είναι μια απλή και καθαρή απαγόρευση αποκτήσεως ορισμένων ευρωομολόγων από κατοίκους Βελγίου, επιβαλλόμενη με βασιλικό διάταγμα. Όπως προαναφέρθηκε , δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοια απαγόρευση, εφόσον δεν είναι δικαιολογημένη, αντίκειται αυτή καθαυτή στους κανόνες περί ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων· το επιχείρημα του Βελγίου αφορά μόνον την ιδιότητα υπό την οποία το βελγικό κράτος επέβαλε την απαγόρευση.

36. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η απαγόρευση περιέχεται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 3 του βασιλικού διατάγματος. Το Βέλγιο αναγνώρισε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η πρώτη παράγραφος του εν λόγω άρθρου περιείχε κανονιστικό μέτρο. Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια διάταξη που έχει ενσωματωθεί στη νομοθεσία κράτους μέλους δεν έχει θεσπιστεί από το κράτος αυτό υπό την ιδιότητά του ως κράτος μέλος. Ούτε η νομολογία την οποία επικαλέστηκε το Βέλγιο ούτε η οδηγία 80/723 της Επιτροπής είναι εν προκειμένω λυσιτελής.

37. Η υπόθεση Piacentino αφορούσε μια ειδική διάταξη της κοινοτικής νομοθεσίας , η οποία προέβλεπε ότι οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή συναλλαγές τους, οσάκις η μη υπαγωγή τους στο φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού. Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. εραιτέρω, στην υπόθεση Piacentino έκρινε ότι: «κατά το μέτρο που η διάταξη αυτή εξαρτά τη μη επιβολή του φόρου των οργανισμών δημοσίου δικαίου από την προϋπόθεση ότι η εν λόγω οργανισμοί ενεργούν ως "δημοσία εξουσία", δεν απαλλάσσει από το φόρο τις δραστηριότητες που ασκούν οι οργανισμοί ως φορείς δημοσίου δικαίου αλλά ως φορείς ιδιωτικού δικαίου» . Κράτος μέλος που νομοθετεί με βασιλικό διάταγμα είναι προφανές ότι δεν ενεργεί ως «φορέας ιδιωτικού δικαίου»

38. Και η δεύτερη υπόθεση την οποία επικαλέστηκε το Βέλγιο, η LTU στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο προέβη σε αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» για τους σκοπούς της συμβάσεως των Βρυξελλών, είναι αλυσιτελής. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «Μολονότι ορισμένες αποφάσεις εκδιδόμενες επί διαφορών μεταξύ δημοσίας αρχής και προσώπου διεπομένου από το εθνικό δίκαιο ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, τούτο δεν συμβαίνει οσάκις η δημόσια αρχή ενεργεί στο πλαίσιο ασκήσεως των εξουσιών της». Το Δικαστήριο με τη διαπίστωσή του αυτή απλώς αναγνωρίζει ότι μια δημόσια αρχή μπορεί άλλοτε να ενεργεί στο πλαίσιο ασκήσεως των εξουσιών της και άλλοτε να ενεργεί υπό άλλη ιδιότητα. Η δημόσια αρχή για την οποία επρόκειτο στην κυρία δίκη της εν λόγω υποθέσεως ήταν η ευρωπαϊκή οργάνωση για την ασφάλεια της εναέριας κυκλοφορίας (Eurocontrol) και η επίμαχη δραστηριότητα ήταν η επιβολή τελών στους ιδιοκτήτες αεροσκαφών για την χρήση των υπηρεσιών εναέριας ασφάλειας. Η κρίση του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία απόφαση που εκδίδεται επί αγωγής της Eurocontrol για καταβολή των εν λόγω τελών δεν εμπίπτει στο πεδίο της Συμβάσεως δεν μπορεί να στηρίξει το επιχείρημα ότι κράτος μέλος το οποίο επιβάλλει με βασιλικό διάταγμα απαγόρευση αποκτήσεως ευρωομολόγων από τους κατοίκους του δεν ενεργεί κατά παράβαση της αρχής της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων.

39. Τέλος, με την οδηγία 80/723 επιδιώκεται να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, σκοπός της οδηγίας είναι να διευκολύνει το εποπτικό έργο της Επιτροπής και ειδικότερα να καταστήσει δυνατό για την Επιτροπή να καθορίζει αν τίθεται θέμα κρατικών ενισχύσεων οσάκις δημόσιες αρχές παρέχουν χρηματοδότηση άμεσα ή έμμεσα σε κρατικές επιχειρήσεις. Το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η οδηγία είναι σαφώς πολύ διαφορετικό από το πραγματικό πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως και δεν αντιλαμβάνομαι γιατί έχει σημασία εν προκειμένω η διάκριση που κάνει η οδηγία μεταξύ του ρόλου του κράτους ως δημοσίας αρχής και του ρόλου του ως ιδιοκτήτη. εραιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάκριση αυτή «απορρέει από την αναγνώριση του γεγονότος ότι το κράτος μπορεί να ενεργεί είτε ασκώντας δημόσιες εξουσίες είτε αναλαμβάνοντας οικονομικές δραστηριότητες βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα προσφέροντας αγαθά και υπηρεσίες στην αγορά» · με βάση τη διάκριση αυτή, απαγόρευση επιβαλλόμενη με βασιλικό διάταγμα θα εθεωρείτο οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα ασκήσεως δημοσίας εξουσίας παρά ως ενέργεια εντασσόμενη στην άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων.

40. Καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι το κρινόμενο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας μέτρο, με βάση το οποίο απαγορεύεται σε ορισμένους κατοίκους του Βελγίου να αποκτούν ευρωομόλογα που εξέδωσε το Βασίλειο του Βελγίου τον Οκτώβριο του 1994, είναι αντίθετο προς το άρθρο 73 B, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί.

Λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απαγόρευση

41. Εναλλακτικώς, το Βέλγιο υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που το βαλλόμενο μέτρο θεωρηθεί ότι είναι κρατικό, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι δικαιολογημένο με βάση έναν από τους προβλεπόμενους σχετικώς λόγους και δεν επιβάλλει δυσανάλογο περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων.

42. Το Βέλγιο αναφέρεται χωριστά στο ζήτημα των λόγων εξαιρέσεως και του αναλόγου χαρακτήρα του μέτρου. Θα εξετάσω πρώτα τα επιχειρήματά του περί υπάρξεως λόγων που δικαιολογούν την απαγόρευση της συμμετοχής των κατοίκων Βελγίου. ροβάλλονται σχετικώς τρεις ισχυρισμοί οι οποίοι παρουσιάζονται ως χωριστοί δικαιολογητικοί λόγοι. ρώτον, το Βέλγιο αναφέρεται στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, με βάση το οποίο επιτρέπεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διάταξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας, υπό τον όρον ότι τα εν λόγω μέτρα δεν αποτελούν μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών. Στη συνέχεια, το Βέλγιο επικαλείται άλλους δύο λόγους που δεν βασίζονται στη Συνθήκη, αλλά προκύπτουν κατ' αναλογία από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί πιθανών λόγων που δικαιολογούν φορολογικής φύσεως περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως: επικαλείται την ανάγκη προστασίας της φορολογικής συνέπειας, την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε στις υποθέσεις και Επιτροπή κατά Βελγίου και την ανάγκη να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της φορολογικής εποπτείας, που αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο ως προέχουσα ανάγκη γενικού συμφέροντος στην υπόθεση Futura .

Το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_

43. Όσον αφορά το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, το Βέλγιο επισημαίνει ότι, εφόσον ένας από τους θεμελιώδεις όρους της αγοράς ευρωομολόγων είναι η μη επιβολή φόρου από τον εκδότη, όλα τα σχετικά με το ευρωομόλογο έγγραφα πρέπει να περιέχουν είτε δέσμευση περί του ότι δεν παρακρατείται φόρος από τον δανειζόμενο κατά την καταβολή τόκων είτε μια ρήτρα «προσαυξήσεως επιτοκίου» . Έτσι, η δραστηριοποίηση του Βελγίου στην αγορά ευρωομολόγων ενέχει μια φορολογική δυσκολία: δεδομένου ότι η απαλλαγή από τον παρακρατούμενο φόρο αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της αγοράς αυτής, πρέπει να ληφθούν μέτρα που να εξασφαλίζουν ότι οι κάτοικοι Βελγίου δεν θα φοροδιαφεύγουν εγγραφόμενοι σε ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται στο εξωτερικό. Ο αποκλεισμός των κατοίκων Βελγίου από τα εν λόγω ομολογιακά δάνεια είναι το μόνο μέτρο που μπορεί να αποτρέψει διακρίσεις μεταξύ των κατοίκων Βελγίου που εγγράφονται σε εκδόσεις ομολογιακών δανείων στο Βέλγιο και, ως εκ τούτου, υπόκειται στον παρακρατούμενο φόρο, και των κατοίκων Βελγίου που δεν υπόκειται στον φόρο αυτό επειδή απέκτησαν ευρωομόλογα τα οποία εξαιρούνται του παρακρατουμένου φόρου. Η απαγόρευση δικαιολογείται κύριως με βάση το ότι το Βέλγιο έχει ανάγκη να μπορεί να δραστηριοποιείται στις διεθνείς χρηματαγορές ούτως ώστε να διαχειρίζεται αποτελεσματικά το χρέος του επί ίσοις όροις με τους ιδιωτικούς φορείς. Επομένως, πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζει τη δραστηριότητά του στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αγοράς αυτής, αφού σε αντίθετη περίπτωση το δάνειο που εκδίδει δεν θα ενταχθεί στην κατηγορία των ευρωομολόγων με αποτέλεσμα να μην έχει τη συνδρομή των χρηματοοικονομικών ενδιαμέσων και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

44. Επομένως, ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του Βελγίου φαίνεται να είναι ότι η απαγόρευση συμμετοχής κατοίκων Βελγίου είναι αναγκαία προκειμένου το Βέλγιο να μπορεί να αντλεί κεφάλαια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Όποια κι αν είναι η αξία του επιχειρήματος αυτού από οικονομική άποψη, δεν αντιλαμβάνομαι με ποιο τρόπο μπορεί να ενεργοποιήσει το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_.

45. Ωστόσο, ίσως το Βέλγιο επιδιώκει να επαναφέρει το επιχείρημα που προέβαλε στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δηλαδή ότι το μέτρο εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, καθ' ότι αποσκοπεί στην πρόληψη της φοροδιαφυγής. Τόσο από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, η οποία κάνει λόγο για «μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών διατάξεων [...] στον τομέα της φορολογίας», όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι μέτρα αποσκοπούντα στην πρόληψη της φοροδιαφυγής είναι δυνατόν να υπαχθούν στην εξαίρεση που προβλέπει η Συνθήκη.

46. ροκύπτει επίσης σαφώς, τόσο από το γράμμα του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, όπου γίνεται λόγος για «τα απαραίτητα μέτρα», όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου , ότι το εκάστοτε κρινόμενο μέτρο πρέπει να ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας για να μπορεί να υπαχθεί στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_· στη συνέχεια θα εξετάσω αν το εξεταζόμενο εν προκειμένω μέτρο πληροί την εν λόγω προϋπόθεση.

47. Η Επιτροπή θέτει περαιτέρω το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 73 Δ προκειμένου να δικαιολογήσει μέτρο που σαφώς απαγορεύει την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό συνδέεται μάλλον με το ζήτημα της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, θα εξετασθεί στο οικείο σημείο.

Η αποτελεσματικότητα της φορολογικής εποπτείας

48. Το Βέλγιο υποστηρίζει επίσης ότι το προτεινόμενο μέτρο δικαιολογείται εάν ληφθεί υπόψη η ανάγκη να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της φορολογικής εποπτείας, που αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο ως κυρίαρχο ζήτημα γενικού συμφέροντος στην υπόθεση Futura και υποστηρίζει ότι, εφόσον δεν υπάρχει εναρμόνιση στον τομέα αυτό, τα κράτη μέλη δικαιούνται να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα σε εθνικό επίπεδο για την πρόληψη της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.

49. Στην υπόθεση Futura το Δικαστήριο φάνηκε να δέχεται ότι, ακόμη και περιορισμός στην ελευθερία εγκαταστάσεως ενέχων διακρίσεις στην συγκεκριμένη περίπτωση επιβολή υποχρεώσεως στις εγκατεστημένες εκτός του Λουξεμβούργου εταιρίες που διατηρούσαν υποκατάστημα στο εν λόγω κράτος να τηρούν χωριστούς λογαριασμούς για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος σύμφωνα με τους κανόνες φορολογικής λογιστικής του Λουξεμβούργου και να τηρούν τους εν λόγω λογαριασμούς στον τόπο εγκαταστάσεως του υποκαταστήματος), μπορούσε να δικαιλογηθεί με βάση προέχουσες ανάγκες γενικού συμφέροντος κατά την έννοια του όρου στην απόφαση Cassis de Dijon , στις οποίες συγκαταλέγεται η ανάγκη αποτελεσματικής φορολογικής εποπτείας. Ωστόσο, μεταγενέστερα αναγνώρισε εμμέσως σε πολλές περιπτώσεις ότι η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη και ότι η ανάγκη εξασφαλίσεως αποτελεσματικής φορολογικής εποπτείας μπορεί να δικαιολογεί μόνο μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως ή αντίστροφα, ότι μέτρα που δεν εφαρμόζονται με ενιαίο τρόπο - όπως μια απαγόρευση που απευθύνεται ρητά στους κατοίκους συγκεκριμένου κράτους - μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο δυνάμει ρητών εξαιρέσεων που περιέχει η Συνθήκη .

50. Δεν πιστεύω, ωστόσο, ότι είναι αναγκαίο να υπεισέλθω στο ζήτημα αυτό, μολονότι συντάσσομαι με την άποψη ότι μέτρα που ενέχουν διακρίσεις μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο με βάση σχετικές εξαιρέσεις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη. Όπως προανέφερα , είναι σαφές ότι μέτρα για την πρόληψη της φοροδιαφυγής - εφόσον είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό - εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_· επιπλέον, το Δικαστήριο δέχθηκε στην υπόθεση Sanz de Lera ότι μέτρα που είναι αναγκαία για να αποτρέψουν την διάπραξη ορισμένων παραβάσεων και επιτρέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 88/361 , συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής φορολογικής εποπτείας, καλύπτονται επίσης από το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαία η επίκληση της εννοίας της αποτελεσματικής ασκήσεως φορολογικών ελέγχων ως επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος με βάση την απόφαση Futura.

Η ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος

51. Το Βέλγιο επικαλείται επίσης ως λόγο δικαιολογούντα το επίμαχο μέτρο την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος, την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε στις αποφάσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου .

52. Η υπόθεση Bachmann προκάλεσε αρκετές συζητήσεις, καθ' ότι το Δικαστήριο φάνηκε να δέχεται ότι μέτρο που δεν εφαρμοζόταν κατά ενιαίο τρόπο μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατηρήσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος, ένα νέο επιτακτικό λόγο κατά την έννοια της αποφάσεως . Ωστόσο, το Δικαστήριο φαίνεται να δέχθηκε στην υπόθεση Bachmann ότι, εκτιμόμενοι υπό το πρίσμα της αρχής της ελεύθερης διακινήσεως των εργαζομένων, η υπό κρίση νομοθεσία στην πραγματικότητα εφαρμοζόταν χωρίς διακρίσεις (με βάση την ιθαγένεια των εργαζομένων) και η απόφασή του θα πρέπει ίσως να μελετηθεί υπό την προοπτική αυτή. Εν πάση περιπτώσει, δεν πιστεύω ότι μπορεί βασίμως να προβληθεί ο λόγος της συνοχής του φορολογικού συστήματος στην προκειμένη περίπτωση για τους ακόλουθους λόγους.

53. Οι υποθέσεις Bachmann και Επιτροπή κατά Βελγίου, οι μόνες υποθέσεις όπου έγινε δεκτός ο λόγος αυτός, αφορούσαν το ζήτημα αν οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που εξαρτούσαν τη δυνατότητα εκπτώσεως από το φορολογητέο εισόδημα των ασφαλιστικών εισφορών συντάξεως και ζωής από την καταβολή τους «στο Βέλγιο» συμβιβαζόταν με το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ). Το Δικαστήριο είναι σαφές ότι επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη συνάφεια ή την άμεση σχέση μεταξύ της δυνατότητας εκπτώσεως των εισφορών και της υποχρεώσεως καταβολής φόρων που βάρυνε τις ασφαλιστικές εταιρίες δυνάμει των ασφαλιστικών συμβολαίων συντάξεων και ζωής, συνέπεια του οποίου ήταν ότι η απώλεια εσόδων που επροκαλείτο από την αφαίρεση των εισφορών για ασφάλεια ζωής από το συνολικό φορολογητέο εισόδημα αντισταθμιζόταν από τη φορολόγηση των συντάξεων, των ετησίων προσόδων ή των κεφαλαιοποιημένων παροχών που καταβάλλονταν από τις ασφαλιστικές εταιρίες , και αποφάνθηκε ότι οι κρινόμενες διατάξεις δικαιολογούνταν από την ανάγκη εξασφαλίσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος στο οποίο εντάσσονταν. Έκτοτε, κράτη μέλη προσπάθησαν επανειλημμένως να πείσουν το Δικαστήριο ότι συγκεκριμένες φορολογικές διατάξεις δικαιολογούνταν λόγω της ανάγκης προστασίας της συνοχής του φορολογικού συστήματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αποφαινόμενο ότι δεν υφίστατο η ως άνω άμεση σύνδεση .

54. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή δεν δέχεται ότι η απαγόρευση μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση την ανάγκη συνοχής του φορολογικού συστήματος, καθ' ότι δεν υφίσταται η κατά τα ανωτέρω άμεση σύνδεση μεταξύ ενός φορολογικού πλεονεκτήματος (παραδείγματος χάριν δυνατότητα εκπτώσεως των ασφαλίστρων) και ενός αντιστοιχούντος μειονεκτήματος (παραδείγματος χάριν υποβολή σε φορολόγηση ποσών καταβαλλομένων δύναμει του ασφαλιστικού συμβολαίου): το κράτος, επιλέγοντας να αντλήσει κεφάλαια στην αγορά των ευρωομολόγων, παραιτήθηκε οικειοθελώς του πλεονεκτήματος, δηλαδή της δυνατότητας να επιβάλλει παρακρατούμενο φόρο στους καταβαλλόμενους τόκους. Επιπλέον, η απαγόρευση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιστοιχούν μειονέκτημα, επειδή, πρώτον, οι παντός είδους τόκοι που εισπράττονται από κατοίκους Βελγίου υπόκεινται, καταρχήν, σε φορολογία στο Βέλγιο και, δεύτερον, το πρόβλημα της φοροδιαφυγής ανακύπτει σε σχέση με τα παντός είδους εισοδήματα που αποκτώνται στο εξωτερικό και, ιδιαιτέρως, προκειμένου για εισόδημα από κινητές αξίες που αποκτούν κάτοικοι Βελγίου σε άλλα κράτη μέλη.

55. Ωστόσο, κατά την άποψη του Βελγίου η απαιτούμενη σχέση είναι παρούσα. Η απαλλαγή από τον παρακρατούμενο φόρο δεν αποτελεί μέτρο φορολογικής πολιτικής· επιβάλλεται στο Βελγικό κράτος από τη φύση αυτή καθ' εαυτή της αντλήσεως κεφαλαίων στην αγορά ευρωομολόγων. Αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου το κράτος να μπορεί να αντλεί κεφάλαια στη διεθνή αυτή αγορά υπό όρους που ανταποκρίνονται στους κανόνες της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρέους. Αναγνωρίζεται βεβαίως ότι, όταν το δημόσιο δανείζεται στην εγχώρια αγορά, ο φόρος μπορεί να παρακρατείται στην πηγή. Ωστόσο, το κράτος δεν μπορεί να περιοριστεί στον εν λόγω δανεισμό: αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες εσόδων για το κράτος, λόγω των λιγότερο ευνοϊκών συνθηκών της αγοράς· προπάντων, ο εγχώριος δανεισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει στο κράτος τα απαραίτητα κεφάλαια ιδίως στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το χρέος πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί σε άλλο νόμισμα . Επομένως, το κράτος πρέπει να είναι σε θέση, πρώτον, να εξασφαλίσει ότι η απαλλαγή από τον παρακρατούμενο φόρο δεν θα καταστεί μέσο φοροδιαφυγής και, δεύτερον, να αποφύγει την δημιουργία τόσο μιας εγχώριας αγοράς υποκειμένης στον παρακρατούμενο φόρο όσο και μιας αγοράς ευρωομολόγων μη υποκειμένης στον παρακρατούμενο φόρο και προσιτής σε ιδιώτες που κατοικούν στο Βέλγιο. Η απαγόρευση πωλήσεως ομολόγων στους κατοίκους Βελγίου επιτρέπει την επίτευξη των σκοπών αυτών και, κατά συνέπεια, εξασφαλίζει την απουσία αντιφάσεων στην πολιτική της εκδόσεως ομολόγων.

56. Κατά την άποψη του Βελγίου, υπάρχει ένας προφανής συσχετισμός μεταξύ της δυνατότητας επιβολής παρακρατουμένου φόρου και της τελικής φορολογικής επιβαρύνσεως. Οι στατιστικές δείχνουν ότι το εισόδημα από κινητές αξίες, ιδίως από το εξωτερικό, το οποίο δεν υποβάλλεται σε παρακρατούμενο φόρο, δεν δηλώνεται σχεδόν ποτέ. Ο στενός δεσμός μεταξύ της απαλλαγής από τον παρακρατούμενο φόρο - που είναι αναπόφευκτη συνέπεια της χρησιμοποιήσεως ευρωομολόγων - και της σχεδόν βέβαιας απώλειας του φόρου επί των καταβαλλομένων τόκων των ομολόγων υποχρεώνει, κατά συνέπεια, το κράτος να αναζητήσει μια αξιόπιστη λύση για τη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, χωρίς να παρέχει στους φορολογουμένους ένα μέσο φορολογίας. Η λύση αυτή δεν θα πρέπει να είναι να εγκαταλείψει το κράτος την άντληση δανειακών κεφαλαίων στην αγορά των ευρωομολόγων. Ούτε η λύση μπορεί να είναι η υιοθέτηση συστήματος πιστοποιητικών σαν αυτό που πρότεινε η Επιτροπή, καθόσον ένας τέτοιος μηχανισμός κατά κανόνα απορρίπτεται από την αγορά και τους χρηματοοικονομικούς μεσάζοντες και, κατά συνέπεια, θα υπονόμευε σοβαρά την ικανότητα του κράτους να δανείζεται στην αγορά ευρωομολόγων με ευνοϊκούς όρους. Μόνον η απαγόρευση πωλήσεων σε κατοίκους Βελγίου επιτρέπει την ικανοποίηση και των δύο, κατά τα λοιπά, επιτακτικών αναγκών. Κατά συνέπεια, η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος των κρατικών ομολογιακών δανείων, χωρίς απώλειες δημοσίων εσόδων, εξασφαλίζεται χάρη στο αμφισβητούμενο μέτρο που επιτρέπει στο κράτος να δραστηριοποιείται ελεύθερα στην αγορά των ευρωομολόγων.

57. Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω την επιχειρηματολογία του Βελγίου. Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ για ποιο συσχετισμό γίνεται λόγος. Η παραίτηση από τον παρακρατούμενο φόρο δεν εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία. Κανένα φορολογικό μειονέκτημα δεν αμφισβητείται, όπως στις υποθέσεις όπου ένα τέτοιο μειονέκτημα προβλήθηκε ως δικαιολογητικός λόγος εξαιρέσεως, και οι οποίες αναφέρονταν σε ειδικά και συγκεκριμένα φορολογικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για απαγόρευση αποκτήσεως ορισμένων κινητών αξιών. Το Βέλγιο φαίνεται να υποστηρίζει ότι η απαγόρευση αυτή δικαιολογείται, αφενός, από την ανάγκη του να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος αντλώντας κεφάλαια στην αγορά ευρωομολόγων και, αφετέρου, από την ανάγκη του να αποτρέψει τη φοροδιαφυγή. Επομένως, το πλαίσιο εντός του οποίου θεσπίστηκε το βαλλόμενο μέτρο απέχει πολύ από την άμεση αμοιβαία εξουδετέρωση φορολογικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που αποτελεί τη μόνη περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι εξασφαλίζεται η απαιτούμενη συνοχή του φορολογικού συστήματος .

58. Ενόψει των ανωτέρω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση αποκτήσεως των ευρωομολόγων για τα οποία πρόκειται από κατοίκους του Βελγίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση την ανάγκη συνοχής του φορολογικού συστήματος. Όπως προανέφερα , ωστόσο, η εν λόγω απαγόρευση μπορεί να δικαιολογηθεί ως μέτρο αποσκοπούν στην πρόληψη της φοροδιαφυγής κατά την έννοια του άρθρου 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, εφόσον δεν συνιστά δυσαναλόγως περιοριστικό μέτρο. Κατά συνέπεια, θα εξετάσω στη συνέχεια το ζήτημα αυτό.

Αποτελεί η απαγόρευση μέτρο ανάλογο προς το επιδιωκόμενο σκοπό;

59. Ένα μέτρο που περιορίζει την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, ακόμη και αν καλύπτεται από τους λόγους που αναγνωρίζονται από το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_, είναι νόμιμο μόνον εάν, επιπλέον, είναι και ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό : πρέπει να είναι κατάλληλο προκειμένου να εξασφαλιστεί η επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και πρέπει να μη συνεπάγεται περιορισμούς υπερβαίνοντες το αναγκαίο μέτρο λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού.

60. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, και αν ακόμη η απαγόρευση μπορούσε να δικαιολογηθεί με βάση έναν από τους λόγους που προέβαλε το Βέλγιο, είναι οπωσδήποτε δυσανάλογη, καθ' ότι δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε κατάλληλη ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού.

61. Κατά τα πρώτα στάδια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, το Βέλγιο υποστήριξε ότι η απαγόρευση συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, καθ' ότι ο αποκλεισμός των κατοίκων Βελγίου από την αγορά κρατικών ομολόγων εκφρασμένων σε γερμανικά μάρκα αφαιρεί από τα πρόσωπα αυτά τη δυνατότητα φοροδιαφυγής από το βελγικό φορολογικό σύστημα δια της μη δηλώσεως των εισπραττομένων τόκων, ενόψει του ότι το βελγικό κράτος έχει παραιτηθεί του παρακρατουμένου φόρου που αφαιρείται υπό κανονικές συνθήκες από τους καταβαλλομένους τόκους. Η Επιτροπή απαντά ότι, εφόσον το Βέλγιο επέλεξε οικειοθελώς να αντλήσει κεφάλαια με την έκδοση ομολογιακού δανείου στην αγορά ευρωομολόγων, του οποίου τους όρους καθόρισε το ίδιο, δεν μπορεί να επικαλείται την ύπαρξη ανάγκης.

62. Το Βέλγιο απαντά ότι η εν λόγω άντληση κεφαλαίων δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άλλα είδη δανεισμού που δεν παρουσιάζουν τον ίδιο κίνδυνο φοροδιαφυγής, διότι οι όροι στην αγορά ευρωομολόγων είναι εντελώς διαφορετικοί και ευνοϊκότεροι από τους όρους του εγχώριου δανεισμού· μια εγχώρια έκδοση δεν αποτελεί αξιόπιστο υποκατάστατο της υπό εξέταση εκδόσεως. Η Βελγική Κυβέρνηση εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους που την οδήγησαν στον δανεισμό γερμανικών μάρκων το 1994, οι λόγοι δε αυτοί έχουν κυρίως σχέση με τα προβλήματα του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος το 1993, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την ισχύ υψηλοτέρων επιτοκίων στο Βέλγιο απ' ό,τι στη Γερμανία. Επιπλέον, οι ιδιωτικές εκδόσεις αποφέρουν πολύ λιγότερα κεφάλαια και είναι δυσκολότερο να καλυφθούν. Επομένως, δύο είδη δανεισμού δεν είναι ισοδύναμα.

63. Εν πάση περιπτώσει, όταν ένα κράτος επιλέγει, για τους προεκτιθέμενους λόγους, να αντλήσει κεφάλαια στη διεθνή αγορά, πρέπει να συμμορφωθεί με τους κανόνες που ισχύουν στην εν λόγω αγορά. Το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να εμποδίζει ένα κράτος μέλος να λάβει υπόψη κατά τη διαχείριση του χρέους του δημοσιονομικούς και οικονομικούς περιορισμούς και να χρησιμοποιήσει συναφώς τα καταλληλότερα προϊόντα τα οποία προσφέρονται στην διεθνή αγορά. Ομοίως το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής ενός κράτους μέλους, ιδίως σε σύγκριση με τους ιδιωτικούς φορείς με τους οποίους βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού.

64. Τέλος, το Βέλγιο προσπαθεί να αντικρούσει το επιχείρημα της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις αντί του επιμάχου ομολογιακού δανείου, χάρη στις οποίες θα μπορούσε να αποφευχθεί η σημαντική παρεμπόδιση της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων και χάρη στις οποίες το Βέλγιο θα μπορούσε να επιτύχει τον βασικό του στόχο που ήταν η εξουδετέρωση της φοροδιαφυγής και η παράλληλη αναχρηματοδότηση του χρέους του. ρώτον, κατά την Επιτροπή, η υιοθέτηση διαδικασίας δηλώσεων θα είχε καταστήσει δυνατή τη διαπίστωση της ταυτότητας όλων αυτών που εισπράττουν εισόδημα από κινητές αξίες. Δεύτερον, δυνάμει της οδηγίας 77/799 , περί της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα των αμέσων φόρων, οι αρχές είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν από τις αρχές άλλου κράτους μέλους να τους παράσχουν όλες τις πληροφορίες που θα τους επέτρεπαν να προσδιορίσουν το ακριβές ποσό του φόρου που έπρεπε να καταβληθεί από τον φορολογούμενο. Το Βέλγιο υποστηρίζει ότι κανένα από τα μέτρα αυτά δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση. ρώτον, οι στατιστικές δείχνουν ότι μόνον το 0,5 % των κατοίκων Βελγίου δηλώνουν εισόδημα από κινητές αξίες, το οποίο αποκτούν στο εξωτερικό. Δεύτερον, το Βέλγιο δεν θα μπορούσε να βασιστεί στην οδηγία 77/799 για την παροχή συνδρομής από άλλα κράτη μέλη, καθ' ότι τα κράτη μέλη όπου πραγματοποιήθηκε η έκδοση του ομολογιακού δανείου θα δεσμεύονταν ενδεχομένως από νόμους περί τραπεζικού απορρήτου και, κατά συνέπεια, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν θα υπέκειντο στην υποχρέωση παροχής πληροφοριών· ακόμη και αν αυτό δεν συνέβαινε, το γεγονός ότι στο Βέλγιο προστατεύεται δια νόμου το τραπεζικό απόρρητο θα παρείχε σε άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αρνηθούν την παροχή πληροφοριών στο Βέλγιο με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας που αναγνωρίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3.

65. Επομένως, τα επιχειρήματα του Βελγίου μπορούν να συνοψιστούν κατ' ουσίαν στα εξής: i) η προσφυγή στην αγορά ευρωομολόγων ήταν αναγκαία προκειμένου το Βέλγιο να επαναχρηματοδοτήσει το χρέος του, ii) η απαγόρευση ήταν αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί η φοροδιαφυγή, iii) η απαγόρευση ήταν το κατάλληλο μέτρο, καθ' ότι κανένα άλλο εναλλακτικό μέτρο δεν θα ήταν αποτελεσματικό.

66. Δεν είμαι πεπεισμένος ότι το πρώτο επιχείρημα είναι λυσιτελές για την εκτίμηση του ανάλογου ή μη χαρακτήρα του μέτρου. Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι ο σύννομος χαρακτήρας της απαγορεύσεως, όχι η νομιμότητα της αντλήσεως κεφαλαίων εκ μέρους του Βελγίου στην αγορά ευρωομολόγων. Εν πάση περιπτώσει, δεν νομίζω ότι η τελευταία μπορεί να θεωρηθεί «αναγκαία» σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου. Το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι επιτρέπει επίκληση και των προβλεπομένων από τη Συνθήκη αποκλίσεων από τις θεμελιώδεις ελευθερίες μόνον οσάκις οι προϋποθέσεις των εν λόγω αποκλίσεων πληρούνται εξ ολοκλήρου.

67. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, είναι σαφές ότι, καταρχήν, ένα εθνικό μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τους υποκειμένους στον φόρο να παραβιάζουν την εγχώρια φορολογική νομοθεσία δια της ασκήσεως του δικαιώματος της ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 73 B, παράγραφος 1, της Συνθήκης, μπορεί να είναι σύννομο με βάση το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β_ . Ωστόσο, στη μοναδική περίπτωση όπου το εν λόγω επιχείρημα ευδοκίμησε, το αμφισβητούμενο μέτρο ήταν απλώς διάταξη επιβάλλουσα τέλος επί των δανειακών συμβάσεων ανεξαρτήτως του τόπου συνάψεως, μέτρο το οποίο στερούσε από τους κατοίκους του οικείου κράτους μέλους τη δυνατότητα να επωφελούνται φοροαπαλλαγής που ενδεχομένως ίσχυε προκειμένου για δάνεια συναπτόμενα εκτός του εδάφους του εν λόγω κράτους. Ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε ρητώς ότι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν απαγόρευε τη σύναψη διασυνοριακών δανειακών συμβάσεων .

68. Έτσι, έρχομαι στο τρίτο επιχείρημα του Βελγίου, σύμφωνα με το οποίο η απαγόρευση συνιστούσε το κατάλληλο μέτρο, καθ' ότι καμία άλλη εναλλακτική λύση δεν θα ήταν αποτελεσματική. Ωστόσο, νομίζω ότι είναι προφανές, από τα όσα εξέθεσε το ίδιο το Βέλγιο, ότι μια πλήρης απαγόρευση δεν είναι κατάλληλη να αποτρέψει τη φοροδιαφυγή. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η απαγόρευση δεν εμποδίζει τους κατοίκους του Βελγίου να αποκτούν ευρωομόλογα εκδόσεως άλλων, ως προς τα οποία ισχύει επίσης απαλλαγή από τον παρακρατούμενο φόρο, δεν κατεδείχθη δε ότι οι κάτοικοι Βελγίου που επιθυμούν να επενδύσουν επιλέγουν αντί των ευρωομολόγων ομόλογα του βελγικού δημοσίου, εκδιδόμενα στην εγχώρια αγορά τα οποία υπόκεινται σε παρακρατούμενο φόρο. Αν είναι πράγματι αληθές ότι το 99,5 % των κατοίκων Βελγίου, που εισπράττουν εισόδημα από κινητές αξίες καταβαλλόμενες στο εξωτερικό φοροδιαφεύγουν, φαίνεται τουλάχιστον απίθανο ότι θα συμμορφώνονταν με την απαγόρευση αποκτήσεως ευρωομολόγων που εξετάζεται εν προκειμένω, επενδύοντας οικειοθελώς σε τίτλους υποκείμενους σε παρακρατούμενο φόρο, ενώ ήταν επίσης διαθέσιμοι στην αγορά τίτλοι απαλλασσόμενοι του εν λόγω φόρου. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση Leur-Bloem ότι μια γενική υπόθεση φοροδιαφυγής δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη θέσπιση γενικού φορολογικού μέτρου που δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της οδηγίας· το συμπέρασμα αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για απλή και καθαρή απαγόρευση ασκήσεως μιας θεμελιώδους ελευθερίας όπως αυτή που θεσπίζεται στο άρθρο 73 B.

69. Η ανωτέρω κρίση είναι κατά την άποψή μου καταλυτική, αφού σημαίνει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω αν το Βέλγιο θα μπορούσε, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, να επιτύχει τον στόχο της αποτροπής της φοροδιαφυγής λαμβάνοντας μέτρα λιγότερο περιοριστικά για την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων απ' ό,τι η πλήρης απαγόρευση που εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας όπως τα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή.

ρόταση

70. Ενόψει των ανωτέρω φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει:

1) να αποφανθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, απαγορεύοντας στους κατοίκους Βελγίου να αποκτούν ευρωομόλογα εκδοθέντα από το Βασίλειο του Βελγίου στην αγορά ευρωομολόγων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 73 Β της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 56 ΕΚ)·

2) να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης.